Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Στην Εθνική οδό, στο δρόμο της Εγνατίας , συνθήματα και βρισιές απάνω στα τσιμέντα όπου και να γυρίσει το μάτι σου. Στο Στρυμονικό κόλπο κυρτά ρεύματα σχηματίζονται, στις σήραγγες δεν έχω σημα στο ραδιόφωνο, στους  ξερούς χειμάρρους χαλίκια στρογυλλά άσπρα και μαύρα σαν αυτά που πήρε ο Δαυίδ για να σταθεί αντίκρυ στον γίγαντα, και στα βράχια το νερό φτιάχνει κοιλότητες σαν ποτίστρες όπως τρέχει ασταμάτητα.  Τα στάρια καχεκτικά όπως πάντα σ' αυτόν τον τόπο και πέτρες παντού στις στέγες των σπιτιών, στους τοίχους , στα εγκαταλειμένα νταμάρια, και στα χωράφια που κάθε χρόνο γεννούν καινούριες όσες κι αν βγάλεις όσα τοιχώματα κι αν υψώσεις. Στο Στρυμόνα  τα δέντρα ρίχνουν τη σκιά τους στο ποτάμι , πιο πέρα μερικές αμυγδαλιές τολμούν να ανθίσουν  εκεί έξω από τη Γαληψό όπου είχαν αποικία οι Αθηναίοι έναν καιρό. Δεξιά κι αριστερά ελιές καρατομημένες κι άλλες καψαλισμένες από την παγωνία που τις έδερνε όλο το Χειμώνα. Αετοί στέκονται πάνω σε πασσάλους, καλαμιές καίγονται, μπάζα πεταμένα παντού, σκύλοι τριγυρνούν στις ερημιές, γάτες σκοτωμένες στο οδόστρωμα  κι ένα φαράγγι όπου στούκαρε ένα μηχνάκικοντά σ' ένα χωριό όπου σε μια ντισκοτέκ στάθηκε κάποτε ένα κορίτσι ξανθό μπροστά μου αλλά εγώ ήμουν στον κόσμο μου από τότε, σ' εκείνο το μέρος όπου κυκλοφορούσαν πιοτά πολύχρωμα και την ατμόσφαιρα με τα δαχτυλίδια του καπνού έτεμναν δέσμες φωτός καθώς κάτι πιτσιρικάδες μπέρδευαν το κεφάλι με τα πόδια κάνοντας ακροβατικά νούμερα.

Στο χωριό ο αδερφός μου μου δείχνει πόσο δυνατός είναι σηκώνοντας τον πατέρα μου σα κούκλα κι ο τελευταίος, στα ταλευταία του,γελά . Υστερα ο αδερφός μου μου λέει ιστορίες για τότε που πήγαιναν στο Μοναστήρι με κουβέρτες στον ώμο όπου  η πάχνη έπεφτε βαριά τον δεκαπενταύγουστο κι όλη τη νύχτα ακούγονταν από ένα φορτηγό ο Μπιθικώτσης '' και τώρα τρελλοκόριτσο γελάς'' αντιλαλώντας στα λαγγάδια ώσπου άδειασαν οι μπαταρίες. Μου λέει και ιστορίες για ένα ηλεκτρόφωνο που έπαιζε σ' ένα καφενείο το '' κουταλάκι'' και τον ''τρελλό ''με τους παλιούς να χορεύουν αργά κι άλλους να μεθούν και να ξαπλώνουν στο δρόμο κι άλλλους να πίνουν γκαζόζες σε μια καντίνα το καλοκαίρι κάτω στα χωράφια με τα καλαμπόκια εκεί όπου κάποτε ο πατέρας μου έβγαλε τα ρούχα του και κολύμπησε απέναντι για να σβήσει μια φωτιά. Εγώ δεν έμαθα ποτέ να κολυμπώ στις γκιόλες όπου επέπλεαν τα φυτοφάρμακα μου φάνηκε όμως κάποτε ότι είδα ένα φίδι πολύ μεγάλο πίσω από κάτι θάμνους κίτρινους να σέρνει την κοκκινωπή ουρά του και να χάνεται.

Σ' ένα άλλο μέρος μια φίλη μου είπε άλλες ιστορίες για τον παππού της που τον σκότωσαν σε μια χαράδρα και για ένα κοριτσάκι που έτρεχε κατατρομαγμένο στην κατηφόρα ενός βουνού και για ένα άλλο κορίτσι που φοβούνταν τους φαντάρους της επιστράτευσης το Εβδομήντα Τέσσερα  οι οποίοι είχαν κατακλύσει ένα στάδιο κι ακούγονταν ότι επιτίθονταν στις γυναίκες  τη νύχτα γι αυτό και το κορίτσι αμπάρωνε πόρτες και παράθυρα και κάθονταν μοναχό του στα σκοτεινά.

Στο γυρισμό η θάλασσα ήταν γκρίζα και λασπωμένη, λίγα χιόνια στις κορφές, μερικές ανεμώνες στις πλαγιές και στην Καβάλα κάτω από τα κάστρα , ανατολικά, το κύμα εσκαγε άσπρο πάνω στα βράχια  θύμιζοντας Άθω. Ένα τραγούδι στο αυτί μου ''please don't take my mind'' κι ένα κορίτσι δίπλα μου με νύχια βαμένα σαν κοράλια κινηματογραφεί την διαδρομή στο κινητό σα να γυρίζει ταινία

Στο Δερβένι το λεωφορείο ανέβηκε αγκομαχώντας, ζυγιάστηκε για μια στιγμή κι ύστερα γκρεμίστηκε με φόρα κατά το Τιτάν για να βυθιστεί ση θάλασσα του τσιμέντου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...