Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

ΥΠΕΡΣΙΒΗΡΙΚΟΣ

Με το που μπήκε στο τρένο είδε δυο ντόπερμαν ξαπλωμένα στο πάτωμα να βγάζουν τη γλώσσα λαχανιάζοντας, όπως έρχονταν με φόρα παραλίγο να πατήσει πάνω τους, την τελευταία στιγμή κρατήθηκε, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι κρατούσαν τα σκυλιά χαμηλά στο πάτωμα καθησυχάζοντας τα.

Πρώτη φορά ταξίδευε στην Πολωνία και δε τη χόρταινε, τυχαία την είχε βρει σ ένα γραφείο ταξιδιών από κάποιο φίλο, έκλεισε ένα εισιτήριο κι όταν πήγε εκεί έπαθε πλάκα, όλα του άρεσαν, ακόμα κι αυτό το θέαμα με τα ντόπερμαν ήταν τρελό αλλά έμοιαζε εξωτικό στα μάτια του. Όλα ήταν φοβερά, οι πόλεις, η ύπαιθρος, οι άνθρωποι, η ζωή, το φαγητό, τρελαίνονταν για την ανατολική Ευρώπη, παλιότερα είχε ταξιδέψει στη Ρουμανία και στην Τσεχία, το όνειρο του ήταν να πάει Ρωσία, Μόσχα, Πετρούπολη, Ροστόβ ! Όλα του φαίνονταν τέλεια, όταν είχε κλείσει το εισιτήριο ήταν ενθουσιασμένος, τα είχε διαβάσει τόσες φορές στα βιβλία και τώρα τα έβλεπε μπροστά του, όλα σ’ εκείνες τις χώρες ήταν τόσο πράσινα, τόσο αγνά, τόσο φτηνά, όλοι τσακίζονταν να σ’ εξυπηρετήσουν, ένιωθες σα βασιλιάς για να μη μιλήσουμε για τις γυναίκες, καλά φίλε είχε τρελαθεί, δεν υπήρχε περίπτωση να μην ξαναέρθει εκεί πέρα, ήταν σα να βρίσκονταν στον παράδεισο επί της γης !

Στο αεροπλάνο το μυαλό του ήταν ακόμα πίσω στο γέρο πατέρα του, τον είχε αφήσει μοναχό για λίγες μέρες, θα άντεχε ρε φίλε ο γέρος, ας έκανε λίγο υπομονή, του είχε εξηγήσει κι εκείνος έδειξε κατανόηση. Πρόσφατα είχε μετακομίσει στο πατρικό του γιατί δεν τά βγαζε πέρα μόνος του, δε μπορούσε να βρει δουλειά ούτε με σφαίρες , το μόνο καλό ήταν η θέα από το πατρικό του, έβλεπες κάτω ολόκληρη τη πόλη και το λιμάνι και τα καράβια και τα βουνά μέχρι μακριά πολύ, και τη θάλασσα που στραφτάλιζε σκορπώντας χιλιάδες λάμψεις χρυσές στο τέλος της άνοιξης...

Είχε κουραστεί να τρέχει για τον πατέρα του, ο γέρος ήταν πάντοτε δύσκολος, ιδιότροπος, όμως τώρα στα γεράματα είχε γίνει ακόμα πιο παράξενος, όλη την ώρα έτρεχε να του βρει τα πιο περίεργα πράγματα, μια παντόφλα που να ταιριάζει ακριβώς στο πόδι, ένα φρούτο που το είχε λαχταρήσει ο παππούς, έναν μάστορα να διορθώσουν καμιά ζημιά, συνέχεια του έκανε παρατηρήσεις, έπρεπε να πλύνει δεκαοχτώ φορές τα χέρια ότι και να έπιανε, καλά ο γέρος ήταν πολύ σπαστικός ! Όλη την ώρα έτρεχε για δουλειές και θελήματα, τα μεσημέρια περνούσε απ’ την βουβή αγορά όπου δεν κινούνταν τίποτα μοναχά οι ζητιάνοι άραζαν στη σκιά των στοών να κάνουν τσιγάρο παίρνοντας μια ανάσα, άλλες φορές έπρεπε να πάει στα νοσοκομεία για συνταγές και φάρμακα, στους διαδρόμους μηχανήματα αυτόματα που πουλούσαν χυμούς και σοκολάτες βούιζαν αδιάκοπα, άστεγοι κουρελήδες κοιμόταν στο πάτωμα. Όλη την ώρα ήταν στη γύρα για δουλειές, έτρεχε σε τράπεζες και γραφεία λογιστικά, τα βράδια του Σαββάτου πήγαινε ν’ αγοράσει πίτσες και μακαρονάδες να φάνε, μπόρες ξαφνικές έπιαναν, ξεχνούσε πάντα να πάρει ομπρέλα και μούσκευε ως το κόκαλο, στα μαγαζιά που έκλειναν εκείνη την ώρα μετρούσαν τις εισπράξεις βγάζοντας απ’ τα ταμεία κέρματα και χαρτονομίσματα, στους δρόμους ντελιβεράδες δίχως κράνη πετάγονταν μπροστά από λεωφορεία σα δαίμονες, γάτες πανικόβλητες δοκίμαζαν να διασχίζουν την άβυσσο της ασφάλτου, στις πιτσαρίες τύποι νευρωτικοί έριχναν μες στο φούρνο με κινήσεις σπαστικές ζύμες πασπαλισμένες με τυρί και χορταρικά...

Φοβόταν το καλοκαίρι που έρχονταν, η τελευταία φορά που θυμόταν χαρούμενο τον εαυτό του τέτοια εποχή ήταν κάπου εκεί στο λύκειο, πριν το ψυχοβγάλσιμο των πανελλαδικών, τότε που έβγαινε με τ’ άλλα παιδιά απ’ το σχολείο μετά τις εξετάσεις σε μια καφετερία κάτω από έναν πλάτανο, δεν έκαναν τίποτα ιδιαίτερο, βιοντεοταινίες βλέπανε αλλά ένιωθε όμορφα. Ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε τον εαυτό του φρέσκο τέτοια εποχή, μετά το έχασε, από ένα σημείο και μετά το καλοκαίρι τον ζόριζε, τα έβλεπε όλα δεν ήθελε καν να τη σκέφτεται αυτή την εποχή, τα σχολεία έκλειναν, ο κόσμος ξεκινούσε τις διακοπές, οι φίλοι έφευγαν, οι δουλειές σταματούσαν, το φως γίνονταν ολοένα και πιο δυνατό τόσο δυνατό που δεν αντέχεται κι η μέρα ήταν τόσο ατελείωτη που δεν ήξερε πως να τη γεμίσει!

Μα πάνω απ’ όλα ρε φίλε ήθελε να ξεχάσει εκείνη, αν το σκεφτείς η αιτία για το φόβο που είχε κάθε χρόνο στην αρχή του καλοκαιριού ήταν εκείνη που του είχε πει κάποτε σ ένα μαγαζί έτσι στο άσχετο ‘’ Θέλω να χωρίσουμε!’’ κι εκείνον τον έπιασαν τα κλάματα, τα μάτια του έτρεχαν μπροστά σ όλον τον κόσμο που τον κοιτούσε περίεργα, δεν μπορούσε να το χωνέψει. Από τότε τον είχε πάρει η κάτω βόλτα, έχασε τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, δε μπορούσε να συγκεντρωθεί με τίποτα, τον είχε πάρει από κάτω εντελώς, για να την ξεχάσει τα είχε φτιάξει στο πόδι με μια άλλη που αποδείχτηκε εντελώς βλαμμένη, και στο τέλος το παντρεύτηκε εκείνο το απολειφάδι, έκανε κι ένα παιδί που δεν μπορούσε να το δει κι όλο το πράγμα τον πήγε πίσω, έχασε τόσον καιρό σε βλακείες που δεν έπρεπε να κάνει, από τότε του είχε μείνει εκείνη η φοβία για το τέλος της άνοιξης, τότε που τελειώνουν τα σήριαλ στην τηλεόραση, τότε που λήγουν οι αγώνες του ποδοσφαίρου, τότε που η θάλασσα είναι ακόμα κρύα και καθαρή …

Εκεί στο βορά τα είχε ξεχάσει όλα, είχε τρελαθεί με τις πόλεις που είχαν κρατήσει το παλιό τους χρώμα εξαιτίας του κομουνισμού, παντού έβλεπες γεφύρια, κάστρα, τάφρους, τείχη, αυτή ρε φίλε ήταν η μεσαιωνική Ευρώπη! Στην Κρακοβία όπου είχε ταξιδέψει με την υπερταχεία- που τα είχαν μάθει αυτά τα κόλπα οι Πολωνοί, ας ήταν καλά οι γερμαναράδες που είχαν αναλάβει όλα τα έργα εκεί πέρα- στην υπερταχεία λοιπόν είχε δει τα ντόπερμαν και τρόμαξε, μετά του άρεσε, άλλωστε κανείς δεν έμοιαζε ν’ ανησυχεί, ήταν κι αυτό μέρος του εξωτικού σκηνικού, καθόταν και κοίταζε απ το παράθυρο όλο το απέραντο τοπίο τα δάση και τους δρυμούς τα δέντρα, τα χωράφια, τα κοπάδια των ζώων, τα ποτάμια που έτρεχαν φιδογυριστά προς τη Βαλτική, δε μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα, μα τι παράδεισος ρε φίλε !

Εκεί πάνω δεν τον ένοιαζε τίποτα, αισθάνονταν σα να ξανάβρισκε εκείνη τη χαμένη φρεσκάδα που είχε κάποτε, κάθε μέρα έφτιαχνε ένα δικό του πρόγραμμα, το γκρουπ με το οποίο ταξίδευε πήγαινε όπου να ναι, όπου το πήγαιναν οι οδηγοί, αυτός όμως δεν είχε καμιά όρεξη να τους ακολουθήσει, δε γούσταρε την παρέα όλων εκείνων των αργόσχολων, καλά άμα είχε μαζί και το φίλο του, εκείνον που διάβαζαν μαζί στη βιβλιοθήκη για το διδακτορικό, θα ήταν τέλεια μιλάμε, έπρεπε να ήταν κι ο άλλος εδώ να δει όλα αυτά τα μυστήρια, τα κάστρα και τις στέρνες και τις τεράστιες ανοιχτές πεδιάδες απ’ όπου ξεχύθηκαν οι Γερμανοί για το ανατολικό μέτωπο, τότε που γίνονταν ο μεγάλος πόλεμος, τα είχε διαβάσει στα βιβλία όλα αυτά και τώρα τα έβλεπε μπροστά στα μάτια του, καλά ήταν πολύ τρελό! Να λοιπόν που υπήρχε λύση στο πρόβλημα του, θα μπορούσε να ταξιδεύει εκεί πάνω τέτοια εποχή, αν το έψαχνε λίγο μπορεί και να έβρισκε τρόπο να εγκατασταθεί μόνιμα, γιατί όχι ρε φίλε, τόσοι και τόσοι το έκαναν! Είχε κουραστεί πια, μια αλλαγή χρειάζονταν, όπως ανέβαιναν οι θερμοκρασίες δε μπορούσε να ηρεμήσει, οι ορίζοντες άνοιγαν κι οι δρόμοι σε καλούσαν σε κάμπους ανοιχτούς, σε τοπία μακρινά με τη μυρουδιά της βενζίνης να πλανιέται στον αέρα. Στην αρχή του καλοκαιριού ροζ πικροδάφνες άνθιζαν στις εθνικές οδούς, οι ροδιές έβγαζαν κάτι λουλούδια κόκκινα που γυάλιζαν ανάμεσα στα φυλλώματα, τα αναρριχώμενα θέριευαν με τόση υγρασία γύρω και τίναζαν τα πλοκάμια τους σαν αρπακτικά έτοιμα να σε γραπώσουν.

Δε μπορούσε να συνηθίσει το καλοκαίρι που έρχονταν, οι γυναίκες φορούσαν ζακέτες ψιλές, φανελάκια άσπρα, φουστάνια γεμάτα λουλούδια μικρούτσικα, κορίτσια κυκλοφορούσαν φορώντας παντελόνια σκισμένα, μα πόσο σκισμένα ρούχα φορούσαν ρε φίλε, τι ήταν κι αυτό το πράγμα! Στα ίντερνετ καφέ μουσικές δροσερές ακούγονταν, στα προποτζίδικα άνθρωποι όρθιοι παρακολουθούσαν αποτελέσματα σε τηλεοράσεις μικρές σημειώνοντας νούμερα σε χαρτάκια, στα πάρκα περιστέρια και μαυροπούλια άπλωναν τις φτερούγες τους στο γρασίδι, γύφτοι γυρνούσαν στα στενά πουλώντας γαρδένιες και μπουκαμβίλιες, πεπόνια και μούσμουλα. Καμιά φορά καθόταν σε μια πλατεία να χαζέψει τους πιτσιρικάδες που είχαν τατουάζ στα μπράτσα, τους έβλεπε να τρώνε κλαμπ σάντουιτς πίνοντας αναψυκτικά ανθρακούχα, ψηλά στον ουρανό πουλιά διέγραφαν κύκλους προαναγγέλλοντας την αλλαγή του καιρού, , η γύρη που πλανιόταν στον αέρα έκανε τα μάτια να δακρύζουν, τη νύχτα ο παραλιακός δρόμος έμοιαζε έρημος σαν αεροδρόμιο που περιμένει τα ιπτάμενα σιδερένια πουλιά να χαμηλώσουν, ένας τύπος σε μια πλατεία έπαιζε κάθε βράδυ το ίδιο τραγούδι ΄΄ Παιδί της μοναξιάς και της αθανασίας....’’
Όσο περνούσαν οι μέρες σκέφτονταν πως θα γυρίσει πίσω σε όλα εκείνα, ήθελε να μείνει ακόμα λίγο εκεί πάνω, μια μέρα είχε ξεμακρύνει όπως το συνήθιζε και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα πράγμα ψηλό σαν πύργο, του φάνηκε περίεργο εκείνο το μέρος, είχε την αίσθηση ότι το είχε ξαναδεί κάπου. Για να φτάσει ψηλά στο κάστρο έπρεπε ν’ ανέβει κάτι σκαλοπάτια πέτρινα, στριφογυριστά, κοντοστάθηκε μια στιγμή κι ύστερα τράβηξε προς τα πάνω δίχως να ξέρει που βγάζει ο δρόμος. ανέβαινε ώρα πολύ μέχρι που άρχισε να λαχανιάζει, σε μια στροφή του πέτρινου μονοπατιού υπήρχε ένα άνοιγμα, ένα πλάτωμα στρωμένο με πλάκες, όπως πλησίασε είδε ένα χώρο κυκλωμένο από στοές αψιδωτές με μια στέρνα σαν πισίνα στη μέση, κάτι του θύμιζε όλο αυτό, δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπε, βασάνισε το μυαλό του να καταλάβει τι ήτανε και τότε θυμήθηκε.

Ήταν η προβατική κολυμβήθρα που είχε δει σ ένα ευαγγέλιο παλιό του πατέρα του, ναι ρε φίλε, αυτή ήταν η κολυμβήθρα με τις πέντε στοές και τους παραλυτικούς γύρω, που γέρασαν περιμένοντας έναν άγγελο να εμφανιστεί σα φάντασμα απ’ το πουθενά ανεμίζοντας τις τεράστιες λευκές φτερούγες για ν’ αναταράξει τα νερά που γίνονταν θαυματουργά και καθαρά σαν την θάλασσα στην αρχή του καλοκαιριού. Όλοι έπρεπε να τρέξουν για να προλάβουν, όλοι εκτός από κείνον τον κακομοίρη τον παράλυτο που καθόταν σε μια γωνιά ανήμπορος κοιτάζοντας του άλλους να θεραπεύονται βουτώντας και να γίνονται γεροί σαν μοσχάρια, όπως διάβαζε αυτή την ιστορία δε μπορούσε να μη σκεφτεί τον ανάπηρο πατέρα του που έσερνε μια ζωή το λειψό του ποδάρι, μα τι άδικος και τούτος ο άγγελος ρε φίλε!


Μετά απ αυτό σα να χάθηκε η ευφορία που τον διακατείχε, το τελευταία βράδυ πριν την επιστροφή την ονειρεύτηκε, ήταν ολοζώντανη όπως τη θυμόταν, μελαχρινή και γλυκιά από τη μια, σκληρή και παλαβή απ’ την άλλη, θυμήθηκε το χαμόγελο που έκανε το πρόσωπο της να λάμπει τότε που του είχε πει έτσι στο άσχετο να χωρίσουν, ξύπνησε μες τη νύχτα, άνοιξε το παράθυρο του δωματίου του και κοίταξε τον ορίζοντα πέρα μακριά, προς τα νότια και ανατολικά απλώνονταν τα Καρπάθια, πιο πέρα τα Ουράλια, παραπέρα οι στέπες, ήταν ανάγκη τώρα να γυρίσει πίσω, λίγο ακόμα χρειαζόταν, θα μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι με το τρένο διασχίζοντας όλη τη Ρωσία κι από κει να τραβήξει ακόμα πιο πέρα, είχε ακούσει για τον υπερσιβηρικό που διέσχιζε τον κορμό της Ασίας μέσα απ’ την αχανή Σιβηρία φτάνοντας ως το Βλαδιβοστόκ στην άκρη της γης, θα μπορούσε να επιβιβαστεί σ’ εκείνο το τρένο ....

Πέμπτη 12 Μαΐου 2016




.

ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Στον Φώτη Β.

‘’Έλα μαζί μου, θα πάμε κάπου!’’ μου είπε ο Φώτης, μεσάνυχτα περασμένα ήτανε, τον είχαν ειδοποιήσει απ’ την Αθήνα, απ’ τα κεντρικά του συστήματος ασφάλειας, υπήρχε σήμα για εισβολή στο κατάστημα του συνεταιρισμού.

Ο Φώτης φοβόταν μήπως ήταν πάλι η συμμορία που είχε ρημάξει την επαρχία ολόκληρη, πριν από κάτι μήνες είχε εισβάλει στον συνεταιρισμό μ’ ένα φορτηγάκι γκρεμίζοντας και διαλύοντας την πύλη του αυλόγυρου, είχαν κλέψει τότε κάτι καραμπίνες κυνηγετικές κι ένα κάρο φυσίγγια σα να ετοίμαζαν πόλεμο, όταν πήγε η αστυνομία τα σημάδια τους υπήρχαν πάνω στην εσωτερική πόρτα που την είχαν γκρεμίσει κλοτσώντας και χτυπώντας την, θα πρέπει να ήταν γομάρια, θηρία αν έκρινες από τα αποτυπώματα που είχαν αφήσει.

Δεν ήθελε να είναι μόνος του, εκείνη τη βραδιά που τον είχαν ειδοποιήσει κατά τις τρεις τα ξημερώματα η συμμορία είχε μπουκάρει στο κτήριο του συνεταιρισμού, δεν είχε κανέναν μαζί του τότε , απ’ τα κεντρικά τον ειδοποιούσαν συνέχεια καθώς παρακολουθούσαν τις κινήσεις μέσα απ’ το κύκλωμα ασφαλείας ‘’ Κινούνται, τους βλέπουμε, έχουν μπει μέσα, κάντε γρήγορα !’’, ευτυχώς δεν είχαν βρει τα χρήματα και να σκεφτείς ότι τα είχε σ’ ένα απλό συρτάρι, ήταν τυχερός ! Τη νύχτα εκείνη η αστυνομικοί της περιοχής βρίσκονταν σ ένα πανηγύρι κάποιου χωριού εκεί κοντά και τρωγόπιναν, μέχρι να έρθουν είχε τελειώσει η υπόθεση, οι ληστές είχαν κάνει τη δουλειά του, ο Φώτης εκείνη τη νύχτα καθόταν σ ένα κλειστό βενζινάδικο που υπήρχε εκεί κοντά και περίμενε τους αστυνομικούς μυρίζοντας τις φλαμουριές που σκορπούσαν το άρωμα των ανθών τους στην ατμόσφαιρα, κοίταζε όλη την ώρα προς τις σκιές του αρχαίου κάστρου που δέσποζε στην περιοχή ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα αρχαία …

Το χωριό του ήταν κάποτε χτισμένο γύρω απ το κάστρο, κοντά σε μια λίμνη που αργότερα αποξηράνθηκε, ο τόπος γεμάτος καραβίδες ήταν τότε, τις έβλεπες να περπατούν τεράστιες κάτω απ’ τα καθαρά νερά στο βυθό κουνώντας τις κεραίες στο κεφάλι τους, τις βράζανε μέσα σε κατσαρόλες και σε καζάνια και τρώγανε το ψαχνό από μέσα τους, τα χέλια πάλι που υπήρχαν τα έψηναν στο φούρνο, πιτσιρικάς τότε ο Φώτης και πάντα λήξουρος, περίμενε τη γιαγιά του να τα βγάλει για να τα χλαπακιάσει, υπήρχε και δάσος παραδίπλα γεμάτο κυνήγι, ο πατέρας του κυνηγούσε τότε, ζαρκάδια, ελάφια, ενυδρίδες, αγριογούρουνα, απ’ όλα μπορούσες να χτυπήσεις, δεν είχαν πεινάσει ποτέ σ εκείνο το χωριό.

Όσο ζούσε η μάνα του ο Φώτης πήγαινε να την δει στο παλιό ετοιμόρροπο πατρικό του, περνούσε με το αμάξι μέσα από χωριά χτισμένα δίπλα σ΄ ένα ποτάμι με νερό που άφριζε, γραμμές σιδηροδρομικές διέσχιζαν την πεδιάδα, σταθμοί τρένων εγκαταλειμμένοι. Σαν ήταν παιδί έκανε αυτήν τη διαδρομή με τα πόδια, του άρεσε, είχε βάλει για ορόσημα μια πέτρα, ένα δέντρο ξεραμένο, ένα αυλάκι, δε φοβόταν καθόλου, μόνο σ ένα σημείο γεμάτο βάτα πυκνά και λεύκες θεόρατες τυλιγμένες από κισσό βαθυπράσινο, εκεί σφίγγονταν λιγάκι και βιάζονταν να προσπεράσει. Τον παλιό οικισμό όπου έμενε η μάνα του τον είχαν εγκαταλείψει για κάποιον λόγο όλοι οι κάτοικοι, στην είσοδο του χωριού δέσποζε το παλιό γκρεμισμένο κάστρο και κάτι χαλάσματα, μια φορά με είχε πάρει και μένα μαζί να το δούμε. Φαίνονταν εντυπωσιακό, ήθελα αμέσως να μάθω την ιστορία του, ποιος ξέρει πότε χτίστηκε, τι να γίνονταν τότε κατά κει, τι καβαλάρηδες είχαν περάσει από κει πέρα, ποιοι το είχαν πολιορκήσει, ποιοι το φρουρούσαν, πως ένοιωθαν κλεισμένοι εκεί μέσα με τους άλλους τους παλαβούς να αλαλάζουν όπως έκαναν επίθεση ! Στα χαλάσματα του κάστρου είχαμε πετύχει με το Φώτη κάποτε κι έναν λαγό μεγάλο σαν αρνί, πετάχτηκε απότομα μπροστά μας σα δαίμονας και μας κατατρόμαξε, ωραίο ήταν το μέρος εκείνο, δε μπορούσα να καταλάβω γιατί το είχαν αφήσει οι παλιοί και μετακινήθηκαν, ίσως γιατί έκανε πολλή ζέστη καθώς το χωριό ήταν χτισμένο σε μια κοιλάδα που έμοιαζε με χοάνη όπου εγκλωβίζονταν η θερμότητα απ’ τους καύσωνες του καλοκαιριού .


Το αμάξι μας γλιστρούσε στην σκοτεινή άσφαλτο, ο αέρας γύρω φυσούσε ευχάριστα, μου άρεσε όλη η φάση, πρόσεχα το Φώτη δίπλα μου το νευρικό του σώμα τραντάζονταν στις λακκούβες του επαρχιακοί δρόμου, κροτάλιζε συνέχεια τα δάχτυλα του ανήσυχος ενώ ατένιζε πέρα μακριά κατά το βουνό που υψώνονταν κατά κει, στο μυαλό του γυρνούσε όλη την ώρα εκείνη τη συμμορία που καταζητούνταν εδώ και καιρό, λέγανε ότι αποτελούνταν από περίπου δέκα άτομα, όλοι τους Έλληνες, είχαν το ορμητήριο τους κάπου στα ανατολικά της του νομού, στα χωριά κατά κει. Είχαν ανοίξει μπαρ, μαγαζιά, χρυσοχοεία, είχαν χτυπήσει χρηματαποστολές, αστυνομικά οχήματα, ότι μπορείς να φανταστείς, σε μια απόπειρα να ληστέψουν την τράπεζα μιας κωμόπολης είχαν πέσει και πυροβολισμοί, παραλίγο να τους τσακώσουν αλλά οι τύποι την είχαν κοπανήσει τη τελευταία στιγμή μ ένα αγροτικό, κάποιοι λέγανε ότι μπορεί να είχαν αλλάξει την έδρα τους κι εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα της περιοχής όπου είχε μαζευτεί όλη η αφρόκρεμα κι όλα τα μούτρα του υποκόσμου εξαιτίας των νυχτερινών μαγαζιών που ανθούσαν εκεί τη δεκαετία του ογδόντα …
Είχα αρχίσει ν’ ανατριχιάζω μ αυτά που άκουγα, έκανε και κρύο, δε μου είχε ξανατύχει κάτι τέτοιο, ο Φώτης με καθησύχασε λέγοντας ότι αυτό ήταν συνηθισμένο, πολλές φορές ο συναγερμός ενεργοποιούνταν από κάτι παραμικρό, έναν σκύλο, κάποιο ζώο, έναν αέρα δυνατό, στην Αθήνα όπου υπήρχαν τα κεντρικά της παρακολούθησης δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι, απλά ενημέρωναν.

Πλησιάζαμε στο κτίριο της ένωσης,ένα κτίριο τσιμεντένιο ήταν με μεγάλη αυλή, έβρισκες εκεί πέρα εφόδια αγροτικά , λιπάσματα ζωοτροφές, λάδια, τέτοια πράγματα, ο Φώτης σήκωσε το δάχτυλο και μου έδειξε ένα αρχαίο μοναστήρι που ήταν χτισμένο ψηλά στο βουνό, όταν ήταν μικρός πήγαιναν στο μοναστήρι με το κάρο όταν είχε το πανηγύρι στην καρδιά του θέρους, άφηναν τα ζώα και τα κάρα στους πρόποδες του βουνού, κι από κει συνέχιζαν με τα πόδια, αργότερα η ΜΟΜΑ είχε φτιάξει δρόμο με άσφαλτο. Μια φορά, όταν ο αδερφός του ήταν μωρό, είχαν πάει στο μοναστήρι αργά το απόγευμα με τη μάνα του περπατώντας μέσα από μια χαράδρα όπου υπήρχε ένας κατσικόδρομος λιθόστρωτος στρωμένος με πέτρες που είχαν γίνει γυαλιστερές ύστερα από τόσες χιλιάδες πέλματα που πέρασαν από πάνω τους, καστανιές φορτωμένες αχινούς πράσινους φύτρωναν στα πλαϊνά του μονοπατιού, έφτασαν αργά στο μοναστήρι, ο καλόγερος που φύλαγε την είσοδο είχε κλείσει τις πύλες, τον παρακάλεσαν ν’ ανοίξει είχαν και μικρό παιδί μαζί τους, η μάνα του έβαλε τις φωνές που αντήχησαν μέσα στα λαγκάδια, ο καλόγερος είδε κι απόειδε, τελικά τους δέχτηκε, κοιμήθηκαν εκεί για το βράδυ ...

Η μάνα του δε καταλάβαινε τίποτα, πάντα έτσι ήτανε εκείνη, μπορούσε να τσαπίζει στα χωράφια ώρες ατελείωτες μοναχή της, ο άντρας της δούλευε σ άλλα χωράφια κι εκείνος μοναχός του, πολλές φορές κοιμόταν στο χώμα η μάνα του και το πρωί συνέχιζε, όταν ξεκινούσε μια δουλειά έπρεπε να την τελειώσει, δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει στη μέση! Της άρεσε η ερημιά, μπορούσε να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ στην ερημιά, στη μέση του πουθενά, δε την πείραζε, καμιά φορά έπαιρνε και τη μικρή της παιδιά έτσι για παρέα, το μόνο που φοβόταν ήταν τα φίδια που εμφανίζονταν σερνάμενα κατά καιρούς μέσα απ’ τους θάμνους και την έκαναν ν’ ανατριχιάζει. Είχε πεθάνει πια η μάνα του και το πατρικό του Φώτη ρήμαζε καθώς δεν τα είχαν βρει στη μοιρασιά τ αδέρφια, συχνά πήγαινε να δει την ξαδέλφη του τη Σ περνώντας από ένα γεφυράκι απ’ όπου είχε σαβουρντηχτεί όταν ήταν μικρός και μάθαινε ποδήλατο. Σ’ ένα σπίτι μονώροφο έμενε η Σ με τον συνταξιούχο άντρα της, το είχαν επισκευάσει, το είχαν καημό εκείνο το σπιτάκι, όταν έφτιαχναν τη στέγη είχε πιάσει ένα χαλάζι που ρήμαξε τα σπαρτά σε μια ζώνη μερικών χιλιομέτρων, ξαφνικά είχε γκρεμιστεί όλη η οροφή της κουζίνας σκάζοντας με πάταγο στο πάτωμα, μόλις την τελευταία στιγμή είχε προλάβει να βγει η ξαδέρφη του από το δωμάτιο. Κάτι έπιπλα παλιά είχαν σκαλίσει, πολύ όμορφο το είχαν φτιάξει διορθώνοντας την καλαμοσκεπή που την έφτιαχναν κάποτε με λάσπη και καλάμια κι ήταν λέει πολύ γερή. Στο προαύλιο είχαν φυτέψει γκαζόν κι έναν φράχτη από δεντρολίβανα, ήταν μερακλής πολύ ο άντρας της ξαδέρφης του, κάτι κεντήματα παλιά με κλωστή χοντρή στους τοίχους κορνιζαρισμένα είχανε βάλει, όποτε πήγαινε τον κερνούσαν γλυκό του κουταλιού, λικέρ από κράνα κι ένα άλλο γλυκό που δεν θυμόταν τ όνομα του, καθόταν στην αυλή χαζεύοντας τις γριές που είχαν απομείνει απ το χωριό, η ξαδέρφη τους έκανε τις ενέσεις, έδινε τα φάρμακα, τις φρόντιζε, έτσι περνούσε την ώρα της...

Όταν φτάσαμε στον συνεταιρισμό η πύλη της εισόδου φαίνονταν παραβιασμένη, ο Φώτης μου έκανε νόημα να μη μιλώ, γενικά φαίνονταν τύπος χαλαρός κι άνετος όμως εκείνη τη στιγμή έβγαζε ένα άλλον εαυτό, απόλυτα συγκεντρωμένος σ’ αυτό που έκανε σαν αρπακτικό που εντοπίζει τη λεία του, δεν έμοιαζε να φοβάται, τον εξίταρε όλο και περισσότερο αυτό το παιχνίδι. Περπατήσαμε λίγο, μου έκανε νόημα να περιμένω, άνοιξε μαλακά την εξώπορτα και μπήκε μέσα στην αποθήκη, δε μου είπε τι να κάνω κι εγώ θα έσκαγα αν δεν έμπαινα μέσα να δω τι γίνεται, παρακολουθούσα τη σκιά του να προχωρά σιγά σίγα και να πλησιάζει έναν άλλον ίσκιο, ξαφνικά τον άρπαξε απ’ το λαιμό, τον έσυρε και και τον χτύπησε στον τοίχο κρατώντας σφιχτά το κεφάλι του, ο άλλος τά ‘ χασε, άρχισε να φωνάζει σε μια γλώσσα άγνωστη, ο Φώτης τον κρατούσε σαν αγρίμι, σκεφτόμουν ότι έκανε βλακεία που δεν περίμενε την αστυνομία, τον άκουγα που βαριανάσαινε αλλά έμοιαζε ότι δεν θα άφηνε με τίποτα να του ξεφύγει ο άλλος ‘’Πάρε την αστυνομία!’’ γρύλισε.

Τηλεφώνησα, περιμέναμε, ο άλλος τα είχε παίξει, είχε παραδοθεί, δε φαίνονταν και πολύ γενναίος, ήρθαν οι αστυνόμοι, ‘’Τι έγινε ρε Φώτη, πάλι κάποιον έπιασες!’’ χαχάνισαν και πέρασαν χειροπέδες στον ξένο, βγήκαμε έξω, τον έσυραν στο περιπολικό σπρώχνοντας το κεφάλι του καθώς τον έχωναν στο όχημα, ο Φώτης έμοιαζε ικανοποιημένος, ένα αεράκι δροσερό φυσούσε κάνοντας τις φλαμουριές να σείονται, ψηλά στον παλιό οικισμό το κάστρο δέσποζε περήφανα σ όλο το χώρο προτείνοντας τις χαλασμένες πολεμίστρες του σα να διαλαλούσε ότι θα συνέχιζε να υπάρχει για άλλα χίλια τόσα χρόνια, αστραπές ξεθυμασμένες αυλάκωναν τον ουρανό κατά το μοναστήρι, προς την ανατολή έμοιαζε να χαράζει...

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...