Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΦΤΑ ΣΑΜΟΥΡΑΙ

Όλα τα λεφτά μου τα έβγαλα στη Νιγηρία!'' είπε, ''Έχω συνεργασία με κάτι μαύρους εκεί κάτω!'' - ''Δε φοβάσαι;'' ρώτησα ‘’Καθόλου! Τους ξέρω, το μόνο τρομαχτικό είναι τα βουντού που κάνουν, στις κηδείες έχει τύχει να δω φέρετρα που απογειώνονται κι εξαφανίζονται, έχει κάτι μάγους εκεί κάτω που έχουν μέσα τους το διάβολο, υπνωτίζουν ανάπηρους, τους βάζουν να περπατήσουν και ν ανέβουν σκαλιά, σπάνε πέτρες μόνο με τη δύναμη της σκέψης τους! ‘’

Αράζαμε στο μπαλκόνι του και τα λέγαμε φωνάζοντας και πίνοντας τσάι κρύο σε γεύσεις διάφορες, Σαμουράι, Άνθος της πέτρας, Κόκκινη πλατεία, Άνθος του Δυτικού Νείλου, Μήλο της Έριδας! Στο δρόμο που περνούσε μπροστά μας λεωφορεία σαραβαλιασμένα διάβαιναν κάθε μεσημέρι χοροπηδώντας σα παλαβά στις ατέλειωτες λακκούβες, οι μπροστινές τους πόρτες έχασκαν ορθάνοιχτες, αμάξια έφευγαν μαρσάροντας, κάποιος είχε αφήσει ένα ποδήλατο σε μια στροφή κι ένα αυτοκίνητο που περνούσε αμέριμνο πάτησε μ όλο του το βάρος τη ρόδα του δίκυκλου, το λάστιχο του αμαξιού έσκασε, ο οδηγός κατέβηκε βρίζοντας, αν έβρισκε τον ιδιοκτήτη ήταν σίγουρο ότι θα τον σκότωνε, κανείς όμως δεν ήξερε ποιος είχε αφήσει το ποδήλατο του εκεί πέρα…

Πόσο καθαρό ήταν εκείνο το σπίτι, πόσο αστραφτερά τα πατώματα, πόσο άσπρες οι κουρτίνες, ντρεπόσουν να πατήσεις στο δάπεδο! Τα συρτάρια γεμάτα ρούχα φρεσκοσιδερωμένα, ταχτοποιημένα, μοσχομυριστά, απαλά, παπλωματοθηκες, σεντόνια, μπλουζάκια κι εσώρουχα. Το βράδυ κοιμόμαστε στο υπόγειο που είχε δροσιά, ένας σκύλος έρχονταν και πλάγιαζε στη πλάτη μου, ήθελε ν μ ακουμπάει πάντοτε, ένας μπουφές υπήρχε εκεί γεμάτο με ποτήρια όλων των ειδών, στρογγυλά, εξάγωνα, χαμηλά, ψηλά, σε σχήματα σωλήνων και κολόνας, διάφανα, κρυστάλλινα, πάνω στο έπιπλο μια φωτογραφία παλιά ασπρόμαυρη μιας νύφης που χαμογελούσε ξέγνοιαστη, πόσο όμορφη ήτανε!

Όλο για μυστήρια συζητούσε, είχε πάει στους Αγίους Τόπους, στο Σινά, ταξίδεψε στη Κίνα, στην Ινδία, από κει είχε φέρει κι ένα πετράδι μια φεγγαρόπετρα, οι Ινδοί λέγανε ότι μέσα σε κάθε τέτοια πέτρα ένα πνεύμα κατοικούσε, οι γυναίκες τους τις έραβαν στα ρούχα τους για ν αποκτήσουν γρήγορα παιδί. Στο Νεπάλ πάλι πολύ πονηροί λέει οι καλόγεροι εκεί πέρα, δε τους πήγαινε με τίποτα, έκαναν γιόγκα, ταοϊσμό, τέτοια κόλπα, είναι λέει ιδιοτελείς όλοι τους , πανούργοι, το βλέπεις στο μάτι τους που γυαλίζει! Ένας απ αυτούς είχε έρθει και στο Άγιο Όρος να γνωρίσει κάποιον δικό μας διάσημο, ήταν ταλέντο, έκανε κουφά ο γκουρού, τρελά, είχε ανέβει και τους δώδεκα βαθμούς της ιεροσύνης τους κι ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών! Εκείνος πάντως ο πιτσιρικάς ο καραφλός, ο γκουρού, ήταν λέει καλός, Γιώργο τον λέγανε, είχε καταγωγή ελληνική, απ τη μάνα του, για κείνο το παιδί λέει ο διάσημος μοναχός θα δέχονταν να βγει απ το Όρος, μόνο για κείνον!

Δε πίστευα τίποτα απ όσα έλεγε, έδειχνε κουρασμένος, πεθαμένος, το πρωί είχε πάει να δώσει αιμοπετάλια για το πεθερό του, τον είχαν κρατήσει για δυο ώρες, του έπαιρναν αίμα, του το ξανάδιναν πίσω αφού το φιλτράριζαν, τον είχαν γεμίσει σωληνάκια! Μετά απ αυτά ένα βάρος στο κεφάλι ένιωθε, έναν πόνο στο δεξιό κρόταφο, τη νύχτα ζεσταίνονταν υπερβολικά, δε μπορούσε να περπατήσει όπως έκανε κάθε μέρα το χάραμα που σηκώνονταν νωρίς κι έκανε χιλιόμετρα ολόκληρα στην αμμουδιά της παραλίας του νησιού ξυπόλητος!

Είχε τραυματιστεί και το παιδί του στο μάτι από ένα όστρακο όπως έπαιζε στη παραλία, ένας θεός ξέρει πως το είχε καταφέρει το μικρό! Πάλι στα νοσοκομεία έτρεχε με τον πιτσιρικά να οδύρεται, εκεί γίνονταν χαμός, νοσοκόμες επιδέξιες, γιατροί πανούργοι, παντού κλέφτες νόμιζε ότι υπήρχαν, ήταν σίγουρος ότι έβγαζαν γάζες, φάρμακα, σύριγγες, θα τα σήκωναν όλα αυτοί!

''Δε τα πιστεύεις;’’ φώναζε '' Θες να σου πω ονόματα, μη με προκαλείς, στο λέω,όχι πες μου θες;‘’

''Ε ναι ρε φίλε, δε τα πιστεύω!'' απαντούσα εγώ ‘’ Δε πιστεύω τίποτα απ αυτές τις θεωρίες για τη λέσχη Μπίλντερμπεργκ , τους μασόνους, τους τέκτονες, τους αρχιτέκτονες και τους εξωγήινους που θα κατέβουν να μας πάρουν δε δίνω δυάρα όλα αυτά ! ’’ είχε ανάψει, ‘’Λοιπόν θα σε πάω σ ένα τένις κλαμπ έξω απ τη πόλη να δεις τ αμάξια που μαζεύονται εκεί τη νύχτα και τα όργια που γίνονται !’’ - ‘’Τα χεις δει με τα μάτια σου ;’’ - ‘’ Έχω δει τα αυτοκίνητα!’’ - ‘’ Άσε μας ρε φίλε!’’ τον έκοψα απότομα όμως αυτός επέμενε να χτυπιέται ότι όλα είναι στημένα, όλα είναι προαποφασισμένα σε μια συνωμοσία υπέρτατη.

Πίστευε ότι παντού υπήρχαν προδότες που ήθελαν να ξεπουλήσουν τη χώρα, τον είχε πιάσει παραλήρημα, όπως μιλούσε μου έδειχνε το χέρι του όπου οι πόροι είχαν πεταχτεί, ήταν συγκινημένος. Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί καθόμουν και τον άκουγα, ίσως γιατί φαίνονταν ειλικρινής σε όσα έλεγε, τα πίστευε πραγματικά. Διηγούνταν ότι κάποιος είχε φάει απ την οικογένεια του ένα δισεκατομμύριο δραχμές παρακαλώ, είχαν πολλά χρήματα τότε, έπαιρναν ένα κάρο δουλειές, προμήθειες, εργολαβίες, εξαγωγές, ότι μπορείς να φανταστείς! Μ εκείνον τον πελάτη που τους έφαγε το δισεκατομμύριο είχαν ανοιχτεί πάρα πολύ, δε το περίμεναν, τους είχε αιφνιδιάσει, τον πήγαν στα δικαστήρια, στα εφετεία, στον Άρειο Πάγο, οι δικαστές τους είχαν πει ''Παιδιά η υπόθεση είναι τελειωμένη, μ αυτούς δε μπορούμε να τα βάλουμε πέρα, αυτοί ελέγχουν όλο τον κόσμο, τη Τράπεζα της Ελλάδας, τη κυβέρνηση, το χρηματιστήριο, διοργανώνουν συνέδρια, όποιος έχει υψηλό δείκτη νοημοσύνης τον εντοπίζουν και τον παίρνουν αμέσως, βάζουν δυο σωματοφύλακες να τον φυλάνε, δεν αφήνουν τίποτα να πέσει κάτω, τους κάνουν όλους του χεριού τους!''

Μελαχρινός τύπος ήταν, μαλλιά κατάμαυρα, χαρακτηριστικά όμορφα, μια βέρα στο δάχτυλο, ένα κομποσκοίνι στο καρπό. Το σπίτι του ήταν χτισμένο κοντά σε μια ρεματιά του νησιού, αγριοσυκιές, καλαμιές και περικοκλάδες πρασίνιζαν μέσα στο ρέμα, λεύκες φύτρωναν στις όχθες με τα φύλλα τους να σείονται στον άνεμο, ένας φράχτης από πεύκα προστάτευε το κτίσμα, μια δαμασκηνιά που έκανε φρούτα μεγάλα, πολύ γλυκά είχαν φυτέψει στην είσοδο. Απ το μπαλκόνι έβλεπες ένα βενζινάδικο πνιγμένο στη σκόνη, μια κοιλάδα με χαρακιές οριζόντιες στους βράχους υπήρχε στο βάθος, πέρα μακριά μια ομάδα ποδηλάτες έτρεχε ανάμεσα σε ηλιοτρόπια ανθισμένα, ένα κοπάδι από πουλιά ε περνούσε τσιρίζοντας αλλόκοτα, όταν φυσούσε ένιωθες στο πρόσωπο σου ν ανακατεύονταν ρεύματα κρύα και ζεστά. Τη νύχτα αεροπλάνα υψώνονταν με τα φώτα τους αναμμένα, αστέρια ξεκολλούσαν απ το στερέωμα και γκρεμοτσακίζονταν την εποχή που ο ήλιος έμπαινε στον αστερισμό του Μεγάλου Σκύλου κι ανέτειλε ο Σείριος το λαμπρότερο αστέρι σ ολόκληρο τον ουρανό!

Ο σκύλος που κοιμόταν στη πλάτη μου ήταν λεπτός θύμιζε κογιότ της αμερικάνικης ερήμου, όταν άνοιγε το στόμα του έμοιαζε να χαμογελά σκιάζονταν, τρόμαζε όποτε τον έβγαζα βόλτα σα να ένιωθε κάτι αδιόρατο με το που πήγαινε να διαβεί ένα χαντάκι ή όταν ο αέρας σήκωνε απότομα κάποιο φύλλο πεσμένο στο χώμα. Κι εγώ είχα αρχίσει να φοβάμαι με το παραμικρό, όποτε πήγαινα ν ανοίξω ένα κάδο για να πετάξω σκουπίδια τη νύχτα νόμιζα ότι ένα χέρι θα πετάγονταν από κει μέσα να μ αρπάξει και να με τραβήξει μαζί του!

Τ' απογεύματα κατεβαίναμε για ψώνια στο χωριό, σ ένα κατάστημα μια κοπέλα κοιτούσα, και το δικό της βλέμμα σταματούσε πάνω μου, μόνη της ήταν τις περισσότερες φορές, μια αλυσιδίτσα πολύ ψιλή φορούσε στο λαιμό, το σώμα της γεμάτο από κάτι στίγματα διάφανα σα σημαδάκια που νόμιζες ότι μπορούσες να τα σκουπίσεις να τα καθαρίσεις με μια κίνηση. Μια φωνή χαμηλή, βραχνή, τα δάχτυλα της δούλευαν γρήγορα σ ένα μαύρο πληκτρολόγιο, πολύ ευγενική όταν μου έβαζε κάτι στη τσάντα έσκυβε πολύ κοντά, σχεδόν μ άγγιζε κι όταν μου έδινε τα ρέστα έπιανε ελαφρά τη παλάμη μου. Μου άρεσε σίγουρα, δε με φοβόταν, είχε γερούς ώμους, καλοφτιαγμένους, αλλά κι οι γάμπες της ήταν ωραίες, την είχα ξαναδεί, την είχε προσέξει κι οι δικός μου και της πέταξε μια βλακεία που μπορεί να της κακοφάνηκε, μα τι ηλίθιος ρε φίλε, απ την άλλη βέβαια αν ήταν τόσο μυγιάγγιχτη ίσως και να μην άξιζε …

Μια μέρα πέτυχα το κορίτσι με τις φακίδες σ ένα στενό , ένα φουστάνι άσπρο φορούσε, μπροστά την είσοδο ενός πάρκινγκ καθόταν οι δίπλες του φορέματος της κάλυπταν τις γάμπες της όπως βλέπεις να γίνεται στα έργα τα παλιά, όπως καθόταν τ α πέλματα της έδειχναν προς τα μέσα ‘’Που πας;’’ μ είχε ρωτήσει.

Σ ένα σεμινάριο πήγαινα ούτε που θυμάμαι γιατί είχα δεχτεί να το παρακολουθήσω κάποιος μου το είχε ζητήσει και δεν ήθελα ν του πω όχι. Έκανε τόση ζέστη, παιδεύτηκα να βρω το μέρος που θα γίνονταν, μπέρδεψα τους ορόφους, ανέβαινα, κατέβαινα, δε μπορούσα να τηλεφωνήσω, δεν υπήρχε σήμα εκεί μέσα, τελικά το ανακάλυψα, επιτέλους! Μπροστά σ ένα προτζέκτορα φωτεινό κάποιος μιλούσε δείχνοντας φωτογραφίες και καταλόγους, προσπαθούσα να παρακολουθήσω μα δε μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε, κάτι τύπο νυσταγμένοι με φόρμες κάθονταν σε καρέκλες, μια κουζίνα στο βάθος, ένα ψυγείο, ένα κλιματιστικό...

Είχα αρχίσει να θολώνω μ όλα όσα λέγονταν και γίνονταν στο νησί όπου τα κεφάλια των κολυμβητών έβγαιναν στην επιφάνεια, τα στάχυα έφταναν μέχρι τη θάλασσα κι ένα μοναστήρι μεσαιωνικό έμοιαζε ν ακουμπά τα πόδια του στο πέλαγος. Μια ανασκαφή είχε αποκαλύψει έναν τοίχο θαμμένο στο χώμα κι ένα πλακόστρωτο αρχαίο, χορτάρι ξερό, κιτρινισμένο, καμένο απ τη ζέστη, ένα κοπάδι πρόβατα παρδαλά, μια ποτίστρα τσιμεντένια, σε μια πλαγιά ένα τρακτέρ ανάμεσα σ αμπέλια που απλώνονταν με τα σταφύλια τους να κιτρινίζουν γλυκά απ τη ζέστη του καυτού καλοκαιριού.

Εμείς στο μπαλκόνι συνεχίζαμε τα δικά μας πίνοντας τσάι παγωμένο, ο μελαχρινός τύπος κρατώντας το ποτήρι του μιλούσε τώρα για τις πλάκες του μαύρου τσαγιού που κουβαλούσαν στα μοναστήρια του Θιβέτ και το αντάλλασσαν με είδη πολύτιμα, αλάτι κόκκινο Ιμαλαϊων, μεταξωτά, κεραμικά, ιατρικά βότανα και κυλίνδρους βαμμένος για να γράφουν τα μυστήρια τους γράμματα, αντικείμενα μεταλλικά, ντόπια άλογα και βόδια γιακ, πολύ γερά, πολύ ανθεκτικά. Είχε ταξιδέψει κι εκεί πέρα ατενίζοντας μονοπάτια που περνούσαν μέσα από οροπέδια και φυτείες απέραντες, από φαράγγια και τοποθεσίες με ονόματα παράξενα όπως το ''Πήδημα της Τίγρης!'', σε υψόμετρα και δρόμους σκοτώστρες που μπορούσαν να σε γκρεμοτσακίσουν ότι ώρα να ναι, είδε διαβάσεις ποταμών πάνω από γέφυρες σιδερένιες και σχοινένιες στον άνω ρου των ποταμών, μονοπάτια φτιαγμένα στη διάρκεια των αρχαίων δυναστειών, ύστερα έλεγε για τους Γιαπωνέζους και των Θρύλο των Σαράντα Εφτά Σαμουράι, πάνω απ το βουνό που στέκονταν πίσω μας ένα σύννεφο ανέβαινε σα μανιτάρι από κάποια κοσμογονική έκρηξη ηφαιστείου, ένα ποτιστικό σύστημα αμολούσε νερό στον αέρα, η μέρα έμοιαζε να πνίγεται στο φως που σκορπίζονταν ασυγκράτητο...

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

ΚΑΤΑΜΑΡΑΝ

Με το που άνοιξαν τη σιδερένια κάνουλα της φριτέζας το λάδι ξεχύθηκε καυτό αφρίζοντας, έκαιγε αφόρητα, δε μπορούσαν να κρατήσουν την κάνουλα με τίποτα, έπεσε στο πλαστικό δοχείο που είχαν τοποθετήσει από κάτω. Ο νεροχύτης κόχλαζε ολόκληρος, το λάδι γρήγορα τρύπησε το πλαστικό που συστέλλονταν και συρρικνώνονταν απ τη φοβερή θερμοκρασία, ήταν πολύ επικίνδυνο, το λάδι ξεχύνονταν άγρια, μερικές σταγόνες πετάχτηκαν κι έκαψαν το Θωμά στο μπράτσο, φοβήθηκε, φάνηκε στο βλέμμα του, έτρεξε στο φαρμακείο παραδίπλα να τον πασαλείψουν με κρέμες κι αλοιφές, ευτυχώς δεν ήταν τίποτα. Εν τω μεταξύ ο νεροχύτης έβραζε, αυτός άνοιξε τη βρύση, σχηματίστηκε μια δίνη που τη βοηθούσε να στριφογυρίσει χρησιμοποιώντας μια πένσα, τελικά ο νεροχύτης άδειασε και μ ένα μαχαίρι έσκισε το πλαστικό δοχείο για να πάρει τη κάνουλα.

Κανονικά άλλαζαν το πρωί το λάδι της φριτέζας αλλά με τόση ζέστη που μυαλό. Όλο τέτοια έκανε ο Θωμάς ''Βάλε το παλάμη σου στη σχάρα πάνω όπως εγώ να δεις αν αντέχεις !'' του είχε πει μια μέρα κρατώντας το χέρι του πάνω στο καυτό σίδερο για ένα λεπτό περίπου, δοκίμασε κι αυτός, αντέχονταν όμως έκαιγε πολύ, ο Θωμάς γέλασε ''Δε περίμενα ότι θα το κανες !'' είπε κοιτάζοντας στο κενό σα να δούλευε μια σκέψη στο μυαλό του...

Στη παραλιακή λεωφόρο τα γκαρσόνια μοίραζαν σταχτοδοχεία στα τραπέζια, δεν είχε ακόμα κίνηση, δροσιά υπήρχε στις σάλες των μαγαζιών με τους καφέδες, στις οροφές τους είχαν κρεμάσει ποτήρια κρυστάλλινα, καρέκλες αδειανές, παρκέ γυαλισμένο, αστραφτερό, ορτανσίες γαλάζιες και ροζ στις γωνίες, λουλούδια πλαστικά στους πάγκους. Στα φρουτάδικα τα πεπόνια μοσχοβολούσαν, ροδάκινα και καρπουζιά αράδιαζαν οι μανάβηδες , στα ψιλικατζίδικα πουλούσαν πορτοκαλάδες και χυμούς, στα λεωφορεία κανείς δεν ήθελε να τον ακουμπούν, όλοι ζεσταίνονταν, όλοι είχαν νεύρα, οι ελεγκτές είχαν πάψει να μπαίνουν, κανείς δεν έκοβε εισιτήριο, μια γυναίκα κοιμόταν στο κάθισμα της γέρνοντας το κεφάλι μπροστά σα να ήταν άψυχο, οι άσπροι βολβοί των ματιών της φαίνονταν καθώς τα βλέφαρα της κατέρρεαν, ένα μαβί πουκάμισο φορούσε, ένα παντελόνι μαύρο. Στη πόλη όλα έμοιαζαν να έχουν καταρρεύσει, οι τράπεζες κλειστές, ερημιά παντού, μόνο στ' αδειανά προποτζίδικα κάτι τελειωμένοι συμπλήρωναν δελτία και στα στενά κάνα δυο τρελοί κυκλοφορούσαν σα φαντάσματα. Στις εισόδους των πολυκατοικιών σκαλοπάτια άσπρα, σκυλιά ταλαιπωρημένα είχαν μπει τη νύχτα να βρουν δροσιά στο μαρμάρινο κατώφλι, καθρέφτες αδειανοί, γλάστρες απότιστες. Τα ξημερώματα λίγο προτού χαράξει περιστέρια γουργούριζαν στα σκοτεινά, στον ουρανό ένα μπαλόνι παρασέρνονταν απ τα ρεύματα όλο και πιο μακριά, στο λιμάνι ένα εμπορικό φορτωμένο έκανε μανούβρες, ψηλά ένα αεροπλάνο πετούσε κι ένα άλλο πιο πέρα στέκονταν μετέωρο σα να είχε κολλήσει εκεί πάνω ...

Ο Θωμάς, ένας γενειοφόρος πενηνταπεντάρης, γεροδεμένος, γεμάτος ενέργεια, ήταν ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Παλιά έπαιρνε εργολαβίες στη Κροατία, στη Σερβία, στη Βουλγαρία σ όλα τα Βαλκάνια, έργα δημόσια, σ ένα κάρο κόσμο έδινε δουλειά, πάντα τους είχε καλοπληρωμένους τους εργάτες του! Από παιδί στα χωράφια δούλευε, στο κάμπο της Θεσσαλίας, λάστιχα κουβαλούσε μες το λιοπύρι να ποτίσουν τα καταραμένα τα μπαμπάκια! Ο πατέρας του ήταν πολύ σκληρός, ώρες ατελείωτες δούλευαν στα χωράφια κι ύστερα όταν ήταν φοιτητής – προτού δουλέψει στη νύχτα - τον είχε βάλει να δουλεύει σε μονώσεις, έπρεπε ν απλώνουν πίσσα μαύρη σε κάτι τάπητες ασήκωτους κι ύστερα τους πατούσαν μ ένα μεταλλικό πατητήρι, έκανε ζέστη ανυπόφορη, κολασμένη, στις ταράτσες ψήνονταν ζωντανοί, μέχρι και πενήντα βαθμούς είχε γράψει μια φορά το θερμόμετρο τους!

Έτσι είναι πάντα τα ελληνικά καλοκαίρια, καυτά, αγχωτικά, ατελείωτα, φωτιές πιάνουν στα λιγοστά δάση που απόμειναν μετατρέποντας το τόπο σε στάχτη και κάρβουνα! Στους χωματόδρομους σκόνη ατελείωτη, όπως ο ήλιος μπαίνει στον αστερισμό του Κυνός κι ετοιμάζεται να ανατείλει το πιο λαμπρό αστέρι του ουρανού, ο Σείριος, αρχίζουν τα κυνικά καύματα που φέρνουν πυρετό και κακοτυχία, η ζέστη ρημάζει τα σπαρτά και τους ανθρώπους, ανακατατάξεις πολιτικές, φασαρίες, εντάσεις, συγκρούσεις, επιβουλές αλλοφύλων, πόλεμοι, επιστρατεύσεις, κόσμος φεύγει αλαφιασμένος με τρένα και με φορτηγά να υπερασπιστεί τα σύνορα..

Κάθε μέρα στο μαγαζί γίνονταν παλαβά πράγματα όπως αυτό με τη φριτέζα, μια φορά ο Θωμάς του είχε ρίξει ένα βλέμμα τόσο άγριο που ήθελε να βάλει τα κλάματα, ήταν σα να τον είχε χτυπήσει κατακούτελα! Ένα μεσημέρι πάλι του φώναξε μπροστά σ όλους επειδή καθυστερούσε, τον είχε κάνει ρεζίλι και σα να μην έφτανε αυτό του πέταξε κι ένα κουτάκι μπύρας που έσκασε μπροστά του ακριβώς! Κανονικά έπρεπε να θυμώσει, να σηκωθεί να φύγει επί τόπου αλλά κρατήθηκε, ήξερε ότι όλα αυτά ήταν ένα θέατρο για να ικανοποιηθούν πελάτες που άργησαν να εξυπηρετηθούν, δεν είπε τίποτα, μοναχά χαμογέλασε κι οι άλλοι το είδαν, γέλασαν κι εκείνοι.

Από νωρίς το πρωί ξεκινούσε το προσκύνημα, τύποι μυστήριοι, νταλικέρηδες καραφλοί, λαχαναγορίτες κι εργάτες απ το λιμάνι μαζεύονταν εκεί πέρα, δε ξέρω τι έβρισκαν σ εκείνο το μέρος, τι τους άρεσε, περίμεναν πάντως ώρα πολύ, μερικοί φεύγανε γκρινιάζοντας και βρίζοντας, δεκάρα δε δίνανε για δαύτους! ''Ξύπνα!!'' του φώναζε όλη την ώρα ''Κοιμάσαι!'' αυτός δε μπορούσε να συγκεντρωθεί, δε το είχε ρε φίλε, ήταν αλλού, το μυαλό του ταξίδευε. Μερικές φορές το πράγμα γίνονταν επικίνδυνο όπως τότε που είχε σκύψει να πάρει κάτι κι όπως σηκώθηκε χτύπησε με δύναμη στη γωνιά ενός συρταριού μεταλλικού που είχε ανοίξει ο Θωμάς, το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που είχε καθίσει λίγο να συνέλθει, ύστερα συνέχισε τη δουλειά. Πάντως ο μουσάτος πρέπει να τον πήγαινε, τον θεωρούσε κάπως μορφωμένο και τον σέβονταν γι αυτή του την ιδιότητα, μάλιστα έχε προσέξει ότι συγκρατούσε λόγια που του έχε πει κατά καιρούς και τα χρησιμοποιούσε κι αυτός, μια φορά κιόλας είχε βγάλει ένα χαρτάκι κι είχε γράψει μια φράση που του είχε κάνει εντύπωση...

Τον εμπιστεύονταν αλλιώτικα δε θα δούλευε ποτέ σ ένα τέτοιο μέρος, όποτε περνούσε δίπλα από μια εικόνα που είχε κρεμασμένη τη φιλούσε κάνοντας το σταυρό του, ήταν καχύποπτος και δε τον είχε δει ποτέ να ιδρώνει ακόμα κι όταν όλοι ψήνονταν ! Σπάνια μιλούσε για το παρελθόν, έπρεπε να τον πετύχεις στη κατάλληλη φάση, κανέναν δεν εμπιστεύονταν, ήταν και καταφερτζής απίστευτος! Μια φορά είχε πάει στο Όρος, δεν είχε διαμονητήριο, σ ένα μοναστήρι έφτασε το σούρουπο, οι καλόγεροι είχαν κλείσει τη βαριά πύλη, βγήκε ένας γηραλέος ασκητής: ''Έχουμε κλείσει, στρώσαμε και τη τράπεζα, που ήσουν όλη μέρα!'' ο Θωμάς άρχισε τάχα να ψάχνει το διαμονητήριο, άνοιγε τσάντες, σακούλες, βαλίτσες, φώναζε, χειρονομούσε, άδειαζε τις τσέπες του, ο καλόγερος είχε απηυδήσει, τελικά του φώναξε '' Άντε αναθεματισμένε, πέρασε επιτέλους να πάω να πλαγιάσω!''

Το πιο δύσκολο ήταν το βράδυ, έπρεπε να καθαρίσουν τις σχάρες που ήταν πνιγμένες στο κάρβουνο, γέμιζε μαυρίλα ο τόπος, έπρεπε να τρίβουν όλη την ώρα με μια σπάτουλα και λεμόνι άφθονο, χαμαλίκι σκέτο, δε του άρεσε καθόλου, σκεφτόταν ότι αν ήταν να περνά ώρες κάνοντας αυτό το πράγμα ήταν χαμένος !

Όταν έφευγαν κι οι τελευταίοι μεθυσμένοι έβγαιναν καμιά βόλτα, μερικές φορές μες το κατακαλόκαιρο ο αέρας μάζευε τα σύννεφα κι έπιαναν μπόρες , όλοι έτρεχαν να κρυφτούν, κεραυνοί έσκαγαν ξαφνικά, οι συναγερμοί άρχιζαν να ουρλιάζουν ταυτόχρονα, σε μια κόγχη, σε κάτι αρχαία χαλάσματα, τα περιστέρια κούρνιαζαν περιμένοντας να κοπάσει το κακό και να κλείσουν οι καταρράχτες του ουρανού. Σαν σταματούσε και δρόσιζε πια καθόντουσαν σ ένα παγκάκι μιας πλατείας κι ο γενειοφόρος άντρας μιλούσε για ιστιοπλοϊκά, είχε πάρει κάποτε κι ένα δικό του αλλά τον ξέσκισε η εφορία και τσακίστηκε να το ξεφορτωθεί! Τώρα ήταν εκπαιδευτής στα καταμαράν, είχε πάρει την άδεια κι όργωνε το Αιγαίο ολόκληρο όποτε μπορούσε, ο Άι Στράτης ήταν το αγαπημένο του μέρος, εκεί έπιαναν κάτι αέρηδες τρομεροί που τον τρέλαιναν, ήθελε πολύ δύναμη και μαστοριά μεγάλη να κάνεις το σκάφος εκείνο να γλιστρά απαλά στο κύμα …

Με μια παρέα είχαν σταματήσει σε μια ακτή του Άι Στράτη, τα νερά ήταν παγωμένα εντελώς μιλάμε, απ το βυθό αναδύονταν κατά ομάδες άσπρες μέδουσες σα μικρά αλεξίπτωτα διάφανα, ο ήλιος έδυε, ένα ψάρι πετάχτηκε απ το νερό δείχνοντας την ράχη του που γυάλιζε. Οι γυναίκες που είχαν μαζί κρατούσαν τις φούστες τους καθώς φυσούσε αέρας, τα βρεγμένα μαλλιά τους ανέμιζαν, λευκά μαγιό, εφαρμοστά φορούσαν από κάτω, μια απ αυτές είχε στο χέρι ένα ρολόι γαλάζιο στο χρώμα της θάλασσας, μια άλλη ένα κολιέ μαργαριταρένιο που στραφτάλιζε. Στην αμμουδιά ένας τύπος με δόντια χαλασμένα έβγαζε όστρακα απ το βυθό, τα έσπαγε αφαιρώντας το εσωτερικό τους που το χρησιμοποιούσε για δόλωμα, όλα τα χαλίκια της παραλίας είχαν γίνει πορφυρένια απ τη χρωστική...

Παλιά είχε λεφτά όμως τα είχε χάσει όλα πια, έκανε κάτι επενδύσεις άστοχες, οι φίλοι του έφαγαν τα περισσότερα, ανοίχτηκε, τον έπιασε η κρίση, τη πάτησε, τον είχε αφήσει κι η γυναικά του, δε θέλει και πολύ να πάρεις τη κάτω βόλτα! Μονάχα το μαγαζί εκείνο του είχε απομείνει, του τα είχαν πάρει όλα, το μαγαζί κι ένα μαύρο BMW του είχε απομείνει να γυρίζει τα βράδια, φοβόταν μη του το πάρουν, '' Όχι αυτό!'' έλεγε.

''Πάνε πάνω να δώσεις φαΐ το Δημήτρη!'' του είπε μια μέρα,έχω ένα τάπερ στο ψυγείο, αν δε τον βρεις στο πατάρι κατέβα στο υπόγειο !''

Ο Δημήτρης ήταν αυτός με τα χαλασμένα δόντια που πήγαινε βόλτες με το καταμαράν κι έσπαγε τα όστρακα στον Άι Στράτη. Μιλάμε του είχε φάει ένα κάρο λεφτά δανεικά κι αγύριστα, ήταν ένα ρεμάλι και μισό, κατά καιρούς τον φιλοξενούσε, άλλοτε τον έδιωχνε κακήν κακώς, όμως όλο κάτι γίνονταν κι εμφανίζονταν πάλι αν δε τον είχαν μπουζουριάσει βέβαια οι αστυνομικοί! Κανείς δεν ήξερε κι ούτε μπορούσαν να καταλάβουν γιατί του είχε τέτοια αδυναμία, κάποιοι λέγανε ότι είχαν μεγαλώσει μαζί, άλλοι ότι μπορεί και να ήταν ο αδερφός του, έμοιαζαν κάπως άλλωστε...

Έπρεπε να πάει στο πατάρι, φοβόταν, ποτέ δεν είχε ανέβει εκεί πάνω κι ούτε που είχε όρεξη να βρεθεί μόνος του με κείνον το φυλακόβιο! Είχε ακούσει διάφορα για το πατάρι αλλά ποτέ δεν είχε τύχει ν ανεβεί, από ένα διάδρομο βγήκε σε μια αυλή κι από κει μπήκε στο ασανσέρ το τρομαχτικό που κινούνταν με τηλεχειριστήριο. Το μέρος ήταν πολύ στενό, ίσα ίσα χωρούσαν τα πόδια σου να πατήσεις σε μια βάση μεταλλική ενώ από κάτω έχασκε το κενό. Πίεσε το κίτρινο κουμπί, το συρματόσκοινο σφίχτηκε, ρολάρισε κι άρχισε να ανεβαίνει, το έβλεπε που τυλίγονταν, περίμενε λίγο προτού το κεφάλι του στουκάρει στην οροφή κι ύστερα τράβηξε το δάχτυλο απ το κουμπί.

Στη σοφίτα υπήρχε ακαταστασία απίστευτη, βιβλία παλιά τσαλακωμένα παντού, αγιογραφίες και βίοι αγίων, τρεις ανεμιστήρες δούλευαν στο φουλ μήπως δροσίσουν το στενό χώρο, κάτι μηχανήματα αρχαία ένα θεός ήξερε από που ήταν και σε τι χρησίμευαν, ένας πάγκος ξεχαρβαλωμένος όπου ο Θωμάς κοιμόταν, τώρα πως ησύχαζε μέσα σ εκείνο το χάος ήταν μυστήριο! Προσευχητάρια δίχως εξώφυλλο έβλεπες, ένα καντηλάκι έκαιγε σε μια γωνία, στο τοίχο υπήρχε μια φράση γραμμένη με μαρκαδόρο ''Περίζωσαι την ρομφαία σου επί τον μηρόν σου δυνατέ!'', ο άλλος δε φαίνονταν πουθενά, βιάστηκε να φύγει πατώντας το κόκκινο κουμπί για την κάθοδο.

Τώρα ακολουθούσε αντίστροφη πορεία, το συρματόσκοινο ξετυλίγονταν αργά, ένιωθε ζαλισμένος απ τη ζέστη κι απ όλα όσα είχε δει στη σοφίτα, η βάση όπου πατούσε δε του φαίνονταν και πολύ στέρεα, ήθελε να δοκιμάσει την αντοχή της αλλά φοβόταν ότι αν έκανε πως παραπατούσε μπορεί κανένα πόδι του να κατρακυλούσε στον αγύριστο, το σιδερένιο σκοινί όλο και ξετυλίγονταν, όλο και πιο χαμηλά κατέβαινε, μα που στο διάβολο ήταν εκείνο το υπόγειο, γιατί δεν του είχαν πει πότε να σταματήσει, δεν έβλεπε και καλά, τελικά ένιωσε να χτυπά κάπου με δύναμη ταρακουνήθηκε, σταμάτησε τη συσκευή, αισθάνονταν εγκλωβισμένος, παγιδευμένος, ήθελε να σηκωθεί να φύγει κι ότι ήθελε ας γίνονταν, ετοιμάζονταν να ξανανέβει όταν άκουσε μια φωνή ''Κατά δω!'' και τινάχτηκε.


Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

ΣΙΡΟΠΙΑΣΤΟ ΙΝΔΟΚΑΡΥΔΟ

Ο φίλος του πρότεινε  να δουλέψει   εκεί πέρα  άμα ήθελε  κι  αυτός  είχε  σκεφτεί '' Γιατί όχι!'',  καλοκαίρι ήτανε,  δε θα τον  χαλούσε, από φαΐ  τουλάχιστον θα ήταν εντάξει!

Κάθε μέρα  γίνονταν χαμός,  κόσμος έρχονταν  κατά κύματα,  η κουζίνα  ήταν γεμάτη  καπνούς απ  τα κάρβουνα που έκαιγαν, πόσα πιάτα δεν είχε πλύνει,  πόσες πατάτες  έριξε σ εκείνο το δοχείο με το  λάδι  που κόχλαζε σα κολασμένο,  πόσες ντομάτες δεν είχε   κόψει σε φέτες λεπτές, μια φορά  είχε  κοπεί από ένα  μαχαιράκι με δόντια κοφτερά,  αίμα έτρεχε συνέχεια, σ ένα φαρμακείο πήγε,  μια γυναίκα συμπονετική  το τύλιξε μ ένα τσιρότο.

Τα μάτια του έτρεχαν  όλη την ώρα όπως  καθάριζε μεγάλα  άσπρα  κρεμμύδια, έπρεπε  να μαζεύει τραπέζια,  να καθαρίζει,  να  σφουγγαρίζει, να κατεβάζει τις τέντες όταν χτυπούσε ο ήλιος. Δεν ήταν και τόσο δύσκολα όλα  αυτά, απλά έπρεπε  να είσαι γρήγορος, κι ακόμα έπρεπε να είσαι έτοιμος να φύγεις ανά  πάσα στιγμή από κείνο το τρελάδικο! Και πραγματικά ήταν έτοιμος να τη κοπανήσει όταν ένας βλαμμένος που τον είχε ακουμπήσει για να  περάσει είχε τιναχτεί ''Μη με πιάνεις με τα βρωμόχερα σου !'' Τον έστελναν   ν αγοράσει κρασί ή  απορρυπαντικά,  ''Όσο πιο φτηνά  γίνεται !'' του  παράγγελλαν, του ζητούσαν  να χαλάσει χαρτονομίσματα, δε μπορούσε  να βρει  ψιλά, η πιάτσα είχε στεγνώσει  για κάποιο  λόγο,  όλοι τον έδιωχναν, τον αγνοούσαν, τον διαολόστελναν.

Μια φορά  τον είχαν στείλει  σ ένα κατάστημα  να ψωνίσει  μυρωδικά και μπαχαρικά, η ώρα ήταν περασμένη,  έκλειναν,  τον είχαν αφήσει να περιμένει  σ ένα μέρος γεμάτο φιστίκια,  αμύγδαλα,  φουντούκια, δαμάσκηνα ξερά κι ανανάδες αποξηραμένους, μπανάνες τηγανητές  κι  ότι μπορείς να φανταστείς από τέτοια πράγματα.  Περίμενε  εκεί πέρα μοναχός του,  κανείς δεν εμφανίζονταν,   σ ένα  φωτάκι  μπροστά  από κάποιο  θάλαμο   έβλεπε  το ασανσέρ ν ανεβοκατεβαίνει,  ένα κάρο χουρμάδες   κι ινδοκάρυδα είχε  φάει να περάσει η ώρα.  Ομιλίες από κάπου έρχονταν, κάποιοι υπήρχαν εκεί   μεσα μα δε μπορούσε να τους δει,   δε μπορούσε  να καταλάβει  τι γίνονταν, τελικά από κάπου  είχε  βγει ένα παιδάκι ανάπηρο  και τον ρώτησε τι ήθελε πολύ ευγενικά, όμορφο πρόσωπο είχε….

Πηγαίνοντας  σε τόσα μαγαζιά κάθε μέρα σιγά σιγά κατάλαβε πως δούλευε,  κάπως  μπακαλίστικα, στο πόδι, με τεφτέρια και γραψίματα σε χαρτάκια από δω κι από κει,  με κόλπα και δανεικά κι όπου μπορούσες να κλέψεις  και κάτι,  δε τον έπειθε και πολύ.

Πάντως δεν είχε παράπονο,  έτρωγε τ άντερα του  του εκεί πέρα  κι όταν βαριόταν τα φαγητά είχε ανακαλύψει μια  κρυψώνα σ ένα ψυγείο όπου ο δικός του έβαζε κάτι γλυκά φοβερά, σπιτικά.   Μιλάμε τα είχε σκίσει,  ειδικά εκείνο με το σιροπιαστό   ινδοκαρυδο το είχε τσακίσει,  δεν είχε αφήσει  τίποτα,  σα να  τον είχε πιάσει η πιο καταραμένη υπογλυκαιμία,  ο άλλος το ψαχνε,  χαλούσε το κόσμο,  ήταν σίγουρος ότι το τρωγε ένας  πιτσιρικάς που δούλευε  εκεί πέρα.     

Τα μεσημέρια  πηγαίνοντας  για  δουλειά  έπαιρνε μάτι τις  γυναίκες που  έριχναν πίσω το  κεφάλι  και ξαπλώνονταν στις πολυθρόνες των κομμωτηρίων.  Άνθρωποι  νευρικοί περπατούσαν  πάνω στην άσφαλτο που έκαιγε  περνώντας  ανάμεσα από   αυτοκίνητα μποτιλιαρισμένα,  ακολουθούσε το πλήθος  ασυναίσθητα  περνώντας  κι αυτός δίχως να κοιτάξει τα  φανάρια,  μια φορά  ένα μηχανάκι  είχε δει να έρχεται με φόρα κατά πάνω του, έτρεξε γρήγορα  απέναντι,  μια ξανθιά   τον παρατηρούσε,  μετά  είχε πετάξει  κάτω ένα  τσιγάρο, το σβησε με το τακούνι της... 

Ο δικός του που είχε το μαγαζί   ήταν  κάποτε πρώτη μούρη στη πιάτσα κατά πως λέγανε.  Κανονικά  δε μιλούσε για τα παλιά   όμως του είπε κάποτε  ότι τις καλές εποχές  έπιανε  μέχρι κι εκατό χιλιάδες δραχμές τη βραδιά,  τόσα είχε  πάρει σε μια ρεβεγιόν ενός  πολιτικού,  σ ένα  μαγαζί ακριβό,  τα είχε ξοδέψει όλα τότε αγοράζοντας  δυο κουστούμια πανάκριβα με κάτι χρυσά σειρήτια  που κούμπωναν σταυρωτά  ''Σα το Πανταζή  έμοιαζα!'' του χε πει, ούτε μια φορά δε τα φόρεσε !Ήξερε  όλους τους παλιούς,  γυναίκες που ήταν  όμορφες έναν καιρό  και τώρα δε βλέπονταν, φίρμες της νύχτας, μπράβους,  τραγουδιστές,  τραγουδίστριες .  Απ το μαγαζί περνούσαν  ένα σωρό φάτσες γνωστές,  βουλευτές,  πολιτικοί,  ηθοποιοί τελειωμένοι με ρολόγια και δαχτυλίδια χρυσά,  ότι μπορείς να φανταστείς, ο δικός του φαίνονταν να έχει άκρες φοβερές ! 

Ξένοι περνούσαν  κάθε μέρα  κι έπρεπε να τους φωνάζουν να δοκιμάσουν τα φαγιά τους,  ο κόσμος είναι πολλές φορές σα τα πρόβατα,  άμα  τους βάλεις σε μια κατεύθυνση όλοι ακολουθούν,  δεν είναι τόσο δύσκολο,  λίγο θράσος κι αναίδεια χρειάζεται. Αυτός  πάντως  δε μπορούσε  να το κάνει,  τουλάχιστον όχι  για πολύ, υπέφερε, το μισούσε. Οι τουρίστες  κατέβαιναν απ τα  λεωφορεία κατά κοπάδια, φωτογραφίζονταν κάτω από   κολόνες  αρχαίες, μαρμάρινες, ύστερα σταματούσαν στο μαγαζί να τσιμπήσουν τίποτα,   σε μια φάση  κάποιος είχε ξεχάσει τη τσάντα του,  τον φώναζαν καθώς έφευγε, ο τύπος,  ένας θεόχοντρος  κουρεμένος , είχε γυρίσει αλαφιασμένος,  τους ευχαριστούσε ώρα πολύ σε μια γλώσσα ακαταλαβίστικη...

Στο ταμείο γίνονταν χαμός, ένα σύστημα  χαοτικό επικρατούσε, παντού έβλεπες  ψιλά πεταμένα, ο δικός του εφάρμοζε  μια μέθοδο δική του  στο τέλος  κάθε μέρας για  να κάνει  καταμέτρηση,   αλλά πάντα  κάτι έλειπε, όλο έξω  έπεφτε.   Φώναζε, χαλούσε το κόσμο,  όμως συνέχεια το ίδιο συνέβαινε, όποιος ήθελε  έπαιρνε ότι ήθελε  και φυσικά ο πιτσιρικάς ήταν ο χειρότερος   απ όλους, το  είχε παρακάνει τόσο πολύ που μια φορά τον κυνηγούσαν  γύρω απ τους πάγκους,  οι θαμωνες  γελούσαν....

Ο φίλος του μιλούσε συνέχεια σ έναν  ασύρματο  που κουβαλούσε πάντοτε μαζί  του, έπιανε τη συχνότητα της αστυνομίας, άκουγε οδηγίες,  έδινε εντολές κι απ τον ασύρματο του απαντούσαν, του έχε φανεί κουφό αυτό,  δε μπορούσε  να καταλάβει πως γίνονταν κάποιος να επικοινωνεί με   τους αστυνομικούς τόσο εύκολα! Ήταν και θρήσκος, όλο το σταυρό του έκανε,  όλο νήστευε, ποτέ δεν έτρωγε το φαγητό του μαγαζιού , όλο κάτι δικά του κουβαλούσε, κάτι σαλάτες περίεργες,  κάτι καυτερά, κάτι άλλα  μυστήρια  μαγειρεμένα  μ ένα  τόνο μπαχαρικά να σου διαλύσουν το στομάχι!  Μαζί πήγαιναν  στην εκκλησιά που ήταν εκεί κοντά,  σ ένα μνημόσυνο κάποτε ένας παπάς μουρμούριζε κάτι λόγια μοναχός του, κάποιος παλαβός  σταυροκοπιούνταν αδιάκοπα, μια γυναίκα  γονάτιζε   όλο χάρη  στο  πάτωμα,  ένα μαντήλι άσπρο είχε στο κεφάλι της, ήταν πολύ όμορφη, δε μπορούσε  να  μη τη  κοιτάξει.  Μετά είχαν   πάει  για καφέ  σε μια αίθουσα υπόγεια , όλοι τους ρωτούσαν αν ήταν αδέρφια, δεν το είχε καταλάβει αλλά  έμοιαζαν  φοβερά.  Τους είχαν φέρει έναν καφέ πικρό και κάτι κουλουράκια  που θρυμματίζονταν αμέσως,  μια μεσόκοπη με μακριά μαλλιά σερβίριζε  λέγοντας  ότι  είχε βγάλει εξανθήματα  γιατί δε μπορούσε να βγάλει λεφτά απ τη τράπεζα, έβλεπες  τα σημάδια απλωμένα στα μπράτσα της. Η γυναίκα  εκείνη  έλεγε  ότι απ'  το άγιο όρος οι γέροντες μηνούσαν πως η καταστροφή πλησιάζει   με δρασκελιές κι όλοι  έπρεπε  να είναι έτοιμοι για κάθε ενδεχόμενο, κακό  εννοείται…

Το καλοκαίρι πήγαινε  δροσερό, έβρεχε συνέχεια,  οι μέρες περνούσαν καλπάζοντας. Τα πρωινά πήγαινε στη βιβλιοθήκη  ησυχία κι ερημιά  επικρατούσε εκεί,  οι φοιτητές  είχανε φύγει  για τα χωριά  και  τις πολιτείες τους, αφίσες κρεμασμένες στους τοίχους, καρέκλες αδειανές, μηχανήματα αυτόματα με πορτοκαλάδες και χυμούς βούιζαν μοναχικά.

Ένα πρωί είχε πετύχει έξω απ τη βιβλιοθήκη μια γνωστή  του που  προσπαθούσε να παρκάρει,  δε του μίλησε,  ένα γεια μονάχα του  πέταξε.  Είχε βρέξει αποβραδίς κι οι πικροδάφνες ανέδυαν  ένα άρωμα ελαφρύ στον αέρα, μια γριά που τον  είδε στο δρόμο του είπε  ''Μπράβο,  περπατάς λεβέντικα!''   Ένας σκύλος με τρία πόδια περνούσε εκείνη την ώρα τρεκλίζοντας σα μεθυσμένος,   ζητιάνοι κοιμόταν στο  γρασίδι των πάρκων  κι άλλοι στο  κατώφλι  μιας εκκλησιάς, μπουκάλια μπύρας σπασμένα παντού  υπήρχαν, μια μαμά  πέρασε  με το κοριτσάκι της, μια γρανίτα ροζ έπινε  το μικρό μ ένα καλαμάκι...

Ένα ζευγαράκι   είχε καθίσει  σ ένα κράσπεδο κοιτάζοντας  κατά τη θάλασσα,  το κορίτσι  άπλωνε  τα ποδαράκια  του όμορφα  στο πλάι.  Μια ρίγα γαλάζια   είχε βαψει  στα μαλλιά  της, ένα μπλουζάκι  γυαλιστερό φορούσε, σανδάλια αρχαία,  ακουστικά  είχε στα αυτιά της,  άκουγε μουσική από ένα ραδιοφωνάκι κόκκινο. Ένα σημάδι στο λαιμό σα να ξέβαψε το δέρμα της, κάτω από τη τζιν φούστα της  διακρίνονταν ένα  εσώρουχο,  ένα γέλιο κελαρυστό είχε,  θύμιζε νερό που τρέχει σε ρυάκι,  του φάνηκε στενοχωρημένο, όπως  περνούσε δίπλα  μια κουβέντα  άκουσε να  επαναλαμβάνει  ΄΄ Δε με πίστεψες!’

Τα βράδια σχολούσε νωρίς,  η Ρίτα  μια κοπέλα που περνούσε κάθε μέρα από κει,  του έλεγε πάντα  ''Μη φεύγεις ρε, σε παρακαλώ,  κάτσε λίγο ακόμα!’’ κι αυτός καθόταν για χάρη της.  Μαζί τους ήταν κι ο Τζιοβάνι,   ένας Ιταλός   απ τη Φλωρεντία,  αυτός όλο  έλεγε  για ένα σκάφος που ήθελε ν αγοράσει ώστε  να ταξιδεύει συνέχεια,   ήθελε  να  φτάσει  ως  την Ινδία  '' Είναι πολύ φτηνά  εκεί!''  έλεγε '' Με μερικά ευρώ είσαι βασιλιάς κι έχεις όποια πιτσιρίκα  θες ! ''. Καθόταν  εκεί πέρα  και μιλούσαν με τη Ρίτα ώρες πολλές, κάπου κάπου έρχονταν παραδίπλα τους καθισμένος σ ένα  ψηλό σκαμπό σα να κατόπτευε το χώρο  κι ένας  άλλος  μυστήριος, ένας ψηλός  δύσθυμος με μαύρα μαλλιά  και μούσι που έμοιαζε με κόρακα !

Όλο εικόνες του ρχονταν στο μυαλό,  καλοκαιρινά  τοπία ιδίως, ένας ήλιος πελώριος κατακόκκινος να βγαίνει  μέσα απ το νερό σκαρφαλώνοντας στο στερέωμα,  χωράφια θερισμένα, ζέστη, ένας   σαραβαλιασμένος θερμοστάτης στο  πίσω μέρος  κάποιου  σπιτιού.  Τηλεοράσεις ασπρόμαυρες  θυμόταν  να  δείχνουν ποδόσφαιρο, μια κηδεία,  σ  ένα μπαλκόνι κόσμος μαζεμένος, γυναίκες έπαιρναν φλιτζανάκια από   ένα  έπιπλο παλιό γεμάτο ποτήρια και κρύσταλλα,  ένα λουλούδι κόκκινο σ ένα  μπουκάλι  μέσα…

Θυμόταν  μέρη όπου είχε  ζήσει  σε καλοκαίρια περασμένα,  μια μονοκατοικία  πιο πολύ που  νοίκιαζε κάποτε   δίπλα στην εθνική οδό,  κοντά   σε κάτι Αρμένιους,  ανοιχτωσιά  υπήρχε, μπορούσες να  δεις μέχρι πέρα μακριά.  Το χορτάρι ξεραίνονταν  το χειμώνα, πρασίνιζε   την άνοιξη,  σκουπίδια παντού,  φορτηγά σέρνονταν στον περιφερειακό δρόμο,  αμάξια έφευγαν κατά  την επαρχία, ροδιές φύτρωναν  έξω απ τα σπίτια, νερό κυλούσε σ ένα  ρέμα, γατιά  μικρούτσικα στις αυλές γκρίνιαζαν, πολυκατοικίες υψώνονταν στο γαλάζιο  ουρανό…

Ο φίλος  του είχε μανία  με τις λέξεις  και τη καταγωγή τους, τρελαίνονταν για κάτι τέτοια.  Μια μέρα  είχαν  βάλει  στοίχημα  για τη λέξη ''Αλέξανδρος'' ,  ήταν κι άλλοι μπροστά,  τους άρεσε η φάση,  όλοι   έλεγαν  ότι σήμαινε αυτόν   που απωθεί τους άνδρες,   ο  φίλος   δε συμφωνούσε, είχε τις δικές του - άστα να πάνε -  θεωρίες για τη καταγωγή των λέξεων και δεν τις άλλαζε με τίποτα! Επέμενε  χτυπιόταν,  κάτι χαζά έλεγε όλη την ώρα,  είχε γίνει φασαρία,  κάλεσαν   ένα  σωρό κόσμο που ήξερε  κάτι παραπάνω,  δικηγόρους, καθηγητές,  όλοι υποστήριζαν την άποψη ότι Αλέξανδρος είναι αυτός που  απωθεί όπως το αλεξίσφαιρο ή το αλεξικέραυνο !  Ο άλλος  δε το δέχονταν, φώναζε, δε το πίστευαν  ότι συμπεριφέρονταν έτσι, είχε βγει εκτός εαυτού,  να πεις  ότι ήταν και  τίποτα σημαντικό, μίλησε άσχημα  και στη Ρίτα που ήταν  ευγενέστατη!

Το πιο παράξενο πάντως  που του είχε τύχει  έγινε  κάποιο  βράδυ Σαββάτου . Είχαν πάει   σ  έναν  τύπο με κοστούμι κι όλοι μαζί πήγαν και ξεκλείδωσαν από μια πόρτα μυστική την είσοδο μιας τράπεζας. Δεν είχε ιδέα γιατί  τον είχαν πάρει εκεί πέρα,  δε καταλάβαινε  τι γινόταν,  πάντως έβγαζαν χρήματα από  κάποιους λογαριασμούς   σημειώνοντας  κάτι χαρτιά γιατί λογικά ότι έκαναν  ήταν εκπρόθεσμο. Δε πίστευε τα μάτια του βλέποντας να βγάζουν απ το ταμείο όλα εκείνα  τα χαρτονομίσματα,  δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του τόσα πολλά λεφτά  μαζεμένα,  τα πιο πολλά κίτρινα διακοσαρικα,  φοβόταν κιόλας!  Είχαν πει σε κάτι διαδρόμους    μπερδεμένους,  περπατούσαν στο ημίφως,  κάτι ντουλαπάκια είχαν ανοίξει σε μια αίθουσα και τα έχωσαν εκεί μέσα τα  δικοσάρικα, πήραν κι ένα σωρό  δεσμίδες σε σακούλες μαύρες,  μετά  έφυγαν κλειδώνοντας.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...