Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ

Ήθελε να ξεκαθαρίσει τις φιλίες της, είχε έρθει ο καιρός, το δούλευε στο μυαλό  και τελικά πήρε την απόφαση ν’ αφήσει πίσω κάποιες.  Φίλες δεν είχε,  με τους άντρες τα έβρισκε πιο καλά,  ένιωθε ότι την καταλάβαιναν καλύτερα, εμπιστεύονταν μονάχα μια γυναίκα την  Δ όμως και μ’ εκείνη είχε στραβώσει. Η Δ ήταν γιατρός και την  ήξερε από τότε που ήταν παιδιά, οι οικογένειες τους ήταν πολύ δεμένες  κι  είχαν περάσει μαζί όλα τα σχολικά χρόνια μέχρι που η φίλη της έγινε γιατρός κι από τότε σαν να άλλαξε.  Κι ήθελε τόσο πολύ να την κρατήσει,  δεν της είχε μείνει ούτε ένα άτομο από την παιδική ηλικία,  ο πατέρας της όλο ρωτούσε «τι κάνει η Δ;» την αγαπούσε πολύ,  όμως τελευταία η γιατρός αποφάσισε ν’ αφήσει τη δουλειά της- ενώ είχε ένα κάρο προβλήματα οικονομικά,- επειδή δεν ήθελε να εμβολιαστεί, είχαν μια έντονη συζήτηση και της είπε ότι είναι ξεροκέφαλη που αφήνει τη δουλειά της, της είπε ακόμα ότι κι ο πατέρας της που την αγαπούσε είχε την ίδια γνώμη   και τότε η Δ είπε «άστον αυτόν τώρα, σιγά τον εγκέφαλο ».  Της έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η κουβέντα,  νόμιζε ότι τον εκτιμούσε τον πατέρα της που πάντα έλεγε τα καλύτερα για κείνη,   τα πήρε άσχημα και για να την κάνει να συνετιστεί της μίλησε απότομα  κι η Δ αντέδρασε αψυχολόγητα,  άρχισε να της λέει ότι δεν έκανε τίποτα στη ζωή της,  ότι δούλευε μαύρα σε μια δουλειά χωρίς να κολλά ένσημα ενώ εκείνη ήταν πάντα εντάξει και άψογη,  την κατηγόρησε  για ένα σωρό πράγματα,   θυμήθηκε ότι όταν σπούδαζε στην ιατρική η Δ,  είχε καθίσει και της είχε κάνει μια εργασία  πολύ δύσκολη που ήθελε  ψάξιμο  κι έρευνα μεγάλη, αν την έκανε στα φροντιστήρια  έπρεπε να δώσει  ένα κάρο λεφτά,  η φίλη   της είχε πει  ότι θα την πληρώσει όμως ποτέ δεν της είχε  δώσει ούτε φράγκο και τώρα ερχόταν και της έλεγε κουβέντες βαριές, είχαν μαζευτεί πάρα πολλά και  δεν μπορούσε να την ανεχτεί άλλο,  έτσι την έστειλε τη φίλη και δεν είχε καμιά τύψη, μονάχα κάπου-  κάπου τη θυμόταν και μελαγχολούσε λίγο.


Έπειτα ήρθε η σειρά του  Κ που τον ήξερε πολλά χρόνια, μ’ εκείνον το θέμα  ήταν διαφορετικό, είχε να κάνει με μια γυναίκα που του είχε συστήσει, αυτό είχε συμβεί εντελώς τυχαία,  είχε δουλέψει ένα φεγγάρι στο μαγαζί της,  από κει την ήξερε,  δεν είχαν πολλά πάρε δώσε όμως σ’ εκείνο το μικρό διάστημα είχε καταλάβει τι είδους άνθρωπος ήταν η άλλη,  ότι ήταν μεγάλο λαμόγιο.   Χρησιμοποιούσε τους άνδρες  κι επιπλέον  της χρωστούσε και λεφτά τα οποία δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει πίσω,  εκείνη λοιπόν τη γυναίκα του την είχε συστήσει ένα βράδυ που είχαν βγει μαζί σ’  ένα μαγαζί,  έτυχε να βρίσκεται κι η άλλη εκεί πέρα και τους χαιρέτησε, όλη την  ώρα ο κολλητός την είχε φάει,  ποια ήταν εκείνη η γυναίκα,  που την ήξερε και πως θα γινόταν να του τη συστήσει. Δεν ήταν όμορφη αλλά είχε κάτι, ξέρεις τώρα πως είναι αυτές οι γυναίκες που έχουν έντονη προσωπικότητα, τον προειδοποίησε πολλές φορές «πρόσεχε» του είπε «η γυναίκα δεν έχει μπέσα,  θα σου κάνει μεγάλη ζημιά,  θα έχεις πρόβλημα» όμως εκείνος ήταν αμετάπειστος σαν να είχε πάθει κάτι, την ήθελε οπωσδήποτε σαν να μην  υπήρχε άλλη γυναίκα στο κόσμο,  δεν μπορούσε να τον καταλάβει, δεν τον είχε δει ξανά να φέρεται έτσι. Ήταν μεγάλο παιδί βέβαια και δε θα του έλεγε εκείνη τι να κάνει, δεν είχε πάρε δώσε με την άλλη, βασικά ούτε ήθελε να τη βλέπει όμως  για χάρη του κανόνισε  να βγουν όλοι μαζί ένα σαββατοκύριακο κι ο  δικός σου δεν ξεκόλλησε από πάνω της,  αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη απογοήτευση. Μια φορά μάλιστα που ήταν όλοι μαζί το λαμόγιο είπε ότι στο μαγαζί της είχαν γίνει ατασθαλίες, ότι της είχαν φάει λεφτά οι υπάλληλοι εκείνη που της χρωστούσε πέντε μισθούς!  Καλά το θράσος της ήταν απίστευτο,  ήθελε να την πνίξει επί τόπου,  εξαιτίας του φίλου κρατήθηκε αλλά εκείνη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και δεν ξαναπήγε μαζί τους. Εκείνος βέβαια  όπως ήταν ξεροκέφαλος συνέχισε να την κυνηγά  μέχρι που έφαγε μεγάλη κατραπακιά όταν είδε το λαμόγιο με κάποιον άλλο αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο, μόνο ένας ηλίθιος θα αιφνιδιάζονταν  αλλά ποιος του έφταιγε;

Τον ήξερε χρόνια και τον εμπιστεύονταν απόλυτα, την είχε στηρίξει στις πιο δύσκολες καταστάσεις και του όφειλε πολλά, ήταν το καλύτερο παιδί που υπήρχε όμως από τότε που έγινε αυτό κάτι άλλαξε μέσα της, δεν μπορούσε να τον δει το ίδιο, βγήκαν βέβαια αρκετές φορές μαζί από τότε που είχε φάει την κατραπακιά και τη χώρισε την άλλη, παραδέχτηκε το λάθος του, όχι ανοιχτά, το θεωρούσε σαν κάτι φυσικό «έλα μωρέ τώρα, ένα σφάλμα  έκανα, μη το σκαλίζουμε»  ήθελε να το περάσει σαν να ήταν το πιο απλό  πράγμα του κόσμου, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα,  όμως εκείνης της είχε καρφωθεί στο μυαλό, δεν μπορούσε να το χωνέψει. Την είχε φέρει σε δύσκολη θέση,  συναντούσε την άλλη στο δρόμο, την άκουγε να λέει ένα σωρό αηδίες για το φίλο της, «πολύ θύμα ο δικός σου, πολύ μπούφος !»  κι εκείνη δεν ήξερε τι  να κάνει, τι να του πει, γιατί  εκείνος ήταν κολλημένος μέχρι να ξεστραβωθεί, δεν υπήρχε περίπτωση ν’  αλλάξει γνώμη,  έτσι προτιμούσε να μην αναφέρεται στη σχέση τους  όλο αυτό όμως της είχε στοιχίσει. Πιο πολύ  την είχε πειράξει το γεγονός  ότι την είχε αγνοήσει, δεν την άκουσε, ακολούθησε  μονάχα το ξερό του το κεφάλι κι η γνώμη της δεν είχε καμιά σημασία,  αυτό ήταν μεγάλο λάθος, την είχε υποτιμήσει,  δεν κάνουν έτσι οι φίλοι. Με αφορμή τις καραντίνες τότε που όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους,  είχε ξεκόψει,  κάπου- κάπου του τηλεφωνούσε όπως παλιά όμως δεν είχε την ίδια διάθεση, έπειτα σκέφτηκε ότι δε χρειαζόταν να μπαίνει στον κόπο, σιγά -σιγά τον άφησε πίσω κι έτσι της  έμεινε ο άλλος φίλος της  ο Τ.

Αυτός πάλι ήταν  άλλη περίπτωση, εντελώς διαφορετική κι ήταν πιο δύσκολο να ξεκόψει μαζί του ειδικά μάλιστα μετά τη διακοπή των σχέσεων με τον Κ και τη Δ.  Ο Τ ήταν  κάπως νεότερος και τη σέβονταν, ήταν πολύ ώριμος για την ηλικία του,  πολύ σοβαρός,  μετρημένος, γλυκός και συμπονετικός  είχε όμως ένα άλλο πρόβλημα, δεν μπορούσες να κουβεντιάσεις ήρεμα μαζί του, άνοιγες θέματα για τους ομοφυλόφιλους, για τις παχουλές γυναίκες, για τους  μετανάστες, για οποιονδήποτε κατατρεγμένο  περιθωριακό  κι εκείνος χαλούσε τον κόσμο,  άρχιζε να φωνάζει  και δεν καταλάβαινε τίποτα,  δεν μπορούσες να συζητήσεις  μαζί του,  δε σήκωνε τίποτα. Ήταν ευγενικός βέβαια και ζητούσε συγνώμη μετά από τη φασαρία  αλλά τι να το κάνεις,  σ’ έφερνε σε θέση πολύ δυσάρεστη,  σαν να ήταν όλες εκείνες ο ομάδες κάτι ιερό,  ένα φετίχ  το οποίο  απαγορεύονταν  ν’ αγγίξεις ή να μιλήσεις γι αυτό,  σαν να είχαν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι   κάτι το ιδιαίτερο,  κάτι  μαγικό,  κάτι υπερφυσικό,  κάτι τέλος πάντων έξω από τα συνηθισμένα κι εσύ  ήσουν υποχρεωμένος να τους αντιμετωπίζεις με δέος, να προσέχεις κάθε σου λέξη μη τυχόν  τους προσβάλει, να μετράς τα λόγια σου σαν να βρισκόσουν σε κάποιου είδους κατηχητικό κι έπρεπε ν αντιμετωπίσεις τη θεία που  καθοδηγούσε, όποτε ήσουν μαζί με τον Τ ήταν  σαν να σε παρακολουθούσε μια αστυνομία σκέψης που ερευνούσε κάθε πιθανή παρεκτροπή, κάθε παρέκκλιση από τις αρχές της ορθότητας  κι ήταν έτοιμη να σε κατατροπώσει με τον πιο συντριπτικό τρόπο, ήταν μια κατάσταση αφόρητη.

Ο Τ ήταν  το πιο δύσκολο μέρος του ξεκαθαρίσματος, αφού πέρασε ένα διάστημα χωρίς  να  επικοινωνήσουν εκείνος το κατάλαβε κι άρχισε να την αναζητά  όμως το πράγμα είχε κρυώσει, το γυαλί είχε ραγίσει και δεν κολλούσε. Έτσι μέσα σ’ ένα χρόνο  ξέκοψε από  τρεις κολλητούς, ήταν μια δύσκολη διαδικασία  αλλά έτσι λειτουργούσε πάντα, άμα έβαζε κάτι στο μυαλό της έπρεπε να το κάνει,  το γυρνούσε στη σκέψη της για καιρό καθώς ταλαντεύονταν αλλά έτσι κι έπαιρνε μια απόφαση δε γυρνούσε ποτέ να κοιτάξει πίσω. Ό άντρας της έλεγε  «τι πας  να κάνεις, κράτα μια επαφή μαζί τους, δε γίνεται να τους παρατάς μετά από τόσα χρόνια, μπορεί να τους χρειαστείς» όμως εκείνη ήταν της άποψης «όλα ή τίποτα»,  ή έχω έναν άνθρωπο δίπλα μου που μπορώ να τον εμπιστευτώ και να μιλήσω μαζί του για οτιδήποτε  χωρίς  να φοβάμαι την  αντίδραση  του,  ή καλύτερα κανέναν, ήταν λίγο απόλυτη, δεν υπήρχε αμφιβολία όμως αυτό δε γινόταν ν’ αλλάξει.

Έτσι έμεινε μόνο με τον άντρα  και τα παιδιά της, ά και τη Φωφώ,  το Φωφάκι,  ποιος να το φανταζόταν, με τη Φώφη δεν έκανε πολύ παρέα,  την είχε στην άκρη του μυαλού της και βρίσκονταν  μια φορά στους έξι μήνες όμως μ’ ένα περίεργο τρόπο η  επαφή τους είχε αντέξει, δε χάθηκαν, ήταν η μόνη φιλία που δεν είχε φθαρεί από το χρόνο. Με τη Φωφώ μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα και να βρίσει όποιον ήθελε  χωρίς να της πει τίποτα ούτε να την κοιτάξει με βλέμμα τρελαμένο, το Φωφάκι τη θαύμαζε αλλά δεν τη ζήλευε κι όποτε είχε καμιά δυσκολία ρωτούσε πάντα τη γνώμη  της. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα ήταν η μόνη φίλη που θα της έμενε,  όταν το συνειδητοποίησε πήρε αμέσως το τηλέφωνο να της μιλήσει κι εκείνη άρχισε τα παράπονα «μας θυμάσαι μια φορά το χρόνο, δεν κάνουν έτσι οι φίλες» και τέτοια όμως πολύ γρήγορα άρχισαν  να μιλούν για ένα σωρό πράγματα.  Από τότε της τηλεφωνούσε κάθε βδομάδα,  βγήκαν και για καφέ μια μέρα ηλιόλουστη σ’ ένα υπαίθριο  μαγαζί όπου έπαιζε ένα τραγούδι που είχε ν’ ακούσει κάπου τριάντα χρόνια,   ένα αραβικό που χαλούσε κόσμο την εποχή που είχε βγει, γύρω οι άνθρωποι  μιλούσαν  δυνατά και γελούσαν  σαν να είχε συμβεί κάτι κι όλα να είχαν αλλάξει,  το χορτάρι στο πάρκο έδειχνε πιο πράσινο και κάτι πουλιά πετούσαν ψηλά σε κύκλους, ερχόταν η άνοιξη.


ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...