Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

ΙΟΝΤΑ ΠΥΡΙΤΙΟΥ



Ο τύπος μου μιλούσε σα να ήμουν ένα τίποτα, κάποιος ασήμαντος εντελώς,  είχε ένα ύφος ανωτερότητας όταν μου έσφιγγε το χέρι τόσο αλαζονικό που σου ερχόταν να τον βαρέσεις,  ‘’Θα δώσεις εξετάσεις για κάποιον άλλον’’ μου πέταξε έτσι απλά, ‘’Μη φοβάσαι, είναι όλα κανονισμένα, θα σε καλύψουμε ότι και να γίνει, εμείς θα πάρουμε την ευθύνη, ξέρουμε απ’ αυτά, εσύ θα κάνεις το κομμάτι σου, άστο σε μας το υπόλοιπο’’, ένιωθα συγχυσμένος, δεν ήθελα να δείξω ότι φοβόμουν και είπα εντάξει όμως το μυαλό μου είχε πάρει φωτιά, κάτι δεν πήγαινε καλά, ήθελα λίγο χρόνο να το αναλύσω, να το καταλάβω, πνιγόμουν, ήθελα να περπατήσω, να πάρω αέρα, πως θα το έκανα εγώ αυτό, δε θα μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ, δεν ήμουν για τέτοιες δουλειές, δεν το σήκωνε ο οργανισμός μου, θα πάθαινα τίποτα, είχα δώσει βέβαια υπόσχεση όμως και τι μ’ αυτό, μπορούσα απλά ν’ αλλάξω γνώμη, δε θ’ αρρώσταινα κιόλας, που είχαμε φτάσει, τι συνέβαινε εκεί έξω, πόσο είχε προχωρήσει η απάτη, που ζούσα όλον αυτόν το καιρό και δεν είχα καταλάβει τίποτα!

Ένας παλιός γνωστός με είχε συστήσει εκεί πέρα, έψαχνα πολύ ώρα να βρω τη διεύθυνση σ ένα μέρος στις παρυφές της πόλης, ένας δρόμος τσιμεντένιος, μια γέφυρα, ένα στρατόπεδο εγκαταλειμμένο, κρύο, αέρας, αμάξια περνούσαν, κάτι κτίρια σαν πολυκατοικίες εργατικές, άσφαλτος. Το μέρος εντελώς αφιλόξενο, μια περιοχή που ήταν κάποτε βιομηχανική γεμάτη καμινάδες, αποθήκες και σίδερα σκουριασμένα, όλα τα εργοστάσια είχαν κλείσει από καιρό και μονάχα τα κτίρια έχασκαν στον αέρα. Μια διεύθυνση ζητούσα, μια οδό, ρώτησα μια γυναίκα που περνούσε κι εκείνη μου είπε με σπασμένα ελληνικά προς τα πού να πάω, γύριζα γύρω από το κτήριο, δε μπορούσα να βρω την είσοδο, ήμουν έτοιμος να τηλεφωνήσω όταν είδα μια ταμπελίτσα μ’ ένα βελάκι, χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε ένας τύπος με γυαλιά γύρω στα πενήντα -πενήντα πέντε, ένα γραφείο, δυο παιδιά νεαρά σκυμμένα μπροστά σε υπολογιστές, στον τοίχο μαι συλλογή από πετρώματα ‘’Πως λέγεται αυτό εδώ;”τον ρώτησα για ένα πετράδι, ‘’Καπνίας !’’ μου είπε ‘’Βλέπεις τι ωραίο χρώμα, οφείλεται στα ελεύθερα ιόντα πυριτίου που έχουν κλειστεί μέσα του’’. Κάθισα σε μια καρέκλα, ‘’Πως κάνεις δουλειά μακριά από το κέντρο;’’ είχα την απορία ‘’Το κέντρο είναι κόλαση, δε μπορείς να παρκάρεις πουθενά, χάνεις τον καιρό σου εδώ είσαι δυο βήματα απ’ τον περιφερειακό’’ είπε, ‘’Έχεις δίπλα σου όλες τις εξόδους της πόλης, κι έπειτα όλες οι δουλειές γίνονται πλέον από το τηλέφωνο ή απ’ τον υπολογιστή’’. Ο τύπος ανάμεσα στα άλλα έφτιαχνε ιστότοπους, έκανε προμόσιον τέτοια πράγματα, προτού μπει στο ψητό μου πρότεινε κάτι κουφά, κάτι κανάλια απ’ όπου θα μπορούσα να δουλεύω σε ζωντανή σύνδεση μ’ άλλον κόσμο, τι κόλπα ήταν αυτά ρε φίλε, ποιος τα σκέφτηκε;


Μετά απ’ τα εισαγωγικά και τα φιλικά χαμόγελα πέρασε στην ουσία, εκείνο που μ’ απασχολούσε πιο πολύ ήταν το άγχος που θα περνούσα, αν ήταν κάτι γρήγορο ίσως μπορούσα να το κάνω όμως ρε φίλε τόσες ώρες δεν θα το άντεχα, ήταν μεγάλη φθορά , τι θα έκανα για τρεις ώρες , έπρεπε να κοροϊδεύω τους γύρω μου, κι αν με γνώριζε κανένας τι θα γινόταν, κι αν πήγαινε κάτι στραβά; Αυτοί βέβαια έλεγαν ότι όλα ήταν μιλημένα και δε θα έπρεπε ν’ ανησυχώ αλλά γιατί να τους εμπιστευτώ, ποιος μου εξασφάλιζε ότι όλα θα γινόταν όπως τα έλεγαν, κι έπειτα αυτό ήταν πλαστοπροσωπία, πλαστογραφία, ποιος μου έλεγε ότι δεν θα είχε συνέπειες και δε θα με τρέχανε, και γιατί έπρεπε να ρισκάρω για ένα τέτοιο μικρό ποσό που έλεγαν ότι θα μου δώσουν, ήταν και μπακάληδες οι τύποι, τα ήθελαν όλα για τον εαυτό τους, για την υπόθεση θα έπαιρναν κάνα δυο χιλιάρικα, καθόλου άσχημα. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να πω όχι, δεν υπήρχε άλλη λύση θυμήθηκα μια φορά στο πανεπιστήμιο που είχα κλέψει σε κάτι εξετάσεις και τα είχα δει όλα, είχα περάσει τρομάρα απίστευτη, νόμιζα ότι όλοι εμένα έβλεπαν και θα γινόμουν ρεζίλι σ’ όλο το αμφιθέατρο, ήταν καλοκαίρι, είχε ζέστη, οι επιτηρητές περνούσαν μπροστά μας κοιτάζοντας φιλύποπτα, ο άλλος από δίπλα που θα έγραφε την κόλα μου δε βιαζόταν εγώ όμως ήθελα να φύγω από κει πέρα, να χαθώ, να τελειώνω επιτέλους, να απαλλαγώ και στο τέλος ρε φίλε κόπηκα, αυτό ήταν το αποτέλεσμα τόσης φασαρίας, από τότε δεν το είχα ξανακάνει, δεν ήταν για μένα τέτοια πράγματα.


Ώστε έτσι λοιπόν γινόταν λοιπόν η δουλειά κι εκείνος ο φίλος υποτίθεται από τα παλιά τι να σου πω , σε ωραία φάμπρικα με είχε συστήσει. Εκείνος βέβαια δεν ανακατεύονταν και πολύ, απλά έκανε τη πάπια και η υπόθεση προχωρούσε, άλλοι ήταν για τις βρώμικες δουλειές. Όπως το έβλεπα πλέον υπήρχαν κατά βάση δυο λογιών άνθρωποι, οι σχετικά σωστοί κι εκείνοι που είχαν εύκολη τη λαμογιά, έκλεβαν το ΙΚΑ, δεν πλήρωναν την τράπεζα, απειλούσαν όπου μπορούσαν, εκβίαζαν, μπορούσαν να εξαπατήσουν, να κρύψουν στοιχεία, ότι μπορείς να φανταστείς. Όπου κι αν πήγαινα έβλεπα τέτοιους τύπους, φαινόταν να έχουν άκρες παντού, έκαναν μπαγαποντιές με μεγάλη ευκολία σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα κι αν εσύ δίσταζες σε θεωρούσαν βλάκα, άχρηστο, έναν χαμένο, ένα τίποτα, τι σύστημα είχε φτιαχτεί γύρω δε μπορούσα να καταλάβω! Οι τύποι είχαν πιάσει όλα τα πόστα, ήξεραν όλα τα κουμπιά, όλους τους μηχανισμούς κι αν έκλεινε μια πόρτα ήξεραν ν’ ανοίξουν άλλη, αυτή ήταν η περίφημη ελεύθερη αγορά, αν είσαι έτοιμος για τέτοιες δουλειές προχωράς αλλιώς άντε γεια, μένεις στο περιθώριο, είσαι εκτός πλαισίου, στη μπάντα !


Αυτοί είχαν μάθει έναν τρόπο ζωής με ξενύχτια, μαγαζιά, καζίνο, γυναίκες, κόλπα, δε μπορούσαν ν’ αλλάξουν συνήθειες, που να τo βγάλεις αυτό από μέσα σου όμως όλα τούτα θέλουν λεφτά κι η λαμογιά είναι ο καλύτερος τρόπος για να οικονομήσεις, θα δουλέψεις βέβαια αλλά όχι τζάμπα, κι αν κάνεις και κάποιες παρασπονδίες αυτό έχει τη γοητεία του, το ρίσκο, κάνει πιο ενδιαφέρον το παιχνίδι, έτσι είχαν μάθει απ’ το πανεπιστήμιο κι εκείνοι που είχαν ανέβει ψηλά και είχαν πλέον πόστα και θέσεις πολιτικές ήξεραν από παλιά τις μεθόδους. Δε χρειάζεται να λες πάντα την αλήθεια, η εξαπάτηση είναι μέσα στους κανόνες, όλα γίνονται για να πετύχεις, τα άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα, ο σκοπός είναι που μετρά, πως ν’ ανέβεις ψηλά για να κάνεις κουμάντο, να έχεις θέση με εξουσία και δύναμη, εξουσία να λύνεις και να δένεις, αυτό είναι το καλύτερο πράγμα που υπάρχει. Εγώ πάλι δεν ήμουνα ποτέ απ’ τους ανθρώπους που πέφτουν με τα μούτρα στη δουλειά και τα ξεχνούν όλα, είχα γνωρίσει ανθρώπους που δούλευαν απ’ το πρωί ως το βράδυ, είχαν κάνει περιουσία, σπίτια, καταθέσεις όμως εγώ πάντα ήθελα να έχω χρόνο για μένα, δε μπορούσα να λειτουργήσω αλλιώς, από ένα σημείο και μετά ένιωθα να πνίγομαι κι ούτε μ’ άγγιζε το δέλεαρ των χρημάτων, δε μου έλεγαν τίποτα, εγώ ήθελα πάντα χρόνο να ισορροπήσω, να κάνω και κάτι άλλο, να δω ένα, έργο, ν’ ακούσω μουσική, να σκεφτώ, να διαβάσω, να περπατήσω, καθένας έχει το τρόπο του.


Χαιρέτησα τον τύπο με τα γυαλιά και τα παιδιά που κάθονταν μπροστά στους υπολογιστές και ξεκίνησα να φύγω, ένιωθα πολύ κουρασμένος, έπρεπε να περπατήσω για να πάρει στροφές το μυαλό και να βρω τρόπο να ξεφύγω, με κάποιο τρόπο έπρεπε να πω όχι όσο δύσκολο κι αν μου φαίνονταν αλλιώς δεν θα ηρεμούσα, κι αν έχανα την επαφή με κείνον τον γνωστό απ’ τα παλιά σιγά το πρόβλημα, καλύτερα να είχα την ησυχία μου. Στο λεωφορείο στριμωξίδι, οι συγκοινωνίες είχαν γίνει κόλαση, ο κόσμος τρελαμένος, κυκλοφορούσαν φήμες για αρρώστιες μεταδοτικές, άλλοι άνοιγαν παράθυρα κι άλλοι ζητούσαν να τα κλείσουν γιατί κρύωναν, κάτι γριές με μάσκες, γέροι με γάντια, οι πόρτες δε μπορούσαν να κλείσουν, ο οδηγός σα χαμένος, ένας κουβαλούσε ένα καρότσι κι ήθελα να το βάλει μέσα, είχαν στριμωχτεί όλοι μπροστά στη πόρτα, ήθελα να περάσω μέσα και δε μπορούσα, ένας τύπος με μουσάκι καθόταν εκεί μπροστά ακλόνητος ρε φίλε κι έκανε καμάκι σε μια κοκκινομάλλα, ‘’Κάνε ένα βήμα!’’ του είπα, γύρισε και μου είπε ‘’Δε μπορώ να κουνηθώ, δε βλέπεις τι γίνεται, πλάκα με κάνεις!’’ μιλούσε μ’ εκείνη τη σιχαμένη προφορά που μισούσα, πόσους τέτοιους είχα γνωρίσει όλα τούτα τα χρόνια, πόσο απάτη ήταν αυτή η ιστορία με τους ντόμπρους μακεδόνες και τους πονηρούς χαμουτζήδες, πόσο αηδία, είχα γνωρίσει χρυσά παιδιά απ’ το νότο κι ένα κάρο άχρηστους εδώ πάνω. Με πολύ κόπο κρατήθηκα, λίγο ακόμα και θα σκοτωνόμουν μαζί του αλλά σκέφτηκα ‘’Αϊ στο διάβολο!’’ εκείνος συνέχισε το καμάκι σα να μην έτρεχε τίποτα, τελικά βρήκα μια θέση και κάθισα σα πεθαμένος, το μυαλό ένα κουβάρι, περνώντας από μια γέφυρα είδα κάτω τη πόλη, από μακριά, φαινόταν γερασμένη, μακάρι να μπορούσα να φύγω από κει πέρα όμως είχα κάποιες δουλειές να τελειώσω, δεν ήταν ακόμα η ώρα.


Κατέβηκα απ το λεωφορείο κι ο κρύος αέρας που φυσούσε έξω μου έκανε καλό, κάποιο συνεργείο του δήμου κλάδευε κάτι δέντρα ρίχνοντας κλαδιά στο πεζοδρόμιο, η άνοιξη πλησίαζε αλλα είχε ακόμα, ένας σκύλος αδέσποτος σε μια μεριά με κοίταζε σα να με λυπόταν, προχώρησα κατά πάνω του, φαινόταν καλός όμως ξαφνικά άρχισε να γαυγίζει άγρια και με τρόμαξε, μ’ έπιασαν κάτι νεύρα εκεί πέρα που ήθελα να τον κλωτσήσω έτσι όπως μου έδειχνε τα δόντια του, δεν ήταν μια καλή μέρα σίγουρα.

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...