Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

DOWN

Όλοι  οι γιατροί της είπαν ότι το παιδί της θα γεννηθεί με σύνδρομο Down κι όλοι γύρω της της έλεγαν να το ρίξει  μα αυτή το κράτησε κι όταν ήρθε στο κόσμο γερό όλοι πάθανε πλάκα. Τό  'ταξε σ' ένα μοναστήρι κάπου σ'  ένα νησί.  Πήρε το καράβι μονάχη  νύχτα, στο κατάστρωμα φωνές, ένας γέρος που κοιμόταν σε μια καρέκλα και ροχάλιζε γκρεμίστηκε κι όλοι ξέσπασαν σε γέλια, το πρωί φιγούρες αχνές από νησιά και παντού νερό, νερό, νερό γαλάζιο.

Στην αποβάθρα περίμενε ένας στόλος από ταξί, πλήθος τρομερό από σακατεμένους, γυναίκες με μάτια σκαλισμένα απο το κλάμα, ανάπηροι χλωμοί σα πεθαμένοι κείτονταν σε καροτσάκια, γονατισμένοι σέρνονταν,παλάμες σκούπιζαν μέτωπα, μπουκάλια παγωμένα στα πρόσωπα για δροσιά κάποιοι έκλεβαν στην ουρά, μια λιτανεία, λάβαρα μπάντες, κάτι καρέκλες πλαστικές για το βραδινό γλέντι. λιποθυμίες, ασθενοφόρα, πουκάμισα ξεκουμπώνονταν, μαλάξεις , συσκευές οξυγόνου κολούσαν στο στόμα, μια παλαβή με μπικίνι ήθελε οπωσδήποτε να προσκυνήσει, ένας τύπος έλεγε ιστορίες για καντήλες που άλαζαν θέση τη νύχτα και για εικόνες που μετακινούνταν, έφτασε μετά από ώρα μπροστά σ' ένα τέμπλο, κάποιος την έσπρωχνε, τη πήραν τα κλάματα, μπήκε σ' ένα καμαράκι, δε μπορούσε να σταματήσει, ένας νεωκόρος τη λυπήθηκε, της έδωσε μια λαμπάδα μεγάλη και την ξαναέβαλε στην σειρά.

Το μεσημέρι έψαξε για δωμάτιο - δεν είχε κλείσει- την έβαλαν σε μια κουζίνα κι απ' το παράθυρο έβλεπε πλανόδιους με καρπούζια και πεπόνια. Κατέβηκε στο λιμάνι , στις ταβέρνες φάβα , ντοματοκεφτέδες, μυζήθρες  και κοπανιστές, μελιζάνες και πιπεριές τηγανίζονταν, σαλάτες με χταπόδια και σκυλόψαρα, σμέρνες, σκορπιοί και σκορπίνες μαύρες, ρακιά και τσίπουρα, γάτες σπαστικές παντού. Πήγε μ' ένα αμάξι βόλτα στο νησί, ένας κολοσσός κοματιασμένος απλώνονταν σ' ένα χωράφι, ένα γήπεδο τρομερό κάτω απο ένα κάστρο, ένα λάστιχο πότιζε το χορτάρι, βράχια και δέντρα. μπαξέδες στα πεζούλια , στέρνες με νερό βρόχινο κι αυλάκια σ' ένα υδραγωγείο κοντά. Πήγε σε μια παραλία με χαλίκια κατεβαίνοντας κάτι σκαλιά, φύκια πράσινα , πεταλίδες και χοχλιοί κολημένοι στα μουσκεμένα βράχια,  κύματα έσκαγαν μαλακά στις πέτρες.

Το  βράδι δε μπόρεσε να υσηχάσει, ένα πληντήριο δούλευε ασταμάτητα, νερά έτρεχαν, ξαναθυμόταν ότι συνέβη, τους γιατρούς μες τα μαιευτήρια,  βεντούζες κι άλλα εργαλεία τρομαχτικά, υγρά και αίματα  κι αναισθησίες και κλάματα, σκέφτονταν άλλα μωρά που τα πετούν σε κάδους και τα βρίσκουν μελανιασμένα από το κλάμα, κι άλλα παρατημένα σε πόρτες και σκαλιά, τη μάνα της που είχε μια αποβολή στο σπίτι, κι άλλες γυναίκες πιο παλιά που γεννούσαν στα χωράφια κι έπειτα φορτώνονταν ξύλα κι απο πάνω έβαζαν τα μωρό και κινούσαν για το σπίτι. Άλλες πάλι  έπρεπε να διαβούν ποτάμια γιατί τις κυνηγούσαν Τούρκοι κι άλλοι βάρβαροι κι όλλοι τις έλεγαν να τα παρατήσουν τα καταραμένα μα αυτές ήξεραν ότι δε θα μπορούσαν να ζήσουν  με την αμαρτία του αθώου βρέφους να τις στοιχειώνει.

Κατά τα ξημερώματα τη πήρε ο ύπνος κι ονειρεύτηκε το δικό της το παιδί να κάθεται σ΄ενα τραπέζι με κάποιον  απέναντι του ντυμένο στ' άσπρα που έλαμπε. Είχαν μπροστά τους ένα ψωμί στρόγγυλο, ένα ψάρι και μια κερήθρα μέλι και τρώγανε.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

ΣΛΑΛΟΜ

Πολύ μ' αρέσουν  οι ταινίες με αποδράσεις,  σήραγγες, τούνελ, συρματοπλέγματα κομένα , τζάμια σπασμένα, κλειδιά ξεχασμένα, φρουροί που έχουν αποκοιμηθεί, κατρακυλάς στις σκάλες, μηχανάκια κι αμάξια και φορτηγά με τον ήλιο να σε στραβώνει, σλάλομ δαιμονισμένο ανάμεσα σε παλέτες και σκουπίδια, σκυλιά κι άνθρωποι ξαμολιούνται ξοπίσω σου σε δάση και χαράδρες και βουνά, ύπνος κάτω από φύλλα, ρυάκια ρέματα και ποτάμια  για να σβήσεις τα ίχνη από τα σκυλιά που έχουν γεμίσει σάλια το τόπο, προβολείς και φώτα και φωνές μες τα δάση, καταράχτες να γκρεμοτσακιστείς μπας και ξεφύγεις τη  σάρα και τη μάρα που τρέχει στο κατόπι σου, άνθρωποι σταματούν να σε πάρουν χωρίς να ρωτήσουν ποιος είσαι και που πας, ας είναι καλά.

Σε παρακολουθούσαν από καιρό στα ταξίδια σου απ την Ολλανδία για τη Λατινική Αμερική, στο Ρίο με την άγρια ατμόσφαιρα όλο ένταση, τις συμμορίες που ρίχνουν τα πτώματα στη θάλασσα και στ' άλλα ταξίδια σου από Νότια Αφρική για τον Άγιο Μαυρίκιο,  με τον ωκεανό στο χρώμα του άκουα μαρίν, στους τροπικούς, και στα άλλα ταξίδια στην Αυστραλία με τα ποτάμια να χώνονται μέχρι βαθειά στην έρημο και τους ιθαγενείς να ρίχνουν τα δίχτυα τους το απομεσήμερο και στ' άλλα ταξίδια σε χώρες Αραβικές όπου γονατίζουν τη μέρα μες το δρόμο και τη νύχτα πλακώνονται στο ρύζι και στους χουρμάδες και στ΄άλλα ταξίδια στη  κρύα Σεούλ, τότε που νυχτώνει εκεί πέρα κι είναι πρωί στο Μπουένος Άιρες και μεσημέρι στα Πυρηναία και στη χώρα των Βάσκων.

Ήθελες κι αλλού να πας, σε κάτι χώρες με παγετώνες ψηλά στα όρη και χωράφια γεμάτα με ηλιοτρόπια, αλλά σε τσίμπησαν σ' εκείνο το αεροδρόμιο όπου ο κόσμος κοιμόταν στα πάτωμα κι οι πτήσεις έσβηναν στο φωτεινό πίνακα γιατί οι τυφώνες απειλούσαν να γκρεμισούν τα φράγματα με ποσότητες νερού τρομαχτικές και λύγιζαν τους φοίνικες κι έσπαγαν τα δέντρα. Μπροστά στο γκισέ ιδρώτας κι άγχος αμέτρητο, τα μάτια δε μπορούσαν να κρύψουν το φόβο, όλα τα βλέματα απάνω σου στραμένα, στη τσάντα κάτι πράγματα τυλιγμένα σε στρώσεις αλεπάληλες, ένα χέρι στον ώμο, νιώθεις στριμωγμένος, παγιδευμένος, ένα δωματιάκι, τύποι με βλέμα που σε διαπερνά, σκέφτεσαι ''Καλύτερα έτσι να τελειώνουμε''

Στα μπουντρούμια τα γεμάτα υγρασία, σαύρες σέρνονταν στους τοίχους μυρμήγγια κι άλλα αρθρόποδα τριχωτά περπατούσαν στο δέρμα, αμπάρες έκλειναν τη νύχτα με πάταγο, βρυχηθμοί αγκομαχητά, παραληρήματα  νερά έσταζαν σε δοχεία , γουργουρητό ασταμάτητο από μηχανήματα, στο πραύλιο τύποι τρελλαμένοι μυτιές και σύριγγες, δάχτυλα χοντρά, δαχτυλίδια με νεκροκεφαλές, κεφάλια ξυρισμένα, δόντια χρυσά μύτες γερακίσιες, η ψυχολογία κατρακυλούσε στην άβυσσο , ένιωθες να χάνεις την αίσθηση του χρόνου,ναυτία, ζαλάδεςσα να περπατάς απάνω σε μπάλλες, κενά στη μνήμη, όλα θαμπά άνθρωποι κι αντικείμενα, οι μέρες σέρνονταν ατέλειωτες.

Και μετά ρε φίλε μια λάμψη στο μυαλό τη νύχτα λίγο τύχη, λίγο ρίσκο κι ελευθερία επιτέλους , τα πνευμόνια γεμίζουν αέρα καθαρό, όλα πίσω σαν όνειρο κακό, μπροστά τα φώτα μιας πολιτείας, ένα μέρος σε χώρο και χρόνο απροσδιόριστο μακρινό απόκοσμο.

Από μακριά ένα αμάξι πλησιάζει αργά, τα φώτα σβήνουν,  η πόρτα ανοίγει αργά, κάποιος βγαίνει και στηλώνει το κορμί του, τα γόνατά σου τρέμουν, το στομάχι γίνεται κόμπος όπως τότε στο αεροδρόμιο, μια φωνή, κάπου την έχεις ξανακούσει δε μπορεί κάπου τη ξέρεις   ''Έ, εσύ εκεί πέρα!!''

 Και ξανά ξεχύνεσαι σε μια κατηφόρα τρέχοντας δεξιά - αριστερά μες το σκοτάδι....

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

ΔΥΝΑΜΙΤΕΣ

Σ'  ένα νησί σε, κάτι παλιά μεταλεία, ακούγαμε  ''Χειμερινούς  κολυμβητές''   Στο Παγασητικό - τη μέρα δυναμίτες - στο Παγασητικο το βράδυ ερημίτες''. Δίπλα μας βράχοι τρύπιοι, ράγιες σκουριασμένες, μια προβλήτα τσιμεντένια, γκρεμισμένη, ψαράκια είχαν ξωκείλει στις πέτρες απάνω και σπαρταρούσαν, σε κάτι σπηλιές βλέπαμε  ζωγραφιές σαν αυτές των Αβορίγινων, πουλιά, φίδια  και πλάσματα της θάλασσας. Κι άλλα τραγούδια ακούγαμε ΄΄Παίξε με στα χέρια σου σα σφαίρα πέτα με ψηλά στον αέρα''    ΄΄Μείνε σε ικετεύω μη πας σ' αυτούς΄΄ ο ήλιος κοκκίνιζε την ατμόσφαιρα στη Δύση και το ραδιοφωνάκι συνέχιζε ''Έλα πουλί μου να πάμε στη Πέραμο - στην Αρτζεντίνα να βρεθούμε...''

Τα μεσημέρια σταματούσαμε  να πλυθούμε στις γούρνες κι εκεί,  κάτω απ τη σκιά των δέντρων,  δίπλα στις πρασινάδες, διαβάζαμε βιβλία με  μύθους των Ινδιάνων '' Πέρα στους λόφους της ερήμου στέκεται ο κάκτος, τα άνθη του  σαλεύουν πέρα δώθε στον αέρα΄' ένας φίλος Καναδός μούγραφε κάτι στίχους απ' το ''Boxer''  σ' ένα χαρτάκι ''  ...where the New York  winters aren't  bleeding me'' - ακόμα τους έχω κάπου.  Αυτός διάβαζε τραγούδια των Αφρρικάνων '' Ας ερχόταν η γαζέλα- ας ερχόταν το μαύρο βουβάλι - ας βρούμε μέλι'' -   ''Οι νέες γυναίκες ζουμερά δαμάσκηνα, γλυκό χυμό γεμάτες''  και το ραδιοφωνάκι συνέχιζε '' Πάρε με θάλασσα πικρή- πάρε με στα φτερά  σου - πάρε με στο γαλάζιο σου στη δροσερή καρδιά σου''.

Το βράδυ  στο θέατρο που ηπήρχε στο νησί καθόμασταν στους πέτρινους πάγκους ανάμεσα στους οποίους είχαν φυτρώσει πεύκα τεράστια και βλέπαμε τον Φιλοκτήτη εγκαταλειμένο σ' έναν έρημο γιαλό της Λήμνου να ανάβει φωτιά χτυπώντας δυο τσακμακόπετρες για ν΄αντέξει τις κρύες νύχτες, με το τόξο του σκότωνε αγριοπερίστερα κι έψαχνε γύρω για βοτάνια και πηγές να γιατρέψει τη πληγή του. Βλέπαμε  τον Οιδίποδα να φεύγει νύχτα από την Κόρινθο οδηγούμενος από τα άστρα  για να πέσει απάνω στο Λάϊο - άμα είσαι γκαντέμης-  το λιοντάρι της Νεμέας κυνηγούσε τους διαβάτες με βρυχηθμούς τρομερούς, ο χώρος σείονταν απο το ποδοβολητό του Αργίτικου στρατού που σίμωνε κατά τη Θήβα, στις πύλες βροντούσαν λόγχες κι ακόντια, ο Θησέας γκρέμιζε απ' τη κακιά σκάλα ληστές και μούτρα που έσπερναν το τρόμο στους παραλιακούς δρόμους, κωμωδίες , μάσκες σκηνικά με άχυρα και βαρέλια, το φεγγάρι ψηλά.....

Για ύπνο πηγαίναμε σ' ένα γέρο, η αυλή του  μοσχοβολούσε αγιόκλημα, αυτός μας έδινε για βραδινό, ψωμί κριθαρένιο με κεφαλοπτύρι, ύστερα έβαζε τη παλάμη στο μάγουλο και τραγουδούσε '' Ξένος είμαι κι ήρθα τώρα- απ' την έρμη ξενιτιά και κανέναν δε γνωρίζω...''. Μας έλεγε ιστορίες ο γέρος για τότε που φόρτωσαν σ' ένα καράβι πρόβατα να τα πάνε αντίκρυ  κι έπεσαν σε φουρτούνα με κύματα θεόρατα , οι άνθρωποι και τα ζώα ανακατεύτηκαν με τα νερά και τους αφρούς , ο καπετάνιος έβριζε και καταριόταν στη γέφυρα, ώσπου άραξαν σε μια ακτή με κάτι κολώνες τετράγωνες, αρχαίες ανάμεσα στα χαλίκια.

Τη νύχτα κλέβαμε απ το ψυγείο του κομάτια καρυδόπιτας. Τον κοιτούσαμε στα μάτια το άλλο πρωί, μήπως μας πει τίποτα αλλά ποτε δεν έκανε λόγο ο γέρος με το τραχύ, αξύριστο πρόσωπο, στο νησί με τα μεταλεία και τους δυναμίτες.

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

ΠΟΡΤΟΛΑΝΟΙ

Στο Μάνο Ελευθερίου που με στήριξε κι ας είναι πάντα καλά.

Κατά πως λένε τα παλιά βιβλία, όλα γίνονταν αργά τότε , οι μοναχοί αντέγραφαν κάτω απ'  το φως των κεριών χειρόγραφα αρχαία με ζωγραφιές και σχέδια παράξενα, μες τα μοναστήρια με τις στοές , τις πύλες τα καμπαναριά και τις αψίδες, τα αγάλματα της Παναγίας  με πτυχές και πέπλα.
Στα βάθρα λιοντάρια πέτρινα και μπρούτζινα έτοιμα να χυμήξουν  , ήχοι αντιλαλούσαν κάτω από αψίδες, στους τοίχους εικόνες αγίων που βασανίζονταν κι άλλων που περπατούσαν πάνω στα νερά με τα χέρια υψωμένα, στις κρήνες  άγγελοι κατέβαιναν κατά καιρούς να ταράξουν τα νερά κι οι άρρωστοι τσακίζονταν να βουτήξουν στς στέρνες, τάματα στις εικόνες ένα μάτι ένα στήθος, ένα μέλος πονεμένο, λείψανα περιφέρονταν από τόπο σε τόπο, πανυγύρια με τροβαδούρους, λαούτα και τσέμπαλα και φλογέρες, φούρνοι πέτρινοι έψηναν κρέατα και μηλόπιτες , φρούτα στα τραπέζια, μήλα κόκκινα και πράσινα, σταφύλια και καρπούζια, μπαξέδες με τριανταφυλλιές και κατηφέδες, στα ρυάκια και στα ποτάμια στάμνες με κρασιά απ' τη Μονεμβασιά κι απ' τη Σαντορίνη πάγωναν στο τρεχούμενο ρέμα, νερουλάδες πουλούσαν νερό από χιονι κι από χαλάζι, κι από σταλακτίτες σε σπηλιές που ήταν φάρμακο, άλλοι πουλητάδες με βότανα και χόρτα και φάρμακα και φαρμάκια, χάνια και τεβέρνες,  τύποι σκοτεινοί πίσω απ'  τους τοίχους των πανδοχείων, κοπέλλες πονηρές, έτοιμες για όλα,  δρόμοι λασπωμένοι, χωράφια μ' ελιές και μουριές καρατομημένες από ληστές και πειρατές κι όλα τα στοιχειά του άδη.

Προσκυνητές ταξίδευαν για τους αγίους τόπους, ψηλά, κατά το Ρήνο μπίρες κι αμπέλια, αλάτια ορυκτά απ' τα υπόγει ορυχεία της Πολωνίας, τραπεζίτες άπληστοι στις όχθες των καναλιών του Άμστερνταμ, βαρκάρηδες στο Ροδανό, στο Σηκουάνα και στον Τάμεσι, ψωμί από κάστανα στη Σικελία,  καράβια με πλώρες κόκκινες στο λιμάνι της Σμύρνης  κουβαλούν τσάι πράσινο απ τη Μαλαισία για τους αγάδες που πίνουν ναργιλέδες στα μπαλκόνια κάνοντας μπουρμπουλήθρες, μπαχαρικά απ την Ινδία και ρύζι απ τα Κινέζικα οροπέδια, ανεμολόγιακαι  πορτολάνοι  με οδηγίες για να ξεφύγουν ρεύματα ύπουλα και βράχους θανατερούς , απόκρημνους, στον Κάβο Μαλλιά, και σ'αλλα περάσματα θαλασσινά, ιστορίες για τον Ροβινσώνα Κρούσσο και για τη νήσσο των θησαυρών, μυνήματα σε μπουκάλια, ληστές και πειρατές λυμαίνονταν στεριές και θάλασσες ο κόσμος έτρεχε στα βουνά και στα λαγγάδια, φωτιές κι ελιές καρατομημένες, λάκοι σκαμένοι μέσα σ' εκκλησιές για να βρουν χρυσά δισκοπότηρα, αχός και καταχνιά ύστερα από μάχες τ' απομεσήμερα , χλιμιντρίσματα και ποδοβολητά, θέροι τρύγοι και πόλεμοι, αλωνίσματα και λιχνίσματα κι άνεμοι ανατολικοί απ το Λεβάντε φυσσούσαν για να πέσουν οι καρποί του σταριού στα μαρμαρένια αλώνια , εκεί όπου άλογα έσερναν πλάκες στρόγγυλες μες το καταμεσήμερο.

Στα σπίτια, πίσω από τζάμια χρωματιστά, γέροντες διάβαζαν στα παιδιά ιστορίες με τον Ηρακλή να ημερώνει τα ανθρωποφάγα άλογα του Διομήδη, και τη Δήμητρα να ετοιμάζει δυο βέλη στο κυρτό της τόξο, κι άλλες ιστορίες για το Μωυσή που έσχισε  το Ερυθραίο πέλαγος εκεί στα στενά, κι ύστερα  οι στήλες του νερού γκρεμιστήκανε καταπίνοντας τους γκαντέμηδες Αιγύπτιους,ο άνεμος απ τις στέπες της Ουκρανίας λυσσομανούσε, τα παραθυρόφυλλα έτριζαν λύκοι αλυχτούσαν κι ετοιμάζονταν για επιδρομές νυχτερινές, σκύλοι αγριεύανε κάποιοι ψυχοραγούσαν από ασθένειες αγιάτρευτες, προσευχές κι ελπίδες και φόβοι τότε τα παλιά χρόνια που όλα κυλούσαν αργά.....

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

ΤΟ ΝΕΡΟ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ

Μια ώρα κάθε νύχτα  κοιμάται το νερό στα ποτάμια και στις βρύσες και τρέχει ύσηχο και σιγαλό. Όποιος θέλει να πιει αυτήν την ώρα, πρέπει να το ταράξει με το χέρι για να το ξυπνήσει, γιατ΄αλλιώς το νερό αγαναχτεί και  του παίρνει το νου του.
Ν. Πολίτη ''Παραδόσεις''
Κρήτη.


Σε μια ράχη λέει, στο Μακριόρος, σ' ένα απόκρημνο μέρος είναι δυο ζώνες από χορτάρι κι άγρια χαμόκλαδα. Όλο το καλοκαίρι είναι τα μέρη εκείνα καταπράσινα. Τα λεν νεραϊδόκηπους. Εκεί κάθονται οι νεράϊδες που ποτίζουν και σκαλίζουν τους νεραϊδόκηπους. Αλλού πάλι σε μια κορφή, κάτω από ένα γκρεμό ακούγεται μαι βουή από ξωτικά που χορεύουν μ' ανθρώπους που έχουν αρπάξει. Σ' άλλο μέρος, άμα πατήσει κανείς το πόδι του, τον αγκαλιάζουν και τον φιλούν κι ύστερα τον γκρεμίζουν από ψηλά στους βράχους. Σε κάτι σπηλιές έχει σκαλιά σκαλισμένα  στα βράχια κι αλλού πρέπει να αφήσεις τις  γούρνες γιομάτες κι ένα τάσι για να λουστούν αυτά τα πλάσματα. Στη Μύκονο οι γιαλούδες εμφανίζονται μέσα από ανεμοστρόβιλους που συνεπαίρνουν φύλλα κι αγκάθια  κι ότι βρεθεί μπροστά τους. Στη  Ζάκυνθο οι καλαμιές κουνιούνται απ' το γλυκό αεράκι και στα Καλάβρυτα  έχει ένα λιθάρι  θεόρατο που είναι κούφιο στη ρίζα του. Στις σπηλιές που είναι εκεί κάτω βλέπεις παντού κάτι πράγματα σαν αράχνες που λένε ότι είναι τα πανιά των ανεράϊδων. Στη Σάμο γυναίκες μ' άσπρα ρούχα γελούν πολύ γλυκά μέσα στ' αμπέλια, αλλού ακούγοντια ήχοι παράξενοι πίσω από παράθυρα κλειστά, μουριές στοιχειωμένες σειούνται μες τα θερισμένα χωράφια, τις βραδιές χωρίς φεγγάρι, ίσκιοι σαλεύουν πίσω από θάμνους και μια γυναίκα περπατά πότε γυμνή , πότε ντυμένη μ΄ ένα πουκάμισο.

 Είχαν τότε τις ιστορίες τους να διηγιούνται  μα και τώρα βλέπεις άλλα οράματα και θάματα. Γυναίκες με μάτια γαλάζια και πράσινα, φουστάνια μαυρόασπρα κι ωραία πόδια, κάποια μπαίνει ξαφνικά στον  Άγιο Αθανάσιο και σου θυμίζει ξενύχτια, να ψάχνεις τσιγάρα στα περίπτερα και φαρμακεία διανυκτερεύοντα για πόνους στο μάτι και στο αυτί, τραγούδια τριγύρω, Sweet bird of paradise, the wind is delicious, close your eyes before we' ll begin, αεροπλάνα ανεβοκατεβαίνουν στη θάλασσα για να γεμίσουν νερό, πράσινοι υδάτινοι όγκοι ανεβοκατεβαίνουν και σκάνε μέσα σε γαλαρίες σαν αυτές που κρύβονταν ο Γιάννης Αγιάννης, άνθρωποι κοιμούνται κάτω από δέντρα, σκύλοι ξαπλώνουν μπροστα σε εισόδους κι οι γυναίκες φοβούνται να περάσουν, κορυδαλοί με περικεφαλαίες καμουφλάρονται στο έδαφος, στα καφενεία , κάτω από πλατάνια πανύψηλα κάποιοι πίνουν ούζα τα μεσημέρια και το βράδυ συνεχίζουν με ουίσκι και μεζέ σοκολάτα.

Στη τηλεόραση ο κάπτεν Κουκ περνά τα στενά της Μπατάβια αφού έχει ξεκολήσει απο το κοραλιογενές φράγμα, η Λα Νίνια ανεβάζει νερά γόνιμα στην επιφάνεια, καρχαρίες πλακώνουν κι ορμούν σ' ανθρώπους, κάποιας η βάρκα αναποδογυρίζει κι αυτή βρίσκεται να ισοροπεί στη ράχη του φονικού ψαριού, σαλαμάντρες πελώριες αρπάζουν παιδιά στα ποτάμια της Ιαπωνίας, κι άλλα πλάσματα σκοτεινά καιροφυλακτούν στις φυλλωσιές του Αμαζόνιου, παραλίες απέραντες και χάσματα αβυσαλέα στους βυθούς των ωκεανών, ταινίες περίεργες, ο Θωρ παλεύει με μια γριά και χάνει κι ύστερα δε μπορεί ν' αδειάσει ένα κύπελο που έχει μέσα τη θάλασσα ολόκληρη, ο Κύκλωπας φτάνει αγριεμένος  στη σπηλιά του κι απιθώνει με πάταγο ένα δεμάτι ξυλα.

 Στη Καβάλα συντριβάνια καθαρίζονται, άνθρωποι να βρίσκοντια γύρω σου κι ας μη μιλάνε  κι απάνω στο κάστρο, τη νύχτα, ψηλά, πάνω απ τις καμάρες, το κρύο νερό μέσα στο αυλάκι  σταματά να τρέχει και κοιμάται, γι αυτό  και πρέπει να ρίξεις μια πέτρα μέσα για να το ξυπνήσεις.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

ΩΧΡΕΣ ΚΗΛΙΔΕΣ

Μερικές φορές το καλοκαίρι είναι εφιαλτικό, ένας αέρας εμφανίζεται ξαφνικά μες τη κάψα, ομπρέλες γκρεμίζονται, τέντες σκίζονται, κεραυνοί σκάνε κατά τη δύση,  πόρτες ανοιγοκλείνουν με μανία, τζάμια σπάζουν, χέρια κόβονται, λιποθυμίες, επίδεσμοι, παγάκια, τηλέφωνα, ασθενοφόρα, κοριτσάκια κλαίνε ασυγκράτητα,κάποιος κείτεται χλωμός σα πεθαμένος στο πάτωμα.
Αλλού λέει φωτιές, χαλάζια, πλυμμύρες, ηφαίστεια ανατινάζονται, ο ουρανός σκοτεινιάζει, η πλάση όλη θολώνει, ο θεός δείχνει την οργή του, μερικοί μιλούν για το τέλος που έρχεται κατά πάνω μας με δρασκελιές, γυναίκες ιδρώνουν , γέροι δεν αντέχουν, τα μάτια γεμίζουν σκόνη, οι ωχρές κηλίδες εκφυλίζονται.

Άλλες στιγμές πάλι είναι μαγικές, στα μαγαζιά δράκαινες, κρίνοι  κι ορχιδέες, τουλίπες του Σιάμ, φυτά απ' τα Ιμαλάια, καστανιές Γουινέας, στοίβες από κλαριά μαύρα και καφετιά, κλάρκ φορτώνουν και ξεφορτώνουν,  ''Το κύμα '' του Χοκουσάι υψώνεται σε μια αφίσσα,  αφήνοντας στάλες άσπρες κι αφρούς  να αιωρούνται, σ' άλλα μέρη κρέατα ψήνονται μαζί με πιπεριές καυτερές, αλυσοπρίονα πάνω στα τραπέζια μαζί με μπύρες σε ποτήρια παγωμένα, κεράσια γαλανά απ' τη Πέλλα, τσάι του βουνού απ το Περτούλι κι απ το Βόλο, βύσσινα για γλυκό, επιδόρπια στα ψυγεία και γιαούρτια με σύκα κι άλλα φρούτα, πιθάρια πήλινα για αγγειογραφίες ερυθρόμορφες και μελανόμορφες, γυναίκες ετοιμάζονται για ταξίδια, πλυντήρια και σίδερα όλη νύχτα, σακίδια με μπλουζάκια μακώ μαλακά, οδοντόβουρτσες και σαγιονάρες, μπισκότα και τυροπιτάκια, ροδάκινα κι αχλάδια για το δρόμο, αεροπλάνα πετούν σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη, η κυρία Όλγα φεύγει για το Μπαλί , η Ειρήνη για το Κίεβο, στις όχθες του Δνείπερου όπου κολυμπούν τον Αύγουστο- τώρα πρέπει να περνά τα σύνορα της Ρουμανίας.

Κόσμος περιμένει να πληρώσει μπροστά στα ταμεία, πιτσιρικάδες χτυπιούνται με κιθάρες πλαστικές, άνθρωποι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν τις σκάλες. Σε μια οθόνη η Αντζελίνα Τζολί πηδά πάνω σε φορτηγά, παλέυει σκυλίσια με τύπους χαμερπείς κι αχρείους, γυναίκες με κίτρινα φουστάνια με λοξοκοιτούν στο ασανσέρ, άλλες με φαρδιές πλάτες και πλατιά χαμόγελα, ζωντανά σύμβολα γονιμότητας, χιτώνες εφαρμοστοί και πέδιλα με τακούνι, μάσκαρες και μέικ απ και πούδρες κι άλλα μυστήρια σύνεργα, κλείνω τα μάτια στο αστικό και νομίζω ότι κάποια με φιλά, ένα χέρι μ' ακουμπά και τινάζομαι πάνω, ένα κορίτσι γελά, η ατμόσφαιρα μυρίζει υγραέριο, τα μάτια κι ο λαιμός πονούν απ' την οσμή, κάποιος έχει χωθεί σ' ένα καπάκι και φτιάχνει κάτι.

Διαφημίσεις για νύχτες Ρώσικες κι Αρμένικες, στοές με είδη στρατιωτικά και ταινίες πορνό, φώτα αναμένα όλη νύχτα, ταξιτζήδες σπρώχνουν τ' αμάξια τους στις πιάτσες, σωροί από χαρτάκια πεταμένα μπροστά στα ΑΤΜ.

Τα μεσημέρια σκύλοι με τις γλώσσες πεταγμένες, τρελλοί βγάζουν καφέδες και εικονίσματα απ' τους κάδους, συνθήματα ''Φωτιές παντού!'' στους τοίχους, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ένα πιάνο καμένο, ελάσματα και σιδεράκια καρβουνιασμένα, τα σπλάχνα του οργάνου εκτεθειμένα, στο ίντερνετ ένας πεθαμένος εμφανίζεται και σκορπά ανατριχίλες, σε κάτι εισόδους χρυσές ταμπελίτσες με ονόματα και σταυροί για να διώχνουν τους Ιεχωβάδες και τους αιρετικούς.

Στο λούνα παρκ κάτι μηχανήματα στριφογυρνούσαν   σα καταπέλτες και σε μια στιγμή μου φάνηκε ότι ένα καλάθι με παιδιά έφυγε στον αέρα και προσγειώθηκε σ' ένα χωράφι με σκιάχτρα, για ώρα πολύ ακούγονταν ουρλιαχτά και κραυγές, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος, είχε τόση ζέστη.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

ΑΓΓΕΛΟΙ

Στην Εύβοια, στον  Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο,  το  λείψανο  του με άμφια γαλάζια, γυναίκες σακατεμένες κλαίνε και προσκυνούν, ψέλνουμε μια παράκληση, ο Χρήστος μου λέει ν΄αλείψω με λάδι τα μαλλιά μου. Σ΄ένα άλλο μοναστήρι το τοπίο τρομερό, βράχοι ανατιναγμένοι σαν κέρας για να περάσει ο δρόμος ανάμεσά τους, στην Αιδηψό πέτρες και σίδερα διαβρωμένα απ' τα θειούχα νερά, στον Όσιο Δαυίδ λουκούμια με ινδοκάρυδο, καφέδες, μια βρύση τρέχει όλη νύχτα, νερό κελαρυστό χάνεται βουίζοντας σε μια τρύπα, μια κουζίνα, φλυτζάνια, ποτήρια, πιάτα, φρούτα, ένα πετρογκάζι, ένας καλόγερος γίγαντας με μια πελώρια γενειάδα χαμογελά καθώς κάνει ένα λάθος σ' ένα τροπάριο, στους τοίχους εικόνες του Οσίου σε μια σπηλιά, αλλού διαβαίνει πάνω απ τα κύματα του Ευβοϊκού, ένας άλλος καλόγερος μας λέει πως είδε  φτερά  αγγέλων να χάνονται πίσω απ ' την αγία τράπεζα σε μια αγρυπνία. Στην αυλή, το βράδι μια γυναίκα λέει πως χτένιζαν κάθε πρωί  τα βουβάλια τους στις Σέρρες, σ' ένα χωριό κι η αδερφή της κουβαλούσε φίδια στο λαιμό της, μια άλλη γυναίκα μας λέει πως έχασε τον άντρα της και τους αδερφούς της κι άλλους συγγενείς σε πέντε χρόνια , όλους από καρκίνο, ο Χάρης μου δείχνει το χέρι του που το πάτησε ένα άρμα στο στρατό, κάποιος μας λέει για έναν τρομοκράτη που σκότωσαν κάποιοι κάποτε, μια γριά ήθελε να πάει εθελόντρια στην επιστράτευση του Εβδομήντα  τέσσερα κι ένας άλλος μιλά για έναν καλόγερο στην Αριζόνα, στην  Αμερική που έφτιαξε μοναστήρι στην έρημο κι οι κροταλίες μαζί με τ' άλλα ερπετά δεν τολμούν να μπούνε μέσα.

Στο νησί το τοπίο εκπληκτικό, λωρίδες πράσινης θάλασσσας στις ακτές, πλάι στην ακτή, πεύκα κρεμασμένα στα βράχια, στα ρέματα πλατάνια, φτέρες, σωροί από ρίζες , χαλίκια κι άμμος και πέτρες, νερά γυαλίζουν, σταματούμε σε μια ταβέρνα, ένα αρνί γυρίζει πάνω από  κάρβουνα, κάποιοι παίρνουν κοκορέτσι, ένας τρώει κόκορα με μακαρόνια, στη Χαλκίδα μια γέφυρα κρεμαστή, τα ρεύματα πάνε κι έρχονται κι αφήνουν την άμμο εκτεθειμένη.   Ανεβαίνουμε στη Μονή Σαγματά, στη Βοιωτία, γκρεμοί γύρω, το μισό λάστιχο του πούλμαν στο κενό, χαλίκια πέφτουν από κάτω, το κεφάλι μου γυρίζει, οι γυναίκες φοβούνται, κάτι παιδιά κάνουν εμετό, κλείνω τα μάτια και βλέπω πέτρες παντού , κάπου μακριά μια λίμνη κι η κορυφή ένος βουνού σα κρατήρας κατά το Αιγαίο.

Πάνω, στο Μοναστήρι,το πούλμαν τα παίζει, καίγονται τα ηλεκτρονικά, ο οδηγός πέφτει από κάτω του να δει, , καλεί μηχανικούς απ΄την Αθήνα, κι απ' την Αυλίδα, αγχώνεται, ιδρώνει, ένας παππούς λέει ότι θα κοιμηθούμε στην ερημιά για το βράδι, παρέα με τους πεθαμένους καλόγερους, ο Παππά Θανάσης λέει μια παράκληση με τις γυναίκες, το λεωφορείο παίρνει μπρος, στη κατηφόρα σφαλίζω τα μάτια, το αιρ κοντίσιον κλατάρει, το ψυγείο δεν ψύχει, ο κόσμος πίνει νερά συνέχεια, ένας βρίσκει ένα φίλο του που περνά απ την Εθνική Οδό και σταματά να τον δει, ζέστη, άπνοια, κάποιοι κολυμπούν στις παραλίες, τα ράσα του παππά γίνονται μούσκεμα.

Κάποια τρελλή έχει παρεισφρύσει στην εκδρομή και μας βρίζει όλους, τη πιάνει πανικός και θέλει να κατέβει επειγόντως, της λέω να περιμένει λίγο κι αν βιάζεται να πηδήξει απ' το παράθυρο, ο παππάς μου λέει να τσακιστώ να φύγω, όλων τα νεύρα τσατάλια, σταματουμε σ' ένα μέρος, λεωφορεία του ΚΤΕΛ κι άλλα Βουλγάρικα και Τουρκικά, η κυρά Θοδώρα δεν ταξιδεύει με Σομαλούς που έχουν γεμίσει ένα όχημα, μια μάννα εξηγεί στο τυφλό κορίτσι της τι γίνεται, τελικά ανεβαίνουμε οι πιο πολλοί κάπου, τα φώτα ανάβουν, βραδιάζει, γυρίζω πίσω και βλέπω τον  παππά μοναχό του να  μένει πίσω, αέρας φυσσά στα μαλλιά του εκεί στη Στυλίδα στη μέση του κορμού της Ελλάδας....

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

ΑCQUA E SALE

Ένα καλοκαίρι με τον Βασίλη είχαμε οργώσει τους δρόμους. Στην Εθνική ακούγαμε Nothing else maters, I' ve been through the desert  on a horse with no name, aqua e sale  κι άλλα κι ο Βασίλης  που οδηγούσε  είχε σκάσει γιατί δε μπορούσε να δει το τοπίο, αμπέλια και κοτρώνες άσπρες σε ρέματα ξερά, χωράφια και θάλασσες και νησιά στο βάθος. Στις παραλίες της Κομοτηνής κολυμπούσε η Χρύσα στις ακτές όπου ξεβράστηκε κάποτε ο Οδυσσέας, στην αμουδιά της Περάμου κοιμόταν η Μυρτώ, στη Ρεντίνα Λοκατζήδες έπαιρναν κάμψεις, στη Λάρισσα ο Μητσάρας  έστελνε απ' το ραδιόφωνο φιλιά στη Νάσια απ' τη Χαλκίδα και στα παιδιά απ' τη Λαμία, χερσόνησοι με βράχια και πρασινάδες, αρχαιολόγοι ξέθαβαν κομάτια από αγγεία, κι ένας σκύλος στέκονταν σ' ένα βάθρο σαν άγαλμα. Σ' ένα λιμανάκι ανταύγειες του νερού στα πλαϊνά μιας βάρκας όπου Αιγύπτιοι ψαράδες βουτούσαν το ψωμί σε τσίγγινα πιάτα, κατάρτια από ιστιοφόρα ανακατεύονταν με ταχύπλοα κι άλλα πλεούμενα, κορίτσια με μακριά πόδια στις εισόδους των μαγαζιών, άλλα με σκισμένα παντελόνια κι άσπρα γυαλιά μας σνομπάριζαν, άλλα έβγαζαν καραμελίτσες Χίου από μεταλικά κόκκινα κουτιά, σ' έναν σταθμό άλλα με ζώνες σφιχτές τακούνια ψηλά , φουλάρια και φούστες γαλάζιες και πουκάμισα πορτοκαλιά, ντεκολτέ βαθιά που σούρχονταν να χαθείς μες στο στήθος τους.

Η θάλασσα καμπύλωνε πέρα μακριά, το φως έσπαγε τα σύνορα και καταργούσε τα σύνορα κι ήθελες να βγεις απο την επικράτεια κατα το Νοτιά ή κατά το Βορρά και να πάρεις δρόμους παλιούς, να βγεις σε πολιτείες με καθεδρικούς ναούς στοές κι αψίδες αντίλαλοι στις στοές, κιονόκρανα με αγγέλους και δαίμονες, κι απόκει  ακολουθώντας τα μονοπάτια των προσκηνητών και των εμπόρων που κουβαλούσαν μήλα και λεμόνια, να βγεις σε λιμάνια κατα τον Ατλαντικό,  εκεί απ όπου σαλπάριζαν τα δουλεμπορικά για την Δυτική Αφρική να κουβαλήσουν νέγρους για το Ρίο στη Βραζιλία κάνοντας στάση στα Κανάρια νησιά για νερό. Από κει μπορούσες να βγεις διατρέχοντας κάτω το ακρωτήρι στον Ινδικό, πειρατές στη Μπατάβια έπιναν το αίμα των πεθαμένων για να μη τους κυνηγούτν οι ψυχές τους, ελονοσία και κίτρινοι και πράσινοι πυρετοί, πανούκλες και σύφιλη και μέδουσες θανατηφόρες, διαβολόψαρα στην Δυτική Αυστραλία, σπηλιές με νυχτερίδες στην Τανσμανία, και προς τα πάνω γκρεμοί χαοτικοί στη Χαβάη κόβουν τα ρεύματα του αέρα, ηφαίστεια έτοιμα να εκραγούν και να στείλουν τσουνάμι στα πάράλια του Ειρηνικού, εκει ψηλά στο Σαν Φραντζίσκο.

Κι αφού τα ονειρευόμασταν αυτά έπρεπε να κοιμηθούμε σε μοτέλ σμπαραλιασμένα, με καθρέφτες σπασμένους, σκύλοι γαύγιζαν πίσω από πόρτες, σκιές κινούνταν πίσω από κουνουπιέρες, τα χείλη πρήζονταν από αλεργίες, κοβόμασταν στο ξύρισμα κι απ' τις δυο μεριές για συμμετρία, μάτια πρησμένα, τηλέφωνα δε λειτουργούσαν, κάποια τρελλή έστελνε όλη νύχτα μυνήματα, σοβάδες ξέφτιζαν,ρούχα ξηλώνονταν,συσκευές κάιγονταν, μπουλντόζες γκρέμιζαν κτίρια,  ο  κόσμος κατέρεε, μα εμείς έπρεπε να συνεχίσουμε δε γίνονταν αλλιώς....

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...