Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

ΠΟΡΦΥΡΑ ΚΑΙ ΧΡΥΣΩ ΔΙΗΝΘΙΣΜΕΝΗ

Η εικόνα έδειχνε τον αυτοκράτορα τον ίδιο ντυμένο με χλαμύδα χρυσοκέντητη γεμάτη πετράδια κόκκινα και πράσινα ΄΄πορφύρα και χρυσώ διηνθισμένη’’ κατά πως λέει κι ο βυζαντινός ιστορικός, ενώ στα χέρια του βαστούσε ένα αντίγραφο, μια μινιατούρα του μοναστηριού κι ήταν σα να έλεγε: ΄΄ Εγώ το έχτισα!’’

Η ζωγραφιά ήταν τόσο καθαρή, σα φωτογραφία, ο γέρο- βασιλιάς έδειχνε ταλαιπωρημένος, ανήκε λέει σ’ εκείνη την περίοδο της παρακμής της αυτοκρατορίας όταν βάρβαροι από κάθε μεριά πολιορκούσαν την Πόλη, ο τόπος είχε γεμίσει Σέρβους, Βουλγάρους και Σλάβους όλων των ειδών, Τούρκους και μουσουλμάνους από τις εσχατιές της Ασίας αγριεμένους και τρελαμένους, που κρατούσαν όλων των ειδών τα φονικά εργαλεία, δεν ήξερες από που να φυλαχτείς, είχε καταφύγει λοιπόν ο γηραιός βασιλιάς σ’ αυτό το μοναστήρι κι εκεί είχε γίνει καλόγερος κατά πως το συνήθιζαν τότε. Αργότερα λένε τα βιβλία οι επιδρομείς που λυμαίνονταν την περιοχή για αιώνες λήστεψαν όλα τα πολύτιμα του μοναστηριού, ευαγγέλια και βιβλία παλιά, εικονοστάσια κι αφιερώματα, τάματα χρυσά κι ασημένια, όλο τον πλούτο που υπήρχε τον πήραν μαζί τους στις πατρίδες τους μακριά, μα τι κλεφταράδες !

Δεν το περίμενα τόσο μεγαλόπρεπο το μοναστήρι, είχα διαβάσει κάπου για τη μονή ότι είναι απ’ τις πιο περίφημες κι είχα ρίξει την ιδέα να πάμε κάποια μέρα. Η διαδρομή δεν ήταν τόσο φοβερή στην αρχή όμως όσο προχωρούσαμε πιο ψηλά στρίβοντας όλη την ώρα τις απότομες καμπές του βουνού, τόσο και πιο πανοραμικό γινόταν το τοπίο μέχρι που φτάσαμε σε μια αχανή κοιλάδα γεμάτη ομίχλη στο βάθος της οποίας φαίνονταν το κτίσμα, οι καλόγεροι κι οι ερημίτες εκείνης της εποχής ήξεραν σίγουρα να διαλέγουν τα καλύτερα μέρη για να φτιάχνουν τα μοναστήρια τους ! Σε μια ανοιχτωσιά σταματήσαμε ν’ ατενίσουμε λίγο τη θέα, αυτοκίνητα ένα σωρό παρκάριζαν εκείνη την ώρα στον προαύλιο χώρο κι από μέσα κατέβαιναν γυναίκες και ζευγάρια με τα μωρά τους που ήθελαν να κοινωνήσουν στην κυριακάτικη λειτουργία.

Η πύλη της μονής ήταν τεράστια, καμωμένη από σανίδες πελώριες καρφωμένες μ’ εκείνα τα καρφιά τα παλιά, τα μαυριδερά που δε βγαίνουν με τίποτα. Στην είσοδο ένα καθοδικό μονοπάτι, απότομο, στρωμένο με πέτρες χοντροκομμένες άσπρες και γκρίζες, για να πας στην εκκλησία έπρεπε να το διασχίσεις κι αν δεν πρόσεχες μπορούσες να διαλύσεις τον αστράγαλο σου εκεί πέρα. Έξω απ’ το νάρθηκα δε μπορούσες να μη σταθείς μπροστά στις επιβλητικές εικόνες του βασιλιά και δίπλα σ’ αυτόν μια άλλη εικόνα υπήρχε, κάποιου πατριάρχη που σαν αποσύρθηκε από το θρόνο του λέει, ήρθε εκεί πέρα στα βουνά και στα λαγκάδια να ζήσει τα τελευταία του χρόνια και να εξομολογηθεί τις άπειρες αμαρτίες του μπας και τον συγχωρέσει ο θεός…



Μπήκαμε στο ναό κι ο Φώτης που μας είχε φέρει με το αυτοκίνητο του προχώρησε στα ενδότερα, ήξερε αυτός, είχε ξαναέρθει. Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί στον διάδρομο και δε μπορούσες να μετακινηθείς εύκολα, μια καλογριά σκεπασμένη με μαύρη κουκούλα κάτι ευχές ψυθίριζε, περπάτησα μερικά βήματα ανάμεσα σε μαμάδες με τα μωρά στην αγκαλιά που περίμεναν να κοινωνήσουν και είδα τον Φώτη στο βάθος μιας κόγχης δίπλα στο δεσποτικό κάθισμα, είχε βρει ήδη στασίδι-σιγά μη του ξέφευγε, καθόταν εκεί άνετος κι άκουγε τις καλόγριες που ψέλνανε όμορφα . Ψηλά στους θόλους πάνω απ’ τα κεφάλια μας μορφές ωραίες αγγέλων κι αγίων, στο καπνισμένο τέμπλο εικόνες του Χριστού και της Παναγίας με φωτοστέφανα χρυσά που έλαμπαν, οι ζωγραφιές έμοιαζαν δουλειά κάποιου τεχνίτη σπουδαίου, αφιερώματα χρυσά κι ασημένια κρέμονταν μπροστά στα τζάμια, πόδια, χέρια κι άλλα μέλη τραυματισμένα που οι πονεμένοι κάτοχοι τους ήθελαν να γιάνουν στο διάβα των αιώνων κι έρχονταν εκεί πέρα ζητώντας γιατριά. Κάπου στη μέση της εκκλησιάς υπήρχε ο τάφος του πατριάρχη αυτού που είχα δει στην είσοδο δίπλα στον γέρο αυτοκράτορα, μια επιγραφή κάλυπτε το μνήμα του πάλαι ποτέ αρχηγού της εκκλησίας που είχε έρθει λέει εκεί πέρα να τελειώσει ήσυχα τη ζωή του, προσπάθησα να τη διαβάσω, τα γράμματα έβγαιναν οι αριθμοί όμως με μπέρδευαν, δε μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς λέγανε, παιδευόμουν εκεί πέρα με το μυαλό μου όταν βγήκε στην ωραία πύλη ο παπάς να κοινωνήσει τον κόσμο που δε σπρώχνονταν και μούκανε εντύπωση, προχωρούσαν ήρεμα και ήσυχα ενώ τα μωρά δεν έκλαιγαν, δε φώναζαν σα να είχαν γαληνέψει κι αυτά απ’ το ειρηνικό περιβάλλον γύρω τους.

Ο Φώτης έδειχνε να ρεμβάζει αμέριμνος τους αγίους και τους μάρτυρες εγώ όμως βαριόμουν, ήθελα να δω το μοναστήρι σ’ όλη του την έκταση, με είχε φάει η περιέργεια, έτσι βγήκα στο προαύλιο σπρώχνοντας όσο γίνονταν πιο ελαφρά το ήσυχο πλήθος και πέρασα πάνω από ένα μικρό φράχτη που είχαν βάλει εκεί πέρα για να εμποδίζουν τους περιέργους ξένους που ήθελαν όλα να τα μαθαίνουν οι αθεόφοβοι! Καθώς προχωρούσα ανάμεσα σε χαλάσματα χάζευα τα ερείπια από κάτι τοίχους ξεχαρβαλωμένους που έπνεαν τα λοίσθια, όπως ήμουν απρόσεχτος ένιωσα ξαφνικά το σαθρό έδαφος να υποχωρεί κάτω απ’ τα πόδια κι έπεσα ολόκληρος σε μια λακκούβα βαθιά. Κατατρόμαξα όχι τόσο για μένα όσο για τον κόσμο που ήταν μαζεμένος έξω από την εκκλησία και μπορεί να είχε ακούσει τον θόρυβο. Ο φράχτης βρισκόταν εκεί πέρα για να εμποδίζει κάθε ηλίθιο που θα μπορούσε να πάθει καμιά ζημιά, δεν ήθελε πολύ μυαλό για να το καταλάβεις, αν έτρεχαν όλοι να δουν τι είχε συμβεί ήταν σίγουρο ότι θα γινόμουν ρεζίλι. Ευτυχώς τίποτα δεν συνέβη, όλα συνέχισαν να είναι το ίδιο ήσυχα μόνο κάτι πουλάκια με πορτοκαλιά τραχηλιά φτεροκόπησαν από ένα δέντρο και χάθηκαν μακριά φοβισμένα. Βγήκα απ’ την λακκούβα, πέρασα πάλι το φράχτη κακήν κακώς κι απομακρύνθηκα με το πόδι μου να πονάει λίγο, δε με πείραζε ιδιαίτερα κατάλαβα όμως ότι έπρεπε να προσέχω εκεί πέρα γιατί το χώμα ήτα σάπιο κι όλα έμοιαζαν λίγο επικίνδυνα ειδικά μετά την φωτιά που είχε πιάσει πρόσφατα καίγοντας ένα σωρό χώρους, τα μαγειρεία, την τραπεζαρία, τους στάβλους, όλο το συγκρότημα είχε καεί κι έβλεπες παντού μαυρισμένα δοκάρια και τοίχους μισογκρεμισμένους, ένα κάρο λεφτά θα χρειαζόταν για να τα συντηρήσουν και να τα να στυλώσουν όλα εκείνα τα γκρεμίδια.


Πέρασα την πύλη με τις πελώριες σανίδες και βγήκα δεξιά του μοναστηριού όπου κυλούσε ένα ποταμάκι, νερά διάφανα περνούσαν πάνω από μια πλάκα αρχαία, τετράγωνη, και χύνονταν με θόρυβο σ’ ένα μικρό καταρράχτη. Ήθελα να δω το κτίσμα σ’ όλη την έκταση του κι έτσι προχώρησα δίπλα στο ρέμα, σ’ ένα μονοπάτι ανηφορικό ακολουθώντας το χοντρό καλώδιο που έφερνε ρεύμα στο μοναστήρι, έφτασα σ’ ένα σημείο από κει όμως δεν μπορούσα να δω ολόκληρο το κτίσμα, μόνο ένα αρχαίο γεφυράκι με καμάρες καλυμμένο από κλαδιά κισσού, οπότε γύρισα πίσω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κατέβηκα ένα δρομάκι τυλιγμένο μέσα σε πυκνή βλάστηση και βρέθηκα σε μια λίμνη τεχνητή, βαθιά, όπου μαζεύονταν τα νερά, πλατάνια θεόρατα με ρίζες γιγάντιες είχαν φυτρώσει μες το ρέμα, ένα κράσπεδο ψηλό είχαν χτίσει για να μη πλησιάζει πολύ κοντά στον γκρεμό ο κόσμος, το βουνό από πάνω δασωμένο γεμάτο δέντρα, μια ομίχλη το σκέπαζε.

Ανέβηκα μια βαθμίδα φτιαγμένη από πέτρες τετράγωνες, ελιές αρχαίες που είχαν φυτευτεί εκεί κάποτε, πιο πέρα ένα εκκλησάκι μέσα στο οποίο ανάβλυζε άγιασμα όπως έλεγε μια επιγραφή, άνοιξα μια πορτούλα κι αντίκρισα τον εσωτερικό χώρο και μια πικρή πηγή με νερό που άχνιζε στη μέση του, πλησίασα και είδα ότι ήταν ζεστό σαν αυτό που βγαίνει από τα λουτρά, έβαλα το χέρι μου να το δοκιμάσω, η αίσθηση ήταν εξαιρετικά ευχάριστη. Σκαρφάλωσα ακόμα μια βαθμίδα πέτρινη και βρέθηκα σ’ ένα πλάτωμα με μια στρογγυλή μυλόπετρα στο κέντρο του, εκεί ήταν αυτό που έψαχνα!

Από κει μπορούσες ν’ ατενίσεις μ’ όλη σου την άνεση όλο το μοναστηριακό συγκρότημα, πραγματικά ήταν πολύ ωραίο, εντυπωσιακό, κυπαρίσσια αιωνόβια το πλαισίωναν, οι τοίχοι, το κάστρο, οι ξενώνες, το καμπαναριό, έμοιαζαν όλα μεγαλόπρεπα. Στάθηκα λίγο να θαυμάσω το εξαίσιο θέαμα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου όταν απ’ το πουθενά εμφανίστηκε ένας καλόγερος γερασμένος και χωρίς να με κοιτάξει, σα να μην υπήρχα καθόλου, κάθισε σ’ ένα κούτσουρο κάποιου κομμένου δέντρου, έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα κομποσκοίνι κι άρχισε να μετρά τις χάντρες του μουρμουρίζοντας λόγια ακατάληπτα. Γύρω δεν υπήρχε κανένας και κανονικά θα έπρεπε να φοβάμαι όμως για κάποιον λόγο παράξενο ένιωθα άνετα στη μέση του πουθενά μ’ εκείνο τον μυστήριο καλόγερο. Με το που σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε κατά τη μεριά μου μια ανατριχίλα πέρασε από τη ραχοκοκαλιά μου , θε μου ήταν ολόιδιος με τον γέρο αυτοκράτορα που είχα δει στην είσοδο ζωγραφισμένο, μόνο που αυτός εδώ πέρα δεν ήταν ντυμένος με κανένα μανδύα γεμάτο πέτρες πολύτιμες, ούτε είχε στο κεφάλι κανένα στέμμα, ένα ράσο μόνο φορούσε τόσο παλιό που θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον εκατό χρονών!

Όταν άνοιξε το στόμα του ήμουν σίγουρος ότι θα άκουγα καμιά γλώσσα ακαταλαβίστικη, χαμένη στα βάθη του χρόνου με ήχους και λέξεις περίεργες, άγνωστες, μυστήριες, όμως τελικά μιλούσε κανονικά :
‘’Τέτοιο μοναστήρι δεν υπήρχε σ’ ολόκληρο τον κόσμο…’’ είπε με μια φωνή που ήταν σα να ερχόταν από καμιά σπηλιά βαθιά ‘’…τόσο ωραίο ήτανε! Εδώ ζούσαν μοναχοί αμέτρητοι, δούλευαν όλη μέρα στα περιβόλια και στους μπαξέδες, επίσκοποι, δεσποτάδες κι άρχοντες ερχόταν εδώ κι άφηναν πλήθος νομίσματα χρυσά, τα κελάρια ήταν γεμάτα κρασί και λάδι , τα τέμπλα όλο στολίδια από τους καλύτερους μαστόρους φτιαγμένα, στην αγία τράπεζα δισκοπότηρα μαλαματένια κι υφάσματα χρυσοποίκιλτα. Κι ύστερα ήρθαν εκείνα τα κτήνη και δε σεβάστηκαν τίποτα, έβαλαν το χέρι τους το άτιμο πάνω στο ιερά σκεύη και στο άγιο βήμα και τ’ άρπαξαν, καταλήστεψαν τον τόπο, τα πήραν από δω όπου ανήκουν και τα πήγαν ένας θεός ξέρει σε ποιες τρύπες όπου είναι καταχωνιασμένα…’’


Απότομα σταμάτησε σα να είχε δει κάτι που εγώ δε μπορούσα να δω κι έφυγε αργά κατά το εκκλησάκι με το αγίασμα που ήταν τυλιγμένο στην ομίχλη ενώ εγώ απέμεινα εκεί πέρα να σκέφτομαι τι ήταν αυτό που είχα δει. Ασυναίσθητα χωρίς να σκέφτομαι τι κάνω τον ακολούθησα και μπήκα στο εκκλησάκι με το νερό που κόχλαζε βγάζοντας φυσαλίδες. Όπως ήμουν ζαλισμένος απ’ όσα είχα δει κι όσα είχα ακούσει έψαχνα το γέρο καλόγερο όταν αισθάνθηκα μια κίνηση από μια στοά σε μια μεριά της πηγής και τότε είδα να πετάγεται ξαφνικά μπροστά μου ένας γενειοφόρος με το σπαθί στο χέρι. Τα μάτια του γυάλιζαν και στα πόδια φορούσε κάτι περικνημίδες περίεργες, κατακόκκινες, που έφταναν μέχρι τα γόνατα κι είχαν κεντημένο έναν από έναν αετό χρυσαφένιο απάνω τους, πρόσεξα ότι κηλίδες αίματος διέτρεχαν όλο το μήκος των υποδημάτων του σα να είχε πατήσει μέσα σε αυλάκια γεμάτα αίμα, εκείνος σα να το κατάλαβε σήκωσε το σπαθί του έτοιμος να με κόψει κομματάκια, ύψωσε το γιγάντιο χέρι του για μια στιγμή κι ύστερα προτού το κατεβάσει έσβησε σαν αέρας, όλο αυτό κράτησε μόνο μια στιγμή, μετά όλα χάθηκαν, έμεινε μόνο η άδεια εκκλησία με το αγίασμα που έβγαζε ατμούς , κι οι ξέθωρες ζωγραφιές στους τοίχους και τα εξαπτέρυγα και τα αναλόγια άδεια κι αυτά.

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΚΩΔΩΝΙΣΚΟ

Η πάχνη που είχε πέσει το πρωί πάνω στα παρμπρίζ  του αυτοκινήτου του  έμοιαζε με λεπτό χιόνι, το αεράκι που φυσούσε δεν τον ενοχλούσε καθόλου και το τοπίο γύρω του έφτιαχνε τη διάθεση,  καθώς  έτρεχε ένιωθε τον κρύο αέρα να μπαίνει  στα πνευμόνια του και να καθαρίζει τον οργανισμό και το μυαλό του,  αισθάνονταν  μια φρεσκάδα πρωτόγνωρη  όπως τότε  που ήταν παιδί και  πήγαινε στο  σχολείο το πρωί με τη μητέρα του, προτιμούσε να τρέχει στο μικρό δάσος έξω απ’  την πόλη κάνοντας μια διαδρομή γύρω από ένα παλιό  νταμάρι, η άνοιξη  πλησίαζε πια και   μια αμυγδαλιά  ετοίμαζε  τα άσπρα μπουμπούκια της ενώ είχαν αναδυθεί  μερικοί βολβοί άγριοι  βγάζοντας λουλούδια  μαβιά και κίτρινα.

 Ήταν  Σάββατο, η αγαπημένη του μέρα, τα χαράματα που είχε ξυπνήσει  πολύ νωρίς βγήκε  στο μπαλκόνι να δει τον κεραμιδόγατο που πηδούσε από το διπλανό διαμέρισμα κι ερχόταν στο δικό του, δεν  άντεχε για πολύ  κλεισμένος μες το σπίτι, πιο πολύ με σκύλο έμοιαζε,  μια φορά μάλιστα είχε γκρεμιστεί κάτω,  ευτυχώς που δεν ήταν πολύ ψηλά.  Φόρεσε  τις φόρμες του και πήρε  το αμάξι του  την ώρα που  οι γριές πήγαιναν  στην εκκλησία κουβαλώντας πιατέλες σκεπασμένες μ’  ασημόχαρτο, οδήγησε με κατεύθυνση  την έξοδο από την πόλη  κατά το δάσος,   έτρεξε χαλαρά  για καμιά ώρα κι ύστερα  κατέβηκε όπως ήταν με τις φόρμες  στην πόλη, κάπου  στο κέντρο,  σε μια στοά όπου υπήρχε  ένα μαγειρείο,  ήθελε κάτι να  φάει.  Στην είσοδο της στοάς  άκουσε  καναρίνια να χαλούν τον κόσμο  πίσω από κάποιο παράθυρο,  ένιωθαν σίγουρα κι αυτά την  άνοιξη που πλησίαζε,  το γκαρσόνι τον έβαλε μέσα και κάθισε σε μια γωνιά. Ένα ζευγάρι από δίπλα του  έτρωγε σούπα,  η γυναίκα ήταν όμορφη,  μια μπλούζα κοντομάνικη φορούσε,  άλλοι τύποι μυστήριοι που ήξεραν το μαγειρείο κι ερχόντουσαν τακτικά  παράγγελναν  αν και ήταν  νωρίς  ακόμα,  κεφτεδάκια,  φασόλια, λαχανοντολμάδες και  βέβαια σούπες .  Μια μουσική έπαιζε κι από την  γυάλινη πόρτα μπορούσες να δεις  το απέναντι  εστιατόριο  όπου κάποιος  έριχνε ψάρια και καραβίδες πάνω στον άσπρο πάγο,  πολύ του άρεσε εκείνο το μέρος μέσα στη στοά,  μες το κρύο και  την υγρασία του χειμώνα  είχε μια ζέστη που σε τραβούσε.  Έριξε μια ματιά γύρω κι έπειτα  ζήτησε κι αυτός  μια σούπα όπως αυτή που είδε να τρώει το ζευγάρι, του φάνηκε τόσο νόστιμη που δεν χόρταινε,  μα πόσο πεινούσε! 

 Όπως έτρωγε  παρακολουθούσε όλη την ώρα   την γυναίκα με την κοντομάνικη μπλούζα,  ξένη σίγουρα,  έμοιαζε κάπως με  τη δικιά του γυναίκα που δε την έβλεπε πια κάτι που  δεν τον πείραζε και πολύ,  αυτό που  δεν μπορούσε ν’ αντέξει ήταν  να μη μπορεί να δει το παιδί του,  ευτυχώς είχε φτάσει το σαββατοκύριακο και θα το είχε  κοντά του. Το αγαπούσε πολύ,  όλη του η ζωή ήταν το μικρό του  κοριτσάκι,  μπορούσε να πεθάνει γι’ αυτό, του φαινόταν τόσο όμορφο,  τόσο καθαρό. Ήξερε βέβαια ότι είχε χάσει την αθωότητα του όπως συμβαίνει στα κορίτσια από μικρή ηλικία καθώς καταλαβαίνουν τον κόσμο πολύ γρηγορότερα απ’  ότι τ’ αγόρια, όμως όποτε έπαιζε μαζί του κι όποτε  του γελούσε ένιωθε ότι άξιζε που ζούσε, έβρισκε νόημα σ’ ότι έκανε, για αυτό το παιδί θα μπορούσε ν’  αντέξει οτιδήποτε,   ήθελε εκείνες οι ώρες να μη τελείωναν ποτέ. Είχε αλλάξει βέβαια,  είχε μεγαλώσει, άρχιζε να σκέφτεται σα γυναίκα, αυτή είναι η φύση των κοριτσιών και ήταν  τετραπέρατο ρε φίλε,  δε μπορούσες να το κοροϊδέψεις, αν του έλεγες ψέματα  αμέσως το καταλάβαινε και γυάλιζε το μάτι του,  τα έπιανε όλα στον αέρα με τη μία,  μιλάμε το μικρό ήταν έξυπνο σα διάβολος !

Όσο και να είχε ξεψαρώσει πάντως  οι άσπρες μπούκλες του ήταν πάντα ίδιες όπως τότε που είχανε πάει εκδρομή σε κάποιο  βουνό κι ανακάλυψαν ένα μικρό ελαφάκι  άκου τώρα  ιστορία: ένας θεός ήξερε που στο καλό είχε βρεθεί εκεί το ζωάκι και γιατί το είχαν αφήσει  οι γονείς του,  ήταν μικρούτσικο,  πανέμορφο με τις άσπρες βούλες   στην άκρη της ράχης του  αλλά  αγρίμι.  Κανείς δε μπορούσε  να το πλησιάσει,  έφευγε κάθε φορά  σα δαιμονισμένο τρεκλίζοντας  με τα λιγνά ποδαράκια του, δεν άφηνε κανέναν  να το αγγίξει  εκτός από τη μικρή βέβαια,  αυτή δεν είχε  πρόβλημα.  Μόνο αυτή δεχόταν το ελαφάκι σαν η οσμή της να του ήταν οικεία,  την άφηνε να το χαϊδεύει κι αυτή πάλι σα να το καταλάβαινε το καλούσε με τα δαχτυλάκια της να την ακολουθήσει καθώς περπατούσε γελώντας  κι έτρεχε πάνω στα ξερά φύλλα που είχαν πέσει στο χώμα, όλη η σκηνή ήταν  μαγική, ήταν  σα να έβλεπες  ζωντανό ένα παραμύθι να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του,  εκείνη την εικόνα δεν θα την ξεχνούσε  …

 Μετά το μαγειρείο πέρασε απ’  το  προποτζίδικο να παίξει ένα παιχνίδι, καμιά φορά έβρισκε εκεί πέρα  κανέναν  γνωστό να πουν καμιά κουβέντα,  μπαίνοντας  το πρώτο που αντίκρισε  ήταν  ένα πράσινο χαρτονόμισμα κάτω από ένα τραπέζι,  ένα εκατοστάευρο διπλωμένο στα δύο,  δεν κυκλοφορούσαν πολλά τέτοια στην πιάτσα πλέον  αλλά  ήταν σίγουρος χίλια τα εκατό  ότι δεν ήταν κανένα  απλό χαρτί.  Κι άλλη φορά είχε βρει χρήματα στο προποτζίδικο  και είχε το νου του πάντα,   τα τελευταία βράδια  όλο χρήματα έβλεπε στον ύπνο του κι αυτό λένε δεν είναι καλό σημάδι, άλλωστε δεν ήταν τυχαίο,  συνέχεια γύρω απ’  τα λεφτά γυρνούσε το μυαλό του.   Μπορεί να μη πίστευε σ’  αυτά   όμως  δε μπορούσες  να κάνεις τίποτα άμα  δεν τα είχες,   και δεν ήταν  μόνο η μικρή που του ζητούσε όλο  και κάτι διαφορετικό όποτε τον έβλεπε, όπως και νάχει τα λεφτά σου  δίνουν  άλλη αίσθηση,  άλλον αέρα,  δεν χρειάζεται να παρακαλάς  κανένα ηλίθιο, έχεις  την ησυχία σου, κάνεις ότι θέλεις, δε δίνεις λόγο σε κανέναν, είσαι άνετος ρε φίλε πως  να το κάνουμε τώρα, το γεγονός  μάλιστα ότι   έλειπε ένα χαρτονόμισμα απ’ το πορτοφόλι του και δεν μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί που το είχε ξοδέψει  του είχε φανεί  μεγάλη  γρουσουζιά,  έτσι όταν  βρήκε εκείνο το κατοστάευρο  δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσει, θα το έπαιρνε  ακόμα κι αν χρειαζόταν να το καταπιεί!

Έκανε ένα βήμα μπρος  και το πάτησε με το αθλητικό του παπούτσι   ενώ ταυτόχρονα έσκυβε τάχα να δέσει το κορδόνι  του και με μια γρήγορη κίνηση το έβαλε στην τσέπη της φόρμας του ‘’Μ’  αυτό και τ’ άλλα που έχω παίρνω το κινητό για τη μικρή!’’  έκανε τη σκέψη,  τον είχε φάει τον τελευταίο καιρό  κι άντε να της  πεις όχι. Δεν είχε προλάβει  να σηκωθεί όταν ένας άντρας μπήκε στο προποτζίδικο και ρώτησε  τον τύπο πίσω από τον πάγκο αν είχε βρει τίποτα χρήματα εκεί μέσα,  ο υπάλληλος  κούνησε τους ώμους εξηγώντας ότι δεν είχε  πάρει τίποτα το μάτι του όμως καθώς ο άνθρωπος που είχε  χάσει τα λεφτά, ένας  μεσήλικας  με μαλλί περίεργο,   ετοιμάζονταν να  φύγει  μια   ξανθιά  που βρίσκονταν κι αυτή πίσω απ’  τον πάγκο πετάχτηκε και φώναξε ‘’Ο Δ ήταν σκυμμένος πριν από λίγο στο πάτωμα,  μήπως είδε τίποτα;’’  Εκείνη τη στιγμή ήθελε να την πνίξει, να την βαρέσει στον τοίχο,  τι κάθαρμα ρε φίλε,   έκρυψε την ταραχή του και είπε οργισμένος  ‘’Είσαι καλά  κοπέλα μου,  το κορδόνι μου έδεσα μη μου λες βλακείες!’’ ενώ από μέσα του σκεφτόταν  ότι αν την πετύχαινε μοναχή κάπου  θα της  έδινε ένα χαστούκι να τον θυμάται.

Ευτυχώς αυτός με το περίεργο μαλλί,  φορούσε περουκίνι σίγουρα,  φαινόταν ήσυχος άνθρωπος και δεν επέμενε,φορούσε μια καμπαρντίανα μακριά,  έμοιαζε  καλοστεκούμενος οπότε δεν είχε και τύψεις  γιατί κανονικά η αντίδραση του τον είχε προδώσει ; Πήρε κάνα δυο δελτία κι έφυγε συγχυσμένος όμως όσο περνούσε η ώρα ένιωθε ευχαριστημένος, το πολύ -πολύ να μην ξαναπατούσε σ’ εκείνο το μαγαζί,  δόξα το θεό προποτζίδικα άνοιγαν κάθε μέρα λες κι όλος ο κόσμος κάτι είχε πάθει κι έτρεχε σαν παλαβός ν’  αγοράσει λαχεία κι άλλα χαρτάκι περίεργα. 

Με τα χρήματα που είχε στην τσέπη  του και το κατοστάευρο αγόρασε ένα κινητό σούπερ, γυαλιστερό κι απαστράπτον, μ’ ένα κάρο εφαρμογές και κόλπα περίεργα,  κάμερες, μεγκαπίξελ,  αισθητήρες, η μικρή θα το τσάκιζε αν κι έπρεπε νάχει το νου του γιατί τα παιδιά αποβλακώνονται εντελώς μ’ αυτές τις αηδίες. Κοντά στο σπίτι του που βρισκόταν ψηλά πάνω απ’  την πόλη,  υπήρχε ένα  μαγαζί με  ξηρούς  καρπούς,  αγόρασε φρούτα αποξηραμένα,  παπάγια κόκκινη από την Ταϊλάνδη,  ανανά κίτρινο από  την Κόστα Ρίκα,  μάνγκο,  πεπόνι και χουρμάδες  από χώρες εξωτικές, το κοριτσάκι  τρελαίνονταν για δαύτα. Την ώρα που έβγαινε από το κατάστημα  με τις χαρτοσακούλες στο χέρι  ο ήλιος  πέρα  μακριά  έδυε βγάζοντας  μια λάμψη σα να υπήρχε ένας προβολέας ή  σα να είχε  ανάψει μια φωτιά  πίσω απ’  τα βουνά που φώτιζε όλη την περιοχή απέναντι. Το σούρουπο έπεφτε αργά κι  ένα  κοπάδι από πουλιά που έκανε φασαρία είχε μαζευτεί  πάνω στις κορυφές των κλαδιών.

Όταν επιτέλους ήρθε το παιδί ήταν σαν ο χρόνος να σταμάτησε και δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο εκτός  απ’  την κόρη του,  όλη τη βδομάδα αυτό περίμενε,  της έδειξε πρώτα το κινητό κι η μικρή άρχισε να ξεφωνίζει και να χορεύει,  έπειτα της έδειξε τα αποξηραμένα,  πολύχρωμα φρούτα που είχε αγοράσει κι αυτή τα αράδιασε στο τραπέζι σα να ήταν χάντρες από κάποιο κόσμημα. Την πήρε στο μπαλκόνι να δουν την απόκοσμη λάμψη που έβγαζε ο ήλιος στη δύση του, ’Πάει τώρα  να κρυφτεί στη σπηλιά του…’’ της είπε ‘’…εκεί πίσω  έχει μια σπηλιά τεράστια όπου τον περιμένει η μάνα του να τον  πλύνει και να τον ταΐσει γιατί έχει διασχίσει όλη τη γη!’’ Έφτιαξαν ύστερα  μαζί ένα κέικ στην κουζίνα και κάθισαν μπροστά στο τζάμι του  φούρνου να δουν πως φουσκώνει, το παιδί πάντα ήθελε να βλέπει αυτή τη διαδικασία καθώς μεγάλωνε ο όγκος της ζύμης κι έπαιρνε ένα χρώμα καφετί γλυκό,  του φαινόταν κάτι εξωπραγματικό κι απίθανο, Έβγαλαν το κέικ που είχε γίνει πολύ νόστιμο  κι ετοίμασαν μια σοκολάτα να πιούν  ’’ Το ξέρεις…’’  της είπε καθώς της έδινε τη ζεστή φλιτζάνα  ‘’…ότι εκεί που βρήκαν πρώτη φορά  τη σοκολάτα   την έπιναν  παγωμένη,  ο βασιλιάς μάλιστα έστελνε έναν άντρα που  φορούσε έναν  σιδερένιο κωδωνίσκο,  κουδουνάκι δηλαδή,  και είχε αυτό το καθήκον και μόνο,  να φέρνει χιόνι παγωμένο  από την κορυφή του βουνού  μέσα σ’ ένα  δοχείο μεταλλικό  που δεν το άφηνε  να λιώσει.  Διέσχιζε  κοιλάδες και κάμπους ατέλειωτους μέχρι να φτάσει  ψηλά στις οροσειρές,  ταξίδευε  μέρα νύχτα δίχως σταματημό κι ο ήχος από το κουδουνάκι του ειδοποιούσε τον ‘’προστάτη των νυχτερινών οδοιπόρων’’ ένα πνεύμα καλό με τη μορφή του μαύρου πάνθηρα που τον φύλαγε από κάθε κακοτοπιά . Όταν γυρνούσε  πίσω στο παλάτι  έβαζε μια χούφτα χιόνι  στο κύπελο του βασιλιά που μόνο τότε  απολάμβανε τη σοκολάτα του όπως ήθελε…’’ η μικρή τον κοίταζε με τα μάτια ορθάνοιχτα...

Αργά το βράδυ την πήγε στο δωματιάκι της να κοιμηθεί, δεν τον άφηνε να φύγει αν δεν του έλεγε ώρα πολύ μέχρι να κουραστεί,  ιστορίες  για τον ήλιο και για κείνον τον  βασιλιά με την παγωμένη σοκολάτα έβαζε χιόνι μέσα στην κούπα του, το μικρό έκλεισε επιτέλους  τα μάτια του τη στιγμή ακριβώς που το  φεγγάρι έβγαινε  τεράστιο  και γυαλιστερό  μέσα από το δάσος των κεραιών που άπλωναν  τα πλοκάμια τους  πάνω από  τις πολυκατοικίες.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...