Παρασκευή 15 Απριλίου 2016

ΦΩΤΟΒΟΛΙΔΕΣ

Καθώς μπαίνει η άνοιξη η γύρη που πλανιέται παντού στον αέρα κάνει τα μάτια να δακρύζουν ασταμάτητα, οι γυναίκες έχουν νεύρα όπως ανεβοκατεβαίνουν τα ορμονικά τους, όλοι μια ανάσα επειγόντως χρειάζονται, Η Χρύσα λέει ότι θα πάει στη Χαβάη, πέντε ώρες με το αεροπλάνο απ’ την Καλιφόρνια όπου βρίσκεται είναι, μέχρι να φτάσεις στη μέση του Ειρηνικού πρέπει να διασχίσεις μια απόσταση απίστευτη πάνω από νερό ατελείωτο που σκεπάζει την υδρόγειο !

Δεν ήθελε να πάει στη Χαβάη, μανία την έχει πιάσει να πάει στη Κούβα, γιατί όλοι έχουν σαλτάρει να πάνε εκεί πέρα δε καταλαβαίνω, ο Αργύρης πήγε στην Κέρκυρα, πιο κοντά προτίμησε αυτός, αλλά σακατεύτηκε, όταν τον είδα ήταν ψόφιος απ την κούραση, ένας φίλος μου λέει ότι πέρσι που πήγε στη Σκύρο ήταν πολύ ωραία, πράσινο νησί, εξοχή υπέροχη, εκκλησιές ασβεστωμένες, αγριολούλουδα του Αιγαίου παντού, πολύ θα ήθελε να πάει και φέτος! Ο Γιάννης πάλι που πήγε στη Χίο τη περασμένη χρονιά τρελάθηκε με τα πυροτεχνήματα και τον πόλεμο που γίνεται εκεί πέρα, καθόταν με την κόρη του σ ένα ύψωμα και τα χάζευε όπως γάζωναν μεγαλόπρεπα τον ουρανό απ όλες τις μεριές, το βράδυ είχαν κοιμηθεί σ ένα σπίτι σα κάστρο παλιό, με πύργο δικό του, πολεμίστρες, περάσματα υπόγεια, κελάρια, σκάλες και μια τάφρο παρακαλώ, η μικρή είχε τρελαθεί ! Ο Γιώργος θα πάει λέει στην Αγία Τριάδα, στο εξοχικό, με τα εγγόνια του και τον μπατζανάκη του να ψήσουν, μια χρονιά λέει τους πήρε ο ύπνος, αφαιρέθηκαν, μιλούσαν, βλακείες έκαναν και το κάψανε το αρνί , έτρεχαν ύστερα στη Μηχανιώνα ν’ αγοράσουν ψάρια να τα ψήσουν γιατί είχαν σαλτάρει απ τη πείνα χρονιάρα μέρα που ήτανε! O κυρ Γιάννης θα την κάνει κατά Νάουσα μεριά, στο κτήμα του το τεράστιο όπου τα νερά ξεχειλίζουν αφρίζοντας τώρα με την άνοιξη κι η βλάστηση είναι οργιώδης, οι μηλιές είναι έτοιμες να μπουμπουκιάσουν, όλα είναι χαρά θεού, πεθαίνει για κείνο το μέρος ! Α ναι, είναι κι ο Λάκης, αυτός θα πάει κατά τη Δράμα, σ ένα χωριό κοντά στο φράγμα του Θησαυρού απ’ όπου περνά ο Νέστος, είναι τέλεια λέει εκεί πέρα, μπορείς να βγεις και να μαζέψεις φράουλες άγριες μικρούτσικες που είναι γλυκές πολύ και μοσχοβολούν τέτοια εποχή, αν είσαι τυχερός μπορεί να δεις και καμιά αρκούδα απ’ αυτές που έχουν ξυπνήσει ύστερα απ’ τον χειμωνιάτικο ύπνο τους. Όλοι θέλουν να φύγουν, η Γ λέει ότι βαρέθηκε κάθε Πάσχα να μαγειρεύει, να ετοιμάζει τραπέζια και φαγιά για τους δικούς της κι ύστερα να ξεσκίζεται στο πλύσιμο και στο καθάρισμα, φέτος δε θέλει να κάνει τίποτα απ αυτά, θα τους στείλει όλους στο διάβολο! Ο Φ πάλι δε ξέρει που να πάει τέτοιες μέρες, η αδερφή του δεν τον θέλει, η γκόμενα του τον έδιωξε, θα έρθει το παιδί της να το φιλοξενήσει, τον έχουν παρατήσει όλοι, δε ξέρει τι να κάνει, τέτοιος ανάποδος που είναι βέβαια τι περίμενε!

‘’Δε διαβάζουμε εφημερίδα όταν δουλεύουμε!’’ γρύλλισε το αφεντικό αλλά εγώ ήθελα λίγο ακόμα να τελειώσω, κάτι μ’ είχε πιάσει και μένα με το που ένιωσα την άνοιξη, μια εφημερίδα έπρεπε να διαβάσω, ένα άρθρο, κάνα βιβλίο ζόρικο να χαθώ μέσα του, να εστιάσω, να ξεστραβωθώ, να χαθώ! Ήθελα να το δω εκείνο το άρθρο, να το σκανάρω, να το ρουφήξω, το τελείωνα ρε φίλε, λίγο ακόμα ήθελα, δε θα χαλούσε ο κόσμος!

Ήμουνα κουρασμένος, είχα αρχίσει να βαριέμαι, δε θα άντεχα, ήθελα κι εγώ να φύγω για κάπου, όπου να ναι, να βγω έξω απ τη πόλη λίγο, να δω τι γίνεται πιο πέρα, να χαλαρώσω, ή έστω να καθίσω ένα πρωινό σπίτι, να μη χρειαστεί να σηκωθώ τρέχοντας σα τρελός απ τα χαράματα στον ΟΑΕΔ, στον ΟΑΕΕ, στον λογιστή! Είχα βαρεθεί αλλά δε γίνονταν, έτρεχα σα τρελός, όλοι νομίζουν ότι έχεις ενέργεια άφθονη, η ψυχή σου μονάχα το ξέρει πως έχεις στραγγίσει σχεδόν, ευτυχώς οι άλλοι δεν το καταλαβαίνουν, όμως δίχως να το αντιληφθείς έρχεται καλοκαίρι και θα βαράμε μύγες, δεν θα υπάρχει σάλιο, δε μπορείς να καθίσεις τώρα! Δε μπορούσα να καθίσω, έτρεχα στις υπηρεσίες, στα σκαλοπάτια του ΙΚΑ μια γυναίκα κοιμόταν πεθαμένη απ’ την κούραση, πιτσιρικάδες αναμαλλιασμένοι και γκόμενες με τακούνια ψηλά έβγαιναν απ’ τα στενά γύρω απ τη Βαλαωρίτου. Τον Γιάννη είχα δει μια στιγμή μοναχό του σε μια πλατεία, περιοδικά του δρόμου πουλούσε φορώντας ένα γιλέκο κόκκινο, μια φιγούρα μοναχική στη μέση του πουθενά, έχει γίνει ροδαλός από τότε που έκοψε το πιοτό, ο Τάσος περίμενε το λεωφορείο στην άδεια Εγνατία, ένα λουκούμι με ινδοκάρυδο έβγαλε από μια χαρτοσακούλα και με κέρασε ...

Λίγο υπομονή ακόμα έπρεπε να κάνω αλλά και πάλι δεν ήμουν σίγουρος, δεν τη πάλευα, παλιά που ήμουν μοναχός ήταν πιο δύσκολο βέβαια, κι η Β μου λέει ότι το ίδιο ένιωθε όλα αυτά τα χρόνια, άκου να δεις, νόμιζα ότι ήμουν ο μόνος που είχε πρόβλημα, τώρα που είμαστε μαζί ο χρόνος περνά πιο εύκολα τις μέρες γύρω απ το Πάσχα, δεν το είχα σκεφτεί αυτό πρωτύτερα…

Όπως μπαίνει η άνοιξη αναρριχόμενα σε χρώματα μαβιά ελίσσονται ανάμεσα σε πλατάνια εκεί γύρω απ τους δρόμους της Καλαμαριάς, κοπάδια από κοράκια μαζεύονται τα πρωινά στην πλατεία Αριστοτέλους σα να αποχαιρετούν τα λεωφορεία που ετοιμάζονται για εκδρομές, άνθρωποι με σακίδια και ρούχα ελαφρά μαζεύονται, όλοι κάπου θέλουν να πάνε, να φύγουν από δω για λίγο έστω! Όπως μπαίνει η άνοιξη και πλησιάζει το Πάσχα όλοι κοντομάνικα έχουν αρχίσει να φορούν, ο αέρας ανεμίζει τα σκισμένα παντελόνια των πιτσιρικάδων, λαμπάδες κόκκινες και ροζ πουλούν στα μαγαζιά, ντάλιες κι έρωτες αγοράζουν στ’ ανθοπωλεία, φορτηγά με καρότσες ανοιχτές πουλούν πορτοκάλια και λεμόνια απ’ την Άρτα, στις ταβέρνες οι γυναίκες κόβουν ροδέλες από καλαμάρια, γέροι μετρούν τα ψιλά τους προτού πληρώσουν… Στις στάσεις άνθρωποι χαζεύουν τα κρεμασμένα πρωτοσέλιδα, μπουγάτσες και τυρόπιττες πουλούν στη γωνία της Αντιγονιδών, στα βενζινάδικα Πακιστανοί σέρνουν αντλίες, γυαλίζουν τζάμια, γυναίκες βάφουν τα χείλια τους μπροστά στα καθρεφτάκια. Στον άγιο Δημήτριο μάρμαρα λευκά, καντήλες ασημένιες, αγρυπνίες, τουρίστες βγάζουν φωτογραφίες, χάνονται στις κατακόμβες , ένας παππάς με άμφια άσπρα γεμάτα από ανάγλυφα σταφύλια και κλήματα, οι γριές έρχονται το πρωί κρατώντας κεριά, η Ε πήγε μια μέρα να εξομολογηθεί, κόσμος γεμάτος αμαρτίες, πνιγμένος στη μεταμέλειες είχε μαζευτεί, η Ε περίμενε ώρα στο σκοτεινά πίσω από ένα στασίδι ξύλινο χαζεύοντας τις χρωματιστές δέσμες φωτός που έμπαιναν απ ΄ τα πράσινα και τα πορτοκαλιά τζαμάκια,...

Τι Πασχαλιές έχω περάσει κι εγώ, τι ζόρικη γιορτή ρε φίλε, άμα με δεις σε κάτι φωτογραφίες είμαι μες τα νεύρα, οι άλλοι τρώνε αρνιά και κατσίκια κι εγώ μοιάζω τσατισμένος, σκασμένος, χαμένος στον κόσμο μου, δε θέλω να τα θυμάμαι, πολύ ζόρικες τούτες οι μέρες, ζόρικη γιορτή το Πάσχα όπως και να χει…

Πιο παλιά βέβαια που θυμάμαι ήταν ωραία, ένας επιτάφιος περνούσε απ’ το στενό που υπήρχε πίσω απ το σπίτι μας, νύχτα ήτανε, όλη τη μεγάλη βδομάδα πηγαίναμε επίσκεψη σε μια θεία μου που είχε σπίτι μέσα σ ένα ρέμα, απ το μπαλκόνι έβλεπες δέντρα τεράστια, βλάστηση πυκνή, σα ζούγκλα ήτανε! Στην κουζίνα τη μικρή καθόμασταν, ένα πιάτο φαΐ μου έφερνε η θεία μου, για κάποιο λόγο μου άρεσε πολύ εκεί πέρα, την αγαπούσα εκείνη τη θεία, πάει τώρα, πέθανε. Μια φορά με είχε πάρει στο χωράφι της να τσαπίσουμε κάτι μπαμπάκια, έναν δρόμο πλακόστρωτο είχαμε περάσει περπατώντας πάνω σε πέτρες σκαμμένες από πέταλα αλόγων και πέλματα ανθρώπινα, γύρω οι θάμνοι φύλλωναν, αηδόνια κι άλλα πουλιά έμοιαζαν να ξελαρυγγιάζονται, φώναζαν, τραγουδούσαν, τα έδιναν όλα! Οι μπαξέδες γέμιζαν μαρουλάκια, κρεμμύδια, χορτάρια που ψήλωναν σα παλαβά κάθε μέρα, μέλισσες βούιζαν πάνω από λουλούδια κίτρινα, μαργαρίτες, παπαρούνες, χαμομήλια παντού τριγύρω, πασχαλιές λευκές κι αχλαδιές με μεγάλα άσπρα άνθη, στις πλαγιές του βουνού πλατώματα γεμάτα γρασίδι και κρόκους χρωματιστούς, ο αέρας μύριζε τριφύλλι φρεσκοκομμένο όλα έμοιαζαν να προαναγγέλλουν το καλοκαίρι που έρχονταν ….

Κι ύστερα έπρεπε να πάω στο σχολείο να υψώσω τη σημαία που μου είχε δώσει ο δάσκαλος να κρατώ στο σπίτι, είχα και κλειδί, άνοιγα τη πόρτα και πήγαινα κατευθείαν στο χημικό εργαστήριο με τους γυάλινους δοκιμαστικούς σωλήνες και τ’ άλλα αντικείμενα που μου φαίνονταν μαγικά , καθόμουν εκεί μέσα και χάζευα τους κρυστάλλινους ρόμβους, τις σφαίρες, τους κώνους, τις πυραμίδες, τα παραλληλόγραμμα, τους κυλίνδρους κι όλα τ’ άλλα τρισδιάστατα σχήματα που υπήρχαν σε μια βιτρίνα, το φως που έμπαινε απ το παράθυρο έμοιαζε να διαλύει τους όγκους και τα περιγράμματα, να τα αποσυνθέτει, να τα εξαϋλώνει, να αλλάζει τα σχήματα, να τα μεταμορφώνει, λεπτές ακτίνες έμπαιναν απ’ όλες τις γωνιές και διαθλούνταν λυγίζοντας καθώς περνούσαν μέσα απ’ τα πρίσματα κι ήταν σα να λύγιζαν, σα να κάμπτονταν και να κυρτώνονταν, σα να έσπαγαν, έξω η σημαία ανέμιζε, πράσινα σφεντάμια φαίνονταν απ το παράθυρο, νερό έτρεχε σ ένα αυλάκι…

Το βράδυ της Ανάστασης Πηγαίναμε στην εκκλησία μαζί μ εκείνη τη θεία μου, καμπάνες χτυπούσαν, εικόνες βυζαντινές πάνω σε προσκυνητάρια, στην οροφή ζωγραφισμένος ο αρχάγγελος Μιχαήλ με τη σπάθα του, ο δίκαιος Μελχισεδέκ με την άσπρη γενειάδα του κάτι περγαμηνές με γράμματα παράξενα άπλωνε. Τα μεσάνυχτα στην αυλή της εκκλησίας, κάτω από ένα σκοτεινό κυπαρίσσι άρχιζαν να πετούν πυροτεχνήματα που έσκαγαν με πάταγο και με τρόμαζαν, μια χρονιά κάποιος είχε πετάξει δυο φωτοβολίδες κανονικές, όλοι σήκωσαν τα κεφάλια να δουν τα φλεγόμενα βέλη που διέγραψαν ένα ζευγάρι από κυκλικές τροχιές ψηλά στο στερέωμα κ ύστερα έσκασαν στον ουρανό σκορπίζοντας γύρω έναν ωκεανό από σπίθες.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...