Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

ΒΡΕΑΚΙΝG NEWS

Στον Άκη που είναι μέσα θα μπορούσα να πω μερικά πράγματα -τυχαίνει νάχω κάτι γνωστούς που είναι μπουζουριασμένοι-  για παράδειγμα μου λένε ότι οι καλύτερες φυλακές είναι στα Γρεβενά που είναι καινούριες, στο Κορυδαλλό έχει πολύ βρωμιά και πήχτρα θέλει κάνα μήνα για να κάνεις μπάνιο.
 Ένα παιδί μου διηγούνταν  διάφορα σε κάτι δικαστήρια όπου πήγαινε να πάρει  αναβολή και να φύγει για Πάρο, εκεί όπου ξεκαλοκαιριάζει με τις τουρίστριες. Τον είχα ρωτήσει γιατί τον τραβολογούν και μου είπε ότι είχε φέρει λαθρομετανάστες από κάποια χώρα ''Τι θες να κάνω για να ζήσω ;'' μου έλεγε. Σε κάποια φάση που του την είχε δώσει  γιατί τον έσερναν  από φυλακή σε φυλακή ανά την Ελλάδα σα νάκανε περιοδεία, έβαλε φωτιά στα στρώματα και πετούσε πόρτες και κάγκελα στους έντρομους φύλακες'' δεν θέλω να τα θυμάμαι αυτά'' μου έιπε.
Ο Άκης βέβαια δεν πρόκειται να περάσει τίποτα τέτοιο αλλά όσο νάναι θα ζορίζεται και να σκεφτείς ότι κάποτε ήθελε να σώσει τη χώρα και παραλίγο να γίνει πρωθυπουργός.

Αλλά πρέπει νάσαι τρελλός για να θέλεις να σώσεις αυτή τη χώρα όπου χτυπούν γυναίκες διαιτητές και γεμίζουν αίματα αβοήθητους ειδικούς φρουρούς, σπάνε τζάμια και λάμπες κι ότι βρουν μπροστά τους στις διαδηλώσεις, κλέβουν ρόδες από ποδήλατα κι αυτοκίνητα, γυαλίζει το μάτι τους σαν δουν καμιά γυναίκα να ιδρώνει για να παρκάρει, σκοτώνονται για το χρυσό στη Χαλκιδική,  στα ενεχειροδανειστήρια ξεπουλιούνται χρυσάφια και διαμάντια, ο Σφακιανάκης κάνει κύρηγμα υπέρ της χούντας το βράδι σ' ένα μαγαζί κι οι  γκόμενες επευφημούν, κορίτσια κλέβουν κάρτες πιστωτικές για να βγουν το βράδι, τύποι με μανικετόκουμπα χρυσά πετούν τσιγάρα στην άσφαλτο, ταξιτζήδες δε σταματούν να πάρουν γέρους σακατεμένους, κορίτσια βγάζουν γλώσσα στη κυρία Δήμητρα που τους έδωσε δουλειά, ακροδεξιοί πετούν μπουκάλια νερό σε πολιτικούς για να τους δροσίσουν λέει, Σταλινικοί ονειρεύονται τον πατερούλη, παιδια φεύγουν στο εξωτερικό για να σπουδάσουν και γυρνούν τσιμεντόλιθοι, δάσκαλοι δουλεύουν τέσσερις ώρες κι ύστερα κάνουν διακοπές ατέλειωτες το Καλοκαίρι  και κόλπα με φενγκ σούι κι άλλες αηδίες, στο αστικό κανείς δε σηκώνεται για μια έγγυο με το παιδί στην αγγαλιά επειδή είναι ξένη.
Βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, ένα παιδί με δροσερό χαμόγελο σ' ένα ασανσέρ  σε διαβεβαιώνει ότι δεν είναι διπλοθεσίτης, ένας ταξιτζής σου δίνει προτεραιότητα φωνάζοντας ''Είμαστε Ευρώπη ρε!'' στη λαική τύποι γεμάτοι χώματα τρώνε σ' ένα παγγο κασέρι με ντομάτα, μια κονσέρβα ψάρι, λεμόνι κομένο στα τέσσερα, πιπεριές κόκκινες ψημένες, ένας γέρος αξύριστος  κάπου στην Ερμού σου γαζώνει την τσάντα για ένα ευρώ, ένας φαντάρος  δεν έβαλε μέσο κι άφησε να τον στείλουν όπου νάναι για να καταλήξει στη Λήμνο, ένα παιδί χαρίζει ένα φουστάνι μαύρο απ' το μαγαζί του  σε μια γυναίκα για μια κηδεία ''Δε θέλω λεφτά'' λέει.
Αλλά ανοίγεις την οθόνη κι απο παντού πετάγοντια ειδήσεις και δελτία έκτακτα και breaking news καταιγιστικά,  παντού σκάνδαλα φτώχεια  και δυστυχία και τύποι χαμερπείς, ο γέρο Μπερλουσκόνι κοιμάται με κορίτσια απ' το Μαρόκο, τύποι βίαιοι κλωτσούν παιδιά, βία και μίσος κι ανωμαλία  σπαρμένα στα γονίδια ανθρώπων παντού στον κόσμο, άντρες  παντρεύονται μεταξύ τους, νεκροί ανακαλύπτονται σ' αυτοκίνητα εγκαταλειμένα, συμορίες  αιματοκυλιούνται,   ψυχωτικοί σχεδιάζουν εγκλήματα και καταστροφές, γέφυρες σωριάζονται, Μουσουλμάνοι τρελλαμένοι βάζουν βόμβες, αυτοκίνητα μεθυσμένων απογειώνονται, η Δύση καταρέει, πρέπει νάσαι πραγματικά τρελλός για να θες να σώσεις αυτόν το κόσμο   
 

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ

Έβλεπα την Αντζελίνα Τζολί  να πέφτει και να σηκώνεται, να την κυνηγούν μέσα σε τούνελ όπου δεν μπορούσε να πάρει  αέρα, ν' ανεβαίνει σκάλες σιδερένιες σφίγγοντας τα δόντια , να λυσσάει και να σκυλιάζει , να τα δίνει όλα, να αναδύεται μέσα από λάμψεις πορτοκαλιές, να πηδά πάνω σε φορτηγά, να πληγώνεται, να πονά,  και να σώζεται τη τελευταία στιγμή, έτσι είναι φίλε άμα δε  ματώσεις δεν κερδίζεις.
Κατέβαινα κάτι σκάλες κάποτε κι όπως κοίταζα τη φάτσα μου σ' έναν καθρέφτη μούρχονταν να ουρλιάξω γιατί με έιχαν παρει σε μια δουλειά αφού με είχαν σουτάρει από εκατό άλλες και το ήθελα πολύ  -  πρέπει να φαίνεται στο βλέμα όταν νιώθεις έτσι.
Κάποια μου είχε πει  ''Εγώ σε βλέπω σα φίλο'' κι όταν πήγα σέρνοντας στο σπίτι άνοιξα τη τηλεόραση και  σκέφτηκα ΄΄'Αμα κερδίσει αυτή η ομάδα τη γλίτωσες,  άν χάσει ετοιμάσου για καταποντισμό στα τάρταρα''  κι όταν μπήκε γκολ πετούσα στον αέρα τις κουβέρτες και τα σκεπάσματα.
Κάτι καταραμένες εξετάσεις με είχαν στοιχειώσει κι όταν ήταν να ρωτήσω τα αποτελέσματα έτρεμα αλλά ένα κορίτσι πίσω από ένα τζάμι μου είπε χαμογελώντας ''Περάσατε'' κι ήθελα να πηδήξω τον πάγκο και να τη φιλήσω.
Άλλοτε πάλι περίμενα νέα από μια γυναίκα κι  όλοι μου λέγανε ''Είσαι βλάκας, ξέχνα την'' όμως μέσα μου βαθιά ήξερα πως θα γύριζε κι έτσι έγινε.
 Ασήμαντα γεγονότα μπορεί να σ' ανεβάσουν.  Ένα μωρό  στέκεται σ' ένα λεωφορείο ακουμπώντας όρθιο σ' ένα τζάμι, μπλουζάκι στο χρώμα της σάρκας , παντελόνι τζιν εφαρμοστό, ξανθά μαλλιά, στέκεται σα την Μπριζίτ Μπαρντό με βλέμα που λέει'' Πάρε με'' και θες να της  πεις ΄΄Μαζί σου και στη κόλαση΄΄ κι ένας φίλος σε φτιάχνει καθώς σου λέει για τότε που δούλευε με δυο παιδιά   σ' ένα εστιατόριο κι αυτοί τρώγανε από άλλο μαγαζί κι ύστερα πήγαν στις παραλίες της Νάξου όπου  οι Ιταλίδες τους σνομπάριζαν γιατί είχαν κάνει κοιλιές,  αλλά οι μάγκες είχαν ξεσκιστεί στο γέλιο με τα λέσια τους Ιταλούς που την έπεφταν σε όποια νάναι.
Κάπου στην Άνω Πόλη  τα φώτα σβήνουν ξαφνικά και  χάνεσαι στα στενά, τηλεοράσεις φωτίζουν κάμαρες σκοτεινές, σκύλοι ουρλιάζουν, η πόλη βουτηγμένη στα μαύρα, μονάχα κάτι λάμψεις μικρούτσικες σαν αστεράκια φέγγουν σ' ένα σημείο.
Στο κέντρο, σε μια στάση, αστικά πάνε κι΄ έρχονται ασταμάτητα στους φωτεινούς πίνακες και τα ηχεία δονούνται από τον Republic που παίζει σ' ένα μαγαζί βρώμικο,  του θανατά. Ένας πατριώτης τόχει ανάθεμά τον και  λες μέσα σου ''Άστο καλύτερα γι απόψε'' νιώθωντας το σώμα να ιδρώνει και να μουσκεύει από τη γρίππη που περνά αργά από πάνω σου. 
Άλλη μια  φορά έχεις βγει ζωντανός διαβαίνοντας  τη στενωπό, κινούμενος στο όριο πάντα, εκεί που όλα κρέμονται από μια κλωστή, κρατώντας το μομέντουμ και τη φλόγα αναμένη. Κι όλα αυτά χάρη σ' αυτό το υπέροχο όργανο, το μυαλό  που γυρόφερε ένα πρόβλημα, το οσμίστηκε, βρήκε τα αδύνατα σημεία του, τις ρωγμές, τα ανοίγματα  και τις εσοχές του και μετά πήρε φόρα, διείσδυσε μέχρι την καρδιά της κατάρας που σε βασάνισε για χρόνια, βρήκε τον πυρήνα της και τον ανατίναξε σε εκατομύρια μικρά κοματάκια μέσα σε ορυμαγδό από κρότους, και  σπίθες , φώτα, λάμψεις και πυροτεχνήματα.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Το καλοκαίρι οι πιτσιρικάδες απογειώνονται σα ρουκέτες στα μηχανήματα του λούνα-  παρκ  κι ύστερα γκρεμοτσακίζονται στριγγλίζοντας.  Άλλες φορές πάλι κρέμονται ανάποδα στριφογυρίζοντας και ουρλιάζοντας εκεί ψηλά. Μια φορά το δοκίμασα αυτό και σκέφτηκα '' Αρκετές συγκινήσεις έχω ήδη στη ζωή μου''.
Στα Mac Donald's, κοντά στην ΙΚΕΑ, φυσσαλίδες σχηματίζονται στα ποτήρια της κόκα κόλα και στα μπουκάλια του νερού βλέπεις κορφές χιονισμένες απ' τα Ζαγοροχώρια εκεί που λένε ότι οι αντάρτες έκρυψαν λάφυρα σε φαράγγια και λαγγάδια και ρεματιές δασωμένες.
 Το φως είναι τόσο δυνατό που σου σμπαραλιάζει το μυαλό και δε μπορείς να συγκεντρωθείς πουθενά, αυτοκίνητα με ανοιχτά ραδιόφωνα περνούν,  μυρουδιά από γρασίδι κομένο στον αέρα κι έχεις την εντύπωση ότι κάποιος κείτεται στο δρόμο εκλιπαρώντας για βοήθεια αλλά μπορεί νάναι κι ένας σωρός άμμου που παράτησαν κάτι εργάτες σε κάποια άκρη. Ένας  από δίπλα σου λέει πως κοιμήθηκε μ' ένα κορίτσι το περασμένο βράδι στην αμμουδιά, τον ρωτάς'' Πως ήταν;'' - ''Δε θυμάμαι ήμουν μεθυσμένος΄΄.
Στην πόλη παλαβοί υδραυλικοί δουλεύουν ασταμάτητα, σκάβουν σε τοίχους, κλείνουν υδροροές χαλασμένες, πέφτουν πάνω σε καλώδια σύρματα, πλέγματα, νερά πλυμυρρίζουν από παντού ενώ κάποιοι προσπαθούν να κοιμηθούν σε σεντόνια ιδρωμένα κι ακούς τις ανάσες τους βασανιστικές να κόβουν στα δυο την υσηχία του μεσημεριού.
 Στο δρόμο κοπέλλες με σορτς και μακό μπλουζάκια κάτω απ τα οποία διακρίνεται το περίγραμα του σουτιέν, κάποιοι ταξιδεύουν σε καρότσες φορτηγών ο άνεμος κυματίζει τις τέντες στα μπαλκόνια.

 Κάπου Δυτικά κάτι φίλοι σε στέλνουν να πάρεις κάτι φρούτα , χάνεσαι ανάμεσα στα ράφια καταλαβαίνεις ότι όλοι έχουν φύγει  και σε κλέιδωσαν μέσα , ψυγεία βουίζουν, το κινητό δε δουλεύει βήματα ακουγονται από τις γωνιές , ψίθυροι περίεργοι, ένα κεφάλι απο΄ένα παράθυρο εμφανίζεται αργά για να σου πει πως θα βγεις.
Στο Βαρδάρη , τα φρουτάδικα ανοιχτά όλη νύχτα πουλούν πεπόνια,  σταφύλια κόκκινα και πράσινα, ξενύχτηδες ανάκατοι με ναρκομανείς και τραλλαμένους κυκλοφορούν στα στενά, Πακιστανοί και Βόύλγαροι κι Ασιάτες διάφοροι επικοινωνούν στα Ελληνικά έξω από ξενοδοχεία με ονόματα μυθικά κι αμύθητα:  ΑΤΛΑΣ , ΗΛΙΟΣ , ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ, γυναίκες ξανθές   με τατουάζ που δείχνουν δράκους τρομαχτικούς σε βλέπουν μέσα από καθρέφτες,  νομίζεις ότι τις ξέρεις μα σαν πλησιάσεις καταλαβαίνεις πως η μνήμη σε πρόδωσε ξανά, κούκλες σαλεύουν στις βιτρίνες των μαγαζιών, ένα φανάρι γερμένο, λάδια και ροκανίδια και γυαλιά στην άσφαλτο, γάτες πίνουν από λακούβες κοιτώντας σαν αγρίμια δεξιά - αριστερά κι έπειτα τρέχουν να ξεφύγουν κάτω από ρόδες αυτοκινήτων που περνούν, πουλιά  και νυχτερίδες φτερουγίζουν στα σκοτεινά, ένας γαλάζιος σταυρός ψηλά σε μια εκκλησιά.

Στην Εγνατία η είσοδος ενός  φαραγγιού   σχηματίζεται από δυο κτίρια που ορθώνοναι κάθετα σα βράχοι τεράστιοι  και το φεγγάρι κατεβαίνει πολύ  χαμηλά σα να θέλει να  βάλει φωτιά στο σκηνικό.
Όταν όλοι πάνε για ύπνο κι οι ταξιτζήδες ακουμπούν στο παράθυρο του αμαξιού να ξαποστάσουν καλπασμός  ακούγεται  στα τσιμέντα.
Ο βασιλιάς έχει κατέβει από το ψηλό του βάθρο για να καλπάσει στη παραλία με τον Μεγαλέξαντρο.

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

EL DORADO

Στην Ανθή

Έναν καιρό ο αδερφός μου- Κώστα χαιρετίσματα-  σκέφτονταν να τη κάνει για  Κίνα ή Βραζιλία ακολουθώντας τα εργοστάσια της HONDA που  έφευγαν απ' το Swindon της Αγγλίας,  καλά αυτός δεν καταλαβαίνει τ' άντερα του και μπορεί να ζήσει και στη Σιβηρία αρκεί νάχει κρέας μπόλικο να καταβροχθίζει και βότκα ή ούζο να ζεσταίνεται. Κάποιοι μάλιστα λένε ότι η Σιβηρία μπορεί νά είναι το καινούριο Ελ Ντοράντο που θα τραβήξει παραπανίσιους πλυθησμούς -δεν ξέρω πως θα αντέξουν  το ψοφόκρυο- με τα αμύθητα  κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου και τα αποθέματα από λίθους, πολύτιμους και πέτρες και πετρώματα και στουρναρόπετρες, όπως κάποτε τα χρυσάφια των Μάγιας και των Ίνκας τραβούσαν τους Ίβηρες στις ζούγκλες του Ισημερινού και στα υψίπεδα του Περού, εκέι όπου σου κόβεται η ανάσα απ τον αραιό αέρα.
Άλλοι πάλι λένε πως η καινούρια γη της επαγγελίας είναι η Αυστραλία όπου δίνουν κάτι μισθούς κουφούς, αλλά ακούω ότι έχει πολλά φίδια κι αράχνες κι αλιγάτορες που τριγυρνούν στις πόλεις και δαγκώνουν και τσιμπούν θανάσιμα κι άλλοι πάλι λένε ότι το παιχνίδι θα παιχτεί στη Ασία, η Ευρώπη πάει πέθανε,  γι αυτό πρέπει νά τάχουμε καλά με τους Ταϊβανέζους και τους Βιετναμέζους που έρχονται κατά δω γιατί κάποτε μπορεί να μεταναστεύσουμε κατά κείνα τα μέρη, αυτά  που όργωνε μια εποχή ένας ξάδερφος μου ναυτικός, βλέποντας στα ντοκς των λιμανιών ονόματα Ελληνικά χαραγμένα κι άλοτε αντιμετώπιζε πειρατές τραλλαμένους έξω απ΄τις Φιλλιπίνες , εκεί όπου μια γριά μάγισσα, σκελετωμένη   του είχε πει πράγματα φοβερά και τρομερά που θάβλεπε στη ζωή του.
 
Τώρα για τα παιδιά που έφυγαν κατά το Βορρά να τους πούμε ότι το καλοκαίρι πλησιάζει κατά δω και τα μανάρια αρχίζουν να τα πετούν όλα φορώντας μονάχα κάτι τζιν φόρμες με τους γιακάδες απ΄ έξω και σταράκια και κάτι που κάνει τα χείλια τους να γυαλίζουν κι άλλες κυκλοφορούν με παντελόνια πράσινα και σακάκια άσπρα και παπούτσια κόκκινα.  Η Χαλκιδική ετοιμάζεται να δεχτεί μποτιλιαρίσματα κολασμένα, με βρισιές, νεύρα, αγχος, φωνές και τα παιδιά δεν αντέχουν να περιμένουν τις μέρες που θα παίζουν μπάλα όλημέρα στην καυτή άμμο κι έπειτα θα βουτούν στα διάφανα νερά ανάμεσα στους αχινούς και στα χαλίκια και στα βράχια και στα ψαράκια τα μικρούτσικα.
Κι όσο για κάτι κορίτσια που μας ξελάσπωσαν όταν τάχαμε βρει σκούρα κι όταν τσακιζόμασταν σα στραβάδια στα τυφλά, μας άνοιξαν πόρτες και παράθυρα κι εισόδους και μπαλκονόπορτες, να μας τα προσέχουν και να τα εκτιμούν και να τα αγαπούν αυτά τα κορίτσια γιατί είναι έτοιμα να εκραγούν από ταλέντο κι ενέργεια κι ενθουσιασμό,  έχουν χαρακτήρα ατόφιο, καθαρό και κάποτε μπορεί να γυρίσουν στο δικό μας Ελ Ντοράντο με τις χρυσαφιές προσωπίδες που ανασύρονται δίπλα σε ορυζώνες πλυμυρρισμένους, τις απέραντες  θάλασσες που χρυσώνει και δέρνει ανελέητα ο ήλιος,  τις δρακολίμνες που είναι καταπαψυγμένες όλο το χρόνο  ψηλά στο Γράμμο και στον Σμόλικα, τις γαλαζοπράσινες, μυθικές  σπηλιές στο Καστελλόριζο, τα αγριεμένα άλογα που καλπάζουν μες τα χιόνια του Νυμφαίου, τη Σαλονίκη με τα κάστρα και τις πύλες της, τα Μετέωρα με τους θεόρατους βράχους που τους λούζει το φως των θεών ολημερίς.
Κάποτε τα παιδιά μας και τα κορίτσια μας μπορεί να γυρίσουν  στον τόπο με το βράχο του Μαλέα όπου τσακίζουν τα καράβια τα μούτρα τους, τις λίμνες όπου κάποτε ο Ηρακλής κυνηγούσε πουλιά με φτερούγες σιδερένιες για να πάει μετά να παλέψει με τον Αχελώο το γιο του Ωκεανού με τα τρεις χιλιάδες παιδιά , για τα μάτια της Διηάνειρας και στο κατόπι έπρεπε να αναμετρηθεί και με τον λυσσασμένο σκύλαρο τον Κέρβερο εκεί κάτω, στα νερά του Αχέροντα , κοντά  στις πύλες του κάτω κόσμου.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

ΣΑΤΑΝΙΚΑ ΜΥΑΛΑ

Άμα το καλοσκεφτείς μπορεί να  σε χτυπήσει κατακέφαλα - εγώ τόχω πάθει - οι γυναίκες πάντως  θεωρούν τη σκέψη χώρο προνομιακό - εντάξει όχι όλες.
Σε κατακλύζουν με μυνήματα περίεργα, δίχως αποστολέα και συ χτυπιέσαι να βρεις από που στο δαίμονα ήρθαν, τρέχεις σαν τρελλός στις τηλεφωνικές εταιρείες, αυτές σου δείχνουν κάτι νούμερα   σιδηρόδρομους και κάτι κωδικούς από χώρες που δεν μπορείς να τις βρεις ούτε στο χάρτη, πέφτεις πάνω σε φραγές και φράχτες και συρματοπλέγματα, δέχεσαι τηλέφωνα αστικά, υπεραστικά, υπερατλαντικά, υπερκόσμια, υπερφυσικά, κοντεύει να σου στρίψει. Βγάζουν φωτογραφίες για διπλώματα και διαβατήρια, ετοιμάζουν ταξίδια, ακούς ομιλίες περίεργες τη μέρα τη νύχτα, στο μπαλκόνι , στο μπάνιο, καταστρώνουν σχέδια σατανικά και πολυδαίδαλα, βάζουν κάμερες  στον υπολογιστή, μάτια σε παρακολουθούν όλη την ώρα, χρησιμοποιούν διαδικτυακούς τόπους χαοτικούς,αλάζουν εταιρείες τηλεφωνικές σκαρφίζονται ένα κάρο κόλπα και τεχνάσματα.

Κάθεσαι και τις περιμένεις ώρες ατέλειωτες σ΄ ένα παγκάκι, κάτι παιδιά παίζουν τένις, το μπαλάκι πάει κι έρχεται, στη θάλασσα καράβια αραγμένα κι άλλα κάνουν βόλτες, κρουαζιερόπλοια πελώρια με βάρκες σιδερένιες  κρεμασμένες  στο πλάι τους, ο Όλυμπος στεφανωμένος με χιόνια κάπου μακριά,  κοράκια και περιστέρια  ανάκατα χοροπηδούν  ανάμεσα στα χόρτα του πάρκου κι ο αέρας που φυσσά σπρώχνει τα κύματα αέναα κατα το Νοτιά.
 Σ' ένα άλλο παγκάκι  ένα ζευγάρι, αυτή χειρονομεί μ΄εκείνες τις κινήσεις τις απίστευτα γοητευτικές, χέρια και δάχτυλα εκφραστικά,  φορά φόρμες κι ένα μπουφάν λευκό με λουλούδια κόκκινα, μιλά ακατάπαυστα,τον έχει ρίξει δεν υπάρχει περίπτωση.
 Φαίνεται ότι από μικρές μαθαίνουν, το ακούω συνέχεια πια''Εγώ το μπαμπά μου ότι θέλω τον κάνω''. Ξέρουν πως να σαγηνεύουν φτιάχνοντας φράντζες λοξές, βάφοντας τα νύχια Γαλικά, φορώντας καμπαρντίνες στο χρώμα του εδάφους, δαχτυλίδια με πέτρες τετράγωνες, κολάν γυαλιστερά μαύρα, φορέματα εφαρμοστά, όλα στο βωμό της αυτοεπιβεβαίωσης- εντάξει δεν αφορά όλες αλλά είμαι καμένος.
Σαν έρχεται η δικιά σου σου λέει ότι σκέφτεσαι πολύ- δεν ήξερα πως αυτό είναι κακό -μάτια υγρά , φωνή τρυφερή  τα ξεχνάς όλα.
Στο δικό σου στίβο μάχης δοκιμάζεις σενάρια εναλακτικά χιλιάδες, οχτακόσιες λύσεις πιθανές σε προβλήματα βασανιστικά, δουλεύεις καλοκαιρια και χειμώνες και γιορτές κι αργίες με παγωνιά και με κάψα, με βροχή και ήλιο , στον ξύπνιο και στον ύπνο, ανέχεσαι τούβλα , ξεροκέφαλους , ανεγκέφαλους κι ακέφαλους εντελώς και ξαφνικά σούρχεται η φλασιά και της λες ΄΄Ξέρεις μήπως έχεις λάθος εδώ;'', αυτή τρελαίνεται και βάζει τις φωνές, σου λέει μη πειράζεις το παιχνιδάκι μου, που ακούστηκε οι άσχετοι και οι αδαείς να ανακατεύονται με πράγματα που δεν τους κόβει, δε μπορεί δε γίνεται, μείνε μακριά,  νεύρα φασαρίες, φωνές όλα για το άθλιο κι ελεεινό παιχνίδι της ανωτερώτητας και της υπεροχής.
Όμως εσύ έχεις ήδη βρει δρόμους και οδούς και μονοπάτια γαι να την παρακάμψεις, να την προσπεράσεις , να την αφήσεις πίσω, αυτή ξέρει έναν τρόπο μοναχά να κινείται, δεν αλάζει δεν εξελίσεται,  δεν μαθαίνει, σε κοιτάζει θλιμένα, μαύρα μαλιά ανεμίζουν, θες να γυρίσεις , να γίνεις κομάτια,  να δώσεις άλλη  μια ευκαιρία,  μα  δε γίνεται, το σώμα αντιδρά , ο οργανισμός αντιστέκεται, το αυτοκίνητο κορνάρει, πρέπει ν΄ανέβεις να φύγεις μπροστά - πάντα μπροστά- την κοιτάς όπως απομακρύνεσαι να μικραίνει και να μικραίνει, όλα θολώνουν, κάτι φωνές ακαθόριστες, η ζέστη αλοιώνει τα πάντα, οι φιγούρες εξατμίζονται, μια πέτρα ασήκωτη πέφτει πάνω  στη καρδιά,  στο τέλος δε φαίνεται τίποτα.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΟΙΒΑ ΚΑΛΑΜΙΕΣ

Κάποτε προσπαθούσα να μάθω οδήγηση μ' άνα μηχανάκι , μπέρδεψα το γκάζι με το φρένο, καρφώθηκα σε μια βιτρίνα, ένας φορτηγατζής χοντρός σταμάτησε και με ρώτησε ''Θες να το φωρτώσω;''.
Ποτέ δεν έμαθα να οδηγώ αλλά πάντα θέλω να είμαι σε κίνηση, δεν χαλαρώνω ποτέ παρά μόνο στον ύπνο μου εκτός κι αν με κυνηγάει και κει κανένα φάντασμα απ' τα παλιά. Έτσι όμως είσαι ζωντανός και  ζεστός κι άμα τύχει και χτυπήσεις κάνα πόδι , κάνα χέρι, κάνα γοφό ή  το κεφάλι - αυτό προπαντός- το ξεπερνάς και συνεχίζεις, σαν τα άγρια ζώα που είναι πάντα σε επιφυλακή για πιθανούς φονιάδες , αυτούς που βγαίνουν απ τις γωνιές κι απ' τα σκοτεινά φυλλώματα.
 Τους γιατρούς δεν τους πολυεμπιστεύομαι ούτε χάπια παίρνω, ειδικά κάτι αντιφλεγμονώδη που σε σακατεύουν και σε ρίχνουν κάτω. Ξέρω βέβαια πως στο τέλος τους γιατρούς δεν τους  γλυτώνω και κάποτε θα πέσω στα χέρια τους αλλά για την ώρα με σώζει η κίνηση , εν κινήσει τρώω, εν κινήσει σκέφτομαι, εν κινήσει γράφω κάπου στο Βαρδάρη ακουμπισμένος σ΄εναν τοίχο  κοιτάζοντας τις γυναίκες να πουλούν κόλιανδρο και πιπεριές καυτερές, έναν τύπο να σκίζει μια φραντζόλα για να φάει με τυρί και ντομάτα, κάποιος πουλά σφουγγαρίστρες κίτρινες, ένας άλλος εσώρουχα, γυναίκες με πρόσωπα γαζωμένα από ρυτίδες περνούν, άμα βρέχει τα αμάξια μας μουσκεύουν με νερά, ένας γέρος πετά ένα κουτι τσαλακωμένο από τσιγάρα,  καφέδες σε πλαστικά ποτήρια πεταμένοι στο δρόμο, βρώμικα καρτοτηλέφωνα, χαρτά και σακούλες και σκουπίδια,  όπου να κοιτάξει το μάτι σκουπίδια παντού.
 Στις οθόνες των μαγαζιών με τα ηλέκτρικά, λιοντάρια καταβροχθίζουν ζώα που χαλάρωσαν για μια στιγμή,  παραπέρα σεκιουριτάδες τρομαγμένοι με γιλέκα αλεξίσφαιρα κουβαλούν τσάντες σιδερένιες, πυροσβέστες με στολές φωσφωρίζουσες, κάτι κλούβες αστυνομικές έρχονται απ τα δικαστήρια, στους τοίχους αφίσσες  σκισμένες με αναρχικούς που φορούν κουκούλες και κρατούν στην αγκαλιά τους πέτρες τετράγωνες, Α.Τ.Μ. σπασμένα, ένας Λίβυος προσπαθεί να κλέψει μια τσάντα.
Σ' ένα μαγαζί με ζώα εξωτικά κάποιος κόβει με το στόμα το ράμφος ενός πουλιού που έχει μια προεξοχή, παπαγάλοι σκούζουν τα ζώα ασφυκτιούν μέσα στα κουβιά καθώς διαισθάνονται την Άνοιξη, νοσταλγουν τον ανοιχτο χώρο, τα δέντρα και τα ρυάκια, οι σαύρες θέλουν πέτρες πυρωμένες για να λιαστόυν απάνω τους, σκύλοι τρελλαμένοι μέσα σε κλουβιά μικροσκοπικά κι ένας καραχαρίας στριφογυρνά σα δαιμονισμένος μέσα σ' ένα ενυδρείο, αυτός που έχει μάθει να σκίζει τις ανοιχτές θάλασσες  σα μαχαίρι κινούμενο.
Όπως και νάχει  όμως κάποια στιγμή πρέπει να υσηχάσεις, να γυρίσεις στο λημέρι σου για να γλύψεις τις πληγές και τα χτυπήματαπου δέχτηκες άφθονα, στην καθημερινή μάχη  δίχως να περιμένεις τύμπανα να ηχήσουν με τον ερχομό σου ούτε σάλπιγγες να σημάνουν τη λήξη της μάχης και της μέρας.
Κλείνεις τα μάτια στο κρεβάτι και περιμένεις να σε πάρει ο γλυκός ύπνος όπου θα δεις πρασινάδες και ποτάμια και σπίτια χτισμένα στις όχθες τους. Κι εκεί που χαλαρώνεις και κάποιος - πάει κι αυτός- τραγουδάει στο ανοιχτό  ραδιόφωνο'' Σε μια στοίβα καλαμιές αποκοιμήθηκα'' θ' ανοίξεις τα βλέφαρα για να αντικρύσεις έναν μαυροφορεμένο με κουκούλα να στέκεται,  να  σε κοιτά και να σου λέει ΄΄'Ελα να πάμε μια βολτούλα΄΄
Τότε θα σου τη δώσει , θα σκεφτείς πως δεν έχεις ζήσει τίποτα, ότι η ζωή για σένα τώρα ξεκινά, ότι δεν έχεις κάνει ούτε το ένα δέκατο  απ' αυτά που ονειρευόσουν, οι φλέβες στο λαιμό σου θα φουσκώσουν από οργή, θα αρπάξεις τον μαυροντυμένο απ το γιακά, θα νιώσεις τα κόκαλά του να τρίζουν κάτω απ το μανδύα και θα ουρλιάξεις ''Όχι ακόμα!!!!''.

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

ΒΟΤΚΑ ΦΡΑΟΥΛΑ

Με το που είχα δει  εκείνο το αμάξι να στέλνει στον αγύριστο τον Μπραντ Πητ που έκανε τούμπες στον αέρα ήξερα ότι ήταν καλή ταινία άλλωστε πολλές φορές  έχω γλυτώσει από τέτοιο χτύπημα όπως διασχίζω  σα βλάκας τους δρόμους χαμένος στις σκέψεις μου κι οδηγοί φρενάρουν κι έπειτα γελούν σαν κοκαλώνω τρομαγμένος.
Άλλες φορές αντίθετα μου έχει τύχει να φύγω στα πρώτα δυο λεπτά μιας ταινίας κι οι κοπελλες στα ταμεία  με ρωτούσαν απορημένες μήπως έπεσε το ρεύμα και μια φορά μούχει τύχει να φύγω από μια παράσταση θεατρική προτού αρχίσει καν γιατί πήρα μάτι έναν ηθοποιό στα παρασκήνια και κατάλαβα ότι ήταν μάπα το όλο σκηνικό. Θυμάμαι ήταν τέτοιες μέρες κι εγώ βολόδερνα στους δρόμους σα στοιχειό κι έπαιρνα τα αστικά για να περάσει η ώρα .
Τώρα οι διακοπές μου είναι λίγο καλύτερες, μπαίνω στο λεωφορείο για Καβάλα, κάθομαι πλάι σ'ένα μωρό το ρωτώ ''Τι μουσική ακούς;'' αυτό μου βάζει με τα χεράκια του τα ακουστικά στα αυτιά, τη βλέπω με τρόπο , ξανθά γαλάζια μάτια νομίζω, χαμόγελο φωτεινό , βρίζει λίγο αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα. Μου λέει για έναν τυπά που πήγε και κλέιστηκε σε μια αγροικία πάνω στα βουνά μες τα χιόνια κάπου στην Αμερική κι έγραψε ένα κομάτι για τον καθηγητή του που στουκάρησε από ένα μπαλκόνι. Ένα πιάνο και μια φωνή ακούγεται, το μωρό από δίπλα μιλά μες το αυτί μου, η βλάστηση απλώνεται στα βουνά σα χνούδι , οι λίμνες έχουν μπουκώσει από νερό , όλη την Άνοιξη άλλωστε μας σάπισε ο καιρός, χιόνια στον Άθω και στο Παγγαίο, βάρκες σκίζουν τα νερά στο Στρυμωνικό Κόλπο, τα βουνά πιο ψηλά καρτερούν το Μάη για να φυλλώσουν κι εγώ θα μπορούσα να συνεχίσω ένα τέτοιο ταξίδι επ' άπειρω. Το μωρό - Μαρία συγνώμη για την οικειότητα -μου λέει για τότε που πλυμμύρισε το διαμέρισμά της κάπου στην Ερμου και τα νερά ρήμαξαν υπολογιστές κι αρχεία κι έσταξαν από κάτω και τάκαναν και κει όλα λίμπα. Μου λέει να μην ακούω συγκροτήματα δεινόσαυρους απ΄  τα παλιά - ότι πεις σκέφτομαι- και για ένα σκύλαρο ελεεινό που κυλιόταν στην Αριστοτέλους και τον συνέφεραν κι  άλλα διάφορα- άμα δεν είχε φίλο θα της την έπεφτα. Στην άσφαλτο απάνω τα γνωστά χελώνες και σκαντζόχοιροι και σκυλιά και γατιά σκοτωμένα στο καθημερινό μακελειο των Ελληνικών δρόμων τώρα με την Άνοιξη.
Στο χωριό πλακωνόμαστε στα κρέατα -όχι άλλο κρέας- και το βράδυ πάω να κοιμηθώ σε μια φίλη. Απ'το τζαμάκι του φούρνου κοιτάζω το φαγητό να ψήνεται και να φουσκώνει, ενώ μια γυναίκα μας Μια γυναίκα  φέρνει ένα ποτό  δυναμίτη από βότκα και φράουλα και ζάχαρη χτυπημένα στο μίξερ. Λέει κάτι ιστορίες για ένα γάμο αλά Χόλυγουντ που είχε γίνει κάποτε σ' εκείνα τα μέρη κι ήρθαν χιλιάδες κόσμου και πλυμμύρισαν το χωριουδάκι, τακούνια ξηλώνονταν στα κατσάβραχα, Μερσεντές γκρεμίζονταν στα κανάλια, μια Μπε Εμ Βε πήρε παραμάζωμα ένα παρανυφάκι  και του στραπατσάρισε το πρόσωπο, το παρεκκλήσι παραλίγο να καταρεύσει, φωνές, χαλασμός, είχε έρθει η αστυνομία, παραλίγο ο γάμος να γίνει κόλαση κι όλοι να πέσουν σούμπιτοι στο ποτάμι παραδίπλα.

Πλακωνόμαστε μετά στη βότκα φράουλα- εγώ δεν αντέχω ούτε μια μπύρα- κι η γυναίκα που είναι νηφάλια μας πάει σ'ένα χωριό παραθαλάσσιο,  σ' ένα παγγάκι όπου κάθεται το καλοκαίρι με τις ώρες ατενίζοντας τα φώτα της Καβάλας αντίκρυ να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι.
Το πρωί η φίλη μαζεύει τα ρούχα μου σε μια τσάντα για την επόμενη φορά, με φιλά όπως φεύγω , εγώ της λέω ''Σ΄ αγαπώ΄΄ και ξεκουμπίζομαι κατρακυλώντας τα σκαλιά προτού με πάρουν τα ζουμιά γιατί δεν μπορώ τους συναισθηματισμούς.

ΠΟΛΕΜΟΣ

Σε μια παρέα μια γυναικα μας λέει για τον γιο της που έβαλε φωτιά στα εικονίσματα μια βδομάδα πριν το γάμο του, έμπλεξε με κάτι Ιεχωβάδες, είπε σ΄ένα μικρό ανηψάκι του ότι όταν θα γίνει τριαντατριών χρονών θα πεθάνει ο πιτσιρικάς, διέλυσε το γάμο, τα τίναξε όλα στον αέρα , κόντεψε να στείλει στον τάφο τους γονείς του.
Κάποιοι στη παρέα λένε ότι έχει γεμίσει ο τόπος από Ιεχωβάδες - σε μένα πάντως φαίνονται πολύ ευγενικοί- άλλοι λένε πως πίσω τους κρύβονται οι Σιωνιστές, οι Ιλουμινάτοι, το κεφάλαιο, οι τράπεζες, συνομωσίες σκοτεινές εξυφαίνονται σε δωμάτια ζοφερά ανα τον κόσμο για να μας εξολοθρεύσουν.Ένας φίλος συστήνει προσευχές, άλλος προτείνει έναν καλόγερο που κάνει εξορκισμούς και διώχνει τα δαιμόνια επιβάλοντας νηστείες εξαντλητικές, ο άνθρωπος λέει πως μπορεί ν' αντέξει σαράντα μέρες χωρίς τροφή και νερό, στον τελαυταίο φίλο  λέω πως ο καλόγερος είναι για δέσιμο. Κάποιος μας δείχνει ένα βάζο με την'' Ιπποκράτεια διατροφή'' που είναι κάναβη από τον καναδά αλεσμένη , του λέω ότι μ' αυτό φτιάχνεσαι τζάμι, έχει κι ένα κουτί με το'' Ιπποφαές'' που λένε πως έτρωγαν τα άλογα του Μέγαλέξαντρου κι έπαιρναν σβάρνα τους Πέρσες- απ' αυτό ίσως να δοκίμαζα- έχει και μια σούπερ τροφή από κάτι σπόρους που έχουν λέει ένα κάρο θερμίδες - σ' εμένα θυμίζουν ποντικοφάρμακο-μ ' αυτούς τους σπόρους λέει την έβγαλε τρεις μήνες μονάχος του σε μια παραλία σαν ερημίτης αν και μετά παραπατούσε για μέρες κι έβλεπε αστεράκια, μια φίλη λέει στον περίεργο τύπο πως είναι βλήμα.
Οι γυναίκες πιάνουν κουβέντα για φαγητά πιο νορμάλ, σούπες Πασχαλιάτικες με άφθονο λεμόνι  και τζιγιεροσαρμάδες με μπόλικο κρεμυδάκι κι άλλα φαγιά μυστήρια, ένα Ποντιακό που γίνεται με στάρι σπασμένο και στήθος κοτόπουλου και σε σακατεύει ώσπου να ετοιμαστεί και για ένα άλλο που γίνεται με κόκαλα και ρεβύθια, αλλά θέλει να σιγοψηθεί για εικοσιτέσερις ώρες - εγώ θα έκοβα φλέβες ώσπου να γίνει αυτό το πράγμα.
Ύστερα λέμε για ταξίδια κάποια πήγε στους καταράκτες του Νιαγάρα και  στο Λας βέγγας όπου ξεσκίστηκαν να πάιζουν κουλοχέρηδες, άλλη πήγε στο Κολλοσαίο και στους Άγιους Τόπους όπου ατένισε το πηγάδι του Ιακώβ και τα θερμοκήπια που φτιάξαν οι Εβραίο πλάι στον Ιορδάνη, μια τρίτη πήγε κρουαζιέρα στη Κρήτη και στη Κω, όπου λέει έχει άφθονα νερά, μια τέταρτη μας μιλά για έναν Αμερικάνο φίλο της που ήρθε στη Ελλάδα κι  όλα τα έβρισκε ασήμαντα,στο σπήλαιο των Ιωαννίνων ούτε καταδέχτηκε να μπει, τους έσπασε τα νεύρα,  τα Μετέωρα του φάνηκαν  πολύ μικρά σε σχέση με το Γκραντ Κάνιον,  εγώ θα τούλεγα ''Άσε ρε Αμερικανάκι κάνε καμιά δουλειά ''.

Στο μεταξύ η γυναίκα με τον παλαβό γιο κάθεται αμίλητη. Θα ήθελα να της πω ότι το πρόβλημα της δε λύνεται με προσευχές και νηστείες κι ότι με τους κακούς δε βγάζεις άκρη. Πρέπει να είσαι αμίληκτος, να τους στριμώξεις στη γωνία, να τους απονευρώσεις απ' όλα τα ερείσματά τους, να τους χτυπήσεις, να τους λιώσεις, να τους ποδοπατήσεις,να μην ξέρουν από που τους ήρθε,  να σε κοιτούν με την άκρη του ματιού και να σε φοβούνται, να τους συντρίψεις, να τους πιεις το αίμα δίχως έλεος,  αυτό το πράγμα είναι πόλεμος.
Εμείς παντως συνεχίζουμε την κουβέντα, κάποιος λέει για αρρώστεις παράξενες που εμφανίζονται στα πόδια και στα μάτια, άλλος δείχνει κάτι πληγές από μύδια αιχμηρά, κολημένα στα τσιμέντα κάτω από μια γέφυρα, που του ξέσκισαν τη σάρκα όπως κολυμπούσε, κάποια μας δείχνει ένα κυπελάκι με πετραδάκια καφετιά απ τα νεφρά της.....

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

ΓΕΝΕΣΙΣ

Έκατσε λέει ο θεός μια φορά κι έφτιαξε τον κόσμο. Μες τα μαύρα σκοτάδια είπε να γίνει το φως, να φανεί μια άσπρη μέρα κι ύστερα έφτιαξε τον θόλο του ουρανού για να χωρίζουν τα νερά της γης από τα σύννεφα. Κι ύστερα μάζεψε τα νερά τα σκορπισμένα σ' ένα μέρος που το ονόμασε ''Θάλασσα''.   Έκατσε να δει το έργο του και σκέφτηκε ''Καλή δουλειά!''. Μετά γέμισε τον τόπο με χορτάρια και θάμνους και δέντρα καρποφόρα και βράδιαζε και ξημέρωνε και περνούσαν οι μέρες. Ύστερα έβαλε αστέρια στον ουρανό να ξεχωρίζει η μέρα απ' τη νύχτα, να ορίζονται οι καιροί και οι εποχές και να φαίνεται η γη τη νύχτα, να μη κουτουλάς όπου νάναι. Έφτιαξε και δυο μεγάλα αστέρια λέει , τον ήλιο και το φεγγάρι κι έκατσε πάλι να δει το έργο του και σκέφτηκε ξανά ''Ωραία δουλειά ρε μεγάλε!''.
  Μετά γέμισε με ψάρια τα νερά και με πουλιά τους αιθέρες και με θηρία άγρια και ήμερα τη στεριά κι αφού τα είχε δώσει όλα και είχε κάνει δουλειά σωστή και νοικοκυρεμένη είπε μέσα του ''Ας τη πέσω λίγο ρε αδερφέ, κοτζάμ κόσμο έφτιαξα σε έξι μέρες μην είμαστε και πλεονέχτες!''.
Στο κατόπι είδε ότι υπήρχε   πολύ ξέρα κι έφτιαξε πηγές που ανάβλυζαν και πότιζαν τη γη, οπότε λέει ας φτιάξω κάτι να μου μοιάζει κι έπλασε τον άνθρωπο με χώμα φυσώντας πνοή ζωής μέσα του.
 Σου φτιάχνει και τον παράδεισσο με τέσσερα ποτάμια να κυλούν μέσα του, σ' άλλο έβρισκες χρυσάφι σ' άλλο πετράδια πολύτιμα. Τέλος σου φτιάχνει και την  Έύα, αυτή με τον Αδάμ το ρίχνουν στο γυμνισμό, αλλλά μετά η Εύα είδε το μηλαράκι το κόκκινο, το ζουμερό και σκέφτηκε ΄'Αυτό δεν το χάνω μέ τίποτα'' ξέρεις τώρα πως είναι οι γυναίκες. Ο θεός τα πήρε στο κρανίο λέει στον Αδάμ ''Τώρα την έβαψες  αδερφέ, πλέον η ζωή σου θάναι τυράνια σκέτη, όλο νεύρα και άγχος και χρέη και δουλειά , κομένο το αραλήκι, αγκάθια και τριβολια θα πατάς, όλα τα κακά θα σε κυνηγούν ώσπου να επιστρέψεις στο χώμα απ' όπου σ' έφτιαξα.

Τώρα θεέ μου κάτι τύπισσες μελαχρινές σ' ένα μαγαζί με εσώρουχα που βλέπω τα πόδια τους στο δοκιμαστήριο κι έπειτα με καρφώνουν με το βλέμα και λέω '' Παραδίνομαι!'', κάτι τέτοιες τύπισσες λοιπόν καλώς τις έφτιαξες.
 Καλά έφτιαξες και κάτι παιδιά γλυκά που με φωνάζουν'' Έλα ρε τρελλέ'' και το βράδι κάνουν παιχνίδι με δυο γκόμενες σ' ένα μαγαζί, καλώς κι αυτά τάφτιαξες και κάτι άλλα κορίτσια που κλαίνε και είναι πολύ όμορφα τότε κι αυτά καλώς καμωμένα και μια γυναίκα που γονατίζει και κλαίει αγγίζοντας το πόδι του γιου σου, του σταυρωμένου, σε μια εκκλησιά, ενταξει κι αυτή, ακόμα κι ο τύπος που έχει καντίνα ''βρώμικη'' έξω από ένα γήπεδο και φτιάχνει τα μπιφτέκια πατώντας τα με το τακούνι, άντε να τον δεχτούμε κι αυτόν , δεν ξέρω το υγειονομικό τι θα πει.

Αλλά κάτι τούβλα και κάτι χοντροκέφαλους, κάτι χοντρές με κίτρινα αδιάβροχα που δεν σηκώνονται ούτε με κλαρκ σαν μπει καμιά γριά μισοπεθαμένη στο αστικό, κάτι τύπους που μυρίζουν μούχλα,κάτι σακιά με κρέας, κάτι ανοικονόμητους κι αχόρταγους και παραδόπιστους σαν τον Ιούδα, κάτι άλλους που μας κάνουν τη ζωή δύσκολη, κάτι εκτρώματα,κάτι χαραμοφάηδες, κάτι ντροπές της κοινωνίας κάτι λέσια και  κάτι αποτυχημένους της κακιάς ώρας -ου να μου χαθούν-, τι τους ήθελες;

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

ΣΑΛΕΜΕΝΟΣ

Μούχει περάσει πολλές φορές απ το μυαλό η σκηνή. Πας στο γραφείο ενός τύπου που σ' έχει αρρωστήσει με τα καμώματα του κι αρχίζεις να κατεβάζεις βιβλία, φακέλλους  και ντοσιέ απ' τα ράφια. χαρτάκια αιωρούνται στον αέρα καλώδια ξηλώνονται ο τύπος σε κοιτά απολιθωμένος '' Μήπως είσαι τρελλός;'' - 'Έτσι λένε''.
Φεύγεις ταξιδάκι στην Αγγλία με τη δικιά σου, τρως στη μάπα τους Λονδρέζους και τις φακιδομύτες,στο μετρό κατεβαίνεις όλο και πιο βαθιά στη γη σκέφτεσαι '' από δω μέσα δε πρόκειται να βγούμε'', σ' ένα σταθμό σε πιάνουν γέλια δυνατά , όλοι γυρνάνε να δουν, σ' ένα μαγαζί κάποιος ανοίγει δεκάδες συσκευασίες, στις πάμπ το βράδι κάνουν ότι διασκεδάζουν μες στα σκοτεινά, γυρνάς επιτέλους  πίσω κι η δικιά σου λέει '' Ξέρεις ψάχνω σπίτι μόνη μου'' σούρχεται να ορμήξεις αλλά δε βαράμε γυναίκες, θες να βρίσεις αλλα δε βρίζουμε γυναίκες, μπορείς όμως ν' ανοίξεις τη πόρτα του μπάνιου όταν δεν το περιμένει και να σε κοιτά με μάτια γουρλωμένα.
Όλα όμως πρέπει να γίνουν σωστά να μη δώσεις λαβή στον αντίπαλο, να λυγίσεις να ηρεμήσεις, να υποχωρήσεις να κατέβεις χαμηλά , να διπλωθείς ως το πάτωμα, να γίνεις δυο κομάτια, με τα χρόνια μαθαίνεις κι αυτή τη τέχνη.
Πας στα Public να ξεχτυπήσεις λίγο, σε ρωτούν '' Θέλετε βοήθεια;'' όχι ρε μεγάλε δε θέλουμε βοήθεια άσε μας λίγο ήσυχους, κάθεσαι να δεις ένα λέυκωμα με φωτογραφίες τραβηγμένς από ψηλά. Κάτι χωράφια απέραντα με παπαρούνες στη Βεγορίτιδα, ξαπλώστρες με γυμνόστηθες  στη Σαντορίνη, πάνω στη μαύρη άμμο, νερά γαλάζια και πράσινα, βράχοι ασβεστολιθικοί κομένοι με το μαχαίρι στη Κεφαλονιά και στη Ζάκυνθο, τα τείχη των Μυκηναίων, εκεί όπου στα χαλάσματα βρήκαν τις χαραγμένες πλάκες με τις καταγραφές  των κρασιών και των λαδιών, κόκκκινες σκεπές μοναστηριών στο Άγιο Όρος, πάνω απ' το δέλτα του Αξιού που έχει πνιγεί στα νερά, πουλιά πετούν, μια γριά σ' ένα νησί σκάβει ένα περιβόλι φραγμένο  από πέτρες, το μοναστήρι της Αποκάλυψης στη Πάτμο με τα πανύψηλα τείχη, κάτι εκκλησάκια ασβεστωμένα, μαγικά δυο βήματα απ' το κύμα,  άνθρωποι επιπλέουν σε νερά διάφανα,δίπλα από ξερονήσια ακατοίκητα, ορυχεία μέσα σε καπνούς στην Κοζάνη, καμάρες γεφυριών πέτρινων στην  Ήπειρο, ομίχλη πάνω απ' τον  Παρνασσό, βουνά και πέτρες και νερά παντού σ΄αυτόν το τόπο.

Όπως βγαίνεις απ το βιβλιοπωλείο σε μια τζαμαρία κάποιος έχει κρεμάσει μια αρκούδα με την επιγραφή από κάτω ''Πεθερά'', ένας χαπακωμένος γράφει αργά με μαρκαδόρο σε μια στάση'' Ντου από παντού'', ένας άλλος έχει κολήσει πάνω στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου του  ένα χαρτί που γράφει ''Σαλεμένος''.
Σε κάποια εκκλησία το βράδι πρόσωπα παράξενα έχουν μαζευτεί γύρω από ένα αναλόγιο. Βλέματα αλοίθωρα, κεφάλια καραφλά, φωνές βραχνές κλαταρισμένες, αγκομαχητά, μπερδέματα , χασμωδίες προγούλια , κοιλιές, σκέφτεσαι ''Αν αυτοί κατάφεραν να επιβιώσουν πρέπει να είμαι πολύ άχρηστος για να μη καταφέρω τίποτα στη ζωή μου''.  Ένας  απ' αυτούς σ' έχει βάλει στο μάτι, θέλει να σου κάνει τη ζωή δύσκολη με κάθε τρόπο, να μη σ' αφήσει να πάρεις ανάσα, να σε στριμώξει στο τοίχο, να σου χαλάσει τη διάθεση, να σε φέρει στα όρια σου κι εκεί όπου η Κασσιανή λέει ότι φοβήθηκε σαν άκουσε τον ήχο στα σκαλιά  απ' τα σανδάλια του αυτοκράτορα - είχε καεί αυτή από αυτοκράτορες- και παράτησε το τροπάριο που έγραφε, σου τη δίνει, ξεχνάς τα λυγίσματα και τις τέχνες, παίρνεις σβάρνα το αναλόγιο, οι γυναίκες ουρλιάζουν, τα μικρά κλαίνε, όλοι γυρνούν να δουν τι γίνεται,πάει η κατανυκτική ατμόσφαιρα ο τύπος σε κοιτά κι έχει φρίξει ΄΄Μήπως είσαι τρελλός; ΄΄- ''Έτσι λένε''.

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

KΡΥΣΤΑΛΛΑ

Όταν πρέπει να αποχωριστείς πρόσωπα αγαπημένα προσπαθείς να το κάνεις όσο πιο μαλακά γίνεται. Κάτω από κάτι καμάρες  στην Αριστοτέλους, όπως τρως ένα σάντουιτς προσπαθείς να κρατήσεις τα χαρακτηριστικά τους στη μνήμη σου, άλλωστε πέρασες τη μισή ζωή σου μαζί τους. Μετά πας στα μαγαζιά με τους καφέδες απ' τη Γουατεμάλα κι απ' την Αφρική, μια ματιά ταλευταία κι αυτό ήταν δεν θα τα ξαναδείς.
 Άλλα πρόσωπα που συναντάς στην αυλή ενός νοσοκομείου σου μιλούν και νιώθεις στον αέρα ότι κάτι έχει αλλάξει, δεν είναι αυτά που ήταν, μια σχέση έχει πεθάνει με την πόλη στο βάθος να απλώνεται και τα καράβια να στέκουν αραγμένα στο Θερμαϊκό. Μαζί με κάτι άλλα πρόσωπα περιμένεις μέσα σ' ένα πρακτορείο, έξω βρέχει ασταμάτητα, δε θες να γίνει άγαρμπα κι αυτός ο αποχωρισμός, σήμαιναν τόσα για σένα κάποτε, άλλα πρόσωπα καταλαβαίνεις πως μπορεί να πεθάνουν εκείνο το βράδυ και συ δεν είσαι προετοιμασμένος, λες ''Οχι απόψε θε μου'' τύποι ξενυχτισμένοι παραστέκουν τις άρρωστες γυναίκες τους, νοσοκόμες τρυφερές κι άλλες κρύες σα μάρμαρα μπαινοβγαίνουν στο θάλαμο η πόλη κάτω φωτίζεται από χιλιάδες λαμπάκια. Άλλα πρόσωπα αγαπημένα για τα οποία έκανες  όνειρα περιστοιχίζονται από τύπους χαμερπείς που σε πνίγουν , δεν αντέχεις πρέπει να αποχωριστείς τους αγαπημένους σου. Άλλα προσωπα πάλι που πίστεψες κι αγάπησες είχαν άλλες προτεραιότητες ή ήταν ράθυμα ή μικρόψυχα, αυτά που έβλεπες σ' ένα σπίτι με θέα μια εκκλησιά γαλάζια και άσπρη σαν αυτές στα νησιά το καλοκαίρι, άλλα δεν βρίσκουν χρόνο, άλλα έχουν πάρει αλλους δρόμους στραβούς, όλα γύρω στραβά τι να πρωτοδιορθώσεις. Άλλα  που σούλεγαν πως τα ηρεμείς όπως καθόσουν σ' έναν καναπέ ρίχνοντας το κεφάλι πίσω, σε κάτι σπίτια όπου φοβόσουν ν' ανέβεις τα σκαλιά και να πατήσεις το κουδούνι΄, τα ξαναβλέπεις στο λεωφορείο και η ματιά τους λιώνει όπως σε κοιτούν μα είναι αργά πια το τρένο έφυγε ανεπιστρεπτί.
Θάθελες όλοι αυτοί οι αποχωρισμοί να είχαν γίνει όπως πρέπει να έχεις κάτι καλό να θυμάσαι. Κάθεσαι στο σπίτι του φίλου σου, κάπου στην Καρδία, στον κήπο έχει φυτρώσει αγριάδα αντί για γκαζόν, κοιτάς τα αεροπλάνα που έρχονται και πάνε απ' όλες τις μεριές του ορίζοντα, το παιδί του φίλου σου με τα μαλακά χεράκια  περπατά στο χορτάρι, ένα ρέμα δεξιά όπου ένα γατί χάθηκε γιατί αγρίεψε κι έσμιξε με κάτι αδέσποτα, έρχεται πια μόνο για φαί. Ο φίλος σου λέει ιστορίες για το νησί του τη Μιτιλήνη όπου κάποιος βρίσκει που υπάρχει νερό κάτω απ' το χώμα με κάτι ξυλαράκια παράξενα ,τις νύχτες ψάχνει γαι λίρες μ' ένα φακό σκάβοντας   σε σπίτια γκρεμισμένα και μια φορά λέει πως βρήκε στο στόμα ενός ψαριού που έπιασε ένα πετράδι πράσινο.
Ο φίλος σου προτείνει έναν ψυχολόγο και σκέφτεσαι ΄΄Ας το κάνουμε κι αυτό μήπως σώσουμε τίποτα απο μια σχέση που πιστέψαμε έναν καιρό΄΄.
 Στη Μητροπόλεως  σε μια πολυκατοικία αρχαία με ασανσέρ που τρίζουν εφιαλτικά ο ψυχολόγος, ένας τύπος ταχτοποιημένος με γυαλιά, σε ρωτά΄΄ Πως νιώθετε με άριστα το δέκα;'' εσύ ''Δέκα'' -  ''Δε μπορεί δε μου τόχει ξαναπεί κάποιος΄΄ εσύ ''τι να κάνω τώρα'' Μήπως έχετε άγχος;''  αν ήμουν εντάξει δεν θαρχόμουνα ''Μου μεταδίδετε μια νευρικότητα''- '' Μήπως κάνεις λάθος δουλειά'' -'' Πενήντα ευρω για την επίσκεψη''.
'Οπως φεύγεις συγχυσμένος απ' το γραφείο μες τη σκοτεινή αίθουσα δεν προσέχεις και παίρνεις σβάρνα μια πόρτα γυάλινη, ένας πόνος στο κεφάλι, μια ζάλη καθώς  βλέπεις εκατοντάδες κρύσταλλα και κρυσταλλάκια να κατρακυλούν στο μπουφάν σου και να σκορπίζονται στο πάτωμα, όλα γυρνούν γύρω κάτι αστραπές από δεξιά κι αριστερά, παραπατάς ψηλαφώντας τους τοίχους, κάτι φωνές, το ασανσέρ στριγκλίζει...

KΡΥΣΤΑΛΛΑ


Σάββατο 7 Απριλίου 2012

KOΡΕΑ

Στα τζάμια των ΚΤΕΛ βλέπω φωτογραφίες παιδιών ξανθοκέφαλων  που αναζητούνται. Κάποιοι λένε πως τα απαγάγουν πλούσιοι, τα κρατούν σε μέρη κρυφά ,τα μεγαλώνουν κι ύστερα τα σκοτώνουν για να τους πάρουν τα όργανα. Είχα γνωρίσει κάποτε έναν γύφτο που μού 'λεγε ότι δεν έστελνε το αγοράκι του στο σχολείο για να μη του πάρουν του παιδιού τα όργανα του σώματος. Το αγαπούσε πολύ το αγοράκι του αυτό, τρελαίνονταν μαζί του και του είχε λείψει τότε που τον έκλεισαν στις φυλακές της Κομοτηνής. Μου έλεγε κι  άλλα, για μέταλα που μαζεύουν και ειδικά για τον χαλκό που είναι  το πιο ακριβό και το βρίσκουν στα καλώδια του ρεύματος.
  Εγώ πάλι θυμάμαι εκείνον τον υπέροχο Αυστραλό που χάρισε τη καρδιά του γιου του, αυτού που είχε σκοτωθεί σ΄έναν καυγά στη Μύκονο θαρώ από κάποιον ανεγγέφαλο. Είχα δει και μια ταινία γυρισμένη στη Σκωτία μ'έναν τύπο που ταξιδεύει πάνω σε μια μηχανή  στους φιδογυριστούς δρόμους,πλάι στα φιορδ και τις λίμνες και τα χόρτα που τα πλαγιάζει ο άνεμος. Εκείνος ο τύπος λοιπόν πάει να βρει μια γυναίκα  για κάποιον λόγο που δεν θυμάμαι πια κι αυτή αισθάνεται κάτι μόλις τον συναντά,  τον ερωτεύεται αμέσως  κι αποκαλύπτεται ότι έχει  τη καρδιά του άνδρα της που πέθανε  -η γυναίκα πολύ ωραία μιλάμε , σγουρά μαύρα μαλιά, γαλάζια μάτια, μεγάλα στήθη, ταμπεραμέντο λίγο τρελλό, λίγα λόγια, τι άλλο να ζητήσει κανείς.
Μια φίλη στο Θεαγένειο όπου είχε τον άντρα της ετοιμοθάνατο δεν ήθελε με τίποτα να του πάρουν τα όργανα δεν εμπιστεύονταν τους γιατρούς, αλλά πάλι κάποιοι απ' αυτούς πρέπει να 'ναι εντάξει, είχα διαβάσει για μια Αυστριακή που συμπαραστέκονταν και βοηθούσε τους ετοιμοθάνατους παρακολουθώντας πως η ψυχή όπως φεύγει  απ'το σώμα αιωρείται στο θάλαμο για κάποιο διάστημα προτού χαθεί για πάντα. Θυμάμαι και κείνη την ταινία με τον Μπραντ Πητ -από κει άρχισανα τον πάω-  που βλέπει μια γριά απ' την Καραιβική με τα βουντού και τ' άλλα κόλπα κι αυτή καταλαβαίνει πως είναι ο θάνατος και του ζητά να την ξαλαφρώσει αποκαλώντας τον μ' ένα όνομα περίεργο όπως λένε τα πνεύματα του άλλου κόσμου στη γλώσσα εκείνων των λαών.
Κι ύστερα λένε πως κατά κάποιο τρόπο ο άνθρωπος  δεν πεθαίνει ποτέ, γιατί η ζωή περνά σα φλόγα από γενιά σε γενιά, γι αυτό ζωές που υπήρξαν στο παρελθόν, σε χρόνους παλιούς και  σκοτεινούς, στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία, αυτές οι ζωές λοιπόν εξακολουθούν να υπάρχουν στο αίμα και στα γονίδια μας
.Πρέπει λοιπόν κι εγώ να κουβαλώ τα γονίδια εκείνου του προπάπου μου που στις αρχές του περασμένου αιώνα είχε δει ένα ζευγάρι νεαρό να φιλιέται σε κάτι σκαλιά σκοτεινά κι είπε στη γυναίκα του ''Πάει χάλασε ο κόσμος'' και τα γονίδια   του παππού μου που είχε δει τα κομάτια των φίλων του να σκορπούν στον αέρα από μια οβίδα  κάπου στην Αλβανία και τα γονίδια του άλλου του παππού μου που  τον έστειλαν στην Κορέα με μια Ντακότα, για να περάσει πάνω από ερήμους και υψίπεδα που αγγίζουν τους ουρανούς και τον θεό τον ίδιο, αυτόν τον παππού που σκοτώθηκε διαβαίνοντας ένα φράγμα χαοτικά βαθύ, στον ποταμό Γιαλού, αυτό το φράγμα που ήθελε να ανατινάξει ο παλαβός Αμερικανός στρατηγός ο Μακ Άρθουρ ρίχνοντας μια ατομική βόμβα για να τα κάνει όλα λαμπόγυαλο.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

MEΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Συζητούσα μαζί της και είμασταν σε πολύ καλό σημείο όταν με παίρνει η μάννα μου και μου λέει'' ξέρεις ο μπαμπάς μπαίνει χειρουργείο επειγόντως '' κι εγώ λέω ''τώρα τι κάνουμε'' κι ύστερα σκέφτομαι ''πατέρα εσύ τάχεις φάει τα ψωμιά σου άσε να δούμε και μεις τι μας γίνεται΄΄ και συνέχισα την κουβέντα μου με το κορίτσι σα να μη τρέχει τίποτα,  μη ρωτάς πως γίνεται τόχω κάνει πάντως και μόλις τελείωσε  η προσέγγιση με το πρόσωπο κατευθείαν τηλέφωνο για να μου πει η μάνα μου πως όλα τέλειωσαν κι οι γιατροί είπαν πως θα πονάει λίγο τον πρώτο καιρό.
Πολλές φορές χρειάστηκε να υποκριθώ πως όλα είναι εντάξει όταν μέσα μου γκρεμίζονταν το σύμπαν, εγώ έπρεπε να φορώ τη μάσκα του ατάραχου- τα μικρά παιδιά μόνο το καταλαβαίνουν και με κοιτούν περίεργα και κάποιες γυναίκες ίσως. Κάτι στραβοί και ψυχροί μαθητές σου κάνουν ερωτήσεις δύσκολες τότε που νιώθεις κοματιασμένος, γονείς δεν πιστεύουν στα παιδιά τους και πρέπει να τους πείσεις γι αυτά  κι όταν τα παιδιά  παίρνουν τα πτυχία το θεωρούν φυσικό απολύτως. Το μυαλό σου βαράει μπιέλλα, αρρώστιες, ιοί , βακτήρια, χτικιά σε περιτρυγυρίζουν, άμα χαλαρώσεις πάει τέλειωσε. Γυναίκες φίλοι κι αδέρφια σ' αφήνουν την πιο κρίσιμη στιγμή τότε που η πόλη αδειάζει, κάποιοι φεύγουν στα χωριά τους να ψήσουν κρέατα πλάι στο ποτάμι και να χορέψουν με το κασετόφωνο κάτω απ' τις ανθισμένες κερασιές, να μαζέψουν ζουμπούλια που μοσχοβολούν απ τους μπαξέδες και να ψάξουν για το κυνηγόσκυλό τους, το Ντίκο, που τόσκασε στο δάσος και τον σκότωσε ένας λύκος που γυρνά έξω απ τα χωριά.
Στη πόλη οι χασάπηδες ανεμίζουν μπαλτάδες τετράγωνους, πελώριους, φονικούς και τεμαχίζουν αρνιά απ' το Σοχό κι απ τα Σκόπια, στο Καπάνι, στους πάγκους πουλάνε άνιθο απ' τα Μέγαρα και ντομάτες απ' τα Χανιά,στις στοές  έχουν κλείσει τα μαγαζιά που πουλάνε γλυκά σουτζουκάκια και πιπεριές καυτερές μαζί με φέτες από ντομάτες ψημένες πάνω στη σχάρα για να τραβούν τσίπουρο. Τα πατσατζίδικα με τα γυάλινα μπολ γεμάτα σαλάτα λάχανο κι αγριόχορτα πράσινωπά , κλειστά κι αυτά, στα
 Λουλουδάδικα  το μάτι θαμπώνει απ τα πολλά χρώματα κι η μυρουδιά που αναδύεται σε ζαλίζει.
Μια άδεια που είναι να πάρεις χάνεται, λες '' Δε γίνεται'' τελικά κάποιος τη βρίσκει σ' ένα συρτάρι πεταμένη,  την αρπάζεις και τρέχεις πανικόβλητος να προλάβεις το λεωφορείο.  Ένα κορίτσι δίπλα σου , η ανάσα της μυρίζει μέντα, σε κοιτά για λίγο, δε θες και πολλά μπορείς να υσηχάσεις λίγο. Στα χωριά σούβλες στήνονται στις αυλές , εκεί όπου οι γυναίκες θα χορεύουν χαμογελώντας και  δείχνοντας τα χρυσά τους δόντια.
Στο πατρικό, ο Βασίλης βγάζει βόλτα τον παππού του να δει για τελευταία ίσως φορά τα μέρη που περπατούσε σαν ήταν παληκάρι, πλησιάζεις κι εσύ το γέρο σου που σου λέει για τότε που έψελνε ολομόναχος μια Μεγάλη Πέμπτη σ' ένα μοναστήρι πάνω στο βουνό και κόντεψε να λιποθυμίσει απ΄τα κεριά , τα θυμιάματα και τις αναθυμιάσεις. Σε κάποια στιγμή ο πατέρας σου κατεβαίνει απ' το αμάξι  φορά το πλαστικό πόδι που τούδωσαν αφού έκοψαν το δικό του στο χειρουργείο, στέκεται μια στιγμή στυλώνοντας το σώμα , βάζει την παλάμη πάνω απ΄το μέτωπο για να αγναντέψει κάτω μακριά τον κάμπο και σου λέει ''Ξέρεις στο χειρουργέιο όταν με νάρκωσαν ένας αέρας φύσηξε κι από κάπου  μπήκε μέσα η γιαγιά σου η πεθαμένη, μ' ένα τσεμπέρι μαύρο, σέρνοντας τα τσόκαρά της. Το πρόσωπό της δε φαίνονταν μονάχα δυο χέρια μελανιασμένα και κάτι γυάλιζε κάτω απ το τσεμπέρι εκεί όπου έπρεπε να  βρίσκονται τα μάτια. Με κοίταξε λίγο κι ύστερα είπε''θα τα πούμε σύντομα''.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

ΠΑΣΧΑ

Μια χρονιά είχαμε πάει μ' έναν παππά να κάνουμε Ανάσταση σε κάτι φαντάρους σ' ένα φυλάκιο σκοτεινό ψηλά στα βουνά κάπου στα σύνορα. Ήμουν φρέσκος τότε στον Έβρο και καθώς το τρακτέρ του παππά τραντάζονταν περνώντας πανω από πέτρες και ξερολιθιές μου έλεγε ''Παντρέψου και βγάλε τα μάτια σου με τη γυναίκα σου''  ίσως έπρεπε να είχα ακούσει τη συμβουλή του. Μου έλεγε ακόμα για τον καιρό που υπηρετούσε κι αυτός σε κάτι άλλα βουνά , στον εμφύλιο κι άκουγε τα αυτόματα να κροταλίζουν τη νύχτα ενώ ένας φίλος του πατούσε μια νάρκη, έχανε το πόδι του κι έψαχνε το όπλο του. Τελικά κατέληξα και γω σε κείνο το φυλάκιο το ανεμοδαρμένο όπου όλη τη νύχτα οι φαντάροι έβλεπαν τηλεόραση με τη γεννήτρια του ρεύματος να αγκομαχεί στα σκοτεινά κι όλη τη μέρα κοιμόντουσαν , ήμουν ο μόνος που ξυπνούσα κι αγνάντευα μήπως φανεί κανένα τζιπάκι στον ορίζοντα. Κι όταν έριξε δυο μέτρα χιόνι  δεν έρχονταν εκεί πάνω ούτε πουλί, μόνο ένας τρελλός λοχαγός μ' ένα τεθωρακισμένο ανέβηκε μια φορά παίρνοντας σβάρνα λαγγάδια και πουρνάρια μα στο γυρισμό γκρεμίστηκε σ' ένα χαντάκι και τρέχαμε να τον βγάλουμε.
Άλλες πασχαλιές έχω κάνει στο Άγιο Όρος σε μια σκήτη όπου οι εργάτες που δούλευαν  μας έλεγαν πως το Χειμώνα, όταν αποκλέιονταν απ΄την κακοκαιρία ήταν μεθυσμένοι όλη την ώρα πάνω απ τη στάχτη όπου έριχναν πατάτες και κρεμύδια τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο.  Στη Μονή Ξενοφώντος κάτι καλόγεροι θέλανε να μας πλακώσουν γιατί γελούσαμε, ούτε θυμάμαι για ποιο λόγο κι ύστερα βλέπαμε κάπου αρσανάδες με τα νερά που έμπαιναν από έναν υπόγειο διάδρομο  να αντανακλούν ακτίνες όπως παλανζάριζαν,  σ΄ένα μονοπάτι απότομο κοιτούσαμε τα χαλίκια να κατρακυλούν από κάτω στην άβυσσο, πηγαίναμε σε κάτι ελαιοτριβεία εγκαταλειμένα με πέτρες τεράστιες μαυρισμένες απ΄ τη σύνθλιψη των καρπών, θέλαμε να βοσκήσουμε τα μαρούλια σ'ένα μπαξέ γιατί είχαμε σαλτάρει από τη πείνα , βοηθούσαμε τους μάγειρες που ετοίμαζαν ροφούς σε κομάτια μεγάλα, μέσα σε καζάνια  τεράστια, μπακιρένια,  μήπως  σερβιριστούμε νωρίτερα και στα καραβάκια ατενίζαμε τα μοναστήρια που έλαμπαν στο φως σαν καρτ- ποστάλ.
Σ' άλλες εκκλησιές έχω πέράσει καλά το Πάσχα, είχα μάθει ένα κόλπο να κρατώ δυνάμεις κι όταν όλοι τα είχαν παίξει τα έδινα όλα το βράδι της Ανάστασης. Θα το δοκιμάσω και φέτος αυτό το κόλπο και δεν πρόκειται να ξομολογηθώ , δεν έχω  τίποτα κρυμένο άλλωστε και δεν καταλαβαίνω πως κάποιοι αντέχουν κουβαλώντας αμαρτίες ανομολόγητες σαν πέτρες στο λαιμό τους.
Θ' ακούσω πάλι φέτος κάτι στίχους που τους νιώθεις στο δέρμα και στο σώμα σου ''Δος μοι τούτον τον ξένον, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλή που κλίνει'', θα διαβάσουμε αναγνώσματα όπου ο Ιακώβ θα κοιμηθεί μ'ενα λιθάρι κάτω απ' το κεφάλι του σ' έναν χείμαρο κοντά κι ύστερα όλη νύχτα θα παλεύει με κάποιον τύπο σκοτεινό για να μάθει το πρωί πως είδε τον θεό κατάματα κι επέζησε, ο Αβραάμ θα σηκώσει το βλέμα για να δει πέρα μακριά τον τόπο όπου πρέπει να σφάξει το αθώο παιδί, ο Χριστός θα ανέβει εκεί πάνω στο χαμηλό λόφο κι όπως θα ραγίσει το καταπέτασμα του ναού ,  η γη θα σειστεί, οι πέτρες θα σκιστούν,  η πλάση όλη θα σκοτεινιάσει, τα μνήματα θα ανοίξουν,   θα σηκώσει κι αυτός το βλέμμα  και θα φωνάξει ξεσκίζοντας τα σπλάχνα του΄΄Ως εδώ ήταν!!!''

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

ΛΑΖΑΡΟΣ

Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '80 σε μια συνέλευση του Οικονομικού, ο Ραγγούσης, αυτός που είναι υπουργός τώρα, σηκώθηκε να μιλήσει. Ήταν πιο λεπτός τότε αλλά και πιο εριστικός.Έλεγαν πως έρχονταν από τις Βρυξέλλες όπου τον είχε στείλει το ΠΑΣΟΚ για να κάνει καριέρα.
 Στις συνελεύσεις γίνονταν χαμός τότε, υπήρχαν καπνοί και ένταση παντού στην ατμόσφαιρα. Θυμάμαι μια στην Αρχιτεκτονική όπου πλακωνόμασταν με τους αναρχικούς κι ένας με μούσια, ψηλός, δικός μας χαμογελούσε για να χαλαρώσει την ατμόσφαιρα. Τότε που ο Ραγγούσης και οι φίλοι του έφτιαχνανα καριέρα εμείς κατεβαίναμε σε πορείες και τρώγαμε δακρυγόνα, μπαίναμε στο υπουργείο Βορείου Ελλάδας και στριμώχναμε τον κακομοίρη τον Παπαθεμελή, διαλύαμε μαθήματα - γι αυτό δεν είμαι περήφανος. Πηγαίναμε στη λέσχη για φαγητό τότε κι εκεί πέρα γίνονταν χαμός όποιος ήθελε έμπαινε, γέροι, νέοι, μαλιάδες, γατιά σκυλιά,πετούσαν δίσκους έπαιζαν πόλεμο με τα μακαρόνια , ότι νάναι, σε μένα που ερχόμουν από την επαρχία όλα αυτά φάνταζαν εξωπραγματικά. Πηγαίναμε σε μαγαζιά νυχτερινά και τραγουδούσαμε με τους τραγουδιστές ''μια ζωή τα ίδια λόγια να μου λένε'', βλέπαμε σ' ένα διμέρισμα κάπου στη Στρατού, την ταινία γαι τους Pink Floyd, στο αμφιθέατρο του Φυσικού ακούγαμε ένα συγγρότημα με κιθάρες ηλεκτρικές, κάτι τύμπανα όρθια στρογγυλά κι έναν χοντρό που φυσούσε την τρομπέτα στο '' Σαν βγω απ' αυτή τη φυλακή''.
Ένα κορίτσι με πολιορκούσε τότε και σκέφτηκα ''Γιατί όχι'' έτσι πήγαμε κάπου στη παραλία και με φίλησε, δεν το είχα ξανακάνει, θυμάμαι που μου έλεγε'' ''Τα χέρια σου είναι κουλά;'' δεν ήξερα απ' αυτά. Και μετά την ερωτεύτηκα, νόμιζα πως έτσι γίνεται αργότερα έμαθα ότι οι γυναίκες λειτουργούν διαφορετικά, εγγεφαλικά ελέγχουν τα συναισθήματα τους. Για χρόνια όποτε τη συναντούσα αυτή τη κοπέλλα μου κόβονταν τα πόδια, μου πήρε καιρό να το ξεπεράσω. Την ξαναείδα μια φορά στο σταθμό Λαρίσσης τότε που ήμουν στρατιώτης στην Αθήνα, έκανε πως δε με γνώρισε , άλλωστε ήταν με τον άντρα της, έχω ρωτήσει γι αυτήν μα δεν έμαθα νέα της ίσως είναι καλύτερα έτσι.
Ο Αυγερινός που ήταν γίγαντας με είχε σακατέψει στο ξύλο ένα βράδι που παίζαμε ροπαλοπόλεμο σε μια γιορτή στη λέσχη και σε κείνη τη γιορτή χόρεψα μ' ένα άλλο κορίτσι το ''Ready for love'' των Bad company κι αυτό δεν το είχα ξανακάνει, όλα αργά τα κάνω στη ζωή μου. Πηγαίναμε για περιφρούρηση σε κάτι κέντρα εκλογικά και βλέπαμε θρίλερ με πνεύματα παράξενα, πάντα τα φοβόμουν αυτά κι άλλες φορές φρουρούσαμε το τηλεφωνικό κέντρο στον όγδοο όροφο του κτηρίου της ΚΝΕ, προσπαθώντας να κοιμηθούμε σε μια καρέκλα σαραβαλιασμένη, περιμένοντας ν΄ανάψει το φωτάκι  για κάποιο τηλέφωνο απ' τον σύντροφο  Φλωράκη ή το σύντροφο Γκορμπατσώφ κι όταν κατέτευσε το σιδηρούν παραπέτασμα κι όλα γκρεμίστηκαν πλακωνόμασταν  μεταξύ μας και μας ηρεμούσε ο Γιώργος ο Καρούμπης , καλή του ώρα,με τον γλυκό του τρόπο.
Τέτοια εποχή πρέπει να ήταν, Άνοιξη, παραμονές του Πάσχα που στα χωριά βάφουν τους τοίχους με ασβέστη και τα παράθυρα σε χρώμα γαλάζιο και τις πόρτες στο χρώμα του χώματος και της ώχρας, τέτοια εποχή λοιπόν σε μια πορεία ένας σαλεμένος Ματατζής είχε σακατέψει ένα παιδί , είχε πάθει εσωτερική αιμοραγία και μεις τον ξενυχτούσαμε στο Ιπποκράτειο. Τον παραστέκαμε όλη νύχτα, είχε χάσει το χρώμα του κι είχε πάρει αυτό του χώματος και της ώχρας, μας κοιτούσε με αγωνία ενώ στάλες ιδρώτα έτρεχαν απ τα μάγουλά του. Ελπίζαμε να αναστηθεί κάποια στιγμή σαν το Λάζαρο και να σηκωθεί τυλιγμένος με τα σεντόνια και  τις λωρίδες των επιδέσμων να κρέμονται απ΄το κεφάλι του. Όπως ξημέρωνε και τον χάναμε σηκώθηκε με κόπο, με κοίταξε βαθιά στα μάτια κι ανάμεσα σε ρόγχους μου ψυθίρισε ''Άμα δεις εκείνο το παιδί , το Ματατζή , πες του όλα εντάξει από μένα δεν τρέχει τίποτα''.

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

ΣΚΟΝΗ

Όταν με πήρε τηλέφωνο απο την Αργεντινή ήμουν προετοιμασμένος. Μου το είχε ξανακάνει και ήξερα πως θα χτυπούσε τότε που ένιωθα αδύναμος το βράδι του Σαββάτου τότε που τα ζευγάρια γελούν πίνοντας καφέ πίσω απ τα τζάμια,  κάπου στο κέντρο. Της είπα  ήρεμα πως το έργο το είχα ξαναδεί κι ότι δεν επρόκειτο να ξαναπαραδοθώ ολοκληρωτικά σε καμιά γυναίκα.
 Λίγο πολύ έχω μάθει να χειρίζομαι τέτοιες καταστάσεις και ξέρω ότι στα πολύ συναισθηματικά άτομα πρέπει νά είσαι  ψυχρός όταν χρειάζεται, αυτό πονάει. Απεχθάνομαι τους καυγάδες αν και ομολογώ πως κάποιες φορές ψάχνω κανέναν για να ξεσπάσω όπως τότε στην ουρά του'' Φωκά'' όπου μια σπαστικιά επέμενε πως είχε πληρώσει τα πέντε ευρώ  που της ζητούσαν απ' το ταμείο κι εμείς περιμέναμε σα βλάκες τη σειρά μας. Της είπα ''Κορίτσι μου να σου δώσουμε πέντε ευρώ να τελειώνουμε'' κι αυτή '' Σιγά ρε πλούσιε''. Οι κοπέλλες αργότερα μου είπαν ότι τελικά το έδωσε το καταραμένο το χαρτονόμισμα.
Πια δε θέλω να συγχύζομαι και να σπαταλάω ενέργεια δεξιά κι αριστερά αλλά στη πόλη υπάρχει τόση παλαβομάρα που θάπρεπε να είσαι συνέχεια στη τσίτα. Κάνεις το βλάκα και παριστάνεις πως όλα είναι εντάξει τη στιγμή που αντιμετωπίζεις σκηνές απίστευτες, σου κρύβουν βιβλία, σου βάζουν τρικλοποδιές, πέφτουν μαχαιρώματα πισώπλατα, νιώθεις ζήλειες θανάσιμες , σου λένε ΄΄ Θα τα πούμε έξω'' σκέφτεσαι '' Τώρα τη κάτσαμε''  για να αποδειχτεί ότι είναι το γνωστό κόλπο των νταήδων,  σού ρχεται να φωνάξεις  ή να βάλεις τα γέλια. Βλέπεις κάτι τύπους που κυκλοφορούσαν όλο το χειμώνα ξυπόλυτοι και σκορπούσαν ανατριχίλες τώρα να  φορούν παπουτσάκια, γριές παρακολουθούν ταινίες Γαλικές, κουλτουριάρικες στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ,  τις κοιτάς και τρομάζεις όταν ανάβουν τα φώτα, ένας τύπος τυλιγμένος μ' ένα σεντόνι στέκεται στην Ερμού, ναρκομανείς χορεύουν σε αργή κίνηση κάτι σκοπούς που ακούν στα κινητά, άλλοι παλεύουν να στείλουν ένα μύνημα μα αστοχούν στα πλήκτρα, οδηγοί λεωφορείων τρακάρουν υπολογισμένα με κοπέλλες που μαθαίνουν οδήγηση και τις στέλνουν πεντέξι μέτρα μακριά, ένας γέρος γυρίζει τα βράδια στις Συκιές μ' ένα μπαστούνι που έχει ένα καρφί στην άκρη και ξεφουσκώνει τα λάστιχα των διπλοπαρκαρισμένων,  άλλοι οδηγοί κοπανάνε τα τζάμια ενός άλλου αμαξιού, βρίζουν , φτύνουν, ο άλλος ξεκινά τους σέρνει στην άσφαλτο οι γυναίκες σταυροκοπιούνται.
Με τα χρόνια βέβαια μαθαίνεις καποιες τεχνικές, αφήνεις το θυμό σου να μαζευτεί κι έπειτα αυθόρμητα  ανοίγεις το καπάκι κι όποιον  πάρει ο χάρος - δε βρίζεις ποτέ τέτοιες στιγμές αυτός έιναι κανόνας. Θυμάμαι μια χοντρή που μας είχε ταράξει με το κινητό της σ' ένα αστικό και την είχα βάλει στη θέση της ούτε κατάλαβε από που της ήρθε.
Όσα κι αν μάθεις βέβαια οι καταστάσεις αυτές αφήνουν σημάδια πάνω σου ειδικά αν έχουν να κάνουν με άτομα που έχουν το αίμα σου στις φλέβες τους. Τους έχεις δώσει μια , δυο, πέντε , δέκα ευκαιρίες, τους περιμένεις ώρες στο ισόγειο ενός σπιτιού  κάπου σ' ένα χωριό κι όταν επιτέλους εμφανίζονται αρχίζουν το ίδιο βιολί μα εσύ δεν πρόκειται να κοπανήσεις ξανά καρέκλες κι άλλα τέτοια, τους λες ψυχρά'' Θα ζήσουμε και χωρίς εσένα'' ενώ αυτοί σε κοιτούν αποσβωλομένοι με τα πράσινα μάτια τους.
Κι ύστερα σε παίρνουν με το αμάξι τους και κει πάνω στον Άγιο Σύλλα, έξω απ' την Καβάλα , σου λένε ''Τώρα κατέβα κάτω'' και συ μένεις εκεί πέρα μονάχος, βλέπεις τα καράβια ν' αρμενίζουν κατά τη Θάσσο, τα ρέυματα του νερού σχηματίζουν γραμές κυρτές, οι εξέδρες του πετρελαίου  χάσκουν κι αυτές μοναχικές κατά τον Πρίνο,  η Σαμοθράκη πέρα μακριά, κατηφορίζεις το δρόμο προς τη πόλη κι από ένα χωματόδρομο περνούν αμάξια και γεμίζουν με σκόνη τα μάτια σου και τον τόπο όλον τριγύρω.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...