Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΝΑ ΚΟΙΤΩ ΘΑ ΜΕΙΝΩ

Οι ταινίες πάντα μου άρεσαν, με ταξίδευαν, ήταν το καταφύγιο μου,  η καλύτερη διασκέδαση ιδίως όταν υπήρχε μια καλή ιστορία χανόμουν μαζί με του ήρωες και πήγαινα  στα πιο απίθανα μέρη . Στο μεγάλο μου αδερφό άρεσαν επίσης οι ταινίες κι όταν πήγαινε σε μια τεχνική  σχολή στην Καβάλα,  είχε δει όλα έργα που έπαιζαν  οι κινηματογράφοι της δεκαετίες του’  70,  γουέστερν, πολεμικά,  Μπρους  Λί,   όλα τα ωραία. Θυμάμαι ότι ερχόταν τα σαββατοκύριακα στο σπίτι μας κι εγώ πάντα έψαχνα στη τσάντα του για κανένα σάντουιτς μισοφαγωμένο ή για κανένα από κείνα τα φοβερά κόμικς της Μάρβελ.  Μια φορά σ’ ένα  από κείνα τα περιοδικά είχε και τη διαφήμιση από τις ‘’Στενές επαφές τρίτου’’  τύπου’’  με   το  δρόμο που οδηγεί πάνω σ’ ένα λόφο προς το υπερπέραν, μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση.  Τις πιο πολλές από κείνες τις ταινίες της δεκαετίας του εβδομήντα τις είδα αργότερα σε βιντεοταινίες, σε μια καφετέρια ελεεινή,  και κάθε φορά θυμόμουν τις  αφηγήσεις  του αδερφού μου.  Στην τηλεόραση αργότερα,  είχα δει κάμποσα  έργα,  πιο πολύ κουλτουριάρικα,  τον ‘’Πολίτη  Κέιν’’ ένα έργο του Ταρκόφσκι, μάλλον τη Νοσταλγία,  με κάτι  νερά σ’ ένα  κτίριο εγκαταλειμμένο,  και το ‘’Χάος’’ των αδερφών Ταβιάνι που   μου φάνηκε οικείο,  χωριάτικο,  μεσογειακό. Όταν έμενα ένα διάστημα στη Χρυσούπολη, κάπου έξω απ’ την Καβάλα, είχα δει ένα έργο με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Τατούμ Ο’ Νιλ, πολύ μικρή τότε. Αυτός ήταν ζωγράφος και είχε πάει στην επαρχία για να αλλάξει παραστάσεις. Ζωγράφιζε θυμάμαι έναν με παραμορφωμένο πρόσωπο. Το κοριτσάκι τον ερωτεύεται όταν τον συναντά κι αργότερα τον ακολουθεί στην πόλη. Μου έλειπε τότε η κίνηση της πόλης, καθώς ζούσα στην επαρχία, κι έβλεπα με νοσταλγία την κοπελίτσα ν’ ανεβαίνει τις κυλιόμενες σκάλες του σταθμού των τρένων.

Φοιτητής  στη Θεσσαλονίκη,  σε μια σαραβαλιασμένη ασπρόμαυρη τηλεόραση  ενός  αρχαίου  διαμερίσματος,   είχα δει κάποιο καυτό  καλοκαίρι και το Κριστίν του Στίβεν Κινγκ με το δαιμονικό αυτοκίνητο. Σε ταβέρνες και μπουζούκια της πόλης  μπορεί να μην πήγαινα αλλά δεν έχανα έργο στο σινεμά.  Τις πιο πολλές φορές πήγαινα μόνος μου αλλά που και που έβρισκα  παρέα.  Στο’’ Ρίο’’,  πάνω στην Εγνατία,  είχα δει με τον Tσίτουρα το Lethal Weapon με  τον Danny Glover  και τον Mel Gibson που κοιμόταν σ’  ένα  τροχόσπιτο σε μια παραλία . Στο ‘’Κλειώ’’ απέναντι, από το Ρίο,  είχα δει τον Πεταλούδα με τον Ντάστιν Χόφμαν,  και στο ‘’Εγνατία’’,  ένα άλλο σινεμά  εκεί πίσω από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας,  είχα δει ένα σωρό έργα:  Στάσνλει και Άιρις ,  Πόλεμος των Ρόουζ,  μ’ εκείνο το τεράστιο σπίτι που γκρέμιζαν οι δυο σύζυγοι,  πολύ μου άρεσε τότε η Κάθλιν  Τέρνερ,  πολύ κουκλάρα . Στο ‘’Ναβαρίνο’’ είχα δει τον Ιντιάνα Τζόουνς,  το Τέρνερ και Χουτς  μ’ εκείνο τον σκύλο που έβγαζε αφρούς.  Από κείνο το σινεμά θυμάμαι τα σκαλοπάτια και τον μισοφωτισμένο  διάδρομο με τα φυτά και τους καθρέφτες   όπου κάπνιζε ο κόσμος στα διαλειμματα. Στο ‘’Φαργκάνη’’ είχα δει το Απέραντο Γαλάζιο και σε μια σκηνή όπου ένα δωμάτιο  γεμίζει με νερό,  είχα την αίσθηση ότι πλημύρισε η αίθουσα  όπου καθόμασταν . Στον κινηματογράφο της ‘’Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών’’ είχα δει το Once upon a time in America,  μόλις είχα έρθει τότε στη Θεσσαλονίκη,  μου είχε φανεί πολύ βίαιο. Εκεί είχα δει και τον Άνθρωπο της βροχής και κάτι άλλα όχι τόσο καλά . Στο ‘’Μακεδονικόν’’  που έπαιζε έργα κουλτουριάρικα ως επί το πλείστον,  είχα δει το Αποκάλυψη Τώρα,  δε μου άρεσε, πολύ βαρύ,  μια βλακεία,  και το Πάρτι με τον Πίττερ σελερς,  ούτε  αυτό μου άρεσε,  κάτι άλλα όμως ήταν ωραία :  η Αλίκη στις πόλεις του Βέντερς με το ξανθό, χαμένο κοριτσάκι που το ’χει παρατήσει η μάνα του κι έναν νεαρό, θαρρώ, που δεν ξέρει τι να το κάνει. Εκεί είχα δει τις πρώτες φρέσκες ταινίες του Κουστουρίτσα απ’ την κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία. Θυμάμαι και το Μπέρντι με τον Μάθιου Μοντίν που μου ’λεγε ο φίλος μου ο Μαυρίδης ότι του μοιάζω…

Συχνάζαμε τότε στον «Μπερντέ», ένα μαγαζί  όπου μόλις πήγαινα να καθίσω όλοι μάζευαν τα ποτήρια τους να μην τα γκρεμίσω  έτσι άγαρμπος που ήμουν. Εκεί έξω απ’ τον «Μπερντέ», σ’ ένα τραπεζάκι όπου ήμασταν μαζεμένοι ένα βράδυ, κάποιος πέταξε ένα μπουκάλι από ένα μπαλκόνι που έσπασε μπροστά στα πόδια μας. Μια άλλη φορά η Σ. μπήκε μέσα και πέταξε τη βέρα στον αρραβωνιαστικό της με τον οποίο ήταν στα μαχαίρια. Ένας αδύνατος τύπος καθόταν πάντα στον πάγκο κι έπινε τα άντερά του. Τον φώναζαν «το φίδι» και είχε μια διαβολική φυσιογνωμία σαν πραγματικό ερπετό. Ακούγονταν πολλά περίεργα γι’ αυτόν. Απ’ όλα τα τραγούδια που κάθε βράδυ έπαιζαν στον «Μπερντέ» δυο τρία άξιζαν και τα περίμενα.  Ένα του Παπάζογλου «για λίγο να κοιτώ θα μείνω -στην πόρτα σου μπροστά» , το «Σε ψάχνω στους σταθμούς» ,  κι ένα άλλο του Θεοδωράκη, ίσως το «Χάθηκα». Από τον Μπερντέ φεύγαμε κατά τις 9 να δούμε κανένα έργο , στα άλλα παιδιά δεν άρεσε πολύ το σινεμά, εκτός απ’ τον Γιάννη, που μου ’λεγε για τη σκηνή απ’ τον Καιρό των τσιγγάνων όπου ο διοπτροφόρος πάει να κλέψει ένα σπίτι και ξεχνιέται παίζοντας ένα πιάνο που βρίσκει εκεί μέσα…

Η περιοδεία μου στα σινεμά συνεχίστηκε όλο το διάστημα της πανεπιστημιακής  μου θητείας.  Στο ‘’Θεανώ’’   που ήταν ένας μικρός κινηματογράφος  σε έναν λοξό δρόμο κάτω από την Εγνατία,  είχα δει ωραία έργα:   Δεν βλέπω τίποτα δεν ακούω τίποτα,    Φρανκενστάιν Τζουνιορ,  πιο πολύ όμως μου είχαν αρέσει οι  Κοριοί με τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους κι εκείνη την  κοπελάρα με τα γυαλιστερά μάτια,  την Μάντλιν Στόου. Στο ‘’Βακούρα’’ είχα δει το ‘’Χορεύοντας  με τους λύκους’’  δυο φορές,  τη μια καθόμουν στην πρώτη σειρά και κουνούσα αριστερά δεξιά  το κεφάλι μου για να δω τα γράμματα . Από το ‘’Βακούρα’’ είχα φύγει στα πρώτα πέντε λεπτά του Pretty woman, κατάλαβα ότι ήταν πατάτα,  και η γυναίκα στο ταμείο με ρωτούσε απορημένη ‘’τι έγινε κόπηκε η ταινία ; ‘’  Κι από το ‘’Ράδιο Σίτι’’ είχα φύγει ένα βράδυ για άλλους λόγους,  έπαιζε ένα θεατρικό και βλέποντας  μια ξέθωρη ηθοποιό στο διάδρομο προτού καν  αρχίσει το έργο είπα μέσα μου , ‘’πάμε να  φύγουμε μάγκα ’’ ,  τα έκλαψα τα λεφτά που είχα πληρώσει βέβαια αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω εκεί πέρα.  Στην παραλία στο ‘’Παλλάς’’ είχα δει  με το φίλο μου το Νίκο  το  Όνομα του Ρόδου,  με τους τυφλούς καλόγερους που συνωμοτούσαν στις στοές ,  και στο Ολύμπιον  είδα το Tango lessons.  Εκεί είχα  τρομάξει από  μια γριά που καθόταν μόνη πίσω μου, στα σκοτεινά,  δεν είχα καταλάβει τι γύρευε εκεί  πέρα, αγριεύτηκα . Στο ‘’Ανατόλια’’,  κάτω από την Καμάρα,  είχα τρομάξει  σ’  ένα θρίλερ  που είχαμε  πάει να δούμε πάλι με τον Τσίτουρα και είχα φύγει,  ‘’που πας;’’  μου έλεγε και γελούσε,  όμως εγώ δεν είχα σκοπό να χάσω τον ύπνο μου. 

Οι ταινίες μ’  έσωσαν πολλές φορές, θυμάμαι στο στρατό,  σ’ ένα φυλάκιο όπου  ήμουν χαμένος , είχα ακούσει τον Σβαρτζενέγκερ στον Εξολοθρευτή,  να απαντά  στον πιτσιρικά που τον ρωτούσε ‘’και τώρα τι κάνουμε;  ‘’.  ‘’Κάτι θα σκεφτούμε !’’   του απαντούσε   κι αυτή η απλή πρόταση ήταν πολύ σημαντική για μένα,  την έχω κρατήσει από τότε,  κάτι θα σκεφτούμε αδελφέ,  και στο πιο δύσκολο πρόβλημα κάποια  λύση θα υπάρχει,  αυτό που μετρά είναι να μην απογοητευτείς,  να μη χάσεις την ετοιμότητα και την πίστη σου.

Όταν έμενα στις εστίες, στο ΔΕΛΤΑ, ένα πρώην ξενοδοχείο, είχα δει Το Εξπρές του Μεσονυκτίου σε μια παλιά τηλεόραση στο κυλικείο, μ’ εκείνο το παλικάρι που ήταν όμορφο είτε με μακριά μαλλιά είτε κουρεμένο και που πήγε θαρρώ από AIDS, μου είχε αρέσει η αρχή και το τέλος, το ενδιάμεσο δε βλέπεται. Και βέβαια μου άρεσε η μουσική και η σκηνή στο τέλος με τον ήρωα να τρέχει στο πρωινό φως και να χάνεται σιγά -σιγά. Εκείνο το βράδυ με είχε δαγκώσει ένα μαύρο σκυλί που εμφανίστηκε σαν φάντασμα απ’ το πουθενά όπως κατέβαινα τα σκαλιά. Τα δόντια του είχαν καρφωθεί στο παντελόνι μου και χωρίς να το τρυπήσουν είχαν χωθεί στη σάρκα. Είχα πάει τότε στο νοσοκομείο και περίμενα με κάτι παιδάκια ξενυχτισμένα ώσπου ησύχασα. 

Μετά το στρατό ,  εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘90,  έμεινα ένα διάστημα με τον παππού μου κι εκεί   είχα δει τον Χάρρισσον Φορντ στο Φυγά να πηδά από κείνο το φράγμα στο κενό ενώ ο Τόμυ Λη Τζόουνς  τον έβλεπε να καταποντίζεται στην άβυσσο μαζί με τα νερά. Εκεί είχα δει και τον Αλ Πατσίνο με το απίστευτο βλέμμα να φτύνει αίμα σ' εκείνη την αναθεματισμένη ληστεία στη ''Σκυλίσια μέρα'', τον  ντε Νίρο  στον Δαιμονισμένο Άγγελο  να καταβροχθίζει ένα αυγό, κάτι ανεμιστήρες να γυρίζουν τρομαχτικά μούχουν μείνει στη μνήμη, κάτι ασανσέρ σκοτεινά τρομαχτικά, μια εκκλησία,  κάτι μάγισσες. Εκεί είχα δει την Ούμα Θέρμαν στα  ντουζένια της να κάνει έρωτα με τον Ντε Νίρο και να τον ενθαρρύνει  '' My hero!'' στο Mad dog και Gloria, ένα ελάφι στη μέση μιας διασταύρωσης στη Νέα Υόρκη τη νύχτα εμφανίζονταν σε κάποια σκηνή.  Ο Ντάστιν Χόφμαν κρατούσε το χέρι μιας κοπέλας κάτω από ένα τραπέζι - ιδέα δεν έχω ποιο έργο ήτανε- η Ίνγκριντ Μπέργκμαν κοίταζε με το μοιραίο βλέμμα  που μ’ άρεσε πολύ τότε. Ούτε μια ταινία του Σκορτσέζε δεν μου άρεσε, όλες νευρωτικές, όλες αρρωστημένες, το ''Στη φωλιά του κούκου '' πατάτα μεγάλη, το Chinatown πολύ καλύτερο, πάλευα να το τελειώσω ένα μεσημέρι.

Εκεί στο διαμέρισμα του Παππού  μου στην οδό Μουσών,   είδα σ’ ένα κανάλι που ξαναέπαιζε το βραδινό πρόγραμμα ένα σωρό ταινίες και θρίλερ που το πρωί δεν φάνταζαν τόσο απειλητικά . Σ’ ένα αστυνομικό, ο Έλιοτ Γκουλντ έσπαγε τα μούτρα του σε κάτι σκαλιά αξύριστος και ταλαιπωρημένος και μου ‘χει μείνει στο μυαλό ένα γκρίζο γατί με πράσινα μάτια γυαλιστερά, που κρυβόταν τις νύχτες σ’ ένα ινδιάνικο νεκροταφείο, δίπλα σε μια λίμνη απ’ όπου έβγαιναν πνεύματα δαιμονικά. Ποτέ δεν έβλεπα, ούτε και τώρα βλέπω, ταινίες τρόμου,  αλλά στο φως της μέρας ήταν λιγότερο φρικιαστικές. Τα βράδια,  όταν κοιμόταν ο παππούς μου,  είχα δει ταινίες απ’ το ’60 και το ’70, όπως το Ο βρόμικος Χάρι και η πρόστυχη Σάρα, έτσι νομίζω ότι είναι ο τίτλος, με τον Πίτερ Φόντα που οδηγεί   ένα αμάξι   προσπαθώντας  να δραπετεύσει για να καρφωθεί  σ’ ένα τρένο. Ο Στιβ Μακ Κουίν μου είχε αρέσει στο Getaway, εκεί όπου τον ξεφορτώνει ένα καμιόνι με σκουπίδια. Ήταν καλός και στο Bullitt, όπου δε μιλά πολύ όπως πρέπει . 

Αργότερα σ’ έναν πολυκινηματογράφο είδα τον Αλ Πατσίνο στο Insomnia να μην μπορεί να κοιμηθεί στα απίστευτα τοπία της Αλάσκα, όπου δε νυχτώνει το καλοκαίρι. Όταν είχα καλωδιακή σύνδεση είχα πάθει πλάκα με τον Κρίστιαν Μπέιλ στο UMA 3:15. Η εκφραστικότητά του ήταν τρομερή,  το βλέμμα του απίστευτο  . Ήθελα να κάνω διάλειμμα και δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Αργότερα σ’ ένα λεωφορείο που είχε τηλεόραση, όπως είχα απέναντί μου τα στενά της Ρεντίνας κι έπειτα τον Στρυμονικό Κόλπο, είδα να κυνηγούν λυσσασμένα τον Ματ Ντέιμον – Jason Bourne  στο σταθμό  Waterloo  του Λονδίνου. Πρέπει να είχε κάποια βλάβη το δίκτυο της ΔΕΗ, γιατί με είχαν πιάσει τα γέλια όπως νύχτωνε κι έβλεπα τα φώτα της Ασπροβάλτας να αναβοσβήνουν σαν τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...