Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

ΣΤΟΝ ΥΦΑΛΟ ΤΩΝ ΣΑΛΑΧΙΩΝ

Αυτή πρέπει να ήτανε , πως θα μπορούσα να μη  τη θυμάμαι άλλωστε, ήταν η πρώτη μου αγάπη, το πρώτο φλερτ, ο θεός να το πει έτσι, φυσικά ούτε που γύριζε να με δει τότε, κυνηγούσε έναν τύπο, έναν ποδοσφαιριστή, ένα γομάρι μέχρι εκεί απάνω με μουστάκι, ωραίο παιδί εντάξει,  αλλά  ρε φίλε μουστάκι;

Τη πρόσεξα λίγο,  μάλλον αυτή ήτανε,  το πρόσωπο  κάπως τραβηγμένο, φυσικό θα μου πεις, όταν μένεις στην επαρχία και δουλεύεις στην ύπαιθρο αυτά παθαίνεις ,  άλλωστε συνήθως η ηλικία σπάει τις γυναίκες περισσότερο, αν κι αυτές  λένε το ίδιο για τους χοντρούς σαραντάρηδες ...

Η Ν πρέπει να ήτανε ,  αυτή που αγαπούσα ένα καιρό, σκεφτόμουν ότι  θα μπορούσα να ήμουν μαζί της ακόμα,  να είχαμε κάνει διάφορα, αλλά δε μπορούσα  να συνεχίσω την αναπόληση,  ήμουν  πολύ  ζαλισμένος. Το μάτι   βέβαια  συνέχιζε να παρατηρεί αδιάκοπα  το δέρμα των γυναικών  που έβγαινε στην επιφάνεια το καλοκαίρι, άλλοτε λευκό κι άλλοτε σκούρο, σε αποχρώσεις ενδιάμεσες, με στίγματα μικρούτσικα, φλεβίτσες κόκκινες να το διαπερνούν, ενώ  το μυαλό συνέχιζε να αξιολογεί αδιάκοπα: ''Αυτή τόχει, δε χρειάζονται και πολλά, ένα φανελάκι εφαρμοστό άσπρο όπου πέφτουν τα ξανθά δαχτυλίδια των μαλλιών της , σανδάλια, ένα τζιν, δε θέλει τίποτα άλλο! ''  Και συνέχιζε σ αυτό το στυλ : ''Αυτό είναι λάθος μωρό μου, δεν είναι δύσκολο, δε χρειάζονται παντελονάκια τόσο κοντά για τα ποδαράκια σου!''. Συνδυασμοί από σορτς και ζακετούλες ριγμένες στον ώμο, φουστάνια γεμάτα λουλουδάκι σε χρώματα απαλά, κοσμήματα μπρούτζινα στο λαιμό χαμηλά, τοποθετημένα μπροστά στο στήθος, κάτι άλλα στον καρπό περασμένα από ελάσματα μεταλλικά μπλεγμένα μεταξύ τους, ένα κορίτσι μου μιλούσε κι εγώ έβλεπα τα χείλη της να σχηματίζουν μια καρδιά όπως ανοιγόκλειναν σαν τα χείλια μιας άλλης, τι στο καλό μου θύμιζαν, α ναι, ένα κορίτσι ένα κορίτσι που πηγαίναμε μαζί να δούμε βιντεοταινίες σε μια πλατεία κοντά μ ένα πλατάνι στη μέση ...

Καθόμουν  τώρα εκεί στη παραλία   και την έπαιρνα μάτι από μακριά, το σώμα της ήταν σε πολύ καλή κατάσταση,  μια φορά πέρασε από δίπλα μου ακριβώς, σχεδόν μ ακούμπησε, συγκρατήθηκα, ήθελα να της πω, ‘’Τι γίνεται ρε Ν. , τι χαμπάρια,  τι κάνεις, πως πάει;’’ , μα το  ξανασκέφτηκα , δε μου βγήκε, δε μπορούσα, τη κοίταξα μια στιγμή όπως πήγε να καθίσει, ‘’Άστο!’’  είπα  μέσα μου, σ αυτές τις περιπτώσεις ακολουθείς  το ένστικτο, όπως σου βγαίνει, αν  βγει μια κουβέντα, αν νιώσεις  ότι σε παίρνει τότε προχωράς αλλιώς.... Πάντως ήταν ωραία  τότε,  θα μπορούσαμε να πούμε δυο λόγια ίσως , τα  βράδια   πηγαίναμε σε μια ντισκοτέκ καλοκαιρινή, κοίταζα μήπως τη δω και την έβλεπα βέβαια αλλά όχι μόνη, άστα να πάνε, κάτι τραγούδια έπαιζαν, το ‘’Lost in the night’’ μου άρεσε, ακόμα μ’ αρέσει, το ‘’Βig in Japan, where the eastern sea is so blue…’’ τα λόγια περισσότερο σ αυτό, κάτι παλαβοί χεβιμεταλάδες άκουγαν το ‘’Τemple of the king ‘’ κι ύστερα καμπάνες παλαβές, απόκοσμες , Ozzy πρέπει νάτανε...


Τώρα τι ήθελε να μου θυμίσει ιστορίες παλιές, αν και δεν ήταν τόσο άσχημα τότε , φαίνεται ότι  το φίλτρο του χρόνου άμα έχεις βρει μια ισορροπία στοιχειώδη τα ξεκαθαρίζει όλα, τα ξελαμπικάρει.
 Νόμιζα ότι  τα είχα ξεχάσει πια όλα αυτά, ήθελα να χαρώ λίγο τις διακοπές. Καθόμασταν  με το Φώτη  ένα παιδί από το Αίγιο που γελούσε  συνέχεια αυτός,  είχε ανοιχτό το κινητό και κάτι έψαχνε στο Facebook όλη την ώρα. Κοιτάζαμε ένα ρέμα που έτρεχε κουβαλώντας πορτοκαλόφυλλα, θα τα είχε μαζέψει από κάποιο χωράφι πιο κάτω, μια φορά είχαμε πάει να δούμε και κάτι λουτρά χτισμένα από  παλιά εκεί κοντά σε μια συστάδα καρυδιές αψηλές με ίσκιο βαρύ. Ένας χωρικός εξηγούσε ότι κάποτε τόχαν συνήθειο να καθαρίζουν το μέρος γιατί τη νύχτα έρχονταν  αλλόκοτα θηλυκά να λουστούν κι έπρεπε όλα να τα βρουν εντάξει για να μη τους καταραστούν και τους βασανίσουν. Έπλεναν λοιπόν το μέρος κι άφηναν ένα κύπελλο για να το χρησιμοποιήσουν τα ξωτικά ...



Ώστε έτσι είχε γίνει λοιπόν , θα είχε κάνει παιδιά σίγουρα,  μπορούσα να μάθω περισσότερα αλλά ''Δε βαριέσαι σκέφτηκα! , άλλωστε περνούσαμε καλά σ εκείνο το μέρος στον‘’ Ύφαλο των σαλαχιών!’’ όπως το λέγανε,  εξαιτίας μιας μεγάλης πέτρας θαμμένης κάτω απ τα νερά της θάλασσας. Βράχοι πρασίνιζαν απ τα μουσκεμένα βρύα που φύτρωναν απάνω τους,  νερά άφθονα  υπήρχαν εκεί κοντά , οι ντόπιοι είχαν ανακαλύψει έναν υπόγειο θύλακα, μια δεξαμενή κάτω απ το χώμα γεμάτη φλέβες από πλούσια,  υπόγεια, υδροφόρα στρώματα. Παντού  έβλεπες  πηγάδια, είχαν σκάψει από παλιά στις υπώρειες του βουνού που υψώνονταν πίσω μας, βρύσες ανάβλυζαν νερό υπέροχο, δροσιστικό, διαυγές που έρεε συνέχεια, μονάχα το βράδυ, τότε που το φεγγάρι έβγαινε πλάι στο άστρο της Αφροδίτης δροσιστικό, ολόγιομο για κάποιο λόγο λιγόστευε . Περνούσαμε καλά...

Περνούσαμε καλά, είχαμε αφήσει πίσω μας τη πόλη που ερήμωνε όσο προχωρούσε το καλοκαίρι , η πολυκατοικία μου είχε αδειάσει προ πολλού, οι γείτονες φύγανε για τα εξοχικά τους, το ράδιο έλεγε ότι γίνονταν κόλαση στη Μουδανιών που έβραζε το Σάββατο. Στη Τσιμισκή έργα γίνονταν, η πίσσα που άπλωναν οι εργάτες με τα κόκκινα κράνη ενώνονταν με τις καυτές αχτίνες δημιουργώντας μίγμα εκρηκτικό, τα ψηλά κτήρια εμπόδιζαν τον άνεμο να διασχίσει το χώρο, στους τοίχους συνθήματα άγρια, απειλητικά που γράφτηκαν τη νύχτα, γάτες κρύβονταν κάτω από αμάξια αναζητώντας ανακούφιση, σκύλοι με τις γλώσσες πεταγμένες έξω βαριανάσαιναν, κοράκια μάζευαν κομμάτια κρέατος από τη ν άσφαλτο κρώζοντας , τύποι ελεεινοί με πρόσωπο που θύμιζε σαλαμάντρα κοιμόντουσαν στο πεζοδρόμιο. Μαύροι άδειαζαν μπουκάλια στο κεφάλι τους γιατί τα είχαν παίξει- κι εγώ που νόμιζα ότι είναι μαθημένοι αυτοί σε τέτοιες θερμοκρασίες . Στο εσωτερικό των κτηρίων άκουγες τον αναστεναγμό του ασανσέρ που ανέβαινε στο φρεάτιο, ένα υπόγειο είχε πλημμυρίσει και τα νερά ξεχείλιζαν μέχρι έξω, ποιος ξέρει τι γίνονταν εκεί κάτω . Γυναίκες τρέχανε στα καθαριστήρια να πλύνουν τ' άσπρα παπλώματα τους, στις βιβλιοθήκες τα παιδιά ξημεροβραδιάζονταν, στα Starbucks άπλωναν τις σημειώσεις τους, στα νοσοκομεία πανικός, στις εφημερίες διάδρομοι αποπνικτικοί, άρρωστοι στοιβαγμένοι, οροί όπου έβλεπες φυσαλίδες ν ανεβαίνουν από το οξυγόνο που διοχετεύονταν μέσα τους, τύποι ταλαιπωρημένοι κάπνιζαν στην είσοδο του ΑΧΕΠΑ...

Στα γραφείο ενός φίλου μια λογίστρια με παρέπεμψε σε μια άλλη ‘’Εύκολος είναι!’’ ΄΄ την άκουσα να λέει. Καθόταν πίσω απ το γραφείο της, ένα τεράστιο στήθος εξέπεμπε ένα αίσθημα μητρικό. Μιλούσε σε δυο τρία τηλέφωνα, σε μια φάση σηκώθηκε, πόδια νορμάλ, κορμός πολύ δυνατός, ο τύπος της γυναίκας που θα δουλέψει ατελείωτα, που θα σε ξελασπώσει, μπορείς να την εμπιστευτείς. Για μια επιχείρηση που έκλεινε μιλούσε, ήξερε απ έξω όλα τα ονόματα και τα επίθετα τους μαζί και κάποιου μυστήριου απ τη Βενεζουέλα. Ένα διοικητικό συμβούλιο έπρεπε να γίνει, προσπαθούσα να καταλάβω τι παιζόταν , η γυναίκα με το τεράστιο στήθος πληκτρολογούσε με το δεξί χωρίς να κοιτά, με το αριστερό έγραφε κάτι παρατηρούσα όλη την ώρα ασυναίσθητα..


Τα είχα αφήσει πίσω όλα αυτά για τα καλά , ήμουν  πια σε διακοπές,   συχνά  ανοιγόμασταν βαθιά με τη βάρκα . Εγώ τώρα το φοβάμαι πολύ το νερό αλλά τα άλλα παιδιά ήταν εντάξει, αν πήγαινε κάτι στραβά δε θα μ άφηναν να βυθιστώ αδιάβαστος μέχρι  να φτάσω στον πάτο. Η θάλασσα ζωντάνευε με το φύσημα του αέρα, τα νερά ρυτίδωναν, ακούγαμε τον ήχο που έκανε η βάρκα όπως έσκιζε το νερό, κοπάδια ψαριών περνούσαν δίπλα κάνοντας ελιγμούς και στρίβοντας απότομα, θαλασσοπούλια βουτούσαν ξυρίζοντας το νερό , μια φορά είδαμε κι ένα δελφίνι, όρκο δε παίρνω, πάντως διακρίναμε μια σιλουέτα ενός πλάσματος που γλιστρούσε μαλακά και χάνονταν απαλά  κάτω απ την επιφάνεια . Στη παραλία βρίσκαμε όστρακα κι αχιβάδες, τα κύματα έρχονταν να σκάσουν στην ακτή μουσκεύοντας τα βράχια. Τα χελιδόνια με τη διχαλωτή ουρά περνούσαν ψηλά μες το λιοπύρι ,  σωροί σπασμένων χαλικιών σε μια μεριά, νεροποντές έπιαναν ξαφνικά, έβλεπες τις λάμψεις από τις αστραπές, η βροχή αντηχούσε πάνω στις πέτρες, μετά την καταιγίδα μυρμήγκια έβγαιναν από κελιά και μονοπάτια υπόγεια βγάζοντας σπόρους που είχαν μαζέψει για να λιαστούν ξανά, μια θολούρα κατά τον ορίζοντα, σκόνη παντού, όλα έμοιαζαν θαμπά...

 Όλοι ζητούσαν κάτι δροσιστικό  μες τον καύσωνα , κάτι ελαφρύ, δεν άντεχαν πια τις βαριές και βαθυστόχαστες συζητήσεις. Την ξαναείδα ένα πρωί ,  τώρα ήταν  με κάποιον αλλά δε μπορούσα να καταλάβω αν ήτανε εκείνος ο ποδοσφαιριστής. Αυτή  πρέπει να ήτανε,  αλλά είχα πάνω από εικοσιπέντε χρόνια να τη δω, από  τότε που  πηγαίναμε    τα μεσημεράκια μετά τις εξετάσεις τις απολυτήριες , να δούμε βιντεοκασέτες με τον Μουστάκα και το Ψάλτη, κάτι παρακμιακές φτηνοταινίες  της κακιάς ώρας που για κάποιο λόγο, δε ξέρω τι, είχαν  μια  φρεσκάδα, και τώρα μπορώ να κάτσω και να τις δω άμα έχω ώρα, τέτοια εποχή ειδικά. Υπήρχε μια καφετέρια όπου μαζευόμαστε μετά το σχολείο, ένα τζιν στενό θυμάμαι φορούσα,  ένα πουκάμισο καρό, για κάποιο λόγο ένιωθα πολύ καλά σ εκείνα τα ρούχα. ...


Έκανε ζέστη υπερβολική, ένας αέρας καυτός φυσούσε,  το είχε παρακάνει  οι γυναίκες σκέπαζαν τον αυχένα τους να προστατευτούν απ τα ρεύματα, άνθρωποι σκούπιζαν τον ιδρώτα τους, τα κλιματιστικά βούιζαν όλη την ώρα. Τα σούπερ μάρκετ είχαν δροσιά, σταγόνες έπεφταν στο πάτωμα από την οροφή τους . Στα ψυγεία έβρισκες επιδόρπια γιαουρτιού, στραγγιστό παχύ και άπαχο, με χαμηλά και υψηλά λιπαρά ,με φρούτα διάφορα, μύρτιλα, κεράσια και σύκα, μέλι και καρύδια και δε ξέρω γω τι άλλο, παγωτά με σιρόπια, μπύρες κι αναψυκτικά και νερά μεταλλικά παγωμένα . Ένα κορίτσι είχε αδειάσει στο πάτωμα ένα πακέτο με χυμούς , πήγα να βοηθήσω, η φωνή της ακούγονταν κελαρυστή, ''Όλα εντάξει, ευχαριστώ!'', οι γυναίκες λένε ευχαριστώ, πιο ντελικάτα πλάσματα, πιο εκλεπτυσμένα.

 Όλη νύχτα πάλευα με τα μαξιλάρια, στο μυαλό γύριζε  όλη την ώρα η εικόνα  μιας  καφετέριας  κοντά σε μια πλατεία , ένα πλατάνι, μια βρύση, μια δροσιά εκεί πέρα, κάτι χείλια σε σχήμα καρδιάς,  δεν ήταν και τόσο άσχημα ίσως . Ένας βλάκας  μαζί μας, ένας στούρνος απ το σχολείο, που τον θυμήθηκα αυτόν πάλι,  γελούσε  συνέχεια γιατί έβαζα κάπως το χέρι στο  σαγόνι  όπως όταν σκέφτεσαι, ένα θρίλερ είχαμε δει ,  ο Τσακ Νόρις κυνηγούσε έναν τύπο παλαβό που δεν πέθαινε με τίποτα μιλάμε,  κλωτσιές  μπουνιές έτρωγε,  δε καταλάβαινε τα άντερα του, σκύλος σωστός, έπρεπε να επιβιώνει κάθε φορά και να επανέρχεται για να βασανίζει τους ανθρώπους στους αιώνας των αιώνων,    κατάφεραν με χίλια βάσανα τελικά να τον παραχώσουν  σ ένα πηγάδι αλλά κι από κει μέσα στο τέλος έβγαινε ένα χέρι τρομαχτικό, δε μπορεί  αυτή πρέπει να ήτανε!   



 





Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

BLUE BLOCKERS

Εκεί παραδόθηκα,  το πάλεψα βέβαια όσο μπορούσα,  το σκέφτηκα, νόμιζα ότι μου είχε περάσει, ότι είχα τελειώσει και μ αυτό όμως  όλα γύριζαν όπως σ ένα όνειρο,  όχι ότι με πείραζε,  αυτή  δοκίμαζε  γυαλιά σ ένα μαγαζί,  κάτι έλεγε η πωλήτρια για το σκελετό τους  που ήταν φτιαγμένος από ανθρακόνημα,   ελαφρύς κι ελαστικός.

 Kάτι άλλα ζευγάρια έβγαζε από ατσάλι μαλακό και τιτάνιο ανθεκτικό, ευλύγιστο, κοκάλινα και βελούδινα,  μοντέλα για πιλότους κι ορειβάτες, σε χρώμα γαλάζιο και καφέ της ταρταρούγας κι ανθρακί και μπλε ματ και κάτι άλλα με μια ρίγα άσπρη,  άλλα ray  ban στρογγυλά, όλα της πήγαιναν, είχε εκείνο το πρόσωπο το πλατύ κάπως που του ταιριάζουν όλα. Κοίταζε μες από κείνους τους φακούς τους μυστήριους που έχουν λέει  φίλτρα κι ένα σύστημα ειδικό για να βλέπεις πράγματα που δε φαίνονται,  μούδωσε και μένα να δω,  σε μια φωτογραφία χρωματιστή ένα αυτοκινητάκι   σ ένα δρόμο εξοχικό  δε φαίνονταν, έπρεπε να φορέσεις τα γυαλιά από τιτάνιο με τους φακούς τους μυστήριους για να  το διακρίνεις,   κι όλο μάζευε τα μαλλιά απ τον αυχένα της  να δροσιστεί.

Τη μια ήταν απόμακρη και την άλλη τόσο φιλική, όμως τα ήξερα αυτά, τα είχα ξαναδεί, δεν ήταν κάτι καινούριο,  όμως  γελάστηκα, αφέθηκα, το άφησα, πες ότι ήταν μια στιγμή αδυναμίας, όπως θες πέστο, είχε κι εκείνο το βλέμμα που σε τραβούσε πολύ δυνατά, ήταν τόσο δύσκολο ν αντισταθείς, δε γινόταν, τα είχα παίξει, είχα κάψει όλα τα χαρτιά μου προσπαθώντας ν αποκωδικοποιήσω, να μελετήσω, να καταλάβω  τι συνέβαινε,  είχα εξαντλήσει όλα τα κόλπα μου,    είχα μείνει από εναλλακτικές, ένα διάλειμμα ζητούσα,  κινδύνευα ν απολέσω εντελώς ότι φρεσκάδα υπήρχε  μέσα μου κι αυτό ήταν ότι φοβόμουν περισσότερο!

 Έπρεπε να φορτίσω κάπως,  ήμουν ζαλισμένος όμορφα όλο το διάστημα,  είχα ξεχάσει πως είναι να το νιώθεις αυτό. Στο αμάξι της ένιωθα ωραία , έπαιζε μια μουσική που μ άρεσε, έβλεπα τους προβολείς στο πλάι του δρόμου,   μεταλλικές γέφυρες  περνούσαν πάνω απ τα κεφάλια μας, σπίτια χτισμένα στις ανηφοριές της Αγίας τριάδας,  σταροχώραφα θερισμένα,  χόρτα ξερά. Μ έπαιρνε ο ύπνος όπως ακουμπούσα  το μάγουλο στο τζάμι, κάτι χουρμάδες δάγκωνα, ούτε που ξέρω από πού είχαν βρεθεί εκεί πέρα,  αστραπές οριζόντιες και κάθετες αυλάκωναν τον ορίζοντα κατά τη δύση, μπουμπουνητά ατέλειωτα,  ο καιρός έμοιαζε να έχει τρελαθεί,   έμοιαζε με της Αγγλίας το κλίμα μ εκείνες τις συνεχείς βροχές, όχι ότι με πείραζε.  Χάζευα τα νύχια της βαμμένα  τα μισά σε χρώμα κόκκινο,  τα μισά σε ροζ κι άσπρο, τη  χάζευα όταν δάγκωνε ένα φρούτο με  κόκκινη φλούδα και σάρκα πορτοκαλιά, χάζευα το βραχιόλι από χάντρες ματάκια  που φορούσε,  το φωτεινό της πρόσωπο. Ήταν διαφορετική, ίσως έπρεπε να προσέξω όταν πηγαίναμε σ εκείνες τις συναυλίες που της άρεσαν, εκεί όπου χτυπιόντουσαν όλοι κι ορμούσαν κατά ορδές να φαγωθούν μεταξύ τους,  ή όταν πηγαίναμε  σ εκείνα τα μαγαζιά όπου οι πιτσιρικάδες παράγγελναν γύρο με κρεμμύδι μπόλικο  και τυροκαυτερή... 

Τα πρωινά τα κορίτσια με τα σκισμένα παντελόνια  φορούσαν μάσκα θαλασσινής λεβάντας στο πρόσωπο,   κρατούσαν  καφέ και  τσιγάρο στο χέρι, καρτερούσαν  ν ανοίξουν τα μαγαζιά όπου δούλευαν,   άλλα έσερναν βαλίτσες για ταξίδια μποτιλιάρισμα μπροστά στις καφετέριες της Μητροπόλεως,  περιστέρια έπιναν νερό  που έσταζε απ τα λάστιχά των κλιματιστικών,  στη γωνιά της Εθνικής Αμύνης  με την Εγνατία απέναντι  στην Έκθεση, η άσφαλτος έπαιρνε να λιώνει, αμάξια φρενάριζαν στις διαβάσεις μπροστά μου ακριβώς,  έπρεπε να είμαι προσεχτικός μα είχα χάσει τη συγκέντρωση μου, κάτι δε πήγαινε καλά. Στα πάρκα έξω απ τα νοσοκομεία γύφτοι κοιμόντουσαν στο γρασίδι σκεπασμένοι με κουβέρτες, στη στάση όπως περίμενα το αστικό ένας σκύλος με πλησίασε από  ψηλά από ένα πεζούλι  κάποιου  πάρκου σα να προστάτευε τη περιοχή του,  γάβγισε μπροστά στο πρόσωπο μου, τραβήχτηκα όσο πιο ανεπαίσθητα γίνονταν...

 Έπρεπε να τα προσέχω  όλα αυτά αλλά ήμουν ζαλισμένος, αποχαυνωμένος, παραιτημένος, στη πόλη έβρεχε συνέχεια, νεροποντές έπιαναν απ το πουθενά,  οι αγρότες διαμαρτύρονταν στις λαϊκές για τη σοδειά τους που σάπιζε, δε μπορούσαν να μαζέψουν τα θερισμένα τριφύλλια, τα κεράσια είχαν σμπαραλιαστεί, είχαν νερουλιάσει,  τα καλαμπόκια τους δε μπορούσαν να ψηλώσουν όπως μούλιαζαν μες την υγρασία.   Άνθρωποι έτρεχαν να προφυλαχτούν κάτω απ τις καμάρες της Αριστοτέλους, πακιστανοί εμφανίζονταν απ το πουθενά πουλώντας ομπρέλες,   όπως περνούσες  στις στοές ο αέρας σε χτυπούσε στο πρόσωπο δροσιστικά, αναζωογονητικά, στα παλιατζίδικα νομίσματα που έμοιαζαν μ ασημένια,  στα ίντερνετ καφέ σήριαλ παρακολουθούσαν σε οθόνες μικρούτσικες φορώντας ακουστικά, στα μαγαζιά με τις φρουτοσαλάτες μια μυρουδιά  γλυκόξινη από ροδάκινο κομμένο φέτες, από καρπούζι και φράουλες κι ακτινίδιο,  ένα μπουκέτο είχε πάρει το μάτι μου κάπου,  τριαντάφυλλα κι ορχιδέες λευκές…

 Είχα βγει για καφέ με τα παιδιά πολλές φορές  στη Περαία,  τους ζάλισα, είχαν  απηυδήσει με τις ερωτήσεις μου, πάντα με ζόριζε το καλοκαίρι,  τότε που χρειάζεσαι  απλοχωριά κι ανοιχτούς ορίζοντες μακριά απ τη κλεισούρα των πόλεων που σε αιχμαλωτίζει και σε στριμώχνει . Δεν αντέχεις τον άλλον δίπλα σου,  μια διαφυγή ψάχνεις προς όποια κατεύθυνση,   τα συναισθήματα σε κατακλύζουν,  δε μπορείς να τα κοντρολάρεις,  να τα αφομοιώσεις, να τ αναλύσεις. Μουσικές  εισχωρούν μέχρι βαθιά μέσα σου,  όλη η κατάσταση πάει να γίνει ανεξέλεγκτη,  όπως ανεβαίνει η θερμοκρασία είναι σα ν  αναδύεται ένας άλλος κόσμος, είναι σα να σε πηγαίνει σ άλλες σφαίρες, σ άλλες καταστάσεις άγνωστες κι ανεξερεύνητες.  Θες  να περάσεις καλά, να βρεις   το καλύτερο που  υπάρχει για ν αντέξεις τις μέρες που δε λένε να βραδιάσουν και   σ  αγχώνουν αφόρητα, δε ξέρω τι κάνουν οι άλλοι αλλά   αυτή ήταν μια μάχη που πάντα  έχανα, πάντα ξέμενα από δυνάμεις τέτοια εποχή,  είχα βαρεθεί να βλέπω να περνά από μπροστά μου το ένα τρίτο της χρονιάς  δίχως να μπορώ να το χαρώ όπως το υπόλοιπο διάστημα, έπρεπε να σταματήσει αυτό κάπως, είχα προσπαθήσει πάρα πολύ όμως αυτή ήταν μια μάχη πολύ δύσκολη,  πολύ απαιτητική,  ήμουνα στο όριο.

 Ίσως να ήταν η ευκαιρία μου, δε μπορείς πάντα να έχεις τη πολυτέλεια να σκεφτείς και να ζυγίσεις με την άνεση σου τα πράγματα,  κάποτε πρέπει να ρισκάρεις, να εμπιστευτείς τον άλλον, ν  αφεθείς  να σε καθοδηγήσει ολοκληρωτικά, να ηρεμήσεις λίγο, ν αφήσεις  κάποιον άλλον στο τιμόνι για μια στιγμή, για μια φορά μόνο! Κι έπειτα είχα βαρεθεί να παίζω άμυνα, να προσέχω συνέχεια,  κάποια στιγμή είναι η ώρα ν αλλάξεις τακτική.  Μπορεί να έπαιζε μαζί μου, ξέρεις τώρα  οι γυναίκες, θέλουν να κάνουν το κομμάτι τους, τα δικά τους, έχουν άλλη οπτική. Απ την άλλη σκέφτεσαι ότι όπως εσύ χρειάζεσαι να πάρεις ο άλλος ίσως χρειάζεται να δώσει, έτσι είναι αυτά, δοχεία συγκοινωνούντα, θα σε βόλευε.  Όμως όλα έχουν το κόστος τους, τίποτα δε σου χαρίζεται, τίποτα δεν είναι δεδομένο σ αυτόν τον κόσμο,  ακόμα κι όταν νομίζεις ότι παίρνεις έξυπνα, ότι πας να κλέψεις  κάτι που δε σου δίνεται, στη πραγματικότητα μπορεί να παίζεις το παιχνίδι του άλλου αφήνοντας ακάλυπτα τα πλευρά και τα νώτα σου …

 Στο σπίτι όπου έμενε προσπαθούσα να προσανατολιστώ αλλά '' ...δε βαριέσαι  έλεγα  μέσα μου,''… άστο κι όπου σε πάει…'',  έναν τοίχο μισογκρεμισμένο θυμάμαι, σίγουρα κάποιος είχε καρφωθεί απάνω του, κάτι τούβλα σκόρπια,  μια μοτοσυκλέτα καμένη, δυο παιδιά μεθυσμένα παραπατούσαν τρεκλίζοντας. Μετά νομίζω ανεβήκαμε μερικές  σκάλες  μια γυναίκα ηλικιωμένη με μπλε κιρσούς να διαπερνούν τα πόδια της πέρασε από  δίπλα μας και χάθηκε σ ένα   διάδρομο μισοφωτισμένο,  παράθυρα σφαλισμένα, μια πόρτα έτριζε στο βάθος…

Ήταν σα να έλιωνα αργά , σα να έπλεα στο νερό, σα να κολυμπούσα δίχως προσπάθεια αφημένος στο ρεύμα κι όπου με πάει,  καμιά φορά είναι ένα αίσθημα  απελευθερωτικό, δε μπορείς να ελέγχεις τα πάντα όλη την ώρα, δεν ήθελα να  χάσω με  τίποτα εκείνο το πράγμα, δεν είχα σκοπό να τ αφήσω να σβήσει, έπρεπε να το κρατήσω ζωντανό πάση θυσία, ότι ήθελε ας γινόταν.  Θα πηγαίναμε σε μια παραλία την επομένη , θα σκεφτόμουν αργότερα τι είχε συμβεί, δεν έχεις πάντα τη πολυτέλεια  να τα ζεις όλα σε συνθήκες ιδανικές, τη στιγμή εκείνη το μόνο που ήθελα ήταν να το ζήσω όσο πιο έντονα,  μετά βλέπαμε  ….

Δεν είχα ξαναπάει σ εκείνο το μέρος ,  ήταν σα να ήμουν σ άλλη διάσταση, σ άλλον κόσμο ονειρικό, άκουγα τον παφλασμό των κυμάτων στην ακροθαλασσιά, το νερό περνούσε πάνω από έναν ύφαλο που αχνοφαίνονταν σκοτεινός  κάτω  απ την επιφάνεια, βράχια γεμάτα χαρακιές, κάπου πέρα μακριά  στήλες από ποτιστικά συστήματα που έβρεχαν  θερμοκήπια και μπαξέδες,  πουλιά στροβιλίζονταν στον αέρα διαγράφοντας κύκλους ομόκεντρους, μια πέτρα μες τη θάλασσα μοναχική  ορθώνονταν.

 Σ ένα πάρκο σταματήσαμε,  δυο τρία  παγκάκια ξύλινα, παιδιά αιωρούνταν σε κάτι κούνιες, κύπελλα πλαστικά πεταμένα, μια συστάδα πεύκων πού ψηλών,  δυο καρακάξες χοροπηδούσαν ανάμεσα στα ξερόκλαδα του πεύκου που ήταν πεσμένα, στη παραλία μικρά   τσαλαβουτούσαν φωνάζοντας στα ρηχά, όπως βράδιαζε ένα φεγγάρι δροσιστικό αναδύονταν. Έπρεπε να μαζέψω τον εαυτό μου, ήταν καιρός να συνέλθω όμως απ την άλλη ήθελα λίγο ακόμα απ αυτό, όχι πολύ, ποτέ δεν χρειαζόμουν πολλά αλλά ίσως μετά από τόσα καλοκαίρια άνυδρα είχα ανάγκη κάτι  τέτοιο να με γεμίσει, να με δροσίσει, να με φρεσκάρει, να μ ανεβάσει, να μου δώσει καινούρια ώθηση, να με ζωντανέψει, ήμουν πολύ κοντά σ αυτό αν και  καμιά φορά πρέπει  να το εγκαταλείψεις λίγο προτού είναι αργά, όσο είναι καιρός, ενόσω είσαι ψηλά ακόμα, προτού  αρχίσεις να γκρεμίζεσαι.

 Δε μπορείς να τάχεις όλα δικά σου, δε πρέπει να είσαι αχόρταγος, δε χρειάζεται να το ξεζουμίσεις εντελώς, να το χαλάσεις, να το αφήσεις να γίνει ανεξέλεγκτο, φυλάξου, τόσες φορές την έχεις πατήσει, τραβήξου μήπως το σώσεις,   όμως  πάλι ποιος ξέρει πότε είναι αυτή στιγμή η κατάλληλη για να κάνεις το βήμα το αποφασιστικό, ν αποσυρθείς πριν είναι αργά,  το αεράκι έμοιαζε τόσο γλυκό,  παραιτήθηκα…

Αυτή γελούσε για κάποιο λόγο κι ήταν σα να με κορόιδευε που της είχα αφήσει τη πρωτοβουλία, μια μπλούζα  πράσινη με σχέδια λουλουδιών στο στήθος που έφτανε μέχρι κάτω στους γοφούς φορούσε , ένα κοκαλάκι στα μαλλιά, από κοντά έμοιαζε πιο μικροκαμωμένη.  Οι ώμοι της δεν ήταν τόσο στρογγυλοί όπως θυμόμουν όμως   για κάποιο λόγο μου ασκούσε μια  έλξη ακαταμάχητη και το ήξερε.   Από ένα μπουκαλάκι νερό έπινε,  ήταν  ιδρωμένη,  καιγόμουν, την έβλεπα που ξάπλωνε  μπροστά μου  αμέριμνη μες σ εκείνο το χαμό της ζέστης  σα φρούτο που κρέμεται στο κλαδί έτοιμο να το κόψεις, ένιωθα την ανάσα της, από κοντά     έμοιαζε διαφορετική κάπως,  οι ώμοι της δεν ήταν τόσο στρογγυλοί, μια δίψα με είχε πιάσει, που με πήγαινε όλο αυτό, καλαμιές ανάμεσα σε πικροδάφνες  ροζ και άσπρες στο βάθος ...

 Μια  αίσθηση και μια μυρουδιά αρμύρας και ιωδίου, το φως που αντανακλούσε η θάλασσα γίνονταν γαλαζωπό και  με τύφλωνε,  μια φιγούρα φάνηκε από μακριά να πλησιάζει ολοένα, δε μπορούσα να δω καθαρά, μήπως όλα αυτά δε συνέβαιναν στη πραγματικότητα, γιατί ήμουν εκεί πέρα μες το καμίνι του μεσημεριού, γιατί δεν ήμουν καλά,   έπρεπε ίσως να  είχα πάρει ένα ζευγάρι από κείνα τα γυαλιά που εξουδετερώνουν την επίδραση του ήλιου, ή αυτά που φορούν οι πιλότοι κι οι ορειβάτες,  ή τ άλλα που απορροφούν   τις ακτινοβολίες στο μπλε ιώδες....

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΩΝ ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ



Επιτέλους κάποιος συμφωνούσε μαζί μου,  εκείνος ο παππάς που έβγαζε  τα ράσα  όταν ήταν στην Αμερική κι οι χαρλεάδες με τις τεράστιες μηχανές   σ’  ένα μαγαζί     της ανατολικής ακτής τον πέρασαν για δικό τους όπως τον είδαν με τα ξανθά μαλλιά και τα γένια    και κάθισαν μαζί του,  εκείνος λοιπόν ο παππάς που είχε σπουδάσει στο Γιέηλ παρακαλώ και δούλευε στο πανεπιστήμιο εκεί στο Κονέκτικατ  που το δέρνουν   οι  παγωμένοι άνεμοι απ το βορρά,  απ την Αλάσκα και γεμίζουν με χιόνια τον τόπο,   αυτός που  την προηγούμενη  μέρα ήταν  με τον ίδιο τον πατριάρχη στο Φανάρι και συζητούσαν για το  αν θα πρέπει να συλλειτουργούν με   τον Πάπα    και τα λοιπά θεολογικά  που δε τα καταλαβαίνω,  αυτός ακριβώς  κι όχι όποιος  κι όποιος συμφωνούσε μαζί μου .

Κι έπειτα   ήταν  το σπίτι του,   τι ήταν κι εκείνο,   η αυλή στο πίσω μέρος  θύμιζε  κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας, κολώνες, αψίδες  σκεπασμένες από φύλλα κισσού, πύλες πέτρινες,   επίπεδα αλλεπάλληλα από πάνω μας σπαρμένα με  μπιγκόνιες τεράστιες,  θάμνοι  καταπράσινοι ,  κέδροι του Λιβάνου  που έριχναν προς τα κάτω τα αγκαθωτά πλοκάμια τους,  φυτά με φύλλα παχιά  σαν   αυτά που φυτρώνουν στη ζούγκλα, μανόλιες μ  άνθη λευκά, πελώρια  και φύλλα που γυάλιζαν στον ήλιο , μέλισσες βούιζαν αδιάκοπα γύρω απ τα λουλούδια μιας φλαμουριάς,  νερά τρέχανε, ένας σκύλος αραχτός κάτω από κάτι τραπέζια,   γάτες νωχελικές τρόχιζαν τα νύχια  στους κορμούς των φοινίκων κι άλλες έγλειφαν τα ποδαράκια τους αμέριμνες,  χελιδόνια κι άλλα πουλιά πετούσαν πίσω από σύρματα και πλέγματα μα δεν ήταν φυλακισμένα εκεί πέρα…

Είμαστε από νωρίς  σ’  ένα πανηγύρι έξω απ τη πόλη ,   μια καταιγίδα φοβερή   είχε πιάσει,  άκουγες το χαλάζι να χτυπά με μανία  στα τζάμια και στην οροφή, κάποιοι είχαν τρομάξει και σταυροκοπιούνταν σ εκείνη την εκκλησιά με τ αστέρια  και τους  ουράνιους  αστερισμούς στον τρούλο   όπου ήταν ζωγραφισμένο το σύμπαν  ολόκληρο, το ορατό και το αόρατο , το φεγγάρι σε μια γωνιά,   μια τοιχογραφία τεράστια κάτω απ τον γυναικωνίτη έδειχνε τη Bαϊοφόρο.

Είχαν βγάλει  αποβραδίς ένα σωρό λείψανα  άγια να προσκυνήσει ο κόσμος, μια σειρά ατέλειωτη από  λειψανοθήκες ασημωμένες με κατεργασμένο μέταλλο  που γυαλοκοπούσε,  μπορούσες να δεις πάνω του χαραγμένα  τα ονόματα του   Ιωάννη του Δαμασκηνού,    του πρωτομάρτυρα Στέφανου,  κάτι πέτρες χρωματιστές απ τον Γολγοθά κι απ τον Πανάγιο Τάφο,   κόκαλα κι οστά που τα είχαν ενσωματώσει σε θήκες υπέροχες δουλεμένες από τεχνίτες  που τις  είχαν σφυρηλατήσει  προσθέτοντας γύρω τους  επίχρυσα κομμάτια  κι άλλα καμωμένα από  κράμα υδραργύρου  και χαλκού  κι ορείχαλκου, ανάγλυφα από ανθέμια διάστικτα από δακτυλίους,  δίσκους και φωτοστέφανα, καθόμουν εκεί και τα χάζευα.  Από κάπου ακούγονταν κάτι λόγια ‘’Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία…’’ - θε μου  εκεί ακριβώς  -  ‘’Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχή μου …‘’-  ας γινόταν  -‘’… και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις   τους εχθρούς μου’’’-  μέχρι τον τελευταίο άμα γίνεται  ! ''...και  απωλείς πάντας του θλίβοντας την ψυχή μου …’’  έτσι!


Απ έξω γίνονταν χαμός, η καταιγίδα είχε διαλύσει όλα τα τσαντίρια και τα αντίσκηνα,  τα είχε κάνει γης Μαδιάμ, όλα κολυμπούσαν μες τα νερά,   τύποι μαυριδεροί  πάλευαν να μαζέψουν και να τα ξαναστήσουν ώστε να συνεχιστεί το νταβαντούρι.  Όλοι οι ανάπηροι κι οι σακατεμένοι της γης είχαν μαζευτεί και ξεφώνιζαν,  πλανόδιοι είχαν στήσει καντίνες με σουβλάκια και κρέατα, οι  γύφτοι απανταχού της οικουμένης είχαν κουβαλήσει στους πάγκους τους όλα τα κινέζικα ρούχα και τα υφάσματα που ξεφορτώθηκαν στα λιμάνια της χώρας ,  το θέαμα  ήταν απίστευτα τριτοκοσμικό,  μια  φίλη  έψαχνε στο σωρό με τα φορέματα γιατί   εκεί, μες σ αυτό το χάος και το πανικό  τον απίστευτο, εκεί μέσα   υπήρχαν  κομμάτια με σχέδια θαυμάσια,  γραμμές και λουλούδια υπέροχα, άμα  έψαχνες  λίγο μπορούσες να ξεθάψεις  πράγματα καταπληκτικά…

 Στους κήπους που κρέμονταν απο πανω μας ο  παππάς  που είχε κάνει στο Γιέηλ      εξηγούσε  πως έφεραν  τα λείψανα   οι πρόσφυγες απ τα μέρη τους κουβαλώντας τα κάτω απ τον κόρφο,  με κίνδυνο της ζωής τους,  ήταν ότι πιο πολύτιμο είχαν,  θα μπορούσαν να πεθάνουν γι αυτά,  τάσερναν  μαζί τους στους ατέλειωτους λασπόδρομους της Θράκης καθώς ακολουθούσαν την ατέλειωτη γραμμή των κάρων, τα έκρυβαν   και στα καράβια που διέσχιζαν το Αιγαίο μες τη κάψα του καλοκαιριού, απ τη μια άκρη  της θάλασσας  ως την άλλη.
 Καθόμασταν εκεί και κοιτάζαμε  όλο αυτό που είχε φτιάξει ο άνθρωπος όταν παράτησε την Αμερική όπου έπαιρνε ένα κάρο λεφτά.  Θα περίμενε κανείς ότι το μέρος θα γαλήνευε τις ψυχές  όμως το αντίθετο στη πραγματικότητα συνέβη.  Όμως δεν τα έλεγα εγώ πια μα κάποιος άλλος, όχι όποιος κι όποιος ,  δε μπορούσαν να μην τ ακούσουν τουλάχιστον,   είχαν σαλτάρει,  δε ήθελαν  να το  πιστέψουν, παρεκτρέπονταν,   χρησιμοποιούσαν εκφράσεις ανάρμοστες, αλλά φίλε  μου όταν κάνεις συζήτηση σέβεσαι στοιχειωδώς τον άλλον, τηρείς κάποιους κανόνες έτσι δεν είναι, δε μπορείς να  χρησιμοποιείς εκφράσεις  χυδαίες,  δεν είναι σωστό,  δεν είναι πρέπον,  ακόμα κι όταν λες ‘’Άστα αυτά τα καραγκιοζιλίκια!’’ παρεκτρέπεσαι,  παραφέρεσαι,  πως θα γίνει, κράτα ένα επίπεδο,   εγώ ποτέ δε σου μιλάω έτσι, προσέχω πάντα  τι λέω αν τόχεις προσέξει, αν δε μπορείς  μη ξεκινάς τη συζήτηση, αν δεν έχεις επιχειρήματα κάνε πάσο, κάνε πίσω, παραδέξου τον άλλον, δε θα πάθεις τίποτα!
Κάποιος έλεγε   για τις γυναίκες που σε παρασέρνουν και  σε κάνουν να  βγάζεις τα μάτια σου,  ο παππάς  αράδιασε  ήρεμα μια σειρά αποσπασμάτων,  απ τον  Κοσμά  τον Αιτωλό  και  τον Αδαμάντιο Κοραή,  τον Ιωάννη Χρυσόστομο  και τον  Γρηγόριο τον  Παλαμά,   το Θωμά Ακινάτη,  τον Παϊσιο και τον   Άγιο Νεκτάριο , το άτομο ήταν από αλλού,  χαιρόσουν να τον ακούς,  με καθησύχασε,   ένα βάρος μούφυγε, ήμουν εντός γραμμής, δεν είναι αμαρτία αλλά το πιο φυσικό πράγμα στο κόσμο κι ούτε είναι ανάγκη να σκέφτεσαι πονηρά. Ακόμα κι όταν βλέπεις μια παντρεμένη με παιδιά δεν είναι ανάγκη να σκεφτείς  τα Σόδομα άλλα γυναίκα είναι κι αυτή,  κι αν είναι όμορφη και της κάνεις ένα κομπλιμέντο δε χάλασε ο κόσμος, το χρειάζεται ίσα ίσα αρκεί να ξέρεις που να σταματήσεις. 

  Έλεγε ότι δεν είναι κακό να θαυμάζεις τις γυναίκες, δε κάνεις καμιά αμαρτία, άλλο που δεν ήθελα εγώ που τις χαζεύω όλη την ώρα και τη καταβρίσκω με μερικές που έχουν αυτό το κάτι άλλο, ξέρεις τώρα, αυτές με  τα μαλλιά στο χρώμα του κόρακα, το λευκό πουκάμισο,  το άσπρο δέρμα όπου μπορείς να διακρίνεις μερικέ φορές εκατομμύρια  κουκίδες μικρούτσικες , το τζιν, τα σανδάλια,  τα σκουλαρίκια που καταλήγουν σ ένα πράγμα  σα σταγόνα  νερού έτοιμη  να πέσει από   στιγμή σε στιγμή στο δέρμα τους. Ή τις άλλες, αυτές με το πράσινο  φανελάκι, το μαντήλι τυλιγμένο στο κεφάλι στο ίδιο χρώμα,  τις τζιν φόρμες,  τα κοσμήματα με τ αρχαία σχέδια, τα μαύρα γυαλιά. Η τις άλλες, αυτές με τα μακριά ατέλειωτα  πόδια  δίχως  καθόλου κυτταρίτιδα, τις  δυο βέρες στα δάχτυλα, τα σημάδια από τον ήλιο που σχηματίστηκαν στο μέρος που  περνούσαν οι τιράντες του φορέματος  στη ράχη τους ,  ή αυτές περπατούν με το στήθος προτεταμένο γεμάτες αυτοπεποίθηση, με τα σορτσάκια  που καταλήγουν σε κάτι δαντελίτσες,  τα χαμηλά άσπρα παπουτσάκια,  ή αυτές που  μαζεύουν τα φουστανάκια τους σαν  πιάνει να φυσά κι αυτές που βγάζουν τ άσπρα μπράτσα τους στον ήλιο  βάζοντας  αντηλιακό από γιαούρτι.
 
Και τι να πεις για κείνα τα δυο μανούλια που περνούσαν από  κει  όπου καθόμασταν χτες με τ άλλα παιδιά και  με το Χρήστο, τον καλύτερο κονφερασιέ  που υπάρχει στο  κέντρο, κι όταν τις φώναξε ήρθαν ρε φίλε και κάθισαν μαζί μας, ορκίζομαι ότι έτσι έγινε, ειδικά το ένα με την ανοιχτή τη μπλούζα  που άφηνε να φανούν ένα σωρό ήταν φοβερό!  Αλληθώριζε  λίγο αλλά ποιος νοιάζεται, είχαμε πέσει όλοι απάνω του να το φάμε όπως ήτανε,   όμως κι αυτά είναι μέρος της ζωής, πώς να το κάνουμε, κι αν  πάει αλλού το μυαλό σου δεν είναι ανάγκη να σκέφτεσαι κάτι  διεστραμμένο και να καλύπτεις  το θέμα μ ένα πέπλο σκοτεινό,  ύποπτο και βρώμικο.
Μ  αρέσουν ρε φίλε, το αντίθετο θα ήταν αφύσικο,  μ αρέσουν όταν προσπαθούν να δροσιστούν με ριπίδια και βεντάλιες ή  κατεβάζοντας ελαφριά το ντεκολτέ,   όταν σου σφίγγουν το χέρι με δύναμη δείχνοντας ειλικρινή φιλικότητα   εκεί που δε το  περίμενες,  κάπου  στα Λουλουδάδικα,   δίπλα  σε βαρέλια ξύλινα, στρογγυλά και δίσκους πεταμένους,   φιγούρες   κόβουν σαλάτες στο πίσω μέρος κάποιας κουζίνας,    άνθρωποι  πίνουν μπύρα από ποτήρια κολονάτα, μια μπόρα πιάνει, αυλάκια  νερού τρέχουν προς  τις σχάρες, λίγο τις λιμνούλες  ήσυχου νερού  σχηματίζονται  στην επιφάνεια  της τρικυμισμένης θάλασσας που παίρνει ένα χρώμα  πότε τουρκουάζ και πότε σμαραγδένιο, μ αρέσουν ...
Περάσαμε σε μια αίθουσα, τραπέζια τεράστια, χαμηλά, ξύλινα, πέτρες  που τις έγλειψε το κύμα ώσπου ν αποχτήσουν καμπύλες,  ένα μπολ με βερίκοκα χνουδωτά, το πάτωμα στρωμένο  μ ένα μάρμαρο  σ ένα χρώμα απαστράπτων πράσινο  έδινε μια αίσθηση δροσιάς, αλλού,  μια ρίγα  μαρμάρινη σε χρώμα γλυκό καφετί, από κάτι ηχεία ακούγονταν  μια  μουσική απαλή,  σούρχονταν να βγάλεις τα παπούτσια και να ξαπλώσεις σ εκείνο το δροσερό δάπεδο.

 Γύρω  υπήρχαν αραδιασμένοι  αμφορείς  και πιθάρια  σε μεγέθη και σχήματα διάφορα,   το μέρος θύμιζε τη σπηλιά των κενταύρων,  αυτή   όπου είχε θαμμένο μες  τη γη  ο Κένταυρος  Φόλος   το  ασκί με το καλύτερο κρασί  και σαν υποδέχτηκε τον Ηρακλή και  το  άνοιξε μια   ευωδία υπέροχη ξεχύθηκε,  τόσο μεθυστική  που τρέλανε τους άλλους Κενταύρους .  Πιθάρια  βλέπαμε  σαν  το χάλκινο   όπου βουτούσε ο Ευρυσθέας που βασίλευε στις  χρυσοφόρες Μυκήνες και στην Τίρυνθα   κάθε φορά που  ο Ηρακλής τούφερνε ένα καινούριο τέρας.    Ούτε που ξέραμε  πως βρέθηκαν κατά κει  όλα αυτά  κι αν   ήταν αυθεντικά, πάντως   υπήρχαν   στάμνες,  υδρίες και    κύλικες ζωγραφισμένοι  στο στυλ  του Εξηκηία, μελανόμορφοι κι ερυθρόμορφοι  .  Μπορούσες να δεις   τον Ηρακλή να καθησυχάζει  απαλά τον κέρβερο με το δεξί του χέρι ενώ με το αριστερό ετοιμάζονταν να του περάσει την αλυσίδα στο λαιμό,  αλλού   τόξευε τον ήλιο  γιατί  τον χτυπούσε  το καταμεσήμερο με τις αχτίδες του κάπου στη χώρα των Ιβήρων όπου πήγε να βρει τα βόδια του Γηρυόνη. Ο Ερυμάνθιος κάπρος  στριμωγμένος  μες το χιόνι,  η υπέροχη  ελαφίνα  με τα χρυσά κέρατα  που έβοσκε στις πηγές του Ερινύτη, το άλσος της Νεμέας όπου σκάλισε τρομερό του ρόπαλο, ένας  κάβουρας δάγκωνε  τη φτέρνα του ήρωα που  πάλευε με τα  κεφάλια της Ύδρας,    ο κάβουρας    αυτός που έγινε αστερισμός αργότερα ...

Όπως βράδιαζε φώτα άναβαν στις φυλλωσιές ανάμεσα,  από ψηλά έβλεπες αεροπλάνα να ξεδιπλώνουν τις ρόδες τους καθώς χαμήλωναν προς το έδαφος πολύ κοντά στα κίτρινα σταροχώραφα που απλώνονταν από κάτω τους, στο βάθος   γιγαντοαφίσες κρεμασμένες ψηλά  διαφήμιζαν στρώματα και κέντρα νυχτερινά,  ‘’Δε τ αντέχω αυτά τα αεροπλάνα!’’ είπε ο παπάς αναστενάζοντας  ‘’Εμένα πάλι πολύ μ αρέσουν!’’ αντέτεινα ….

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

ΚΥΑΝΟΥΣ ΧΑΛΥΒΑΣ



Δεν ξέρω αν το κατάλαβες αλλά εκείνη τη μέρα σε χρειαζόμουν απελπισμένα, σε χρειαζόμουν εκεί ακριβώς μωρό μου να πάρω λίγο τ ’ απάνω μου, σκεφτόμουν μέσα μου ‘’Θε μου ας κάτσει απέναντι μου εκεί στο πάγκο να τη κοιτάζω τώρα που το θέλω!’’ και ρε φίλε αυτό ακριβώς έκανε, αυτό ακριβώς!

Καθόσουν εκεί πέρα τρώγοντας ένα τοστάκι με μια φετούλα ντομάτα που κοκκίνιζε στην άκρη , μιλούσες με κάποιον και με κοίταζες, με κοίταζες όλη την ώρα και γελούσες μ εκείνο το δροσερό χαμόγελο κι εγώ κοίταζα το λευκό δέρμα, τους στρογγυλούς ώμους που τους διέσχιζε μια γυαλιστερή λωρίδα πλαστικού στηθόδεσμου, τα νύχια βαμμένα στο χρώμα του ασβέστη με τη βαφή να έχει ξεθωριάσει κάπως , τα δάχτυλα των ποδιών που πρόβαλαν ανάμεσα απ τα διχαλωτά σανδάλια, τ ασημένια σκουλαρίκια, το μαργαριταρένιο βραχιόλι, τα κοραλλένια χείλια. Σταύρωνες όμορφα τα πόδια, μπορούσα να δω ένα σημείο από κάποιο τραύμα που είχε αφήσει ένα σημάδι σα φυλλαράκι πάνω στη γάμπα , σε χρειαζόμουν σ εκείνο το μέρος που οι φοιτητές έπαιζαν χαρτιά με μια τράπουλα κινέζικη, τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν στο βάθος του μαγαζιού κουβαλώντας δίσκους, κοπέλες άδειαζαν νερό κελαρυστό σε μεγάλα ποτήρια τεμπέληδων που κάθονταν αραχτοί κι εσύ εκεί στο ψηλό σκαμπό στεκόσουν κι ήταν σα να φώτιζες το μέρος ολόκληρο….

Σε χρειαζόμουν εκείνη τη μέρα οπωσδήποτε έτσι όπως ήμουνα , στο νοσοκομείο είχα πάει να δω τη κυρία Γιολάντα που είναι στα τελευταία της, έχει αλτσχάιμερ και δε θυμάται τη τύφλα της όμως έφερνε τα χέρια στο μέρος της καρδιάς σαν να έλεγε ‘’Ευχαριστώ!’’ όποτε της έδινα μια γουλιά νερό με το πλαστικό ποτηράκι. Αλλά δε μπορείς ν αφήσεις μοναχό έναν άνθρωπο που δεν έβλαψε αλλά ωφέλησε στη ζωή του, του αξίζει να πεθάνει με αξιοπρέπεια όπως έζησε, με κοίταζε χαμογελώντας ελαφρά σα να έλεγε ‘’Κάπου σε ξέρω εσένα!’’.

Σε χρειαζόμουν απελπισμένα, εκείνο το βλέμμα που ήταν τόσο θετικό σα να έλεγε ‘’Έλα, μη φοβάσαι!’’, κι ύστερα σαν καθίσαμε κάπου, σε μια γωνιακή καφετέρια όπου παράγγελναν παγωτό με κυδώνια και σταφύλια που μου έλεγες ότι ποτέ δε μπορούσες να προσανατολιστείς, πάντα χανόσουν όπου κι αν πήγαινες. Κοίταζα τη βροχή που έπεφτε και τις σταγόνες που κυλούσαν στη ράχη σου , άνθρωποι μέσα κι έξω από αυτοκίνητα περνούσαν, καράβια έμπαιναν στο λιμάνι αφήνοντας μια γραμμή άσπρη πάνω στην επιφάνεια του νερού, σιλουέτες κρατώντας ομπρέλες κινούνταν ανάμεσα σε πίδακες νερού που εκσφενδόνιζαν τα συντριβάνια, πικροδάφνες ανθισμένες στα στενά, μια παιδική χαρά έρημη, σκύλοι βρεγμένοι περπατούσαν ανάμεσα στις κούνιες, φυτά αναρριχώμενα σκορπούσαν στον αέρα το άρωμα τους, ένα πάρκο γεμάτο σκουπίδια, μπουκάλια πλαστικά, χαρτιά, κουτιά, τσιγάρα, αντικείμενα μεταλλικά ότι μπορείς να φανταστείς.

 Σκεφτόμουν γιατί να τα πετούν όλα εκεί πέρα, γιατί δεν υπήρχε κάποιος να τα μαζέψει, μούρχονταν να σηκωθώ και να πιάσω να μαζεύω, πως μπορούν να είναι τόσο αναίσθητοι, να μη δίνουν δεκάρα, τι σόι άτομα είναι αυτά, τι είδους κόσμος, έπαιζαν εκεί με τα σκυλιά τους και το είχαν ισοπεδώσει, το είχαν μεταβάλει σε κρανίου τόπο, ευτυχώς έβρεχε και το χορτάρι ανασταίνονταν! Σκεφτόμουν ''Θε μου είναι όμορφα εδώ κι από λάθος μπορώ να σωθώ!'', Κι ύστερα σκεφτόμουν ότι εκείνο το πάρκο δεν το είχα προσέξει ξανά, σα να μην είχα περάσει ποτέ από κει πέρα, ένα ζευγάρι δίπλα , αυτή μια αδιάφορη εντελώς, αυτός μ ένα δαχτυλίδι τεράστιο γεμάτο σχέδια παράξενα που θύμιζε σφραγίδα του βασιλιά, κάθονταν αμίλητοι εκεί για μια ώρα ρε φίλε, δεν είπανε τίποτα μεταξύ τους…

Όλο άγχος είχα τη μέρα εκείνη, στο λεωφορείο χάλασε το mp3 κι ένιωθα εντελώς απροστάτευτος, τ αυτιά και τα μάτια εκτεθειμένα σ ότι άσχημο, έπρεπε ν ακούω ένα σωρό ηλίθιους που αράδιαζαν αηδίες απίστευτες. Στο νοσοκομείο γιατροί γκρινιάζανε, νοσοκόμες και καθαρίστριες, ένας γύφτος με δόντια χρυσά στις δυο μεριές του στόματος του πήγαινε κι έρχονταν στο διάδρομο, άνθρωποι παραιτημένοι με σωληνάκια στα μπράτσα τους κάθονταν σε κάτι πολυθρόνες κι έδειχναν να περιμένουν κάποιον . Μια γυναίκα έλεγε ότι είχε εκεί πέρα είχε τη μάνα της που έπαθε εγκεφαλικό και δεν θυμόταν το νούμερο της θυγατέρας της για να τηλεφωνήσει. Έμενε μοναχή της, έψαχνε στο μπλοκάκι με τα νούμερα, οι αριθμοί χόρευαν μπροστά στα μάτια της, είχε μια θολούρα. Όταν τη φέρανε εκεί πέρα ήθελε να φύγει, δε δέχονταν γιατρούς και φάρμακα, είχε φοβίες και ξαφνικά, απότομα της ανέβαινε η πίεση. Όλα λέει είχαν ξεκινήσει από τότε που είχε βρεθεί σε μια χώρα του εξωτερικού, είχε μπερδέψει μ ένα Σέρβο τις αποσκευές της, την κρατήσανε εκεί πέρα για μια νύχτα, είχε τρομάξει, πρώτη φορά είχε βρεθεί ολομόναχη σε ξένο μέρος, όλο το σκηνικό της είχε φανεί τρομαχτικό, σα να είχε χάσει τη γη κάτω απ τα πόδια της, κλονίστηκε από τότε, έπαιρνε ψυχοφάρμακα, δεν μπόρεσε να συνέλθει έκτοτε, της είχε μείνει το κουσούρι….

Σε χρειαζόμουν εκείνη τη μέρα , μπορώ να στο πω τώρα, κι εκείνο το πρωινό όλα έμοιαζαν κάπως, στο αστικό εργάτες με φόρμες λερωμένες κι άλλοι έτρεχαν να προλάβουν,  ο οδηγός είχε αλλάξει διαδρομή, είχε παραδοθεί ένα κομμάτι του δρόμου όταν τελείωσαν τα έργα που εκτελούνταν, όταν τον ρώτησα γιατί πηγαίνει μονάχα αυτός από κει μου είπε ότι νόμιζε πως έτσι κάνουν όλοι, ότι κανένας ποτέ δεν του είχε πει τίποτα πριν από μένα, σα να ήταν στο κόσμο του έμοιαζε, οδηγούσε μηχανικά, συνέχισε τη πορεία του….

Φοιτητές αγουροξυπνημένοι κρατώντας σημειώσεις πήγαιναν να δώσουν μαθήματα, εργάτες τρόχιζαν τα μαρμάρινα σκαλιά στο Βελλίδειο, σε χρειαζόμουν, περνούσα καλά μαζί σου, το ήξερα ότι ήσουν έξυπνο και καλό, ότι θα με προστάτευες τότε που έπρεπε, δε γκρίνιαζες, έβγαζες όλο ενέργεια θετική, ήξερες πώς να με κάνεις να νιώσω καλά, μάντευες τι μου άρεσε πραγματικά, ένιωθα ότι σου άρεσε κι εσένα όλο αυτό και δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι συνέβαινε σε μένα, που είσαι τώρα όμως, που έχεις χαθεί, τι θα γίνω μοναχός μου πάλι, που να σε γυρέψω…

Όλοι μιλούσαν εκείνη τη μέρα για διακοπές κι αποδράσεις καλοκαιρινές, μια έγκυος χάιδευε το μωρό στη κοιλιά της, τα είχα δει όλα. Στη ταβέρνα που είχαμε πάει όλοι είχαν νεύρα, καθώς τσιμπλογούσαμε ψάρια και βουτούσαμε μέσα σε ντοματοσαλάτες, τα είχαν βάλει μαζί μου, ήμουν λέει ή χαζός ή βολεμένος, όμως ρε παιδιά όχι, τουλάχιστον όχι το δεύτερο, είμαι κι εγώ στον αέρα όπως όλοι κι ούτε ξέρω πως θα μου ξημερώσει αύριο. Όμως ποιος το ξέρει άραγε, κι όσες ασφάλειες κι εγγυήσεις βρεις ποτέ δε μπορείς να ξέρεις, ποτέ δε μπορείς να εφησυχάσεις οριστικά, κάνε και μια βόλτα στα νοσοκομεία να δεις τι γίνεται, έτσι είναι! Όλοι τρελαμένοι, θέλουν να τα βγάλουν από μέσα τους, να ξεσπάσουν, να σε βαρέσουν, σιγά ρε παιδιά, ψυχραιμία! Βαριόμουν ειλικρινά να εξηγώ, είναι τόσο σίγουροι ότι είναι σωστοί απλά και μόνο επειδή συμπλέουν με το ρεύμα, εκεί μέσα μπορείς να σκεφτείς και να κάνεις ότι βλακείες θελήσεις χωρίς ν ανησυχείς, έχεις  την ασφάλεια  που σου δίνει το  ότι ανήκεις στους πολλούς, δε το ψάχνεις, για ποιο λόγο άλλωστε, όμως τους βλέπω πως πάλι ετοιμάζονται τα ίδια λάθη να κάνουν,απλά  για να ξεσπάσουν,  τόσο καιρό κάθομαι και τους ακούω αλλά αρχίζει να μου τη δίνει , θέλω να τους πω   ότι  πρέπει να κάνουν πιο απλή, πιο εύκολη τη ζωή τους, να ξεφορτωθούν ένα σωρό βάρη άχρηστα, να αλαφρώσουν λίγο, και συγνώμη αλλά θέλει και μια δόση γενναιότητας όλο αυτό, δε γίνεται να φοβάσαι με το παραμικρό!

Όσο ψυχοβγαλτική και να είναι η εποχή πάντα πρέπει ν αντιστέκεσαι κάπως, να κρατάς τη ψυχραιμία σου στα δύσκολα χωρίς να σε παίρνει μπάλα το παραμικρό φύσημα, το παραμικρό πρόβλημα για ν αρχίσεις να κάνεις ότι να ναι και να λες ότι φτάσει ! Κορόιδευαν ένα ανθρωπάκι που βρέθηκε μαζί μας γιατί έλεγε ότι κάποτε έπρεπε να κάνουν ένα γάμο και μια κηδεία σ ένα σαββατοκύριακο, το Σάββατο παντρεύονταν η αδερφή του και τη Κυριακή πέθανε η μάνα του, τη μια γελούσαν και την άλλη έκλαιγαν, όλη η παρέα κορόιδευε τον ανθρωπάκο απ τα Γρεβενά αλλά εμένα μου φάνηκε εντελώς νορμάλ, όλα έχουν τη θέση τους σ αυτόν τον κόσμο, κι οι χαρές κι οι λύπες, κι οι γάμοι κι οι θάνατοι, κάπως πρέπει να το ισορροπήσεις το πράγμα, δε ξέρω πάλι …

Σε χρειαζόμουν μαζί μου όπως έμπαινε το καλοκαιράκι κι ήταν σα να το ήξερες ότι θα έφευγες, ότι μπορεί να μη σε ξανάβλεπα, ήθελες να είσαι καλή μαζί μου, μου λεγες να σε κοιτώ ίσια στα μάτια όταν σου μιλώ γιατί αλλιώς σου φαίνονταν ότι κάτι ήθελα να κρύψω, σύννεφα σκαρφάλωναν κατά το Χορτιάτη, η θάλασσα όπως πάντα στο βάθος γυάλιζε, τουρίστες νευρωτικοί ρωτούσαν όλη την ώρα κατά που να πάνε, λεωφορεία κουβαλούσαν κόσμο από και προς το αεροδρόμιο, πιτσιρικάδες τρώγανε τοστ στο Ναυαρίνο, κορίτσια με καφέ στο χέρια από τα Μικέλ, μαύροι με φωσφοριζέ παπούτσια αθλητικά....

Σε ήθελα δεν άντεχα άλλο όλους εκείνους τους τύπους και το γέρο που έλεγε ιστορίες για ένα μέρος σ ένα δάσος σκιερό κάπου πάνω απ τη Δράμα, γεμάτο δέντρα κι αγριοφράουλες που μοσχοβολούσαν, μανιτάρια κι αγριολούλουδα σένα χρώμα που πρώτη φορά έβλεπε,  χορτάρι πράσινο που σείονταν με το αεράκι,   δεν είχε ματαδεί τέτοια έξοχη φύση  όπου κι αν πήγε, καθόταν κάτω από μια βελανιδιά τεράστια και χάζευε . Τόσο είχε απορροφηθεί απ το υπέροχο θέαμα που παραλίγο να γκρεμιστεί με το τζιπάκι του σ ένα φαράγγι, η γυναίκα του που ήταν μαζί πρόλαβε και πήδηξε ενώ αυτός προσπαθούσε να το συγκρατήσει βάζοντας για φρένο το πόδι στον κατηφορικό χωματόδρομο, κι εκεί απάνω όλα μαύρισαν και σκοτείνιασαν, έχασε το φως του χωρίς να το καταλάβει, ζαλίστηκε, λιποθύμησε. Όταν ξύπνησε ήταν στη θέση του οδηγού, το όχημα σαν από θαύμα είχε στρίψει μοναχό του λίγο προτού καταβαραθρωθεί στο κενό, έτρεξε να βρει τη γυναίκα του που ήταν καταγής πεσμένη, είχε κουλουριαστεί σα κουβάρι, αίμα έτρεχε απ το κεφάλι της….

Ήθελα να βγάλω απ το μυαλό όλα όσα είχα ακούσει στο νοσοκομείο, για ορυχεία κάπου στη Γερμανία όπου δούλευαν λέει μετανάστες , σε μέρη που ήταν δάση κάποτε κι ύστερα σκεπάστηκαν από χώματα και καταπλακώθηκαν και θάφτηκαν και καταποντίστηκαν και καλύφθηκαν από νερά για εκατομμύρια χρόνια. Υπήρχε σ εκείνα τα μέρη ένα μεταλλείο αρχαίο,  περίφημο που έβγαζε ανάμεσα στ άλλα  κι  ένα  κράμα που όταν το έκαιγαν στο φούρνο και το  έψυχαν αμέσως στο νερό έπαιρνε ένα μαγικό χρώμα γαλαζωπό.  Εκεί  λέει κατέβαιναν κάθε μέρα  χίλια τόσα μέτρα κάτω απ το χώμα, μια φορά τους φάνηκε εκεί μέσα, στο πάτο της γης ότι άκουγαν γέλια γυνακεία, γλυκά πολύ να τους καλούν σε μια στοά βαθιά, κάποιος τα είχε ακολουθήσει, δεν είχε φύγει πολύ μακριά όταν άρχισαν να πέφτουν πέτρες και χώματα και μπάζα, τον καταπλάκωσαν, έτρεξαν όλοι κατατρομαγμένοι στην επιφάνεια ν ανασάνουν αέρα καθαρό όμως έβρεχε συνέχεια, ο αέρας σκέπαζε όλους τους άλλους ήχους,  ένας ντόπος εργάτης μιλούσε για ένα θρύλο αρχαίο, για το θεό λύκο που είχε καταπιεί το φεγγαρι και τον ήλιο και τ άστρα φέρνοντας την αιώνια καταχνια , όλα έμοιαζαν απόκοσμα, είχαν ορκιστεί να φύγουν για πάντα από κείνο το καταραμένο τόπο...

Σε ήθελα να με μαλακώσεις λίγο, να με υσηχάσεις, να με κάνεις να τα ξεχάσω όλα αυτά, να ξεχάσω και  τη γριά που βογκούσε στο θάλαμο του Ιπποκράτειου, είχε σπασμούς, πλησίαζε το τέλος και δεν ήθελε να το δεχτεί, οι θυγατέρες της κλαίγανε, άμα βλέπεις να πεθαίνει ένας γονιός σου που τον έχεις δει σ όλη την εξέλιξη του, από τότε που ήσουν μωρό και σε κρατούσε στα χέρια του κι έπαιζε μαζί σου μέχρι τώρα που τον αντικρίζεις παραδομένο κι ανήμπορο ολότελα αρχίζεις να σκέφτεσαι και το δικό σου τέλος. Είχε μαζέψει τόσο που θύμιζε μούμια τυλιγμένη με σεντόνια που σε κοίταζε κατάματα, σε μια στιγμή μας είπαν να βγούμε έξω, κλείσανε τις πόρτες να μη βλέπουμε, σε ήθελα πολύ, σε χρειαζόμουν ...

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...