Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΗ ΜΠΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΘΡΕΦΤΗ





Oh sister when I come to knock on your door
Don’t turn away you'll create sorrow
Time is an ocean but it ends at the shore
You may not see me tomorrow.

Bob Dylan



Καλά εκείνος ο τύπος ήταν εντελώς παλαβός, μιλάμε φαίνονταν ότι θα κατέληγε στο ψυχιατρείο, τον κυνηγούσε  και μια μελαγχολία αφόρητη όταν άκουγε το'' Σ αγαπώ, σ αγαπώ, σ αγαπώ, η αγάπη αυτή με πεθαίνει!''' μ έναν τρόπο σαν  να μην υπήρχε αύριο.

Χόρευε μ εκείνες τις αλλόκοτες φιγούρες σε μια ντισκοτέκ της δεκαετίας του εβδομήντα, κάτω απ τη μπάλα με τα χιλιάδες κομματάκια του καθρέφτη κολλημένα απάνω της, σε μια πίστα όπου έπειτα ένας τύπος με μια τεράστια αφάνα στο κεφάλι ελίσσονταν ανάμεσα σε φωτορυθμικά, και  πιο αργά,  ένα παιδί  στριφογυρνούσε μανιασμένα ανάμεσα σε φώτα και ποτήρια και πιάτα κομματιασμένα με το κεφάλι ψηλά  μ ένα κομμάτι στ αυτιά ''...ήταν ψεύτικα.... ήταν θάνατος!''

Κάτι μπότες τεράστιες με τακούνια ατέλειωτα φορούσαν τότε θυμάμαι, εσύ Σταυρούλα είχε κρεμάσει μια αφίσα των ABBA στο τοίχο, αυτή που σου είχε στείλει η Λίτσα από τη Γερμανία, μ εκείνους τους βόρειους ξανθομπούμπουρες, και κάτι κασέτες των Boney ' M θυμάμαι, ξέρεις τώρα, ''Ράσπουτιν'' και τα λοιπά καρεκλέ, μια μηχανή SINGER θυμάμαι μ ένα ξύλο καφεκόκκινο που το λούστρο του αναδείκνυε τις παλλόμενες ραβδώσεις του όπου γάζωνες κάτι,  ούτε που θυμάμαι  πια τι.

Αργότερα όταν παντρεύτηκες και κλαίγαμε στο γάμο σου , τις έκρυβες εκείνες τις φωτογραφίες κάτω απ τους χρωματιστούς μουσαμάδες, τις φωτογραφίες με τον τύπο που κατέληξε αργότερα στις φυλακές της Κομοτηνής και στο ψυχιατρείο, εκεί στο Παλιό, στη παραλία έξω απ την καβάλα στην Πέραμο και στην Ηρακλείτσα κοντά όπου τον πέτυχες και βιάστηκες να φύγεις όπως σκεφτόσουν ‘’Κοίτα πως έρχονται τα πράγματα!

'Ένα σπίτι θυμάμαι αργότερα, ανάμεσα στα καλαμποκώραφα, στο Νέστο, εκεί όπου το καλοκαίρι το ποτάμι είναι τόσο ρηχό που περνάς απέναντι βυθίζοντας τα γυμνά σου πόδια στην άμμο που χρυσίζει.
Καλά μιλάμε τα είχα δει όλα κατά κει, κατά τη Χρυσούπολη, πιο μετά, όταν χώρισες κι έτρεχα μάρτυρας στα δικαστήρια για το διαζύγιο σου τι ήταν κι εκείνο !

Ένα πρωινό ομιχλώδες, κοντά στο άλλο το σπίτι με τις ατέλειωτες σκάλες όπου είχαμε έρθει με τον μπαμπά, τότε που γέννησες το Βασίλη κι ο μπαμπάς που είχε σκάσει απ τη ζέστη πήρε τα στρώματα και κοιμήθηκε στη ταράτσα, ανάμεσα σε κάτι κεραίες, σιγά μην τόχανε, εκείνο το ομιχλώδες πρωινό λοιπόν ήμουνα μοναχός, στριμωγμένος πλάι σ ένα καλοριφέρ, όλοι οι συγγενείς του Τάκη είχαν έρθει εξαγριωμένοι, με κοιτούσαν άγρια , έλεγα πάει θα με λιντσάρουν εδώ πέρα, δε φεύγω ζωντανός, δεν υπάρχει περίπτωση!

Και βέβαια ρε Σταυρούλα σου είμαι ευγνώμων, πως θα μπορούσα να νιώθω διαφορετικά άλλωστε, για όλα εκείνα τα βράδια που με φιλοξενούσες, τότε που έπαιρνα άδεια απ το στρατό, και το λεωφορείο της Αλεξανδρούπολης που με έφερνε από κει πάνω από τον Έβρο μ άφηνε έξω στα χωράφια, ένα φορτηγό με είχε κουβαλήσει κάποτε μέχρι τη Χρυσούπολη, ένας τύπος ξενυχτισμένος.

Σου είμαι ευγνώμων βέβαια και για τότε που με ξελάσπωσες, όταν είχα μείνει μοναχός στους πέντε δρόμους, εκεί κάτω στη Κύπρο, στη Λάρνακα, είχα καταρρεύσει μπροστά σ έναν τηλεφωνικό θάλαμο, έκλαιγα χωρίς να μπορώ να σταματήσω, μια τηλεκάρτα είχα στο χέρι,  κάτι ροζ κυκλάμινα έδειχνε, το ενενήντα πέντε ήτανε να πάρει ο δαίμονας, από τότε έχω να κλάψω έτσι, για να δεις ότι δεν είμαι χοντρόπετσος όπως λες, που θα πάει, θα σπάσω κάποια στιγμή,θα καταρρεύσω, θα διαλυθώ ξανά, θα γίνει κι αυτό!

Είναι κάποια πράγματά για μένα για το παρελθόν μου, που μόνο εσύ τα ξέρεις, δεν υπάρχει άλλος να μου τα πει, να τα μοιραστώ μαζί του , τα χρειάζομαι κι αυτά και άλλα, όλα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώτικα, διαφορετικά πιο εύκολα να πάρει ο διάβολος , αλλά έτσι είναι, δε μπορείς να κάνεις τίποτα πια !

Τώρα για τη κηδεία του μπαμπά, εκεί όπου είπες πάνω από το φέρετρο ότι κάποιοι πήραν τη κακία, του δε πιστεύω να το εννοούσες ρε, δεν είμαι τόσο κακός, λίγο σκληρός ίσως, αλλά πες μου πως αλλιώς να είμαι σ αυτόν τον τρελαμένο κόσμο που θέλει να σε ξεσκίσει ζωντανό, όχι πες μου, κι αν την ώρα που με πήρες για να μου πεις κλαίγοντας ότι πέθανε ο μπαμπάς εγώ έγραφα ένα κείμενο στο ίντερνετ, και σκέφτηκα ''Τώρα τι κάνουμε, μήπως θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω λίγη φόρτιση για το κείμενο;'', ξέρω ότι σε δικαίωσα, αλλά τι να κάνω ρε συ, έτσι είμαι φτιαγμένος, έτσι λειτουργώ, δε μπορώ!

Κι όταν χώρισα δεν έπρεπε να μου φερθείς τόσο σκληρά, εκεί στον Όμιλο τον Ιστιοπλοϊκό , στη παραλία της Καβάλας, όταν εγώ ήμουνα κομμάτια και θρύψαλα και συ μούκανες επίθεση, έβγαζες τα απωθημένα σου, αλλά ρε Σταυρούλα εγώ τότε ήθελα κάποιον να μου σταθεί λίγο, δε μπορείς να φανταστείς πόσο σε χρειαζόμουνα τότε, σκεφτόμουν ''Καλά ρε φίλε, τι γίνεται εδώ πέρα, αυτή υποτίθεται ότι είναι με το μέρος μου '', κι όταν μου πήρες απ το χέρι το κλειδί του διαμερίσματός σου, εκείνο το με το κόκκινο μπρελόκ, πολύ με πείραξε ρε, μπορεί να μην ήτανε τίποτα, αλλά με πείραξε !

Έπρεπε να περάσω ένα κάρο  Χριστούγεννα και Πασχαλιές τριγυρνώντας σαν την άδικη κατάρα, αλλάζοντας ταξί και λεωφορεία σε μέρες όπου όλοι έτρεχαν στους δικούς τους, έβλεπα τη ψυχολογία μου να γκρεμίζεται στα τάρταρα, κρατιόμουν από μια κλωστή, πόσες φορές η ίδια ιστορία, τότε σε χρειαζόμουν πολύ, εντάξει είμαι λύκος μοναχικός ,  αγρίμι, ότι θες,  άλλα όλοι θέλουν ν  ανήκουν κάπου, δε γίνεται αλλιώς,  δε λέει!

Τώρα άμα θες το πιστεύεις άλλα δεν έμεινα μόνος όπως έλεγες, το αντίθετο, αλήθεια λέω, μα το θεό, έχω βρει και κάποιους που μ αγαπούν, εγώ ο μούχλας, καλά αυτά δε γίνονται, αλλά να,  μου πήρε βέβαια μισή ζωή να τους βρω, όμως έγινε κι αυτό, ούτε κι εγώ δεν το πιστεύω αλλά έτσι συμβαίνει, μα το χριστό !

Και να σου πω κάτι κάτι, είχα κουραστεί μ όλη αυτή την οξύτητα και τις μπερδεμένες καταστάσεις όπου έμπλεκες συνέχεια, δε μπορούσα άλλο, δεν άντεχα, συγνώμη αλλά προτιμώ λίγο θετικά να σκέφτομαι, να είμαι  μπροστά όταν οι άλλοι σκέφτονται ακόμα τη προηγούμενη κίνηση, δεν αντέχω, ήδη έχω ξεχάσει αυτά που σκεφτόμουν χτες, όχι ότι δε μπορώ να τα πάρω παραμάζωμα όλους και όλα αν χρειαστεί, να τα τινάξω στον αέρα, εσύ το έχεις πει κι αυτό, θυμάσαι, αλλά να δε μπορώ, δε γίνεται όλη την ώρα, είναι κουραστικό πολύ !

Μπορεί νάμαι ξεροκέφαλος, άμα πάρω μια απόφαση να μην αλλάζω γνώμη με καμιά δύναμη, κι όταν λέω κάτι να το εννοώ και να μη μπλοφάρω, αλλά και πάλι τι να κάνω, έτσι είμαι, και μη πεις ότι δεν το προσπάθησα να σε καταλάβω, όμως κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, και πάλι απ την αρχή να ξεκινούσαμε τα ίδια θα γίνονταν, δεν αλλάζει, δε μπορείς να κάνεις τίποτα!

Γιατί όταν είμαι ντεφορμέ και στα κάτω μου θέλω κάποιον να με στηρίξει, να με δεχτεί, να με ανεχτεί, να μη  με πουλήσει την κρίσιμη στιγμήν τότε που θα τρεκλίζω χαμένος και καταποντισμένος, είναι θέμα αυτοσυντήρησης στοιχειώδους καταλαβαίνεις τώρα, ίσως και να μεγάλωσα επιτέλους, επιτέλους,  επιτέλους !!

Και μπορεί στο τέλος να τα βρούμε ρε γαμώτο, εγώ σ αγαπώ πάντα, αυτά τα πράγματα δε βγαίνουν από μέσα σου, δε μπορώ να ξεχάσω κάτι κορίτσια να στροβιλίζονται ανάμεσα σε φωτορυθμικά και κομματάκια καθρέφτη κολλημένα στις λάμπες που γύριζαν και κάτι παιδιά που χόρευαν ανάμεσα σε πιάτα και ποτήρια και φώτα κι ανθρώπους και καπνούς και φωτιές, και πυρκαγιές,  μ ενα κομμάτι στ αυτιάτους
 ''... ήταν θάνατος !!!

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

ΛΕΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΔΡΑΚΟΝΤΕΣ

Δυο πύρινες γραμές από κηροζίνη χαράζονται πάνω από ένα βουνό το λιόγερμα, από μια θάλασσα δίπλα περνούμε, βάρκες σκίζουν τα νερά, κύματα έρχονται προς την ακτή κατά ομάδες, κάτι χωριά πνιγμένα στην ομίχλη, κεραμίδια κόκκινα, φυλλωσιές κίτρινες, γη ξερή που καρτερεί τις βροχές, στα ρέματα φυτρώνουν πλατάνια, κυπαρίσσια κι ελιές , γαλαρίες περνούμε, ένα σημείο πάνω στο δρόμο όπου ένα αμάξι κάηκε, η άσφαλτος έχει λιώσει σ΄ ένα κομμάτι της, κάποιος έχει γράψει στο τσιμέντο ''Φωτιά στο άδικο!!!'' επιτέλους ένα ωραίο σύνθημα .

Πουλιά πετούν πάνω από μια λιμνοθάλασσα σα να καθρεφτίζονται, κι άλλα ψηλά αρμενίζουν κρώζοντας σ ένα σμήνος με σχήμα Υ, ένα ποτάμι βαθύδινο κυλά αργά προς τη θάλασσα δίπλα σε καλαμιές που σείονται στον άνεμο, λεύκες αραδιασμένες, φυτά υδρόβια στα κανάλια, πράσινες λωρίδες νερού στην παραλία, κάτι ψάρια είχαμε ψήσει εδώ κάποτε παραχώνοντας δυο πέτρες μεγάλες στην άμμο, κάτι αμπέλια πιο κει, ένα κορίτσι δούλευε μαζεύοντας σταφύλια σ αυτά τα αμπέλια κάποτε , ένα κασετόφωνο είχε πάρει με τα λεφτά που μάζεψε .

Η θάλασσα ημερεύει το τοπίο, σκέφτομαι εκείνον το μυθολογικό ήρωα που είχε το χάρισμα απ τον πατέρα του το Ποσειδώνα να περπατά πάνω στα κύματα, τα νερά ξεπλύνουν το κουρασμένο μάτι, λύνουν τους αρμούς της σκέψης, απελευθερώνουν τη μνήμη, ξετυλίγουν τη φαντασία, όλα μπαίνουν σε τάξη.

Έναν απολογισμό θέλω να κάνω, τι έκανα σωστά κάποιους απέρριψα οριστικά, κάποιους κράτησα, έκανα σωστά όμως, θα μου βγουν τα πονταρίσματα άραγε, που είναι αυτή όταν δύει ο ήλιος, γιατί να μου φερθεί έτσι, γιατί να δείξει κακία τότε που τη χρειαζόμουν αληθινά, γιατί οι γυναίκες βγάζουν τη άσχημη πλευρά τους μαζί μου, τι έχω κάνει λάθος, από την άλλη κάτι διαφορετικό πρέπει να συμβαίνει με μένα, κάτι βλέπουν που τις τρελαίνει και βγάζει την αληθινή τους φύση, δεν εξηγείται αλλιώς κάθε φορά το ίδιο πράγμα να συμβαίνει , μπορείς να το δεις κι έτσι.

Εικόνες αναδύονται από παλιά, μια ταινία που είχα δει παλιά να διαφημίζεται'' Η κυρία και ο ναύτης!'', ένα νησί, κάτι βράχοι άσπροι, κοφτεροί, ένα ζευγάρι κολυμπά βαθιά κάτω απ τα νερά που τα διαπερνά ο ήλιος, αγκαλιάζονται μες το νερό, μια άλλη σκηνή άσχετη, μια γυναίκα σκύβει μπροστά σε μια πόρτα, με μια φουρκέτα που τραβά από τα μαλλιά της βγάζει ένα κλειδί, το ρίχνει πάνω σε μια εφημερίδα που έχει τοποθετήσει από κάτω.


Μια άλλη σκηνή από άλλη ταινία, το φάντασμα ενός προφήτη αναδύεται από ένα καμίνι, έναν μανδύα μακρύ φορά, κάποιος πέφτει με το πρόσωπο στη γη σαν το αντικρίζει, ακόμα μια σκηνή, δυο στρατοί συγκεντρώνονται σε δυο πλαγιές, μια κοιλάδα ανάμεσα τους, ένα στρατόπεδο, στρατιώτες κοιμούνται, κάποιος βαδίζει ανάμεσα στις σκηνές, σταματά μπροστά στον αποκοιμισμένο βασιλιά, σκέφτεται να τον καρφώσει μ' ένα ακόντιο, να τον τρυπήσει πέρα για πέρα, να τελειώνουν τα βάσανά του, από που ξεπήδησαν όλες αυτές οι σκηνές, που τις είχα θαμμένες, γιατί αναδύθηκαν αυτή τη στιγμή;

Σ ένα σπίτι τις έβλεπα αυτές τις σκηνές, ένα κοριτσάκι κλεισμένο σ' ένα κρεβάτι με κάγκελα ψηλά τριγύρω του θυμάμαι, κάτι φωτογραφίες στον τοίχο, ένας γάμος, μια παρέλαση, μια αποθήκη είχανε σ ένα υπόγειο, κόμικς αμέτρητα, παλιά, υπήρχαν πεταμένα παντού ανάμεσα σε καυσόξυλα, μια φορά που τα είχα ανακαλύψει χάθηκα μέσα σε ιστορίες ασπρόμαυρες και χρωματιστές, όταν βγήκα ζαλισμένος από κει πρέπει να είχαν περάσει ώρες...




 Σταματούμε  σ ένα πρακτορείο, ένα βιβλίο για τη Κύπρο διάβαζα κάποτε κατά δω, κρύο έκανε, ο ήλος με χτυπούσε στο π΄ροσωπο, κάτι ταξί στη σειρά , όλο να φεύγω ήθελα τότε, ένας φίλος με υποδέχεται, σ ένα καφενείο πάμε να σταθούμε μια στάλα, κρύο επικρατεί σ αυτή τη μικρή πόλη, τέσσερις βαθμούς δείχνει ένα θερμόμετρο, καμινάδες καπνίζουν, μυρουδιά καμένου ξύλου.

Το καφενείο μουντό, δυο τύποι όλοι κι όλοι εκεί μέσα, ένας μ ένα κασκέτο κυνηγετικό, αρχίζω τις ερωτήσεις, ο φίλος μου λέει ''Σκάσε!'' εγώ όμως θα κόψω φλέβες από βαρεμάρα αν δε μάθω τι κρύβει ο άλλος.

Ο κυνηγός αρχίζει , θέλει κάπου να τα πει κι αυτός, μιλά δυνατά, μας λέει για ένα ζαρκάδι που κυνηγούσε μια φορά, ήταν υπέροχο ζώο, σβέλτο, λυγερό, το καφετί του τρίχωμα γυάλιζε, πηδούσε δεξιά αριστερά μόλις τον αντιλαμβάνονταν, έμοιαζε σα να έπαιζε μαζί του κι αυτό τον έκανε να προσπαθεί πιο μανιασμένα, είχε χαλάσει το κόσμο για κείνο το ζώο, μήνες το καταδίωκε, μονάχα τσακάλια συναντούσε στα χέρσα, μια φορά ένα κλαδί είχε μπλεχτεί στη σκανδάλη του όπλου του και παραλίγο να του φάει το πόδι, το ακολουθούσε σ' ένα μέρος δασωμένο προς τα δυτικά, όλο και πιο μακριά πήγαινε, δεν τα είχε ξαναδεί εκείνα τα μέρη, σ ένα ξέφωτο βγήκε δίπλα σε μια δεξαμενή, ένα ύψωμα στρογγυλό υπήρχε μπροστά του, τη τελευταία στιγμή είδε το ζώο να μπαίνει σ ένα κοίλωμα στη πίσω μεριά εκείνης της τούμπας.

Το πέρασμα γίνονταν όλο και πιο στενό, που στο δαίμονα είχε χωθεί το διαβολεμένο το ζαρκάδι , εκεί μέσα γίνονταν όλο και πιο δύσκολο ν αναπνεύσεις, ψηλάφισε στα σκοτεινά, έγειρε σε μια μεριά, ένα φως είδε προς εκείνη τη κατεύθυνση, μια πέτρα με σχήμα παράξενο, σα να την είχε λαξεύσει κάποιος, έσπρωξε.

Είχε βρεθεί σ' ένα μέρος που έμοιαζε με θάλαμο τεράστιο, σήκωσε το κεφάλι α δει γύρω του, στο λιγοστό φως είδε κάτι ζωγραφιές, ένα σπίρτο άναψε, και τότε κόντεψαν να του πεταχτούν τα μάτια!

Κάποιος είχε ζωγραφίσει καβαλάρηδες αγέρωχους να καλπάζουν σ ένα λιβάδι, ένας πολεμιστής τέντωνε το τόξο του, στρατιώτες παραταγμένοι δεξιά κι αριστερά κάποιου βασιλιά με ανάστημα επιβλητικό, που ετοιμάζονταν να κατεβεί από ένα άρμα και να βαδίσει πάω σ ένα χαλί πορφυρό , ένας άλλος στρατός αντίκρυ, κάτι αμαζόνες ζωσμένες με σπαθιά κάλπαζαν αναμέσα σε αιχμές, μια απ αυτές έμοιαζε να καβαλικεύει ένα άλογο φτερωτό, παντού έβλεπε φιγούρες λιονταριών και δρακόντων!

Προχώρησε ακόμα λίγο, ο σκύλος του τον είχε ακολουθήσει μέχρι εκεί μέσα και κλαψούριζε φοβισμένος σα να τον τρόμαζαν οι ζωγραφιές, στο βάθος υπήρχε ένα άνοιγμα σα πόρτα, πρόσεξε ότι έλειπε μια πέτρα ψηλά σε μια γωνιά, σύρθηκε μέχρι εκεί, ένιωσε το σακάκι του να σκίζεται, γλίστρησε κι έπεσε πάνω σ ένα δάπεδο ακούγοντας κάτι μεταλλικό να γκρεμίζεται .

Άναψε ένα σπίρτο και τότε του κόπηκε το αίμα, ανατρίχιασε ολόκληρος, μέσα σ έναν τάφο βρίσκονταν, κανείς δεν είχε μπει εκεί μέσα για χιλιάδες χρόνια, όλα έμοιαζαν ανέπαφα, μια ασπίδα ακουμπισμένη σ' ένα τοίχο, μονάχα η λαβή της είχε απομείνει , ένα ακόντιο λιωμένο εκτός από τη σιδερένια αιχμή του , το υπόλοιπο ήταν μια σκόνη άμορφη, σε μια γωνιά υπήρχε ένα πράγμα σα μπαουλάκι χρυσό, δοκίμασε να το ανοίξει, εύκολα άνοιξε, κι εκεί μέσα υπήρχαν ένα στεφάνι χρυσό , ένα σταμνί με στάχτη στο εσωτερικό του, και δυο αγαλματάκια άσπρα αλαβάστρινα. Σήκωσε το ένα να το δει καλά, έναν νέο απεικόνιζε με βοστρύχους άγριους, ανέμελους που κυμάτιζαν προς τα πίσω αναδεικνύοντας την έξοχη μορφή!

Ασυναίσθητα έκανε το σταυρό του, σκέφτηκε ότι κανένας δε θα τον πίστευε πως τα είχε δει όλα αυτά, πιο πέρα στο κέντρο της αίθουσας υπήρχε μια σαρκοφάγος σκεπασμένη, ίσως θάπρεπε να φωνάξει κάποιον ειδικό μα δεν άντεξε στη περιέργεια και σήκωσε το καπάκι που του φάνηκε να ζυγίζει έναν τόνο!

Άναψε ένα ακόμα σπίρτο, πως βρέθηκαν κι αυτά στη τσέπη του, τα είχε για ν' ανάβει καμιά φωτιά στην παγωμένη ύπαιθρο, να ξεμουδιάζει τα δάχτυλα του, να ζεσταίνεται μια ιδέα σ' εκείνη την καταραμένη ερημιά, έσκυψε μέσα κι αυτό που αντίκρισε τον έκανε να παγώσει ολόκληρος!

Εκεί μέσα ήταν θαμμένος κάποιος με μια μάσκα στο πρόσωπο, τα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν μ εκείνα του μικρού λευκού αγάλματος, μονάχα που εδώ τα χείλη έμοιαζαν να λυγίζουν σα να χαμογελούσε, ''Νέος θα πέθανε!'' σκέφτηκε αμέσως σαν τον είδε.

Σκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει, η ώρα θα είχε περάσει, θα πρέπει να ήταν νύχτα έξω πια, πως θα έβγαινε από κείνη τη παγίδα, ήθελε να φύγει αλλά πάλι όλα ήταν τόσο εντυπωσιακά τόσο μαγικά, που ήθελε ακόμα λίγο να δει προτού ψάξει την έξοδο.

Μια τελευταία ματιά έριξε στο σώμα του νεκρού βασιλιά που τον τύλιγε ένα στρώμα σκόνης, σίγουρα τα πολύτιμα υφάσματα που τον σκέπαζαν θα είχαν γίνει άμμος πια, έγειρε ξανά να δει καλύτερα και τότε είδε ότι κάτι σα να βαστούσε στο χέρι αυτός με την προσωπίδα, ένα στιλέτο ήτανε, σα να ήθελε ο νεκρός να προστατευτεί εκεί μέσα από τους τυμβωρύχους, τρόμαξε όλα έμοιαζαν εχθρικά, ''Κύριε φύλαξε με από κάθε κακό!'' ψιθύρισε, ήθελε να σηκωθεί να φύγει, σάλπιγγες και τύμπανα που δυνάμωναν ολοένα σα να πλησίαζε στρατός βούιζαν στ' αυτιά του όταν ένιωσε ότι το χέρι του πεθαμένου βασιλιά σα να κινήθηκε, βγήκε στον άλλο θάλαμο τον εξωτερικό, με τις ζωγραφιές, τα τέρατα στον τοίχο έμοιαζαν να ζωντανεύουν....

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

ΠΟΤΑΜΙΑ ΟΜΙΧΛΗΣ

Στη κατηφόρα της Νεάπολης μια αφίσα τεράστια πιάνει ολόκληρη τη πίσω μεριά ενός καταστήματος, ένα πελώριο ποτάμι ομίχλης δείχνει να διασχίζει το κενό ανάμεσά στους φωτισμένους ουρανοξύστες μιας μεγαλούπολης.

Ένα τζάμι σπασμένο με ραγισματιές στο σχήμα της αστραπής σένα μαγαζί, κορίτσια τρέχουν σε διαδρόμους γυμναστικής, καφενεία κλειστά με καρέκλες ανάσκελα τοποθετημένες στα τραπέζια απάνω, γραφεία φωτισμένα, λογιστές ξενυχτούν υπολογίζοντας νούμερα, συντριβάνια με νερό χρωματιστό στην Αντιγονιδών, οδηγοί νευρικοί, τους καταλαβαίνεις από το θόρυβο της μηχανής, πετούν τσιγάρα στο δρόμο, ένα ερπυστριοφόρο ανεβαίνει αγκομαχώντας ,που στο διάβολο βρέθηκε κατά κει η άσφαλτος τρίζει στο διάβα του, έργα γίνονται στα σκοτεινά κομπρεσέρ δουλεύουν λυσσασμένα σα να κοντράρουν τον ήχο του ερπυστριοφόρου.

Κάτι κουβέντες στο αστικό μέσα σκόρπιες,'''.... να φυλάγεσαι από τη συντροφιά σου!'' κάποιος μιλά για μια γυναίκα που κρεμάστηκε γιατί την έπιασε ο σύζυγος της με κάποιον άλλον, ιστορίες διάφορες , άνθρωποι κατηφείς κρατούν εξετάσεις από κλινικές όπου πήγαν. Στη πίσω μεριά του αστικού οι ελεγκτές χουν πιάσει έναν ξένο, τον στρίμωξαν σε μια γωνία, δίπλα μου ένας που γυαλίζει το μάτι του κρατά μια στοίβα χειρόγραφα, ρίχνω μια ματιά προτού με δει, διαβάζω: ''Πάλι ένοιωσε την ίδια μελαγχολία, κατέβηκε στη προκυμαία να καθαρίσει το μυαλό του...''

Σκουπίδια παντού γύρω απ τη Καμάρα, πιτσιρικάδες με καφέδες στο χέρι στα ''Μικέλ'' απ έξω, μπουλούκια παρδαλά αναρχικών με ξυρισμένη τη μια μεριά του κεφαλιού γύρω απ τη Ροτόντα, γυναίκες με ζακέτες μακριές μέχρι το γόνατο και δυο τύποι, ένας μελαχροινός μ ένα μεγάλο σκουλαρίκι σαν του κάπτεν Μόργκαν κρατά το τέμπο με μια κιθάρα αρχαία, κι ένας άλλος με τατουάζ στα χέρια παίζει μια τρομπέτα με τρόπο τόσο διαβολεμένο σα να απογειώνει κάθε ακόρντο στο απώτατο σημείο του, σα να στέλνει κάθε νότα κατευθείαν στο διάστημα!

Με μια φίλη είμαστε κατά κει, την έχω ζαλίσει, άμα με πιάσει κι αρχίζω να ρωτώ δε μπορώ να σταματήσω, μου λέει για τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια της, η προγιαγιά της είχε κάποτε ολόκληρη αρμαθιά που κάλυπτε το στήθος της ολόκληρο, ύστερα τα πούλησε, στη κατοχή, σώθηκαν μονάχα αυτά τα δύο, τα βρήκαν στο πορτοφόλι της γιαγιάς της που πέθανε πέρσι, μαζί με κάτι φωτογραφίας που έδειχναν εκείνα τα μαργαριτάρια στο λαιμό μιας κοπέλας που ήτανε κάποτε όμορφη.

Οι πρόγονοί της μαργαριταροφορούσας είχαν λέει κάποτε ένα κάστρο στο Μιστρά, ο προπάππος της φίλης μου ήταν γιατρός του βασιλιά- που τους βρήκα όλους αυτούς ρε φίλε- αυτός τα είχε κουβαλήσει τα πολύτιμα όστρακα από την Αμερική, σ ένα μπαούλο τεράστιο, μαζί με κάτι μετάλλια από τον πρώτο παγκόσμιο και κάτι βιβλία παλιά ήτανε πεταμένα, ακόμα τόχει η φίλη μου το μπαούλο, μου τόχει δείξει, στο μάστορα που ήθελε να το κάνει καυσόξυλα παράγγειλε: ''Δε με νοιάζει, θέλω να το κάνεις καινούριο!'', κι εκείνος τότριψε, τόβαψε, έφτιαξε τους ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες του, το περιποιήθηκε, το γυάλισε, τόκανε όμορφο ξανά.

Σκέφτομαι τι δουλειά έχω μ όλα αυτά τα ξωτικά τριγύρω, το πρωί είμασταν στον Άγιο Δημήτριο, Ρώσοι κοκκινομάλληδες με γενειάδες μακριές προσκυνούσαν την ασημόχρυση λάρνακα του αγίου γονατίζοντας μέχρι βαθιά στο μαρμάρινο πάτωμα, γυναίκες αψηλές, πανέμορφες, με μαντήλια τυλιγμένα στο κεφάλι, μας έβγαζαν φωτογραφίες με τα τεράστια κινητά τους όπως πιάναμε κάτι ήχους εξωπραγματικους, στο αναλόγιο ήρθαν κάτι τύποι απ' τη Κύπρο, τη Ρόδο την Αθήνα, μας ρωτούσαν πράγματα, ήταν ωραία, ένας παππάς μας έφερε αντίδωρο στο αναλόγιο, γελούσε, σε μια φάση ακουγόμασταν πολύ ψόφιοι, τράβηξα το βιβλίο να βλέπω καλά, τόσκισα, τη προηγούμενη μέρα το έιχει δέσει ο Άρης, γελούσαν μούλεγαν να ηρεμήσω, άμα με πιάσει....



Άμα με πιάσει άστα να πάνε, δε θέλω να χάσω τίποτα, να τα προλάβω όλα θέλω, το ξέρω ότι καμιά βλακεία θα κάνω πάλι άλλα δε μπορώ.

Ταξί έπαιρνα όλη μέρα, ένας τύπος χοντρός μου έλεγε για μια ξανθιά που συναντούσε όποτε είχε βάρδια νυχτερινή, σ ένα ξενοδοχείο πηγαίνανε κάπου στο αεροδρόμιο ''Πρώτη φορά πήγα με φυσική ξανθιά! Ποτέ δε μου είπε κάτι για το τι κάνει, μπορεί να ήταν παντρεμένη, να είχε παιδιά, ''Άμα με δεις έξω μη μου μιλήσεις!'' του είχε πει μια φορά, άλλοτε πήγαιναν στις παραλίες της Καλαμαριάς κι έβγαζαν τα μάτια τους, ύστερα την έχασε, όταν άρχισε να δουλεύει μέρα, την έψαχνε, κάποτε είχαν πάει στο Πόρτο Κουφό, ένα τραγούδι έπαιζε κάπου, ''Με πλημμύρισαν τυφλές ελπίδες...'' όλα ήταν σκόρπια τριγύρω, κύματα, πουλιά, άνθρωποι, γυναίκες, βουνά, βράχια, δέντρα, νερά, καράβια .

Στον 'Άγιο Δημήτριο ο Αργύρης μας έλεγε για τον αδερφό του στο όρος, έχει ένα κελί κοντά στις Καρυές, άμα είναι καθαρός ο καιρός βλέπει τη Σαμοθράκη και τη Θάσο, ένα υπόγειο έχει σκάψει για νάχει δροσιά το καλοκαίρι,, κόβει ξύλα τώρα για το χειμώνα, ο Αργύρης θα πάει να τον δει την άλλη βδομάδα.

Ένας άλλος τύπος μας έφερε καφέ και κουλουράκια, τον ήξερα αυτόν απ το ''Φωκά'' μου έλεγε τι ρούχα να πάρω, πάντα φόρμες φορούσε κι ήταν αξύριστος και γλυκός, τον πήγαινα, που βρέθηκε εδώ πέρα.

Άμα με πιάσει τρελαίνομαι, δε θέλω τίποτα να χάσω τίποτα ,γιορτές έρχονται, πρέπει να προσαρμοστώ γρήγορα, ν' αλλάξω ταχύτητα, πάλι θα ψάχνομαι, κοιμάμαι στις εννιά, ξυπνάω στις πέντε, μαθήματα πρωινά, ένα κοριτσάκι γράφει διαγώνισμα, είναι απογευματινό, ένα γάλα μου φέρνει ζεσταμένο στο φούρνο μικροκυμάτων και μια γκοφρέτα, μου λέει για ένα όνειρο που είδε.
Η ξαδέρφη της τάχα ήρθε να τη δει, ήταν όμορφη μονάχα που είχε φουσκώσει λίγο απ τις θεραπείες, ''Εγώ θα φύγω...'' της είπε και τη σκέπασε με μια κουβέρτα ''...μη φορέσεις μαύρα!'' ύστερα το κοριτσάκι βρέθηκε σ ένα μέρος με σώματα σκεπασμένα με κάτι υφάσματα σε χρώμα χακί, μόνο πόδια προεξείχα,ν σ ένα απ αυτά διέκρινε το τατουάζ που είχε κάνει η ξαδέρφη της στο κουτουπιέΜ κάτι πεταλούδες και κάτι πουλιά, την άλλη μέρα της είπαν ότι πέθανε το ήξερε,

Στη κηδεία φορούσε μια μπλούζα άσπρη, όλοι έκλαιγαν, μπομπονιέρες και τούλια υπήρχαν παντού, στο σπίτι κερνούσαν το κόσμο από μια τούρτα με λουλούδια φτιαγμένα από ζάχαρη, σα γάμος ήτανε!

Ένα άλλο παιδάκι ξανθό όμορφο με φωνάζει ''Απόστολε!'' σα νάμαστε φιλαράκια, μουτζουρώνει κάτι που του έβαλα,''' Δε τόχω ακόμα έτοιμο!'' κι ύστερα '' Ορίστε !'', του λέω ιστορίες τρομαχτικές, για μια γριά που πήγε να καρφώσει ένα καρφί σ ένα μνήμα μια νύχτα και νόμιζε ότι τη τραβούσε ο πεθαμένος απ τον τάφο του, τρελαίνεται για κάτι τέτοια, το είπε και στη μαμά του, αυτός μου λέει κάτι άλλα διεστραμμένα από ταινίες που βλέπει, τα διηγούνται στη κατασκήνωση το καλοκαίρι κι ύστερα κανένας δε τολμά να πάει για ύπνο!

Στο φίλο μου το Κώστα είχα σταματήσει στο Βαρδάρη να πιω μια σοκολάτα, η γυναίκα του μούλεγε για μια εικόνα στη Λέσβο, από κει είναι, ενός Αρχαγγέλου με πόδια παιδιού, ποιος ξέρει γιατί τον έκανε έτσι ο αγιογράφος, και μια άλλη εικόνα τέτοια λέει υπάρχει στον Πανορμίτη, κάπου στη Ρόδο ή στη Σύμη, κατά κει κάπου, ένα ταξίδι θέλουν να πάνε ο Κώστας με τη γυναίκα του, στην Αχρίδα, για το τριήμερο, ένα κάστρο λέει έχει εκεί βυζαντινό, σε μια λίμνη μέσα.

Ξέρω ότι θα κάνω καμιά βλακεία πάλι, δεν υπάρχει περίπτωση, ότι θα χάσω κάτι πάλι, κάνα κινητό, κάνα mp3, τίποτα λεφτά, άλλα δε γίνεται, το σώμα θ αρχίσει να χαλαρώνει μόλις νιώσω ότι προσαρμόστηκα, προς το παρόν πρέπει να τα προλάβω όλα, όσα γίνεται τουλάχιστο, καμιά καλή πράξη θέλω να κάνω, να δώσω τη θέση μου σε καμιά γιαγιά και να μου πει γλυκά, ''Ευχαριστώ αγόρι μου!'' πεθαίνω για κάτι τέτοια, ένα καφέ να πιω με τη Χρύσα, ένα κείμενο να στείλω στην Αθήνα στο Μάκη, μια κοπέλα να συναντήσω, κι ύστερα πάλι στο τρέξιμο, όλα κινούνται γύρω, οχήματα, άνθρωποι, αεροπλάνα ψηλά από πάνω, άμα κινούμαι ζωντανός αισθάνομαι, ένα κορίτσι κλαίει,  τι το βασανίζει το μωρό μου,  ποτάμια ομίχλης διασχίζουν την πόλη σαν ερπετά τεράστια η ζωή κυλά, οι μέρες περνούν, ότι προλάβεις όσο είσαι γερός, όσο αναπνέεις, άμα με πιάσει...



Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

ΔΙΑΘΛΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ


Στο φεστιβάλ κινηματογράφου την είχα δει, όλο σε τέτοια μέρη πήγαινα τότε, την είχαν στήσει οι φωτογράφοι σε μια γωνιά και τη βομβάρδιζαν αλύπητα με φλας, μια σκάλα μαρμάρινη υπήρχε, ένας πολυέλαιος τεράστιος κρέμονταν από πάνω με εκατομμύρια κρυσταλλάκια σε σχήμα ρόμβου που σκόρπιζαν φως κι ανακατεύονταν με τα φλας δημιουργώντας διαθλάσεις ατελέιωτες,   μια αίσθηση απόκοσμη, ένα φόρεμα μαύρο φορούσε, χαμογελούσε υπομονετικά , ήταν όμορφη, το σκηνικό ήταν τρελό όπως στο σινεμά .

Κι ύστερα τη πέτυχα στο μαγαζί του φίλου μου του Χρήστου του Καραμανλή στη Παλαιών Πατρών Γερμανού, με το που μπήκα την πρόσεξα φυσικά αλλά έκανα τον αδιάφορο, κάθισα στο πάγκο αλλά σ αυτήν είχα το νου μου, γελούσαμε με το Χρήστο ούτε που γύρισα να τη δω κι όταν σηκώθηκα να φύγω μου είχε ρίξει ένα βλέμμα με τα τεράστια μάτια της απορημένο σα να έλεγε  '' Καλά είσαι σοβαρός, δε με πρόσεξες !!

Την άλλη φορά ήρθε κοντά, ένα γαλάζιο πουλόβερ κι ένα άσπρο φανελάκι φορούσε από κάτω, ένα άρωμα φορούσε που με τραβούσε πάνω της, το στόμα της είχε μια μυρουδιά από τσιγάρο που με άγχωνε, ένα ύφος ονειροπόλο που με έλκυε πάντα, και τώρα έτσι είμαι άλλωστε, μιλήσαμε κι εγώ σκεφτόμουν τι στο διάβολο μου βρίσκει, τι δουλειά έχει μαζί μου αυτή, δεν είμαστε καλά, αλλά πάλι κάτι θα είχα!

Πάντα τα πήγαινα καλά με τις γυναίκες, τις σεβόμουν, υποτίθεται ότι αυτό είναι αυτονόητο, ξέρω γω, τις άκουγα, προσπαθούσα να καταλάβω το μηχανισμό τους, πως λειτουργούν, τα ελατήρια τους, να βγάλω έξω τις πιο μύχιες σκέψεις τους, με εξιτάριζε όλο αυτό κι άλλωστε πάντα έβλεπα τις γυναίκες σαν το άλλο μισό του ίδιου νομίσματος, καμιά φορά με εξέπληττε το υποτίθεται πιο εκλεπτυσμένο είδος με τη σκληρότητα του, σε σοκάριζαν κάποια πράγματα, δεν τα περίμενα, τα είχαν θαμμένα σκεπασμένα παραχωμένα, μ άρεσε να φτάνω μέχρι εκεί κάτω, να βρίσκω τον αληθινό εαυτό τους .

Την πήγα βόλτα στη πόλη, στα μαγαζιά της παραλίας, ένα φόρεμα με καρπούς κεντημένος πάνω του φορούσε, θύμιζε τα κορίτσια στις παλιές ελληνικές ταινίες που βλέπαμε τα καλοκαίρια, εκείνες που έβγαζαν το μαγιό να φανεί το ηλιοκαμένο δέρμα τους, που άφηναν τα μακριά ολόισια μαλλιά να πέφτουν στη ράχη τους, που μιλούσαν με φωνή χαμηλή και τρυφερή που σε ησυχάζει, σε ηρεμεί .

Στα μπαρ οι σιλουέτες των γυναικών έμοιαζαν να διαθλώνται όπως περνούσαν πίσω από ποτήρια και μπουκάλια βότκας σουηδικής και ρώσικης, τη πήγα στο Καπάνι κι είδαμε ανθρώπους κάτω από φώτα, και ψάρια που τα έφεραν μακριά από θάλασσες κι ωκεανούς όπου κολυμπούσαν, σταφύλια κεχριμπαρένια και πορτοκάλια κομμένα στη μέση έδειχναν τη ζουμερή σάρκα τους

Στα Λουλουδάδικα μπιγκόνιες και δεντρολίβανα, φυτά ποτισμένα με σταγόνες να κρέμονται    στα φύλλα τους διαθλώντας το χρώμα του ήλιου, στο σουβλατζίδικο ενός φίλου την πήγα κι έτυχε ένας παπάς να κάνει αγιασμό εκείνη την ώρα, όλα τα ρεμάλια τριγύρω έκαναν το σταυρό τους, ο παππάς στο τέλος ζήτησε κάνα σουβλάκι με κρέας μαλακό, της φαίνονταν όλα κάπως εξωτικά αλλά πάλι της άρεσε , αυθεντικό έδειχνε, '' Καλός είσαι!'' μου έλεγε, γελούσε, έλαμπε σα δέντρο χριστουγεννιάτικο, δε ξέρω αυτό παθαίνουν οι γυναίκες μαζί μου, πάντα θέλω να το πετυχαίνω.

Σ΄ ένα μαγαζί πήγαμε να πάρω κάτι παπούτσια αθλητικά, ''Πάλι τα ίδια θα πάρεις!'' μου είπε ένα παιδί ψηλό, ωραίο που έμοιαζε με άγαλμα αρχαίο, κάποτε έριχνε δίσκο ώσπου τραυματίστηκε στον αγκώνα, ''Αφού με ξέρεις!'' του είχα πει''... βαριέμαι να σκέφτομαι γι αυτά!'',  όμως εκείνη τη φορά άλλαξα μοντέλο, φάνηκε ν απορεί, το παθαίνω αυτό κάπου- κάπου, τα είχα φορέσει επί τόπου βγάζοντας το αντικλεπτικό πραγματάκι από τον πάτο τους , τα παλιά τα πέταξα στο κάδο μόλις βγήκα, έτσι κάνω πάντα, κάποιος με χαιρετούσε, χαμογελούσε κι εγώ έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ που τον ήξερα.

Αργόσχολοι γέροι έπιναν καφέ, νεροπότηρα και φλυτζάνια του καφέ πάνω στα τραπέζια, της άρεσε να κολυμπά και πήγαμε στο κολυμβητήριο, αντίλαλοι και φωνές κατά κει, αγόρια και κορίτσια με μακριά πόδια βουτούσαν στο νερό που μύριζε χλώριο, κοπάδια πιτσιρικάδων από νηπιαγωγεία με τις δασκάλες τους οχλαγωγούσαν, έκαναν βλακείες, έβρεχαν τα χέρια τους, θα βουτούσαν ομαδικά με τα ρούχα όπως ήτανε άμα τα άφηναν.

Κάτι εργατικές κατοικίες υπήρχαν εκεί κοντά, έβλεπες στα μπαλκόνια air condition και χαλιά με σχέδια κυρτά και παράλληλα να κρέμονται, ρούχα απλωμένα, άνθρωποι βολτάριζαν κάτω από τέντες, παντζούρια βαλμένα σε χρώμα βαθύ γαλάζιο, κεραίες ανέμιζαν ψηλά, σ ένα τρίγωνο κατέληγε η πολυκατοικία που έμοιαζε με μικρό βουνό, φυσούσε, η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή, το φεγγάρι έλαμπε τόσο δυνατά που ήταν σα να ξημέρωσε.

Πήγαμε και στο εμπορικό κέντρο στο COSMOS, βλέπαμε τα μηχανήματα στο λούνα παρκ απέναντι, οι πιτσιρικάδες χαλούσαν το κόσμο, ανέβαιναν στο 4G, ένας τύπος τους έδενε γερά, δε θα ήθελα να κάνω εκείνη τη δουλειά ,άμα σου φύγει κάνα παιδί στον αέρα έτσι όπως πετά ψηλά και τα πόδια του κρέμονται στο κενό την έβαψες!

Τραβούν σε βίντεο τη πόλη που απλώνεται αντίκρυ τους από το κινητό που έχουν δέσει στο χέρι για να μη τους φύγει από κει πάνω και γίνει κομμάτια και θρύψαλα , σε μια φάση το μηχάνημα τα γυρίζει ανάποδα και τα πετά στον αέρα, ε λοιπόν δε θα ήθελα να είχα δέσει έναν πιτσιρικά και σε καμιά στιγμή το μηχάνημα να τον εκτοξεύσει κατά τη θάλασσα η κατά το αεροδρόμιο, να τον προσγειώσει μπροστά στα παράθυρα κανενός αεροπλάνου που απογειώνεται κι οι επιβάτες να κάνουν το σταυρό τους!

Φοβόταν τα πρωινά τηλέφωνα, είχε άρρωστη τη μάνα της, φοβόταν να κυκλοφορήσει μοναχή, να πάει στο σούπερ μάρκετ, να μπει στο λεωφορείο, να πάρει το αεροπλάνο, δεν το είχα ξαναδεί αυτό. Μου έλεγε κόλπα της δουλειάς της, πως πρέπει να ελαχιστοποιείς κάθε κίνηση του προσώπου γιατί ο φακός τα μεγεθύνει όλα, πως πρέπει να συσσωρεύεις ενέργεια σαν ελατήριο και να την απελευθερώνεις με μανία τη στιγμή που αρχινά το γύρισμα για να μη σε σακατέψουν στις λήψεις, πως πρέπει να εστιάζεις προς τα μέσα σου, να είσαι όσο όσο πιο προσωπικός κι αληθινός γίνεται κι ο θεατής το εισπράττει.

Πως να ελέγχεις το άγχος και τη νευρικότητα που τη χρειάζεσαι για να έχεις ένταση και νεύρο, πως να να μπαίνεις στο πετσί του ρόλου ξεκλειδώνοντας τον, ταυτιζόμενος μ αυτόν σε τέτοιο βαθμό ώστε να φτάσεις να σκέφτεσαι σαν εκείνον, καμιά τόσο που καμιά φορά χάνεις τη ταυτότητα σου, το πρωί που ξυπνάς αναρωτιέσαι που βρίσκεσαι, μια δεύτερη ζωή ζεις, μπαίνεις στη ψυχή κάποιου άλλου , πολύ μου άρεσαν όλα αυτά.

Κι ύστερα ήταν ότι δε ζήλευε, αυτό που το βάζεις, δεν εννοώ εκείνη τη ζήλια για τις άλλες γυναίκες αλλά τη ζήλια σε σένα που την είχα βαρεθεί, τη συμπεριφορά εκείνη των γυναικών που θέλουν να επιβεβαιωθούν μέσα από σένα, μονάχα αυτό τις νοιάζει, δε σ αγαπούν, θέλουν να σε μειώσουν, σε σνομπάρουν, σε υποτιμούν, θέλουν να σε βλάψουν, να σε χαντακώσουν, να σε διαλύσουν, δε ξέρω τι παθαίνουν, άμα σε δουν άνετο τρελαίνονται.

Υποτίθεται ότι θα ζήσετε μαζί, μοιράζεσαι το ίδιο κρεβάτι μ αυτές, θες να περάσεις τη ζωή σου δίπλα τους κι αυτές σκέφτονταν απίστευτα ρηχά, τους λες όλα τα σχέδια σου και δε δίνουν δεκάρα, σε υποτιμούν, δε καταλαβαίνουν τις προειδοποιήσεις, στο κόσμο τους είναι, θέλουν να τρέχεις πίσω τους, σ αφήνουν τις γιορτές μοναχό, όταν τις παρατάς ξαφνιάζονται, νόμιζαν ότι σε είχαν δεμένο, νομίζουν ότι μονάχα αυτές έχουν μυαλό για να σκέφτονται, σε βλέπουν ανταγωνιστικά κι άλλες τέτοιες αηδίες, δε ξέρουν να λειτουργούν αρμονικά, συμπληρωματικά, παραπληρωματικά, αλληλοκαλυπτόμενα, δε τα μπορούσα άλλο, τα είχα βαρεθεί αυτά!



Στο περιφερειακό οδηγούσαμε, αυτή, εγώ ποτέ δεν έμαθα, ένα c. d. με κάτι ηχογραφήσεις παλιές έβαλε, μια φωνή βαθιά από το υπερπέραν ακούγονταν, ''Βάλε κάτι πιο καινούριο'' της είπα, κάτι τραγούδια άλλα ''...μια λεπτομέρεια μονάχα εγώ του σύμπαντος, μια υποχρέωση η ζωή μου κι ένα τάμα!''- - ''... μη μ ακολουθείς..... κι ο γιατρός του κόσμου απόψε λείπει!'''

Όταν πήγα να τη βρω στην Αθήνα χάθηκα, ποτέ δε μ άρεσε αυτή η πόλη, είχε ζέστη, τσιμέντα και λαμαρίνες παντού, αμάξια κι άνθρωποι ανακατεμένα, ένα χάος, ήχοι οχημάτων που φρενάρουν, μια διεύθυνση έψαχνα κάπου πολύ μακριά, στο μυαλό μου στριφογύριζαν οι κουβέντες της, '''Να προσέχεις το καλό που σου θέλω!'' θυμόμουν όσα είχαμε περάσει, πως έμπλεκε τα δάχτυλα στα μαλλιά της ανάμεσα καθώς σκέφτονταν.

  Γελούσα μοναχός μου, κάποιοι με κοίταζαν περίεργα, θυμόμουν το προφίλ της, πως στέκονταν νωχελικά ακουμπώντας στη πόρτα και το σώμα της είχε εκείνη τη πλαστικότητα και τη λυγεράδα που λάτρευα, τελικά βρήκα ένα κτίριο παλιό, σ ένα ασανσέρ ανέβηκα, από τις χαραμάδες κάτω έβλεπες το χάος σκεφτόμουν τι γίνεται άμα φύγει ο πάτος σε μια πόρτα έφτασα, φως έβγαινε κάτω απ την είσοδο, η πόρτα άνοιξε σιγά σιγά, μια φιγούρα θολή, τεθλασμένη, πίσω απο ένα τζάμι....

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

ΖΟΜΠΙ

Ο τύπος έβγαλε ένα μαχαίρι με μια λάμα που γυάλιζε δαιμονικά , την άρπαξε βίαια απ το μπράτσο, τη στρίμωξε άσχημα, η όψη του ήταν τόσο τρομαχτική που φοβόσουν να την κοιτάξεις κατάματα κι αυτή ένιωθε εκείνο το αηδιαστικό συναίσθημα που σε διαλύει όταν νιώθεις παγιδευμένος.

Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, όλο το σώμα της ήταν μουδιασμένο καθώς η υπερένταση την κυρίευε, πρόσεξε τη φαρδιά του ζώνη, ένα ρολόι που είχε πάρει υγρασία, ένα νύχι χτυπημένο σ' ένα δάχτυλο , τα τρελαμένα μάτια του είχαν καρφωθεί στο ντεκολτέ της, της τραβούσε τα μαλλιά προσπαθώντας να τη φιλήσει, το ένα του χέρι της έσφιγγε τον καρπό- σίγουρα αριστερόχειρας- σα να ήθελε να τον συνθλίψει, ''Με πονάς!!'' του φώναξε πνιχτά προτού της κλείσει βάναυσα το στόμα με κείνη τη τρομερή αριστερή παλάμη του ''Δεν ήταν ανάγκη να γίνει έτσι...'' της ψιθύρισε

Αυτός ήταν σίγουρα, αυτός που την παρενοχλούσε εδώ και καιρό, της είχε στείλει οχτακόσια μηνύματα, της τηλεφωνούσε όποτε νάναι, είχε σκάσει να μάθει που στο διάβολο βρήκε το κρυφό της νούμερο, μονάχα οι κολλητές της το ήξεραν, όποια το είχε κάνει θα τη σκότωνε!

Αυτός ο ηλίθιος ήταν που τις κολλούσε εκείνο το βράδυ, κοίταζε τη γυμνή πλάτη της φίλης της με τέτοιο τρόπο που ήτανε σα να έκοβε ολόκληρα κομμάτια κρέατος από πάνω της, κάτι έλεγε στο διπλανό του όλη την ώρα, τον είχε αγνοήσει εντελώς, μερικοί άνθρωποι σου δημιουργούν μια αίσθηση απωθητική κι όταν δεν τους ξέρεις καθόλου, απλά το νιώθεις και προσπαθείς να τους αποφύγεις ''Θες να βρεθούμε οι δυο μας'' '' Δε γίνεται'' ''Αυτή είναι μια λάθος απάντηση .


Τον είχε δει εκείνο το βράδυ να χτυπά το πόδι λάθος στο ρυθμό, σκέφτονταν πόσο βλαμμένο είδος είναι οι άντρες , τις είχε πλησιάσει, είχε πολύ θράσος σίγουρα, της έδωσε το χέρι του κι ήταν κρύο, φορούσε κάτι ρούχα φαρδιά, ''Μα τι βλάκας!!'', είχε σκεφτεί μέσα της, '''καλύτερα ν' αυτοκτονήσω!'' -''Δε σε ξέρω τόσο καλά'' του είπε για να τον αποφύγει μήπως και ξεκουμπιστεί από μπρος της, αυτός άλλαξε έκφραση σα να αγρίεψε, σκλήρυνε απότομα σα να αναδύθηκε από βαθιά μέσα του η πραγματική του φύση, ''Θα τα ξαναπούμε!'' πέταξε, τη κοίταζε λοξά νομίζοντας ότι δεν τον βλέπει, αργότερα μια φορά τον είχε συναντήσει κατά λάθος στο σταθμό κι είχε σπεύσει να κρυφτεί πίσω από μια κολόνα.


Θα έπρεπε να είχε προσέξει περισσότερο κάτι δε της πήγαινε καλά τελευταία, τις νύχτες δε κοιμότανε καλά, όλο τριξίματα και ήχους περίεργους άκουγε απ το διπλανό διαμέρισμα σα να συνέβαινε κάτι ύποπτο κατά κει.

Είχε ακούσει για παρόμοιες ιστορίες, μια φίλη της είχε βρει έναν κλέφτη μες το σπίτι καθώς γυρνούσε απ τη δουλειά κι αυτή πάντα εξέταζε όλα τα αντικείμενα αν ήταν στη θέση τους όπως τα είχε αφήσει προτού φύγει.
Από πριν στο πολυκατάστημα αισθάνονταν ότι την παρακολουθούσαν, νόμιζε ότι ήταν κάνας πορτοφολάς, στα μαγαζιά γίνονταν κόλαση το Σάββατο το απόγευμα, ένα βουητό δέσποζε στην ατμόσφαιρα, άνθρωποι ανεβοκατέβαιναν σκαλιά, έπαιρναν ασανσέρ, στριμώχνονταν σε διαδρόμους, οι γυναίκες βαστούσαν σφιχτά τις τσάντες τους, στις κάμερες έβλεπες ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν από εισόδους και εξόδους, κλέφτες γυρόφερναν έξω απ τα μαγαζιά καρτερώντας τα θύματα τους.

Το φθινόπωρο ήταν στο φόρτε του, τόνιωθες ακόμα και μες τη πόλη, τα φύλλα των δέντρων είχαν πάρει όλες τις αποχρώσεις της χρωματικής κλίμακας , από πράσινο, βυσσινί και κόκκινο μέχρι καφετί και γκρίζο της τέφρας, ένα στρώμα σχημάτιζαν πάνω στο γρασίδι των πάρκων ενώ οι θάμνοι είχαν ακόμα απάνω τους γαλαζωπούς καρπούς.

Στις πιάτσες οι ταξιτζήδες μιλούσαν στα ασύρματα τηλέφωνα τους, νωθροί καθαριστές σκούπιζαν τα σάπια φρούτα των λαϊκών αγορών κι οχήματα του δήμου σέρνονταν βαριεστημένα στο σούρουπο. Γυναίκες με ζακετούλες ψιλές και μπλούζες λεπτές κι αλυσιδίτσες που τυλίγουν το λαιμό έβλεπες, κορίτσια με μπλουζάκια εφαρμοστά αντί για στηθόδεσμους κι άλλα με γάμπες ωραίες σταύρωναν τα πόδια στα καθίσματα για να τις δείξουν, κι άλλα με παντελόνια γεμάτα εκατοντάδες λουλούδια όπως στα σχέδια που έχουν οι τέντες στις βεράντες των μπαλκονιών .

Στα ζαχαροπλαστεία πλήθος συνέρρεε να καταναλώσει τόνους γλυκισμάτων, στα φαστφουντάδικα κοπέλες με ποδιές μαύρες κατέβαζαν μοχλούς ετοιμάζοντας καφέδες, έβλεπες εκεί μέσα σωρούς από ρόδια και πορτοκάλια για στύψιμο, μπολ με βατόμουρα, γρανίτες γαλάζιες και κόκκινες στροβιλίζονταν σε γυάλινους κάδους , στις οθόνες ψηλά ελάφια χτυπούσαν τα κέρατα τους με κρότο μέσα σε δάση σκοτεινά που τα τρυπούσαν οι ακτίνες του ήλιου.

Στα σούπερ μάρκετ μικρά παιδιά με βλέμμα περίεργο περιεργάζονταν ότι υπήρχε γύρω χωρίς να τους ξεφεύγει τίποτα, γάτοι χτυπημένοι, σαρανταπληγιασμένοι βολόδερναν τριγύρω,σκύλοι κοιμόταν ανάσκελα στο τσιμέντο, περιστέρια λαίμαργα, αδηφάγα τσιμπολογούσαν αδιάκοπα σπόρους και θραύσματα από τυρόπιτες , καράβια μες το Θερμαϊκό πνιγμένα στην ομίχλη, τουρίστες αχνοφαίνονταν πίσω απ τις επάλξεις του Λευκού Πύργου κι ένας μαυριδερός βαλκάνιος φυσούσε ένα χάλκινο γυαλιστερό σαξόφωνο γεμίζοντας με ήχους τον αέρα κάτω απ τις καμάρες της Αριστοτέλους.

Κι εκείνο το σημείο ήταν στο πιο πολυσύχναστο μέρος της πόλης, αιφνιδιάστηκε, θα έπρεπε να είχε προσέξει περισσότερο, δε μπορεί να μη σταματούσε κάποιος. Αυτός χαμογελούσε χαιρέκακα αισθανόμενος ότι είχε τον έλεγχο, την υπεροχή, ήταν πολύ χειρότερος από τη τελευταία φορά που τον είδε, δυο πιτσιρικάδες πέρασαν αλλά νόμιζαν ότι ήταν κάποιο ζευγαράκι, μια επιγραφή στα κινέζικα αναβόσβηνε πάνω απ το κεφάλι της, ένα σύνθημα ήταν γραμμένο στον τοίχο αντίκρυ της ''Ντου στα φαρμακεία!'',

''Για ποια μου περνιέσαι, νομίζεις ότι είσαι ζόρικη, δεν έπρεπε να με κοροϊδέψεις εκείνο το βράδυ, δεν έπρεπε να το χαλάσεις όταν ήταν εύκολο, δε μπορείς να φανταστείς πόσο σε σκεφτόμουν όλο το καιρό, κανείς δε μπορεί να φανταστεί, δε πέρασε ούτε μια μέρα χωρίς να σε σκεφτώ, μου σπάραξες τη καρδιά, θυμάσαι που σου είπα ότι θα τα ξαναπούμε, δεν τα είπα τυχαία εκείνα τα λόγια, δεν αντέχω να σε χάνω! '' -'' Τι θα μου κάνεις;'' ψέλλισε αυτή '' Αυτό είναι δικό μου πρόβλημα'' πήγε να τρέξει αλλά την άρπαξε απ τους ώμους σα να ήταν έναν πράγμα δίχως καθόλου βάρος .

Σ ένα ΑΤΜ κάποιος με τη πλάτη γυρισμένη πληκτρολογούσατε νούμερα, δεν ήταν δυνατό να της συνέβαινε αυτό εκεί πέρα,στο κέντρο της πόλης, δε μπορούσε να το πιστέψει, πάσχιζε να καταλάβει, όλο το σώμα της είχε στρεσαριστεί απίστευτα, έψαχνε έξοδο διαφυγής, όταν από το πουθενά εμφανίστηκε ένας κοκαλιάρης με τατουάζ και πληγές στα μπράτσα απ' αυτούς που τους ακούς στο Ναυαρίνο να λένε ''Μακριά από μένα όταν είμαι φτιαγμένος!'', αυτούς που βλέπεις στα αστικά μέσα να γέρνουν μπροστά σα ζόμπι κοιτάζοντας τις τρύπες στις φλέβες τους, τον άρπαξε τον άλλον, τον έριξε χάμω με μίσος, τα γαλάζια του μάτια είχαν τη τάση να γυρίζουν ανάστροφα, έμοιαζε έξαλλος ο τρυπημένος έβριζε κι έλεγε ότι τούρχονταν, όλο το σκηνικό ήταν τρομερό!

Άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα γίνονταν, γύρω τα πράγματα έμοιαζαν σα να σάλευαν και να κινούνταν απειλητικά, στα έργα του μετρό εργάτες συνέχιζαν να δουλεύουν, τρυπάνια τεράστια υψώνονταν και κατέβαιναν με δύναμη στο χώμα, κράνη κίτρινα έβλεπες παντού, μια φωτιά έκαιγε κάτι χαρτόνια, όλα ήταν αλλόκοτα ένας προβολέας τη χτυπούσε στο πρόσωπο, τη στράβωνε, δε μπορούσε να δει, σε μια σκαλωσιά δυο άνθρωποι ανεβασμένοι κολλούσαν με ηλεκτροσυγκόλληση κάτι σίδερα, σπίθες χοροπηδούσαν φέγγοντας στα σκοτεινά, αναπηδούσαν στο πεζοδρόμιο μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να σβήσουν .

Στην Εγνατία ένας κοκαλιάρης προσπαθούσε να περάσει το οδόστρωμα σ ένα σημείο μακριά από διάβαση αλλά σα να παραπάτησε στο αυλάκι που έχουν σχηματίσει εκατομμύρια τροχοί που πέρασαν από κει κυρτώνοντας την επιφάνεια , λικνίζονταν προσπαθώντας να ισορροπήσει, έγειρε μπροστά σα ζόμπι, ταλαντεύτηκε, γονάτισε για λίγο μα ξανασηκώθηκε, ένα αμάξι φρενάρισε, άλλα οχήματα έκαναν ελιγμούς, μηχανές περνούσαν πλάι του, αυτός στέκονταν μετέωρος.


Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

ΦΥΛΛΑ ΧΡΥΣΟΥ


Κάποτε, πριν 15 δισεκατομμύρια χρόνια, μια έκρηξη αδιανόητης ισχύος και υφής -- το Big Bang -- υπήρξε η αρχή της δημιουργίας του Σύμπαντος. Τότε δημιουργήθηκε και το νετρίνο, ένα μυστηριακό, σχεδόν φανταστικό σωματίδιο, με σχεδόν μηδενική μάζα που κινείται από τότε με την ταχύτητα των 300.000 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο (την ταχύτητα του φωτός).
Έξω από την Σφακτηρία υπάρχει μια μεγάλη υποθαλάσσια πεδιάδα σε βάθος 3.000 m, στη συνέχεια μια δεύτερη στα 4.500 m και λίγο πιο μακριά βρίσκεται το φρέαρ των Οινουσών με βάθος 5.200 m, που είναι το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου. Σ’ αυτές τις περιοχές γίνεται προσπάθεια να αποκαλυφθούν φαινόμενα από το παρελθόν, αλλά και θαύματα για το μέλλον του Σύμπαντος...

Από τη Wikipedia.






Μια εικόνα από χρυσάφι υπήρχε εκεί πέρα, ένας παλιός τεχνίτης την είχε φτιάξει χρησιμοποιώντας κιτρικό οξύ από φρούτα για να επεξεργαστεί τα φύλλα χρυσού και χαλκού, διαβρώνοντας το χαλκό έτσι ώστε το σκληρότερο και ανθεκτικότερο χρυσάφι να μείνει καθαρό στην επιφάνεια για να μπορέσει ο τεχνίτης να σφυρηλατήσει τη Παναγία που κρατούσε ένα μήλο σ ένα τοπίο μυστηριακό, με ρόδακες και λουλούδια γαλαζωπά και καρπούς δέντρων .

Οι παλιοί λέγανε ότι ο τεχνίτης είχε βρει το πολύτιμο μέταλλο σε μια λίμνη εκεί κοντά, όπως περπατούσε ένα βράδυ είδε κάτι να γυαλίζει και σκύβοντας πρόσεξε ένα τεράστιο κομμάτι ακατέργαστο, το μάζεψε για να το δουλέψει στ' αργαστήρι του, αργότερα οι ντόπιοι είχαν χαλάσει το τόπο για να βρουν τη μυστική φλέβα.

Τάματα κρέμονταν από το εικόνισμα, δαχτυλίδια και βραχιόλια, πετράδια χρωματιστά, ασημένια χέρια και πόδια κι άλλα μέλη πονεμένα ανθρώπων που γύρευαν γιατρειά κι ανακούφιση, κόσμος πλημμύριζε το μέρος να προσκυνήσει, τόσος πολύς που δε μπορούσε ούτε να γονατίσει.

Κατεβήκαμε σε μια κατακόμβη αρχαία, μια λειτουργία γίνονταν κατά κει, ένας τύπος μονόφθαλμος σα μεσαιωνικός υπηρέτης κάτι σκαλιά κατέβαινε κουβαλώντας κομμάτια αντίδωρου, ένας τυφλός ψάλτης έψελνε σηκώνοντας το κεφάλι όταν ακούστηκε το '''.. άνω σχώμεν τας καρδίας'' μάρμαρα γυαλισμένα στο πάτωμα από χιλιάδες πέλματα που πέρασαν από πάνω τους, ένα συντριβάνι σε μια γωνιά.

Ψάλαμε μαζί του σε κλίμακες αρχαίες ελληνικές, περσικές κι αραβικές και τούρκικες, μακάμια και σκάλες και κλίμακες, μελωδίες ελίσσονταν ψηλά στον αέρα σα φίδια διασχίζοντας δρόμους λαβυρινθώδεις, μια γυναίκα έκλαιγε όλη την ώρα, ποιος ξέρει τι πόνο είχε

Περίεργο ήταν το μέρος εκείνο κάπου στη Πελοπόννησο, ανοιχτά στο πέλαγο λέγανε ότι η θάλασσα καταποντίζονταν σε μια τάφρο τέσσερις πέντε χιλιάδες μέτρα βάθος, το βαθύτερο ρήγμα της μεσογείου, κάτι πειράματα έκαναν λέει εκεί οι επιστήμονες μ ένα σωματίδιο το νετρίνο,

Αμπέλια με κάτι σταφύλια χειμωνιάτικα κοκκινωπά που τα λένε φράουλες κάλυπταν μια έκταση, πορτοκαλεώνες απλώνονταν ως πέρα μακριά, ένας ντόπιος μας έδειξε το μέρος, κάτι χέρια σα τσάπες είχε, ένα βαζάκι με γύρη απ τα μελίσσια του μας έδωσε, κόκκοι κίτρινοι με μια γεύση χώματος γλυκού, κάποιος ζήτησε μέλι από αρμυρίκια που είναι λέει θεραπευτικό, ο ντόπιος πήγε κατά τη θάλασσα, οι κόκκοι της άμμου στραφτάλιζαν στο βυθό σα φλέβες χρυσού, ένα κύπελλο με νερό θαλασσινό γέμισε και το ήπιε,'' 'Εχει ιδιότητες ιαματικές'' μας είπε,'' Πάρτε όσα πορτοκάλι θέλετε'', 

Θα πήγαινε να γυρέψει το λαγωνικό του που χάθηκε το περασμένο βράδυ κυνηγώντας κάτι πουλιά χτυπημένα σ ένα δάσος εκεί κοντά, σ ένα μέρος που το έλεγαν ''Οι καταρράχτες'' .

Σε μια αίθουσα καθίσαμε να μας κεράσουν, ένας άντρας βοήθησε τον τυφλό να καθίσει σε μια καρέκλα, ένα τεράστιο βάζο υπήρχε εκεί με ορχιδέες άσπρες και χρυσάνθεμα γαλάζια, δυο γλάστρες με ροδιές νάνους που είχαν καρπούς μικρούτσικους, υπέροχους, χαλιά κόκκινα ήταν απλωμένα στο μαρμάρινο πάτωμα, ένας θρόνος ξύλινος ήτανε σε μια γωνιά με πόδια που κατέληγαν σε κεφάλια λιονταριών, στο τοίχο μια τοιχογραφία με το διάβολο να πολιορκεί μια καρδιά χρησιμοποιώντας όλους τους πειρασμούς της γης κι όλες τις ανωμαλίες της υδρογείου .


Μια κουβέντα αρχίσαμε, κάποιος είπε για κείνο το μέρος, τους καταρράχτες όπου κάποτε γκρεμίστηκε ένα παιδάκι ξεφεύγοντας απ τη μάνα του, όταν το αντιλήφτηκε το μικρο ήταν στο χείλος του γκρεμού, σε μια στιγμή καταποντίστηκε από κει κάτω στο βάραθρο.

''Τώρα ποιος φταίει;'' ρώτησε ένας ''... η μάνα, ο πατέρας, η κακιά στιγμή, ο θεός που ήθελε να το πάρει μια ώρα αρχύτερα, ποιος αποφασίζει πως πεθαίνει κανείς, έχουμε λόγο ή όλα είναι γραμμένα κάπου και προαποφασισμένα οπότε ότι και να κάνεις το ίδιο αποτέλεσμα έχει;''

Kουβέντα στη κουβέντα αρχίσαμε να συζητάμε για το θάνατο, ο Θόδωρος ρώτησε''... τι θα κάνατε στη θέση μου όταν είχα τον πατέρα μου με τα σωληνάκια στο νοσοκομείο και δεν είχε ελπίδα, οι γιατροί σα να μου λέγανε να τον τελειώνουμε, εσύ τι θάκανες;'' με ρώτησε 

'' Ε λοιπόν θα τάβγαζα τα καταραμένα τα σωληνάκια!'' του είπα''... καλύτερα να τελειώνεις, να μη τυραννιέσαι'', ένας άλλος εξεμάνη,  ''Πως μπορείς να το λες, και τι θα γίνει με τη ψυχή του που θα καίγεται στη κόλαση όπου πάνε οι αυτόχειρες;''

Σε μια φάση ο τυφλός με τα μαλλιά στο χρώμα του κόρακα ζήτησε το λόγο, ο Θόδωρος που συντόνιζε τη συζήτηση του έδωσε το λόγο, αφηγούνταν ωραία,  το είχε.

''ταν μια μάνα κάποτε που είχε δυο γιους, πεθαίνει ο ένας φαρμακώθηκε η μάνα, πεθαίνει κι ο άλλος κατόπι, η μάνα χτυπήθηκε κατακέφαλα, της σάλεψε, δε μιλούσε σε κανένα, κλείστηκε στο σπίτι της αμπαρώνοντας  πόρτες και  παραθύρια.

Κάποτε ένας καλόγερος ήρθε σ εκείνα τα μέρη,  με παπούτσια τραχιά και μαλλιά σκοινένια, ''Άνοιξε μου γυναίκα!'' αυτή τον έβριζε, σε μια στιγμή η γυναίκα είδε το γέροντα να περνά μέσα από τους τοίχους και τα χωρίσματα σα να μην υπήρχαν, σα να διακτινίζονταν μέσα σε μια λάμψη,  οι αμπάρες διαλύονταν με πάταγο, τρόμαξε η γριά ''..κάτσε να σου πω δυο λόγια!''

Της έδειξε σ ένα ντουβάρι, σα να πρόβαλε μια ταινία τη πορεία των παιδιών της αν ζούσανε.

Τα παλικάρια μεγάλωναν και γνώρισαν μια κοπέλα που όμοια της δεν υπήρχε, με δέρμα απαλό, μάτια τρυφερά και τα λοιπά, και τα λοιπά, μια κουκλάρα να πούμε!

Την ερωτεύτηκαν κι οι δυο, ξέρεις τώρα πως γίνεται άμα δεν έχεις μυαλό δράμι στο κεφάλι, μαλώσανε, σκοτωθήκαν, πιάστηκαν στα χέρια, σ ένα τόπο  που τον ονόμασαν ''Το μέρος των δολοφόνων!'' ο πιο μεγάλος που ήταν πιο δυνατός τον κατέβαλε το πιτσιρικά, τον γονάτισε, τον σκότωσε, του πήρε το κεφάλι, τόσο άχτι τον είχε, το κουβάλησε σ ένα μέρος, ακόμα φαίνονται οι σταγόνες από το αίμα που έτρεχε εκείνου του πεθαμένου.

Ύστερα ο μεγάλος αδερφός είχε τύψεις, τον βρήκαν σ ένα δέντρο κρεμασμένο, η κοπελιά που τα είχε προκαλέσει όλα γκρεμίστηκε σ εκείνο το μέρος που τόλεγαν'' οι καταρράχτες'', όλα γίνηκαν στάχτη, λοιπόν γριά αυτό το σενάριο σάρεσε περισσότερο!'' είπε εν κατακλείδι ο καλόγερος.

Σωπάσαμε όλοι είτε επειδή καταλαβαίναμε και συμφωνούσαμε όπως ο Μπάρτογλου, που ήταν αξύριστος όπως πάντα, ή όπως ο Θόδωρος που απλά του άρεσε η ιστορία.

Ο τυφλός ζήτησε να βγει λίγο στο καθαρό αέρα, προσφέρθηκα να τον συνοδεύσω, πήγαμε προς τα κει που φαίνονται οι πολεμίστρες ενός κάστρου όπου μπορεί να πολεμούσε ο Μακρυγιάννης με τον Μπραϊμη, κι ακόμα πιο παλιά οι Έλληνες μεταξύ τους σ έναν απ τους ατέλειωτους αδελφοκτόνους εμφυλίους τους.

''Εκεί δεξιά ψηλά άμα δεις...''' μου είπε ο τυφλός ''...είναι ο Ωρίωνας, κι απ την αντίθετη ο Σκορπιός που τον έστειλε κάποτε η Άρτεμις να τσιμπήσει τον Ωρίωνα γιατί την είχε κάνει σκόνη στη τοξοβολία, έγιναν αστερισμοί και ποτέ δε συναντιώνται.

Εμένα μ αρέσει ο Ωρίωνας, σαν τυφλώθηκε μια μέρα όπως κυνηγούσε σ' ένα δάσος πήρε ένα παιδάκι στους ώμους του, του είπε να τον οδηγήσει μπροστά στον πρωινό ήλιο που ανέτειλε λαμπρός, σαν τον αντίκρισε ξαναβρήκε το φως του, όλα άνοιξαν μαγικά μπροστά του ''.

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

ΝΑΡΔΟΙ ΦΡΕΝΙΑΣΜΕΝΟΙ



Νάρδοι φρενιασμένοι πλάι στο κύμα
αναδύουν ένα άρωμα από αλάτι κι αίμα γυναίκας....

Federico Garcia Lorca
Malaguena

Στην Αρ.

Στη κάμαρα και στο σώμα μου ακόμα υπάρχει η οσμή σου, ήταν υπέροχο ρε, κανείς δε μου έχει μιλήσει έτσι εδώ και καιρό πολύ, αλλά δεν έπρεπε να διστάσεις, όμως δικό σου θέμα είναι κι εγώ έχω καεί κι έχω το νου μου πια.

Όπως συνήθως έκανα βόλτες για να το χωνέψω, έχω μάθει πια, στην ουσία λειτούργησες εγκεφαλικά, ενεργοποίησες το μηχανισμό μπλοκαρίσματος που έχουν συνήθως οι γυναίκες για όσους ξεθαρρεύουν και παίρνουν αέρα, είδες, δεν είναι δύσκολο όπως έλεγες , μπορούσες να το κάνεις έτσι απλά, όπως και νάχει δε μπορείς να πεις ότι δεν ήμουνα ευθύς και καθαρός μαζί σου .

Εκείνο το τρελό όμως που είπες δε μπορώ να το βγάλω απ το μυαλό μου, για το νησί που έμεινες το χειμώνα όπου έβλεπες μπάλες από χόρτο να κυλούν στους έρημους δρόμους όπως στις ταινίες, και το άλλο ότι κανένας δε σου χει κάνει τέτοιες ερωτήσεις.

Κι ήταν έξοχο που σου άρεσε το ''PUSH'', εκείνη η ταινία η εξωτική που γυρίσανε στο Χονγκ Κονγκ, με τους ουρανοξύστες τους φωτισμένους και τους αυτοκινητόδρομους με τις στροφές, κι εκείνο το τύπο με τα μεγάλα νύχια και τα λοξά μάτια που σήκωνε τα χέρια στο ύψος του μυαλού για να αφαιρέσει ότι αναμνήσεις υπήρχανε εκεί μέσα, κι εκείνη τη γριά τη μυστήρια που φύλαγε το φοριαμό με το βαλιτσάκι κρατώντας ένα όπλο στον πάνω όροφο ενός σκοτεινού κτιρίου.

Το στήθος σου δε μπορώ να το ξεχάσω μ εκείνη την ουλή, σε μια στιγμή μου ήρθε μια μυρουδιά αίματος που με ζάλιζε, ούτε και τις ιστορίες για τον πατέρα σου που ήταν από τους πρώτους D.J. στη ντισκοτέκ της πόλης σου κι έχει κρατήσει ένα σωρό βινύλια από τότε.

Τη γιαγιά σου που ήρθε από τη Γαλλία κι έπειτα πήγε στην Αυστραλία, αυτήν της οποίας τα γονίδια κουβαλάς ώστε να μπορείς να ζήσεις οπουδήποτε στον κόσμο δίχως πρόβλημα, αυτή που πήγες να βρεις εκεί κάτω για να ξεχάσεις τον άλλον που σε κοπανούσε με τα λαμπατέρ και σούχε σπάσει το σαγόνι κι η δικηγόρος σου ήθελε να βγάλεις φωτογραφία όπως ήσουνα στραπατσαρισμένη για να τη χρησιμοποιήσεις πιο ύστερα.

Ούτε μπορώ να ξεχάσω τις ιστορίες για τον αδερφό σου που πλάκωσε στο ξύλο τον βίαιο τύπο μαζί με τον κολλητό σου, αυτόν που έτρεχε για σένα ερχόμενος από άλλη πόλη και τελικά έχασε και τη δουλειά του μ όλα αυτά.

Δύσκολα θα ξεχάσω την ιστορία για τον πατέρα σου που έπαθε συγκοπή στο μπάνιο μέσα κι άκουσες το γδούπο του σώματος του που σωριάζονταν στα πάτωμα, κι εκείνη την άλλη ιστορία για το θείο σου τον ωραίο δίμετρο με τα γένια που έχασε τα δάχτυλα του σ ένα ατύχημα και κατόπι η γυναίκα του τον άφησεείπες ότι εσύ ποτέ δεν θα τόκανες - κι αυτός τόριξε στο πιοτό και πέθανε από κίρρωση του ήπατος προτού κλείσει τα σαράντα.

Πραγματικά με τρέλαινε η φωνή σου μες στα σκοτεινά, τόσο γοητευτική και σαγηνευτική που δε μπορώ να περιγράψω καιρό είχα να ζήσω κάτι όσο ωραίο, γιατί σ αυτό το κρεβάτι είχα να πλαγιάσω με γυναίκα πάνω από πεντέμισι χρόνια.


Άμα σ' ενδιαφέρει καθόλου, μετά που έφυγα είχα μια μέρα τρομερή, είχα αργήσει και σαλτάρισα, τελικά τόσωσα τη τελευταία στιγμή όπως πάντα κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι, μια γυναίκα με σούταρε από ένα ιδιαίτερο γιατί ήθελε να μου φορτώσει τις ευθύνες της που απέτυχε σα γονιός ,αλλά τάχω συνηθίσει πια αυτά, σ ένα σπίτι κάτι υπέροχοι άνθρωποι μου δώσανε ένα μεγάλο κομμάτι παστίτσιο που τόφαγα στη στάση με τα χέρια γιατί είχα λυσσάξει απ τη πείνα, σ ένα άλλο σπίτι μια γυναίκα απ τη Γεωργία μούδωσε κάτι μήλα και κάτι αχλάδια και κάτι ρόδια κόκκινα, έξοχα απ το χτήμα της εκεί πάνω σ εκείνη τη χώρα του βορά.

Με τα παιδιά καθίσαμε ένα καφέ να πιούμε σ ένα φαστφουντάδικο, τις τζαμαρίες τις χτυπούσε ο ήλιος, ένα μηχανάκι διαλυμένο υπήρχε στο πεζοδρόμιο πεταμένο , κανείς δε νοιάζονταν να το σηκώσει, κάτι μικρά παιδιά βουτούσαν σε κάτι τσουλήθρες γελώντας, τα μαλλιά του Άρη ανέμιζαν ακόμα από το μηχανάκι που καβαλούσε, ο Θανάσης με κορόιδευε που μασούσα καραμέλες για το σμπαραλιασμένο λαιμό μου σαν τους παππούδες και για τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που κουβαλώ στη τσέπη μου, κάποιος είπε μια κουβέντα του τύπου ''...εγώ πάντως είμαι έτοιμος να περάσω μαζί της από μια νύχτα μέχρι μια ζωή!'' όταν γύρισα στο σπίτι το κλειδί μου τσάκισε στη τρύπα της εξώπορτας και δε μπορούσα να μπω μέσα .

Όλη μέρα σκεφτόμουνα τα τραγούδια που έγραψα στη κασέτα μου τις νύχτες που δε μέπαιρνε ο ύπνος και που σου άρεσαν, δε το περίμενα, το ''I wish you on a star'' και το ''Brothers in arms'' που δεν τόξερες και τον Λάκη Παπαδόπουλο που άρεσε και στον πατέρα σου,'' ..μασκαράς και κυριλές έχω γίνει γιατί θες να σε περπατάω''.

Θυμάσαι που γελούσες με το λαμπατέρ μου που έχει χαλάσει χρόνια τώρα και τόχω μόνο για διακόσμηση, τα μάτια μου που ήταν κατακόκκινα όπως είπες από το άγχος, τη κουβέρτα που σου έριξα γιατί μου είπες ότι κρύωνες λιγάκι, το φιλί που σου έδωσα στους απαλούς σου ώμους, τη πλάτη σου που έψαχνα να βρω κάτω απ τα ρούχα, το άλλο φιλί που σου έδωσα το πρωί φεύγοντας όταν σου είπα πιο λεωφορείο να πάρεις, τότε που μου χαμογέλασες, το βλέμμα που μου έριξες στη Καμάρα από κάτω όταν βρεθήκαμε ξανά και μου είπες να σκύβω και να χαμηλώνω όταν σε φιλώ.

Δε μπορώ να ξεχάσω την ιστορία για το φούρνο όπου δούλευες ένα χειμώνα ξυπνώντας στις τρεισήμισι για να ετοιμάσεις τη ζύμη, την ιστορία που μου έλεγες καθώς σε βοηθούσα να βγάλεις ένα ρούχο γιατί τα χέρια σου πονούσαν απ την τενοντίτιδα όπως είχε στρώσει άπειρα μαλλιά γυναικών με το πιστολάκι τη προηγούμενη μέρα και γιατί σου πονούσαν τα πλευρά απ' τα χτυπήματα εκείνου του τύπου, καλά αυτά δε γίνονται!

Γιατί σ αυτό το κρεβάτι είχα να πλαγιάσω με γυναίκα πάνω από πεντέμισι χρόνια, είχαμε τόσα κοινά, αλλά έτσι είναι οι γυναίκες, δε μπορούν να δουν πιο μακριά, δε θέλουν να ρισκάρουν λιγάκι, ν' ανοιχτούν λίγο παραπάνω, να διακρίνουν σωστά τη τύχη που περνά μπροστά απ τα μάτια τους.

Δε μπορώ να πω τίποτα κακό για σένα, πως θα μπορούσα άλλωστε , θα μπορούσα να σ ερωτευτώ να τα φτιάξουμε να σε παντρευτώ σενάρια ένα σωρό μπορείς να κάνεις που να ξέρεις που θα σε βγάλει το πράγμα όμως δε μπορώ να το σώσω, καλό είναι να φεύγεις σ αυτές τις περιπτώσεις όσο προλαβαίνεις καθώς ο καιρός τρέχει σαν τον άνεμο κι η ζωή περνά μέσα απ τα χέρια μας.

Όμως είσαι κρυψίνους όπως είναι και μια φίλη μου, άλλωστε μόνη σου το παραδέχτηκες, αλλά πρέπει να είσαι τρελή,τι να πω, τέτοιες ευκαιρίες δε χάνονται, δε σου τυχαίνει κάθε μέρα κάτι τέτοιο, δε γίνεται δυο άνθρωποι να έρχονται τόσο κοντά σε μισό εικοσιτετράωρο και να το αφήνεις να περάσει έτσι στο ντούκου, τι να πεις, όπως και νάχει πάντως εγώ δε μπορώ κι ούτε πρόκειται να ξεχάσω εκείνο που μου είπες ''Α ρε αλάνι!' αυτό που με χτύπησε εδώ μπροστά, κατάστηθα!


ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...