Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

ΤΟΥΤΑΓΧΑΜΩΝ

Το ενυδρείο ήταν μια όαση απίστευτη μες το χάος που επικρατούσε στο δωμάτιο, τα ψαράκια κολυμπούσαν αμέριμνα ανάμεσα στα υδρόβια φυτά κι όποτε άνοιγαν το στόμα τους φυσαλίδες αμέτρητες ανέβαιναν στην επιφάνεια, κατά καιρούς κοιτούσαν έξω απ’ το τζάμι να δουν τι γίνεται έξω κι έπειτα επέστρεφαν στον αστραφτερό τους μικρόκοσμο. Τα αγγελόψαρα με τις μαύρες βούλες στη ράχη κουνούσαν νωχελικά τα πτερύγια τους, τα μπλε γκουράμι γλιστρούσαν ανάμεσα στα υδρόβια φυτά, κάποιες φορές έβγαζαν το ρύγχος τους πάνω απ’ το νερό κι ύστερα βυθίζονταν πάλι στον πάτο να ψάξουν κάτι ανάμεσα στα χαλικάκια του βυθού, κάτι άλλα ψαράκια με χρώμα κίτρινο -φωσφοριζέ που τα λέγανε σαμουράι και προέρχονταν λέει απ’ τις τροπικές αφρικανικές θάλασσες κρυβόντουσαν κι εμφανίζονταν όλη την ώρα πίσω από κάτι καφετιά βραχάκια κι όλο κοίταζαν ν’ αποφύγουν τα πιο μεγάλα σα να τα φοβόντουσαν.

Ο φίλος μου είχε ψώνιο με το ενυδρείο του, το είχε στήσει απ’ την αρχή, έπρεπε να ψάξει το κατάλληλο τζάμι, να το κόψει , να το κολλήσει με σιλικόνη, να βρει χαλίκια κατάλληλα και πετρούλες για τον πυθμένα, να τοποθετήσει τα φίλτρα για τον καθαρισμό του νερού, τα φυτά που βοηθούν την αναπνοή των ψαριών κι έπρεπε να τα βάλει με προσοχή, προέρχονταν λέει από τα Αρχιπελάγη της Ινδονησίας, από τον Αμαζόνιο, την Ταϊλάνδη κι από άλλες θάλασσες μακρινές κοντά στον Ισημερινό στο κέντρο της γης. Είχαν λέει την ικανότητα να επιβιώνουν σε συνθήκες περιορισμένες και σε κλουβιά τεχνητά γι’ αυτό ήταν καταδικασμένα να ζουν εκεί μέσα και το καταλάβαιναν σίγουρα, ήταν φανερό στο βλέμμα τους που ήταν σαν απορημένο όλη την ώρα, όμως τι μπορούσαν να κάνουν; Η μεγάλη γυάλα περιβάλλονταν από πλακάκια γυαλιστερά, γεμάτα σχέδια χρωματιστά, πορτοκαλιά και πράσινα που έδεναν με τα χρώματα των ψαριών και των φυτών δημιουργώντας ένα θέαμα που σε ηρεμούσε. Το όνειρο του φίλου μου ήταν να κατασκευάσει ένα ενυδρείο τεράστιο που θα έπιανε ολόκληρο τον τοίχο ενός δωματίου όμως πρώτα έπρεπε να βρει ένα σπίτι καλύτερο από κείνο το ρημάδι, θα του έπαιρνε βέβαια πολύ καιρό αλλά θα τόφτιαχνε κάποια στιγμή…

Αυτή η κατασκευή που θα ήταν φαντασμαγορία αληθινή ήθελε ένα σκασμό λεφτά και που να τα βρει ο άνθρωπος. Προς το παρόν έπρεπε ν’ αρκεστεί στο μικρό ενυδρείο που έπιανε εκείνη τη γωνιά με τα γυαλιστερά πλακάκια, το διόρθωνε, το ταχτοποιούσε, έβαζε κι έβγαζε πραγματάκια, μόνο μ’ εκείνο ασχολούνταν όταν ευκαιρούσε την ώρα που στο υπόλοιπο σπίτι επικρατούσε χάος. Παντού υπήρχαν παλιά αντικείμενα και κάθε λογής σαβούρες που δεν ενδιαφέρονταν να τις μαζέψει κανένας, ήταν ν’ απορείς πως έμεναν άνθρωποι εκεί πέρα, τρία άτομα κατοικούσαν σ’ εκείνο το διόρωφο γκρεμίδι που με τον πρώτο σεισμό θα γινόταν κομματάκια σίγουρα! Τα ταβάνια ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν και μπορούσες να δεις κάτι ξύλα παλιά να χάσκουν ανάμεσα στους σοβάδες, δυο σκυλάκια βολτάριζαν στις κάμαρες, τα είχαν για προστασία τη νύχτα καθώς από παντού μπορούσε να μπει κανείς και να τους πάρει ότι είχανε.

Το πιο φοβερό ήταν η ζέστη που επικρατούσε εκεί πέρα κι ήταν τόσο αφόρητη που δε μπορούσες να σταθείς , τα παράθυρα ήταν κλειστά για να μη τους βλέπουν οι διπλανοί κι οι τρεις ένοικοι, δυο Έλληνες κι ένας Αλβανός, κυκλοφορούσαν ημίγυμνοι με σώματα γεμάτα από σημάδια των σεντονιών όπου κυλιόταν ιδρώνοντας και ξεϊδρώνοντας. Ο Αλβανός δούλευε σ’ ένα μαγαζί με φρουτάκια, πρόσεχε μη μπουκάρει η αστυνομία, αυτοφωράκιας δηλαδή, κι ο τρίτος συγκάτοικος ζούσε από ένα επίδομα μυστήριο, κανείς δεν ήξερε ποιος του τόδινε. Ο δικός μου έβαφε σπίτια, αυτή ήταν η δουλειά του, από τότε που τον ήξερα δούλευε ασταμάτητα, κι ούτε να πεις ότι ξόδευε τα λεφτά του από δω κι από κει, ούτε είχε αγοράσει κάνα σπίτι ή τίποτα άλλο, όλοι αναρωτιούνταν τι στο διάβολο έκανε τα λεφτά του, ήταν πολύ μυστήριος. Εδώ και καιρό έλεγε ότι θα πήγαινε μετά από πολλά χρόνια διακοπές σ’ ένα νησί κι όλο μιλούσε στους άλλους για το πόσο ωραία ήταν εκεί πέρα, για τα μοναστήρια και τις παραλίες που υπήρχαν, για τις τουρίστριες που στοιβάζονταν κατά χιλιάδες στα μπαράκια και στις ταβέρνες, τους είχε πρήξει όλον το καιρό για κείνο το νησί και δεν τον έπαιρνε κανείς στα σοβαρά, όταν τους έδειξε το εισιτήριο που είχε βγάλει δε μπορούσαν να το πιστέψουν !
‘’Θες νάρθεις μαζί μου στο νησί; ‘’ με ρώτησε μια μέρα καθώς φορούσε μια άσπρη μπλούζα γεμάτη πιτσιλιές όλων των αποχρώσεων. Δε γινόταν να φύγω όμως αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν το ενυδρείο, που θα το άφηνε, δεν εμπιστεύονταν με τίποτα τους άλλους, θα του ψοφούσαν τα ψαράκια του σε μια μέρα, καλά ήταν πολύ άχρηστοι ! Πολλές φορές μου είχε δείξει πως να τα ταΐζω, πως να ελέγχω τη θερμοκρασία με τον θερμοστάτη, να καθαρίζω το φίλτρο από τα σκουπιδάκια που μπορεί να το βουλώνανε. Καθόταν υπομονετικά εκεί πέρα και μου τα εξηγούσε όλα ενώ εγώ χάζευα το γυάλινο κουτί με τα εξωτικά φυτά που σάλευαν μες το νερό, έβλεπα τους χρωματιστούς μονομάχους, τα άλλα ψάρια που τα λέγανε σαμουράι και τα αγγελόψαρα με το παράξενο σχήμα που σεργιανούσαν πέρα δώθε αμέριμνα, ήταν πολύ ωραία ρε φίλε!‘’Το βλέπεις αυτό εδώ το κίτρινο λαβυρινθόψαρο!’’ μου έλεγε ‘’ Είναι ο Τουταγχαμόν, τόχω παραγγείλει απ’ την Αίγυπτο, το είχα δει εκεί πέρα σε μια εκδρομή και είπα μέσα μου <<Αυτό το θέλω οπωσδήποτε!>> Συνήθως κρύβεται σ’ εκείνη τη σπηλιά, κάθεται ήσυχο εκεί πέρα, είναι πολύ λαίμαργο αλλά δε θα το ταΐζεις το ίδιο πράγμα συνέχεια, και του αρέσει το καθαρό νερό αλλά αυτό άστο σε μένα, θα γυρίσω σε καμιά βδομάδα ...’’

Δεν είχα πρόβλημα να κάνω ότι μου είχε πει αν και δεν είχα όρεξη να να βλέπω τους συγκάτοικους του που δεν έδιναν δυάρα για το ενυδρείο μόνο τρόμαζαν τα καημένα τα ψαράκια χτυπώντας το τζάμι με το δάχτυλο. Περίμεναν πως και πως πότε θα ξεκουμπιζόταν ο φίλος μου για να ανασάνουν λίγο σ’ εκείνο το αποπνικτικό διώροφο όπου τους ξυπνούσαν τη νύχτα οι αναστεναγμοί των μηχανών από τα απορριμματοφόρα που ξεφόρτωναν  τους κάδους. Καθώς δε μπορούσαν να κοιμηθούν πήγαιναν όλη την ώρα να πιούν νερό απ’ το μοναδικό ψυγείο που είχαν κοινό, αφού άδειαζαν μπουκάλια τεράστια μετά γίνονταν μούσκεμα ολόκληροι. Τα ψαράκια κοιμόντουσαν κι αυτά, δεν έκλειναν τα μάτια όμως έμεναν ακίνητα για κάμποση ώρα, μπορεί να έβλεπαν και όνειρα όπου κολυμπούσαν σε θάλασσες ανοιχτές κι απέραντες μακριά πολύ στα μέρη των Τροπικών. Έδειχναν να μη νοιάζονται για ότι συνέβαινε παρά έξω, αν ο κόσμος υπέφερε και τυρρανιούνταν, αν ήταν χειμώνας ή καλοκαίρι που έβραζε γύρω καίγοντας το σύμπαν, αυτά ήταν προβλήματα των δύστυχων ανθρώπων που πάλευαν να τα βγάλουν πέρα, αυτά το μόνο που ήθελαν ήταν το φαγάκι τους και το καθαρό τους το νεράκι να επιπλέουν αμέριμνα …

Τα ψάρια περνούσαν καλά όμως εμείς τα είχαμε δει όλα. Οι μέρες δεν περνούσαν, έμοιαζαν να σέρνονται, στη δουλειά όλοι περιμένανε τις άδειες τους, κι εγώ είχα να κάνω συν τοις άλλοις και τα ψώνια του αφεντικού που μου τα είχε φορτώσει κι αυτά. Μ’ έστελνε όλη την ώρα ν’ αγοράζω ζαρζαβατικά και κρέατα, πήγαινα στις λαϊκές όπου πουλούσαν φρούτα καλοκαιρινά, καρπούζια, πεπόνια, ροδάκινα, καλαμπόκια. Αφού έπαιρνα ότι ήτανε από κει σταματούσα πάντα σ’ ένα κυλικείο μέσα σε μια στοά να πιω μια γκαζόζα, μιλάμε εκείνο ήταν το αγαπημένο μου μέρος, ο ανεμιστήρας γύριζε αέναα πάνω από τα αντικείμενα, τα μπουκάλια, τα καλαμάκια, τα τελάρα, τα ποτήρια, τα πιατάκια κι εγώ έπινα το αναψυκτικό μου χωρίς να σκέφτομαι τίποτα σα να είχε αδειάσει το μυαλό μου εντελώς . Στο χασάπικο ο τύπος μου έλεγε να τον ακολουθήσω στο τεράστιο ψυγείο του, εκεί μέσα ρε φίλε είχε μια δροσιά υπέροχη που δεν έβρισκες πουθενά αλλού, ήταν τέλεια, δεν ήθελα να βγω από κει μέσα! Φορτωμένος έπειτα με τις σακούλες έβγαινα στο δρόμο όπου είχε τόσο φως που το μάτι δεν άντεχε το ατέλειωτο ξέθωρο κι αναζητούσε μια σκιά, λίγο πράσινο ν’ αναπαυτεί μια στάλα…

Το βράδυ που θα έφευγε ο φίλος για το νησί έκανε τόση ζέστη που ήθελες να εξαφανιστείς μέσα στο ψυγείο του χασάπη και να μη βγεις από κει μέχρι να γίνεις παγάκι ! Ο σταθμός των τρένων δεν απείχε πολύ και ξεκινήσαμε πεζή, περάσαμε από κάτι στενά σκοτεινά, σ’ ένα φανάρι χαλασμένο το ανθρωπάκι ανεβοκατέβαινε σα παλαβό αλλάζοντας χρώματα, τύποι ξενυχτισμένοι τρώγανε σένα γυράδικο, μια Κινέζα που φάνταζε φιγούρα ξεκάρφωτη δάγκωνε ένα σάντουιτς, παντού γύρω υπήρχε μια ατμόσφαιρα ξενυχτιού και υγρασίας καλοκαιρινής, τότε που όλος ο κόσμος φεύγει από τις πόλεις για τις αμμουδιές και τις ερημιές όπου γης δίχως να θέλει να κοιτάξει πίσω του...

''Άμα θες φύγε τώρα, ευχαριστώ!'' μου είπε προτού φτάσαμε στο σταθμό, δε νύσταζα καθόλου, ήταν από κείνες τις βραδιές τις δύσκολες που ξέρεις ότι δεν πρόκειται να κοιμηθείς κι έτσι είπα να περάσω να χαζέψω τα ψαράκια να περάσει κι η ώρα. Όπως προσπαθούσα να ξεκλειδώσω τη σαραβαλιασμένη πόρτα τα δυο σκυλάκια γρύλισαν στην αρχή πίσω από την πόρτα αλλά έπειτα, όταν με κατάλαβαν άρχισαν να κουνούν τις ουρές τους. Άναψα το φως κι ανέβηκα τις σκάλες για τον πρώτο όροφο όπου ήταν το δωμάτιο του φίλου μου προσέχοντας μη σκοτωθώ σκοντάφτοντας σε κανένα παρατημένο αντικείμενο. Στο ενυδρείο που φωτίζονταν από μια λάμπα καλυμμένη με φύκια τα ψάρια έμοιαζαν ακίνητα σαν απολιθωμένα, μονάχα ένα κίτρινο ψωσφοριζέ, ο Τουταγχαμόν σίγουρα, έστεκε στο βυθό ακίνητο σα να είχε πλαγιάσει. ''Καλά ρε φίλε, πότε πρόλαβε να ψοφήσει!' σκέφτηκα, χτύπησα ελαφρά το τζάμι,  δε σάλεψε, τι συνέβαινε δε μπορούσα να καταλάβω, έριξα ένα σπασμένο χαλικάκι που βρήκα στο πάτωμα κι όταν έπεσε δίπλα του αυτό δε κουνήθηκε. Για κάτι τέτοιο δε με είχε προειδοποιήσει ο φίλος μου, τι  στο δαίμονα έπρεπε να κάνω,  έβαλα το χέρι μου στο νερό να το πιάσω μήπως ξυπνήσει  όπως όμως είμαι άγαρμπος έκανα μια κίνηση απότομη και για να μη ρίξω κάτω το γυάλινο κουτί, ακούμπησα στο βυθό για να σταθώ παρασέρνοντας όλα τα πετραδάκια που τον κάλυπταν και τότε τα είδα.

Ήταν μια στρώση χρυσά νομίσματα που άστραφταν σα να τα είχε γυαλίσει κάποιος ώρες ατελείωτες για να τα κάνει όσο πιο αστραφτερά γίνονταν, ώστε λοιπόν εκεί τα έκρυβε τα λεφτά του  ο άλλος  κι εμείς δε μπορούσαμε να καταλάβουμε τη μανία του με το καταραμένο το ενυδρείο,  να λοιπόν τι τα είχε κάνει τα λεφτά του, γιατί δε γίνονταν να δουλεύει τόσα χρόνια και να μην είχε στον ήλιο μοίρα,  πάντως ήταν ένα θέαμα υπέροχο.

Με τόση ταλαιπωρία που είχα τραβήξει όλο το καλοκαίρι εκείνα τα νομισματάκια που γυάλιζαν υπέροχα ήταν ένα όνειρο, δυο τρία τουλάχιστον, δεν υπήρχε περίπτωση να τ' αφήσω, θα τα κρατούσα έστω και για λίγο και μετά μπορεί να τα γύρναγα στη θέση τους ρε φίλε, λίγο να τα χαρώ ήθελα, μπορεί και να τα κρατούσα,  ούτε που ήξερα. Έβγαλα δυο κομμάτια και τα κράτησα στο χέρι,ήταν χάρμα οφθαλμών,  στο μεταξύ απ' όλη την  αναστάτωση  ο Τουταγχαμόν  είχε ζωηρέψει και μαζί με τ' άλλα  ψαράκια στριμώχτηκε  σε μια γωνία και με κοίταζε  με τα μεγάλα του μάτια  σα να ήταν ο φρουρός  εκείνου του μικρού θησαυρού όπως οι  φιγούρες που ζωγράφιζαν στους τάφους των πυραμίδων οι Αιγύπτιοι για να φυλάνε τους αφέντες τους στο ταξίδι για τον άλλο κόσμο, άφησα κάτω τα νομίσματα,  μετά τα ξαναπήρα,  δεν ήξερα τι να κάνω....

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...