Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

BAPTISMS OF FIRE

 Through these fields of destruction
Baptisms of fire
I've witnessed your suffering
As the battles raged higher…
Dire Straits  ‘’Brothers in arms’’

Στη παραλία είχαν ανάψει τα κόκκινα φώτα πέρα ως πέρα,  η θάλασσα έμοιαζε ήσυχη,  ακίνητη, στη παραλιακή  μποτιλιάρισμα ατέλειωτο,  κορναρίσματα,  απ τη γωνία του Μεγάρου  Μουσικής     φαίνονταν   η γραμμή των φαναριών από τα αυτοκίνητα   που κυλούσαν στον περιφερειακό,  τα γαλάζια  φωτάκια ενός άσπρου περιπολικού  αναβόσβηναν, ''Τέτοια  παραλία δεν υπάρχει πουθενά!''  φώναξε ο Βασίλης  ''Ούτε στο Βόλο, ούτε στη Καβάλα,  ούτε στο Ναύπλιο, ούτε στη Σμύρνη στην Τουρκία, πουθενά !''
Φορούσε τα γαλάζια Asics,  κάτι  παπούτσια   υπέροχα που είχαν έναν πάτο ειδικά σχεδιασμένο  για  τους κραδασμούς,  μόνο αυτά δέχονταν το πόδι του,  είχε τυλιγμένα τα ακουστικά στο λαιμό του, άκουγε αθλητικά, δυο γυναίκες  πέρασαν από δίπλα μας και  χαιρέτησαν,  ούτε που τις ξέραμε αλλά  ανταποδώσαμε...

Μου  έλεγε ιστορίες για τα ταξίδια του στην Ευρώπη,  φρούτα κουβαλούσε στη  νταλίκα , ώρες ατέλειωτες οδηγούσε, τέσσερα πακέτα τσιγάρα κάπνιζε,  στη Στουτγάρδη κάποιος  του είχε κάνει παρατήρηση γιατί πέταξε  το τσιγάρο του, είχε πάει μέχρι  το βορρά ,  πολλές  φορές περνούσε   και  τη  γέφυρα που  ενώνει  τη Σουηδία με τη Δανία,  καλά τι θαύμα ήταν   εκείνο, ένα τούνελ  είχανε  σκάψει   κάτω απ το νερό κοντά σε  ένα νησί τεχνητό , πλάι  σ ένα άλλο φυσικό,   πως το  φτιάξανε το γεφύρι καταμεσής της Βαλτικής θάλασσας, αναρωτιόταν, πως το θεμελίωσαν   πάνω στα ρεύματα,  ανάμεσα  στους  κόλπους και τα νησάκια όπου παλιά   ταξίδευαν πραματευτές από τον Βόλγα, απ τη κλειστή  Βαλτική κι απ τους βάλτους όπου οι τσάροι χτίζανε τις πολιτείες τους μες το βούρκο!  Καθόταν πάνω απ τη γέφυρα  και φαντάζονταν τα καράβια να   κουβαλούν   αλάτι ορυκτό απ τα ορυχεία της Πολωνίας, ήλεκτρο, σίδερο,  ασήμι, ψάρια  περνώντας απ  τα σημεία   όπου συγκρούονται τα ζεστά ρεύματα της   κλειστής θάλασσας  με τα παγόβουνα απ την αρκτική,   μια φορά είχε πετύχει και τη στιγμή που  συναντώνται τα πράσινα νερά με αυτά που έχουν το χρώμα της σέπιας    κι ήταν  χάρμα οφθαλμών  να βλέπεις πως συγκρούονταν  ενώ   στο βάθος μπορούσε να δεις  εξέδρες καταμεσής στη θάλασσα όπου  βγάζουν πετρέλαιο από δάση  καταπλακωμένα κάτω απ το βυθό,  σε μέρη όπου κάποτε έβοσκαν μαμούθ με χοντρή προβιά.  Είχε παρκάρει το φορτηγό σε μια μεριά και χάζευε  εκείνα τα μέρη όπου οι νύχτες δε ξημερώνουν το χειμώνα κι οι μέρες δεν λένε να τελειώσουν το καλοκαίρια, έβλεπε την άμμο του βυθού να βγαίνει στην επιφάνεια με την άμπωτη και   στο μυαλό του γύριζαν τα λόγια που  άκουσε  κάποτε ''Όφθησαν αί πηγαί  τής αβύσσου…. καί  ανεκαλύφθη  θαλάσσης κυμαινούσης  τα θεμέλια!'' 
Δε περίμενα να τον δω  κατά κει κοντά στο Μέγαρο,  και  τον σκεφτόμουν, τον χρειαζόμουν, μα πόσο γέλιο είχαμε  ρίξει την άλλη φορά   μ εκείνον τον  μεθυσμένο  που  ήταν μαζί μας,  μα πόσο είχε πιει ο  άνθρωπος  που επέμενε ότι θα μονομαχούσε για μια κοπέλα πριν το ξημέρωμα! Και   πόσες φορές δε με είχε   ξελασπώσει ο Βασίλης  όταν ήμουν στριμωγμένος άσχημα  και παραλίγο να με  λιντσάρουν,  τι ήταν κι εκείνο , πάλι  οριακά  την είχα σκαπουλάρει,  πόσες  φορές δεν το χω σώσει τη τελευταία στιγμή,  να δούμε   μέχρι πότε !

Σ ένα φαστφουντάδικο σταθήκαμε  να πιούμε έναν  καφέ,  σε μια  τηλεόραση   εικόνες από   ένα ατύχημα στις Άλπεις , ορειβάτες και  διασώστες  μέσα στα λαγκάδια  ψάχνανε  για κομμάτια από λαμαρίνες και σώματα,  ελικόπτερα πετούσαν, τηλεοράσεις, συνεργεία,  σκηνές στήνανε στα βουνά, μια κοπέλα σε μια γωνία μας έκοβε ,  δεν την είχα  πάρει είδηση,  τι ωραία  πόδια,  άσπρα που είχε,  και τα βραχιολάκια της κι  όλα έμοιαζαν  τόσο όμορφα!
Θα μου πεις  τι τα θες  πάλι, μας ζεμάτισαν αυτά, μας κάψανε, κι η τελευταία  δεν ήταν διαφορετική,  όλα αργά συνέβαιναν πάνω της, δε μπορούσε να  πιάσει κάτι που έτρεχε γρήγορα-και να σκεφτείς  ότι νόμιζε πως ήταν έξυπνη! Δε μπορούν να καταλάβουν,  να δεχτούν ότι  τις έχεις ξεπεράσει,  ότι αντιλήφθηκες  τόσο νωρίς το χαρακτήρα τους τον βαθυστόχαστο-  ναι καλά!-  ότι φεύγεις χωρίς  φωνές,  χωρίς τίποτα,  χωρίς να τους δώσεις την ευκαιρία να  εκτονωθούν απάνω σου,   δίχως  μια φασαρία έτσι  να χουμε να θυμόμαστε !  Δε μπορούν να δεχτούν ότι δε πιάνουν τα μαγικά τους,  ότι δεν πέφτεις, ε  λοιπόν δε πιάνουν  τι να κάνουμε τώρα,  και τι περίμενε  μετά απ τον τρόπο που μου είχε φερθεί,  να της πω κι  ευχαριστώ,   καλά  είμαστε σοβαροί! Δε δέχονταν ποτέ τα λάθη της , τι εγωισμός ήταν εκείνος, όμως δε γίνεται κάθε φορά  εμείς να υποχωρούμε,  που το είδες  αυτό γραμμένο! Κουβέντες ατελείωτες,  λόγια του αέρα ‘’Εγώ είμαι ανώτερη!’’ ναι καλά, το είδαμε, δε τη  μπορώ τόση ανωτερότητα, πως γίνεται  να μη δίνεις τίποτα και να τα θες όλα,  στο τέλος με σούταρε άγρια,  ούτε να με βλέπει δεν ήθελε,   πάντα η ίδια κατάληξη!  Δεν αντέχουν  να τις κολλάς πολύ, δεν αντέχουν  να τις αγνοείς,  άντε βρες τι θέλουν απ τη ζωή τους, αποφασίστε κορίτσια! Δε μπορούν να ξεχωρίσουν τα συναισθήματα, τους είναι δύσκολο  να λειτουργήσουν λογικά,  κάτω απ την εμφάνιση τους την ωραία  όταν δεις τι κρύβεται είναι μια φρίκη, ας μη πούμε καλύτερα λεπτομέρειες,  και είναι κι η ζήλια,  αυτό που το βάζεις,  δε σ αντέχουν άμα  έχεις  λίγο αυτοπεποίθηση παραπάνω, μα τι κομπλεξικές που είναι αδερφέ μου,   όμως εγώ κούκλα   θέλω κάποιον  να  μ’  ανεβάζει, να με στηρίζει,  να με φτιάχνει,  όχι να με ρίχνει όλη την ώρα!  

Και τη τιμώρησα,  το παραδέχομαι, το χω εξασκήσει, απλά τις αγνοείς,  δεν υπάρχουν,  δεν υφίστανται,  τις τρελαίνει,  όμως  στο τέλος τις κάνει καλό,  τις κρατά ζωντανές, δε πεθαίνουν  εύκολα,   δεν έχουν ανάγκη,  μην ανησυχείς, αφού είναι τόσο έξυπνες  άστες  να βρουν άκρη και πάλι ευχαριστημένος πρέπει να είσαι που πρόλαβες  και πήρες κάτι όσο ήταν καιρός,  προτού κρυώσει το πράγμα , που μπόρεσες και είδες τον  εαυτό σου μέσα απ τα μάτια τους,  που σου έδωσαν την ευκαιρία να πάρεις λίγο απ την αίσθηση που αποπνέουν,  μια κουβέντα που τους ξέφυγε, ένα χαμόγελο φιλικό,  μια χειρονομία ζεστή,  μην είσαι και πλεονέκτης!  

Ψιλόβρεχε, αν έπιανε πιο δυνατά  δεν είχα ούτε ομπρέλα ούτε τίποτα,  μα πόσο έβρεξε  φέτος,  μας  σάπισε, αν συνεχίσει έτσι σε λίγο  βρύα θ’  αρχίσουν  να φυτρώνουν  πάνω μας! Στις αλάνες νερόλακκοι λασπωμένοι, μαργαρίτες ροζ κι άσπρες φυτρώνουν στο γρασίδι, νεράντζια  πορτοκαλιά γυαλίζουν  ανάμεσα στις στιλπνές  φυλλωσιές,   λιγκούστρα  ανθισμένα αποπνέουν ένα άρωμα βαρύ, αγριομολόχες φορτωμένες δροσοσταλίδες,  τα κλωνάρια  των σφενταμιών μοιάζουν να μπουμπουκιάζουν,  χορτάρια  φυτρώνουν  ανάμεσα στις πέτρες των τειχών  πίσω απ τα δικαστήρια.  Ζητιάνοι  μουσκεμένοι απλώνουν  τα χέρια στην Τσιμισκή , σπουργίτια πιτσιλίζονται στο σιντριβάνι του δημαρχείου, χαμομήλια και παπαρούνες φυτρώνουν στις νησίδες κατά  μήκος  της Μοναστηρίου, πουλιά κουρνιάζουν πάνω σε παπύρους και στεγνώνουν τα φτερά τους  κατά τα Διαβατά,  μια γριά μονόφθαλμη με είχε ρωτήσει από πού να πάρει το λεωφορείο της Λαχαναγοράς.  Τα μονοπάτια πρασινίζουν στην ύπαιθρο,  με τόση υγρασία  πρέπει να έχει βλαστήσει το σύμπαν,   τα χωράφια  θα χουν γίνει βάλτοι,  τα δέντρα και τα σαλιγκάρια πανηγυρίζουν,  η άνοιξη δείχνει να προχωρά αθόρυβα,  ο Δημήτρης ταΐζει τα μελίσσια του ζάχαρη άχνη τώρα που  με τις βροχές δε μπορούν να τραφούν κανονικά,   μια εικόνα από ένα παλιό αναγνωστικό μου έρχεται στο νου,  σπίτια με στέγες χιονισμένες,  κάποιος περπατά ανάμεσα τους, ένας τίτλος  ‘ Χειμώνας !’’....

Όλα έμοιαζαν να διαλύονται και να λιώνουν στη θολούρα κι στην ομίχλη,  σχέδια περίεργα σχηματίζονταν στα τζάμια των αυτοκινήτων, υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονταν, φιγούρες θολές πίσω απ τα κρύσταλλα φαίνονταν, κόσμος μπαινόβγαινε στα εμπορικά μπροστά από  σκάλες κυλιόμενες  και  γιγαντοοθόνες, στο δρόμο   ομπρέλες χρωματιστές άνοιγαν, κορίτσι με αδιάβροχα χρωματιστά περνούσαν, σκουλαρίκια σε σχήμα σταυρών κρέμονταν από  τ αυτιά τους,   βραχιόλια μπρούτζινα  στους καρπούς τους… 

Μα τι καιρός  μουχλιασμένος   ο γκρίζος  Μάρτης μας έχει σαπίσει,  ελπίζω μοναχά να μην πάει έτσι  μέχρι τη Μεγάλη Βδομάδα  που πλησιάζει ολοένα, πρόπερσι   είχαμε κάνει Πάσχα με το Βασίλη,  είχαμε περάσει  απ όλους τους επιτάφιους του κέντρου, μιλάμε  εγώ είχα βαρεθεί,  αυτός ήθελε να πάμε κι αλλού, να δούμε κι άλλους !  Αυτουνού πάλι του άρεσε η βροχή,  δεν είχε πρόβλημα,  έμοιαζε ενθουσιασμένος,   χάζευε  τα κόκκινα φώτα που άναβαν σε μια σειρά  κατά μήκος της προβλήτας,  μόνο τα άσπρα  μάρμαρα δεν άντεχε,  του τη δίνανε  ‘’Γιατί τα βαλαν  αυτά!'' γκρίνιαζε.  Περίμενε να φτιάξει ο καιρός για να πάρει  ένα από τα ποδήλατα  του και να οργώσει  την πόλη, ξεκινώντας από τα Περιστέρια  στην Καλλιθέα όπου ήταν το σπίτι του,  λαχταρούσε ν ανοίξει ο καιρός  και ν αρχίσει τις εκδρομές,  κάποιος φίλος τον είχε καλέσει στο Μεσολόγγι   για την  Κυριακή των Βαΐων, τότε που γιορτάζουν  την Έξοδο,  περίμενε το καλοκαίρι  να πάει ξανά  στα λουτρά της Αιδηψού,  ταξίδια θα πήγαινε  ξανά  με το που θα έφτιαχνε ο καιρός  κατά  τη Πάρο, στην Εκατονταπυλιανή με τα βαπόρια να στέκονται σαν σε στάση προσοχής κάνοντας μανούβρες μέσα στο λιμάνι , αντίκρυ στην εκκλησιά με τα χρυσά και τα αργυρά τάματα  που  κρέμονται απ την εικόνα της  παναγίας.   Στην Αίγινα, στον άγιο Νεκτάριο που τον χτίσανε μες το φαράγγι   σκόπευε να πάει , στις Σπέτσες ,  στο Πόρο που  τον θυμόταν από το ναυτικό, όταν υπηρετούσε κατά κει  μια ταινία είχε  δει στο ΚΨΜ ε  το ‘’Λεωφορείο ο Πόθος!’’  με τον Μάρλον  Μπράντο,   του είχε κάνει εντύπωση ,  κι ένα άλλο έργο με τον Κλιντ Ίστγουντ είχε δει εκεί πέρα,  το  ‘’ Για μια χούφτα δολάρια!’’ 

‘’Άμα βγει κάνα ταξίδι για Ολλανδία ή Δανία θα σε πάρω μαζί!’ ’μου είπε κι ύστερα έπιασε  ξανά να λέει ιστορίες  που  είχε ακούσει από  έναν  Σουηδό   φορτηγατζή  για τα μέρη όπου παλιά υπήρχαν  περάσματα των Βίκινγκς και τα διέσχιζαν με  τα χαμηλά τους πλοία σηκώνοντας το  πανί όταν έπιανε να φυσάει,  κουβαλώντας πολεμιστές που άφησαν τα αμμουδερά κι άγονα χώματα της πατρίδας τους για να περάσουν   μέσα από πορθμούς,  εκστρατεύοντας  κατά τη  Σκωτία και κατά την Ουαλία, να πολεμήσουν τους Κέλτες και τους Σάξονες!  Και για   έναν  βασιλιά του έλεγε ο νταλικέρης ο Σουηδός,  έναν βασιλιά   που  έκρυβε λέει  σε υπόγειες στοές,  δαιδαλώδεις,  τα πλούτη του,  κατά καιρούς κατέβαινε να τα μετρήσει κι όλο μάζευε και γέμιζε  τα μπαούλα του με θησαυρούς που  άρπαζε  σε μάχες  μπροστά από  κάστρα φτιαγμένα από πέτρες, ξύλα,  κορμούς,  αντικρίζοντας πύργους,  γέφυρες, πύλες, τάφρους,  καταπέλτες, τόξα κι ακόντια, πολεμώντας    στρατούς κρυμμένους πίσω από ασπίδες γιγάντιες,  βλέποντας  τον εχθρό  να έρχεται με θόρυβο από  απέναντι,  μαζεύοντας  όσο θάρρος είχε για να μη το βάλει στα πόδια,  πηγαίνοντας κόντρα τη φωνή που βαθιά μέσα του φώναζε να φύγει όσο μακριά γίνονταν κι αντί για αυτό προχωρούσε μπροστά μες το χαλασμό και στο μακελειό που ολοένα δυνάμωνε, μέσα από τις κλαγγές των σπαθιών και τα ουρλιαχτά των πληγωμένων  που μπορούσαν να σε τρελάνουν,  χωρίς να πιστεύει ότι θα βγει ζωντανός από τη φωτιά που δε την άντεχαν όλοι και παρακαλούσαν το θεό να ξαναδούν τη μάνα τους και τα παιδιά τους  ''Το βλέπεις το αεροπλάνο που κατεβαίνει μες απ τα σύννεφα;'' με  ρώτησε ο φίλος μου ,  σήκωσα το κεφάλι να δω το μεταλλικό θηρίο που κατέβαινε χαμηλά,  βροχή έπεφτε συνέχεια  στα πρόσωπα μας   …

BAPTISMS OF FIRE


Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

BALA PERDIDA

Mi vida
bala perdida
por la gran via
charcuito de arrabal...

Manu Chao

Ο τόπος όλος γύρω απ το πάρκο  θύμιζε σφαγείο, πιτσιλιές από  αίμα υπήρχαν παντού,  στα κάγκελα, στο γρασίδι,  στο τσιμέντο,  δυο τρεις  γυναίκες τσίριζαν , ένα μαύρο   ροντβάιλερ  με  καπούλια  που θύμιζαν αγριόχοιρο είχε αρπάξει ένα κανίς  μικροσκοπικό, το είχε καρφώσει  με τα δόντια του  στο χώμα  σα να  ήταν  το θήραμα  του   και δεν το άφηνε με τίποτα!
 

Το σκηνικό θύμιζε ταινία  ή  ντοκιμαντέρ ή κάτι τέτοιο  τέλος πάντων, το ροντβάιλερ  κρατούσε με τα νύχια  το μικρό σκυλί ρίχνοντας  λοξές ματιές τριγύρω,  αυτός πήρε  ένα παλούκι που βρήκε έξω από μια αποθήκη,   πήγε πίσω απ  τον σκύλο  τον φονιά  και τον κοπάνησε μ όλη του τη δύναμη στα καπούλια, θα περίμενες ότι θα του έσπαγε τη ράχη όμως  το ζώο  φάνηκε σα να μη κατάλαβε τίποτα μόνο   γράπωσε  ακόμα πιο σφιχτά στις δοντάρες του  το σκυλάκι που έμοιαζε πεθαμένο!

 Μόλις είχε  φτάσει στο χωριό, οδηγός στα ΚΤΕΛ ήτανε, κάθε πρωί περνούσε από κει  κάνοντας το πρώτο  δρομολόγιο,  όπως  κάθε μέρα είχε έρθει με  το χάραμα,  άκουσε τις φωνές  και πήγε να δει τι γίνεται  για ν'  αντικρίσει  τη σκηνή με το σκύλο και τις γυναίκες να ξεφωνίζουν για το καημένο το ζωάκι  ενώ κάποιοι  ήταν κρεμασμένοι στα κάγκελα  του πάρκου κοιτάζοντας ….

Κάθε μέρα έρχονταν κατά κει  με το πούλμαν βλέποντας  στην είσοδο  μια τσιμεντοκολώνα στραπατσαρισμένη που βρίσκονταν εκεί   για χρόνια και  κανείς δεν την αντικαθιστούσε ποτέ,  κάποιο  αμάξι είχε στουκάρει πάνω της μ  όλη του τη φόρα σαν να  προσπαθούσε να  την γκρεμίσει  αλλιώς δε γίνονταν εκείνη η κολόνα να  έπαθε τέτοια  ζημιά! Από κει  κατάγονταν ο οδηγός, οι συνχωριανοί του είχαν πει  γι αυτό το σκυλί που   ήταν διαβόητο για την αγριότητα του, πριν ένα χρόνο   είχε δαγκώσει άσχημα  ένα παιδάκι κι ήθελαν να του κάνουν ευθανασία το διαβολεμένο  όμως τη γλύτωσε,  το αφεντικό του το είχε σώσει...
 

Όλα στο χωριό έμοιαζαν κουφά , για να το προσεγγίσεις  έπρεπε να κατέβεις  ένα βουνό περνώντας ένα δρόμο κατηφορικό  όλο στροφές ζαλιστικές κι έπειτα  να μπεις σε μια χαράδρα, το σκηνικό   ήταν λίγο απόκοσμο,  αναρωτιόσουν που στο δαίμονα  τη βρήκαν εκείνη την  τοποθεσία οι χωρικοί, όταν ήταν νύχτα  μες το χειμώνα  κι αργούσε να φέξει υπήρχαν φορές που  το φεγγάρι έμοιαζε σα να κρέμεται  πάνω απ τη χαράδρα  κι είχες την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στο τέλος  του κόσμου...
 

Κάθε μέρα έκανε το ίδιο δρομολόγιο,  φοβόταν  πάντα όταν περνούσε   πάνω από  γέφυρες,  ήταν σίγουρος ότι τις έφτιαχναν με  άχρηστα υλικά  απατεώνες εργολάβοι, απορούσε που δεν  είχαν γκρεμιστεί  ακόμα,  όσο έφτιαχνε ο καιρός κι οι ορίζοντες έμοιαζαν ν ανοίγουν ολοένα  περισσότερο σκέφτονταν το καλοκαίρι που  θα τον  έπιανε πάλι  εκείνη η μανία να φύγει και να χαθεί όσο πιο μακριά γίνονταν...

 Όποτε πλησίαζε τα πρώτα σπίτια σκεφτόταν  τον πατέρα του ''Καλά  ρε μπαμπά πολύ βλάκας  ήσουνα !'' μονολογούσε, αν έχεις  το θεό σου ξέρεις πως πέθανε,  τον χτύπησε κεραυνός, απ όλους τους  ανθρώπους του κόσμου τον πατέρα του πήγε να χτυπήσει το αστροπελέκι  μια μέρα που έβοσκε τα ζώα του στην ερημιά,  δεν χτύπησε κανένα  δέντρο,  καμιά κολόνα,  κάνα σπίτι, καμιά αγελάδα  μα τον πατέρα του,  καλά ήταν πολύ γκαντέμης!

Ήταν και λίγο σερσερής ο  πατέρας του, δεν θα τον έλεγες κάνα  κανένα άτομο σοβαρό , βοσκός μια ζωή ήτανε,   είχαν  ζώα, γελάδια, μετά το άρμεγμα  ο γέρος έριχνε πάντα μπόλικο  νερό στο γάλα κρυφά  μ ένα μπακιρένιο αγγείο   αλλά στον  συνεταιρισμό του γάλακτος   έκαναν μετρήσεις,  τον πιάσανε  και δεν ξαναγόραζαν  απ αυτόν!  Άλλοτε  πάλι έκλεβε τριφύλλι  απ τα χωράφια,  μια φορά είχε αγοράσει κάτι μοσχαράκια  από   κάπου στη Ξάνθη,  από ένα μέρος ξεχασμένο κι απ το θεό,  ήταν σίγουρος ο γέρος ότι ήταν μεγάλο κελεπούρι,  για ένα κομμάτι ψωμί τα είχε πάρει . Ε λοιπόν εκείνα τα μοσχαράκια  αποδείχτηκαν τα πιο άτιμα πλάσματα που υπήρχαν στον κόσμο,  του είχαν βγάλει τη πίστη,  όλο έκοβαν το σκοινιά  σα δαίμονες κι έτρεχαν στα χωράφια τινάζοντας ψηλά τα λιγνά τους ποδαράκια,  δεν έβαζαν ούτε γραμμάριο όσο και να τρώγανε,  μόνο νεύρο ήταν, τον είχαν σκάσει, μα τι πρόστυχη ράτσα, το τι βρισίδι τους είχε ρίξει ο μακαρίτης δε λέγονταν!
 

Ο σκύλος έμοιαζε εντελώς αποροφημένος  με τη λεία του,  απο το στόμα του έβγαιναν  αφροί, οι γυναίκες  φώναζαν ‘’Χτύπα το χτύπα το καταραμένο !'' αυτός κοντοστέκονταν με τα πόδια  ανοιχτά,   δεν ήξερε τι να κάνει, θα μπορούσε να τ αφήσει και να φύγει , στο κάτω - κάτω  ο τόπος είναι γεμάτος με τέτοια σκυλιά μινιατούρες,   αλλά κάτι τον είχε πιάσει,  το λυπόταν  το κανίς,  

Στάλες ιδρώτα   ένιωσε να τρέχουν στο μέτωπο του,   μια θολούρα αισθάνονταν,  εδώ και πολλές  νύχτες  δε μπορούσε να ησυχάσει, ήταν άρρωστος,  ο λαιμός του ήταν στεγνός εντελώς, ο φάρυγγας του ξεραμένος, τα νεφρά του πονούσαν, η σπονδυλική του στήλη σα να έτριζε ολόκληρη  όταν τον έπιανε  ρίγος,  στο κρεβάτι  στριφογυρνούσε  δίχως να μπορεί να ησυχάσει, το κεφάλι του βάραινε σα να τον είχε  πλακώσει ένα κτίριο επταώροφο,  τα κόκαλα του πονούσαν, η γρίπη τον είχε σαπίσει! Ίσως έπρεπε να πάρει κάνα  Ντεπόν, κανονικά  δεν έπαιρνε χάπια ποτέ του , δεν ήθελε να βλέπει  γιατρούς ούτε  φαρμακεία ούτε κανέναν ,  όμως τώρα ήταν διατεθειμένος να καταπιεί οτιδήποτε θα τον ανακούφιζε...  

Αποβραδίς μια ζαλάδα  αισθάνονταν, είχε ξυπνήσει κατά τα μεσάνυχτα,  πήγε στο δωμάτιο του μικρού του παιδιού,  συνήθως κοιμόταν μαζί με το μικρό  που πλάγιαζε  αμέριμνο   δίπλα του και τον ηρεμούσε, έμοιαζε σα να χαμογελά στον ύπνο του, πολύ το αγαπούσε εκείνο το μικρό το αγγελούδι, το είχε κάνει  με μια λατινοαμερικάνα όμορφη  που είχε μήλα τονισμένα  στα ζυγωματικά και  την περνούσε καμιά τριανταριά χρόνια, σ ένα μπαρ  την είχε γνωρίσει αυτήν  κι όλο του μιλούσε για το πόσο άγρια ήταν τα πράγματα εκεί κάτω στην πατρίδα της όπου όλοι έπαιζαν μπάλα όλη μέρα στις παραλίες των ωκεανών.   Το παιδάκι του  ανάσαινε ελαφριά, δεν ήθελε να το ανησυχήσει, πήγε  στη κουζίνα, ένα ποτήρι γυάλινο υπήρχε με λίγο νερό,  το σήκωσε να πιει κι όταν στράφηκε κατά το νεροχύτη  είδε μια κουτάλα κρεμασμένη να   πηγαινοέρχεται,  όλα τ'  άλλα σκεύη στέκονταν ακίνητα αλλά εκείνη η καταραμένη κουτάλα πήγαινε πέρα δώθε σα δαιμονισμένη!

Στέκονταν  και την κοίταζε,  ήταν μονάχος του,  όλοι κοιμόντουσαν, καθόταν εκεί και παρατηρούσε  πετρωμένος  την κουτάλα να βολτάρει ''Μα δε θα σταματήσει η καταραμένη!''  σκεφτόταν ''Τι γίνεται εδώ πέρα;'' αναρωτήθηκε, νόμιζε ότι είχε αρχίσει να τα χάνει, το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει,  όλα έμοιαζαν αλλόκοτα,  για κάποιο λόγο είχε την αίσθηση ότι   κάποιος  στέκονταν πίσω απ την εξώπορτα και ψηλαφούσε το πόμολο  έτοιμος να μπουκάρει, ήταν σίγουρος ότι θα ήταν κάποιος μαυριδερός με χαμόγελο σατανικό και δόντια μυτερά σαν τον διάβολο,  είχε το ντουφέκι  έτοιμο  σε μια γωνία,  άμα  τολμούσε να μπει θα τον κοπανούσε μια κι ας πήγαινε στον αγύριστο, στράφηκε προς την κουτάλα που σα να είχε επιταχύνει αντί να σταματήσει,   άρπαξε το ατσάλινο σκεύος με μανία,  το  τσαλάκωσε  μες τα χέρια του με όλη του τη δύναμη  και   βγήκε στο μπαλκόνι,   αέρας δυνατός φυσούσε έξω, κρύο έκανε,   πήρε φόρα   και το  πέταξε με δύναμη στον ακάλυπτο,  ένας ήχος μεταλλικός  ακούστηκε καθώς  η κουτάλα  έσκαγε στο τσιμέντο…

Όπως καθόταν στην καρέκλα της κουζίνας έγειρε  στο πλάι κι αποκοιμήθηκε, σαν όνειρο  του ήρθε μια ανάμνηση,  το  προαύλιο μιας εκκλησίας στρωμένο με γκρίζους κι άσπρους  σχιστόλιθους,  ένας πλάτανος πολύ ψηλός με φύλλα πράσινα,  μια βρύση, δέντρα πολλά,  αυλάκια,  ποτάμια με νερά καθαρά που περνούσαν μέσα  από  λιβάδια πράσινα και κήπους εξωτικούς γεμάτους  βλάστηση και λουλούδια…

Ξύπνησε από ένα τρίξιμο,  ένιωθε  ιδρωμένος,   ήταν  μούσκεμα, η γρίπη είχε αρχίσει να περνά,  έπρεπε ν αλλάξει φανελάκι,  αισθάνθηκε  την επιθυμία  να φάει ένα μήλο, ψηλάφισε τους τοίχους στα σκοτεινά ψάχνοντας  τον διακόπτη,  δε μπορούσε να καταλάβει  τι ώρα ήτανε,  καμιά φορά τον έπαιρνε ο ύπνος το μεσημέρι, άλλοτε το βράδυ, άλλοτε το πρωινό, δεν είχε σειρά, όποτε του ρχονταν,   βρήκε  τη φρουτιέρα,  ένα  μήλο κόκκινο πήρε,  το δάγκωσε,  η γεύση απλώθηκε υπέροχη στο στόμα του,  είχε αρχίσει να επανέρχεται η αίσθηση στη γλώσσα του,  ήταν γλυκό κι ελαφρώς ξινό συνάμα   και τραγανό μαζί, ακριβώς όπως το ήθελε, ο οργανισμός του χρειάζονταν υγρά επειγόντως,  έβαλε να βράσει φλαμούρι στο μπρίκι,  έριξε μπόλικη ζάχαρη στην κούπα, έστυψε ένα λεμόνι που του είχε φέρει η μάνα  του απ τον μπαξέ της,  το τσάι ήταν υπέροχο κι αυτό...…

Πίσω στο χωριό το ροντβάιλερ αψηφούσε τους πάντες  τόσο προκλητικά λες κι ήταν ο βασιλιάς των λιονταριών, του την έδωσε, μα πόσο θράσος  είχε κείνο το ζώο, στέκονταν εκεί με το ξύλο στα χέρι και δεν ήξερε τι να κάνει,   το κεφάλι  του κουδούνιζε,  το μυαλό του έπαιρνε στροφές ανεξέλεγκτες,  δε μπορούσε να το συμμαζέψει,  όπου ήθελε τον πήγαινε,  έμοιαζε με μπάλα που κυλά στη κατηφόρα και δε σταματά με τίποτα, οι σκέψεις τρέχανε με ταχύτητα  διαβολεμένη  και μπερδεύονταν φτιάχνοντας ένα κουβάρι χιλιομπερδεμένο,  γιατί ο πιο δυνατός  να τρώει τον πιο αδύνατο,  ποιος  το επέτρεψε αυτό, γιατί τα κτήνη κι οι άνθρωποι που έτυχε να είναι πιο χεροδύναμοι και πιο μοσχάρια να επιβάλλονται   όποτε  θέλουν, γιατί πάντα να υποχωρούν οι καλοί κι οι κακοί να υπερισχύουν, άι στο διάβολο τελικά με δαύτους! Γιατί  έπρεπε να κάνει τα ίδια πράγματα κάθε μέρα,  γιατί να πάρει αυτόν το  δρόμο, γιατί  έπρεπε  κάθε πρωί μες τα άγρια  χαράματα να σηκώνεται, τι λάθος είχε κάνει, τι διαφορετικό θα μπορούσε να είχε διαλέξει, κι αν είχε διαλέξει αυτό το διαφορετικό  που θα τον οδηγούσε, πως γίνεται κάθε φορά να  ξέρεις  ποιο  είναι το σωστό και πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκεί έξω πορεύονται με τις επιλογές τους τις λαθεμένες,  πόσος κόπος, πόσα χρόνια, πόση προσπάθεια, πόσοι δυνατοί και πόσα ζώα  που δε λογαριάζουν κανένα και τους γράφουν όλους για το κέφι τους,  για ποιο λόγο όλα αυτά συμβαίνουν, είχε αρχίσει να ζαλίζεται....

Τεντώθηκε  ξανά,  και ξαναχτύπησε το σκύλο στο κεφάλι αυτή τη φορά, μια, δυο, τρεις,  τέσσερις,  πέντε,  έξι εφτά φορές ήταν αποφασισμένος  να το χτυπά μέχρι να το σκοτώσει,  το τέρας  φάνηκε να κλονίζεται, κανονικά θα έπρεπε να είχε θρυμματιστεί το κρανίο του όμως αυτό  σηκώθηκε όρθιο αφήνοντας  απρόθυμα το σκυλάκι κι άρχισε να περπατά  τρεκλίζοντας σα μεθυσμένο,  κάποιος  έτρεξε  κι άρπαξε το κανίς που από θαύμα  ζούσε ακόμα,  αυτός  δε μιλούσε μονάχα έτρεμε ολόκληρος χωρίς να μπορεί να συγκρατηθεί.

Πέταξε μακριά το παλούκι και κάθισε σε μια καρέκλα  περιμένοντας να σταματήσει το τρέμουλο, κοίταζε τα χέρια  του, όπως το συνήθιζε οπότε αισθάνονταν στρεσαρισμένος   κροτάλιζε τα δάχτυλα του ένα - ένα δοκιμάζοντας τις αρθρώσεις του, μετά από λίγη ώρα το σώμα του ηρέμησε. Καθισμένος εκεί στην καρέκλα ενός  καφενείου κοίταζε τη χαράδρα που απλώνονταν στο βάθος  και την στραπατσαρισμένη κολόνα που έχασκε διαλυμένη,  δε σκεφτόταν το ροντβάιλερ που κάποιος το έιχε δέσει μ ένα λουρί και το έσερνε,  αλλά   εκείνα τα μοσχαράκια τα νευρικά που έκοβαν τα σκοινιά τους και τυραννούσαν τον πατέρα του , ξαφνικά  τον έπιασε ένα γέλιο   βουβό , που σιγά σιγά απλώνονταν σ όλο του το σώμα σα να ήθελε  να ξεσπάσει κάπου την ένταση  που μάζεψε όλη  την προηγούμενη ώρα, γονάτισε στο χώμα  και τραντάζονταν ολόκληρος μέχρι που άρχισαν να τρέχουν δάκρυα απ τα μάτια του…



    



 

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΤΡΟΦΑΛΟΦΟΡΩΝ

Στον Βικτωρα

Εκείνο το βράδυ είχε πάρει στο ταξί  ένα ζευγαράκι, το αγόρι ήταν  λιώμα εντελώς, είχε  σωριαστεί στο κάθισμα  άψυχο,  δε μιλούσε,  το κορίτσι ένα μελαχρινό σκούρο πολύ,  έδειχνε διαλυμένο,  ένα βραχιολάκι κόκκινο κι άσπρο φορούσε  στον καρπό , δε φαίνονταν πάνω από είκοσι πέντε  χρονών,  στην Άνω Πόλη πήγαινε,  κατεβαίνοντας   του έδωσε μια διεύθυνση κάπου στη Καλαμαριά, ‘’ Άστον  εκεί , θα ξυπνήσει μόνος του!’’  φώναξε και χάθηκε στα στενά…

Έμεινε μόνος του  με τον  λιωμένο,  τον παρακολουθούσε απ τον καθρέφτη  μήπως  ξυπνήσει, σκέφτηκε να τον  αφήσει  σε κάνα νοσοκομείο   αλλά ήταν νεκρός  απ την κούραση,  δεν είχε κοιμηθεί  ούτε λεπτό,  τον είχε πεθάνει και το  πόδι του,  πρέπει να είχε στραβοπατήσει κάπου και το γόνατο του  είχε πρηστεί,  μια γάτα  πέρασε κάτω από τις ρόδες, βροχή έπεφτε από ψηλά ανάμεσα στα κτίρια που υψώνονταν κάθετα,  επιγραφές από νέον έφεγγαν μες  τη νύχτα,  άνθρωποι πετάγονταν απ όλες τις μεριές διασχίζοντας το δρόμο σα στραβοί,  αμάξια τον προσπερνούσαν, τελικά βρήκε τη διεύθυνση,  άφησε τον μικρό σ ένα παγκάκι και σηκώθηκε να φύγει απ το μυαλό του  όμως δεν έλεγε να φύγει η εικόνα του παιδιού που ήταν σα πεθαμένο, αποφάσισε να μην κοινωνήσει εκείνη τη μέρα…

Νύχτα  δούλευε πάντα,  το πρωί έρχονταν στην εκκλησία  κατευθείαν,  τον βλέπαμε να χασμουριέται όλη την ώρα. Τα βράδια του Σαββάτου είχε  την περισσότερη δουλειά,  όλα τα βλαμμένα  γυρνούσαν  στα  μπαράκια  να ξεσαλώσουν, τα κοριτσάκια  ιδίως,  στα σκοτεινά  μαγαζιά  στοιβάζονταν  οι πιτσιρικάδες με τα  μούσια  και τα ρολόγια τα  γυαλιστερά  που αγοράσανε   απ τους μαύρους της  παραλίας,  φορούσαν  πουλόβερ σε σχήμα V,  το στήθος ξυρισμένο, γραβατούλες,  παπιγιόν, μα τι ηλίθια που ήτανε!  Απ την άλλη   τα κοριτσάκια   είχαν ένα τουπέ απίστευτο, μια αλαζονεία φοβερή,  δε καταλάβαιναν τίποτα  λες κι ο κόσμος όλος ήταν δικός τους,  είναι φοβερό  το πόσο αλαζονικά είναι τα μικρά που τα χουν βρει έτοιμα όλα και δε δίνουν δυάρα  για κανέναν  παρά μόνο για τη πάρτη τους!  Σκισμένα παντελόνια  φορούσαν αυτά, όλα ίδια έμοιαζαν σαν να  βγήκαν από κάποιο κοπάδι,  κουνούσαν  όλη την ώρα  τα στρογγυλά κωλαράκια  τους  νομίζοντας ότι οι άντρες πεθαίνουν για δαύτα,  του ρχονταν  να ξεράσει !

Τα ξημερώματα της Κυριακής,  κατά τις τρεις  με  τέσσερις η πιάτσα μεταφέρονταν προς τη Συγγρού,  πάνω απ την Εγνατία,   οι μεθυσμένοι πιτσιρικάδες  έβγαιναν σα κοτόπουλα ζαλισμένα   απ τη Βαλαωρίτου ,  ήταν  ζόρικα το βράδυ   όμως δεν είχε θέμα ,  όντας ένα ενενήντα δε μασούσε ,  μια βραδιά   είχε πλακώσει έναν  φορτηγατζή  που κορνάριζε σ όλο το μήκος  της  Τσιμισκή,  τον είχε σαπίσει μιλάμε,  απ το ανοιχτό παράθυρο  τον κοπανούσε αλύπητα, μα πόση μανία τον είχε,  ύστερα  όμως  δεν  του άρεσε όλο αυτό, δεν ένιωσε καλά,  ορκίστηκε  να μην το ξανακάνει…

Σ ένα πάρκο τα φανάρια φώτιζαν αμυγδαλιές και δαμασκηνιές λυγερές  με ροζ κι άσπρα ανθάκια,  σε μια αλάνα   κάτι λευκές πανύψηλες έτοιμες να  πρασινίσουν, το πόδι του πονούσε ακόμα,   σκέφτηκε ότι το τελευταίο  που θα  θελε ήταν να τρέχει στα νοσοκομεία,  του είχαν  πει ότι δεν είναι τίποτα η επέμβαση,  δυο τρυπούλες στα γρήγορα να βγάλουν  το χαλασμένο κομμάτι του ιστού όμως θα πονούσε  φοβερά ύστερα, ίσως όμως και να περνούσε από μόνο του,  θα έβλεπε,  μια φιγούρα τού έκανε νεύμα να σταματήσει,  άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο αμάξι εκείνο το κορίτσι που  είχε παρατήσει  τον λιωμένο φίλο της  ‘’Τι έγινε ρε με τον δικό σου;’’  -  ’’ Α, δε τον βλέπω πια!’’ είπε το μικρό χαμογελώντας, '' Τι σόι άνθρωποι είναι  αυτοί;''  αναρωτιόνταν  ο ταξιτζής,  ''Πως μπορείς  να παρατάς έτσι  κάποιον  στο έλεος του θεού, απ την άλλη  δε βαριέσαι, δε πα να πνιγούν όλα τα βλαμμένα της γης,  κι εδώ που τα λέμε δεν είναι κι άσκημο!''

Αποφάσισε να το παρακολουθεί, έμαθε το πρόγραμμα του,  κάθε Σάββατο κατά τις τέσσερις το έπαιρνε απ το ίδιο σημείο,  όποτε μιλούσαν  όλο ιστορίες παράξενες έλεγε εκείνο  το κορίτσι,
είχε παρελθόν σκοτεινό, (σιγά μη δεν είχε!)   όταν ήταν μικρό είχε σκοτώσει κατά λάθος τον αδερφό του, ο πατέρας του  είχε αφήσει πάνω στο τζάκι το κυνηγετικό του όπλο κι αυτό  παίζοντας του τη μπουμπούνισε του πιτσιρικά κατευθείαν στο δόξα πατρί,  τον έστειλε  αδιάβαστο!  Από τότε είχε αλλάξει,  έγινε απόμακρο,  δε μιλούσε σε κανένα,  στα μαθήματα ήταν φοβερό, στο πανεπιστήμιο έπαιρνε άριστα πάντα, οι καθηγητές είχαν τρελαθεί μαζί του, έλεγαν ότι μπορούσε να γίνει ότι ήθελε  αλλά  δεν είχε παρέες,  δεν μιλούσε σε κανέναν...

 Αυτό ακριβώς  όμως   ήταν που τον εξιτάριζε, μερικούς  ανθρώπους τους ελκύουν οι προβληματικοί,  νομίζουν ότι μπορούν να  τους σώσουν,  πίστευε  ότι  θα το βοηθούσε, θα το   αποκαθιστούσε με κάποιον τρόπο,  οι γυναίκες γενικά είναι απρόβλεπτες,  έχουν μηχανισμούς  πιο περίπλοκους, πιο ευαίσθητους, πιο ντελικάτους,  που να βρεις άκρη, πως  να τις κάνεις καλά,  που να τις κουμαντάρεις,  πώς να τις κρατήσεις  σε ισορροπία να μη σου φύγουνε,  να μη σου πέσουν και  γκρεμοτσακιστούν στα τάρταρα,  αυτός  πάντως ήταν πεπεισμένος ότι θα τα κατάφερνε! 

Του τα λέγαμε αλλά εις μάτην, δε μπορείς να κάνεις  τίποτα,  δεν καταλαβαίνουν,  δεν ακούνε,  είναι  άνθρωποι που εμπιστεύονται τυφλά το ένστικτο τους,  ποντάρουν τα πάντα σ αυτό, κάνουν σα τυφλοί, άμα  τους βγει έχει καλώς, άμα  δε τους βγει πάει,  καταστράφηκαν,  πήγε στράφι όλη η ζωή τους!  Είναι φορές που άνθρωποι  τους οποίους πίστεψες  αποδείχνονται τόσο λίγοι  που σού ρχεται   μα το θεό   να  βάλεις τα κλάματα κι άλλοτε πάλι άνθρωποι που δε σου γέμιζαν το μάτι βγάζουν ένα κάρο  πράγματα και τρελαίνεσαι, λίγοι ξέρουν πραγματικά να διαβάσουν τον άλλον, είναι λαχείο τελικά!

 Σιγά σιγά το μικρό  καρφώνονταν στο μυαλό  του, έβγαιναν μαζί,   το χαμε  δει μια φορά,  δε καταλαβαίναμε  τι του έβρισκε,  του βάζαμε χέρι,  ‘’Άστο το μικρό ρε,  θα σε κάψει είναι βλαμμένο, όλα είναι βλαμμένα!’’  αυτός  επέμενε, ‘’ Θα τη στρώσω,  θα τη φτιάξω!’’   ά  ήταν πολύ ξεροκέφαλος,  άπαξ κι έβαζε κάτι  στο μυαλό του τελείωσε,  ήταν ενθουσιασμένος μαζί της   ‘’Καλά είστε ηλίθιοι,  δε βλέπετε ότι το χει,  θα την κάνω  αγνώριστη!'' Την  πήγαινε στον  κινηματογράφο,  της αγόραζε βιβλία,  συζητούσαν  ώρες  ατελείωτες, το  κορίτσι όλο   ιστορίες περίεργες διηγούνταν…

Έλεγε   για ένα  λυκάκι  που  είχε βρει ο πατέρας του  κάπου στα σύνορα μια μέρα  καθώς  κυνηγούσε, το ζώο ήταν  σ ένα κουτί   μέσα,   ούρλιαζε  σιγαλά σα να έκλαιγε,   στα σύνορα συνέβαιναν  αυτά,  λέγανε ότι γίνονταν λαθρεμπόριο   άγριων ζώων,  κάποιοι  ζητούσαν  μικρά λυκόπουλα,  προσπαθούσαν να τα διασταυρώσουν με ήμερα  για να φτιάξουν υβρίδια κουφά!  Το λυκάκι  ήταν ήμερο στην αρχή μα όσο μεγάλωνε όλο και πιο άγριο γίνονταν,  δε μπορούσαν να το κάνουν  ζάφτι, το αμολούσαν στο χωριό  τους όλη μέρα  και τη νύχτα  το λυκάκι γύριζε στο σπίτι,  τελικά  το δώσανε  σε κάποιο  καταφύγιο όπου μεγάλωσε, απόκτησε κάτι ρίγες από σημάδια   άσπρα  σα σιρίτια  κατά μήκος των πλευρών του πολύ όμορφα,  βρήκε και μια θηλυκιά  για ταίρι,  σιγά σιγά έγινε κι αρχηγός σ εκείνη την αγέλη, του άρεσαν όλα αυτά τα μυστήρια…

Το ταξί ήταν οικογενειακό,  από τότε που αρρώστησε ο πατέρας του  αυτός με την αδερφή του το κρατούσαν, τον   γέρο  του τον είχε  στο νοσοκομείο,  οι γιατροί λέγανε ότι  δε θα ζούσε για πολύ ακόμα, τελευταία  βυθίζονταν  συνεχώς σ ένα παραλήρημα μιλώντας με λέξεις  που δεν καταλάβαινες , χάνονταν, έσβηνε, δε μπορούσαν να τον συνεφέρουν,  οι νοσοκόμες κι οι γιατροί έτρεχαν  πανικόβλητοι από παντού,  κουβαλούσαν μηχανήματα, του φορούσαν σωληνάκια,   του έδιναν σφαλιάρες,  τελικά άνοιγε τα μάτια του,  έλεγε κάτι  ακατανόητο  και μετά  χάνονταν,   μόνο μια φορά είχε μιλήσει  καθαρά,  μια τσίχλα με γεύση καρπούζι είχε ζητήσει  για να φύγει η πικράδα των χαπιών,   με το που την έβαλε στο στόμα  του χαμογέλασε ευχαριστημένος…  

Ήθελε να τον  κοινωνήσει τον πατέρα του να τον στείλει μ ελαφριά την ψυχή στο μεγάλο ταξίδι, στη γειτονική εκκλησία   ένας   παπά   βλοσυρός κι άγριος σαν  ιεροεξεταστής  υπήρχε που όλο αντιρρήσεις  έφερνε : 
 - Θα καταλάβει ο πατέρας σου  τι κάνει;   
 -Θα καταλάβει  πάτερ, τα χει λίγο χαμένα αλλά  θα του  εξηγήσω, εμένα με  καταλαβαίνει,    εδώ  δίπλα  τον έχουν,  πέντε λεπτά δρόμος είναι !’’
-''Καλά, καλά!'' φουρκίστηκε ο ιεροεξεταστής'' Περίμενε λίγο να τελειώσω  μια δουλειά και θα  σου πω!

Καθόταν στη σκοτεινή εκκλησιά και περίμενε,  πήγε να  να προσκυνήσει  το χέρι απ ένα  λείψανο κάποιου αγίου  που είχανε  φέρει, όπως έσκυψε πάνω απ τα κίτρινα  κόκαλα  ανατρίχιασε ολόκληρος,  του φάνηκε τρομαχτικό, τελικά το φίλησε όπως - όπως. Μερικές  γυναίκες   απροσδιόριστης ηλικίας  περίμεναν κι αυτές, μια γριά   ψιθύριζε σιγανά  για έναν ασκητή που έβλεπε  από μικρό παιδί το άκτιστο φως,  ένα λαμπερό πέπλο που κατέβαινε αργά- αργά και   τον  τύλιγε ολόκληρο   ''Πώς να ήταν άραγε αυτό το πράγμα;'' σκέφτονταν ο ταξιτζής ‘’Πως γίνεται να το δεις, γιατί  κάποιοι  το βλέπουν κι άλλοι όχι, πρέπει πάντως να  είναι κάτι υπέροχο!’’

Από ένα πορτάκι εμφανίστηκε  ο παπάς,  βλοσυρός πάντα και  μουρμούρισε ‘’Πάμε!’’  ξεκίνησαν να περπατούν   κατά το νοσοκομείο,  ο παππάς δε μιλούσε σ όλη τη διαδρομή,  κάτι κρατούσε κάτω απ το ράσο του,   φαίνονταν πολύ σοβαρός,  μπήκαν στο δωμάτιο νοσηλείας, ο πατέρας του  έγερνε στο ένα πλευρό,  έδειχνε να μην έχει  ιδέα για το  τι  συνέβαινε. Ο παπάς  έδειχνε πολύ προσεκτικός,  έβγαλε  κάτω απ το ράσο του ένα  σκεύος  χρυσό  με  πορτάκια  και ντουλαπάκια   που  έμοιαζε με  μικρή εκκλησία χρυσαφένια,  γυαλιστερή,  τράβηξε  ένα μπουκαλάκι  μικρούτσικο, άνοιξε το πώμα του, έχυσε λίγο κόκκινο υγρό  σ  ένα κουταλάκι  και το πλησίασε στο στόμα του γέρου που έδειχνε να μη καταλαβαίνει τι  γίνονταν. Ο ιεροεξεταστής  που  θύμιζε  τον Σαβοναρόλα  παρέμενε  αμίλητος, αδημονούσε, έδειχνε σαν να βιάζεται να ξεμπερδέψει,   ο ταξιτζής  σκούπισε μαλακά τα χείλη του γέρου που είχαν ξεραθεί κι έφτιαχναν μια κρούστα και τον   παρακάλεσε  τρυφερά   ‘’Έλα ρε μπαμπά, άνοιξε λίγο το στόμα να σου δώσει κάτι ο παππούλης!’’ ο γέρος  συνέχιζε να παραμένει  απαθής,   έμοιαζε μάλιστα  σα να έσφιγγε  πεισματικά τα χείλη του  περισσότερο από πριν ,ο παπάς   ξέσπασε,  ‘’Δε γίνεται, δε το βλέπεις,  δε μπορώ να δώσω έτσι το σώμα και το αίμα του Χριστού !’’ . Ο ταξιτζής  ήταν μες τα νεύρα,   ένα κλικ ήθελε,   μια κίνηση τόση δα χρειάζονταν να τελειώσουν όλα,  μπορούσε ο παπάς  ν ανοίξει το καταραμένο στόμα του γέρου  και ν αδειάσει μέσα απ τα ξεραμένα χείλια του  τη μεταλαβιά,  να πάει ο παππούς ευλογημένος στον άλλο κόσμο,  μα πόσα νεύρα είχε εκεί πέρα,  πως μπορούσε ο παπάς να είναι τόσο τσιγκούνης,  τόσο λεπτολόγος,  τόσο μικρόψυχος!’’  Ο Σαβοναρόλα  άδειασε νευρικά  πίσω τη μετάληψη,   σφράγισε  το πορτάκι της εκκλησούλας  και βιάστηκε να φύγει,  τον συνόδεψε  στο  διάδρομο ’’ Έχετε δίκιο δεν θα καταλάβαινε !’’ είπε.

Μπήκαν  στο ασανσέρ,   οι καθρέφτες γυαλοκοπούσαν,  ο θάλαμος  έτριζε όπως κατέβαιναν,  σκέφτονταν συνέχεια εκείνη  τη μικρούτσικη λαμπερή  εκκλησούλα  με τα ντουλαπάκια της,  όταν ήταν μικρός   στο χωριό του  συνόδευε τον παππά  όταν πήγαιναν να  κοινωνήσουν κάτι γριές  ετοιμοθάνατες  που τις είχαν  στις αποθήκες,  μετέφερε  το θυμιατό ή κάτι άλλο ούτε που θυμόταν πια,  ο παπάς κουβαλούσε ολόκληρο το δισκοπότηρο, στο χωριό δεν είχαν  εκείνο το σκεύος το χρυσό,  το όμορφο που έμοιαζε με εκκλησούλα,  περπατούσαν στους  χωματόδρομους  του χωριού μπροστά ο παπάς,  πίσω αυτός  ο ήλιος τους χτυπούσε κατακέφαλα ,  καλοκαίρι θα ήτανε…

Τη νύχτα στο αμάξι  αισθάνονταν κάπως, ο πατέρας  του βυθίζονταν σ εκείνα τα παραληρήματα όλο και πιο συχνά, το μικρό τον είχε ταλαιπωρήσει, τον είχε  κουράσει, έπρεπε  να το σουτάρει να τελειώνει μ αυτό,  δυο  τύποι  ύποπτοι  ζήτησαν να  τους πάει  σε κάτι σοκάκια απόμερα,  κραυγές διαπεραστικές  ακούγονταν  από κάπου σαν να έσκιζαν τον αέρα, έμοιαζε σαν κάποιος ν αναστέναζε  άγρια,  φοβόταν,  με το που βγήκε  στον  πλατύ κεντρικό δρόμο  ανέβασε ταχύτητα, ήθελε να ξεθολώσει,   άρχισε να τρέχει σα δαιμονισμένος  μήπως  ξεφύγει απ όλα όσα τον βάραιναν,  μια σκιά του φάνηκε ότι βγήκε μπροστά του,  έπρεπε να φρενάρει, ένιωσε την τεράστια τριβή που εφαρμόζονταν  ανάμεσα στο τύμπανο και στους σιαγόνες του μηχανισμού πέδησης, το όχημα παλαντζάριζε στο οδόστρωμα καθώς το συγκρότημα  των στροφαλοφόρων, τα μπλοκ των κυλίνδρων,  οι υδροθάλαμοι, τα κάρτερ,  τα υλικά  από αλουμίνιο συνθετικό κι από  σφυρήλατο χάλυβα,  οι καδένες,  οι ιμάντες,  τα γρανάζια,  οι θάλαμοι καύσης,  τα ρουλεμάν,  τα κουζινέτα, τα έμβολα,  τα κράματα, όλα  υφίσταντο  θερμοκρασίες  και πιέσεις τρομερές   ''Μάγκα  μου ως εδώ ήτανε!''  φώναξε. 

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

ΙΡΙΔΙΖΟΥΣΕΣ ΚΟΓΧΕΣ

''Μη φοβάσαι,  δε πρόκειται να βγάλω το πιστόλι !'' μου είπε γελώντας ο φίλος αλλά εγώ ήξερα πως  όσο πλησίαζε η αποφυλάκιση του  γίνονταν όλο και  πιο   νευρικός, ανυσηχούσα  είχε ξεσυνηθίσει  τον κόσμο έξω. 

Στους διαδρόμους  ενός νοσοκομείου περπατούσαμε , είχαμε χαθεί, ψάχναμε  κάποιο γραφείο,  δε μπορούσαμε να βρούμε  την έξοδο,  όλα  φαίνονταν   σφραγισμένα, αναρωτιόμασταν τι συνέβαινε  εκεί πέρα, τελικά ανακαλύψαμε ένα άνοιγμα,  μια έξοδο κινδύνου, βγήκαμε έξω,  σκάλες μεταλλικές  κατέβαιναν προς  τα κάτω  σ έναν χώρο  ακάλυπτο, τελικά  το βρήκαμε το καταραμένο!

Στεκόμασταν με τη πλάτη στον τοίχο  και περιμέναμε να μας ειδοποιήσουν, ο Σ έπαιζε όλη την ώρα  με το  χρυσό δαχτυλίδι του που  είχε  έναν κύλινδρο στη σφραγίδα του,  μας είχε πει  ότι   αυτό ήταν κάποτε το δαχτυλίδι    ενός   Ρώσου   μαφιόζου και με κάποιο τρόπο  είχε βρεθεί στα χέρια   του,   του  το χαν ζητήσει  για ένα ποσό μυθικό, δεν το είχε δώσει,  το είχα φορέσει  μια  φορά  να δω πως είναι, ήταν πραγματικά βαρύ,   φαίνονταν  φίνο κόσμημα!  Κι ένα ρολόι  ωραίο  φορούσε, ένα ελβετικό  στρογγυλό με διακοσμήσεις από ιμιδιάφανο  κονιοποιημένο χαλαζία  χαραγμένες πάνω σ ένα στιλπνό υπόστρωμα  από  κράματα  μεταλλικά,  ένα  βυσσινί λουράκι το  κρατούσε, κι ένα άλλο δώρο είχε  για την κοπέλα του, μας το χε δείξει, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια στο σχήμα των δακρύων, μα ήταν υπέροχα εκείνα τα σκουλαρίκια,  το φως τα διαπερνούσε αντανακλώντας σε  κατευθύνσεις αμέτρητες  για να  βγει  απ την άλλη μεριά σα να περνούσε μέσα  από μια επιφάνεια διάφανη εντελώς, ένα  πράγμα  μαγικό !!

Τον είχα προειδοποιήσει να μη κάνει  καμιά χαζομάρα   όταν θα βλέπαμε τον γιατρό που θα εγχείριζε τη μάνα του,   της είχε αδυναμία μεγάλη,  μου είχε παραγγείλει   να πηγαίνω να τη βλέπω στη κλινική που την είχανε, πήγαινα  κατά καιρούς,  η γρια είχε Αλτσχάιμερ,  δε καταλάβαινε τη  τύφλα της,  μόνο καμιά φορά την έπιανε κάτι και τραγουδούσε  τραγούδια παράξενα  που δεν τα ήξερε κανένας...

Στη Κρήτη   κάτω όπου τον είχαν στείλει   έδειξε καλή διαγωγή ο Σ, ήταν ήσυχος,  οι φύλακες τον πήγαιναν γιατί έκανε τη δουλειά τους πιο εύκολη,  αντί για τη  φυλακή τον  είχαν βάλει σ ένα υποστατικό με καμιά διακοσαριά πρόβατα στη μέση  μιας  κοιλάδας όπου  τα στάρια  έμοιαζαν να φυτρώνουν σε καμπύλες  και σπείρες ατέλειωτες σαν τα είχε περάσει κάποιος  με μια βούρτσα τεράστια! Κάθε πρωί ξυπνούσε κατά τις πέντε  ν αρμέξει,  τα χέρια του είχαν γίνει σκληρά σα  πέτρες, όλη μέρα έπινε γάλα κι έτρωγε πορτοκάλια,  μα πόσο γάλα  είχε πιει ρε φίλε,  τρελαίνονταν  για  το πρόβειο γάλα,  ήταν ολόπαχο,  το πρωί το τρωγε με κουάκερ,  το μεσημέρι το  κατέβαζε  σα νερό,  είχε φτιάξει επιδερμίδα μωρού!  Κι αν πεις για πορτοκάλια κλημεντίνες και μανταρίνια υπήρχαν   άφθονα κι ήταν  θεόγλυκα,   απλώνονταν σα στρώμα χρωματιστό,   απέραντο πάνω  στο χιόνι που  σκέπαζε τα χωράφια,  τόνοι ολόκληροι  μιλάμε,  κανείς  δε τα μάζευε,  έτρωγε τρία τέσσερα   κιλά κάθε μέρα,  είχε καταπιεί   ένα κάρο βιταμίνη C,  δε τον  έπιανε ούτε γρίπη ούτε αρρώστια, ούτε τίποτα! Δυο Αλβανοί ήταν μαζί του κι ένας μαύρος, ένας Νιγηριανός, αυτόν τον είχαν πιάσει για ένα σακουλάκι που   κατάπιε στο αεροδρόμιο,  τρέχα γύρευε τι είχε μέσα,  τίποτα καλό πάντως!  Μαγείρευε φοβερά ο άτιμος,  κάτι φαγητά απ την πατρίδα του  έφτιαχνε με κάτι μπαχαρικά περίεργα,  όλοι θέλανε να δοκιμάσουν εκείνα  τα εξωτικά καρυκεύματα που κανείς δεν ήξερε που τα βρισκε,  τους είχε τρελάνει, μια φορά  είχαν πιάσει  έναν λαγό παγιδευμένο  στα χιόνια  κι ο Αφρικανός  τον  έφτιαξε με μια συνταγή  που δεν είχαν ξαναδοκιμάσει ποτέ, είχαν φάει και τα κόκαλα !

Οι  θάλαμοι απέπενεαν  μια  μυρουδιά φορμόλης,  όλοι  ήταν σαν  ετοιμοθάνατοι  εκεί  μέσα,  έμοιαζε  με  τόπο όπου παρκάριζαν ανθρώπους  πριν το τελευταίο τους ταξίδι, γέροι  κείτονταν ανάσκελα με το στόμα ανοιχτό, όλοι οι  συνοδοί πάντως    έδειχναν καλοί,  λέγανε μεταξύ τους  ότι αυτή είναι η τελευταία  γενιά που νοιάζεται για τους γέρους,  οι επόμενη  θα τους  ξεφορτώνει στα γηροκομεία κι ότι θέλει ας  γίνει,  βέβαια  κάθε άνθρωπος δικαιούται αξιοπρέπεια στο θάνατο του αλλά τι ψάχνεις  τώρα, άλλωστε  κανείς  δε  δίνει σημασία στους γέρους,  τι χρειάζονται πια!   Μια μεσόκοπη καθόταν δίπλα στην ανάπηρη αδερφή της,  τη πρόσεχε  όλη της τη ζωή σχεδόν ,  μερικοί  άνθρωποι  είναι  αυτό που λέμε ''του καθήκοντος'',   γεννημένοι για να υπηρετούν τους άλλους όχι τον εαυτό τους, αυτή  φρόντιζε  για τον καθένα  στο θάλαμο,  τους τάιζε,  τους χάιδευε, τους άλλαζε θέση να ξεπιαστούν,  τους έδινε νερό  με μια  σύριγγα,  τους μιλούσε,  μερικοί ανταπέδιδαν με μια χειρονομία αδιόρατη, άλλοι έλεγαν κάτι ακαταλαβίστικα...

Στο γραφείο του γιατρού που ήταν και διευθυντής μας βάλανε,  μια βιβλιοθήκη τεράστια,   μα πόσοι τόμοι υπήρχαν εκεί μέσα   κι οι πιο πολλοί δεν ήταν ιατρικοί,   κάτι  βιβλία μυστήρια, κώδικες αγιορείτικοι,  αποσπάσματα  από χειρόγραφα παλιά,  η  ''Κριτική του Καθαρού Λόγου''  του Καντ, πήρα να διαβάσω λίγο,  μ έπιασε ζαλάδα!

Τον είχα προειδοποιήσει να μη  πει καμιά βλακεία   τώρα που θα ρχονταν ο γιατρός,   ήταν δύσκολο να τον ελέγξεις, πολλές φορές είχαμε σκοτωθεί  ‘’ Έχεις μια μανία  να  απλοποιείς τα πράγματα!'' μου φώναζε '' Για σένα  υπάρχουν πέντε κατηγορίες ανθρώπων και πέντε αιτίες για όλα, !'' – '' Ναι…’’ αντέτεινα εγώ  ‘’ κι  εσύ  έχεις μια μανία να υπεραναλύεις,   να τα μπερδεύεις,  χάνεσαι στις λεπτομέρειες!''   δε μ άκουγε,  το τραβούσε,  πήγαινε γυρεύοντας    καυγά '' Θες πάντα να δικαιώνεσαι για όσα έχεις πει !’’   -   ''Και πως γίνεται  πάντα να έχω δίκιο,  πώς γίνεται πάντα να βγαίνω σωστός,  όχι πες μου ή μήπως θες ν αρχίσω να σου  αραδιάζω περιπτώσεις!''   συνέχιζε  να μ  αγνοεί,  τον ήξερα πια   ‘’Μάγκα μου ότι και να κάνεις δε πρόκειται να  θυμώσω  κι  ούτε  θα  μαλώσω   μαζί σου !’’ είπα.

Ήταν  έξυπνος,  όλοι είχαμε  πάθει πλάκα που πέρασε στο πανεπιστήμιο  με τρεις  μέρες διάβασμα,  εμάς μας είχαν βγει τα μάτια κι αυτός είχε περάσει για πλάκα, το πιστεύεις, τρεις μέρες μόνο,  αλλά  μετά τι να σε κάνω που όλο λάθη έκανες, που δε μπορούσες να ξεχωρίσεις τη τύφλα σου, που δεν ήξερες  ποιους  βάζεις δίπλα σου,  που έκανες  όλο βλακείες  κι έχασες ένα κάρο λεφτά μέχρι που χρεοκόπησες και  σε  κλείσανε μέσα με τους Νιγηριανούς να τρως κλημεντίνες!

Είχα πάρει φόρα  ''Ας πρόσεχες!'' φώναξα  ''Σου ήρθαν όλα εύκολα μέχρι ένα σημείο ενώ  εμείς το μόνο που  ξέραμε ήταν  να δουλεύουμε  δίχως  σταματημό  ούτε  τις μέρες τις εργάσιμες  ούτε   τις μέρες  των αργιών,  εμείς  δεν είμαστε τόσο έξυπνοι,  οκέι,  είμαστε απ αυτούς  που το μόνο που  ξέρουν είναι  ότι στο τέλος θα επιβιώσουν, ότι  θα βγουν  ζωντανοί,  απλά δε ξέρουμε  με ποιο τρόπο κάθε φορά, μάθαμε να μη περιμένουμε   βοήθεια απ αυτούς που υποτίθεται ότι θα έπρεπε  να μας  βοηθήσουν,  όχι ότι δε νοιάζονται  απλά  δε μπορούν την ώρα που τους θέλεις,  έχουν τα δικά τους, μιαν άλλη φορά θα είναι  χρήσιμοι,   πρέπει να ψάχνουμε  αλλού για υποστήριξη κάθε φορά ! 

'Ας πρόσεχες, μου ήσουν  χαλαρός  κι  άνετος  κάνοντας ντόλτσε βίτα  ενώ  εμείς  τρέχαμε σαν ηλίθιοι και τρώγαμε  στη μάπα  τα μικρά με τις στριμμένες τις μανάδες τους  στα ιδιαίτερα, φαντάσου   πιτσιρίκια  μια σταλιά να σε σαπίζουν,  να είσαι μες τα  νεύρα,  να μην αντέχεις,  να βγαίνεις στα μπαλκόνια   μήπως ηρεμήσεις  γιατί  τα  μικρά  βρίσκουν  πάντα   κάτι να σε  πονέσουν  έτσι χωρίς  λόγο,   απλά αυτό τους δίνει μια αρρωστημένη ικανοποίηση, άμα δεν έχεις δουλέψει με παιδιά   δε μπορείς να φανταστείς πόσο σκληρά είναι, αισθάνεσαι ότι  δε θ αντέξεις  για πολύ ακόμα, χρειάζεσαι  μια βόλτα επειγόντως να ξελαμπικάρεις,  έχεις  σκεφτεί πάρα πολύ,  κι όπως είσαι έτοιμος να τα διαολοστείλεις σου πετούν  μια καλή κουβέντα   απ το πουθενά και  δεν το πιστεύεις,  σε λίγο βέβαια  θα  τη πάρουν πίσω, μη χαίρεσαι!

Πρώτη φορά είχα μιλήσει τόσο,  ήταν σα να τα βαστούσα όλα μέσα μου κι ήθελα να τα πω με μια  ανάσα,  ο Σ με κοιτούσε όλη την ώρα  στριφογυρίζοντας  στο δάχτυλο  του το δαχτυλίδι με τη ρουλέτα,  θα πρέπει να  του είχαν κάνει εντύπωση αυτά που άκουγε, άνοιξε  απότομα  η πόρτα και  μπήκε  μέσα ο  γιατρός   που δεν ήταν κι ο πιο αδύνατος άνθρωπος στον  κόσμο,  το χέρι του έμοιαζε να τρέμει,  είχε ακούσει σίγουρα αυτά που λέγαμε  έτσι όπως φωνάζαμε,   άρχισε να αναφέρει   πόσες  επεμβάσεις πετυχημένες  είχε πραγματοποιήσει, μ αυτά  τα τρεμάμενα χέρια   είχαμε τις  αμφιβολίες μας,  ζήτησε το τηλέφωνο του Σ,  σιγά μη του το έδινε, σε μια φάση είπε κάτι του στυλ ''Εντάξει τώρα γρια γυναίκα  είναι,  πόσο θα ζήσει!''  σκέφτηκα ότι τώρα θα γίνει σφαγή  αλλά ο δικός  μου  συγκρατήθηκε,   μια  ξανθιά   γραμματέας  μας παρακολουθούσε ανήσυχη  απ την ανοιχτή  είσοδο του  γραφείου,  ο  Σ μου έκανε νόημα να βγω έξω,  περίμενα, όταν εμφανίστηκε στο κατώφλι   έδειχνε κουρασμένος....

Ήθελα να του πω κι άλλα   ότι όταν αυτός  περιδιάβαινε  στην Ευρώπη με τις κουκλάρες του εμείς    έπρεπε να περιμένουμε γιατί όλα έπρεπε  να γίνουν στην ώρα τους, ούτε νωρίτερα ούτε κατόπι,   οι μέρες,  οι βδομάδες,  οι μήνες,  οι εποχές, τα χρόνια   περνούσαν,  οι φίλοι μας ψάχνανε,  προσπαθούσαμε να κλέψουμε  μια  ανάσα  απ όπου μπορούσαμε, να πάρουμε κάτι καλό,  κάτι θετικό, κι  ύστερα πάλι  χανόμασταν στο κόσμο το δικό μας,  εκεί όπου δεν  μπορούσε να παρεισφρήσει  κανένας άλλος,  εκεί όπου μπορούσαμε  να φορτίσουμε όπως όπως  για ν αντέξουμε  τη συνέχεια! Ξέραμε ότι η κατεύθυνση ήταν προς τα έξω,  προς τα μπρος ,  υπήρχαν  φορές  που έπρεπε ν αφήσουμε  τα πράγματα να κυλήσουν  μόνα  τους,  ήταν καλύτερο  να μη κάνουμε   τίποτα παρά να κάνουμε  κάτι λάθος και μας  πάει πιο πίσω, είναι περιπτώσεις  που δεν εξαρτώνται από σένα, δε μπορείς να κάνεις   κάτι,  άστο να πάει στο καλό!  Μάθαμε  να μην ταραζόμαστε , να μη θυμώνουμε, τουλάχιστον να μη το δείχνουμε,  μάθαμε να φεύγουμε αθόρυβα όσο γίνονταν   ώστε  να μη  το αντιληφθούν οι άλλοι,  όλοι   έπρεπε  να κρατηθούν  ευχαριστημένοι,  γίναμε  λίγο σαν το βούδα  με υπομονή απεριόριστη και κατανόηση απέραντη!

Κι εκεί που νομίζαμε  ότι δεν αντέχαμε άλλο,  μας είχε βγει η πίστη, τα χαμε παίξει, εκεί  ακριβώς  άρχισε να φαίνεται φως στο βάθος   μακριά πολύ,   μας πήρε καιρό να καταλάβουμε ότι δεν είχαν πάει όλα στράφι,  ότι δεν είχαμε  κάνει και τόσο πολλά λάθη όσα νομίζαμε,  είχαμε φύγει κάπως,   είχαμε διανύσει κάποια  απόσταση  χωρίς να πάρουμε  χαμπάρι αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε αχνά τι συμβαίνει,  όσο βλάκας και να είσαι έρχεται μια ώρα που  μαθαίνεις ότι αν είναι να  χάσεις  περιορίζεις  όσο μπορείς τις απώλειες  κι αν είναι να πετύχεις πρέπει να είσαι προετοιμασμένος  να  το κάνεις  με τις λιγότερες δυνατές κινήσεις, αν είναι δυνατό με μια  μόνο μελετημένη, δε χρειάζεται όλες τις μάχες να τις κερδίζεις κατά μέτωπο,  μπορείς να κάνεις κι ελιγμούς και  τέλος τέλος μαθαίνεις  ότι  για να έχει αξία  η επιτυχία πρέπει να έχεις αποτύχει  ξανά και ξανά και ξανά και ξανά, όσο αντέχεις!

Ήθελα να του πω κι άλλα,  είχαμε τόσον καιρό να βρεθούμε,  πίσω στο θάλαμο  μια γριά που έκανε αιμοκάθαρση ψιθύριζε ''Ετοιμαστείτε για το μεγάλο φευγιό!'' όλη νύχτα χαροπάλευε αυτή,  οι γιατροί είχαν πέσει από πάνω της να τη συνεφέρουν,  είχε αιμάτωμα στον εγκέφαλο από κάποια  πτώση,   είχε δοκιμάσει ν ανέβει  ένα  σκαλί στην είσοδο τους σπιτιού της κι είχε τσακιστεί, το μάτι της ήταν μαυρισμένο,   το πρόσωπο της έμοιαζε τρομαχτικό έτσι μελανιασμένο  και πρησμένο που ήτανε,  δυο  νοσοκόμες εμφανίστηκαν  και μας  έκαναν νόημα  να βγούμε,  μια γυναίκα  στέκονταν  στο παράθυρο κι   έκλαιγε κρύβοντας το πρόσωπο με τα χέρια της,   κάποιος δικός της θα είχε πεθάνει ή πέθαινε εκείνη την ώρα, ο Σ στριφογύριζε το δαχτυλίδι όπως έκανε κάθε φορά που ήταν  νευρικός κι αμήχανος,   το φως από κάπου έπεφτε ακριβώς πάνω στα ψιλοδουλεμένα  φύλλα  του κοσμήματος,   στα  σχέδια με τους  ρόδακες στα  κυλινδρικά αραβουργήματα,  σε  μια μπορντούρα από κυανόχρωμες  ιριδίζουσες κόγχες  και προεξοχές μυστήριες, τα καλοριφέρ έκαιγαν στο φουλ, οι άρρωστοι αναστέναζαν,  έκλεισα τα μάτια μια στιγμή  κι είδα  εκατομμύρια γαλάζια στρογγυλά φωτάκια να λαμπυρίζουν σαν αστέρια από  εκατό γαλαξίες που σκορπίστηκαν μες το μυαλό μου ....

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...