Σάββατο 27 Απριλίου 2013

ΠΛΥΝΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ

O παππάς που φορούσε μια λαμπρή  φορεσιά, άσπρη απ έξω, κατακόκκινη, πορφυρή από μέσα, βγήκε από το ιερό όπου ένα ύφασμα σε χρώμα βαθύ πράσινο σκέπαζε την αγία τράπεζα κι έκανε μια εντυπωσιακή ομιλία με αφορμή τον σαβανωμένο Λάζαρο.

Μίλησε για την επικείμενη κάθοδο του Χριστού στον κάτω κόσμο, τότε που τα πήρε όλα σβάρνα σπάζοντας πόρτες σφραγισμένες και κιγκλιδώματα, ξηλώνοντας αλυσίδες και καρφιά στο διάβα του μέσα από χάσματα αβυσσαλέα, περνώντας από μονοπάτια αραχνιασμένα, γεμάτα σκορπιούς και μαμούνια διάφορα, ο διάβολος έπαθε τη πλάκα του, που τον έφεραν αυτόν εδώ κάτω αναρωτιόταν πανικόβλητος, αυτός θα τα γκρεμίσει όλα, είχε φτάσει μέχρι τη καρδιά του Άδη, σε γωνιές σκοτεινές, εκεί όπου είχαν ριχτεί από αιώνες ο Αδάμ κι η Εύα τότε που τάκαναν θάλασσα στον παράδεισο, τους πήρε απ το χεράκι να βγουν λίγο έξω και να δουν φως του ήλιου.

Εκείνο το πρωινό όπως κατηφόρισε το δρόμο έβλεπε αμάξια να κατεβαίνουν, υγρασία και μια δροσιά υπήρχε στην ατμόσφαιρα, αναρριχητικά φυτά με λουλούδια σε χρώματα μαβιά σκαρφάλωναν σε φράχτες.

Έξω απ την εκκλησία ζητιάνοι με μάτια χαλασμένα κοίταζαν τους περαστικούς κι άλλοι σταυροκοπιούνταν βλέποντας προς τα καμπαναριά, κοπάδια από παιδιά μικρούτσικα έρχονταν με δασκάλες όμορφες να τα σαλαγούν ξοπίσω τους, γριές κερνούσαν γλυκίσματα νηστίσιμα κι ο κόσμος εύχονταν για τις ψυχές των πεθαμένων κάτω στον Άδη.

Αυτή τα παρακολουθούσε όλα αυτά καθώς αισθάνονταν στο μυαλό της να παίρνει μορφή και σχήμα αυτό που σκέφτονταν από καιρό τώρα.

Γιατί ένιωθε ότι έπρεπε να κάνει κάτι, ν' αντιδράσει κάπως, σαν τ άγρια ζώα που ψάχνουν στα χωράφια χορτάρια που θα τα βοηθήσουν να διώξουν την αρρώστια και το κακό από πάνω τους.

Έπρεπε κάτι να κάνει γιατί θα την έριχνε κάτω αυτό το πράγμα, δε θα άντεχε για πολύ ακόμα το ήξερε. Κι ακόμα έπρεπε να σταματήσει τις βάρδιες τις νυχτερινές που της έκοβαν χρόνο και χρόνια απ τη ζωή, της χρειαζόταν λίγος ύπνος να καθαρίσει το μυαλό της.

Κι έπρεπε να σταματήσει όλες εκείνες τις ταπεινώσεις που είχε υποστεί. Όταν της έρχονταν στο νου στροφές ανάποδες έπαιρνε, κάπως έπρεπε να τελειώσει όλο αυτό το πράγμα, να ησυχάσει, το ήξερε άλλωστε ότι κάποιο δεσμοί είναι γόρδιοι και κόβονται με μαχαίρι, δεν υπάρχει άλλη λύση .

Την τελευταία φορά είχε βουρκώσει, τα μάτια της υγράνθηκαν, αλλά εκείνος όταν την έβλεπε έτσι αγρίευε πιο πολύ, νόμιζε ότι ήταν κάποιου είδους κόλπο, της πήγαινε κόντρα για βλακείες κι αηδίες ασήμαντες μ ένα πείσμα αβυσσαλέο, σα να ήθελε να ξεσπάσει απάνω της για τις αποτυχίες του.

Της ήταν ολοένα και πιο δύσκολο να κρύψει τη δυσφορία της κάθε φορά που τον έβλεπε, κάτι της είχε πει και την θύμωσε άσχημα, ''Πλύνε το στόμα σου προτού μου ξαναμιλήσεις!!'' του είχε πει, η κόρη της τόχε καταλάβει, που να κρυφτεί απ αυτήν, ''Μαμά μη μου λες ψέμματα, το ξέρω ότι δεν είσαι καλά, σε ξέρω εγώ!''.

Στο αστικό ένας άντρας όμορφος ψηλός ήρθε και κάθισε δίπλα της, την κοιτούσε κι αυτή δε μπορούσε να το πιστέψει, κάποιο λάθος σκέφτηκε θα είχε κάνει ο τύπος, είχε χάσει από καιρό τώρα την αυτοπεποίθηση της.

Σ' εκείνο το χώρο τον κλειστό, βλέμματα διασταυρώνονταν, γυναίκες με δέρμα ηλιοκαμένο - πότε είχαν προλάβει να αλλάξουν χρώμα - πόδια γυμνά χώνονταν μέσα σε παπούτσια διάφανα, δαχτυλίδια υπήρχαν σφηνωμένα στα δάχτυλά τους, άνθρωποι κρατιόταν από χειρολαβές και κάποιοι ίδρωναν στα καλά καθούμενα, στάλες ιδρώτα έτρεχαν στα μέτωπα τους, μπουκαλάκια με νερό παγωμένο βαστούσαν στα χέρια τους που τρέμανε, ποιος ξέρει τι είχαν καταπιεί αυτοί, ανάπηροι πάνω σε καροτσάκια δοκίμαζαν να μπουν στο λεωφορείο.

Στη στάση όπου κατέβηκε πλάσματα περίεργα της φάνηκε ότι κινούνταν κατά πάνω της φορώντας γυαλιά μαύρα, κάποιοι με χείλη ψαριού, άλλοι με κεφάλια σκύλου, ρωγμές υπήρχαν στο δρόμο, κέρματα κολλημένα στην άσφαλτο γυάλιζαν, φανάρια χαλασμένα, κορναρίσματα και φωνές και μπλοκαρίσματα, στα μαγαζιά με τα ζωάκια ψάρια κολυμπούσαν ανάμεσα σε φυσαλίδες, λαμπάκια γαλάζια αναβόσβηναν πάνω σε ασθενοφόρα διερχόμενα και μπορούσες να δεις ανθρώπους ξαπλωμένους σε φορεία μέσα τους, φοβήθηκε για μια στιγμή μη τη μαζέψουν κι αυτή κάπως έτσι μια μέρα.

Τη νύχτα είδε το ίδιο πάλι όνειρο, σ ένα υπόγειο βρίσκονταν παγιδευμένη, αυτός είχε το γνωστό βλέμμα που δεν προμήνυε τίποτα καλό, ήθελε να βγει από κει μέσα, κάτι κλειδιά έψαχνε μα τα φύλαγε ένας σκύλος μαύρος σα δαίμονας που γάβγιζε δείχνοντας τα δόντια του κι όλο τραβούσε μια αλυσίδα έτοιμη να κοπεί κι όπως αυτή ήταν έτοιμη να πιάσει τα κλειδιά η αλυσίδα κόπηκε κι ο δαίμονας έχωσε με μίσος τα μυτερά σα καρφιά δόντια του στο πόδι της χαμηλά, πάνω απ τον αστράγαλο.

Το πρωί όταν ξύπνησε ένα μούδιασμα κι έναν πόνο ένιωθε στο πόδι της, κοίταξε χαμηλά κι είδε κάτι τρυπούλες τετράγωνες στο μέρος πάνω απ τον αστράγαλο.




Τρίτη 23 Απριλίου 2013

ΤΟ ΜΩΡΟ ΜΟΥ

Στα παλιατζίδικα το Σάββατο το μεσημέρι, όπως χτυπούσε ο ήλιος, κοιτάζαμε σωρούς από κέρματα στο χρώμα του ασημιού μέσα σε γυάλινα δοχεία και ποτηράκια από λεπτό γυαλί που είχαν ζωγραφισμένα απάνω τους λεμόνια και κεράσια κι είχαν στα χείλια τους μπορντούρες στο χρώμα του χαλκού, σαν αυτά που έβγαζε η γιαγιά μου απ τον μπουφέ της, εκεί όπου υπήρχαν ασημικά και σερβίτσια του γλυκού και πιατάκια πορσελάνινα,  σαν αυτά που αγόραζε τώρα μπροστά μας μια γυναίκα κάνοντας παζάρια μ ένα γέρο γύφτο με χρυσά δόντια.

Κόσμος μαζεύονταν σαν τα μυρμήγκια τριγύρω να δουν φωτογραφίες ασπρόμαυρες, από οικογένειες και νέους και γέρους που χαμογελούσαν σε παραλίες, σε σκηνές που πάγωσε ο χρόνος κι εγώ αναρωτιόμουν τι στο δαίμονα σε νοιάζει και τι μπορούν να σου πουν φωτογραφίες ανθρώπων που δε τους γνώρισες ποτέ.

Κομπολόγια κεχριμπαρένια σε σχήματα ρόμβων και κύβων ψηλαφούσαν κάποιοι κι άλλοι άγγιζαν κρυστάλλους χαλαζία και λίθους ημιπολύτιμους, απομιμήσεις ρουμπινιών και ζαφειριών, σε χρώματα γλυκά καφέ και πράσινα γυαλιστερά κι άλλοι ξεφύλλιζαν κόμικς παλιά ''Το αηδόνι του αυτοκράτορα!'' κι άλλοι δοκίμαζαν τρομπέτες χάλκινες κι ακορντεόν σαραβαλιασμένα, πλήκτρα και κουμπιά και περίεργες συσκευές, με λυχνίες και φωτάκια και καταψύκτες από όπου κάποτε κάποιοι έπιναν νερό δροσερό και κοσμήματα που παρίσταναν αλογάκια της Παναγίας μεταλλικά, έτοιμα να σκαρφαλώσουν σε γιακάδες γυναικείους, βιτρό γαλάζια κι άμφια βυσσινιά και λευκά για τις γιορτές και τις σαρακοστές κι εικόνες αγίων με μορφές επιμήκεις κι εξαϋλωμένες και φύλλα λωτών .

Στα τραπέζια τριγύρω ούζα και μεζέδες και ξηροί καρποί, η θάλασσα όπως πάντα γυάλιζε στο βάθος, σ ένα πάρκο γάτοι με κεφάλια τεράστια κυλιόντουσαν ανάμεσα στα χορτάρια, στα λουλουδάδικα οι γυναίκες αγόραζαν λουλούδια για τις εκκλησιές, γαρύφαλλα και πασχαλιές, γλάστρες με λεμονοθύμαρο και φασκόμηλο, δεντράκια γιαπωνέζικα, μικροσκοπικά με φύλλα στιλπνά.


Ο φίλος μου έφτιαξε το γιακά απ το πουκάμισο μου,  ''Ψηλέ, χρειάζεσαι μια γυναίκα να σε προσέχει'' μια συσκευή έψαχνε αυτός και χάνονταν μέσα σε υπόγεια, ανεβοκατέβαινε σκάλες ,κοιτούσε ερευνητικά ανάμεσα σε σωρούς από σαβούρες κι άχρηστα υλικά, ρωτούσε για κάποιον ειδικό, είχε λυσσάξει ήθελε να βρει οπωσδήποτε έναν τρόπο να ξαναπαίξει μια βιντεοκασέτα παλιά που του είχε αφήσει η γυναίκα του όταν έφυγε για πάντα.

Μπροστά στη ΧΑΝΘ την είχε βρει ένα πρωί μέσα σ ένα αμάξι σμπαραλιασμένο, λάδια υπήρχαν χυμένα στην άσφαλτο, ένας αστυνομικός στερέωνε μια κορδέλα κόκκινη εμποδίζοντας αμάξια να περάσουν από κει, την είδε μια στιγμή σωριασμένη στο κάθισμα, χρώματα απ τη μάσκαρα που είχε βάλει στα μάτια έτρεχαν στο μάγουλο της, ένα νύχι της είχε σπάσει για κάποιο λόγο αυτό του έκανε μεγάλη εντύπωση.

Στο νοσοκομείο δεν ήθελε να σκέφτεται το χειρότερο περιμένοντας έξω από το θάλαμο εγχειρίσεων, σ ένα παρεκκλήσι είχε πάει να ηρεμήσει, πήγε να προσκυνήσει και μια δύναμη τρομερή τον τίναξε πίσω, σα να τον χτύπησε ρεύμα ηλεκτρικό όπως έσκυβε μπροστά σε μια εικόνα, τι στο δαίμονα συνέβαινε.

Χρειάστηκε αίμα ατελείωτο τότε, θε μου πόσο αίμα της είχαν βάλει στο σώμα και για ένα διάστημα σηκώθηκε, γύρισε στο σπίτι, τότε έγραψε αυτή τη κασέτα καθώς είχε μείνει μαζί του μερικές μέρες, ποιος ξέρει που βρήκε τη δύναμη να το κάνει.

Και μετά όλα τελείωσαν έτσι απλά, δε το χωρούσε το μυαλό του, δεν είχε προλάβει να προετοιμαστεί, δεν ήθελε να το πιστέψει όταν εκείνη η φωνή του τόπε στο τηλέφωνο, είχε πάρει τους δρόμους, όλα του φαίνονταν περίεργα, στα καφενεία φιγούρες χάζευαν σε οθόνες μπροστά, στα μαγαζιά με τα έπιπλα σκιές σάλευαν μέσα στους καθρέφτες, στα συνεργεία αμάξια έμπαιναν να πλυθούν μέσα σε θαλάμους απ όπου έτρεχαν αφροί και νερά, άλλα αμάξια έστριβαν σε στενά κι ήταν σα να έγερναν όπως έπαιρναν τις στροφές, προβολείς φώτιζαν τις ρίζες των αρχαίων τειχών, φυτά μοναχικά σε διαδρόμους τραπεζών, γραφεία σκοτεινά, όλα θολά του φαίνονταν.

Ούτε που ήθελε να τη δει για χρόνια εκείνη τη κασέτα ώσπου μια μέρα δεν άντεξε και την έβαλε να παίξει σε μια παλιά συσκευή που είχε .

Η γυναίκα του ήταν εκεί μέσα αδυνατισμένη, σε μια καρέκλα κάθονταν, χλωμή εντελώς και του είπε:

 ''Κοίτα τώρα που θα φύγω να βρεις καμιά καλή ψυχή να βάλεις στο σπίτι, αν είναι κάνα κάθαρμα να το σουτάρεις. Πρόσεχε τα παιδιά, το μεσαίο πιο πολύ, το κορίτσι, το μωρό μου, τ'  άλλα είναι γαϊδούρια, θα βρουν το δρόμο τους. Και τώρα θέλω να σου πω κάτι και πρόσεξε καλά γιατί είναι το πιο σημαντικό που πάντα ήθελα να σου το πω...'' κι εκεί ακριβώς το καταραμένο μηχάνημα άρχισε να κάνει θορύβους περίεργους και τη μάσησε τη κασέτα και τη ρήμαξε κι αυτός είχε μείνει κάγκελο, άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες, ήθελε να τα γκρεμίσει όλα, να ξεσπάσει κάπου,  να βγάλει το άχτι του .

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

ΔΡΕΠΑΝΗΦΟΡΑ ΑΡΜΑΤΑ

Ούτε που ξέρω πως βρέθηκα εκεί πέρα, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι με είχε πιάσει μια λίμα τρομερή και σ εκείνο το τραπέζι υπήρχε ένα ρύζι κιτρινωπό απίστευτο και κάτι φτερούγες κοτόπουλου σα λουκουμάκια κι εγώ ήθελα να φάω τη τύχη μου.

Μια βιόλα κομμένη σ ένα ποτήρι μοσχοβολούσε κι ένα κορίτσι στέκονταν σε μια γωνιά της κουζίνας με δυο απαλές γραμμές να σχηματίζουν το περίγραμμα του προσώπου του, εγώ έτρωγα ένα γλυκό τραγανό, κίτρινο με ένα πράγμα κόκκινο στη καρδιά του καθώς μια γεύση λεμονιού απλώνονταν στο στόμα μου.

Στο σπίτι όταν πήγα μασουλούσα ακόμα εκείνο το κίτρινο γλυκό όταν με είδε μια γιαγιά που είχαμε στο σπίτι, η αδερφή της γιαγιάς μου ήτανε, μου ζήτησε ένα κομμάτι κι εγώ της τόδωσα όλο.

Ήταν λίγο σαλεμένη εκείνη η γριά, το καλοκαίρι έτρωγε ντομάτες πράσινες, είχε ξεκολλήσει απ την υποδοχή της μια μπρίζα που δεν είχε βγει για χρόνια απ τη θέση της και παραλίγο να γίνει κάρβουνο, τη χάναμε πολλές φορές και την αναζητούσαμε στα στενά μες το λιοπύρι, ενώ τα βράδια πολλές φορές τη βλέπαμε να στέκεται ακίνητη μ ένα γέλιο αδιόρατο μπροστά στο τζάμι του παράθυρου και μας σηκώνονταν η τρίχα.

Στο σπίτι της, στο άλλο χωριό το μεγάλο, κοιμόμασταν καμιά φορά ακούγοντας μια οχλοβοή να περνά από το στενό που περνούσε σύρριζα από τον τοίχο της καθώς γίνονταν η περιφορά του επιταφίου κι έβλεπες φώτα και κεριά και σκιές να περπατούν μουρμουρίζοντας στα σκοτεινά. Ο άντρας της ένα ψηλός μαυριδερός ένα κέρμα μεγάλο μου είχε δώσει κάποτε και φωτογραφίες παλιές στο τοίχο τον έδειχναν νιόπαντρο, σοβαρό, σε εικόνες φθαρμένες και τσακισμένες απ τον καιρό, ενώ δίπλα υπήρχαν κάτι κεντήματα κρεμασμένα με χρώματα που έδειχναν κυδώνια καρπούζια και λουλούδια και περικοκλάδες πράσινες κι αμπέλια και κλήματα.

Εκείνο το απόγευμα την ξαναείδα και μου έκανε εντύπωση που δεν την είχα προσέξει πρωτύτερα, είχε μεγαλώσει πια, φορούσε ένα τζιν και παπούτσια επίπεδα κι ανέβαινε στα συγκρουόμενα αμαξάκια που καρφώνονταν με μανία το ένα πάνω στο άλλο καθώς τραγουδάκια έπαιζαν τριγύρω και πασχαλιές άνθιζαν και σκύλοι και γάτες κυλιόντουσαν χαρούμενα στο χορτάρι. Το βράδυ σ ένα μαγαζί όπως ψάχναμε ένα μέρος να καθίσουμε κι ήταν όλα πιασμένα τα τραπέζια με τα ποτήρια του ουίσκι σε χρώμα καφεκόκκινο απάνω τους , ήρθε κοντά μου με σιγουριά μεγάλη κι έναν τρόπο που τον είχε τελειοποιήσει με τον καιρό, με φίλησε έτσι άπλα αφήνοντας στο στόμα μου μια γεύση από σταφύλι ώριμο, ενώ μέσα μου ένιωθα κάτι να ταράζεται μέχρι μέσα βαθιά.

Κοπάνα κάναμε απ' το σχολείο την επόμενη και μ' ένα αμάξια ανεβήκαμε σ ένα ύψωμα από όπου κοιτάζαμε τα χωριά και τον κάμπο μέχρι πέρα μακριά κι ύστερα πήγαμε σε μια παραλία, κάτι καραβάκια θυμάμαι να κυλάνε στον άνεμο, τραπεζομάντιλα χρωματιστά ανέμιζαν , ποτήρια πιάτα και κομμάτια από κέικ καφέ, κόσμος έτρεχε κάτω από δέντρα, ποδήλατα ρολλάριζαν δίπλα σε λωρίδες διαχωριστικές, γκαρσόνια στέκονταν μπροστά μας, αυτή γελούσε συνέχεια, μασούσε τσίχλα, κάτι φόρμες φορούσε.
Ένας καυγάς γίνονταν κάπου κοντά, πρόσωπα κόκκινα, στάλες ιδρώτα έτρεχαν από το μέτωπο κάποιου, αχτίνες τρυπούσαν φακούς μαύρους γυαλιών, ένας τύπος έτρεχε να πάρει τηλέφωνο κι ένα άλλος μας έλεγε για το ατύχημα του πατέρα του, τότε που γύρισε από ένα ταξίδι κι άγρυπνος όπως ήταν καρφώθηκε στις μπάρες της εθνικής . Όταν ξύπνησε στο νοσοκομείο δε θυμόταν τη τύφλα του, νόμιζε ότι έχανε το μυαλό του είδαν κι έπαθαν ώσπου να τον συνεφέρουν.

Κάτι είχα πάθει μετά από όλα αυτά κι εγώ, αφηρημένος συνέχεια ήμουνα, κάτι λεφτά είχα χάσει, η μάνα μου μου είχε βάλει τις φωνές, ο πατέρας μου με είχε πάρει μαζί του να κόψουμε ένα χωράφι με τριφύλλι κάτω στον κάμπο.

Απόγευμα ήταν όταν φτάσαμε εκεί κάτω κι ο πατέρας μου έριξε στο χώμα εκείνα τα ψαλίδια που όταν ήταν όρθια κι ανέμιζαν πλάι στο τρακτέρ τόκαναν να μοιάζει με άρμα δραπανηφόρο που κατηφόριζε στα ανοιχτά πλατώματα και στα αλώνια για να σπείρει τον όλεθρο ξυρίζοντας ότι τύχαινε στο διάβα του

. Άπλωσε λοιπόν τα ψαλίδια στο έδαφος κι άρχιζε να θερίζει το χόρτο κινούμενος κυκλικά σε σπείρες με κατεύθυνση το εσωτερικό και το κέντρο απ όπου συνήθως πετάγονταν αλαφιασμένα και πανικόβλητα αγρίμια διάφορα, λαγοί κι αλεπούδες κι άλλα περίεργα που είχαν τη φωλιά τους εκεί μέσα.

Ο ήλιος έβαφε μενεξεδί τον ορίζοντα και στήλες μαύρες σα σιφώνια τεράστια σχηματίζονταν στα μέρη όπου έβρεχε ενώ αλλού το ουράνιο τόξο έλαμπε μέσα από το πρίσμα του καθώς επιστρέφαμε σπίτι.

Οι αγελάδες επέστρεφαν εκείνη την ώρα από τη βοσκή και βύθιζαν τα ρουθούνια τους στη ποτίστρα να πιουν γεμίζοντας μπουρμπουλήθρες τον τόπο κι εγώ πέθαινα στα γέλια, μια δίψα φοβερή με είχε πιάσει και μένα, ήθελα να βουτήξω κι εγώ το κεφάλι μου στο νερό μα όταν έσκυψα στη διάφανη επιφάνεια την είδα στον κρυστάλλινο καθρέφτη που σχηματίζονταν, ολοζώντανη μ' εκείνες τις απαλές γραμμές που διέγραφαν το οβάλ πρόσωπο της κι εκείνο το κομμάτι του άσπρου λαιμού της κι εκείνα τα χείλια κι εκείνα τα μάτια όταν ξάφνου αντιλήφθηκα τη γιαγιά μου να με κοιτά με ένα βλέμμα τρελό κι ύστερα να στρέφει το βλέμμα στο νερό.

''Ωραίο το μικρό'' μου είπε κι ύστερα ξέσπασε σ εκείνο το γέλιο που με τρόμαζε όταν την έβλεπα τη νύχτα στο παράθυρο

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

ΠΕΝΤΕ ΛΙΘΟΥΣ ΛΕΙΟΥΣ

Και εγένετο πρός εσπέραν καί ανέστη Δαυίδ από τής κοίτης αυτού καί περιεπάτει επί του δώματος τού οίκου τού βασιλέως καί είδε γυναίκα λουομέη από τού δώματος καί η γυνή καλή τώ είδει σφόδρα...

καί απέστειλε Δαυίδ αγγέλους καί έλαβεν αυτήν , καί εισήλθε πρός αυτήν, καί εκοιμήθη μετ' αυτής....

Β' Βασιλειών 11- 2, 4.




Ούτε που μπορούσε να κουνηθεί μ εκείνον το μανδύα και την χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι κι εκείνο το σπαθί το ασήκωτο, μια σταλιά παιδί μαθημένο να παλεύει με τ' άγρια θηρία σαν πήγαιναν να του αρπάξουν τα πρόβατα που έβοσκε κι έπρεπε να πάρει από το στόμα τους τα ετοιμοθάνατα αρνιά του.

Αυτός χρειάζονταν το ραβδί του μονάχα και ''πέντε λίθους λείους εκ του χειμάρρου'' που τους έβαλε στο σάκο του και πήγε να πολεμήσει μ' εκείνο το τέρας το Φιλισταίο που είχε τον αλυσιδωτό θώρακα στο στήθος, τις χάλκινες κνημίδες στα πόδια, την πελώρια ασπίδα στους ώμους και το τεράστιο κοντάρι με τη σιδερένια λόγχη στο χέρι, αυτός που τρόμαζε τον κόσμο κάθε μέρα με την τρομερή του κραυγή.

Και τον έριξε χάμω με τη σφεντόνα, ένα χτύπημα μονάχα χρειάστηκε να τρυπήσει το σίδερο, να του διαλύσει το κρανίο και να τον ρίξει με το πρόσωπο στο χώμα.

Κι έγινε φίλος μ εκείνο το υπέροχο παιδί τον Ιωνάθαν, το γιο του βασιλιά, που έδωσε στο νεαρό βοσκό τον μανδύα, τη ρομφαία και το τόξο του, παραλίγο δε να πληρώσει με τη ζωή του την αγάπη του Ιωνάθαν, όταν ο βασιλιάς από κακία και μίσος για το θρίαμβο του Δαυίδ ήθελε να τον τρυπήσει πέρα για πέρα εκεί που έπαιζε τη κιθάρα με τα δάχτυλα στα δώματα τα βασιλικά.

Στα όρη τα αυχμώδη και τα τραχιά τον κυνηγούσε ο Σαούλ κι άμα ήθελε θα μπορούσε να πάρει το κεφάλι του γέρου βασιλιά όταν μπήκε στη σκηνή του τη νύχτα, τότε που όλο το στρατόπεδο κοιμόταν στις σκηνές του και το δόρυ το βασιλικό ήταν μπηγμένο στο χώμα, δε χρειαζόταν παρά μόνο ένα χτύπημα ξανά για να τελειώνει και μ' αυτό το βάσανο, μα αυτός προτίμησε να του πάρει το ακόντιο και το ποτήρι το πολύτιμο απ όπου ο γέρος έπινε νερό, για να του δείξει την ανωτερότητα του.

Μα σαν γίνεται μεγάλος και τρανός τι πάει και κάνει, κλέβει εκείνη την καλλονή απ τον Χετταίο τον πολεμιστή κι όχι μονάχα αυτό μα στέλνει και τον άτυχο άντρα στο χειρότερο πόλεμο, στην πολιορκία εκείνης της πόλης που δεν έπεφτε με τίποτα, καθώς οι πολιορκημένοι πετούσαν από ψηλά μυλόπετρες κι αγκωνάρια και βέλη φαρμακερά κι όταν έκαναν την έξοδο την απελπισμένη έγινε μια σφαγή εκεί κι ένας πόλεμος σκληρός απίστευτα και πάει ο άτυχος Χετταίος όπως το είχε σχεδιάσει ο πρώην βοσκός κι από τότε όλα άρχισαν να πηγαίνουν κατά διαόλου .

Αλλά είσαι βασιλιάς πια, η σκέψη σου έχει ωριμάσει υποτίθεται κι η κρίση σού έχει μεστώσει, συναισθήματα βίαια δεν σε παρασέρνουν κι αντιστέκεσαι στις μύχιες και σκοτεινές επιθυμίες που έρχονται απ τα βάθη της ψυχής σου, είσαι μεγαλόψυχος πια, μπορείς να κρύψεις την ταραχή που σου προκαλούν Αφροδίτες μικρές και μεγάλες, ξανθιές και σκουρόχρωμες, με φορέματα και χιτώνες ανοιχτόχρωμους για ν' αποκρούουν το αδυσώπητο φως του καλοκαιριού, σε χρώματα πρασινωπά που ταιριάζουν με τα αστραφτερά τους βλέμματα και διαγράφουν το περίγραμμα του υπέροχου σώματος τους, με χέρια αλαβάστρινα κι απαλά απ' τα σαπούνια και τ αρωματικά που χρησιμοποιούν ολημερίς, γυναίκες μ' αχνά χαμόγελα που σ αγγίζουν σχεδόν καθώς σε πλησιάζουν και το σώμα σου πάλλεται, παντρεμένες με τα παιδιά στη αγκαλιά και παρθένες με τα μενταγιόν που φέρουν σύμβολα εγχάρακτα και σημάδια μυστήρια του ζωδιακού κύκλου, καρκίνους και σκορπιούς και φίδια και γεράκια με ράμφη γαμψά.

Μπορείς υποτίθεται να κρύψεις την ταραχή ώστε να μη φανεί στα μάτια σου, ξέρεις τις ερωτογενείς κι επικίνδυνες ζώνες και τις περιοχές που δεν πλησιάζονται, όσο όμορφες κι αν είναι σαν κουβαλούν τα παιδιά στην αγκαλιά τους απαιτούν σεβασμό, υπάρχουν κανόνες απαραβίαστοι, πως θα γίνει, πως θα μπορούσε διαφορετικά να γίνει, δεν είναι όλα χύμα, δε σε παίρνει, δεν είναι σωστό, όταν χρειαστεί φεύγεις σε δώματα του παλατιού όπου κλείνεσαι για ηρεμία και περισυλλογή.

Χρειάζεσαι λίγη απ τη φρεσκάδα που είχες τότε όταν έφερνες στο στρατόπεδο την τροφή των αδερφών σου που πολεμούσαν, το κριθάρι το χονδροαλεσμένο και και τους άρτους και τα τεμάχια τυριού εκεί στη κοιλάδα της δρυός όπου μάχονταν.

Χρειάζεσαι λίγη φρεσκάδα από κείνα τα χρόνια, τότε που τα κορίτσια απ όλες τις πόλεις χόρευαν στους δρόμους για το θρίαμβό σου χτυπώντας τύμπανα και κύμβαλα κι αλάλαζαν γιατί είχες βάλει κάτω το τέρας που σε παρομοίασε με σκύλο όταν το πλησίαζες περνώντας τον χείμαρρο με το νερό να βρέχει τα πόδια σου και τη σκιά του γίγαντα να κρύβει τον ήλιο του πρωινού, έχοντας μονάχα πέντε πέτρες άσπρες,στρογγυλές στο σάκο σου.

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

AΓΓΕΛΟΣ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΤΗΣ



Ο δε είπεν αυτοίς· ιδού εισελθόντων υμών είς τήν πόλιν συναντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων' ακολουθήσατε αυτώ εις την οικίαν ού εισπορεύεται, καί ερείτε τώ οικοδεσπότη της οικίας' λέγει σοι ο διδάσκαλος, πού εστι το κατάλυμα όπου τό πάσχα μετά των μαθητών μου φάγω; κακείνος υμίν δείξει ανώγαιον μέγα εστρωμένον' ....

Κατά Λουκάν 22- 10, 13


Και το ανώγειο όπου βρισκόμασταν εκείνη την άνοιξη, τέτοιον καιρό περίπου, ήταν μέγα και υπέροχο. Χρώματα εξαίσια υπήρχαν παντού τριγύρω, στις αγιογραφίες και στα ψηφιδωτά, μπλε του κοβαλτίου και πράσινο του μαλαχίτη, μαύρο του χρωμίου, κι αχνό πορφυρό, κυανό του χαλκού και κίτρινο θαμπό στα φωτοστέφανα των αγίων απ όπου μια λάμψη ξεχύνονταν γεμίζοντας τον τόπο με μια αύρα υπερβατική όπως οι σκοτεινοί δαίμονες πάλευαν μ αγίους και καβαλάρηδες συντρίβοντας και συνθλίβοντας στο χώμα κεφαλές και καρδιές μαύρες, γεμάτες κακία δρακόντων του κάτω κόσμου. “

Κείνες τις μέρες , ενώ ο Ιησούς ετοιμάζονταν για τη θριαμβευτική του είσοδο στα Ιεροσόλυμα, οι Εβραίοι ετοίμαζαν την έξοδο τους από την Αίγυπτο βάφοντας με αίμα τις πόρτες των σπιτιών τους για να μη λαθέψει ο άγγελος ο φονιάς κι εξολοθρευτής που θα ερχόταν να πατάξει τα πρωτότοκα παιδιά των Αιγυπτίων, ο Φαραώ ξυπνούσε τρομαγμένος καθώς χαλάζι και πυρ σφοδρό εξαφάνιζε ότι υπήρχε εκεί πέρα ''από ανθρώπου έως κτήνους'', το νερό στα ποτάμια, τις διώρυγες και στα έλη μετατρέπονταν σε αίμα, σκότος και γνόφος και θύελλες έπεφταν πάνω στη γη της Αιγύπτου επί τρεις μέρες και ουδείς μπορούσε να δει τον διπλανό του και τον σύντροφό του.

Κι ύστερα συνέβαιναν σημεία και τέρατα, ο Μωυσής ''...εξέτεινε την χείρα επί την θάλασσαν και εσχίσθη το ύδωρ''', σκίστηκε το νερό στη μέση, πράγματα απίστευτα κι υπερφυσικά, άνεμος νοτιάς φύσηξε όλη τη νύχτα ανοίγοντας δρόμο μέσα από την Ερυθρά Θάλασσα. Κι όταν οι κακόμοιροι Αιγύπτιοι μπήκαν σ αυτό το εξωπραγματικό μονοπάτι με τ' άρματα και τ άλογα και το στρατό τους ένα μακελειό έγινε εκεί πέρα καθώς τ' ακραξόνια των αρμάτων μπλέκονταν αναμεταξύ τους κι όταν ο Μωυσής άπλωσε ξανά τα χέρια σε κείνη τη στάση τη φοβερή, το γαλάζιο νερό σκέπασε όλη την έκταση που κάλυπτε και προηγούμενα πνίγοντας άλογα κι αναβάτες μέσα σε χαλασμό από κραυγές και παφλασμούς κι αφρούς και αίματα κι ολολυγμούς και πανικό.

Ιστορίες παράξενες μας διηγούνταν εκεί πέρα ένας καλόγερος παράξενος, ένας ονειροπόλος , για ένα παιδί που ήθελε μια βασιλοπούλα κι ο πατέρας της τον έβαλε να ξεχωρίσει ένα βουνό στάρι από κριθάρι κι άλλους σπόρους βλαβερούς κι άχρηστους κι όποτε έχανε την υπομονή του κι αγαναχτούσε, ένας άγγελος με φτερά λευκά έρχονταν φέρνοντας ένα ποτήρι νερό κι ένα κομμάτι ψωμί κι εγώ σκεφτόμουν ότι μια ζωή αυτό κάνω προσπαθώντας να ξεδιαλέξω τα καλά μες από τη σαβούρα και το βούρκο κι αν είχα έναν τέτοιον άγγελο να μου παραστέκεται θα το συνέχιζα αυτό επ΄ άπειρον.

Στο μεταξύ η Μάρθα έστρωνε δείπνο, η Μαρία η αδελφή του Λάζαρου, σκούπιζε τα πόδια του χριστού μ εκείνο το μύρο το εξαίσιο, το γνήσιο και το πολύτιμο από νάρδους κι άλλα αρώματα μεθυστικά, γεμίζοντας την οικία με οσμές θεϊκές, ο Ιούδας αναρωτιούνταν προς τι τέτοια σπατάλη κι ο δάσκαλος του έλεγε '' Άσε το κορίτσι να κάνει τη δουλεία του γιατί αύριο θα με σκίσουν ζωντανό''.

Μοναχοί πηγαινοέρχονταν μέσα από μονοπάτια μαιανδρικά σ εκείνο το μέρος πάλι με την άνοιξη, πευκοβελόνες καινούριες καταπράσινες φύονταν στα πεύκα, γκορτσιές κι αχλαδιές άγριες άνθιζαν παντού και ροδακινιές και κερασιές και ίριδες και βιόλες και μενεξέδες κι άλλα πολλά, κισσοί με φύλλα στιλπνά πλαισίωναν ρεματιές όπου έτρεχε νερό πάνω από φυτά υδρόβια, φρούτα μας πρόσφερναν και μαχαίρια κοφτερά να τα καθαρίσουμε, ντομάτες κόκκινες και μαϊντανοί πράσινοι υπήρχαν τριγύρω και σακούλες πλαστικές γαλάζιες πλάι σε τοίχους ασβεστωμένους, σχέδια ελικοειδή από κελύφη οστράκων, χρώματα γήινης ώχρας, καράβια παλιά υπήρχαν στο μικρό λιμάνι με λαμαρίνες σκουριασμένες, βαρέλια τεράστια για να βάλουν μέσα το κρασί στις αποθήκες και μυρουδιές γνώριμες από σανό και χόρτο αποξηραμένο.

Ένα βράδυ με είχαν στείλει να φέρω ένα άλογο από ένα σημείο κάπου πιο πέρα όπου το είχαν αφήσει δεμένο να βόσκει κι ανησυχούσαν μη κατέβουν τίποτα λύκοι τη νύχτα από τα γειτονικά βουνά και το φάνε το έρημο. Φοβόμουν λίγο κι όπως έφτανα στο μέρος που μου είχαν πει, το ζώο με αντιλήφθηκε και χλιμίντρισε με αγωνία. Πλησίασα και το χάιδεψα μαλακά στη πλάτη και κάτω απ' το λαιμό κι έπειτα ψηλάφισα τους κόμπους του σκοινιού που ήταν δεμένο σ ένα δέντρο όταν αντιλήφθηκα κάτι ήχους κι ένα φως να βγαίνει από τα χαμόκλαδα μα δεν ήξερα αν ήταν για καλό ή για κακό εκείνο το πράγμα...


Κυριακή 7 Απριλίου 2013

ΡΑΓΙΣΜΑΤΙΕΣ

Ένιωθε όλο το σώμα του να καταρρέει και να θρυμματίζεται, καταλάβαινε τις ραγισματιές που απλώνονταν μέσα του,  μπορούσε ν ακούσει τον ήχο απ τα κομμάτια που έσπαζαν, αισθάνονταν να μη τον κρατούν τα πόδια του, ήταν έτοιμος να καταρρεύσει μετά από κείνο το τηλεφώνημα.

Προτού κοιμηθεί είχε πάρει στο αστυνομικό μέγαρο για να βεβαιωθεί ότι οι αναρχικοί δε θα έσπαγαν τίποτα στη πόλη που είχε υπό την προστασία του κι όταν ο αστυνόμος του είπε ότι το όνομα του πλέον δεν αναφέρονταν στη κατάσταση που είχε μπροστά του κατέρρευσε.

Αλλά μετά από εκείνη την υπόθεση στο μεταγωγών Θεσσαλονίκης που θεωρούνταν το χειρότερο τμήμα ολόκληρης της χώρας, τότε που τον είχαν πάρει άρον- άρον από την ανωτάτη σχολή πολέμου όπου είχε δει ένα κάρο στούρνους να του λένε ''Μη κάνεις ερωτήσεις εδώ πέρα και μας εκθέσεις'', αφού λοιπόν είχε βάλει τάξη σ' εκείνο το χάος άλλα όνειρα έφτιαχνε.

Και πως θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά αφού κι ο ίδιος ο υπουργός που τον είχε συναντήσει στα Λαδάδικα κατά τύχη του είχε πει λάμποντας ''Προχώρα και μη φοβάσαι, είμαστε μαζί σου!!'' .

Ώστε λοιπόν κι ο υπουργός ήταν μαζί του, άρα μπορούσε να παρακάμψει τον διοικητή των Αθηνών που τον είχε σκυλοβρίσει, τότε που είχε γυρίσει πίσω μια ολόκληρη κλούβα με κρατουμένους, αφού τους άφησε για κάνα δυο μέρες παρκαρισμένους έξω απ το κτήριο, ώσπου πήραν μυρουδιά τι γίνεται οι δημοσιογράφοι κι άρχισαν να γράφουν κι οι εφημερίδες.

Τα είχε σχεδιάσει όλα όταν υπηρετούσε κάπου στη Χαλκιδική έχοντας για μοναδική του παρέα το φίλο απ τον καιρό που υπηρετούσαν στις καταδρομές, όταν έκαναν εκείνες τις ατέλειωτες πορείες από τη Ρεντίνα στο Χολωμόντα, περνώντας με πλήρη οπλισμό από βουνά και ποτάμια, βρεγμένοι ως το κόκαλο κι ένιωθαν ότι λίγο ακόμα και θα έπεφταν νεκροί προσπαθώντας να ανέβουν έναν απότομο λόφο.

Όμως ύστερα ήθελαν να φάνε το τόπο ολόκληρο, να ξεχυθούν και να κατακτήσουν το σύμπαν, τέτοιος ήταν ο αέρας που γέμιζε την ύπαρξη τους εκείνη την εποχή . Μονάχα όταν είχαν γονατίσει για μια βολή, κοντά σε μια λίμνη, δε μπορούσαν απλά να ελέγξουν τα μέλη τους, έμειναν κολλημένοι στο έδαφος κι οι εκπαιδευτές τους τους σήκωναν έτσι όπως ήταν άκαμπτοι σαν αναίσθητοι και τους κουβαλούσαν στα Στάγιερ.

Εκεί στην ερημιά της Σιθωνίας είχε ρουφήξει βιβλία ιστορίας και πραγματείες περί ηγεσίας και διοίκησης και να τώρα που του χρειάζονταν όλα αυτά καθώς πάλευε με γραφειοκράτες αραχτούς και καριερίστες που έβλεπαν κάποιον να πηδά σαν άλογο καλπασμού τα εμπόδια και να σπάει επετηρίδες κι ιεραρχίες.

Στο μεταγωγών για χρόνια επικρατούσε κόλαση, οι αστυνομικοί πετούσαν γόπες στον τοίχο που έπεφταν στο πάτωμα φτιάχνοντας βουναλάκια, οι κρατούμενοι στοιβάζονταν σαν τα ζώα κι είχαν αρχίσει να εξεγείρονται καίγοντας στρώματα και κουβέρτες .

Γιατί οι βισματούχοι τρόφιμοι των φυλακών Κορυδαλλού ήθελαν άπλα στο χώρο τους κι έχοντας διασυνδέσεις πολιτικές,  έστελναν αβέρτα κουβέρτα κόσμο στη Θεσσαλονίκη κι όπως οι φυλακές Διαβατών ήταν φίσκα το υπόλοιπο απλώς αποθέτονταν στο μεταγωγών.

Αυτός όμως το έβαλε στόχο, είχε το χάρισμα να εμπνέει, πάντα τα έδινε όλα, αφοσιώνονταν ψυχή τε και σώματι στο στόχο που έβαζε, τα παιδιά του δεν τον έβλεπαν ποτέ, η γυναίκα του τον είχε χάσει, στο απομονωμένο τμήμα της Χαλκιδικής , μέρος ιδανικό για μελέτη, είχε ξεζουμίσει τόμους νομικούς για να πάρει την επίζηλη θέση του δημόσιου κατήγορου που όλοι εποφθαλμιούσαν.

Κι όταν καθάρισε από το μεταγωγών τη κόπρο του Αυγεία, που κανένας δε το πίστευε κι η εγκύκλιος του έγινε νόμος, πίστεψε ότι το είχε, γιατί δεν ήταν μόνο η δικιά του βαθιά πεποίθηση πλέον αλλά ήταν και δεδομένα αντικειμενικά, χειροπιαστά, που τον δικαίωναν.

Μα να τώρα που όλα κατέρρεαν, γιατί δεν είχε προνοήσει τα άλλα ερείσματα και πήγαινε με το σταυρό στο χέρι, μα πως είχε φανεί τόσο ηλίθιος, ήθελε να πέσει απ το μπαλκόνι, να δώσει ένα τέλος σ όλα αυτά, όμως σκέφτηκε ότι μπορεί να μη σκοτώνονταν ακαριαία και να έσερνε κάνα ποδάρι τσακισμένο για το υπόλοιπο της ζωής του .

Τηλέφωνα βαρούσαν ασταμάτητα αλλά αυτός ήθελε να δει το φίλο του το λοκατζή, σ αυτόν έβρισκε πάντα καταφύγιο τις χειρότερες στιγμές.

Κατέβηκε στο υπόγειο πάρκινγκ, όλα εκεί έμοιαζαν απόκοσμα, τα αμάξια σα να σάλευαν μες το σκοτάδι, σταγόνες νερού έπεφταν από ψηλά, καταπακτές και σχάρες σα να κινούνταν, ήχοι υπόκωφοι ακούγονταν από παντού, βιάστηκε να βγει από κει μέσα γρήγορα όσο γίνονταν .

Σκέφτηκε ότι με το χοντρό πλέον φίλο του θα λέγανε καμιά ιστορία για τότε που τους είχαν πάει για εκπαίδευση σ εκείνο το χωριό των ξυλοκόπων στα βουνά της Ξάνθης, κοντά στα σύνορα, εκεί όπου είχε τρία μέτρα χιόνι κι έκαναν σκι αδιάκοπο, μες τον ψόφο και τη παγωνιά και το δέρμα τους, στα χείλια και στα χέρια είχε σκάσει κι οι μανάδες τρόμαξαν να τους αναγνωρίσουν σαν κατέβηκαν με πορεία στη Δράμα ακολουθώντας κάτι κυνηγετικά μονοπάτια κι ούτε που έδωσαν σημασία στους στρατονόμους που τους αγριοκοιτούσαν, αυτωνών το τζιπ άλλωστε το είχαν κρεμάσει σ έναν τοίχο κι έλεγαν ότι στρατονομία στη Δράμα δεν υφίσταται.

Στο παραλιακό δρόμο ήταν πιο καθαρό το τοπίο,, ανάσανε βαθιά για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ ήθελε χρόνο να σκεφτεί τι στο διάβολο είχε συμβεί, προβολείς μοναχικοί έριχναν το φως τους, τα χωριά γύρω απ τη Σαλονίκη λαμπύριζαν αχνά, ο ήλιος ράγιζε το σκότος κατά τη Σιθωνία και το Άγιο όρος....



Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΕΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Όλα μπορεί να ξεκινήσουν στα Goody' s εκεί που τα παιδιά στέκονται πίσω από πάγκους με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος σαν κούροι αρχαίοι, ανάμεσα σε αφίσες που δείχνουν σαλάτες κόκκινες και κίτρινες, ανοιξιάτικες και θαλασσινά νηστίσιμα, χταπόδια και γαρίδες, καθώς γυναίκες πηγαινοέρχονται φορώντας ζακέτες που κρέμονται στη πλάτη τους σαν ουρές σαύρας κι έχουν μαντήλια στο λαιμό με σχέδια στιγμάτων λεοπάρδαλης, κουβαλώντας ορχιδέες λευκές από τα γειτονικά ανθοπωλεία όπου τα φυτά πανηγυρίζουν πνιγμένα σε δροσοσταλίδες της βροχής.

Εκεί πέρα αρχίζουν οι ανταλλαγές συναισθημάτων κι οι προσλήψεις μηνυμάτων λανθασμένων, επικοινωνίες προβληματικές μέσα από κανάλια παράλληλα, επαφές δύσκολες, απογοητεύσεις δίχως λόγο και καταποντισμοί αναίτιοι, πολλοί άνθρωποι έχουν πρόβλημα να πουν καθαρά ''Μ αρέσει αυτό'' -- '' 'Όχι! Εκείνο δε μ αρέσει'', άλλοι δεν καταλαβαίνουν ποιον έχουν απέναντι τους, κώδικες σπασμένοι και κωδικοί μπλοκαρισμένοι, κακοί συγχρονισμοί κι εμπνεύσεις ατυχείς.

Κορίτσια κουβαλούν στο μυαλό τους αντιλήψεις που τους πέρασαν οι μανάδες τους γιατί βιάστηκαν στους γάμους τους κι όλα έγιναν γρήγορα κι άσχημα, έπρεπε να κουβαλούν ένα σωρό τραύματα που στοίχειωσαν τον ύπνο τους, τώρα βέβαια μπορεί όλες αυτές οι εμπειρίες να είναι άχρηστες σ αυτή τη γενιά αλλά δε μπορεί να κάνεις τίποτα, τα παιδιά κουβαλούν στις φλέβες τους ότι τους πέρασαν , φόβοι προαιώνιοι αποκαλύπτονται για το βίαιο αρσενικό και για το δαιμονικό θηλυκό κι άλλα παράξενα κι αλλόκοτα.

Αλλά η φύση είναι τυφλή και θέλει να κάνει τη δουλειά της, δε μπορείς να την κοροϊδέψεις , άλλωστε χρειάζεσαι κάποιον να σου κλείνει το στόμα όταν κοιμάσαι κι είσαι ανυπεράσπιστος κι ευάλωτος, θέλεις κάποιον κοντά σου κι ας μη μιλά, τότε που δε νιώθεις να πατάς καλά κι όλα γυρίζουν κι είναι θολά.

Υπολογισμοί λανθασμένοι και παροτρύνσεις που σπέρνουν τη σύγχυση πέφτουν από παντού, χειρισμοί άγαρμποι σε θέματα τρομερά λεπτά, έτσι αποδέχεσαι καταστάσεις που δεν θα ήθελες, θηλυκά όμορφα παίρνονται για τρόπαια, αρσενικά κόβουν τους ραχιαίους και τους κοιλιακούς τους μύες σε φέτες, μπαίνεις στη δίνη και στροβιλίζεσαι κι όπου σε βγάλει .

Παιχνίδια κυριαρχίας , αθώα και μη αρχινάνε κατόπι, υπολογισμοί και καταλογισμοί, συμβιβασμοί και καταποντισμοί κι εμφύλιοι πόλεμοι κι έμμηνες ρύσεις σταθερές κι απρόβλεπτες, και φάσεις του ήλιου και της σελήνης, εγκυμοσύνες επιθυμητές κι ανεπιθύμητες και γέννες οποιαδήποτε ώρα της μέρας και της νύχτας.

Παιδιά έρχονται κλαίγοντας στο κόσμο, ξενύχτια κι αγωνίες ξεκινάνε, προβλήματα άρθρωσης, πρησμένοι λεμφαδένες, εξανθήματα και όγκοι περίεργοι, ρίγη και πυρετοί, γκρεμίσματα από μπαλκόνια, τρεξίματα γυναικών ξυπόλυτων αλλοπαρμένων με τα μάτια πεταγμένα έξω απ τις κόγχες τους κι αντρών που κρατάνε στην αγκαλιά τους σώματα παιδικά με τα ποδαράκια τους να κρέμονται άψυχα.

Γονείς καρτερούν σε διαδρόμους νοσοκομείων χωρίς να θέλουν να σκεφτούν το χειρότερο γιατί θ αυτοκτονούσαν, νοσοκόμοι τρέχουν στους διαδρόμους φορώντας πράσινες φόρμες, γιατροί ψυχροί πάνε κι έρχονται, λεπτά καταραμένα μοιάζουν με ώρες κι αιώνες, σώματα εύπλαστα γεμίζουν με καρφιά και λάμες.

Πρέπει να τα προστατέψεις τα μικρά, να τα σκεπάσεις με νάιλον για να μείνουν ανέπαφα στις εξωτερικές επιδράσεις καθώς στέκονται στο καροτσάκι τους κι ανοίγουν οι καταρράκτες του ουρανού και σπάνε οι πόρτες της αβύσσου και πέφτει ο κατακλυσμός στη πόλη, ενώ οι μαμάδες δοκιμάζουν να περάσουν το δρόμο κοιτάζοντας φώτα εκτυφλωτικά να έρχονται κατά πάνω τους και φανάρια όλων των σχημάτων αναμμένα να τις πυροβολούν αδιάκοπα και κρουνούς νερού να εκτοξεύονται απ' όλες τις κατευθύνσεις.

Στα ιδιωτικά σχολεία τα κορίτσια φορούν κόκκινες ζώνες παρθενίας κάτω απ τα ρούχα τους όπως απλώνουν πάνω στα θρανία χορταράκια και σκόνες, μπράβοι και φουσκωτοί παραμονεύουν στο προαύλιο, νυχτερινές έξοδοι και πρωινές είσοδοι, συναναστροφές καταραμένες από τι να τα πρωτοφυλάξεις, την εποχή εκείνη που τα ζευγάρια περνούν τη φάση της παρακμής.

Πρόσωπα και προσωπεία αποκαλύπτονται σε στιγμές δύσκολες και κρίσιμες, μυστικά και αμαρτίες ομολογημένος κι ανομολόγητες θάβονται για πάντα κι άλλες θαμμένες βγαίνουν στην επιφάνεια, σύζυγοι ηττοπαθείς κι αυτοκαταστροφικοί, αδυναμία να ησυχάσεις, είναι καλύτερο λένε κάποιοι να λες ψέμματα, με την αλήθεια δε βρίσκεις άκρη.

Περίοδοι έντασης κλιμακούμενης και κλιμακτήριες περίοδοι , εξάψεις κι αϋπνίες, βαριά πιοτά, βαθιές ρυτίδες, βαριές κουβέντες , εμμονές απίστευτες και μνησικακίες σαν θάλασσες απέραντες, τόσοι κόποι δίχως αντίκρυσμα, γιατί να είναι έτσι φτιαγμένα όλα, ποιος τάχει φτιάξει έτσι στραβά, γιατί πρέπει να περάσει κανείς απ όλο αυτό ;

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

ΑΖΩΤΟ

Είναι τόσο μικροκαμωμένη αλλά γεμάτη ενέργεια όπως στέκεται μπροστά στη πόρτα της με τα μαλλιά της χτενισμένα, μόλις έχει γυρίσει από έξοδο, τι στο καλό κάνουν όλη νύχτα αυτά τα παιδιά, η φωνή μου τρέμει όπως της μιλάω, δεν το ελέγχω, το ξέρω ότι της αρέσει αυτό,'' Πήγαινε να κοιμηθείς'' της λέω .'''..θα τα πούμε άλλοτε.''

Το πρωινό υγρό στη πόλη, ομίχλη έχει σκεπάσει τη παραλία τόσο πυκνή σα να έπιασε φωτιά κάπου, βάρκες σαλεύουν στη θάλασσα, όπως πηγαίνω προς την έξοδο ένα γράμμα γλιστρά κάτω από τη πόρτα της πολυκατοικίας σαν ερπετό επίπεδο, ασανσέρ τρίζουν,     στα στενά έξω   δέντρα κλαδεμένα επιτρέπουν το φως να διεισδύσει κι ο χώρος γύρω αποκαλύπτεται,   ένα κτίσμα έχει γκρεμιστεί παραπέρα επιτρέποντας τον αέρα και τον ήλιο να τρυπώσουν μέχρι να υψωθεί κάτι άλλο.

Πρέπει να προσπαθήσω και να μη τη σκέφτομαι, ένα δύσκολο ιδιαίτερο κάπου,     ένα παιδί σκληρό δοκιμάζει τις αντοχές μου, είχε πρωτοστατήσει σε μια κατάληψη ξηλώνοντας καλώδια συναγερμού, οι γονείς του από μια άλλη χώρα, η γιαγιά του είχε κοπανήσει κάποτε έναν δάσκαλο που είχε πειράξει το παιδί της γυρνώντας ανάποδα το δαχτυλίδι στο χέρι της ώστε να του προκαλέσει ένα σημάδι στο πρόσωπο του. Πρέπει να κρατηθώ, να μη του δώσω την ικανοποίηση ότι μ έβγαλε απ τη συγκέντρωση μου, να του μιλήσω όταν είμαι έτοιμος με λόγια μελετημένα που ν ακούγονται αδιάφορα, ψυχρά και να βρίσκουν στόχο, την έχω εξασκήσει αρκετά αυτή τη τεχνική.

Σ ένα άλλο μάθημα η κυρία Δήμητρα μπουκωμένη από τις αλλεργίες της άνοιξης με πόνο στο αυτί, εγώ πάλι ούτε προσέχω τι γίνεται γύρω μου, ξέρω όμως ότι ο ήλιος προσεγγίζει ολοένα τη τροχιά της γης και γίνεται όλο και πιο καυτός καθώς τα χρώματα στα φύλλα των πλάτανων εκεί στην Νέα Εγνατία γίνονται όλο και πιο βαθυπράσινα. Της λέω ότι στο ψυγείο μου δεν έχω τίποτα απλά επειδή δεν έχω χρόνο κι επειδή δε μ ενδιαφέρει κι αυτή μου δίνει μια χούφτα σοκολατάκια με γαλάζιο περιτύλιγμα, γλυκόπικρα, γεμίζω τη τσέπη μου μ αυτά.

Αφήνω κάποια ώρα να περάσει, δε πρέπει να δείξω αδυναμία αλλά κάποια στιγμή πρέπει να της μιλήσω, δε ξέρω πως θα αντέξω, πρέπει να συγκεντρωθώ, να το χειριστώ σωστά . Σε μια παρέα με κοροϊδεύουν επειδή ρωτώ τα πάντα, ένα παιδί παίζει βόλεϋ στον Αίαντα Ευόσμου, ψηλός αθλητικός, ωραίος, ο κύριος Νίκος μου λέει ''Σήκωσε ψηλά τα μαλλιά, σου μοιάζεις με ταξιτζή'', ένας άλλος τύπος μας λέει για τη συλλογή του από νομίσματα παλαιοχριστιανικά κι εγώ τον ρωτώ συνέχεια, ότι και να λένε είναι μια ανάγκη του μυαλού αδυσώπητη, να μαθαίνει, να αφομοιώνει να μεταλλάσσει το υλικό που υπάρχει γύρω του .

Μου λέει για τα κειμήλια που μάζεψε μετά το σεισμό του 78 ψάχνοντας σε σπίτια εγκαταλειμμένα κάπου στο Λαγγαδά, μια εικόνα του Αγίου Μηνά καβαλάρη είχε ανακαλύψει, του δεκάτου ενάτου αιώνα ήτανε, με επίχρυση κορνίζα που όταν την αφαίρεσε, κάτι χρώματα μαγικά αποκαλύφθηκαν. 

Στο γηροκομείο όπου δούλευε οι γέροι που τους είχαν αφήσει στα αζήτητα του άφηναν τα δικά τους οικογενειακά κειμήλια, μια εικόνα μαυρισμένη είχε πέσει στα χέρια του, πολύ παλιά ήτανε αυτή , δοκίμασε να την καθαρίσει μοναχός του,  τη ρήμαξε. Τη νύχτα κοιμάται με μάσκα, έχει προβλήματα αναπνοής τώρα την άνοιξη, ξυπνά από εφιάλτες όπου πνίγεται, οι γιατροί του έχουν πει να χάσει κιλά, με ρωτά για το μυστικό μου τι να του πω, ''Άσε το ψυγείο σου άδειο'' του λέω, βλέπω τα χέρια του, του λείπουν δυο δάχτυλα, σ ένα ξυλουργείο τάχασε, το φοβερό ηλεκτρικό πριόνι τάφαγε δίχως να πάρει χαμπάρι αυτός.

Πάμε μαζί στη Παναγία Χαλκέων, θόλοι και τρούλοι και καμπύλες, τοίχοι μαυρισμένοι, αίσθηση ύψους σε χώρο περιορισμένο, το μέρος σε οδηγεί σε ανάταση, δε ξέρω πως τόκαναν αυτοί που έφτιαξαν την εκκλησία.

Κατά το σούρουπο είμαστε στα κάστρα, ομάδες παιδιών φωτογραφίζουν το ηλιοβασίλεμα, κεραίες τηλεόρασης σα φλάμπουρα πάνω στα τείχη, κορίτσια με πέδιλα διάφανα φορούν σακάκια με κουκούλες σε χρώμα κόκκινο, μαύρα κουμπιά, χρωματιστά γυαλιά, κάποια σκέφτομαι ότι την έχω ξαναδεί κάπου''Που σε ξέρω ;'' - ''Απ τα webnet, δε θυμάσαι'',  πίνει καφέ από ποτήρι πλαστικό,  καπνίζει,    φλας αστράφτουν όπως πέφτει το μούχρωμα

Τόχω αφήσει αρκετά, νομίζω ότι μπορώ να τηλεφωνήσω, δεν απαντά, ξαναπαίρνω, θα σκάσω πρέπει να ηρεμήσω, να μη κάνω βλακείες, αυτό δεν το είχα σκεφτεί, τώρα τι κάνω, μήπως πρέπει ν αρχίσω να τη ξεχνώ, μήπως είναι πολύ νωρίς, μήπως να κάνω αυτό,  μήπως το άλλο;

Μια μηχανή θεόρατη βγαίνει με φόρα από ένα στενό, ένας αναβάτης τη σηκώνει στη μια της ρόδα, κοιτάζω σαστισμένος, μια στραβοτιμονιά και θα γίνει ένα με τα τσιμέντα τριγύρω, βουνά από ξύλα για το τζάκι σ ένα μέρος,      το Ναυαρίνο στην ευθεία μπροστά μου,   δυο δέντρα σα παραστάτες στη έξοδο του κατά τη θάλασσα, το τηλέφωνο χτυπά   ''Που στο καλό είσαι!'' λέω και δε τρέμει η φωνή μου αυτή τη φορά, πρέπει να ηρεμήσω,  σ'   ένα συνεργείο διαφημίζουν έναν τρόπο να φουσκώνουν λάστιχα αυτοκινήτων με άζωτο,  ''Τέρμα ο άερας''  λένε,  ότι αναπνεύσαμε αυτό ήταν,  πνίγομαι ...

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...