Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

ΦΑΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΥ



Μια γυναίκα σκόνταψε κι έπεσε στο πάτωμα, κανείς δε πήγε να τη βοηθήσει μόνο κοιτούσαν σα χαζοί, γύρω παντού σκόρπισαν φαγητά και νερά που κρατούσε σ’ ένα δίσκο, η κοπέλα μπορεί να είχε σπάσει κάποιο πόδι όμως κανείς δεν έδινε δεκάρα, μερικοί γελούσαν κιόλας, πλησίασε και είδε το χέρι της που έτρεμε, ‘’Είστε καλά;’’ τη ρώτησε, αυτή σήκωσε το κεφάλι της και κάτι μουρμούρισε, φαινόταν σα χαμένη, μαζί μ’ ένα παιδί που είχε έρθει να βοηθήσει την έπιασε απ’ τη μέση και την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα, φαινόταν καλά, ήταν όμορφη, κοιτάζοντας το πρόσωπο της ήταν σίγουρος ότι την ήξερε, πιο πολύ του ήταν οικεία τα δάχτυλα της, μακριά και λεπτά γεμάτα φλέβες μικρές, έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί αλλά δε μπορούσε, και κείνη τον γνώρισε και τον κοιτούσε μες τα μάτια περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε σα να ήθελε να του πει κάτι, ποια ήτανε;


Πήρε τον καφέ του και βγήκε έξω να ξεμουδιάσει, το μαγαζί που βρισκόταν στην άκρη της εθνικής οδού είχε πλημμυρίσει από φαντάρους κουρεμένους, επέστρεφαν από τις άδειες τους, όλοι μασουλούσαν κάτι, έμοιαζαν ξέγνοιαστοι, γύρω παντού υπήρχαν σκουπίδια άπειρα και κανείς δεν ενδιαφέρονταν να τα μαζέψει, αν δεν τον έβλεπαν θα τα καθάριζε, δε μπορούσε να σταθεί σ’ ένα χώρο τόσο βρώμικο, θε μου πως άντεχαν! Τα μεγάφωνα του εστιατορίου ανήγγειλαν αναχωρήσεις κι οι φαντάροι σηκώθηκαν σιγά- σιγά αφήνοντας πίσω τους άπειρα σκουπίδια, έπειτα ανέβηκαν στα λεωφορεία που ξεκίνησαν για τα σύνορα, μαζί τους κι η γυναίκα που είχε βοηθήσει, έφυγε κι εκείνη κοιτάζοντας τον μέχρι την τελευταία στιγμή, ήθελε να της μιλήσει όμως έμοιαζε ταραγμένη και την άφησε χωρίς να την ρωτήσει, ποια ήταν, που πήγαινε, που την ήξερε;


Απ’ το παράθυρο παρατηρούσε τα ξεχασμένα χωριά που είχαν έρθει στην επιφάνεια μετά την χάραξη του μεγάλου δρόμου ενώ πάλευε να θυμηθεί που την ήξερε εκείνη τη γυναίκα. Είχε κάμποσα χρόνια να γυρίσει στην πατρίδα κι όλα γύρω του φαινόταν περίεργα, συνηθισμένος πια σ’ αλλά τοπία, σ’ άλλες γλώσσες, σ’ άλλους ανθρώπους , σε γραφεία και διαδρόμους κλειστούς σε κλίματα μουντά, ένιωθε ανακουφισμένος που αντίκριζε ξανά παραστάσεις γνώριμες. Στα πίσω καθίσματα δυο γυναίκες ηλικιωμένες μιλούσαν όλη την ώρα για τους πεθαμένους άντρες τους ‘’Δε με άφηνε να πάω πουθενά μόνη μου!’’ έλεγε η μία ‘’’ ‘’Ήθελε πάντα κρέας να του μαγειρεύω οτιδήποτε κι αν έφτιαχνα, όταν έκανα φακές έπρεπε να φτιάξω και συκωτάκια, α ήταν πολύ δύσκολος με το φαί, κατά τ’ άλλα δε μου έκανε έλεγχο, με το ταμείο, ήμουν ελεύθερη να ψωνίζω ότι ήθελα ‘’ - ‘’Εμένα μ’ έβαλε στο μαγαζί ’’ έλεγε η άλλη ‘’ Ήμουν τριανταπέντε κι ένιωθα δεκαεφτά, μέσα σε μια δεκαετία γέρασα, να τρέχω απ’ τα χαράματα στο μαγαζί και ν’ αφήνω τα παιδιά άρρωστα με πυρετό, στο σπίτι ήταν σατράπης, ενέδωσα στην αρχή κι από τότε πήρε αέρα και δε σήκωνε τίποτα!’’ Οι γυναίκες συνέχιζαν να μιλούν χαμηλόφωνα και σε λίγο τον πήρε ο ύπνος, στα πέντε λεπτά που έκλεισε τα μάτια είδε ξανά μπροστά του τη γυναίκα που είχε βοηθήσει, σα να άστραψε μια στιγμή κάτι μες το μυαλό του και τη θυμήθηκε, αυτή ήτανε διάβολε, γιατί δεν το είχε καταλάβει νωρίτερα, όμως είχε αλλάξει, δεν ήταν όπως τη θυμόταν, είχαν περάσει βέβαια και αρκετά χρόνια.


Μα βέβαια ρε φίλε, εκείνη ήταν, είχε χαλάσει το κόσμο να τη βρει, την είχε γνωρίσει σ’ ένα πάρτι σε κάποια ταβέρνα που λέγονταν ‘’Φανάρια του Ινδικού’’, ο ιδιοκτήτης της ένας παλιός ναυτικός, την είχε βγάλει έτσι για να θυμάται τα ταξίδια του στους ωκεανούς της γης. Πάντα είχε άγχος όποτε γνώριζε μια ωραία γυναίκα όμως εκείνη τη φορά ήταν χαλαρός, δεν του είχε γυαλίσει αυτή όμως τον είχε προσέξει και τον πλησίασε, γνωρίστηκαν κι όπως συμβαίνει σ’ αυτές τι περιπτώσεις εκεί που δεν τον ένοιαζε μόλις ένιωσε ότι η άλλη ενδιαφέρονταν άλλαξε με μιας και την ερωτεύτηκε την ίδια νύχτα. Είχαν περάσει απίστευτα εκείνη τη βραδιά χορεύοντας και μιλώντας μέχρι τα ξημερώματα, του είχε πει ότι χώρισε πρόσφατα, είχε κι ένα παιδί, του έδωσε το τηλέφωνο της όμως εκείνος έπρεπε να φύγει επειγόντως για το εξωτερικό και μες την παραζάλη το χασε. Είχε φάει όλο τον κόσμο να το βρει, ρώτησε γνωστούς και φίλους, έβαλε λυτούς και δεμένους ψάχνοντας τη όμως εκείνη είχε χαθεί και μαζί όλοι οι γνωστοί της, είχε σκάσει απ το κακό του, μα τι ηλίθιος που ήτανε να μη της μιλήσει εκεί στο σταθμό με τους φαντάρους, την είχε δει μια μόνο βράδια και τώρα που είχε αλλάξει δεν μπορούσε να την καταλάβει με τη μία, και να σκεφτείς ότι είχε περάσει άπειρα βράδια στις ανήλιαγες χώρες του βορρά έχοντας στο μυαλό την εικόνα της , γι αυτό τον κοιτούσε επίμονα λοιπόν, και γιατί δεν του μίλησε, τι μπορούσε να έχει συμβεί, άραγε τον σκεφτόταν κι εκείνη καθόλου, ένα κάρο ερωτηματικά τον πλημμύριζαν, πως είχε χάσει ξανά τέτοια ευκαιρία, είχε τόσα νεύρα που αν βρισκόταν έξω θα βαρούσε ότι βρισκόταν μπροστά του, για να μη σκέφτεται πίεσε τον εαυτό του να κοιμηθεί κλείνοντας σφιχτά τα μάτια, ξύπνησε όταν είχαν φτάσει πια στο πρακτορείο.


Στην πόλη δε χόρταινε να παρατηρεί γύρω, είχε την αίσθηση ότι ερχόταν πάλι σ’ ένα καινούριο μέρος, σα να μην είχε ζήσει εκεί πέρα, σα να μην ήξερε τα κατατόπια, αυτή ήταν μια αίσθηση πολύ ωραία . Για κάποιο λόγο του ερχόταν στη μνήμη μονάχα οι καλές στιγμές του παρελθόντος, τα βράδια του Σαββάτου στα υπόγεια καφενεία με τα πράσινα τραπέζια όπου κάποιοι έβλεπαν ποδόσφαιρο πίνοντας μπύρες, άλλοι έψηναν σουβλάκια απέξω κι όταν έμπαινε γκολ φώναζαν όλοι τόσο δυνατά που ακούγονταν σ’ ολόκληρο το τετράγωνο. Περπατώντας για το σπίτι του βρέθηκε σ’ ένα δρόμο που ήταν σίγουρα ο πιο όμορφος σ’ ολόκληρη την πολιτεία, δεξιά κι αριστερά υπήρχαν δέντρα πανύψηλα που έφταναν πάνω απ τις στέγες των κτηρίων, οι αυλές των μαγαζιών ήταν ασβεστωμένες, κάτασπρες. Όλα τα κτήρια του δρόμου πρέπει να είχαν χτιστεί τον ίδιο καιρό, ήταν από κείνα τα παλιά με τα ζωγραφιστά πλακάκια στην είσοδο και τις σκάλες του μωσαϊκού που ανεβαίνουν στριφογυρίζοντας. Τα μεσημέρια κάθε Κυριακή καθόταν στις ταβέρνες ο κόσμος μπροστά στα τραπέζια με τα πιάτα και τα ποτήρια καθώς τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν κι ακουγόταν ένα βουητό, τα αστικά περνούσαν αέναα μπροστά από τις στάσεις, θα ήταν ωραίο να έβρισκε ένα διαμέρισμα εκεί πέρα .


Είχε ένα μήνα άδεια και μπορούσε να πάει παντού με την ησυχία του, όπου κι αν γυρνούσε στο τέλος κατέληγε σ’ εκείνο το δρόμο με τα ψηλά δέντρα και τα ασβεστωμένα πεζοδρόμια, στο τέλος, εκεί όπου σχηματίζονταν μια διαγώνιος, υπήρχε ένα σπίτι τριώροφο που κατέληγε σε γωνία ώστε να εναρμονίζεται με την διαγώνιο. Ακριβώς μπροστά στη μύτη του τριώροφου υψώνονταν ένα κυπαρίσσι που έδινε στο κτίσμα μια άλλη διάσταση , το έκανε να μοιάζει με μικρό μοναστήρι , όποιος το σχεδίασε είχε σίγουρα φλέβα καλλιτεχνική. Μια μέρα είδε στην είσοδο ένα ενοικιαστήριο για κάποιο διαμέρισμα και μπήκε για να ρωτήσει, δίπλα στα γραμματοκιβώτια στεκόταν ένας τύπος και του είπε καλημέρα όμως ο άλλος τον αγνόησε μένοντας καρφωμένος σε μια κατεύθυνση σα να έβλεπε κάτι που οι άλλοι δε μπορούσαν να δουν, το χέρι του ήταν απλωμένο σα να είχε σκαρφαλώσει και περπατούσε πάνω του κάποιο παράξενο πλάσμα, όταν πέρασε από μπροστά του ούτε που γύρισε να τον δει, παρέμεινε καρφωμένος σ’ αυτό που νόμιζε ότι έβλεπε να κινείται στο απλωμένο χέρι του. Ξαφνικά εμφανίστηκαν δυο τύποι χοντροί που προσπαθούσαν ν’ ανεβάσουν έναν καναπέ σε κάποιον όροφο, το έπιπλο πρέπει να ήταν ασήκωτο γιατί αγκομαχούσαν, το διαμέρισμα που νοικιάζονταν ήταν στον δεύτερο όροφο και καθώς δεν υπήρχε ασανσέρ τους ακολούθησε. Στην πόρτα που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τις σκάλες περίμενε μια γυναίκα της οποία ς το πρόσωπο δε φαίνονταν , οι χοντροί σήκωσαν το τεράστιο έπιπλο, το στριφογύρισαν για να το φέρουν όπως ήθελαν, με πολύ κόπο το έμπασαν μέσα και το απόθεσαν κάτω ξεφυσώντας.


Καθώς κανείς δεν τον πρόσεχε μπήκε στο διαμέρισμα, δεξιά στον τοίχο υπήρχε ένα πίνακας περίεργος, έδειχνε ένα τοπίο γεμάτο ομίχλη και μια καμπάνα δεμένη με σκοινί να αιωρείται πολύ ψηλά μέσα στο χάος, του έκανε μεγάλη εντύπωση εκείνος ο πίνακας, τι να σήμαινε άραγε η καμπάνα που χτυπούσε, κι αν κόβονταν το σκοινί που θα εκτοξεύονταν, τι ζημιά θα προκαλούσε, ποιος το είχε σκεφτεί εκείνο το θέμα; Ρίχνοντας μια μάτια στο δωμάτιο που βρισκόταν είδε φωτογραφίες στους τοίχους με μια γυναίκα που έδειχνε πολύ νέα και μια άλλη κοπέλα ντυμένη νύφη που του φαίνονταν πολύ οικεία φυσιογνωμία. Δε μπορούσε να δει καθαρά, φόρεσε τα γυαλιά του κι αμέσως η καρδιά κλώτσησε στο στήθος του, ήταν εκείνη, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες έπεφτε πάνω της, χρόνια τώρα την αναζητούσε και τη σκεφτόταν και να τώρα που έρχονταν μπροστά του σα να ήθελε η ζωή να παίξει μαζί του. ‘’Ποιος είστε;’’ άκουσε μια φωνή και παραλίγο να τιναχτεί μέχρι το ταβάνι, ‘’Γεια σας ήθελα να ρωτήσω για το σπίτι που νοικιάζετε’’ - ‘’Α δεν είναι δικό μου, ανήκει στην κόρη μου, αυτή που βλέπετε στη φωτογραφία, θέλετε να σας δώσω τα τηλέφωνο της, δε μένει εδώ αλλά απόψε το βράδυ έρχεται για κάτι δουλειές’’.


Πήρε ένα χαρτάκι κι έγραψε το νούμερο που του είπε η γυναίκα, περπατούσε στο δρόμο και σκεφτόταν την ειρωνεία, έναν καιρό θα πέθαινε για να βρει αυτό το τηλέφωνο και τώρα του δίνονταν σαν το απλούστερο πράγμα που υπήρχε όμως δεν ήξερε τι να το κάνει, είχαν περάσει τόσα χρόνια, πως έπρεπε να το χειριστεί, τι νόημα είχε να ξεθάψει ιστορίες παλιές, από την άλλη αν υπήρχε κάτι ακόμα κι έχανε την ευκαιρία δεν θα του το συγχωρούσε, ταλαντεύτηκε πολύ και τελικά αποφάσισε να τηλεφωνήσει, ‘’ Γεια είσαι η …;’’ – ‘’ Ναι’’’– ‘’ Με θυμάσαι, γιατί δε μου μίλησες εκεί στο σταθμό, είμαι εδώ, μη με ρωτάς πως βρήκα το τηλέφωνο σου, έχω πολλά να σου πω, αν έρθεις το βράδυ μπορούμε να μιλήσουμε…’’


Βρέθηκαν και συζήτησαν ώρα περπατώντας κάτω στο λιμάνι, στους δρόμους είχε ομίχλη, δεν ήταν σίγουρος τι θα έκανε, είχε τόσα να τη ρωτήσει, είχαν περάσει τα χρόνια, εκείνη είχε σπάσει λίγο όμως είχε μια ακόμα μια λάμψη εσωτερική, μπορούσε άραγε ν’ αλλάξει τη ζωή του, ν’ αρχίσει ξανά απ την αρχή, όπως και να είχε μαζί της ήταν καλά, ένιωθε τη καρδιά του ζεστή, αυτή κοιτούσε κατά την προκυμαία, σ’ ένα καράβι πελώριο επιβιβάζονταν στρατιώτες για κάποιο νησί, ένα αμάξι έτρεχε ν’ ανέβει την τελευταία στιγμή πριν κλείσει το τεράστιο καπάκι, φανάρια γυάλιζαν μες το νερό πνιγμένα στη νύχτα και την υγρασία…

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...