Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

ΟΣΚΑΡ

Από κείνο το διαμέρισμα δεν έβγαιναν ποτέ οι ένοικοι,  δυο παιδιά ήταν  βασικά, ένα ζευγάρι,   τα είχε δει,  το κορίτσι  που ήταν κάπως παχουλό,  έμοιαζε  πιο παράξενο,  μιλούσε λίγο, η πόρτα τους δεν άνοιγε όλη μέρα , μονάχα το βράδυ  ερχόταν ένας τύπος από κάποιο μαγαζί  και τους έφερνε φαί,  μερικές φορές ερχόταν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα,  τι  ώρες τρώγανε εκείνα τα παιδιά ;  Μια φορά είχε ακούσει ένα διαπληκτισμό με τον ντελιβερά,  κάτι τους έλεγε ότι τον ταλαιπωρούν και τον έστελναν  σε άλλη διεύθυνση,  το αγόρι επέμενε ότι δεν έκανε λάθος αλλά ο ντελιβεράς με απεριόριστη υπομονή του εξηγούσε ότι έψαχνε το διαμέρισμα τους μισή ώρα και το φαγητό είχε κρυώσει . Άκουγε τον διάλογο παρακολουθώντας  από  το  ματάκι της πόρτας,  όταν βαριόταν της άρεσε να βλέπει από κει μέσα τους γείτονες,  τις συζητήσεις ,τους  επισκέπτες που ερχόταν εκεί πέρα. Μια άλλη φορά είχε δει τα παιδιά να φιλιούνται στο διάδρομο,  το αγόρι είχε στριμώξει την κοπέλα στον τοίχο και την είχε πιάσει από τα λαιμό καθώς τη φιλούσε,  της φάνηκε πολύ παράξενο, λίγο τρομαχτικό.  Συχνά επικρατούσε ησυχία απόλυτη κι έξω από την πόρτα  των παιδιών στέκονταν  ένα σωρό σκουπίδια και σακούλες,  μπορεί να έμεναν εκεί πέρα κάμποσο καιρό μέχρι να τα πάρουν και συχνά δεν άντεχε και τα κατέβαζε αυτή στον κάδο.  Κι ύστερα ήταν και το κλιματιστικό τους, ένα τεράστιο μηχάνημα καρφωμένο στον τοίχο του μπαλκονιού που   δε σταματούσε  να δουλεύει όλο το καλοκαίρι και σου  έσπαγε τα νεύρα με το γουργουρητό του. Για ένα  διάστημα απροσδιόριστο έλειπαν,  ποιος ξέρει που είχαν πάει,  κι όταν γύρισαν δεν μπορούσε να αναγνωρίσει  το κορίτσι,   είχε αδυνατίσει πολύ,  «συγγνώμη εσείς δεν είστε;»  τη ρώτησε μια μέρα,  «πως το κάνατε;» - « σας ευχαριστώ που το προσέξατε »  είπε το κορίτσι κάπως ντροπαλά  «έχασα τριάντα κιλά».  Κάθε φορά αναρωτιόταν  τι στο καλό έκαναν  κλεισμένοι εκεί μέσα τόσες χωρίς  να ακούγεται τίποτα μόνο εκεί κατά τα μεσάνυχτα σα να δυνάμωνε η τηλεόραση τους κι  αυτή κολλούσε το αυτί στον τοίχο να ακούσει τι στο καλό έβλεπαν. Εκτός από το φαγητό ο μόνος λόγος για να ανοίξουν την πόρτα τους ήταν για να ψάξουν το γάτο τους τον Όσκαρ, που έβρισκε τρόπος και ξεγλιστρούσε. Ήταν ένας  στρουμπουλός  σταχτής  γάτος που μισοέκλεινε τα μάτια όταν σε κοίταζε,   έφευγε πολλές φορές από  το διαμέρισμα κι έτρεχε στους διαδρόμους της πολυκατοικίας,  το κορίτσι  τον  φώναζε όμως εκείνος  πήγαινε και χώνονταν στο υπόγειο σε κάτι αποθήκες σκοτεινές,  σα να ήθελε να ξεφύγει από κάτι…

Τον τελευταίο καιρό το ζευγάρι έλειπε πάλι και τους είχε ξεχάσει εντελώς καθώς έτρεχε με τη μάνα της που δεν πήγαινε καλά κι είχε αρχίσει να τα χάνει. Την είχε  βάλει  σε κάποια κλινική για να δυναμώσει λίγο επειδή  έχανε τις αισθήσεις της και λιποθυμούσε όλη την ώρα,  ένα πρωί μάλιστα νόμιζε ότι είχε πεθάνει. Μια γνωστή της είχε συστήσει τούτη την κλινική που ειδικεύονταν στους  ασθενείς με άνοια και μακροχρόνια νοσήματα εφαρμόζοντας  κάτι φυσιοθεραπείες  και κάτι θεραπείες  πρωτοποριακές . Όπως έβλεπε  την είσοδο  του κτηρίου  σκεφτόταν πως θα πήγαινε κάθε μέρα να τη βλέπει σ’ εκείνο το μέρος έξω από την πόλη και ξαφνιάστηκε όταν  έπεσε πάνω στο κορίτσι του γειτονικού διαμερίσματος που ήταν ντυμένο νοσοκόμα,  «τι κάνεις εδώ;»  το  ρώτησε κι εκείνο απάντησε απορημένο,  «εδώ  δουλεύω !»-  «και γιατί δε μας το είπες τόσο καιρό» -  «δεν έτυχε συγνώμη». Αυτό ήταν μια έκπληξη,  δεν  περίμενε να τη βρει εκεί πέρα,  δεν ένιωθε άνετα με  όλα όσα είχε δει το προηγούμενο διάστημα  από την άλλη όμως το να έχεις κάποιον γνωστό σου σ’ ένα τέτοιο  μέρος,   απομονωμένο, ήταν μια παρηγοριά.  Όπως έψαχνε το θάλαμο  της  μάνας  της έπεσε πάνω σε μια γάτα που τριγυρνούσε στους θαλάμους κυνηγώντας μια αχτίδα φωτός που έμπαινε από το τζάμι. Στάθηκε να τη δει μια στιγμή   και διαπίστωσε  ότι ήταν ο γάτος ο σταχτής που έκλεινε τα μάτια όταν σε κοιτούσε,  δεν μπορεί  να έκανε λάθος.  Έψαξε την κοπέλα  και τη ρώτησε  «τι γυρεύει εδώ  πέρα το γατί σου;»  - «α του έχω κάνει όλα τα εμβόλια» απάντησε  το κορίτσι.  «Ο Όσκαρ είναι καθαρός και οι γιατροί λένε ότι κάνει καλό στους ασθενείς, τους  ηρεμεί, όλοι τον ξέρουν εδώ μέσα και τον φωνάζουν στο κρεβάτι τους.  Ξέρεις όμως τι γίνεται, έχει μια περίεργη ικανότητα,  ξέρει ποιος θα πεθάνει, μέχρι τώρα έχει πέσει μέσα πάνω από δέκα φορές,  όποιος είναι στα τελευταία του  πηγαίνει και τον πλησιάζει,  ανεβαίνει στο κρεβάτι,  παίζει μαζί του και κοιμάται δίπλα του.  Οι γιατροί λένε ότι καταλαβαίνει πως τελειώνει επειδή  οι ετοιμοθάνατοι εκκρίνουν κάποιες  ουσίες χημικές  που τα γατιά  μπορούν να αντιληφθούν. Όταν  το κάνει αυτό όλοι οι νοσοκόμοι εστιάζουν την προσοχή τους στον ασθενή που πάει ο γάτος,  είναι  αστείο και κάπως μακάβριο  αλλά έτσι γίνεται,  όλοι στο νοσοκομείο συζητούν γι αυτό». Ώστε λοιπόν εκείνο το γατί το στρουμπουλό είχε ικανότητες υπερφυσικές κι ούτε που το υπολόγιζε κάθε φορά  που το έβλεπε  ν’  ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες προσπαθώντας να κρυφτεί. Τα ζώα βέβαια λένε ότι έχουν τέτοιες ικανότητες, μπορούσαν να προβλέψουν τους σεισμούς ή την αλλαγή  του καιρού μυρίζοντας την ατμόσφαιρα ή χρησιμοποιώντας κάποιες αισθήσεις που δεν έχουν οι άνθρωποι όμως αυτό εδώ πρώτη φορά το άκουγε, αυτό ήταν κάτι διαφορετικό .  Τούτη  η ιστορία ήταν πολύ ασυνήθιστη και γύριζε στο μυαλό της όλη την ώρα καθώς περίμενε τους γιατρούς   κι όταν  είδε  το γατί να πλησιάζει το θάλαμο που βρίσκονταν η μητέρα της βιάστηκε να το κυνηγήσει μέχρι την έξοδο,  «φύγε από δω!»  του φώναξε,  ποτέ της δε χώνευε  τις γάτες και τώρα είχε έναν  λόγο παραπάνω .  

Τις επόμενες μέρες η ιστορία με το γάτο που προαισθάνονταν το θάνατο επανέρχονταν στη σκέψη της συνέχεια.  Το τελευταίο που χρειάζονταν τώρα ήταν να της προβλέψουν ένα μέλλον που απεύχονταν.  Το ήξερε βέβαια ότι η μάνα της θα άφηνε κάποια στιγμή τούτο το μάταιο κόσμο όμως ήθελε λίγο χρόνο ακόμα να το συνηθίσει,  να προετοιμαστεί για την απώλεια,  δεν ένιωθε ακόμα έτοιμη κι έπειτα  αυτή η νοσηλεία μπορεί να τραβούσε για καιρό.  Ευτυχώς  είχε προλάβει να ταχτοποιήσει τη ζωή της, πάντα ήταν προετοιμασμένη γι αυτό το ενδεχόμενο, ότι θα έπρεπε  δηλαδή να τα παρατήσει όλα και να αφοσιωθεί στη μητέρα της.  Τα παιδιά της ευτυχώς   είχαν  μεγαλώσει,  τα ένσημα της τα είχε συμπληρώσει,  το σπίτι της  ήταν  ταχτοποιημένο,  οικονομικά δεν  ήταν άσχημα, μπορούσε λοιπόν να συγκεντρωθεί στη μάνα της που την χρειαζόταν τώρα. Την αγαπούσε ανέκαθεν , της είχε αδυναμία  αν και τα τελευταία  χρόνια την είχε  απομυθοποιήσει.  Πάντα τη θαύμαζε, ήταν το πρότυπο της, τη θεωρούσε αλάνθαστη κι έβλεπε τώρα ότι έκανε ένα σωρό ανοησίες και μικροπρέπειες, γκρίνιαζε όλη την ώρα και της έκανε τη ζωή δύσκολη,   δεν την είχε για τέτοια.  Βέβαια τα γεράματα αλλοιώνουν  τον χαρακτήρα του ανθρώπου όμως όσο το συλλογίζονταν έβρισκε ένα σωρό περιπτώσεις στο παρελθόν που κάποτε τις θεωρούσε  φυσιολογικές  αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο αθώες,  γιατί για παράδειγμα να μη την αφήνει να βγαίνει με τις φίλες της  προτού παντρευτεί, και γιατί βιάστηκε να τη στεφανώσει  και να τη χώσει μέσα στα βάσανα  ενώ εκείνη δεν ήθελε ; Έπειτα ήταν και το θέμα της διαθήκης που η μάνα της αρνούνταν πεισματικά να κάνει   ενώ εκείνη ήθελα να τα ξεκαθαρίσει όλα και να μην έχει ιστορίες με τα αδέλφια της, είχαν μαλώσει άσχημα για αυτό και είχαν ανταλλάξει κουβέντες, δεν περίμενε ποτέ ότι θα μιλούσε έτσι στη μητέρα της ,  την είχε στενοχωρήσει πολύ. 

Ένα πρωί που πήγε στην κλινική κι ήταν αφηρημένη εντελώς  βρήκε το γάτο να κοιμάται δίπλα στη μητέρα της που είχε απλώσει το χέρι και ο τον χάιδευε, αμέσως πάγωσε κι ένιωσε ν,  ανατριχιάζει, τι στο διάβολο γύρευε το γατί  εκεί πέρα  κι εκείνη γιατί τον χάιδευε όμως πάντα έτσι ήτανε η μητέρα της .  Θυμήθηκε τότε που  ήταν μικρή και  είχαν μια γάτα κόκκινη,  εκείνη δε τη χώνευε αλλά η μάνα της δεν την αποχωρίζονταν και της έδινε τα καλύτερα  κομμάτια κρέατος όμως τώρα τούτος ο γάτος  δεν ήταν κάτι απλό,  ήταν ο προάγγελος του θανάτου, έπρεπε  να τον διώξει από κει πέρα γρήγορα.  «Μάνα  τι  κάνεις;» της φώναξε και πήγε προς  το γατί που την κοίταζε μισοκλείνοντας τα μάτια όπως το συνήθιζε. Αν και σιχαίνονταν  να το πιάσει  ήταν  τόση η φούρια της που το άρπαξε και το πέταξε μακριά , ο γάτος  προσγειώθηκε μαλακά στο πάτωμα κι ούτε που γύρισε να κοιτάξει μόνο χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου,  όλο αυτό το περιστατικό την τάραξε πολύ .

 Εκείνο το βράδυ ζήτησε από  τους γιατρούς να  κοιμηθεί στην κλινική, όλη νύχτα δε σταμάτησε να μιλά με τη μητέρα της  που σα να είχε πάθει  κάτι και τα θυμόταν όλα. Της μίλησε  για πρώτη φορά  για το πώς την είχε γεννήσει, πόσο πόνεσε μέχρι να τη βγάλει από την κοιλιά της, της είπε  για τις συζητήσεις που έκανε με τον πατέρα τότε  που μείνει έγκυος  κι ο πατέρας της είχε πει «μη τυχόν  κάνεις πάλι κορίτσι, θα σε χωρίσω !» όμως όταν την  είδε τόσα δα μικρό   πλασματική την  αγάπησε κι από τότε δεν ξαναμίλησε άσχημα στη γυναίκα του. Της  είπε   για τότε που την έχασε και τη γύρευε σε όλα  τα στενά γα να τη βρει μέσα σε ένα  αμάξι , «ήθελα να σε πάρουν !»  της είπε, αυτά πρώτη φορά τα άκουγε.    Συζητούσαν  όλη νύχτα και το πρωί έφυγε κατάκοπη από το θάλαμο για να ξαπλώσει στον καναπέ του διαδρόμου,  όταν ξύπνησε της είπαν  ότι η μάνα της  είχε πεθάνει.

 

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...