Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

PAC-MAN

Μια μέρα όπως έβλεπε το είδωλο της στον καθρέφτη του μπάνιου της φάνηκε ότι είδε τον εαυτό της να γελά και να κάνει μορφασμούς μέσα από το γυαλί, αμέσως σκέφτηκε ότι αυτό δεν ήταν σημάδι για καλό, «να προσέχεις» είπε στον άντρα της το βράδυ που έφευγε για τη δουλειά και του εξήγησε τι είχε δει στον καθρέφτη , εκείνος την αποπήρε, «μα τι βλακείες κάθεσαι και λες!» όμως η καρδιά του φτερούγησε, όποτε η γυναίκα του έλεγε κάτι τέτοιο συνήθως έπεφτε μέσα, είχε μια μεταφυσική αντίληψη για τα πράγματα, πρόσεχε κάθε σημάδι είτε ήταν όνειρο, είτε κάποιο δόντι που έσπαγε και τον τελευταίο καιρό ήταν σίγουρη ότι η οπτασία της μάνας της που είχε πεθάνει από χρόνια, περιφέρονταν στο σπίτι, ένα βράδυ μάλιστα αισθάνθηκε ότι αιωρούνταν πάνω από το κρεβάτι που κοιμόταν, την είχε νιώσει τόσο κοντά που μύριζε την ανάσα της , όταν ξύπνησε είχε τη μυρουδιά της στη μύτη της για ώρα πολύ, ήταν σίγουρη ότι ήρθε να τη δει εκείνο το βράδυ.

Όταν δεν τον έβλεπε έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε για τη νυχτερινή βάρδια σ’ ένα φούρνο που έβγαζε ψωμιά κι ένα σωρό αρτοποιήματα, ο φούρνος ήταν κοντά στο σπίτι του κι έτσι πήγαινε περπατώντας, για να γλυτώσει δρόμο περνούσε από ένα στενό όπου είχαν κατασκηνώσει κάτι μετανάστες περίεργοι, είχαν μάλιστα βγάλει κι ένα κρεβάτι και κοιμόταν στο δρόμο, ήταν ένα αλλόκοτο θέαμα. Πρόσεχε μη πεταχτεί κανένας από το παλιόσπιτο όπου φύλαγαν την πραμάτεια τους όταν ένα μηχανάκι εμφανίστηκε απ’ το πουθενά και τον χτύπησε με φόρα, ο τύπος που το οδηγούσε σταμάτησε μια στιγμή και πρόλαβε να δει το πρόσωπο του, ένας σκουρόχρωμος με ξυρισμένο κεφάλι και τεράστιους ώμους, μόλις τον είδε να σηκώνεται ξανά στα πόδια του γκάζωσε το καταραμένο μηχανάκι του κι εξαφανίστηκε στη νύχτα. Έμεινε μόνος του μέσα στα σκοτάδια προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβη, το πόδι του πονούσε λίγο αλλά μπορούσε να το πατήσει κανονικά «διάβολε, παραλίγο να βγει σωστή!» σκέφτηκε ξεσκονίζοντας το παντελόνι του και βιάστηκε να φτάσει στην ώρα του.

Όσο δούλευε δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την προειδοποίηση της γυναίκας του, ένας γνωστός του την είχε πάθει κάπως έτσι, είχαν χτυπήσει το αυτοκίνητο του, καθυστέρησε να πάει στη δουλειά και τον είχαν απολύσει. Στο καπάκι ξεκίνησε να δουλεύει οδηγός σ’ ένα ταξί και καθώς δεν ήξερε το πρώτο βράδυ κιόλας πήρε κάτι πρεζόνια που μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο του ζήτησαν τα λεφτά του, εκείνος αρνήθηκε να τους δώσει το πορτοφόλι και τον μαχαίρωσαν εν ψυχρώ . Ήταν μια αλυσίδα γεγονότων που η γυναίκα του ήταν σίγουρη ότι δεν συνέβησαν τυχαία, ήταν σα να είχε συνωμοτήσει η τύχη για να τον αποτελειώσει, σαν κάποιος να είχε οδηγήσει το άλλο αυτοκίνητο να τον χτυπήσει για να καθυστερήσει, κι ύστερα βρέθηκε το ταξί που τον πήγε στους ναρκομανείς οι οποίοι τον φάγανε , ήταν σαν κάποιο χέρι αόρατο καθοδηγούσε τις κινήσεις του και κανόνιζε την πορεία του, και στη δική του περίπτωση θα μπορούσε να έχει την ίδια εξέλιξη.

Έτσι περίεργη ήταν πάντα η γυναίκα του, είχε μεγαλώσει σε μια περιοχή έξω από την πόλη όπου είχαν εγκατασταθεί οι γονείς της τότε που ήρθαν από μια χώρα που βρίσκονταν κάπου στα βάθη της Ασίας, κι όλα όσα πέρασε την είχαν κάνει κάπως παράξενη . Όταν ήταν μικρή δεν είχαν άδεια, ούτε ρεύμα κι εκείνη καθόταν μοναχή καθώς οι γονείς της έτρεχαν στη δουλειά. Το σπίτι της φαίνονταν τρομακτικά μεγάλο κι έπρεπε να περάσει ώρες ατελείωτες εκεί μέσα χωρίς να ξέρει τι να κάνει, μια φορά κάποιος είχε καρφώσει στην αστυνομία ότι ήταν παράνομοι κι ένας χωροφύλακας ήρθε να ελέγξει, δεν τρόμαξε καθόλου παρόλο που ήταν μόνη σ’ ένα χώρο απέραντο, του είπε μόνο ότι περίμενε τον μπαμπά της να σχολάσει, ο αστυνομικός την κοίταζε με δέος .

Όσο παράξενη κι αν ήταν την αγαπούσε και της είχε φτιάξει ένα σωρό πράγματα επειδή τα χέρια του έπιαναν. Της είχε στήσει ένα κρεβάτι πολύ ωραίο, ξύλινο γύρω- γύρω μ’ ένα στρώμα ανατομικό, το καλύτερο που υπήρχε. Είχε στερεώσει στον τοίχο ψηλά μια μπάρα για να γυμνάζεται, της άρεσε πολύ, αν και είχε μεγαλώσει πια διατηρούσε ακόμα την ευλυγισία της επειδή έκανε χρόνια γυμναστική, είχε πάρει μάλιστα μέρος και σε κάτι αγώνες και διακρίθηκε. Όσο εκείνη σκάλωνε τα πόδια της και κρεμιόταν ανάποδα αυτός καθόταν εκεί και την έβλεπε , «πρόσεχε!» της φώναζε καθώς την κοιτούσε να κάνει μια τούμπα στον αέρα και να προσγειώνεται στο πάτωμα, εκείνες τις στιγμές την αγαπούσε πολύ κι ήθελε πάντα να είναι μαζί της.

Εκείνη ήταν καλή στη γυμναστική αυτός όμως πήγαινε χρόνια σε μια ομάδα πυγμαχίας, κάποτε ήθελε να γίνει επαγγελματίας κι όλοι έλεγαν ότι είχε φοβερό ταλέντο, ο προπονητής του τον φώναζε Pacman επειδή το επίθετο ήταν Καπάκης, κάποιος τον έχε βαφτίσει έτσι κι από τότε του έμεινε. Ετοιμάζονταν να υπογράψει συμβόλαιο με κάτι πράκτορες όμως ο πατέρας του δεν τον άφησε να συνεχίσει και το είχε απωθημένο αν και με τα χρόνια καταλάβαινε ότι είχε δίκιο ο πατέρας του. Εξακολουθούσε όμως να εξασκείται, είχε πάρει κι ένα σάκο του μποξ που τον είχε κρεμάσει από το ταβάνι κι όποτε μάλωνε με τη γυναίκα του ξεσπούσε εκεί πέρα, καμιά φορά ερχόταν κι εκείνη να δοκιμάσει και της εξηγούσε πώς να χτυπά για να μη πληγώνει τα δάχτυλα της και να μην πονούν οι ώμοι της, πώς να δίνει ώθηση μ’ όλο της το σώμα ξεκινώντας από τα πόδια, πώς να συγχρονίζει τις κινήσεις της, πώς να σφίγγει τη γροθιά της σωστά, κι αφού την άφηνε να χτυπηθεί εκεί πέρα έπαιρνε φόρα και κοπανούσε τον σάκο τόσο δυνατά που μια φορά τον είχε ξηλώσει…

Στο φούρνο ήταν καλά τώρα που οι θερμοκρασίες έπεφταν, το καλοκαίρι ήταν ζόρικα κι ίδρωνε όλη την ώρα αλλά καθώς ερχόταν ο χειμώνας η ζέστη που έβγαινε μαζί με τις μυρωδιές από τα ψωμιά που ψήνονταν σου έφτιαχναν τη διάθεση. Έκανε χρόνια τούτη τη δουλειά και του άρεσε αλλά ποτέ δεν είχε χορτάσει τη μέρα. Στα ρεπό του σηκώνονταν επίτηδες νωρίς να δει τον κόσμο που έβγαινε για ψώνια, τις μαμάδες που έσπρωχναν τα καροτσάκια, τα μαγαζιά που άνοιγαν ξεπλένοντας τις εισόδους τους, ήταν σκηνές που ποτέ δεν μπορούσε να χαρεί. Ξεκινούσε τη βάρδια ζεσταίνοντας τις μηχανές κι έπειτα έπρεπε να ετοιμάσει τα κουλούρια και τα τσουρέκια, όλα ήταν συγχρονισμένα ώστε κατά το ξημέρωμα να είναι έτοιμες οι πρώτες φουρνιές, εκείνη την ώρα το αφεντικό του πήγαινε σ’ ένα δωματιάκι πάνω απ’ το φούρνο και κοιμόταν λίγο, πολύ τον ζήλευε που είχε αυτή την πολυτέλεια ενώ εκείνος έπρεπε να κουβαλά τα ταψιά με τα ζεστά ψωμιά καθώς ο κόσμος άρχιζε να έρχεται.

Μαζί με τα αρτοσκευάσματα έβγαζαν και γλυκά φουρνιστά, κάτι σιροπιαστά που γίνονταν ανάρπαστα, εκείνη τη μέρα είχαν δοκιμάσει μια καινούρια συνταγή κι ανυπομονούσαν να δουν πως θα πάει, όπως απίθωνε το ταψί στον πάγκο είδε να μπαίνει στο μαγαζί εκείνος ο τύπος με τους τετράγωνους ώμους που τον είχε χτυπήσει, ζήτησε μια τυρόπιτα κι όταν την έβαλαν μπροστά του έβγαλε ένα μαχαίρι κι άρπαξε το κορίτσι που ήταν πίσω από το ταμείο και της είπε να του δώσει ότι χρήματα είχε, η κοπέλα πανικοβλήθηκε κι απ’ το τρέμουλο έριξε κάτω το συρτάρι με τα χρήματα. Άφησε το ταψί με τα γλυκά κι έσκυψε να μαζέψει τα χαρτονομίσματα, καθώς τα έδινε στον τύπο με το ξυρισμένο κεφάλι τον έκοβε, είδε ότι κρατούσε το μαχαίρι με το αριστερό του χέρι άρα εκείνη η μεριά του ήταν η πιο δυνατή, τον ζύγισε μια στιγμή κι έπειτα του κοπάνησε μια γροθιά στο στέρνο. Ο άλλος ξαφνιάστηκε κι όρμησε να τον χτυπήσει με το μαχαίρι, έκανε ένα βήμα πίσω κι ένιωσε όπως τότε που ήταν στο ρινγκ μόνο που εδώ ο άλλος είχε το μαχαίρι αλλά ήταν τόσο αργός που δεν τον φοβόταν. Απέφυγε μια σειρά από επιθέσεις φέρνοντας τις γροθιές στο πρόσωπο του και πηδώντας δεξιά αριστερά παρόλο που το χτυπημένο πόδι του τον δυσκόλευε -κάποτε έκανε πολλές ώρες σκοινάκι για να έχει καλό συντονισμό των χεριών και των ποδιών. Βλέποντας τον άλλον να αγκομαχά άρχισε να τον χτυπά στο πρόσωπο μια, δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, εφτά φορές τόσο γρήγορα που άλλος άρχισε να ζαλίζεται και να γέρνει, τότε τον πλησίασε κι άρχισε να τον κοπανά πολύ δυνατά κι όταν ο άλλος γονάτισε δεν σταμάτησε αλλά συνέχισε να τον χτυπά μέχρι που τον ξάπλωσε στο πάτωμα, οι κοπέλες πίσω απ’ τα ταμεία κοιτούσαν σαν χαζές .

Από τη φασαρία ξύπνησε το αφεντικό κι έτρεξε εκεί πέρα την ώρα που ερχόταν η αστυνομία που κάποιος την είχε ειδοποιήσει, «τι έγινε εδώ πέρα;» ρώτησε ένας νεαρός με στολή «παλέψαμε λίγο» τους είπε «καλά και μόνος σου τον ξάπλωσες, αυτός είναι διπλάσιος από σένα» του είπε «ε να έχω κάνει λίγο πάλη» απάντησε εκείνος.

Την ώρα ακριβώς που σχολούσε ο ήλιος εμφανίζονταν πίσω απ’ τα βουνά και τα φώτα του δρόμου έσβησαν όλα μαζί σα να είχαν συνεννοηθεί. Για κάποιο λόγο αισθάνονταν μια ευφορία μέσα του, είχε χρόνια να κάνει έναν τέτοιο καλό αγώνα κι έφερνε στο νου μία- μία τις κινήσεις του, τελικά δεν είχε χάσει τη φόρμα του, έπρεπε να δουλέψει λίγο περισσότερο το δεξί αλλά και πάλι ήταν εντάξει . Μια γυναίκα έτρεξε να προλάβει το λεωφορείο κι ένα γέρος σήκωνε το στόρι από κάποιο κατάστημα, ένα κοπάδι πουλιών πετούσε σε σχηματισμό κάπου πέρα μακριά στον ορίζοντα, οι υδροφόρες του δήμου έβρεχαν την άσφαλτο, ξημέρωνε ο θεός, κι ο κόσμος ξεκινούσε τη μέρα του, ήταν μια στιγμή μαγική.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...