Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΤΗΣ ΑΦΘΟΝΙΑΣ

 «Μη μου κολλάς » της είπε  μια κοπέλα μέσα στο λεωφορείο κι ακούστηκε να  συμπληρώνει  «κωλόγρια !». Tο κορίτσι που την έβρισε καθόταν στη γαλαρία, στο πίσω μέρος του λεωφορείου, υπήρχαν εκεί πέρα τρεις άδειες θέσεις και το κορίτσι που δεν ήταν και το πιο αδύνατο,  έμοιαζε να τις ήθελε όλες, « μπορώ να καθίσω;» το ρώτησε «αφού έχει εκεί μπροστά θέσεις, γιατί δεν κάθεσαι εκεί πέρα!»- « μα εγώ θέλω να καθίσω εδώ,  πόσες θέσεις νομίζεις ότι μπορείς να πιάσεις!» είπε αυτή,  η παχουλή κοπέλα φάνηκε να θίγεται και  μέσα  από τα  δόντια της την έβρισε έτσι ώστε να ακουστεί.  Καθισμένη σε μια  διπλανή θέση σκεφτόταν τι είχε συμβεί, δεν  είχε θέμα με την ηλικία της, σιγά τώρα,  όμως το θράσος εκείνης της κοπέλας ήταν φοβερό,  ίσως δεν θα  έπρεπε να της είχε  μιλήσει έτσι όμως πολλές φορές ένιωθε τα λόγια να βγαίνουν από το στόμα της χωρίς  να μπορεί  να τα ελέγξει. Τύχαινε συχνά να κάνει   παρατήρηση σε κάποιον κι  αμέσως σκεφτόταν «ωχ τώρα την έβαψα,  θα με ακολουθήσει και θα βρω κανέναν μπελά,  τι θέλω και μιλώ!» αλλά  και πάλι όταν έβλεπε κάτι στραβό δεν άντεχε κι   έκανε το ίδιο. Σε μια στιγμή  η κοπέλα που την έβρισε  σηκώθηκε να κατέβει όμως το αστικό φρέναρε  κάπου κι εκείνη  έπεσε   πάνω στους επιβάτες  «φύγετε από μπροστά  μου!»  φώναξε ξαναμμένη, καλά  το άτομο είχε θέματα,  πρόσεξε ότι φορούσε  κάτι αρβύλες κι ένα τζιν σκισμένο,  δεν θα την έλεγες κι  επιτομή της καλαισθησίας κι αυτό αντανακλούνταν στο ύφος και στους τρόπους της.  Την ακολούθησε με το βλέμμα καθώς απομακρύνονταν φουριόζα και κούνησε το κεφάλι πολλές φορές  σα να έλεγε « πως είσαι έτσι κορίτσι μου».   

Χρόνια τώρα πηγαινοερχόταν με τα αστικά, δεν είχε μάθει ποτέ να οδηγεί, πάντα είχε κάποιον να την πηγαίνει στα μαγαζιά ή στη δουλειά, παλιά ήταν ο άντρας της, όταν χώρισε οι φίλοι της πάντα έβρισκαν τρόπο  να την εξυπηρετούν κι όταν δεν  υπήρχαν κι αυτοί έπαιρνε ταξί αλλά πια όλα είχαν γίνει πολύ ακριβά κι αναγκαζόταν να μπει στα λεωφορεία που κάποτε δεν ήθελε  ούτε να τα δει. Όμως εκεί μέσα αδερφέ μου  έπρεπε  να κρατήσεις την αναπνοή σου μέχρι να σκάσεις,  μερικά ειδικά είχαν μια αποπνικτική μυρουδιά  που σου ερχόταν αναγούλα,  ήταν  τα αστικά που πήγαιναν  σ’ ένα νοσοκομείο και τα χρησιμοποιούσαν κάτι πρεζόνια τα οποία δεν πλένονταν  ποτέ,  αυτά τα απόφευγε όσο μπορούσε. Όταν έβρισκε καμιά καλή θέση  χάζευε τους δρόμους που ανεβοκατέβαιναν εκεί όπου  κάποτε υπήρχαν πλαγιές και λόφοι, πιο πολύ της άρεσαν  τα στενά που οδηγούσαν σε κάτι μέρη που έμοιαζαν με πίστες απογείωσης για το άπειρο,  αυτά τα μέρη ήταν τα αγαπημένα της, με τη φαντασία  ένιωθε  ότι η πορεία του αστικού συνεχίζονταν νοερά   και χανόταν  πέρα μακριά στον ορίζοντα που φλέγονταν όταν ο ήλιος έδυε. Από τα παράθυρα του λεωφορείου μπορούσε να παρακολουθήσει ότι συνέβαινε στην  πόλη σα να έβλεπε ταινία, στα πάρκα  τεμπέληδες  ρωσοπόντιοι έπαιζαν ντάμα πάνω σε κάτι τραπέζια αυτοσχέδια, εκεί κάτω  προς τη θάλασσα οι πολυκατοικίες έφτιαχναν  ένα τείχος τεράστιο που έκοβε τον αέρα  άφηνε  όμως όλη την υγρασία να διαπεράσει τα κτήρια και τους ανθρώπους,  τα βράδια του Σαββάτου τα  συνοικιακά  μαγαζιά πουλούσαν κοτόπουλα και πίτσες στον κόσμο που περίμενε έξω από τις εισόδους τους,  αυτή ήταν η αγαπημένη της ώρα μέσα στην εβδομάδα.

Τους τελευταίους μήνες χρησιμοποιούσε πολύ τα λεωφορεία, είχε μπει στο ταμείο ανεργίας  και είχε χρόνο μπόλικο, έτσι πήγαινε να δει τη μάνα της που δεν μπορούσε πια να αυτοεξυπηρετηθεί  και χρειαζόταν άνθρωπο όμως δεν εμπιστευόταν κανέναν,  ήταν  πολύ καχύποπτη κι έτσι την  είχε  αναλάβει θέλοντας και μη. Πηγαίνοντας στο προάστιο της μητέρας της χάζευε σημεία τη πόλης που τα  θυμόταν από παλιά και η ανοικοδόμηση τα είχε αλλάξει εντελώς,  ένα εστιατόριο που υπήρχε κάποτε εδώ,  ένας φούρνος απ’ όπου έπαιρνε  ένα  τσουρέκι τη γεύση του οποίου δεν μπορούσες πια να  βρεις πουθενά,  ένα πεζόδρομο εκεί έξω από τα πανεπιστήμια όπου έβλεπε κάποτε  ένα κορίτσι να απλώνει εφημερίδες τότε που δεν υπήρχε διαδίκτυο ούτε τηλεόραση, οι φοιτητές έσκυβαν  να δουν  τα νέα και τους τίτλους πηγαίνοντας στις σχολές τους αγουροξυπνημένοι. Την είχε συναντήσει εκείνη τη κοπέλα με τις εφημερίδες κάποιο καλοκαίρι σ’ ένα νησί, κολυμπούσαν  μαζί σ’ έναν κολπίσκο  που τον έλεγαν  ‘’Όρμο της αφθονίας’’,  το παράξενο ήταν ότι και η κοπέλα τη θυμόταν « είχες μακριά μαύρα  μαλλιά  τότε»  της είχε πει…  

Πως είχαν γίνει έτσι ανάγωγα τα παιδιά σκεφτόταν όλη την ώρα καθώς τάιζε τη μητέρα της,  δεν καταλάβαιναν  τίποτα, δημιουργούσαν φασαρίες, επιτίθονταν στον κόσμο, είχαν χτυπήσει άσχημα  έναν οδηγό λεωφορείου  την ώρα που σχολούσε, το πράγμα είχε ξεφύγει. Ήταν επόμενο βέβαια,  κανείς δε νοιάζονταν γι αυτά, κανείς  δεν τους έλεγε  τίποτα κι κείνα ήταν  ανεξέλεγκτα, έβριζαν, φώναζαν, χαλούσαν τον κόσμο, έμοιαζαν με θηρία. Ήθελε να τους χώσει δυο μπάτσες όπως έκανε η μάνα της όταν ήθελε να τη συνετίσει,  σιγά μη χαράμιζε τα λόγια της,  όμως τώρα που να τ’  αγγίξεις,  είχαν γίνει μη μου άπτου όλα, δεν  σήκωναν τίποτα και ήξερε ότι θα έβρισκε το μπελά της. Πάντα είχε πρόβλημα όχι μόνο με τα παιδιά αλλά και με οτιδήποτε που νόμιζε πως ήταν λάθος, όταν έβλεπε κάτι στραβό και γύρω κανείς δεν μιλούσε αυτή δεν άντεχε,  μια φορά είχε δει έναν τύπο φαλακρό να φωτογραφίζει  κορίτσια με το κινητό του και του είχε κάνει παρατήρηση,  «τι κάνεις εκεί πέρα φίλε;»  εκείνος έκανε τον αδιάφορο αλλά ένα παιδί με γένια κάπου εικοσιπέντε χρονών,   πετάχτηκε και την υποστήριξε «δώσε το κινητό να δούμε τι φωτογραφίζεις!» ο άλλος έσπευσε να κατέβει  κατρακυλώντας πανικόβλητος  στα σκαλιά   και παραλίγο να σκοτωθεί όπως προσπαθούσε  να κρύψει το τηλέφωνο. Ευχαρίστησε το νεαρό κι αντάλλαξαν δυο κουβέντες, «κυρία μου δεν μπορείτε να φανταστείτε τι γίνεται κάθε μέρα »- «αυτό το παιδί μάλιστα» , σκέφτηκε.  

Μια άλλη φορά είχε δει μια κοπέλα να απλώνει  τα πόδια της  στο αντικρινό κάθισμα,  αυτό την τρέλαινε, δεν μπορούσε να το δεχτεί, «κατέβασε σε παρακαλώ τα πόδια σου!»  της είπε κι εκείνη τα κατέβασε όμως μετά από λίγο τα έβαλε πάλι πάνω στις καρέκλες,  «σου είπα να μη βάζεις τα πόδια στου στο κάθισμα!»  επανέλαβε « θα έρθουν να καθίσουν άνθρωποι!»  όμως το κορίτσι της πέταξε  κάτι του τύπου « άσε μας από δω ρε θεία !».   Καθώς ήταν η ώρα να κατέβει την πλησίασε, έπιασε  τα πόδια της και με μια κίνηση τα κατέβασε κάτω, δεν το περίμενε ούτε και  η ίδια ότι θα το έκανε,  ήταν σα να είχε συμβεί αυτοματοποιημένα,  το κορίτσι είχε μείνει άναυδο,  δεν το περίμενε ούτε αυτή  όμως εκείνη ήταν χαρούμενη,  «σε προειδοποίησα!»  της φώναξε  κι έσπευσε  να κατέβει τα σκαλιά προτού η άλλη της πετάξει τίποτα,  ήταν πολύ ευχαριστημένη με τον εαυτό της.  

Πάντα πίστευε  στη νεολαία κι όταν την κατηγορούσαν  απαντούσε « είναι παιδιά, δεν ξέρουν, κι εμείς έτσι ήμασταν στην ηλικία τους»  όμως  όταν της επιτέθηκε και την έβρισε  εκείνη η κοπέλα  με τα άρβυλα τα έχασε, θυμόταν για καιρό το πρόσωπο της,  μια φορά την είχε δει και στον ύπνο της. Ένα βράδυ του Σαββάτου που πήγαινε στη μάνα της αναρωτιόταν τι θα συναντούσε  πάλι,  οι ειδήσεις λέγανε για έναν  φίλαθλο που είχαν μαχαιρώσει  έξω από κάποιο γήπεδο κι όλοι είχαν ξεσηκωθεί.  Εκείνη τη μέρα είχε αγώνα ποδοσφαίρου πάλι  οπότε το λεωφορείο θα γέμιζε από  τραμπούκους και μεθυσμένους που τρόμαζαν τον κόσμο κι απειλούσαν τους πάντες. «Είκοσι λεπτά είναι»  σκέφτηκε «ας κάνω υπομονή», δεν ήθελε να πάρει ταξί  όμως με το που μπήκε στο αστικό το μετάνιωσε. Στην επόμενη  στάση ανέβηκαν καμιά εικοσαριά άτομα,  νεαροί ως επί το πλείστον,  κι άρχισαν να φωνασκούν,  τους άκουγε εκεί πέρα  που φώναζαν συνθήματα κι έβριζαν τις μάνες όλων, ήταν μια μάζα, ένας όχλος γεμάτος μίσος, μια αγέλη όπου επικρατούσαν τα χειρότερα ένστικτα καθώς τους έδινε την αίσθηση της ασφάλειας και της δύναμης, μια αίσθηση ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις δίχως καμιά συνέπεια, σε μια τέτοια αγέλη μπορούν να ευδοκιμήσουν τα πιο χαμερπή ορμέμφυτα, να διαπραχτούν οι πιο αισχρές πράξεις.

Οι νεαροί έμοιαζαν να το χαίρονται εκεί πέρα που μπορούσαν να τρομοκρατούν τον κόσμο και συνέχιζαν να βρίζουν και να απειλούν το σύμπαν.  Δεν άντεξε,  σηκώθηκε και τους είπε «δεν ντρέπεστε να μιλάτε έτσι,  εσείς  φάγατε εκείνο το παιδί!»  κανείς  από την αγέλη δε μίλησε,  έγινε ησυχία για λίγο σα να είχαν  αιφνιδιαστεί που κάποιος αντέδρασε στην επέλαση τους.   Ύστερα όμως όλο εκείνο το πλήθος που είχε ανεβεί στο αστικό και δρούσε σαν συμμορία άρχισε να φωνάζει πιο δυνατά χρησιμοποιώντας  συνθήματα ακόμα πιο ρυπαρά ενώ κοίταζε προς το μέρος της με βλέμμα άγριο και μια κακία στα μάτια ανάμεικτη μ’ έναν κρυφό ενθουσιασμό, εκεί  είχε φοβηθεί πραγματικά « αυτοί εδώ θα με φάνε!»  σκέφτηκε «τι πας να κάνεις κοριτσάκι μου;» . Ευτυχώς σε λίγο ήταν η στάση της, όταν κατέβηκε από το αστικό ήταν σίγουρη  ότι κάτι θα καρφώνονταν στη πλάτη  της,  ότι  κάποιος θα την άρπαζε απ’ τα μαλλιά  και  θα της φώναζε «έλα  δω εσύ!» ,  κοίταζε γύρω γεμάτη φόβο όμως όλος εκείνος ο συρφετός ούτε που ασχολήθηκε μαζί της μονάχα ξεχύθηκε από το όχημα κραυγάζοντας κι έτρεξε   για το γήπεδο κουνώντας κασκόλ και σημαίες.  Όλο αυτό όμως ήταν πολύ τρομακτικό, είναι από κείνα τα πράγματα που δεν ξεχνάς εύκολα, της είχε χαλάσει εντελώς τη διάθεση. Το βράδυ που επέστρεφε από τη μάνα της  όλο κοιτούσε πίσω της κι ούτε που είχε όρεξη να ονειρευτεί πως απογειώνεται με το αστικό εκεί στις ανηφόρες και τις κατηφόρες της πόλης  που σε βγάζουν στο άπειρο την  ώρα που το δειλινό φλέγεται κατά τη δύση.

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ

«H αδερφή σου μου το  είπε να ξέρεις  μου έστειλε κι αυτή τη φωτογραφία με τον πρώην σου, νόμιζα ότι τον είχες ξεχάσει».  Όταν της το είπε ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της, τον ικέτεψε να την πιστέψει, τον παρακάλεσε κλαίγοντας όμως εκείνος ήταν ανένδοτος κι επειδή δεν τον πίστευε της έδειξε το μήνυμα στο κινητό μαζί με μια φωτογραφία της όπου αγκάλιαζε τον πρώην της. Ήταν έτοιμοι  να παντρευτούν,  τον αγαπούσε πολύ τον Γιάννη, είχαν κάνει ένα  σωρό σχέδια για το σπίτι που θα αγόραζαν, για το  γάμο και για τα παιδιά που θα έκαναν μέχρι που έγινε αυτό το σκηνικό , άντε να του εξηγήσεις ότι ο πατέρας του πρώην της είχε πάθει έμφραγμα κινδύνευε να πεθάνει και αυτή του είχε πει δυο λόγια συμπαράστασης ως όφειλε, αυτό ήταν όλο όμως  ο άλλο ήταν κάθετος σαν τοίχος.

Η Τάνια  το είχε στήσει, όλα μπορούσε να τα περιμένεις από αυτή, τη ζήλευε τόσο πολύ που θα έκανε ότι ήταν δυνατόν για να της κάνει ζημιά.  Σα να έφταιγε αυτή που ήταν πιο όμορφη ή πιο έξυπνη κι ότι έκανε  πάντα πετύχαινε.  Όμως ο καθένας  έχει τα δικά του όπλα,  ο καθένας πορεύεται με ότι έχει. Ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά,  η μικρή πάντα την αντέγραφε στο ντύσιμο, στους τρόπους,  στα τραγούδια που άκουγε σε όλα. Ήξερε ότι τη ζήλευε όμως δε φανταζόταν ότι θα έφτανε μέχρι εκεί,  καλά κι ο άλλος  καλός βλάκας που  την πίστεψε αλλά έτσι είναι οι άντρες. Δεν πήγε στη δουλειά την άλλη μέρα, είπε ότι ήταν άρρωστη,  ένιωθε τέτοια απογοήτευση που ήθελε να πηδήξει από το μπαλκόνι, έπρεπε να το πει σε κάποιον επειγόντως,  ο μόνος που θα την καταλάβαινε ήταν βέβαια η μάνα της όμως τη φοβόταν,  ήταν  λίγο τρομακτική όταν  την κοιτούσε μ’ εκείνο αυστηρό γεμάτο ειρωνεία  βλέμμα. Όμως είχε στενοχωρηθεί τόσο πολύ που δεν είχε άλλη λύση   κι όταν η μητέρα της τη ρώτησε  μ’ εκείνο το ειρωνικό της μειδίαμα, «τι έχεις εσύ πάλι;» της τα είπε όλα.  « Κοίτα  δεν είναι τίποτα» τη συμβούλεψε  η μάνα της που όλα τα έβλεπε σχετικά και για κείνη ο ωκεανός  είχε το βάθος  μιας παραλίας.  «Καλύτερα να ξεμπερδεύεις τώρα προτού μπλέξεις για τα καλά μ ‘ αυτόν το βλάκα που πιστεύει όποιον να ναι και δε σου έχει εμπιστοσύνη.  Έτσι ήμουν κι εγώ στην ηλικία σου και ξέρεις τι ανακάλυψα,  ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ, αυτό είναι το διάστημα που χρειαζόμουν να τους ξεπεράσω,  κάνε υπομονή δυο μέρες και θα σου  φύγει, σε μένα δούλευε πάντα, νομίζω πως το ίδιο θα συμβεί και με σένα ,  δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι ιδιαίτερο, μοναχά περίμενε να περάσει αυτό το διάστημα με κάποιον  τρόπο,  κάνε  ό,τι σ’  ευχαριστεί και μη σκέφτεσαι τίποτα άλλο,  θα σε βοηθήσω κι εγώ και θα δούμε πως θα είσαι όσο για την άλλη θα την ταχτοποιήσω στην ώρα της ».  Αυτό ήταν πραγματικά ανακουφιστικό, στη κατάσταση που βρισκόταν η ιδέα  της μάνας της έμοιαζε με γέφυρα σωτηρίας  αλλά πως ήξερε ότι θα λειτουργούσε όπως στη μητέρα της; Ό,τι και να συνέβαινε  δεν είχε άλλη επιλογή,  αν συνεχίζονταν το ψυχοπλάκωμα δεν θα άντεχε για πολύ,  προς το παρόν δεν είχε άλλη λύση,  κλείστηκε στο δωμάτιο της,  έβαλε κάτι σήριαλ ατελείωτα στον υπολογιστή και περίμενε να βραδιάσει και να ξημερώσει.

Την πρώτη νύχτα δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου,  όλες οι ίνες του κορμιού της  σα να συγκεντρωνόταν στο μυαλό που προσπαθούσε να ξεχάσει το πλήγμα και να κλείσει το ρήγμα,  τον αγαπούσε,  είχαν περάσει τόσα  πολλά,  ήταν τόσο καλός μαζί της,  είχαν κανονίσει τόσα πράγματα,  δεν ήταν δυνατό να συνέβαινε αυτό.  Ήθελε να του τηλεφωνήσει,  να του στείλει ένα μήνυμα,  να του εξηγήσει όμως κρατήθηκε από την περηφάνια της.  «Δεν θα του κάνω το χατίρι!»  σκεφτόταν.  Ήθελε να τον  βρίσει,  να του μιλήσει άσχημα κι όλη την ώρα επέστρεφε στη σκέψη της  εκείνο το φίδι,  η αδελφή της,  θα πλήρωνε για όλα αυτά που τραβούσε,  έτσι πέρασε το πρώτο βράδυ. Το πρωί   που ξύπνησε ένιωθε λίγο καλύτερα, αν και δεν είχε κοιμηθεί   το βάρος σα να έφευγε σιγά σιγά από μέσα της.  Ζήτησε  ένα φάει κάτι κι η μάνα της που την παρακολουθούσε της έβαλε γάλα με μια φέτα αλειμμένη με μερέντα,   «πως πήγε;» τη ρώτησε « σα να νιώθω λίγο καλύτερα» είπε αυτή «περίμενε λίγο ακόμα και θα δεις»  είπε η μάνα της  χαμογελώντας με κείνο το καταραμένο μειδίαμα . Το μεσημέρι  κλείστηκε πάλι στο δωμάτιο της, δεν απαντούσε στις φίλες της,  δεν είχε όρεξη όπως πριν να μιλήσει μαζί τους ώρες ατελείωτες για τα πιο ασήμαντα πράγματα όπως το συνήθιζε, κάποια στιγμή έσκασε ένα μήνυμα από τον δικό της,  τι ήθελε ο χαμένος;  Τη ρωτούσε τι κάνει ,ότι λυπάται και κάτι άλλες αηδίες,  το απόγευμα  το κινητό  της είχε γεμίσει μηνύματα και κλήσεις, ήθελε να απαντήσει  όμως ήταν αποφασισμένη να περιμένει  ακόμα  ένα βραδύ και ώ του θαύματος !

Τη δεύτερη μέρα  αισθανόταν πολύ καλά, το μυαλό της είχε ξελαμπικάρει κι η διάθεση της ανέβηκε!  Αυτό ήταν λοιπόν, είχε δουλέψει της  σχέδιο της μάνας της,  τον είχε ξεπεράσει    τόσο εύκολο  ήταν λοιπόν. Αμέσως πήρε τηλέφωνο στην καλύτερη της φίλη και πρέπει να μίλησε μαζί της για τουλάχιστον τρεις  ώρες της,  τα είπε όλα κι ύστερα πήρε  μια άλλη φίλη κι ύστερα μια Τρίτη, επιτέλους είχε  αδειάσει  όλο το αρνητικό φορτίο από πάνω της,   τηλεφώνησε και στη δουλειά και τους είπε  ότι  θα πάει,   η μάνα της  που την παρακολουθούσε όλη την ώρα της έκανε την κίνηση δείχνοντας με  το δάχτυλο στο κεφάλι σα να της έλεγε «στο χα πει εγώ !»

Όλο αυτό το διάστημα η μικρή αδερφή της είχε εξαφανιστεί,  «θα πάω να κοιμηθώ στη Γιώτα»  είπε στη μητέρα τους κι εκείνη της είπε «όπως θες,  μεγάλο κορίτσι είσαι πια».  Όταν γύρισε στο σπίτι και δεν βρήκε τη μεγάλη της αδερφή ρώτησε «πως πάει, όλα εντάξει;» -« το ξεπέρασε» της είπε η μάνα της κοιτάζοντας την κατευθείαν στα μάτια  κι εκείνη  χαμογέλασε «ά τι καλά»  είπε σιγανά . Δεν είχε καταλάβει και η ίδια πως το  είχε στείλει το μήνυμα απλά είχε σκάσει,  δεν μπορούσε να στεριώσει άντρα κι η αδερφή της τους έριχνε χωρίς να κάνει τίποτα,  έτσι απλά έπεφταν σα μύγες μόλις την έβλεπαν.  Ήταν ο αέρας που είχε,  η αυτοπεποίθηση της,  ο τρόπος της ο επιθετικός με τον οποίο τους φέρονταν που την έκαναν ακαταμάχητη,  ήταν αδύνατο  να το χωνέψει αυτό . Ζούσε στη σκιά της,  ό,τι κι αν έκανε περνούσε απαρατήρητη σα να  μην υπήρχε,  οι γονείς της πάντα μιλούσαν για την αδερφή της,  εκείνη ήταν  το καμάρι τους, η ελπίδα τους,  μ’  εκείνη ασχολούνταν  όλη την ώρα,  είχε απηυδήσει !Το σκέφτηκε πολύ κι ένα βράδυ που η αδερφή της συνάντησε τον πρώην της σ’ ένα μαγαζί περίμενε και μετά  δήθεν τυχαία τους έβγαλε τη φωτογραφία που τους έδειχνε να στέκονται πολύ κοντά σα να ετοιμάζονταν  να φιληθούν και την έστειλε στον Γιάννη  χωρίς κανένα σχόλιο.   Ύστερα απ’  αυτό είχε τύψεις, είχε αναστατωθεί, αναρωτιόταν πως το είχε κάνει, μετάνιωνε  όμως κατά βάθος  το πείσμα της ήταν πιο δυνατό,  είχε σκάσει,  να παντρευτεί  κιόλας η αδερφή της, να τη βλέπει στολισμένη νύφη κι όλοι να την κοιτούν,  δεν θα το άντεχε, έπρεπε να το σταματήσει με κάποιον τρόπο…

Αφού πέρασε μια βδομάδα Ο Γιάννης τηλεφώνησε,  «θέλεις να βρεθούμε να  μιλήσουμε;»  της είπε  όμως εκείνη ένιωθε ότι είχε περάσει ένας αιώνας κι είχε απομακρυνθεί χιλιάδες χιλιόμετρα, δεν είχε καμιά όρεξη να τον  δει,  το πράγμα είχε ραγίσει μέσα της,  την είχε χαλάσει άσχημα και δε θα του  έκανε τη χάρη,  «όχι Γιάννη»  του είπε «δε χρειάζεται, ότι είχαμε να πούμε το είπαμε, εύχομαι ότι καλύτερο για σένα» . Μετά απ’  αυτό ένιωθε μια ικανοποίηση απίστευτη.  Τον είχε ξεπεράσει, δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο εύκολο, ώστε λοιπόν είχε αυτή τη δύναμη όπως και η μάνα της,  αυτό ήταν πολύ σημαντικό και θα το κρατούσε. Έκτοτε άρχισε να βγαίνει  περισσότερο, ένα βράδυ που είχαν πάει σ’ ένα μαγαζί με τις φίλες  της έτυχε να είναι κι η αδελφή της εκεί πέρα. Είχε  καθίσει  μ’ έναν  τύπο που την περνούσε κάμποσα χρόνια   και τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να αραιώνουν,  φαινόταν πολύ χαρούμενη.  Σε μια  στιγμή ήρθαν και κάθισαν μαζί τους κι όταν η Τάνια έφυγε για λίγο από το τραπέζι ο τύπος  με τα αραιά μαλλιά ήρθε κοντά της «πολύ καλό κορίτσι η αδερφή σου»  της είπε « ναι αλλά να ξέρεις δεν  έχει την ίδια εντύπωση για σένα» - «τι εννοείς;»  να στο σπίτι που μιλούσαμε μου είπε ‘’αυτός ο φαλακρός τι θέλει από μένα,  ποτέ δε μου άρεσαν οι πιο μεγάλοι,   να περάσω λίγο καλά μαζί του και θα τον σουτάρω» -  «ώστε έτσι σου είπε» -« έτσι ακριβώς» . «Που είναι  Σάκης  ρώτησε η Τάνια που ήρθε  σε λίγο,  « κάτι του έτυχε κι έφυγε ξαφνικά» της απάντησε  « θα  σου τηλεφωνήσει».  

Το βράδυ η Τάνια δε μιλούσε,  φαινόταν κλαμένη, τα μάτια της  είχαν κοκκινίσει,  «τι έχει πάλι αυτή;»  ρώτησε η μητέρα της « δεν ξέρω»  έκανε αυτή,  « δεν μπορώ να την καταλάβω»  

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

ΟΣΚΑΡ

Από κείνο το διαμέρισμα δεν έβγαιναν ποτέ οι ένοικοι,  δυο παιδιά ήταν  βασικά, ένα ζευγάρι,   τα είχε δει,  το κορίτσι  που ήταν κάπως παχουλό,  έμοιαζε  πιο παράξενο,  μιλούσε λίγο, η πόρτα τους δεν άνοιγε όλη μέρα , μονάχα το βράδυ  ερχόταν ένας τύπος από κάποιο μαγαζί  και τους έφερνε φαί,  μερικές φορές ερχόταν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα,  τι  ώρες τρώγανε εκείνα τα παιδιά ;  Μια φορά είχε ακούσει ένα διαπληκτισμό με τον ντελιβερά,  κάτι τους έλεγε ότι τον ταλαιπωρούν και τον έστελναν  σε άλλη διεύθυνση,  το αγόρι επέμενε ότι δεν έκανε λάθος αλλά ο ντελιβεράς με απεριόριστη υπομονή του εξηγούσε ότι έψαχνε το διαμέρισμα τους μισή ώρα και το φαγητό είχε κρυώσει . Άκουγε τον διάλογο παρακολουθώντας  από  το  ματάκι της πόρτας,  όταν βαριόταν της άρεσε να βλέπει από κει μέσα τους γείτονες,  τις συζητήσεις ,τους  επισκέπτες που ερχόταν εκεί πέρα. Μια άλλη φορά είχε δει τα παιδιά να φιλιούνται στο διάδρομο,  το αγόρι είχε στριμώξει την κοπέλα στον τοίχο και την είχε πιάσει από τα λαιμό καθώς τη φιλούσε,  της φάνηκε πολύ παράξενο, λίγο τρομαχτικό.  Συχνά επικρατούσε ησυχία απόλυτη κι έξω από την πόρτα  των παιδιών στέκονταν  ένα σωρό σκουπίδια και σακούλες,  μπορεί να έμεναν εκεί πέρα κάμποσο καιρό μέχρι να τα πάρουν και συχνά δεν άντεχε και τα κατέβαζε αυτή στον κάδο.  Κι ύστερα ήταν και το κλιματιστικό τους, ένα τεράστιο μηχάνημα καρφωμένο στον τοίχο του μπαλκονιού που   δε σταματούσε  να δουλεύει όλο το καλοκαίρι και σου  έσπαγε τα νεύρα με το γουργουρητό του. Για ένα  διάστημα απροσδιόριστο έλειπαν,  ποιος ξέρει που είχαν πάει,  κι όταν γύρισαν δεν μπορούσε να αναγνωρίσει  το κορίτσι,   είχε αδυνατίσει πολύ,  «συγγνώμη εσείς δεν είστε;»  τη ρώτησε μια μέρα,  «πως το κάνατε;» - « σας ευχαριστώ που το προσέξατε »  είπε το κορίτσι κάπως ντροπαλά  «έχασα τριάντα κιλά».  Κάθε φορά αναρωτιόταν  τι στο καλό έκαναν  κλεισμένοι εκεί μέσα τόσες χωρίς  να ακούγεται τίποτα μόνο εκεί κατά τα μεσάνυχτα σα να δυνάμωνε η τηλεόραση τους κι  αυτή κολλούσε το αυτί στον τοίχο να ακούσει τι στο καλό έβλεπαν. Εκτός από το φαγητό ο μόνος λόγος για να ανοίξουν την πόρτα τους ήταν για να ψάξουν το γάτο τους τον Όσκαρ, που έβρισκε τρόπος και ξεγλιστρούσε. Ήταν ένας  στρουμπουλός  σταχτής  γάτος που μισοέκλεινε τα μάτια όταν σε κοίταζε,   έφευγε πολλές φορές από  το διαμέρισμα κι έτρεχε στους διαδρόμους της πολυκατοικίας,  το κορίτσι  τον  φώναζε όμως εκείνος  πήγαινε και χώνονταν στο υπόγειο σε κάτι αποθήκες σκοτεινές,  σα να ήθελε να ξεφύγει από κάτι…

Τον τελευταίο καιρό το ζευγάρι έλειπε πάλι και τους είχε ξεχάσει εντελώς καθώς έτρεχε με τη μάνα της που δεν πήγαινε καλά κι είχε αρχίσει να τα χάνει. Την είχε  βάλει  σε κάποια κλινική για να δυναμώσει λίγο επειδή  έχανε τις αισθήσεις της και λιποθυμούσε όλη την ώρα,  ένα πρωί μάλιστα νόμιζε ότι είχε πεθάνει. Μια γνωστή της είχε συστήσει τούτη την κλινική που ειδικεύονταν στους  ασθενείς με άνοια και μακροχρόνια νοσήματα εφαρμόζοντας  κάτι φυσιοθεραπείες  και κάτι θεραπείες  πρωτοποριακές . Όπως έβλεπε  την είσοδο  του κτηρίου  σκεφτόταν πως θα πήγαινε κάθε μέρα να τη βλέπει σ’ εκείνο το μέρος έξω από την πόλη και ξαφνιάστηκε όταν  έπεσε πάνω στο κορίτσι του γειτονικού διαμερίσματος που ήταν ντυμένο νοσοκόμα,  «τι κάνεις εδώ;»  το  ρώτησε κι εκείνο απάντησε απορημένο,  «εδώ  δουλεύω !»-  «και γιατί δε μας το είπες τόσο καιρό» -  «δεν έτυχε συγνώμη». Αυτό ήταν μια έκπληξη,  δεν  περίμενε να τη βρει εκεί πέρα,  δεν ένιωθε άνετα με  όλα όσα είχε δει το προηγούμενο διάστημα  από την άλλη όμως το να έχεις κάποιον γνωστό σου σ’ ένα τέτοιο  μέρος,   απομονωμένο, ήταν μια παρηγοριά.  Όπως έψαχνε το θάλαμο  της  μάνας  της έπεσε πάνω σε μια γάτα που τριγυρνούσε στους θαλάμους κυνηγώντας μια αχτίδα φωτός που έμπαινε από το τζάμι. Στάθηκε να τη δει μια στιγμή   και διαπίστωσε  ότι ήταν ο γάτος ο σταχτής που έκλεινε τα μάτια όταν σε κοιτούσε,  δεν μπορεί  να έκανε λάθος.  Έψαξε την κοπέλα  και τη ρώτησε  «τι γυρεύει εδώ  πέρα το γατί σου;»  - «α του έχω κάνει όλα τα εμβόλια» απάντησε  το κορίτσι.  «Ο Όσκαρ είναι καθαρός και οι γιατροί λένε ότι κάνει καλό στους ασθενείς, τους  ηρεμεί, όλοι τον ξέρουν εδώ μέσα και τον φωνάζουν στο κρεβάτι τους.  Ξέρεις όμως τι γίνεται, έχει μια περίεργη ικανότητα,  ξέρει ποιος θα πεθάνει, μέχρι τώρα έχει πέσει μέσα πάνω από δέκα φορές,  όποιος είναι στα τελευταία του  πηγαίνει και τον πλησιάζει,  ανεβαίνει στο κρεβάτι,  παίζει μαζί του και κοιμάται δίπλα του.  Οι γιατροί λένε ότι καταλαβαίνει πως τελειώνει επειδή  οι ετοιμοθάνατοι εκκρίνουν κάποιες  ουσίες χημικές  που τα γατιά  μπορούν να αντιληφθούν. Όταν  το κάνει αυτό όλοι οι νοσοκόμοι εστιάζουν την προσοχή τους στον ασθενή που πάει ο γάτος,  είναι  αστείο και κάπως μακάβριο  αλλά έτσι γίνεται,  όλοι στο νοσοκομείο συζητούν γι αυτό». Ώστε λοιπόν εκείνο το γατί το στρουμπουλό είχε ικανότητες υπερφυσικές κι ούτε που το υπολόγιζε κάθε φορά  που το έβλεπε  ν’  ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες προσπαθώντας να κρυφτεί. Τα ζώα βέβαια λένε ότι έχουν τέτοιες ικανότητες, μπορούσαν να προβλέψουν τους σεισμούς ή την αλλαγή  του καιρού μυρίζοντας την ατμόσφαιρα ή χρησιμοποιώντας κάποιες αισθήσεις που δεν έχουν οι άνθρωποι όμως αυτό εδώ πρώτη φορά το άκουγε, αυτό ήταν κάτι διαφορετικό .  Τούτη  η ιστορία ήταν πολύ ασυνήθιστη και γύριζε στο μυαλό της όλη την ώρα καθώς περίμενε τους γιατρούς   κι όταν  είδε  το γατί να πλησιάζει το θάλαμο που βρίσκονταν η μητέρα της βιάστηκε να το κυνηγήσει μέχρι την έξοδο,  «φύγε από δω!»  του φώναξε,  ποτέ της δε χώνευε  τις γάτες και τώρα είχε έναν  λόγο παραπάνω .  

Τις επόμενες μέρες η ιστορία με το γάτο που προαισθάνονταν το θάνατο επανέρχονταν στη σκέψη της συνέχεια.  Το τελευταίο που χρειάζονταν τώρα ήταν να της προβλέψουν ένα μέλλον που απεύχονταν.  Το ήξερε βέβαια ότι η μάνα της θα άφηνε κάποια στιγμή τούτο το μάταιο κόσμο όμως ήθελε λίγο χρόνο ακόμα να το συνηθίσει,  να προετοιμαστεί για την απώλεια,  δεν ένιωθε ακόμα έτοιμη κι έπειτα  αυτή η νοσηλεία μπορεί να τραβούσε για καιρό.  Ευτυχώς  είχε προλάβει να ταχτοποιήσει τη ζωή της, πάντα ήταν προετοιμασμένη γι αυτό το ενδεχόμενο, ότι θα έπρεπε  δηλαδή να τα παρατήσει όλα και να αφοσιωθεί στη μητέρα της.  Τα παιδιά της ευτυχώς   είχαν  μεγαλώσει,  τα ένσημα της τα είχε συμπληρώσει,  το σπίτι της  ήταν  ταχτοποιημένο,  οικονομικά δεν  ήταν άσχημα, μπορούσε λοιπόν να συγκεντρωθεί στη μάνα της που την χρειαζόταν τώρα. Την αγαπούσε ανέκαθεν , της είχε αδυναμία  αν και τα τελευταία  χρόνια την είχε  απομυθοποιήσει.  Πάντα τη θαύμαζε, ήταν το πρότυπο της, τη θεωρούσε αλάνθαστη κι έβλεπε τώρα ότι έκανε ένα σωρό ανοησίες και μικροπρέπειες, γκρίνιαζε όλη την ώρα και της έκανε τη ζωή δύσκολη,   δεν την είχε για τέτοια.  Βέβαια τα γεράματα αλλοιώνουν  τον χαρακτήρα του ανθρώπου όμως όσο το συλλογίζονταν έβρισκε ένα σωρό περιπτώσεις στο παρελθόν που κάποτε τις θεωρούσε  φυσιολογικές  αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο αθώες,  γιατί για παράδειγμα να μη την αφήνει να βγαίνει με τις φίλες της  προτού παντρευτεί, και γιατί βιάστηκε να τη στεφανώσει  και να τη χώσει μέσα στα βάσανα  ενώ εκείνη δεν ήθελε ; Έπειτα ήταν και το θέμα της διαθήκης που η μάνα της αρνούνταν πεισματικά να κάνει   ενώ εκείνη ήθελα να τα ξεκαθαρίσει όλα και να μην έχει ιστορίες με τα αδέλφια της, είχαν μαλώσει άσχημα για αυτό και είχαν ανταλλάξει κουβέντες, δεν περίμενε ποτέ ότι θα μιλούσε έτσι στη μητέρα της ,  την είχε στενοχωρήσει πολύ. 

Ένα πρωί που πήγε στην κλινική κι ήταν αφηρημένη εντελώς  βρήκε το γάτο να κοιμάται δίπλα στη μητέρα της που είχε απλώσει το χέρι και ο τον χάιδευε, αμέσως πάγωσε κι ένιωσε ν,  ανατριχιάζει, τι στο διάβολο γύρευε το γατί  εκεί πέρα  κι εκείνη γιατί τον χάιδευε όμως πάντα έτσι ήτανε η μητέρα της .  Θυμήθηκε τότε που  ήταν μικρή και  είχαν μια γάτα κόκκινη,  εκείνη δε τη χώνευε αλλά η μάνα της δεν την αποχωρίζονταν και της έδινε τα καλύτερα  κομμάτια κρέατος όμως τώρα τούτος ο γάτος  δεν ήταν κάτι απλό,  ήταν ο προάγγελος του θανάτου, έπρεπε  να τον διώξει από κει πέρα γρήγορα.  «Μάνα  τι  κάνεις;» της φώναξε και πήγε προς  το γατί που την κοίταζε μισοκλείνοντας τα μάτια όπως το συνήθιζε. Αν και σιχαίνονταν  να το πιάσει  ήταν  τόση η φούρια της που το άρπαξε και το πέταξε μακριά , ο γάτος  προσγειώθηκε μαλακά στο πάτωμα κι ούτε που γύρισε να κοιτάξει μόνο χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου,  όλο αυτό το περιστατικό την τάραξε πολύ .

 Εκείνο το βράδυ ζήτησε από  τους γιατρούς να  κοιμηθεί στην κλινική, όλη νύχτα δε σταμάτησε να μιλά με τη μητέρα της  που σα να είχε πάθει  κάτι και τα θυμόταν όλα. Της μίλησε  για πρώτη φορά  για το πώς την είχε γεννήσει, πόσο πόνεσε μέχρι να τη βγάλει από την κοιλιά της, της είπε  για τις συζητήσεις που έκανε με τον πατέρα τότε  που μείνει έγκυος  κι ο πατέρας της είχε πει «μη τυχόν  κάνεις πάλι κορίτσι, θα σε χωρίσω !» όμως όταν την  είδε τόσα δα μικρό   πλασματική την  αγάπησε κι από τότε δεν ξαναμίλησε άσχημα στη γυναίκα του. Της  είπε   για τότε που την έχασε και τη γύρευε σε όλα  τα στενά γα να τη βρει μέσα σε ένα  αμάξι , «ήθελα να σε πάρουν !»  της είπε, αυτά πρώτη φορά τα άκουγε.    Συζητούσαν  όλη νύχτα και το πρωί έφυγε κατάκοπη από το θάλαμο για να ξαπλώσει στον καναπέ του διαδρόμου,  όταν ξύπνησε της είπαν  ότι η μάνα της  είχε πεθάνει.

 

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

ΓΑΤΟΠΑΡΔΟΣ

 

Το φθινόπωρο κάτι τον έπιανε,  ήταν η εποχή του ένιωθε έναν αέρα απίστευτο,  επιτέλους ο ήλιος δεν έκαιγε το δέρμα κι ο άνεμος φυσούσε δροσίζοντας το πρόσωπο,  οι μέρες έπαυαν να είναι ατελείωτες,  η νύχτα έπεφτε απαλά και το πρωί δεν ξημέρωνε με το που άνοιγες τα μάτια σου, ήταν ευλογία θεού! Τα μπράτσα των γυναικών  που δεν είχαν  πάει στη θάλασσα  ήταν  όμορφα,  άσπρα,  αλλά και τα σώματα εκείνων  που κολυμπούσαν είχαν σχήματα στην πλάτη από τα μαγιό  που φορούσαν. Το φθινόπωρο,  όλη η ορμή έβγαινε από μέσα του, όλη η δύναμη του που χάνονταν τους  καλοκαιρινούς μήνες,   εμφανίζονταν ξανά. Άφηνε πίσω του τα έρημα τοπία του θέρους,  τα μπαλκόνια στους απάνω ορόφους που φλέγονταν,  τους ενοίκους που προσπαθούσαν να δροσιστούν .  Αυτή την εποχή  είχε μια διάθεση τρομερή να κάνει τα πιο δύσκολα πράγματα,  καθώς το καταραμένο καλοκαίρι έφευγε πια και μπορούσε να προσδοκά ένα μεγάλο διάστημα δροσιάς ή και κρύου,  δεν είχε κανένα πρόβλημα. Το φθινόπωρο είχε δοκιμάσει να πάει σε μια ξένη χώρα μ’ ένα καράβι ,  ένα ταξίδι ατέλειωτο, ήθελε οπωσδήποτε να φύγει τότε αλλά   κάτι τον είχε πιάσει και την τελευταία στιγμή σκεφτόταν να  μην  ανέβει στο πλοίο.  Όμως έπρεπε να το κάνει εκείνο το βήμα για να του φύγει η καταραμένη περιέργεια  για το τι υπάρχει πιο πέρα, το είχε κάνει λοιπόν το ταξίδι,  δέκα μέρες άντεξε στην ξένη χώρα και γύρισε κακήν κακώς πίσω,  δεν ήταν γι αυτόν εκείνα τα μέρη,  καλύτερα στον τόπο του !

Το Φθινόπωρο απελευθερώνονταν,  άφηνε πίσω του τις μέρες τις καυτές, την έρημη πόλη με τις τηλεοράσεις που έπαιζαν δυνατά μες το καταμεσήμερο, τα λεωφορεία που ανεβοκατέβαιναν σαν φαντάσματα στους δρόμους και τα αεροπλάνα που  ταξίδευαν  αέναα στους αιθέρες κουβαλώντας τουρίστες  Το στόμα του ήταν στυφό από τη ζέστη και την υγρασία,  μάταια προσπαθούσε να το γλυκάνει με σύκα και σταφύλια που αφθονούσαν εκεί στο τέλος του Αυγούστου. Έφευγε επιτέλους το καλοκαίρι αφήνοντας στεγνές τις κοίτες των χειμάρρων και διψασμένες τις πέτρες που καρτερούσαν τα πρωτοβρόχια να δροσιστούν, Οι λιμνοθάλασσες   περίμεναν τιε βροχές για  να καλύψουν τις άσπρες,  αλατισμένες επιφάνειες τους,  ά,  οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου ήταν ό,τι καλύτερο !   .  Φθινόπωρο είχε κλείσει  κι εκείνο το δαιμονισμένο μαγαζί όπου είχε φάει τόσα χρόνια να δουλεύει.   Καλά εκείνη ήταν η πιο τραγική ιστορία,  παραλίγο να βάλει φωτιά σ’ όλο το εμπορικό κέντρο γιατί τα κτήρια εκεί ήταν αρχαία,  εγκαταλειμμένα, σαραβαλιασμένα  και το μαγαζί είχε να καθαρίσει τα λίπη από τις καμινάδες του καμιά δεκαετία.  Είχαν  μαζευτεί εκεί μέσα όλα τα υλικά  της  κόλασης, ό,τι πιο εύφλεκτο υπήρχε, οι πυροσβέστες έριχναν νερό με το τουλούμι κι  εκείνο το πράγμα,  το κολασμένο δεν έσβηνε, ένα νεαρό παιδί με στολή είχε έρθει εκεί πέρα  και του φώναξε άγρια καθώς   πάλευε με τους πυροσβεστήρες «φύγε από δω σου είπα ηλίθιε !»  Αυτή  ήταν  η πιο τρομακτική εμπειρία της ζωής του όμως παραδόξως δεν κώλωσε,  φοβήθηκε αλλά ένιωθε ότι θα το ξεπερνούσε με  κάποιο τρόπο ,  δεν θα μετατρέπονταν η εμπειρία του  σε κάποιου είδους τραύμα .  Μόνο τις νύχτες έβλεπε φωτιές  να τον τυλίγουν από παντού και δεν μπορούσε  να ησυχάσει,  αυτό κράτησε κανένα μήνα,  τον έτρεχαν στο ανακριτικό της πυροσβεστικής κι  έπρεπε  να τα ξαναθυμηθεί όλα. Δεν μπορούσε να περάσει από κείνο το κολασμένο το μαγαζί,  ήθελε να σηκωθεί να φύγει από την πόλη, να εξαφανιστεί, να μη τη δει ξανά, ταλαιπωρήθηκε κάμποσο καιρό όμως στο τέλος το ξεπέρασε,  ήταν φθινόπωρο άλλωστε κι η αυτοπεποίθηση του ήταν ψηλά…

 Φθινόπωρο πάλι είχε πιάσει την πρώτη δουλειά του,  στους κήπους βέβαια όπου δούλευε κι ο παππούς του,   χωριάτες ήτανε,  αυτό ήξεραν να κάνουν καλά.  Όμως εκείνο το φθινόπωρο ήταν το πιο γλυκό,  τότε είχε ανακαλύψει ότι ήθελε να κάνει κάτι καλλιτεχνικό στη ζωή του,  όλο το καλοκαίρι έκανε πρόβες θεατρικές  με κάτι παιδιά κι έδωσαν εξετάσεις για κάποια σχολή,  δεν  είχε περάσει  βέβαια  αλλά  ούτε που τον ένοιαζε, είχε ανακαλύψει  το δρόμο του και ήξερε ότι κάποια  στιγμή θα πραγματοποιούσε τα όνειρα του . Με το που τελείωσαν  οι εξετάσεις λοιπόν έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά ενώ μέχρι τότε  γύριζε στα χαμένα στο πανεπιστήμιο . Υπήρχε ένα κτήμα τεράστιο  που είχε ο δεσπότης της περιοχής, ένας γέρος παράξενος, εκεί δούλεψε με την ψυχή του.  Σεργιάνιζε το χορτοκοπτικό μηχάνημα μέσα σε μια απέραντη έκταση από  γρασίδι  όπου είχαν βρει καταφύγιο ένα σωρό άγρια πουλιά.  Έβγαζε φυτά ξεραμένα,  ξερίζωνε θάμνους,  τα χέρια του είχαν γεμίσει πληγές,   ο παλιός κηπουρός είχε πάθει πλάκα  « γιατί τα ξερίζωσες  όλα αυτά;» -  «συγγνώμη» - «δεν πειράζει,  θα φυτρώσουν πάλι» του είχε πει   ο γέρο κηπουρός.  Του πήρε κανένα μήνα να συμμαζέψει το κτήμα,   είχε πιάσει και μια βροχή που τον ανάγκαζε να δουλεύει μουσκεμένος  αλλά ούτε  που τον ένοιαζε, είχε χάσει αρκετά κιλά τότε, το πρόσωπο του είχε στεγνώσει,  οι φίλοι του που τον είδαν είχαν τρομάξει,  συνήλθε όμως γρήγορα.

Φθινόπωρο είχε χωρίσει,  τότε που τον είχε αφήσει η γυναίκα του και ήταν μες τα νεύρα. Εκείνο που τον πείραζε πιο πολύ ήταν που δεν μπορούσε να χαρεί την αγαπημένη του εποχή επειδή τη σκεφτόταν όλη την ώρα,  σιγά την απώλεια  αλλά που να το καταλάβει  τότε. Καθόταν σε μια διασταύρωση κάπου στα όρια της πόλης,  και χάζευε τον συννεφιασμένο ουρανό και τα  δέντρα που έριχναν τα φύλλα τους ,  ήταν μια εποχή δύσκολη αλλά πέρασε και πήγε στο καλό . Φθινόπωρο είχε γνωρίσει και την άλλη γυναίκα του και ήταν πολύ ερωτευμένος τότε,  αν ήταν άλλη εποχή  ίσως δεν θα άντεχε όλα τα καψόνια που του έκανε όταν  τον άφηνε μόνο του κι ήθελε να πεθάνει,  όμως βαθιά μέσα του ήξερε ότι έπρεπε να κάνει υπομονή και ν’ αντέξει εκείνη τη δοκιμασία,  ήξερε ότι τα πράγματα θα έστρωναν κάποια στιγμή κι έτσι έγινε και τελικά η γυναίκα του ηρέμησε και τον δέχτηκε. Όταν τα φτιάξανε καθόταν στο δωμάτιο της κι έβλεπε τα καρύδια που είχαν ωριμάσει στο δέντρο  έξω από το μπαλκόνι της,  του θύμιζαν την καρυδιά που είχαν στο χωριό και τέτοια  εποχή μάζευαν τον καρπό της σε κάτι τσουβάλια μικρά και τα έβαζαν σ’  ένα μέρος στο ταβάνι κάτω από τα καπνά που ξεραίνονταν να στεγνώσουν κι εκείνα , θυμόταν το χωράφι με την καρυδιά και χαμογελούσε μέσα του.

Φθινόπωρο  είχαν πάει διακοπές  με τη γυναίκα του,  σε μια χώρα με κάστρα, πύργους κι ένα σωρό αρχαία. Αν και ήταν Σεπτέμβρης προχωρημένος   έκανε πολύ ζέστη,   δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, κοίταζε τα χωράφια του αεροδρομίου που  ήταν γεμάτα από κάτι  μάραθους καχεκτικούς  και πάσχιζε να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του.  Με το που πάτησαν εκεί πέρα το πόδι τους, όλοι οι οδηγοί τους περίμεναν να περάσουν από τις διαβάσεις,   ‘’τι γίνεται εδώ πέρα;’’ αναρωτιόντουσαν,  πίσω στην πατρίδα όταν έβλεπαν πεζό όλοι γκάζωναν να τον πατήσουν σα να μην υπήρχε.  Όπως πεινούσαν πήγαν   σ’  ένα μέρος που έμοιαζε με φούρνο  και  είχε κάτι γλυκά πολύ νόστιμα,  κάθισαν εκεί δίπλα σ’ ένα δρόμο  και κοίταζαν τον κόσμο που περνούσε,  ήταν πολύ όμορφα, όμως τα  φαγητά στα εστιατόρια τους δεν του άρεσαν,  δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί εκθειάζονταν τόσο πολύ η κουζίνα εκείνης της  χώρας . Πάντως  τα χωριά τους  ήταν φοβερά,  με κάτι εκκλησίες μεσαιωνικές, κάτι γέφυρες παλιές,  πελώριες, και κάτι τείχη για να φυλαχτούν  λέει από τους Σαρακηνούς πειρατές που έρχονταν  από τα γειτονικά παράλια.  Είχαν πάει και σ ένα μέρος με  μια πλατεία   από την εποχή του μπαρόκ, μια τεράστια οικοδομή που δέσποζε   ήταν λέει  η κατοικία  κάποιου κόμη πολύ πλούσιου  κι εκεί μέσα είχαν γυριστεί σκηνές από τον Γατόπαρδο  του  Λουκίνο Βισκόντι  . Τα βράδια κοιμόταν σ’ ένα μικρό  ξενοδοχείο κι εκείνος ξυπνούσε από  τα χαράματα,  δεν μπορούσε να συνηθίσει τις αλλαγές της ώρας,  σηκώνονταν μες  τη νύχτα κι έβλεπε  τα άστρα  ψηλά στον ουρανό προσπαθώντας να μαντέψει τη θέση των αστερισμών εκεί στην  ξένη χώρα. Ένα πρωινό τους ξύπνησε η αστυνομία, κάποιον ζητούσαν,  ένας τύπος με μια στολή μπλε και κόκκινη στέκονταν έξω  από την πόρτα τους  κι όταν τον είδε του χαμογέλασε ζητώντας συγγνώμη . Όταν έφυγε ο αστυνομικός πήγε στο προαύλιο και κάθισε στην ερημιά  βλέποντας μια ωραία  πεδιάδα κυκλωμένη από λόφους    που απλώνονταν μπροστά του.  Σ’  έναν  λόφο υπήρχε μια μικρή πολιτεία που επικοινωνούσε  με το αντικρινό ύψωμα  μέσω μιας γέφυρας τεράστιας με κάτι καμάρες πανύψηλες,  ένα θαύμα μηχανικής ασφαλώς.  Στο μικρό ξενοδοχείο δεν υπήρχε κανείς,  μονάχα οι ένοικοι που κοιμόντουσαν ακόμα,   επικρατούσε μια ησυχία γεμάτη  ένταση  που δεν ήξερε από πού προέρχονταν,  σαν κάποιος να παραμόνευε εκεί στην ερημιά…  

Στο αεροδρόμιο όταν γυρνούσαν  επικρατούσε μια  αναστάτωση,  ένα  κάρο κόσμος από την Αφρική ετοιμάζονταν να ταξιδέψει,  φαίνεται δούλευαν σ’ εκείνη τη χώρα κι έφευγαν για τις διακοπές τους.   Υπήρχε μια ουρά τεράστια,  στον έλεγχο ένας τύπος νευρικός μάλωνε με μια αδύνατη  γυναίκα για τα χαρτιά της, της τα άρπαζε από το χέρι κι εκείνη φώναζε.  Άλλοι φρουροί άνοιγαν βαλίτσες κι έψαχναν   κινητά και συσκευές, τύποι με σορτς   βημάτιζαν  πίνοντας καφέδες.  Καθώς είχαν λίγο χρόνο η γυναίκα του θυμήθηκε ότι έπρεπε ν’  αγοράσει κάτι από το αεροδρόμιο για τα ανίψια της  όμως οι υπάλληλοι δεν δέχονταν την κάρτα της τα και τον έστειλε να βγάλει λεφτά από κάποιο μηχάνημα. Τα μηχανήματα βρίσκονταν σ’ ένα χώρο κάπως σκοτεινό κι όπως προσπαθούσε  να βάλει τα χαρτονομίσματα στην τσέπη,  του  έπεσαν όλα μαζί  σε μια σχάρα που υπήρχε στο δάπεδο. Τον έπιασε πανικός και  πήγε σ’ ένα  παιδί εκεί δίπλα σ’  ένα μαγαζί που πουλούσε τυρόπιτες.  εκείνο του είπε στα αγγλικά  «δεν μπορώ να κάνω κάτι φίλε» όμως ένας τύπος μελαμψός από ένα συνεργείο καθαρισμού, βοορειοαφρικανός  σίγουρα,   χωρίς  να πει τίποτα πήγε στη σιδερένια σχάρα,  την  έπιασε από τις δυο άκρες και τη σήκωσε με μεγάλη άνεση. Πήρε τα χαρτονομίσματα και του τα έδωσε,  δεν ήξερε πως να τον ευχαριστήσει,  πως δεν το είχε σκεφτεί, ήταν τόσο απλό,   καλά που πήγαιναν  κι έβαζαν τις σχάρες για τα νερά,  θα μπορούσε να πέσει κάποιο χαρτί,  κάποια  ταυτότητα και βέβαια χρήματα, ήταν εντελώς αστόχαστο. Τελικά ηρέμησε και  πήγε τα λεφτά  στη γυναίκα του,  ίσα- ίσα πρόλαβαν να ψωνίσουν μερικές σοκολάτες προτού κλείσουν οι πύλες αποβίβασης.  

 Επιτέλους  μπήκαν στο αεροπλάνο κι απογειώθηκαν ενώ εκείνος  σκεφτόταν τον βορειοαφρικανό που είχε δείξει τόσο μεγάλη ετοιμότητα,  κοίταζε έξω κι αναρωτιούνταν τι ταχύτητα έπιανε εκείνο το σκάφος για να σηκωθεί στον αέρα, από ψηλά προσπαθούσε να καταλάβει σε ποια  χώρα βρισκόταν,  ρώτησε τις αεροσυνοδούς αλλά εκείνες δεν είχαν ιδέα ποια  χωριά,  βουνά,  ποτάμια και δάση   απλώνονταν από κάτω τους, αυτός  πάντως  χάζευε τα δέντρα που άρχιζαν να παίρνουν τα γλυκά χρώματα του φθινοπώρου,  εκείνα τα καφέ, τα κίτρινα και τα κόκκινα.  

 

 

 

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023

ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΝΑ ΚΟΙΤΩ ΘΑ ΜΕΙΝΩ

Οι ταινίες πάντα μου άρεσαν, με ταξίδευαν, ήταν το καταφύγιο μου,  η καλύτερη διασκέδαση ιδίως όταν υπήρχε μια καλή ιστορία χανόμουν μαζί με του ήρωες και πήγαινα  στα πιο απίθανα μέρη . Στο μεγάλο μου αδερφό άρεσαν επίσης οι ταινίες κι όταν πήγαινε σε μια τεχνική  σχολή στην Καβάλα,  είχε δει όλα έργα που έπαιζαν  οι κινηματογράφοι της δεκαετίες του’  70,  γουέστερν, πολεμικά,  Μπρους  Λί,   όλα τα ωραία. Θυμάμαι ότι ερχόταν τα σαββατοκύριακα στο σπίτι μας κι εγώ πάντα έψαχνα στη τσάντα του για κανένα σάντουιτς μισοφαγωμένο ή για κανένα από κείνα τα φοβερά κόμικς της Μάρβελ.  Μια φορά σ’ ένα  από κείνα τα περιοδικά είχε και τη διαφήμιση από τις ‘’Στενές επαφές τρίτου’’  τύπου’’  με   το  δρόμο που οδηγεί πάνω σ’ ένα λόφο προς το υπερπέραν, μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση.  Τις πιο πολλές από κείνες τις ταινίες της δεκαετίας του εβδομήντα τις είδα αργότερα σε βιντεοταινίες, σε μια καφετέρια ελεεινή,  και κάθε φορά θυμόμουν τις  αφηγήσεις  του αδερφού μου.  Στην τηλεόραση αργότερα,  είχα δει κάμποσα  έργα,  πιο πολύ κουλτουριάρικα,  τον ‘’Πολίτη  Κέιν’’ ένα έργο του Ταρκόφσκι, μάλλον τη Νοσταλγία,  με κάτι  νερά σ’ ένα  κτίριο εγκαταλειμμένο,  και το ‘’Χάος’’ των αδερφών Ταβιάνι που   μου φάνηκε οικείο,  χωριάτικο,  μεσογειακό. Όταν έμενα ένα διάστημα στη Χρυσούπολη, κάπου έξω απ’ την Καβάλα, είχα δει ένα έργο με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την Τατούμ Ο’ Νιλ, πολύ μικρή τότε. Αυτός ήταν ζωγράφος και είχε πάει στην επαρχία για να αλλάξει παραστάσεις. Ζωγράφιζε θυμάμαι έναν με παραμορφωμένο πρόσωπο. Το κοριτσάκι τον ερωτεύεται όταν τον συναντά κι αργότερα τον ακολουθεί στην πόλη. Μου έλειπε τότε η κίνηση της πόλης, καθώς ζούσα στην επαρχία, κι έβλεπα με νοσταλγία την κοπελίτσα ν’ ανεβαίνει τις κυλιόμενες σκάλες του σταθμού των τρένων.

Φοιτητής  στη Θεσσαλονίκη,  σε μια σαραβαλιασμένη ασπρόμαυρη τηλεόραση  ενός  αρχαίου  διαμερίσματος,   είχα δει κάποιο καυτό  καλοκαίρι και το Κριστίν του Στίβεν Κινγκ με το δαιμονικό αυτοκίνητο. Σε ταβέρνες και μπουζούκια της πόλης  μπορεί να μην πήγαινα αλλά δεν έχανα έργο στο σινεμά.  Τις πιο πολλές φορές πήγαινα μόνος μου αλλά που και που έβρισκα  παρέα.  Στο’’ Ρίο’’,  πάνω στην Εγνατία,  είχα δει με τον Tσίτουρα το Lethal Weapon με  τον Danny Glover  και τον Mel Gibson που κοιμόταν σ’  ένα  τροχόσπιτο σε μια παραλία . Στο ‘’Κλειώ’’ απέναντι, από το Ρίο,  είχα δει τον Πεταλούδα με τον Ντάστιν Χόφμαν,  και στο ‘’Εγνατία’’,  ένα άλλο σινεμά  εκεί πίσω από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας,  είχα δει ένα σωρό έργα:  Στάσνλει και Άιρις ,  Πόλεμος των Ρόουζ,  μ’ εκείνο το τεράστιο σπίτι που γκρέμιζαν οι δυο σύζυγοι,  πολύ μου άρεσε τότε η Κάθλιν  Τέρνερ,  πολύ κουκλάρα . Στο ‘’Ναβαρίνο’’ είχα δει τον Ιντιάνα Τζόουνς,  το Τέρνερ και Χουτς  μ’ εκείνο τον σκύλο που έβγαζε αφρούς.  Από κείνο το σινεμά θυμάμαι τα σκαλοπάτια και τον μισοφωτισμένο  διάδρομο με τα φυτά και τους καθρέφτες   όπου κάπνιζε ο κόσμος στα διαλειμματα. Στο ‘’Φαργκάνη’’ είχα δει το Απέραντο Γαλάζιο και σε μια σκηνή όπου ένα δωμάτιο  γεμίζει με νερό,  είχα την αίσθηση ότι πλημύρισε η αίθουσα  όπου καθόμασταν . Στον κινηματογράφο της ‘’Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών’’ είχα δει το Once upon a time in America,  μόλις είχα έρθει τότε στη Θεσσαλονίκη,  μου είχε φανεί πολύ βίαιο. Εκεί είχα δει και τον Άνθρωπο της βροχής και κάτι άλλα όχι τόσο καλά . Στο ‘’Μακεδονικόν’’  που έπαιζε έργα κουλτουριάρικα ως επί το πλείστον,  είχα δει το Αποκάλυψη Τώρα,  δε μου άρεσε, πολύ βαρύ,  μια βλακεία,  και το Πάρτι με τον Πίττερ σελερς,  ούτε  αυτό μου άρεσε,  κάτι άλλα όμως ήταν ωραία :  η Αλίκη στις πόλεις του Βέντερς με το ξανθό, χαμένο κοριτσάκι που το ’χει παρατήσει η μάνα του κι έναν νεαρό, θαρρώ, που δεν ξέρει τι να το κάνει. Εκεί είχα δει τις πρώτες φρέσκες ταινίες του Κουστουρίτσα απ’ την κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία. Θυμάμαι και το Μπέρντι με τον Μάθιου Μοντίν που μου ’λεγε ο φίλος μου ο Μαυρίδης ότι του μοιάζω…

Συχνάζαμε τότε στον «Μπερντέ», ένα μαγαζί  όπου μόλις πήγαινα να καθίσω όλοι μάζευαν τα ποτήρια τους να μην τα γκρεμίσω  έτσι άγαρμπος που ήμουν. Εκεί έξω απ’ τον «Μπερντέ», σ’ ένα τραπεζάκι όπου ήμασταν μαζεμένοι ένα βράδυ, κάποιος πέταξε ένα μπουκάλι από ένα μπαλκόνι που έσπασε μπροστά στα πόδια μας. Μια άλλη φορά η Σ. μπήκε μέσα και πέταξε τη βέρα στον αρραβωνιαστικό της με τον οποίο ήταν στα μαχαίρια. Ένας αδύνατος τύπος καθόταν πάντα στον πάγκο κι έπινε τα άντερά του. Τον φώναζαν «το φίδι» και είχε μια διαβολική φυσιογνωμία σαν πραγματικό ερπετό. Ακούγονταν πολλά περίεργα γι’ αυτόν. Απ’ όλα τα τραγούδια που κάθε βράδυ έπαιζαν στον «Μπερντέ» δυο τρία άξιζαν και τα περίμενα.  Ένα του Παπάζογλου «για λίγο να κοιτώ θα μείνω -στην πόρτα σου μπροστά» , το «Σε ψάχνω στους σταθμούς» ,  κι ένα άλλο του Θεοδωράκη, ίσως το «Χάθηκα». Από τον Μπερντέ φεύγαμε κατά τις 9 να δούμε κανένα έργο , στα άλλα παιδιά δεν άρεσε πολύ το σινεμά, εκτός απ’ τον Γιάννη, που μου ’λεγε για τη σκηνή απ’ τον Καιρό των τσιγγάνων όπου ο διοπτροφόρος πάει να κλέψει ένα σπίτι και ξεχνιέται παίζοντας ένα πιάνο που βρίσκει εκεί μέσα…

Η περιοδεία μου στα σινεμά συνεχίστηκε όλο το διάστημα της πανεπιστημιακής  μου θητείας.  Στο ‘’Θεανώ’’   που ήταν ένας μικρός κινηματογράφος  σε έναν λοξό δρόμο κάτω από την Εγνατία,  είχα δει ωραία έργα:   Δεν βλέπω τίποτα δεν ακούω τίποτα,    Φρανκενστάιν Τζουνιορ,  πιο πολύ όμως μου είχαν αρέσει οι  Κοριοί με τον Ρίτσαρντ Ντρέιφους κι εκείνη την  κοπελάρα με τα γυαλιστερά μάτια,  την Μάντλιν Στόου. Στο ‘’Βακούρα’’ είχα δει το ‘’Χορεύοντας  με τους λύκους’’  δυο φορές,  τη μια καθόμουν στην πρώτη σειρά και κουνούσα αριστερά δεξιά  το κεφάλι μου για να δω τα γράμματα . Από το ‘’Βακούρα’’ είχα φύγει στα πρώτα πέντε λεπτά του Pretty woman, κατάλαβα ότι ήταν πατάτα,  και η γυναίκα στο ταμείο με ρωτούσε απορημένη ‘’τι έγινε κόπηκε η ταινία ; ‘’  Κι από το ‘’Ράδιο Σίτι’’ είχα φύγει ένα βράδυ για άλλους λόγους,  έπαιζε ένα θεατρικό και βλέποντας  μια ξέθωρη ηθοποιό στο διάδρομο προτού καν  αρχίσει το έργο είπα μέσα μου , ‘’πάμε να  φύγουμε μάγκα ’’ ,  τα έκλαψα τα λεφτά που είχα πληρώσει βέβαια αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μείνω εκεί πέρα.  Στην παραλία στο ‘’Παλλάς’’ είχα δει  με το φίλο μου το Νίκο  το  Όνομα του Ρόδου,  με τους τυφλούς καλόγερους που συνωμοτούσαν στις στοές ,  και στο Ολύμπιον  είδα το Tango lessons.  Εκεί είχα  τρομάξει από  μια γριά που καθόταν μόνη πίσω μου, στα σκοτεινά,  δεν είχα καταλάβει τι γύρευε εκεί  πέρα, αγριεύτηκα . Στο ‘’Ανατόλια’’,  κάτω από την Καμάρα,  είχα τρομάξει  σ’  ένα θρίλερ  που είχαμε  πάει να δούμε πάλι με τον Τσίτουρα και είχα φύγει,  ‘’που πας;’’  μου έλεγε και γελούσε,  όμως εγώ δεν είχα σκοπό να χάσω τον ύπνο μου. 

Οι ταινίες μ’  έσωσαν πολλές φορές, θυμάμαι στο στρατό,  σ’ ένα φυλάκιο όπου  ήμουν χαμένος , είχα ακούσει τον Σβαρτζενέγκερ στον Εξολοθρευτή,  να απαντά  στον πιτσιρικά που τον ρωτούσε ‘’και τώρα τι κάνουμε;  ‘’.  ‘’Κάτι θα σκεφτούμε !’’   του απαντούσε   κι αυτή η απλή πρόταση ήταν πολύ σημαντική για μένα,  την έχω κρατήσει από τότε,  κάτι θα σκεφτούμε αδελφέ,  και στο πιο δύσκολο πρόβλημα κάποια  λύση θα υπάρχει,  αυτό που μετρά είναι να μην απογοητευτείς,  να μη χάσεις την ετοιμότητα και την πίστη σου.

Όταν έμενα στις εστίες, στο ΔΕΛΤΑ, ένα πρώην ξενοδοχείο, είχα δει Το Εξπρές του Μεσονυκτίου σε μια παλιά τηλεόραση στο κυλικείο, μ’ εκείνο το παλικάρι που ήταν όμορφο είτε με μακριά μαλλιά είτε κουρεμένο και που πήγε θαρρώ από AIDS, μου είχε αρέσει η αρχή και το τέλος, το ενδιάμεσο δε βλέπεται. Και βέβαια μου άρεσε η μουσική και η σκηνή στο τέλος με τον ήρωα να τρέχει στο πρωινό φως και να χάνεται σιγά -σιγά. Εκείνο το βράδυ με είχε δαγκώσει ένα μαύρο σκυλί που εμφανίστηκε σαν φάντασμα απ’ το πουθενά όπως κατέβαινα τα σκαλιά. Τα δόντια του είχαν καρφωθεί στο παντελόνι μου και χωρίς να το τρυπήσουν είχαν χωθεί στη σάρκα. Είχα πάει τότε στο νοσοκομείο και περίμενα με κάτι παιδάκια ξενυχτισμένα ώσπου ησύχασα. 

Μετά το στρατό ,  εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘90,  έμεινα ένα διάστημα με τον παππού μου κι εκεί   είχα δει τον Χάρρισσον Φορντ στο Φυγά να πηδά από κείνο το φράγμα στο κενό ενώ ο Τόμυ Λη Τζόουνς  τον έβλεπε να καταποντίζεται στην άβυσσο μαζί με τα νερά. Εκεί είχα δει και τον Αλ Πατσίνο με το απίστευτο βλέμμα να φτύνει αίμα σ' εκείνη την αναθεματισμένη ληστεία στη ''Σκυλίσια μέρα'', τον  ντε Νίρο  στον Δαιμονισμένο Άγγελο  να καταβροχθίζει ένα αυγό, κάτι ανεμιστήρες να γυρίζουν τρομαχτικά μούχουν μείνει στη μνήμη, κάτι ασανσέρ σκοτεινά τρομαχτικά, μια εκκλησία,  κάτι μάγισσες. Εκεί είχα δει την Ούμα Θέρμαν στα  ντουζένια της να κάνει έρωτα με τον Ντε Νίρο και να τον ενθαρρύνει  '' My hero!'' στο Mad dog και Gloria, ένα ελάφι στη μέση μιας διασταύρωσης στη Νέα Υόρκη τη νύχτα εμφανίζονταν σε κάποια σκηνή.  Ο Ντάστιν Χόφμαν κρατούσε το χέρι μιας κοπέλας κάτω από ένα τραπέζι - ιδέα δεν έχω ποιο έργο ήτανε- η Ίνγκριντ Μπέργκμαν κοίταζε με το μοιραίο βλέμμα  που μ’ άρεσε πολύ τότε. Ούτε μια ταινία του Σκορτσέζε δεν μου άρεσε, όλες νευρωτικές, όλες αρρωστημένες, το ''Στη φωλιά του κούκου '' πατάτα μεγάλη, το Chinatown πολύ καλύτερο, πάλευα να το τελειώσω ένα μεσημέρι.

Εκεί στο διαμέρισμα του Παππού  μου στην οδό Μουσών,   είδα σ’ ένα κανάλι που ξαναέπαιζε το βραδινό πρόγραμμα ένα σωρό ταινίες και θρίλερ που το πρωί δεν φάνταζαν τόσο απειλητικά . Σ’ ένα αστυνομικό, ο Έλιοτ Γκουλντ έσπαγε τα μούτρα του σε κάτι σκαλιά αξύριστος και ταλαιπωρημένος και μου ‘χει μείνει στο μυαλό ένα γκρίζο γατί με πράσινα μάτια γυαλιστερά, που κρυβόταν τις νύχτες σ’ ένα ινδιάνικο νεκροταφείο, δίπλα σε μια λίμνη απ’ όπου έβγαιναν πνεύματα δαιμονικά. Ποτέ δεν έβλεπα, ούτε και τώρα βλέπω, ταινίες τρόμου,  αλλά στο φως της μέρας ήταν λιγότερο φρικιαστικές. Τα βράδια,  όταν κοιμόταν ο παππούς μου,  είχα δει ταινίες απ’ το ’60 και το ’70, όπως το Ο βρόμικος Χάρι και η πρόστυχη Σάρα, έτσι νομίζω ότι είναι ο τίτλος, με τον Πίτερ Φόντα που οδηγεί   ένα αμάξι   προσπαθώντας  να δραπετεύσει για να καρφωθεί  σ’ ένα τρένο. Ο Στιβ Μακ Κουίν μου είχε αρέσει στο Getaway, εκεί όπου τον ξεφορτώνει ένα καμιόνι με σκουπίδια. Ήταν καλός και στο Bullitt, όπου δε μιλά πολύ όπως πρέπει . 

Αργότερα σ’ έναν πολυκινηματογράφο είδα τον Αλ Πατσίνο στο Insomnia να μην μπορεί να κοιμηθεί στα απίστευτα τοπία της Αλάσκα, όπου δε νυχτώνει το καλοκαίρι. Όταν είχα καλωδιακή σύνδεση είχα πάθει πλάκα με τον Κρίστιαν Μπέιλ στο UMA 3:15. Η εκφραστικότητά του ήταν τρομερή,  το βλέμμα του απίστευτο  . Ήθελα να κάνω διάλειμμα και δεν μπορούσα να ξεκολλήσω. Αργότερα σ’ ένα λεωφορείο που είχε τηλεόραση, όπως είχα απέναντί μου τα στενά της Ρεντίνας κι έπειτα τον Στρυμονικό Κόλπο, είδα να κυνηγούν λυσσασμένα τον Ματ Ντέιμον – Jason Bourne  στο σταθμό  Waterloo  του Λονδίνου. Πρέπει να είχε κάποια βλάβη το δίκτυο της ΔΕΗ, γιατί με είχαν πιάσει τα γέλια όπως νύχτωνε κι έβλεπα τα φώτα της Ασπροβάλτας να αναβοσβήνουν σαν τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

ΟΛΕΣ ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΜΑΖΙ

 

Tα πρωινά των διακοπών   έχουν μια μαγεία στα δωμάτια με τα άσπρα σεντόνια και τα κλιματιστικά που δουλεύουν ασταμάτητα. Τα πρωινά  που ξυπνάς από την υπερένταση της προηγούμενης μέρας όμως ξέρεις ότι δεν έχεις να κάνεις τίποτα. Τα πρωινά που  ανοίγεις τις μπαλκονόπορτες και βλέπεις την ανατολή του ήλιου ανάμεσα από τα φύλλα που θροΐζουν μέσα στην ηρεμία. Τα πρωινά που καπνίζεις μοναχός περιμένοντας να ξυπνήσει ο σύντροφος σου. Τα πρωινά που νιώθεις επιτέλους το μυαλό σου να αδειάζει από το βάρος των σκέψεων και τα μάτια σου βλέπουν πάλι καθαρά γύρω.  

Χρόνια είχε να νιώσει έτσι,  η τελευταία φορά ήταν πριν από πολλά χρόνια, τότε που είχε πάει με  τη γυναίκα του στη Ρόδο ύστερα από το γάμο τους. Δεν είχε πολλές έγνοιες ακόμα τότε κι όλα γύρω του φαίνονταν περίεργα. Του είχε κάνει  φοβερή εντύπωση η ακρόπολη της Λίνδου,  εκείνα τα τρομερά αρχαία ερείπια πάνω στο βράχο,  προσπαθούσε να καταλάβει τι είδους πόλη,  τι λιμάνι,  τι εμπορικό κέντρο υπήρχε εκεί πέρα που το διαφέντευε εκείνο το απίθανο κάστρο. Τι κόσμος περνούσε από κει,  τι πλούτος υπήρχε  στα παραλία της Μικράς Ασίας απ’ όπου έφταναν  όλα τα αγαθά της ανατολής: μπαχαρικά, δέρματα,  ζώα, σιτάρια, κριθάρια φρούτα αποξηραμένα,  υφάσματα πολύχρωμα, στάμνες και κύπελλα κάθε μορφής και σχήματος . Φαντάζονταν με το μυαλό του ένα μέρος πολύβουο, τα καράβια θα έριχναν τις άγκυρες κι οι ναύτες θα άφηναν τα κουπιά να ξεκουραστούν μια στάλα στα μαγαζιά του λιμανιού, τον είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ  που ήθελε να πάει σε κάποια βιβλιοθήκη  και  να  διαβάσει οτιδήποτε είχε γραφτεί  για κείνο το μέρος, έπρεπε να τα μάθει όλα ! 

Τις διακοπές δεν τις ήξεραν στο μέρος που μεγάλωσε.  Τα καλοκαίρια δούλευαν σα σκλάβοι μέσα στην κάψα, έτσι είχαν μάθει εκείνοι οι άνθρωποι.  Ο πατέρας του τους ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα να μαζέψουν καπνά, για δύο μήνες  δεν χόρταινε  ύπνο ούτε ανάπαυση,  τη μίσησε εκείνη τη δουλειά, όταν μεγάλωσε ορκίστηκε να μη γυρίσει εκεί πέρα. Μονό  κατά τον δεκαπενταύγουστο τελείωναν οι δουλειές επιτέλους  και μπορούσε  να παίξει  μπάλα με τ’ άλλα παιδιά, ώρες ατέλειωτες κάτω από τον καυτό ήλιο.  Αυτά ήταν τα χρόνια της αθωότητας,  ο χρόνος έτρεχε σε άλλες ταχύτητες  εκείνη την εποχή που του φαινόταν λίγο μυθική πια. Στο ανώγι του σπιτιού η γιαγιά του άπλωνε φλαμούρι σ’ ένα μεγάλο άσπρο πανί να ξεραθεί κι όλος ο τόπος γύρω  μοσχοβολούσε. Του έβαζε να φάει  τοματάκι γλυκό κι εκείνη τη γεύση την ένιωθε πάντα εδώ στο στόμα του. Πήγαιναν μαζί στο χωράφι να ποτίσουν τα καρπούζια  κι  ενώ η γιαγιά του  έχωνε το τσαπί στο χώμα αυτός  έβρεχε  όλη την ώρα τα πόδια του στο αυλάκι που διέσχιζε τον κάμπο . Το μεσημέρι τον έστελνε να γεμίσει το παγούρι από το καφενείο του θείου του κι  εκείνος τον κερνούσε  πορτοκαλάδα . Τα βράδια  περνούσε από το σπίτι του γείτονα κι έβλεπε μια τηλεόραση να παίζει μόνη της στα σκοτεινά . Μια νύχτα δοκίμασε να πλησιάσει και είδε το γείτονα να στέκεται ακίνητος σε μια καρέκλα, το πρόσωπο του φωτίζονταν από την τηλεόραση, αυτή η εικόνα του είχε μείνει . Η  γιαγιά του κοιμόταν στο μπαλκόνι σ’ ένα σιδερένιο ντιβάνι που κουβαλούσε κάθε βράδυ . Το δικό του κρεβάτι βρισκόταν σ’ ένα δωμάτιο που έβλεπε σε κάτι πράσινα φυλλώματα,  από κει ερχόταν αέρας  που τον δρόσιζε. Σ’  όλη του τη ζωή έψαχνε εκείνα  τα καλοκαίρια. 

 Στο  τέλος του καλοκαιριού οργανώνονταν και κάτι εκδρομές  σε  μοναστήρια στο  Καρπενήσι,  στην Καρδίτσα στα Μετέωρα .  Θυμόταν μια φορά που είχαν πάει  με τη γιαγιά του σ’  ένα μέρος σα φαράγγι μ’ ένα δάσος πελώριο όπου βρίσκονταν ένα παλιό μοναστήρι.  Η εκκλησία είχε χτιστεί  μέσα σ’ ένα βράχο που έμοιαζε με σπηλιά. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως το είχαν κάνει,  καθόταν εκεί και χάζευε το κτίσμα για ώρα πολύ  μέχρι που τον μάζεψε η γιαγιά του, «άντε πάμε να προσκυνήσουμε !».

Με τα παιδιά από το χωριό πήγαιναν κι  εκδρομές  στη θάλασσα. Πετούσαν μια  μεγάλη άσπρη πέτρα στη πέρα  βαθιά κι έπειτα όλα τα παιδιά   βουτούσαν   για να τη  βγάλουν. Αυτό γίνονταν πολλές φορές μέχρι να  μεσημεριάσει. Εκεί έμαθε να κάνει μακροβούτια.  Μια φορά που ταξίδευε  με κάποιο ιστιοπλοϊκό χρειάστηκε να στερεώσουν την άγκυρα στο βυθό. Βούτηξε  τότε κάπου είκοσι μέτρα  κι  όταν ανέβηκε στην επιφάνεια ο φίλος του είπε «είσαι τρελός,  ξέρεις πόσο βαθιά πήγες,  οχτώ ορόφους!». Όμως εκείνος ήξερε να βουτά από τότε που έψαχνε την πέτρα μαζί με τ’ άλλα παιδιά .  Εκεί έμαθε να βουλώνει τη μύτη και να φυσά προς την έξοδο των αυτιών που ένιωθαν την πίεση του νερού…

Αυτές ήταν οι καλές αναμνήσεις που είχε και τον βοηθούσαν να ξεχνά  τα καταναγκαστικά έργα στα χωράφια και το άγριο ξύπνημα μέσα στη νύχτα . Ήταν και κάτι άλλο που του άρεσε τότε. η τηλεόραση που είχε ένας φίλος του και πήγαινε εκεί τα απογεύματα να δει τις ιστορίες που εκτυλίσσονταν στη μαγική οθόνη.  Θυμόταν μια ταινία που  του είχε κάνει εντύπωση,   ήταν ‘’Η  κυρία και ο ναύτης’’ κι έδειχνε μια γυναίκα σχεδόν γυμνή να παλεύει μ’ ένα άντρα σε κάποιο  νησί έρημο , του είχε φανεί πολύ τολμηρή,  δεν ήταν ολόκληρη η ταινία βέβαια,  μόνο μια μικρή διαφήμιση, όμως εκείνος φαντάζονταν ένα σωρό πράγματα. Η  ασπρόμαυρη οθόνη ήταν κάτι μαγικό τότε και μερικές ιστορίες  είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό του, μια  σκηνή ιδίως όπου μια γυναίκα έβγαζε μια  φουρκέτα από τα μαλλιά της κι έσπρωχνε ένα κλειδί σε μια κλειδαρότρυπα βάζοντας μια εφημερίδα από κάτω. Όταν έπεσε το κλειδί που ήταν από  μέσα,  τράβηξε την εφημερίδα και το μάζεψε για να ξεκλειδώσει, του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση εκείνη η σκηνή. 

Τα τελευταία  ξέγνοιαστα  καλοκαίρια του ήταν τότε που  σπούδαζε σε κάποια σχολή σε μια  πόλη κάπου στα βόρεια.  Έπρεπε  να γυρνά πάλι  στο χωριό για να βοηθήσει τους γονείς του στα χωράφια όμως  στο τέλος του καλοκαιριού  γυρνούσε στην πόλη τάχα για να διαβάσει, και με κάτι παιδιά  πήγαιναν  στα θερινά σινεμά. Περνούσαν όλη τη νύχτα έξω  και   το πρωί αγόραζαν κουλούρια προτού πάνε στο σπίτι συζητώντας   με τα κορίτσι που είχαν μαζί τους. Στα θερινά σινεμά  είδε τα έργα που διαφήμιζε η τηλεόραση τότε που ήταν μικρός,   εκεί είχε δει κάτι ταινίες  του Κουστουρίτσα  ‘’Ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές’’  ‘’ Μπέιμπι Ντολ’’  και μια άλλη του Λουί Μπουνουέλ ‘’Η ωραία της ημέρας’’ με την Κατρίν Ντενέβ, δεν την είχε καταλάβει εκείνη τη γυναίκα,  τι ήθελαν από κείνη;  Είχε δει και άλλες ταινίες τότε  του  Βιμ  Βέντερς,   ‘’Παρίσι Τέξας  - πολύ του είχε αρέσει εκείνο το έργο – ‘’Τα φτερα του έρωτα ‘’και κάτι πολύ βαριά κουλτουριάρικα, Ταρκόφσκι και τέτοια,  δεν του άρεσε τόση κουλτούρα. 

Από τότε που παντρεύτηκε βούτηξε στα βαθιά,  τα καλοκαίρια  του περνούσαν γρήγορα κι αγχωτικά κι οι διακοπές του  έφευγαν  βιαστικά. Την πρώτη εβδομάδα το μυαλό του ήταν στη δουλειά,  δεν μπορούσε να ξεκόψει,  τη δεύτερη  άρχιζε να ηρεμεί και ήταν καλύτερα όμως μέχρι να το καταλάβει τελείωνε η άδεια του κι άντε πάλι πίσω.   Όπως ο  πατέρας του δούλευε σαν είλωτας στα χωράφια  περνούσε κι αυτός  στο γραφείο  ώρες ατέλειωτες χωρίς να βαρυγκωμά. Όλοι γύρω  απορούσαν με τις αντοχές  του  με τα χρόνια  όμως  είχε αρχίσει να κουράζεται πια.  Κάθε πρωί πήγαινε στο γραφείο  με τα πόδια. Ήθελα να περπατά επειδή  περνούσε πολλές ώρες καθισμένος στην καρέκλα κι η ώρα του πρωινού ήταν πάντα η καλύτερη του. Περνώντας από τα στενά  έβλεπε τηλεοράσεις να παίζουν μέσα σε δωμάτια σκοτεινά. Εκείνη την ώρα οι γυναίκες έβγαιναν  στα μπαλκόνια ν’ απλώσουν τα ρούχα καθώς δρόσιζε λιγάκι  και μπορούσες να κάνεις καμιά δουλειά.  Κορίτσια  περίμεναν το λεωφορείο κρατώντας  κάτι θερμός με κρύο νερό και κύπελλα με τον καφέ τους,  στους δρόμους  σοβατζήδες,  ελαιοχρωματιστές κι άλλοι τεχνίτες  έτρεχαν με τα μηχανάκια απολαμβάνοντας τον αέρα που φυσούσε στο πρόσωπα τους, σ’  ένα δρομάκι μάλιστα που ήταν ψηλά από την πόλη κι είχε δροσιά,  έβλεπε κάτι ανθρώπους μελαχρινούς να κοιμούνται αμέριμνοι όπως η γιαγιά του   σε κρεβάτια που είχαν βγάλει στο δρόμο χωρίς να φοβούνται, αυτούς τους ζήλευε πραγματικά…

Νόμιζε ότι τα καλοκαίρια   της αθωότητας και του ονείρου είχαν περάσει οριστικά όμως  κάτι συνέβη, ένα μικρό θαύμα σίγουρα  κι αυτές οι διακοπές του ήταν αλλιώτικες . Δεν πήρε δυο εβδομάδες άδεια όπως πάντα αλλά κατάφερε να εξασφαλίσει  έναν  ολόκληρο μήνα,  αυτό ήταν  δώρο θεού !  Στο θέρετρο όπου είχαν  νοικιάσει   έβλεπε τους ξενυχτισμένους υπάλληλους του ξενοδοχείου  να κοιμούνται στις καρέκλες τους.  Παραθεριστές ξενυχτισμένοι  κοιμόταν στις γωνιές των δρόμων βάζοντας το χέρι στο πρόσωπο  όπως τα πουλιά  σκεπάζονται με τις φτερούγες τους για να κοιμηθούν.  Γυναίκες περπατούσαν στο δρόμο φορώντας εκείνα τα αρχαία παπούτσια με τους λεπτούς πάτους , στα μπράτσα  τους είχαν σημάδια και μελανιές.  Στα πάρκα λάμπες χαλασμένες αναβόσβησαν ρυθμικά.  Στις  παραλίες χάζευε τα σώματα και τα μαγιό των κοριτσιών, σερβιτόροι με πιάτα και ποτά στα χέρια  πήγαιναν  κι ερχόντουσαν, τα ηχεία βούιζαν . Προς το τέλος των διακοπών το βλέμμα του άρχισε επιτέλους να καθαρίζει,  ήταν σα να μεταφέρθηκε πίσω στο χρόνο που είχε αποκτήσει άλλη διάσταση και σταμάτησε να τρέχει σαν κολασμένος.  Όλες οι αναμνήσεις των παιδικών και εφηβικών του χρόνων άρχισαν να κατακλύζουν το μνημονικό του σα να είχε ανοίξει μια βρύση κι έτρεχαν από κει ασταμάτητα εικόνες και ήχοι, νύχτες στα καπνοχώραφα,  δάση και σπηλιές, βουτιές στα βαθιά, ιστορίες σε οθόνες ασπρόμαυρες . Ξυπνούσε πολύ πρωί και καθόταν στο μπαλκόνι ,  έβλεπε τα κύματα  κι ένιωθε επιτέλους το μυαλό του να έχει αδειάσει από όλη τη σαβούρα που είχε μαζευτεί εκεί μέσα  για δεκαετίες.  Από ένα αμάξι κάτω στο δρόμο ακούγονταν ένα τραγούδι  ‘’Νάταν η αγάπη σαν νερό που δεν τελειώνει- όλες οι θάλασσες μαζί ’’,  η όραση του θόλωνε κι όλα έμοιαζαν να διαλύονταν  και να αποσυναρμολογούνται   μπροστά στα μάτια του.

Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ

 

Επικατάρατος ο μετατιθείς όρια του πλησίον

Δευτερονόμιο 27- 17

«Θέλουν  να μας κλέψουν το οικόπεδο, θα μας τα πάρουν  όλα!»  είπε  μια μέρα στη νοσοκόμα που του έδινε τα χάπια.  Η  νοσοκόμα τον καθησύχασε, «μη φοβάσαι Γιώργο, δεν θα τους αφήσουμε» του είπε   αλλά μέσα της  σκέφτηκε ότι η κατάσταση του  χειροτέρευε κι έπρεπε κάτι να κάνουν  σύντομα,  «όλοι θέλουν να πάρουν κάτι,   θέλουν να μπουν  παντού,  τα δέντρα της γειτόνισσας  μπήκαν μες το οικόπεδο ,  μας έχουν βάλει στο μάτι,  ξέρουν ότι έχουμε το καλύτερο μέρος! » - «εντάξει,  εντάξει , μη φοβάσαι » του απάντησε  η νοσοκόμα καθώς τον χαιρετούσε.  Φεύγοντας γύρισε να δει το σπίτι του,  ήταν πράγματι  ωραία χτισμένο στο πιο όμορφο σημείο κάπως ψηλότερα από τα άλλα σπίτια,  κι έβλεπε μέχρι τη μεγάλη πόλη που απλώνονταν  μακριά  στο βάθος του κάμπου.

 «Περνάει  σε άλλη φάση , αρχίζει να τα χάνει »  μονολόγησε όπως περπατούσε,  είχε δει πολλές τέτοιες περιπτώσεις και ήξερε ότι τις περισσότερες φορές αυτή ήταν η εξέλιξη  όμως τον συμπαθούσε και στενοχωριόταν.  Η μητέρα του που τον πρόσεχε για χρόνια,  της είχε πει όλο το ιστορικό του,  στην αρχή  ήταν κάτι κουβέντες άσχετες,  κάτι ασυναρτησίες και  παραλογισμοί, μανία καταδίωξης είπαν οι γιατροί,  τον έκλεισαν μέσα για  κάμποσο καιρό,  ύστερα του έγραψαν  μια συνταγή με φάρμακα κι έτσι συνέχισε τη ζωή του. Όμως με τα χρόνια η κατάσταση επιδεινώνονταν,  τα φάρμακα  γίνονταν  όλο και πιο βαριά κι εκείνος άρχισε να παραλογίζεται όλο  και περισσότερο.  Είχε αρχίσει να κάνει παράξενα πράγματα, ξυπνούσε τη νύχτα και πήγαινε να ελέγξει τους φράχτες και τα σύνορα του κτήματος,   άναβε φωτιές στην αυλή   κι έκαιγε παλιές φωτογραφίες γιατί του θύμιζαν άλλες εποχές  και τον μελαγχολούσαν , τον περισσότερο χρόνο του όμως τον περνούσε  διαβάζοντας ένα βιβλίο που είχε κρατήσει από τότε που πήγαινε σε μια τεχνική σχολή. Το βιβλίο ήτα η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΡΕΥΣΤΩΝ  και του άρεσε πολύ επειδή πάντα είχε μανία με τα φυσικά φαινόμενα  αλλά κι επειδή εκεί μέσα έβρισκε κάτι λέξεις περίεργες που δεν καταλάβαινε πάντα τη σημασία τους αλλά ακούγονταν ωραία: δομές πλέγματος, ίνες εφελκυσμού, ροπές αντικραδασμικής  προστασίας.

Πολλά χρόνια τώρα ζούσε με τη μητέρα του που  είχε περάσει πια τα ογδόντα   και είχε δείξει την υπομονή του Ιώβ για το παιδί της,  τον πρόσεχε, τον συμμάζευε, του μαγείρευε μια ζωή ολόκληρη . Η μητέρα του συμπαθούσε πολύ τη νοσοκόμα όμως εκείνος την είχε πάρει στραβά,  όταν έπρεπε  να  του ελέγξει το ζάχαρο της έδινε επιδεικτικά το δάχτυλο λέγοντας «τέλειωνε Ουρανία !»  -«μα δε με λένε Ουρανία»-  «δεν πειράζει, όλες σαν και σένα το ίδιο όνομα έχουν» της απαντούσε ειρωνικά. Γελούσε κάθε φορά που της μιλούσε έτσι , της φαίνονταν πολύ αστείο κι ούτε μπορούσε να του κρατήσει κακία, έτσι ήταν πάντα γι αυτό   την αγαπούσαν όλοι στο χωριό. Από τότε που είχε έρθει να ζήσει εκεί πέρα ήταν σα να ανέτειλε ο ήλιος , κάθε μέρα περνούσε να δει  ένα σωρό γέρους, οι νέοι είχαν φύγει πια κι οι παλιοί έμειναν εκεί πέρα μοναχοί να παλεύουν .  Τους έδινε τα φάρμακα,  έλεγχε την πίεση , έκανε ενέσεις, τους μιλούσε, καμιά φορά πήγαινε και τους ψώνιζε επειδή δεν είχαν κανέναν,  τα παιδιά τους έλειπαν σ’  άλλες χώρες και σ’ άλλες πολιτείες μακρινές. Είχε σπουδάσει σε μια μεγάλη πόλη κι είχε σκοπό να μείνει εκεί πέρα, στις κλινικές ήταν περιζήτητη γιατί δεν ησύχαζε ποτέ στη βάρδια της αν  δεν γίνονταν σωστά η δουλειά,  οι άλλες νοσοκόμες δεν την χώνευαν επειδή δεν μπορούσαν να λουφάρουν λιγάκι,  ειδικά τη νύχτα που ήταν πιο δύσκολα . Όμως είχε θέμα με τον άντρα της, έναν  ταξιτζή που ήταν πολύ ζηλιάρης και δεν την άφηνε σε ησυχία.  Την κυνηγούσε παντού να δει τι κάνει και που πάει,  καθόταν ήσυχη σε κανέναν  μαγαζί να πιει τον καφέ της κι εκείνος εμφανίζονταν από το πουθενά «τι κάνεις εδώ, ποιον περιμένεις, που θα πας;» αυτό γινόταν συνέχεια,  την είχε πρήξει. Είχε και τη μάνα του   μαζί  και της είχαν κάνει το βίο αβίωτο,  μάλιστα μια φορά που της είχε έρθει μια πρόταση από μια πολύ μεγάλη κλινική,  εξαφάνισαν τα χαρτιά της πρόσκλησης  για να μη τα δει.  Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι,  «αϊ στο διάβολο!»  του είπε μια μέρα,  πήρε τα  παιδιά της και γύρισε στο πατρικό της σπίτι…

Καθώς καλοκαίριαζε στο χωριό άρχιζε να μαζεύεται κόσμος,  μετανάστες από τη Γερμανία κι από άλλες χώρες ερχόταν να περάσουν μερικές βδομάδες εκεί πέρα κι έβλεπες  κίνηση επιτέλους,  αμάξια και μηχανάκια κυκλοφορούσαν όλη την ώρα.  Οι πιο  πολλοί μαζεύονταν  σε μια καινούρια καφετερία που είχε χτιστεί  λίγο έξω από το χωριό,  σ’  ένα επίπεδο σημείο κοντά στα μνήματα γεγονός  που δεν ενοχλούσε καθόλου τους επισκέπτες . Ήταν ένα μαγαζί πολύ μοντέρνο  που έφτιαχνε  καφέδες σαν εκείνους της πόλης κι είχε ένα σωρό κεράσματα κι αρτοσκευάσματα.   Οι ιδιοκτήτες της είχαν από παλιά τον μοναδικό φούρνο του χωριού και σιγά -  σιγά είχαν φτιάξει μια επιχείρηση μεγάλη που είχε απλωθεί στην περιφέρεια και πουλούσε ψωμιά σ’   όλη την επαρχία. Η καφετέρια   ήταν χτισμένη στους πρόποδες ενός  βουνού  και δεν είχε την καλύτερη θέα,  θα μπορούσαν να διαλέξουν μέρη πολύ  πιο όμορφα  όμως  φαίνεται εκεί είχαν βρει φτηνό χώρο,  κι απ’ όλα τα χωριά ερχόταν  κόσμος,  νεολαία αλλά και πιο μεγάλοι, να πιουν τον καφέ τους και να  παραγγείλλουν γλυκά και κουλουράκια, τα σαββατοκύριακα ιδίως γινόταν χαμός,   ήταν η ατραξιόν όλης της περιοχής .

Πολλές φορές περνούσε κι εκείνη απ’  την καινούρια καφετέρια να πάρει κανένα γλυκό για να κεράσει τους παππούδες και τις γιαγιάδες που πρόσεχε, αυτό την έκανε να νοιώθει πιο όμορφα. Μια μέρα που είχε  ξυπνήσει πολύ νωρίς κι αγόρασε ένα κουτί με μπισκότα,  ξεκίνησε την περιοδεία της από το σπίτι του Γιώργου  που έπρεπε να πάρει μόλις  ξυπνούσε ένα κάρο  χάπια,  εφτά  διαφορετικά αν έχεις το θεό σου!  Χτύπησε την  πόρτα όμως  κανείς δεν απάντησε, δοκίμασε  ν’  ανοίξει  όμως  ήταν κλειδωμένα,  απόρησε επειδή κάθε φορά η γιαγιά που ξυπνούσε από τα χαράματα,  άφηνε ανοιχτή την εξώπορτα.  Γύρισε να φύγει όμως  άκουσε φωνές από την πίσω μεριά του σπιτιού και πήγε να δει τι γίνεται.  Η φασαρία ερχόταν από μια αποθήκη σε μια γωνιά του κτήματος , όπως πλησίαζε οι φωνές δυνάμωναν κι όταν έφτασε στο κτίσμα είδε  στο βάθος της αποθήκης  το Γιώργο να μαλώνει  με τη γειτόνισσα  μπροστά σ’ έναν τοίχο που είχε χτιστεί  πρόσφατα,  όπως λογόφερναν  ο Γιώργος  καβάλησε  τον τοίχο  κι έπιασε τη γειτόνισσα από το λαιμό, έδειχνε πολύ αγριεμένος,   « Γιώργο τι κάνεις,  σταμάτα!»  του φώναξε κι εκείνος σα να συνήλθε απότομα άφησε τη γυναίκα και γύρισε κατά την νοσοκόμα,  «σας είπα θέλουν να μας πάρουν το οικόπεδο!»  της φώναξε ενώ η άλλη γυναίκα στέκονταν  αποσβολωμένη έπειτα όμως σαν  να συνήλθε  κι άρχισε να φωνάζει «εδώ  είναι τα όρια του κτήματος,   εγώ είδα τα συμβόλαια,  ο  παππούς  σας  είχε κλέψει ένα  μέτρο ολόκληρο όταν έχτισε την αποθήκη, μου το είπε  ο πατέρας μου ο μηχανικός  ήρθε και το μέτρησε, ένα μέτρο μέσα μας είστε μέχρι κάτω στο δρόμο!»

Η νοσοκόμα προσπάθησε να τους  ηρεμήσει  όμως η γειτόνισσα συνέχισε να φωνάζει,  είχε πάρει φόρα και δεν σταματούσε,  ο Γιώργος πάλι έμοιαζε  εκτός  ελέγχου, έτρεμε και ξεφυσούσε  ενώ τα μάτια του είχαν κοκκινίσει,   κι εκεί που φαινόταν  ότι θα γινόταν  κάτι κακό εμφανίστηκε ένας τύπος χλωμός , κάπου εξήντα χρονών  κι άρχισε να φωνάζει,  «σταμάτα Κατίνα,  έλεγξα τα συμβόλαια,  μέτρησα και το κτήμα,  είσαι εκτός,   έλα να δεις αυτή την ευθεία από δω μέχρι κάτω στο δρόμο,  χτες το βράδυ έφαγα δέκα ώρες να διαβάζω τα χαρτιά  στο δημαρχείο και να υπολογίζω τις αποστάσεις ,  άνοιξα εκατό χάρτες , έχει δίκιο ο Γιώργος,  είσαι μέσα στο χωράφι του,  σταμάτα!»  ο τύπος έμοιαζε σαν  από  μηχανής θεός που έδινε λύση  στο δράμα, ο Γιώργος τον άκουγε εκεί πέρα κι ύστερα χαμογέλασε «σας το έλεγα εγώ !» φώναξε.   

Ο Γιώργος  φαίνονταν ευχαριστημένος αλλά η γειτόνισσα έπιανε το λαιμό της που είχε μελανιάσει  και στράφηκε εναντίον του μηχανικού,  « μα πόσο άχρηστος είσαι, τι στο διάβολο μέτρησες  με τα παλιοηχανήματα σου,  τζάμπα σε πληρώνω!»   του είπε κι  έφυγε φουριόζα. Ο  μηχανικός ήρθε κοντά στη νοσοκόμα και της είπε «όλες οι φασαρίες  γίνονται για τα σύνορα, για τα όρια, σκέψου πόσοι πόλεμοι ξεκίνησαν έτσι, πόσες αντιδικίες,  πόσα εγκλήματα,  πόσοι φόνοι γι αυτά τα καταραμένα σύνορα,  εδώ και χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι σκοτώνονται για τα όρια της κατοχής τους «.   Ο Γιώργος που άκουγε κουνούσε το κεφάλι του «έτσι είναι!»  είπε βλοσυρός  σα να καταλάβαινε κι εκείνος τη σοφία του συλλογισμού.  

Ύστερα από κείνο το συμβάν  ο Γιώργος σα να πήρε τ ‘  απάνω του, ένιωθε ότι δικαιώθηκε κι ότι οι φόβοι του ήταν αληθινοί,  του μείωσαν τα χάπια κι έδειχνε να συνέρχεται   οι γιατροί δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν.  Η  νοσοκόμα ήταν πολύ χαρούμενη γι αυτήν την εξέλιξη  και για να τον καλοπιάσει   βρήκε στο ιντερνέτ ένα ζευγάρι  παπούτσια σε προσφορά  και του τα  χάρισε  στη γιορτή  του.  Ήταν  πολύ μοντέρνα, μαύρα με κάτι  σόλες διαστημικές  που έμοιαζαν γυάλινες,   του άρεσαν τόσο πολύ που  δεν τα έβγαζε ποτέ από τα πόδια του,  κάτι πιτσιρικάδες του χωριού  τα είχαν προσέξει και  τον ρωτούσαν όποτε τον έβλεπαν στην καφετέρια,   « ρε Γιώργο που τα βρήκες αυτά τα παπούτσια ;» εκείνος χαμογελούσε και δεν έλεγε τίποτε.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...