Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

ΑΡΑΧΝΟΕΙΔΕΣ

Στο δρόμο για την ΙΚΕΑ  ένας τρελός λικνίζεται μπροστά από τα αυτοκίνητα μιλώντας στο κινητό. Ψηλά στον ουρανό αεροπλάνα πετούν κατα το βοριά και κατα τον νοτιά χαράζοντας άσπρες γραμές πανω στο γαλάζιο. Εκεί κάπου στην αφετηρία των αστικών είχα αρρωστήσει από μοναξιά ένα Σάββατο βράδι καθώς ο ήλιος έφτιαχνε μια κολόνα πορφυρή στο Θερμαικό και καταποντίζονταν πίσω από τον Όλυμπο. Στη Μουδανίων μια σήραγγα βγάζει στο δρόμο της Χαλκιδικής και κάπου μακριά ένα τζάμι αστράφτει όπως το χτυπούν οι τελευταίες ακτίνες. Ο Βαρδάρης κατεβαίνοντας από την κοιλάδα του Αξιού σκάει με μανία πάνω στην Περαία και στην Μηχανιώνα. Μέσα στο αστικό οι φωνές μπερδεύονται στον ασύρματο όπως κάποιοι ψάχνουν τσάντες τηλέφωνα κι ανθρώπους σαλεμένους που χάθηκαν ψάχνοντας το πατρικό τους που έχει γκρεμιστεί από χρόνια.
 Στην πολυκατοικία μου μια γιαγιά έχει πεθάνει αφού την τσίμπησε ένα πράγμα περίεργο κάτι σαν αραχνοειδές σε μια μικρή φλεβίτσα του μυαλού κι έμεινε όλη νύχτα ξαπλωμένη ανάσκελα στη κουζίνα. Τις επόμενες μέρες η κόρη της αδειάζει το σπίτι και κρατά κάτι φωτογραφίες φθαρμένες, στεφάνια που έχουν χάσει το λευκό τους χρώμα , ασημένια μαχαιροπήρουνα, κάτι βιβλιαράκια παλιά με την Καινή Διαθήκη, λουλούδια αποξηραμένα ένα μεγάλο δοχείο μ' ένα υγρό χρωματιστό και βύσσινα μέσα για να γίνουν πιοτό και μια ραπτομηχανή μέσα σε θήκη ξύλινη σκαλιστή, ωραία. Ήξερα τη γιαγιά και τον άντρα της που σακάτεψε τη μέση του σηκώνοντας μια πλάκα νεκρική στα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας όπου δούλευε, αυτόν που οδηγούσε το φορτηγό στον παλιό δρόμο της Κοζάνης και του Σαρανταπόρου πριν ανοίξει η καινούρια Εθνική οδός και συναντούσε πάντα χιόνια το Χειμώνα στο Μπράλλο.
    Το βράδυ οι έλικες των κλιματιστικών από τα άδεια διαμερίσματα γυρίζουν στον άνεμο κι ένα κοπάδι γάτες πήδά από μπαλκόνι σε μπαλκόνι σ' ένα σπίτι  εγκαταλειμένο με μια ζούγγλα από κισσούς ξεραμένους. Πίσω από τον τοίχο του σπιτιού μου ένα διαμέρισμα , άδειο τώρα μ' ένα μετάλιο σιδερένιο απ' τον πόλεμο της Μικρασίας κρεμασμένο στον τοίχο και μια κουζίνα όμορφη με σχήματα ρόμβων στα χρωματιστά πλακάκια ασταφτερά χερούλια και καφετιά ξύλινα ντουλάπια, εκεί όπου με έβαζε να φάω μια άλλη γιαγιά, σ' ένα μακρύ τρπέζι κάτι ψάρια μεγάλα προτού ένα πράγμα της φάει το μυαλό και πια δεν με θυμάται.
Στο internet cafe όπου πάω κορίτσια με σιδεράκια στα χείλια και στα φρύδια στέκονται μπροστά σε οθόνες. Στον υπολογιστή κάποιος μπαίνει και πειράζει τα κείμενά μου και βλέπω κάτι φωτογραφίες που ανεβάζει η Χριστίνα από την παραλία με μια παράξενη φωτεινή κηλίδα σα μαύρη τρύπα σε μία γωνία. Στη Δελφών ένας τραυματίας κείτεται σκεπασμένος μπροστά σε κάτι ρόδες και περιμένει το ασθενοφόρο, ένας βλοσυρός αστυνομικός σα το δικαστη Dread ρυθμίζει την κίνηση. Ένα μαύρο mercedes κάνει αναστροφή και μπαίνει σε ένα σκοτεινό στενό γεμάτο λακούβες σα να έχει βομβαρδιστεί κι ένα τρίκυκλο προϊστορικό αποσυντίθεται καθώς κινείται ενώ κομμάτια από λαμαρίνες πέφτουν στο δρόμο.
Τηλεφωνώ στο σπίτι για να δω αν έχω μονάδες στο κινητό και κάποιος άγνωστος σηκώνει το τηλέφωνο, παίρνω το ασανσέρ κι όταν ανοίγω την πόρτα ένας τοίχος βγαίνει μπροστά μου. Στο διαμέρισμά  ένα μαύρο λάστιχο πίσω από το πλυντήριο σα φίδι κουλουριασμένο, κάτι όνειρα με τη γιαγιά που πέθανε πάνω από ένα μεγάλο τραπέζι, σαν αυτό της άλλης γιαγιάς να φωνάζει "έλα". Σηκώνομαι, ανοίγω το παντζούρι, κάτι πυροτεχνήματα στο κέντρο, ένα αεροπλάνο πάει κατά το ααεροδρόμιο αλλά ξαφνικά αλλάζει πορεία κι έρχεται κατά πάνω μου με τον όγκο του να μεγαλώνει τρομαχτικά καθώς πλησιάζει δε γίνεται κάποιο αραχνοειδές πρέπει να στριφογυρίζει μες τα αυλάκια του μυαλού μου.

1 σχόλιο:

  1. Δραματικό το περιεχόμενο..σου αφήνει μια πικρή γεύση...Είναι καλογραμμένο όμως με προσεγμένη σύνταξη...Μπράβο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...