Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

ΠΟΥΘΕΝΑΣ

Στη Χρύσα και στην Αφρο

Νιώθεις περίεργα όταν κοιμάσαι σε άλλο, σπίτι φωτογραφίες γύρω ενός άντρα με γυναίκες όμορφες σε μια ταβέρνα, ψάχνεις το διακόπτη του θερμοσίφωνα, ανοίγεις ντουλάπια, πόρτες ένα μπάνιο μεγάλο, μια καμαρούλα μ' ένα πλυντήριο, απορυπαντικά σ' ένα ράφι, αναρωτιέσαι τι να έχουν τα συρτάρια μέσα, ψηλαφείς στα σκοτεινά, δε μπορείς να βρεις καφέ, ζάχαρη μια φίλη σου λέει ότι δε πιάνεις πολύ χώρο κάτω απο τις κουβέρτες, συζητάτε για γυναίκες, θέλουν λέει να τις κυνηγάς, να νιώσουν σίγουρες ότι τις θες πραγματικά- με μένα ατύχησαν- άλλες πάλι ξέρουν ότι κάπου βρίσκεται ο δικός τους και τον περιμένουν κι όταν έρθει θα είναι βέβαιες ότι αυτός είναι, θα τον αγαπόύν μια ζωή ακόμα κι όταν φύγει και τις αφήσει.Το κόλπο πάλι λέει με τους άντρες είναι να τους λες ''Είσαι το κάτι άλλο, μαζί σου αισθάνομαι σιγουριά - αυτό όχι από την αρχή γιατί ασφυκτιούν- δεν τόχω ξανα αισθανθεί αυτό με κανέναν'' τέτοια πράγματα.
 Δε με πιάνει ύπνος διαβάζω τη Βίβλο, στον Δανιήλ κάτι γέροι παρακολουθούν πίσω απο φυλλωσιές μια γυναικάρα να λούζεται σ' έναν κήπο και ορμάνε, βάζει τις φωνές, πλακώνει κοσμος οι γέροι λένε ψέμματα πάντα η ίδια ιστορία. Διαβάζω τον Ιεζεκιήλ, αυτός καταριέται τις πόρνες της Ιερουσαλήμ που έπεσαν με τα μούτρα στους Βαβυλώνιους, η φίλη κοιμάται αμέριμνη σα το Βούδα προτού τη Νιρβάνα, εγώ στριφογυρνώ σα  το αρνί στη σούβλα το ξέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να υσηχάσω, έχω ρίγος, μαξιλάρια πέφτουν, όνειρα ατέλειωτα,αλλόκοτα.
 Το πρωί μια βόλτα στην επαρχιακή πόλη, υγρασία, εφημερίδες κρεμασμένες μπουγάτσες και τυρόπιτες στις βιτρίνες, δυο σκύλοι κοιτούν απ' έξω, στις πιάτσες ταξί βυσσινιά , κόσμος έξω από κάποιον που πουλά ξηρούς καρπούς , ψάρια αραδιάζουν στην αγορά, κόβουν σάπιες ρόγες από τσαμπιά, κοράκια πετούν ψηλά πάνω από λεύκες, ένα ζευγάρι δεκαοχτούρες τρομαγμένο πετάγεται μέσα απο κάτι θάμνους, αεράκι μαλακό, φθινόπωρο γλυκό, μνήμες καλοκαιριού που πέρασε, δυο εργάτες καρφώνουν πλακάκια στο πεζοδρόμιο μ' ένα καουτσουκένιο σφυρί, χρυσάνθεμα και κυδώνια και δέντρα φορτωμένα μ' έλιές σ' ένα πάρκο, γρασίδι νωτισμένο, σύννεφα κατεβαίνουν από τα βουνά τριγύρω.
 Σ' ένα σπίτι βοηθάω ένα κορίτσι να ξεπλύνει τη βαφή από τα μαλιά του, μυρουδιά ευκάλυπτου σα νάχεις καταπιεί ένα vix, μια μπανιέρα τεράστια θα μπορουσες να κοιμηθείς εκεί μέσα, ένας σταυρός από λευκόχρυσο στο λαιμό , σπίτι υπέροχο, κάτι ανάγλυφα φυλλλώμαστα και κλαδιά  στο τοίχο ασημένια, κουζίνα με πράσινα πλακάκια σε ηρεμεί, το κορίτσι μιλά στο facebook με τη κουμπάρα της στη Καρσλούη στη Γερμανία, με τον αδερφό της που είναι στα καράβια κάπου σ' ένα λιμάνι της Κίνας, η κουμπάρα θάρθει το Καλοκαίρι να βαφτίσουν το μωρό της, το κορίτσι τρελαίνεται γι αυτό, το μωρό λέει χαμογελά στον ύπνο του από τότε που γεννήθηκε.
Φεύγω κάποια στιγμή, τα κορίτσια με φιλούν σ' ένα πρακτορείο, επιγραφές για δέματα προς την Αχαϊα, την Επίδαυρο, τη Φλώρινα, το Ναύπλιο, κάποια στιγμή βγαίνουμε απ τη πόλη επιτέλους δίχως φανάρια, πιάτα φωτοβολταϊκών στα χωράφια, κοίτες ποταμών ξεραμένες, νταμάρια με βράχους τετράγωνους, ερείπια απο αποκοίες αρχαίες των Αθηναίων πλάι σε ποτάμια πλωτά, πούλμαν εκδρομικά, τρένα  σκουριασμένα εκσφενδονίζονται πάνω σε ράγιες παράληλα από μας, υδατοδεξαμενές και προειδοποιήσεις για ισχυρούς πλάγιους ανέμους που μπορούν να σε πάρουν και να σε σηκώσουν, βρισιές στα κράπεδα της Εγνατίας ''Μα όλες;'' εκδρομές με ομάδες έχουν αφήσει τα ίχνη τους, ο ''ΠΟΥΘΕΝΑΣ'' γράφει τα δικά του ΄Κι αν δε φαίνομαι υπάρχω΄΄.

Όπως βραδιάζει γυαλάκια πορτοκαλιά  καρφωμένα στο τσιμέντο από αριστερά κι άλλα κόκκινα απο δεξιά κολημένα στις μπάρες, τα χιλιόμετρα καταπίνονται κάτω από τα λάστιχα,φώτα από χωριά σχηματίζουν τόξα πάνω στους λόφους, πολιτείες απλώνουν τα δικά τους φώτα, δρόμοι χιαστοί και παράληλοι ανοίγονται μπροστά, θες να φύγεις πιο πέρα, σε μέρη άγνωστα μονάχος να γυρνάς,  στο αλλιώτικο, στο περίεργο, στο αλόκοτο, σ' ότι δεν έχεις ξαναδεί, στο πουθενά.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΡΙΣΚΟ


 ''Πόσο τη βρίσκω
μ' αυτό το ρίσκο...''

ΦΑΤΜΕ

''Είστε δολοφόνοι!'' φωνάζει ένας ταξιτζής  στη πλατεία Ελευθερίας σ' έναν οδηγό ενός πούλμαν  κι ο τελευταίος'' Έλα το βραδυ που σχολάω να σε σκίσω'', παρακάτω ένας ντελιβεράς παίρνει σβάρνα ένα παιδάκι που σηκώνεται αυτόματα με μάγουλα κοκκινισμένα, η γιαγιά του τρέμει, το μηχνάκι στην άσφαλτο παρατημένο , οι ρόδες γυρίζουν στον αέρα, το κοριτσάκι  ''Καλά είμαι γιαγιά, καλά είμαι'' ένας γέρος σκύλος με ματωμένο πόδι γλύφει τις πληγές του σε μια γωνιά, έχει ρίσκο να ζεις στην Ελλάδα.

Αλλά ρε φίλε μας αρέσει,  μας φτιάχνει μπορεί και νάμαστε μαζοχιστές δε ξέρω, αλλά  έχουμε συνηθίσει εδώ πέρα να βλέπουμε κορίτσια λουκουμάκια τριγύρω δε ξέρεις ποιο να διαλέξεις, σε κοιτάνε όπως στέκονται απέναντι από τη διάβαση παίρνοντας πόζες σα φωτομοντέλα με το περίγραμα του σουτιέν να διαγράφεται καθαρά κάτω από το μπλουζάκι, σε κοιτάνε όπως διαλέγουν ρούχα στο pull and bear, όπως τρέχουν στους διαδρόμους των γυμναστηρίων σπρώχνοντας κάτι μηχανήματα περίεργα, ράχες μαυρισμένες , το σκούρο χρώμα υποχωρεί όπως προχωρά το Φθινόπωρο, χάντρες στον αφαλό, λευκά μπλουζάκια ιδρωμένα , βέρες στα δάχτυλα των παντρεμένων.

Έχει ρίσκο να ζεις στην Ελλάδα, γονείς κουβαλούν τα παιδιά στις μηχανές σα σακιά ένα μπρος, ένα πίσω, άλλοι  δίνουν  στα αγόρια να ρίξουν με ντουφέκια στα χωριά για να συνηθίσουν να σκοτώνουν, μαμάδες ξεχύνονται να περάσουν το δρόμο με κόκκινο, ο Νίκος φοβάται πως θα τον σουτάρουν από τη δουλειά οι ξένοι που ετοιμάζοντια να τη κάνουν καθώς το πλοίο βουλιάζει, ο Κύριος Λεωνίδας τρέχει στα νησιά να βρει πελάτες μπαταξήδες που  βάρεσαν πιστολιές,  οδηγοί  των ΚΤΕΛ όπως κοιτάζουν δίπλα από το πούλμαν γυναίκες να αλλάζουν ταχύτητες με τα άσπρα χεράκια τους έχοντας τα πόδια ακάλυπτα σου λένε  καπνίζοντας προς το ανοιχτό παράθυρο ότι δεν μπορούν να το κόψουν παρόλο που ο αδερφός τους πήγε απο καρκίνο στα πνευμόνια, νταλίκες περνούν με συνθήματα γραμένα απάνω τους ''Κάτω τα χέρια από την ελλάδα΄΄, γάτες  έχουν γίνει ταπετσαρία στην άσφαλτο, άλλες βγαίνουν σα δαίμονες μέσα από κάδους άλλες παραμονεύουν κάτω από αμάξια σταματημένα, άλλες επιτέθηκαν λέει σ' ένα παιδί στα σκοτεινά και το καταγρατζούνισαν, έχει ρίσκο.

Όμως μας αρέσει, μας φτιάχνει όλο αυτό ο Κυρ Βασίλης σε ρωτά συνέχεια ''Τι κάνει ο μπαμπάς σου;''  τι να κάνει απλώς του κόψαν το ποδαράκι του κάτω απ' το γόνατο, δεν πρόσεχε έπινε και τσίπουρο απο τα σταφύλια απο το αμπέλι μας, εκεί όπου βγάζαμε κι αμύγδαλα αφράτα και καρύδια με ψίχα τραγανή εκεί όπου κοιμόταν τα καλοκάιρια μοναχός του σ' ένα υπόστεγο ασβεστώνοντας και φυτεύοντας τριανταφυλλιές μαβιές όλο το διάστημα . Το χειμώνα έβαζε φωτιά στα ξερά καλαμπόκια μ' έπαιρνε και μένα κι ένα πρωί είδα τον ήλιο να βγαίνει σα τεράστιο πορτοκάλι πίσω απ' τα βουνά.

Μας αρέσει στην Ελλάδα, ένας τύπος μου λέει για το κτήμα του στη Λήμνο,  μια γυναίκα έχει την αδερφή της καλόγρια σ' ένα μοναστήρι στη Πορταριά, η Χρύσα μου λέει ότι έχει ωραίες φοιτήτριες στη Κομοτηνή, ο Παναγιώτης  πάει για κυνήγι αγριογούρουνου κάπου στο Κιλκίς κι ύστερα ρίχνουν συκωτάκια πάνω στα κάρβουνα και τρώνε με μπολικο λεμόνι και ρίγανη, ο Κώστας πάει Ιταλία ''Πεσμένοι και κατα κει'' η Νικολέτα πάει στη Νέα Υόρκη ''Μη μιλάς δυνατά'' της λέει η φίλη της που ζει εκεί  πέρα,'' Οι μαύροι καταλαβαίνουν Ελληνικά, μη τους κοιτάς στα μάτια''.

Μ' όλα τα ρίσκα έχουμε μάθει πια εδώ, κοιτάζοντας νύφες να χορεύουν  στις οθόνες των μαγαζιών με τα φωτογράφικά είδη, από κάτω φωτογραφίες για μνήμα ''Θα σε θυμόμαστε πάντα'',  μοτοσυκλέτες αραδιασμένες  πλάι στις διαχωριστικές γραμές ντουμανιάζουν το τόπο, τροχονόμοι βλοσυροί,  Ρωσοπόντιες πουλούν τσιγάρα λαθραία,  το φάντασμα της Ζωής Λάσκαρη με οχτακόσιες πλαστικές στο πρόσωπο τρώει κάπου στη παραλία, αεροπλάνα υπερηχητικά βυθίζονται στα σύννεφα με κρότο διαπεραστικό που  ξεσκίζει  τα αυτιά,  σημαίες στα μπαλκόνια για τη παρέλαση, παιδιά πανικόβλητα ετοιμάζονται να φύγουν στο εξωτερικό αλλά εμείς έχουμε μάθει πια, δε μπορούμε,δε γίνεται, δεν έχουμε επιλογή.



Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΛΥΚΟΙ

Τώρα βέβαια εγώ το ξέρω ότι όσοι φεύγουν έξω μας ζηλεύουν κατά βάθος.
.Γιατί που θα βρούν σουβλατζίδικα όπου σε κερνάνε σουτζουκάκια στο χέρι, κάποιοι  κόβουν κομάτια χαλβά πίνοντας ρετσίνα σε ποτηράκια, ένα παιδί ζητά σάντουιτς με μπόλικο μπούκοβο, άλλος λεει ότι σ' ένα ταξίδι στο Παγγαίο χάθηκε και τον ψάχνανε  οι φίλοι του ώσπου  τον βρήκαν στραπατσαρισμένο σε κάτι χωριά, μια γυναίκα'' Μη μου βάλεις γύρο καμένο'', άλλλος δεν έχει να πληρώσει'' Πάρτο και φύγε όπως είσαι'',  σε μια γωνιά λένε για τα περιστέρια που γουργουρίζουν στα μπαλκόνια τα πρωινά.
Που θα βρουν τη κυρία Μόνα που σου στίβει πορτοκάλια στο Βαρδάρη, τότε που θες λίγη θαλπωρή, σα να ήταν η μάνα σου , κορίτσια έξω από το ''Φωκά'' με μπουκαλάκια νερό παγωμένο, τότε που ο ήλιος ανεβαίνει σκορπώντας την υγρασία καθώς σηκώνεις το κεφάλι ψηλα, ανάμεσα στα τσιμέντα και στα γυαλιά να δεις ένα κομάτι ουρανό, αεροπλάνα χαμηλώνουν σα να θέλουν να προσγειωθούν στο δρόμο όπως στις ταινίες, τυφλοί ψηλαφούν το έδαφος στα στενά με μπαστούνια, αμάξια περνούν αφηνιασμένα τις διασταυρώσεις, μαμάδες τραβούν τα καροτσάκια με τα μωρά,  πορείες στη Εγνατία, σκυλιά γαυγίζουν αγριεμένα στον αέρα μπροστά από πανώ, στο ΔΕΛΤΑ μπουκάρουν τα ΜΑΤ, βρίσκουν κροτίδες και κράνη, ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι τάχουν για αυτοοργάνωση, ότι νάναι.

Που θα βρούν τέτοια χώρα όπου οι αγρότες πυρπολούν κάθε φθινόπωρο τα χωράφια τους γεμίζοντας καπνό όλες τις Δυτικές συνοικίες, στραγγίζουν τη Κορώνεια κάθε χρόνο όσο και να βρέξει, στον Έβρο υψώνουν τείχη για να μη μπουν οι βάρβαροι, στη Λέσβο σαλταρισμένοι μετανάστες βουτάνε στο νερό μέσα σε καταιγίδες, βγαίνουν σε βράχια, πέφτουν πεθαμένοι μπρος τα παιδιά των φυλακίων, σ' ένα μέρος σου λένε μή κοιμάσαι με χήρες, ρε παιδιά δεν είμαστε τόσο  λιμασμένοι, μια παλαβή σε παίρνει κάθε έξι μήνες ''Ο κύριος Απόστολος;'' άντε πάλι, τρελλοί κυκλοφορούν ανεξέλεγκτοι βρίζοντας ασυνάρτητα, σκορπώντας τον τρόμο, πιτσιρικάδες αρπάζουν τα γκλομπ αστυνόμων στα γήπεδα και τους κοπανάνε αλύπητα, φεύγοντας  απλώνουν τα ποδάρια πάνω στα καθίσματα των αστικών.
 Περιπτεράδες ψυχροί απαξιούν να σου απαντήσουν και σε χαλάνε, ταξιτζήδες ξενυχτισμένοι στη πιάτσα της Καμάρας, γυναίκες με τιράντες ριγμένες ανέμελα στους ώμους σε πλησιάζουν επικίνδυνα, πάρκα με νυχτολούλουδα κόκκινα και κίτρινα μαζί με κατηφέδες κι αρμπαρόριζες και δυόσμο  γεμίζουν αρώματα τον αέρα, Γεωργιανοί που σχολάνε απο βενζινάδικα σου λένε ότι τα Χριστούγεννα θα είναι στη Τυφλίδα και θέλουν να φέρουν κάτι σκυλιά   άγρια σα λύκους,  φουρνάρηδες   φεύγουν απ τη δουλειά σα πεθαμένοι με κύκλους μαύρους γύρω από τα μάτια,  φιγούρες περνούν το δρόμο το ξημέρωμα σα φαντάσματα.

Μόνο εδώ θα βρεις θα βρεις τον Ηλία που ξέρει παλιά καλα τραγούδια από τότε που πήγαινε στην Ορεστιάδα μ' έναν τύπο που τραγουδούσε τόσο καλά που ήθελε εκατό αυτιά για να τον ακούει ΄΄Ας χαμηλώναν τα βουνά να δω τη Σαλονίκη..'' αυτόν το τύπο που έπινε ούζο στη Χαλαστρα με ψάρι φρέσκο και που τελικά σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα μπαλκόνι με σάπια κάγκελα.

Μόνο εδώ θα δεις αστικά να ξεχύνονται στην Εθνικής Αντίστασης με φουλ γκάζια περνώντας δίπλα από γερανούς που σέρνουν αμάξια σαραβαλιασμένα , καθώς ο ασύρματος βουίζει για  έναν γέρο με Αλτσχάιμερ-έχει χαθεί και τον γυρεύουν- ενώ  κάποιος από δίπλα σου λέει για το χωριό του στο Κιλκίς όπου λέει ένας λύκος τριγυρνά κάθε βράδυ κι έχει σκοτώσει καμιά δεκαριά λυκόσκυλα κι όλοι φοβούνται να  βγουν έξω απ τα σπίτα τους απο τότε   που κάτι σκυλιά τον κυνήγησαν για να χαθούν σ' ένα δάσος πυκνό κι όταν γύρισαν ήταν αίματα γεμάτα παντού.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ

Αχ θέ μου ήταν υπέροχα στον Άγιο Δημήτριο και να φανταστείς ότι βαριόμουνα να σηκωθώ το πρωί, ουρές από τα ξημερώματα για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας, δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσω να περιμένω,  καμάρες κι αψίδες, κολώνες άσπρες, αρχαίες με σχέδια στους κίονες ψηφιδωτά ψηλά στους τοίχους, κάτι Ρώσοι καλόγεροι με γενειάδες μακριές τεράστιες και σκούφους, κάνουν το σταυρό μ' εναν τρόπο περίεργο, παιδιά σε μπουλούκια από σχολεία, κορίτσια με φόρμες , μερικά είναι ωραία, ο κόσμος γονατίζει μπροστά στην εικόνα , σέρνουν τα χέρια πάνω της κι ύστερα στο μέτωπό τους, ψέλνουμε με τον Άρη, μου λέει '' Έχεις βελτιωθεί πολύ'' -κοίτα να δεις- σε μια φάση στεκόμαστε μπροστά στο εικόνισμα να πούμε το ''Άξιον εστί'' προς τιμή της νιώθω όμορφα πολύ, κάποιος μας λέει'' Μπράβο!'' ένα παιδί ύσηχο απο τη Κύπρο μαζί μας ο Βαρνάβας με φωνή χαμηλή, μου λέει πως έχει να πάει απ' το Καλοκαίρι στη Λευκωσία, όλοι κάνουν πέρα για να προσκυνήσουμε, πρόλαβα να δω το τζάμι,  κάτι πλαίσια χρυσά και τη φιγούρα στο μαυρισμένο ξύλο, σεκιουριτάδες αυστηροί από δίπλα,  ο ήλιος μπαίνει από ένα παραθυράκι ζωγραφίζοντας ανταύγειες στο μαρμάρινο  πάτωμα, ένας παππάς με θυμάται απο τότε που δούλευα στη Μητρόπολη, στο κήπό είχα πάει ένα απόγευμα κι όπως περνούσα απο κάτι υπόγειους διαδρόμους έπεσα πανω στον γέρο δεσπότη που τρόμαξε, γούρλωσε τα μάτια'' Ποιος είσαι εσύ;'' ο παππάς αυτός μούχε πει ''Θα έρχεσαι μονάχα το πρωί''.

Και να σκεφτείς ότι χτες ήμουνα χάλια έπρεπε να πάω σ' ένα δικαστήριο για μάρτυρας, ο τόπος εκεί αποπνέει άγχος, μυρουδιά τσιγάρου, γόπες στο πάτωμα , κάρτες ξεχασμένες στα καρτοτηλέφωνα , μηχανές ανίχνευσης σιδερικών, δικηγόροι με καμπαρντίνες σα μανδύες, δικαστές απηυδησμένοι, ένας Αλβανός μας έλεγε πως πέρασε τα σύνορα , ''...μισή ώρα δρόμος'' λέει, κάτι σκυλια τον πλησίασαν ''Τι να μου κάνουν''; ένα ταξί τον περίμενε απέναντι. Σε μια γωνία ένας τύπος ξερακιανός έχει λέει σκοτώσει τη γυναίκα, του έκανε τη ποινή του και βγήκε κάποια στιγμή,  τον ξανασέρνουν στα δικαστήρια για κάποιο λόγο, κανείς δεν τον πλησιάζει, τις νύχτες δε μπορεί να κοιμηθεί στο σπιτι του, τριγυρνάει σα φάντασμα. Ένας αστυνόμος παλιός μας λέει'' Οι Γεωργιανοί είναι οι πιο σκληροί'' άλλος ''Να φοβάσαι τους Ρώσσους '', ένας τρίτος''Από τους Έλληνες πιο μπαμπέσηδες δεν έχει'' κάτι γεροδεμένοι αστυνομικοί κουβαλούν έναν τύπο με χειροπέδες έχει λέει πυροβολήσει χωροφύλακα δεν πρόκειται να βγει αυτός, ένα κορίτσι πάει να του δώσει ένα δέμα, την σπρώχνουν βίαια μακριά ένα τηλεφώνημα για βόμβα, όλοι τσακίζονται να εξαφανιστούν, κατρακυλούν στις σκάλες, κάτι αναρχικοί τρελλαμένοι φωνάζουν συνθήματα, κλούβες καταφτάνουν, σειρήνες ουρλιάζουν, ματατζήδες με θώρακες και περηκνιμίδες έχουν στυαματήσει ένα φορτηγάκι διαλυμένο, κάτι λενε σε κάποιον μαυριδερό .Στις κρεμασμένες εφημερίδες ειδήσεις για γυναίκες που σκότωσαν τους συζύγους τους, αδέρφια που σκοτώνονται για κληρονομιές καταραμένες, στα STARBAΚCS αραχτοί τύποι με τρυπημένα φρύδια πιάνουν απο δυο καρέκλες, τα Notos galleries κλειστά, στα Hondos center έχουν γράψει ''Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ''

Αλλά σήμερα είμαι καλά, το πρωινό μ' έφτιαξε, ένα τύπος από τη SONY ΜΟΥ λέει'' Έλα να πάρεις το Μp3 σου'',  δεύτερη φορά που το διαλύω και μου το φτιάχνει τζάμπα γιατί παραδέχτηκα ότι το είχα ρίξει χάμω, αλλά ρε φίλε το είχα σμπαραλιάσει τι να πω.  Μ' ένα παιδί  περνούμε ανάμεσα από αμάξια στην Εθνικής Αμύνης καβαλώντας ένα μηχανάκι, είχαν πάει λέει μ' ένα σύλλογο μοτοσυκλετιστών στις ΄Αλπεις, τα μηχανάκια είχαν κλατάρει απο το αραιό οξυγόνο όπως οι άνθρωποι και μόνο ένας Ιταλός τρελλαμένος ανέβαινε γκαζωτός τις στροφές, είχε βάλει μια συσκευή τροφοδοσίας οξυγόνου στη μηχανή και δε καταλάβαινε τίποτα. Στις πλατείες αμαξάκια τηλεκατευθυνόμενα στροβιλίζονται, πιτσιρικάδες τρέχουν ξοπίσω τους , στα κομωτήρια ξανθά μαλιά τραβιούντα πίσω, ανταύγειες φουξ και πράσινες, κορίτσια με φιογκάκια στο λαιμό, πεταλουδίτσες για σκουλαρίκια,  τατουάζ στο σβέρκο σα barcode, μπουκαλάκια με νερό παγωμένο στο χέρι, ψηλαφούν κινητά.
Σ ένα αστικό μια γριά σακατεμένη παραπατά, κανείς δε κουνιέται απο τη θέση του, όπως είμαι ξενυχτισμένος κοιμάμαι όρθιος, ξυπνώ κάποια στιγμή, δεντρα και σπίτια τριγύρω,  ένα μέρος άγνωστο, ο ήλιος γίνεται καυτός όπως περνά μέσα από το τζάμι, όλοι έχουν κατέβει μονάχα η σακατεμένη γριά έχει απομείνει,''Μη γεράσεις'' μου λεει,   που είμαι πάλι.

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

ΜΗ ΦΟΒΗΘΕΙΣ

Τώρα που ο φίλος μου  Ο Μάκης Τσίτας- Μάκη φιλιά πολλά - μ΄ αφήνει να γράψω για τη φοβερή ιστοσελίδα του το ΄΄Διάστιχο''  που κάνει θραύση, θα μπορούσα να γράψω για  βιβλία που με ξελάσπωσαν και για φράσεις και για κομάτια που καρφώθηκαν στο μυαλό σα μπετονόκαρφα. Βιβλία που μ' έσωσαν όταν κάποια μούλεγε'' Θα μείνεις μόνος΄΄ κι εγώ διάβαζα κάππου''  Σ' αυτούς που πιστεύεις δώστα όλα, όσους σε απογοήτευσαν αγνόησέ τους, δεν υφίστανται, δεν υπαρχουν΄΄,  βιβλία που διάβασα με κάποια στο Τσινάρι ένα απόγευμα, γύρω ήλιος σπίτια παλιά,  γκρεμισμένα, τούβλα κόκκινα , καρέκλες ψάθινες, δεν ήμουν ερωτευμένος πλέον αλλά στο στόμα υπήρχε μια γεύση γλυκιά όπως όταν πίνεις ένα κρασί ωραίο, κι ύστερα πηγαίναμε κάπου στα Μετέωρα, πίσω απ τη Νεάπολη, κάτι βράχοι υπήρχαν κατα κει, μεταλικά αντικείμενα γυάλιζαν στον ηλιο, περιστέρια πετούσαν ψηλά, αμάξια πηγαινοέρχονταν στον περιφερειακό, στις πολυκατοικίες πόρτες και παραθύρια άπειρα. Θα μπορούσα να γράψω για κάτι άλλα βιβλία που διάβαζα κάπου στα Διαβατά ένα μεσημέρι '' ότι είσαι χαμένος αν δεν αμυνθείς αυτό πια πρέπει να το καταλάβεις'',  τότε που κοίταζα εργάτες να σχολάνε πεθαμένοι από κούραση και να κοιμούνται στο αστικό με το στόμα ανοιχτό,  γύρω μυρουδιά υγραερίου από  το  Esso Papas, έργα παντού, γαλάζια βελάκια αραδιασμένα έδειχναν σε μια κατεύθυνση,  χαλίκια σκόρπια, στην άσφαλτο ρωγμές, λακούβες και καπάκια  αναπηδούσαν,  στο καθρεφτάκι τα μαύρα γυαλιά του οδηγού, αέρας γέμιζε σκόνη όλο το τόπο, το χυτήριο ''Αθάνατος''  που έφτιαχνε καμπάνες χάλκινες  κοντά στη γέφυρα του Κορδελιού, σ' ένα τοίχο ο μάγος της Χαλάστρας είχε γράψει'' Έχω φίλτρα πανίσχυρα, μπορώ να κάνω δύο αγνώστους να ερωτευτούν''.

Θα μπορούσα επιτέλους να γράψω για τους αγαπημένους μου το Γιώργο Ιωάννου που σηκώνονταν μες τ' άγρια χαράματα σα τρελλός να δει και να γράψει για την Ομόνοια και τον κόσμο της, τον Τσέχωφ που έγραφε ανάμεσα σε αιμοπτύσεις, το Σοστακόβιτς που συνέθετε στριμωγμένος στο καταραμένο κομουνιστικό του διαμέρισμα - ''είθε να πάει στη κολαση'' όπως έλεγε-  κι οι καλύτερες εμπνεύσεις τούρχονταν στη διάρκεια χαοτικών συνελεύσεων στη σκοτεινή  Σταλινική Ρωσσία.

Στο δικό μου το κεφάλι πάντως οι εμπνεύσεις κατεβαίνουν όπως βλέπω πράγματα τριγύρω, καπνούς να βγαίνουν από ψησταριές στο Καπάνι, μυρουδιές ούζου, φέτες λεμονιού στα τραπέζια, ένας αλκοολικός σηκώνει ένα μπουκάλι ρετσίνα και κατεβάζει γουλιές μεγάλες σα να πίνει κόκα- κόλα,
κάτω από ένα αμάξι πυρπολημένο βρίσκω ένα πενηντάευρο, πάω στη τράπεζα να πληρώσω μια δόση, αγωνία μέχρι να το δεχτεί το καταραμένο μηχάνημα, στην είσοδο γριές ψάχνουν κόκκινα φωτάκια, καταριούνται, κλωτσούν τα τζάμια. Στα πάρκα μπεκ ρίχνουν νερό από κατευθύνσεις αντίθετες, στους θάμνους μέσα γδυμένα  πορτοφόλια και τσάντες , τύποι τρομαχτικοί  με τατουάζ σ' ολόκληρο το σώμα, αυτιά τρυπημένα, μαμάδες σφίγγουν τα μωρά στην αγγαλιά σαν περνούν από δίπλα τους, κορίτσια βγαίνουν απο ζαχαροπλαστεία κρατώντας παγωτά, άσπρα χέρια,  δαχτυλιδάκια ψιλά στα δάχτυλα, κάποιος πρέπει να πει για όλα αυτά δε γίνεται να τ΄ αφήσεις να περάσουν έτσι.

 Τώρα πια θα μπορούσα να γράψω για και  βιβλία με τραγούδια Ινδιάνων πολεμιστών που πεθαίνουν στις πεδιάδες τις κυκλωμένες απο βουνά χιονοσκέπαστα΄΄Δε μου μένει καιρός πια να ζήσω, μάνα μπορείς να με κλάψεις'', μπορώ να γράψω για λευκώματα που κοίταζα σε μια παραλία, ο ήλιος έφτιαχνε μια γραμή απο αντανακλάσεις στο νερό, τα φύκια πήγαιναν κι έρχονταν με το κύμα, ψαράκια κολυμπούσαν ανάμεσα σε αχινούς κι εγώ έβλεπα σχέδια αρχαία χταποδιών πάνω σε σταμνιά κι  άλλα σχέδια πάνω σε κύπελλα χρυσά απ τις Μυκήνες κι άλλα σχέδια σε βράχους, αποτυπώματα χεριών σε σπηλιές, λιοντάρια πληγωμένα να ξεψυχούν σε τοίχους Ασσυριακών παλατιών κι άλλα σχέδια....
Τώρα πια θα μπορούσα να γράψω πολλά ατενίζοντας τους λάκους  και τα ρήγματα του μετρό, βλέποντας κράνη κίτρινα ανάμεσα σε αγωγούς σκουριασμένους, τοίχους αρχαίους να ξεθάβονται.
 Κι όταν τα παίζω πρέπει νάχω στο νου εκείνα τα λόγια'' ότι κι αν  συμβεί εσύ δε πρέπει να δείχνεις το φόβο σου'' και τα άλλα λόγια από τον Ιησού του Ναυί   ''Μή φοβηθείς μηδέ δειλιάσεις''...

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

ΦΥΓΑΣ

Στο σπίτι του παππού μου είχα δει τον Χάρρισσον Φορντ στο Φυγά να πηδά από κείνο το φράγμα στο κενό ενώ ο Τόμυ Λη Τζόουνς  τον έβλεπε να καταποντίζεται στην άβυσσο μαζί μετα νερά. Εκεί είχα δει και τον Αλ Πατσίνο με το απίστευτο βλέμα να φτύνει αίμα σ' εκείνη την αναθεματισμένη ληστεία στη ''Σκυλίσια μέρα'', τον Μπόμπυ ντε Νίρο - διάβολο να καταβροχθίζει το αυγό, κάτι ανεμιστήρες να γυρίζουν τρομαχτικά μούχουν μείνει στη μνήμη, κάτι ασανσέρ σκοτεινά τρομαχτικά, μια εκκλησία κάτι μάγισσες.. Εκεί είχα δει την Ούμα Θέρμαν στα  ντουζένια της να κάνει έρωτα με τον Ντε Νίρο και να τον ενθαρύνει  '' My hero!'' στο Mad dog και Gloria, ένα ελάφι στη μέση μιας διασταύρωσης στη Νέα Υόρκη τη νύχτα μου χει μείνει δε ξέρω γιατί απ αυτό το  έργο, ο Ντάστιν Χόφμαν κρατούσε το χέρι μιας κοπέλλας κάτω από ένα τραπέζι - ιδέα δεν έχω ποιο έργο ήτανε, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν κοίταζε με το μοιραίο βλέμα που μάρεσε πολύ τότε, καλόγεροι τυφλοί σε στοές μοναστηριών μεσαιωνικών συνομωτούσαν στο'' Όνομα του ρόδου''. Ούτε μια ταινία του Σκορτσέζε δε μου άρεσε, όλες νευρωτικές, όλες αρωστημένες, το ''Στη φωλιά του κούκου '' πατάτα μεγάλη, το Chinatown πολύ καλύτερο, πάλευα να το τελειώσω ένα μεσημέρι. Θυμάμαι ένα βράδυ προτού αποκοιμηθώ  και το κλιπάκι με τον Ντέιβ στιούαρτ να κοπανά τη κιθάρα του κι εκείνη τη ξανθιά κουκλάρα να λικνίζεται φυσσώντας στο σαξόφωνο το ''Lily was here''.

 Η Χριστίνα έφευγε για τους δικούς της στη Βέροια κι εγώ καθόμουν μέχρι αργά, στο διαμέρισμα της Μουσσών στο Κουλέ Καφέ. Ο παππούς μου ξυπνούσε τη νύχτα, έριχνε μια χούφτα φλαμούρι απο το δέντρο μας στο χωριό στη κατσσαρόλα κι αποκοιμιόταν ξανά καθώς το νερό έπαιρνε  εκείνο το βαθύ κόκκινο χρώμα όπως έβραζε. Ένα πρωί είχα βρέι το μάτι πυρωμένο έτοιμο ν' ανατιναχτεί, είχε γυρίσει μονάχα το κουμπί χωρίς να βάλει τίποτα πάνω του . Μούλεγε τις δικές του ιστορίες αυτός για τον πατέρα του που δούλευε στα καπνομάγαζα της Καβάλας προπολεμικά κι οι Γερμανοί έμποροι τούδιναν μια λίρα χρυσή κάθε χρόνο γιατί ήταν ο πρώτος που έδενε ένα δέμα καπνού, ήταν γρήγορος πολύ. Κατόπι πήγαινε με τους Γερμανούς για κυνήγι στο βάλτο των Φιλίππων, που έιχε τότε πουλιά και βίδρες άφθονες προτού αποξηρανθεί. Κοιμόταν σε κάτι καλύβες το βράδι που επέπλεαν πάνω στα νερά της λίμνης. Μούλεγε ο παππούς μου και για την Αλβανία όπου πολέμησε κάτι Κρητικοί θέλανε να σκοτώσουν καμια δεκαριά αιχμαλώτους  τα είχε πάρει στο κρανίο δε τους άφησε. Με τη κατάρευση του μετώπου τον είχε μαζέψει ένας Γερμανός μισοπεθαμένο απ την ακρη του δρόμου κάπου στη Κατάρα και τον έβαλε στο τρίκυκλό του.

Σαν γύριζε η Χριστίνα κοιμόμουν στο σπίτι της και τα πρωινά έτρεχα γαι την Άνω Πόλη κοιτάζοντας τα κατεβασμένα ρολά της Εθνικής τράπεζας καλυμένα από στρώσεις αλεπάληλες γκράφιττι, τύποι με μάσκες στο στόμα διέσχιζαν το δρόμο, καφενεία κλειστά, φωτισμένα, καρέκλες στοιβαγμένες πάνω σε τραπέζια, ανθοπωλεία με βιτρίνες γεμάτες χρυσάνθεμα πελώρια, άσπρα, κίτρινα και βυσσινιά, κάτι συνεργεία ασφαλτόστρωναν τα στενά μες το ξημέρωμα, διαφημίσεις στις στάσεις για μαθήματα Ιαπωνικών, Κινέζικων, Αραβικών κι άλλων γλωσσών ακατάληπτων, γυναίκες με πόδια μακριά και τακούνια  περπατούσαν στα καλντερίμια ''τακ- τουκ'' σαν άλογα πεταλωμένα, στις πόρτες των ταξί διαφημίσεις πανεπιστημίων Εγγλέζικων, μια γριά  σαλταρισμένη παραμιλούσε, ''Δε μας αφήνουν στη υσηχία μας, μας ψεκάζουν, να πάνε στα χωριά τους,  στον ήλιο μοίρα να μη δούνε!''

Βλέπω τώρα κόσμο στα μαγαζιά που νοικιάζουν ταινίες κι αναρωτιέμαι τι ψάχνουν, δε θέλω ούτε να μπω μέσα δύσκολα πολύ να μου κάνει κάτι αίσθηση.
Τον παππού μου τον βλέπω στον ύπνο μου ταχτικά είναι το ίδιο όνειρο σχεδόν πάντα  με παραλαγές, τρέχω στο σπίτι του να προλάβω, να του κάνω παρέα, να του πάρω τα φάρμακα του, να καθήσω μαζί του, τον βρίσκω βυθισμένο στη πολυθρόνα, τα χέρια ανάμεσα στις παλάμες, αξύριστος ''Άργησες πολύ ''- '' Ρε παππού δε γίνεται αυτό αφού έχεις πεθάνει'',  αυτός με κοιτά με απορία ''Σοβαρά μιλάς!!!''

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

ΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΕΑΡ

Πρωϊνό Κυριακής, με το Μαργαρίτη πάμε σε μια εκκλησία , ατμοί βγαίνουν ανάμεσα στις σαρκοφάγους στο προαύλιο του αρχαιολογικού μουσείου από το σύστημα θέρμανσης, πάπιες πεταρίζουν στα πάρκα, στο Ναυαρίνο ζητιάνοι κοιμούνται σε παγγάκια, τριγύρω βόσκουν κοράκια , περιστέρια και κάτι άλλα πουλιά περίεργα με φτερούγες πιτσιλωτές, ξενυχτισμένοι τύποι στα γραφεία κηδειών, στοίβες χαρτάκια μπροστά στα ΑΤΜ, καθαρίστριες με γαλάζιες ποδιές και γάντια πλαστικά στις εισόδους των πολυκατοικιών, γυναίκες ξεριζώνουν λουλούδια από ένα πάρκο, Βούλγαροι ψάχνουν στους κάδους, σκίζουν σακούλες με κάτι σιδερένια εργαλεία, στα τυροπιτάδικα κερνούν ένα κυπελάκι πλαστικό γκαζόζα με τρία παγάκια να επιπλέουν, κάρτες ξεχασμένες στα καρτοτηλέφωνα, τα φώτα σβήνουν στα στενά στις εφτά και πέντε.

Σταματάμε στην Ιασωνίδου, ο Μαργαρίτης έχει πάρει φόρα απαγγέλει ψαλμούς του Δαυίδ που τους ξέρει απ' έξω  ''συ συνέτριψας τας κεφαλάς των δρακόντων επί του ύδατος...''  -  ''περίζωσαι την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου δυνατέ...''- '' τόξον συντρίψει και συνθλάσει όπλον και θυρεούς κατακαύσει εν πυρί..'' -  ''πυρ ενώπιον αυτών καυθήσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα'',  πίσω κάποιος μας κορνάρει ο Μαργαρίτης στο κόσμο του.
 Στην εκκλησία περνούμε από το καμαράκι όπου εξομολογούνται διάφοροι και τα μαλιά του παππά Θανάση φυλλοροούν μ' αυτά που ακούει, ζέστη όπως ψέλνουμε, ιδρώνουμε, το air condition μας χτυπά, ρίγος με πιάνει, ένα κρανίο έχουν φέρει κάποιου αγίου σε μια θήκη επάργυρη, ένας γέρος πάει να προσκυνήσει, σκοντάφτει πάει να τσακιστεί, έρχονται γυναίκες να τον κρατήσουν, γίνεται σούσουρο, ο παππάς μας λέει για τον Διονύσιο  τον Αρεοπαγίτη,  ήταν λέει στη Παλαιστίνη το καιρό της σταύρωσης, τότε που η σελήνη έτρεχε να σκεπάσει τον ήλιο και σκότος περιέβαλε τη γη κι όλοι είχανε πάθει πλάκα μ'  αυτά που γίνονταν. Μια άλλη  ομιλία γίνεται μετά, βαριέμαι αφόρητα, ο Μαργαρίτης κάνει ερωτήσεις, εγώ σκέφτομαι τα κεράσματα, ένας γέρος στο προαύλιο έχει ρημάξει έναν βασιλικό κόβει κλωνάρια δεν άφησε τίποτα.

 Μεσοβδόμαδα είχα  μια  μέρα δύσκολη , είμαι μ' ένα πιτσιρικά δε μπορώ να τον κουμαντάρω, στο τέλος του αδειάζω στο κεφάλι το κουβά με τα σκουπίδια ''Μάζευε τα τώρα μου λέει'',  έχει ένα πιάτο με πατάτες και κρέας μπροστα του, δε πρόλαβε να φάει, το κοιτάζω ΄΄Θες να αλάξουμε με το γλυκό μου;'',  δέχεται,  εγώ έχω φάει ένα κέικ υπέροχο σ' ένα σπίτι προηγούμενο μ' ένα ποτήρι γάλα δροσερό, ο μικρός μου λέει για το Καλοκαίρι, σε μια παραλία περίμενε το κύμα ορμητικό να τον σκεπάσει, έτρωγε θάλασσα και γελούσε, γελάμε, χτυπά το τηλέφωνο, ο παππά Θανάσης μου λέει ότι έχουμε αγρυπνία, ''Ωχ!'' σκέφτομαι αλλά δε μπορείς να του πεις όχι, άντε λοιπόν υπερωρίες για απόψε, όχι ότι με χαλάει.
Είμαι μοναχός με τον Μαργαρίτη αλλά είναι απίστευτα φάλτσος, δεν έχω ένα ισοκράτημα, φοβάμαι το χερουβικό, αλλά  θα το φάω ζωντανό, μετά απελευθερώνομαι, στο'' σε υμνούμεν'' οι γυναίκες γονατίζουν στο ''Άξιον εστί'' τα δίνω  όλα έχω δει πως το κάνουν, άμα έχεις μεγαλώσει και στις εκκλησιές στο χωριό σου κυλάει στο αίμα σου, ένας τύπος με κοιτάζει, στο τέλος λέμε κι έναν ψαλμό του Δαυίδ, αυτούς που έπαιζε με τη κιθάρα στον Σαούλ μπας και τον υσηχάσει  μα αυτός λυσσασμένος από ζήλεια,  του είχε αμολήσει  το κοντάρι του που καρφώθηκε στο τοίχο πάνω απο το κεφάλι του παιδιού.
 Σχολάμε κατά τις δωδεκάμιση μαίνουμε στο αμάξι μου λέει για το ταξίδι του στον Καναδά, κάθε μέρα ξυπνούσε στις  πέντε το πρωί για μια βδομάδα ώσπου να συνέλθει, στον υπόγειο  στο  μετρό, χάθηκε του είχαν πει να κατέβει απο τη μπροστινή πόρτα αλλά ήταν κλειστή από κάτι έργα, κατέβηκε αλλού,  γύρω μαύροι κι Ασιάτες μιλιούνια,  θόρυβος, βουητό, διαφημίσεις, ένας περίεργος τον πλησίασε, τον βρήκαν ύστερα από ώρες σ' ένα πάγκο να διαβάζει το ψαλτήρι.

''Πες κάνα στίχο να στανιάρουμε'' του λέω οπότε αρχίζει  ''άβυσσος 'αβυσσον επικαλείται εις φωνήν των καταρακτών σου...''- '' ο θεός συνέτριψε τους οδόντας αυτών,.. τας μύλας των λεόντων συνέθλασεν ο κύριος...'' - '' του στρέψαντος την πέτραν εις λίμνας υδάτων και την ακρότομον εις πηγάς υδάτων...''-  ''άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον αυτού '' -  ''συ συνέθλασας την κεφαλήν του δράκοντος,  συ διέρηξας πηγάς και χειμάρους συ εποίησας πάντα τα ωραία της γης θέρος και έαρ...''. 
Κοιτάζω πίσω πολυκατοικίες φωτισμένες κι άλλες σκοτεινές κυκλώνουν την εκκλησία, ταξιτζήδες κολούν μια ξανθιά σε μια πιάτσα μπροστάμας , ένας αστερισμός αχνοφαίνεται κατά το βορρά, ένα αεροπλάνο με τα φώτα αναμένα πετά από πάνω μας....

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012


ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙΣ

Στη Rena Rossi Zairi B

Λαμαρίνες και φώτα περνούν με ταχύτητα διαβολική μπροστά απ ' τα μάτια μου όπως βυθιζόμαστε στη κατηφόρα της Νεάπολης, σε μια στιγμή ο οδηγός φρενάρει,  όλοι γκρεμιζονται  μπροστά, ένα ατύχημα, γυαλιά σκόρπια στο δρόμο, λάδια και ροκανίδια, κάτι μοτοσυκλετιστές με μαύρα κράνη σα καβαλάρηδες πολεμιστές καταφθάνουν, ένας ψηλός με μπότες ρυθμίζει τη κίνηση, ξεκινάμε πάλι, νιώθω ότι έμεινα πίσω, πάντα πίσω θα μένω ότι και να κάνω , η ακινησία με σκοτώνει, μούρχεται να κόψω φλέβες, πρέπει να κινούμαι μπροστά, δε γίνεται, έχω αργήσει σ' ένα ραντεβού.

Κατεβαίνω στη Λαγγαδά, αφίσσες για νύχτες Ρώσικες κι Αρμένικες, τρεις γριές σ' ένα τραπέζι μπροστα σ' ένα σινεμά με ταινίες πορνό, γυμναστήρια κι Ακαδημίες πολεμικών τεχνών στα γυάλινα κτήρια, το φαράγγι της Εγνατίας ανοίγεται μπροστά μου,  μια κλούβα  με κάγκελα σιδερένια στα παράθυρα έχει κλείσει το δρόμο, νεράντζια πεσμένα, ρόδες περνούν απο πάνω τους , η άσφαλτος κιτρινίζει, κάδοι ξεχειλισμένοι από σκουπίδια, ένας παλαβός κάνει αναστροφή, τα φρένα τσιρίζουν, τα λάστιχα παίρνουν φωτιά, περνά το 39, τρέχω,  πέφτω σ' ένα αμάξι σταματημένο, ο συναγερμός στριγγλίζει, δεν υπάρχει περίπτωση να το χάσω, βγαίνουμε στη Δωδεκανήσσου, κάτι ναρκομανείς σε κατάσταση Νιρβάνα αμολιούνται να περάσουν απέναντι, ένα περίπτερο, ο Χάρης δουλεύει πάντα νυχτερινή βάρδια, μπάζα και σουβλατζίδικα στην αρχή της Τσιμισκή, μια φαρμακαποθήκη, απο δω με σουτάρανε κάποτε, πως τους ανέχτηκα, αλλά τότε είχα λέπια ακόμα, βγαίνουμε στο λιμάνι, ασθενοφόρα παραταγμένα μπροστά στον Ερυθρό Σταυρό, η θάλασσα γυαλίζει η Καλαμαριά αντίκρυ, εκεί πρέπει να πάω.

Άδεια η Μητροπόλεως, νέκρα στα Public, το μαγαζί ενός φίλου, όλο το Καλοκαίρι μούχει πει έρχονταν Ρωσίδες, άφηναν ανοιχτό το παραβάν, έβγαιναν με τα εσώρουχα, μια αθλητική σαρανταπεντάρα τα είχε πετάξει όλα έξω, έσκυβε από πάνω του ''Πόσο κάνει;''  ούτε που τις κοιταζε.

Στο αστικό μιλούν σε μικρόφωνα και σύρματα, λόγια διασταυρώνονται '' Μην είσαι ιλίθιος, άστα να ρημάξουν όλα, μη πας με το σταυρό στο χέρι'' - '' Δεν υπήρχε περίπτωση να μη πάρω όμορφο άντρα΄΄
 '' Που να ξέρω τι στο δαίμονα έχει στο μυαλό του ο αδερφός σου΄΄- '' Δε θυμάμαι τίποτα απ' το ατύχημα το μυαλό μπλοκάρισε''.
Κλείνω μια στιγμή τα μάτια, θυμάμαι κάτι όνειρα που είδα το προηγούμενο βράδυ, έπεφτα από ένα ύψος πελώριο σ' ένα μέρος γεμάτο σταυρούς, η Πόππη έβγαινε με κάτι εσώρουχα, πόδια μαυρισμένα, ''Που κολυμπούσες;''- '' Είναι πολύ εύκολη'' σκεφτόμουν''.

Δρομολόγια πάνε κι έρχονται αέναα στα ραντάρ στη στάση του Λευκού πύργου, σκουπίδια παντού και τοίχοι βρώμικοι,  τα φύλλα που έχουν πέσει κάτω κολάνε στο παπούτσι, το 6 βγαίνει από τη Διαγώνιο, ανεβαίνω, ένα κορίτσι μ ένα γυαλάκι σφηνωμένο στη μύτη  μου χαμογελά κοίταζα αλλού , τόχασα, γυναίκες  με κλειδιά χοντρά  απο πόρτες θωρακισμένες στο χέρι, πουκάμισα σιδερωμένα, νύχια ακονισμένα, πότε προλαβαίνουν, στη παραλία αυτοκίνητα ρολάρουν, γήπεδα τένις φωτισμένα, το μπαλάκι πάει κι έρχεται, στη Σοφούλη φρουτάδικα, στο μαγαζί του κυρίου Μηνά τηλεοράσεις, γήπεδα πράσινα σορτσάκια άσπρα, στη κουζίνα οι μαγείρισσες θα βάζουν στα πιάτα ντομάτες κόκκινες, λιαστές  και ρόκα πράσινη με δροσοσταλίδες να κυλούν στα χόρτα.

Φτάνω σ' ένα κτήριο, ένας τύπος μ' ένα σκύλο , μπαίνουμε μαζί στο ασανσέρ, ''Αυτή είναι η γωνιά του'' ο σκύλος με κοιτά λαχανιασμένος, ανοίγει η πόρτα, σκοτάδι ανάβω το φως, μια γυναίκα στέκεται με τη πλάτη στο τοίχο και κλαίει, ''Που  είμαι;'' λέω από μέσα μου  ''Είστε καλά;''-'' Ναι εντάξει κλειδώθηκα έξω, θα μ' ανοίξουν'' πολύ μ' αρέσουν οι γυναίκες όταν κλαίνε , θες να τις πεις'' ΄Έλα ρε μη κλαις, δε κάνει, σε παρακαλώ, τι θες να κάνω ;''.
 Κατεβαίνω τις σκάλες, έχω μπερδέψει τους ορόφους, η γυναίκα ακούγεται να λέει, ''Πως αντέχεις  να το κάνεις αυτό, πως γίνεται,  πως μπορείς;  Ένας σκύλος από κάπου  γρυλίζει υπόκωφα..............



ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...