Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

ΓΑΤΟΠΑΡΔΟΣ

 

Το φθινόπωρο κάτι τον έπιανε,  ήταν η εποχή του ένιωθε έναν αέρα απίστευτο,  επιτέλους ο ήλιος δεν έκαιγε το δέρμα κι ο άνεμος φυσούσε δροσίζοντας το πρόσωπο,  οι μέρες έπαυαν να είναι ατελείωτες,  η νύχτα έπεφτε απαλά και το πρωί δεν ξημέρωνε με το που άνοιγες τα μάτια σου, ήταν ευλογία θεού! Τα μπράτσα των γυναικών  που δεν είχαν  πάει στη θάλασσα  ήταν  όμορφα,  άσπρα,  αλλά και τα σώματα εκείνων  που κολυμπούσαν είχαν σχήματα στην πλάτη από τα μαγιό  που φορούσαν. Το φθινόπωρο,  όλη η ορμή έβγαινε από μέσα του, όλη η δύναμη του που χάνονταν τους  καλοκαιρινούς μήνες,   εμφανίζονταν ξανά. Άφηνε πίσω του τα έρημα τοπία του θέρους,  τα μπαλκόνια στους απάνω ορόφους που φλέγονταν,  τους ενοίκους που προσπαθούσαν να δροσιστούν .  Αυτή την εποχή  είχε μια διάθεση τρομερή να κάνει τα πιο δύσκολα πράγματα,  καθώς το καταραμένο καλοκαίρι έφευγε πια και μπορούσε να προσδοκά ένα μεγάλο διάστημα δροσιάς ή και κρύου,  δεν είχε κανένα πρόβλημα. Το φθινόπωρο είχε δοκιμάσει να πάει σε μια ξένη χώρα μ’ ένα καράβι ,  ένα ταξίδι ατέλειωτο, ήθελε οπωσδήποτε να φύγει τότε αλλά   κάτι τον είχε πιάσει και την τελευταία στιγμή σκεφτόταν να  μην  ανέβει στο πλοίο.  Όμως έπρεπε να το κάνει εκείνο το βήμα για να του φύγει η καταραμένη περιέργεια  για το τι υπάρχει πιο πέρα, το είχε κάνει λοιπόν το ταξίδι,  δέκα μέρες άντεξε στην ξένη χώρα και γύρισε κακήν κακώς πίσω,  δεν ήταν γι αυτόν εκείνα τα μέρη,  καλύτερα στον τόπο του !

Το Φθινόπωρο απελευθερώνονταν,  άφηνε πίσω του τις μέρες τις καυτές, την έρημη πόλη με τις τηλεοράσεις που έπαιζαν δυνατά μες το καταμεσήμερο, τα λεωφορεία που ανεβοκατέβαιναν σαν φαντάσματα στους δρόμους και τα αεροπλάνα που  ταξίδευαν  αέναα στους αιθέρες κουβαλώντας τουρίστες  Το στόμα του ήταν στυφό από τη ζέστη και την υγρασία,  μάταια προσπαθούσε να το γλυκάνει με σύκα και σταφύλια που αφθονούσαν εκεί στο τέλος του Αυγούστου. Έφευγε επιτέλους το καλοκαίρι αφήνοντας στεγνές τις κοίτες των χειμάρρων και διψασμένες τις πέτρες που καρτερούσαν τα πρωτοβρόχια να δροσιστούν, Οι λιμνοθάλασσες   περίμεναν τιε βροχές για  να καλύψουν τις άσπρες,  αλατισμένες επιφάνειες τους,  ά,  οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου ήταν ό,τι καλύτερο !   .  Φθινόπωρο είχε κλείσει  κι εκείνο το δαιμονισμένο μαγαζί όπου είχε φάει τόσα χρόνια να δουλεύει.   Καλά εκείνη ήταν η πιο τραγική ιστορία,  παραλίγο να βάλει φωτιά σ’ όλο το εμπορικό κέντρο γιατί τα κτήρια εκεί ήταν αρχαία,  εγκαταλειμμένα, σαραβαλιασμένα  και το μαγαζί είχε να καθαρίσει τα λίπη από τις καμινάδες του καμιά δεκαετία.  Είχαν  μαζευτεί εκεί μέσα όλα τα υλικά  της  κόλασης, ό,τι πιο εύφλεκτο υπήρχε, οι πυροσβέστες έριχναν νερό με το τουλούμι κι  εκείνο το πράγμα,  το κολασμένο δεν έσβηνε, ένα νεαρό παιδί με στολή είχε έρθει εκεί πέρα  και του φώναξε άγρια καθώς   πάλευε με τους πυροσβεστήρες «φύγε από δω σου είπα ηλίθιε !»  Αυτή  ήταν  η πιο τρομακτική εμπειρία της ζωής του όμως παραδόξως δεν κώλωσε,  φοβήθηκε αλλά ένιωθε ότι θα το ξεπερνούσε με  κάποιο τρόπο ,  δεν θα μετατρέπονταν η εμπειρία του  σε κάποιου είδους τραύμα .  Μόνο τις νύχτες έβλεπε φωτιές  να τον τυλίγουν από παντού και δεν μπορούσε  να ησυχάσει,  αυτό κράτησε κανένα μήνα,  τον έτρεχαν στο ανακριτικό της πυροσβεστικής κι  έπρεπε  να τα ξαναθυμηθεί όλα. Δεν μπορούσε να περάσει από κείνο το κολασμένο το μαγαζί,  ήθελε να σηκωθεί να φύγει από την πόλη, να εξαφανιστεί, να μη τη δει ξανά, ταλαιπωρήθηκε κάμποσο καιρό όμως στο τέλος το ξεπέρασε,  ήταν φθινόπωρο άλλωστε κι η αυτοπεποίθηση του ήταν ψηλά…

 Φθινόπωρο πάλι είχε πιάσει την πρώτη δουλειά του,  στους κήπους βέβαια όπου δούλευε κι ο παππούς του,   χωριάτες ήτανε,  αυτό ήξεραν να κάνουν καλά.  Όμως εκείνο το φθινόπωρο ήταν το πιο γλυκό,  τότε είχε ανακαλύψει ότι ήθελε να κάνει κάτι καλλιτεχνικό στη ζωή του,  όλο το καλοκαίρι έκανε πρόβες θεατρικές  με κάτι παιδιά κι έδωσαν εξετάσεις για κάποια σχολή,  δεν  είχε περάσει  βέβαια  αλλά  ούτε που τον ένοιαζε, είχε ανακαλύψει  το δρόμο του και ήξερε ότι κάποια  στιγμή θα πραγματοποιούσε τα όνειρα του . Με το που τελείωσαν  οι εξετάσεις λοιπόν έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά ενώ μέχρι τότε  γύριζε στα χαμένα στο πανεπιστήμιο . Υπήρχε ένα κτήμα τεράστιο  που είχε ο δεσπότης της περιοχής, ένας γέρος παράξενος, εκεί δούλεψε με την ψυχή του.  Σεργιάνιζε το χορτοκοπτικό μηχάνημα μέσα σε μια απέραντη έκταση από  γρασίδι  όπου είχαν βρει καταφύγιο ένα σωρό άγρια πουλιά.  Έβγαζε φυτά ξεραμένα,  ξερίζωνε θάμνους,  τα χέρια του είχαν γεμίσει πληγές,   ο παλιός κηπουρός είχε πάθει πλάκα  « γιατί τα ξερίζωσες  όλα αυτά;» -  «συγγνώμη» - «δεν πειράζει,  θα φυτρώσουν πάλι» του είχε πει   ο γέρο κηπουρός.  Του πήρε κανένα μήνα να συμμαζέψει το κτήμα,   είχε πιάσει και μια βροχή που τον ανάγκαζε να δουλεύει μουσκεμένος  αλλά ούτε  που τον ένοιαζε, είχε χάσει αρκετά κιλά τότε, το πρόσωπο του είχε στεγνώσει,  οι φίλοι του που τον είδαν είχαν τρομάξει,  συνήλθε όμως γρήγορα.

Φθινόπωρο είχε χωρίσει,  τότε που τον είχε αφήσει η γυναίκα του και ήταν μες τα νεύρα. Εκείνο που τον πείραζε πιο πολύ ήταν που δεν μπορούσε να χαρεί την αγαπημένη του εποχή επειδή τη σκεφτόταν όλη την ώρα,  σιγά την απώλεια  αλλά που να το καταλάβει  τότε. Καθόταν σε μια διασταύρωση κάπου στα όρια της πόλης,  και χάζευε τον συννεφιασμένο ουρανό και τα  δέντρα που έριχναν τα φύλλα τους ,  ήταν μια εποχή δύσκολη αλλά πέρασε και πήγε στο καλό . Φθινόπωρο είχε γνωρίσει και την άλλη γυναίκα του και ήταν πολύ ερωτευμένος τότε,  αν ήταν άλλη εποχή  ίσως δεν θα άντεχε όλα τα καψόνια που του έκανε όταν  τον άφηνε μόνο του κι ήθελε να πεθάνει,  όμως βαθιά μέσα του ήξερε ότι έπρεπε να κάνει υπομονή και ν’ αντέξει εκείνη τη δοκιμασία,  ήξερε ότι τα πράγματα θα έστρωναν κάποια στιγμή κι έτσι έγινε και τελικά η γυναίκα του ηρέμησε και τον δέχτηκε. Όταν τα φτιάξανε καθόταν στο δωμάτιο της κι έβλεπε τα καρύδια που είχαν ωριμάσει στο δέντρο  έξω από το μπαλκόνι της,  του θύμιζαν την καρυδιά που είχαν στο χωριό και τέτοια  εποχή μάζευαν τον καρπό της σε κάτι τσουβάλια μικρά και τα έβαζαν σ’  ένα μέρος στο ταβάνι κάτω από τα καπνά που ξεραίνονταν να στεγνώσουν κι εκείνα , θυμόταν το χωράφι με την καρυδιά και χαμογελούσε μέσα του.

Φθινόπωρο  είχαν πάει διακοπές  με τη γυναίκα του,  σε μια χώρα με κάστρα, πύργους κι ένα σωρό αρχαία. Αν και ήταν Σεπτέμβρης προχωρημένος   έκανε πολύ ζέστη,   δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, κοίταζε τα χωράφια του αεροδρομίου που  ήταν γεμάτα από κάτι  μάραθους καχεκτικούς  και πάσχιζε να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του.  Με το που πάτησαν εκεί πέρα το πόδι τους, όλοι οι οδηγοί τους περίμεναν να περάσουν από τις διαβάσεις,   ‘’τι γίνεται εδώ πέρα;’’ αναρωτιόντουσαν,  πίσω στην πατρίδα όταν έβλεπαν πεζό όλοι γκάζωναν να τον πατήσουν σα να μην υπήρχε.  Όπως πεινούσαν πήγαν   σ’  ένα μέρος που έμοιαζε με φούρνο  και  είχε κάτι γλυκά πολύ νόστιμα,  κάθισαν εκεί δίπλα σ’ ένα δρόμο  και κοίταζαν τον κόσμο που περνούσε,  ήταν πολύ όμορφα, όμως τα  φαγητά στα εστιατόρια τους δεν του άρεσαν,  δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί εκθειάζονταν τόσο πολύ η κουζίνα εκείνης της  χώρας . Πάντως  τα χωριά τους  ήταν φοβερά,  με κάτι εκκλησίες μεσαιωνικές, κάτι γέφυρες παλιές,  πελώριες, και κάτι τείχη για να φυλαχτούν  λέει από τους Σαρακηνούς πειρατές που έρχονταν  από τα γειτονικά παράλια.  Είχαν πάει και σ ένα μέρος με  μια πλατεία   από την εποχή του μπαρόκ, μια τεράστια οικοδομή που δέσποζε   ήταν λέει  η κατοικία  κάποιου κόμη πολύ πλούσιου  κι εκεί μέσα είχαν γυριστεί σκηνές από τον Γατόπαρδο  του  Λουκίνο Βισκόντι  . Τα βράδια κοιμόταν σ’ ένα μικρό  ξενοδοχείο κι εκείνος ξυπνούσε από  τα χαράματα,  δεν μπορούσε να συνηθίσει τις αλλαγές της ώρας,  σηκώνονταν μες  τη νύχτα κι έβλεπε  τα άστρα  ψηλά στον ουρανό προσπαθώντας να μαντέψει τη θέση των αστερισμών εκεί στην  ξένη χώρα. Ένα πρωινό τους ξύπνησε η αστυνομία, κάποιον ζητούσαν,  ένας τύπος με μια στολή μπλε και κόκκινη στέκονταν έξω  από την πόρτα τους  κι όταν τον είδε του χαμογέλασε ζητώντας συγγνώμη . Όταν έφυγε ο αστυνομικός πήγε στο προαύλιο και κάθισε στην ερημιά  βλέποντας μια ωραία  πεδιάδα κυκλωμένη από λόφους    που απλώνονταν μπροστά του.  Σ’  έναν  λόφο υπήρχε μια μικρή πολιτεία που επικοινωνούσε  με το αντικρινό ύψωμα  μέσω μιας γέφυρας τεράστιας με κάτι καμάρες πανύψηλες,  ένα θαύμα μηχανικής ασφαλώς.  Στο μικρό ξενοδοχείο δεν υπήρχε κανείς,  μονάχα οι ένοικοι που κοιμόντουσαν ακόμα,   επικρατούσε μια ησυχία γεμάτη  ένταση  που δεν ήξερε από πού προέρχονταν,  σαν κάποιος να παραμόνευε εκεί στην ερημιά…  

Στο αεροδρόμιο όταν γυρνούσαν  επικρατούσε μια  αναστάτωση,  ένα  κάρο κόσμος από την Αφρική ετοιμάζονταν να ταξιδέψει,  φαίνεται δούλευαν σ’ εκείνη τη χώρα κι έφευγαν για τις διακοπές τους.   Υπήρχε μια ουρά τεράστια,  στον έλεγχο ένας τύπος νευρικός μάλωνε με μια αδύνατη  γυναίκα για τα χαρτιά της, της τα άρπαζε από το χέρι κι εκείνη φώναζε.  Άλλοι φρουροί άνοιγαν βαλίτσες κι έψαχναν   κινητά και συσκευές, τύποι με σορτς   βημάτιζαν  πίνοντας καφέδες.  Καθώς είχαν λίγο χρόνο η γυναίκα του θυμήθηκε ότι έπρεπε ν’  αγοράσει κάτι από το αεροδρόμιο για τα ανίψια της  όμως οι υπάλληλοι δεν δέχονταν την κάρτα της τα και τον έστειλε να βγάλει λεφτά από κάποιο μηχάνημα. Τα μηχανήματα βρίσκονταν σ’ ένα χώρο κάπως σκοτεινό κι όπως προσπαθούσε  να βάλει τα χαρτονομίσματα στην τσέπη,  του  έπεσαν όλα μαζί  σε μια σχάρα που υπήρχε στο δάπεδο. Τον έπιασε πανικός και  πήγε σ’ ένα  παιδί εκεί δίπλα σ’  ένα μαγαζί που πουλούσε τυρόπιτες.  εκείνο του είπε στα αγγλικά  «δεν μπορώ να κάνω κάτι φίλε» όμως ένας τύπος μελαμψός από ένα συνεργείο καθαρισμού, βοορειοαφρικανός  σίγουρα,   χωρίς  να πει τίποτα πήγε στη σιδερένια σχάρα,  την  έπιασε από τις δυο άκρες και τη σήκωσε με μεγάλη άνεση. Πήρε τα χαρτονομίσματα και του τα έδωσε,  δεν ήξερε πως να τον ευχαριστήσει,  πως δεν το είχε σκεφτεί, ήταν τόσο απλό,   καλά που πήγαιναν  κι έβαζαν τις σχάρες για τα νερά,  θα μπορούσε να πέσει κάποιο χαρτί,  κάποια  ταυτότητα και βέβαια χρήματα, ήταν εντελώς αστόχαστο. Τελικά ηρέμησε και  πήγε τα λεφτά  στη γυναίκα του,  ίσα- ίσα πρόλαβαν να ψωνίσουν μερικές σοκολάτες προτού κλείσουν οι πύλες αποβίβασης.  

 Επιτέλους  μπήκαν στο αεροπλάνο κι απογειώθηκαν ενώ εκείνος  σκεφτόταν τον βορειοαφρικανό που είχε δείξει τόσο μεγάλη ετοιμότητα,  κοίταζε έξω κι αναρωτιούνταν τι ταχύτητα έπιανε εκείνο το σκάφος για να σηκωθεί στον αέρα, από ψηλά προσπαθούσε να καταλάβει σε ποια  χώρα βρισκόταν,  ρώτησε τις αεροσυνοδούς αλλά εκείνες δεν είχαν ιδέα ποια  χωριά,  βουνά,  ποτάμια και δάση   απλώνονταν από κάτω τους, αυτός  πάντως  χάζευε τα δέντρα που άρχιζαν να παίρνουν τα γλυκά χρώματα του φθινοπώρου,  εκείνα τα καφέ, τα κίτρινα και τα κόκκινα.  

 

 

 

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...