Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

ΛΑΜΠΥΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΗΛΙΑΧΤΙΔΩΝ

Το χιόνι έπεφτε όλο και πιο πυκνό όταν άκουσε να σκάει ένα από τα μπροστινά λάστιχα του, ότι χειρότερο μπορούσε να του συμβεί εκείνη τη στιγμή, από νωρίς που είχε βγει στους δρόμους οι νιφάδες σκέπαζαν τα πάντα όμως δεν έδειχνε ότι θα το έστρωνε κι ήταν Παρασκευή βράδυ, η καλύτερη μέρα για τα ταξί επειδή όλη νύχτα κουβαλούσαν πιτσιρικάδες κι άλλους ξενύχτηδες που έβγαιναν στα μαγαζιά του κέντρου ή της παραλίας, τις γιορτές είχε δουλέψει καλά κι ήλπιζε σε μια ακόμα καλή βραδιά επειδή όλη τη βδομάδα πηγαινοέρχονταν σαν το δαίμονα περιμένοντας κάποιον να σηκώσει το χέρι του. Βλαστήμησε μέσα του και τηλεφώνησε στην οδική βοήθεια αλλά δεν μπορούσε να περιμένει, μέχρι να έρθουν οι τύποι μπορεί να ξημέρωνε καθώς σίγουρα μ’ εκείνον τον χαμό θα είχαν ένα κάρο περιστατικά. Πάρκαρε στην άκρη ενός στενού, φόρεσε τα γάντια του και βγήκε έξω στην παγωνιά, έβγαλε την ρεζέρβα, τον γρύλο και το κλειδί των μπουλονιών απ’ το πόρτ μπαγκάζ, σήκωσε την μπροστινή μεριά του αμαξιού κι άρχισε να ξεβιδώνει, το χιόνι δεν έλεγε να σταματήσει το καταραμένο, σκεφτόταν ότι όλη η βραδιά του θα πήγαινε χαμένη όταν εμφανίστηκε το φορτηγάκι της οδικής κι ένα τύπος με γενειάδα κατέβηκε να τον βοηθήσει, ήταν πολύ καλύτερα μ’ ένα ακόμα άτομο και γονατίζοντας πάνω στην παγωμένη υγρή άσφαλτο τελείωσαν γρήγορα, ευχαρίστησε τον γενειοφόρο, τίναξε το χιόνι από πάνω του και ξεκίνησε πάλι ελπίζοντας να μη του συμβεί άλλο κακό.

Οι δρόμοι εξακολουθούσαν να είναι βατοί και παρά την χιονόπτωση κάμποσα αυτοκίνητα εξακολουθούσαν να κινούνται στην νύχτα σχηματίζοντας ένα κομβόι όπου κανείς δεν τολμούσε να προσπεράσει τον άλλον μόνο παρακολουθούσαν τον μπροστινό του υπομονετικά όπως τα καραβάνια στην έρημο. Άνοιξε ένα μπουκάλι με νερό να δροσιστεί λίγο όταν είδε δυο κοπέλες να του κάνουν σινιάλο, σταμάτησε και τα κορίτσια μπήκαν μέσα τρίβοντας τα παγωμένα χέρια τους, είπαν μια διεύθυνση και μετά άρχισαν να μιλούν ακατάπαυστα όπως το συνηθίζουν οι γυναίκες σε όλες τις καταστάσεις, το χιόνι τους είχε χαλάσει τη βραδιά γιατί φοβήθηκαν ότι δεν θα μπορούσαν να γυρίσουν σπίτι κι είχαν φύγει εσπευσμένα από ένα μαγαζί όπου συνήθως έμεναν ώσπου να βγει ο ήλιος, τις κοίταξε μια στιγμή στον καθρέφτη κι ύστερα καρφώθηκε μπροστά γιατί ένα λάθος θα τον έστελνε καρφωτό πάνω σε κανένα παρκαρισμένο κι ύστερα άντε να ξεμπλέξεις. Το κομβόι των αυτοκινήτων συνέχιζε κανονικά κι απ’ ότι μπορούσε να δει ακολουθούσε μια αλατιέρα που είχε βγει από τις υπηρεσίες του δήμου, όλα έμοιαζαν κανονικά, χαλάρωσε λίγο όταν ξαφνικά το χιόνι πύκνωσε τόσο πολύ που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τίποτα και τότε άρχισαν όλοι να φεύγουν με τις μπάντες άλλος από δω κι άλλος από κει, ήταν πολύ θεαματικό, πολύ κουφό, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα, οι νιφάδες ήταν τόσο χοντρές που σκέπαζαν κατευθείαν το οδόστρωμα κι έπεφταν κατά εκατομμύρια σκεπάζοντας τα πάντα, το αμάξι του ήταν βαρύ αλλά οι κοπέλες πήγαιναν σε κάποιο ανηφορικό μέρος της πόλης όπου δεν υπήρχε περίπτωση να βγει μ’ εκείνον τον καιρό, ‘’Λυπάμαι κορίτσια δε γίνεται να συνεχίσω!’’ είπε κι αυτά κατέβηκαν απρόθυμα να συνεχίσουν με τα πόδια μες τον χαλασμό, ήταν σίγουρος ότι θα τα κατάφερναν, στο κάτω- κάτω ας είχαν και μια εμπειρία διαφορετική.

Τώρα πια η κυκλοφορία είχε αποσυντονιστεί εντελώς και μόνο μερικοί που είχαν φορέσει αλυσίδες καθώς και κάτι άλλα οχήματα με κίνηση στους τέσσερις τροχούς κινούνταν σχετικά άνετα, κάποιοι έβγαιναν έξω και φώναζαν, άλλοι τηλεφωνούσαν, κάποιος έβριζε, ένα χάος επικρατούσε, ‘’Πάει η βραδιά !’’ έκανε τη σκέψη καθώς πάλευε να κρατήσει στο δρόμο το αυτοκίνητο του, τώρα το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να φτάσει στο σπίτι του γιατί είχε κι αυτός κολλήσει, κάλεσε ξανά την οδική βοήθεια και από διαβολική σύμπτωση εμφανίστηκε μετά από λίγο πάλι ο ίδιος τύπος με τη γενειάδα, του ζήτησε να τον τραβήξει μέχρι κάποιο σημείο όμως ο άλλος φάνηκε εντελώς αδιάφορος, σήκωσε τους ώμους σα να μην έτρεχε τίποτα και είπε ότι είχε τριάντα κλήσεις που τον περίμεναν καθώς όλα είχαν διαλυθεί εκείνο το βράδυ. Κόντευε να σκάσει απ’ το κακό του, όλο το χρόνο σαν ηλίθιος τους πλήρωνε για μια τέτοια στιγμή και τώρα που τους χρειαζόταν πραγματικά τον είχαν αφήσει στο έλεος του θεού, έβαλε μπρος τη μηχανή κι άρχισε να προχωρά βλέποντας αμάξια να φεύγουν δεξιά αριστερά σα να βρίσκονταν σε πίστα με συγκρουόμενα, κάποια στιγμή ένιωσε να χτυπά έναν όγκο σκοτεινό, ακούστηκε ένα ‘’σντουπ!!!’’ , ούτε κατάλαβε τι ήτανε, δεν μπορούσε να δει, τρόμαξε, σκέφτηκε ότι δεν θα τα κατάφερνε και σταμάτησε σ’ ένα βενζινάδικο όπου κάποιος φτυάριζε χιόνι καθαρίζοντας το μέρος, εκεί πέρα υπήρχε μια καφετέρια που έμενε ανοιχτή όλη τη νύχτα, σταμάτησε με τα χίλια ζόρια και μπήκε μέσα ελπίζοντας ότι θα σταματούσε το κακό.

Η καφετέρια είχε μια ζέστη που σου ανέβαζε αμέσως το ηθικό, παρήγγειλε καφέ και κάθισε σε μια γωνιά ακούγοντας δυο τύπους να συζητούν φωναχτά σα να μη συνέβαινε τίποτα γύρω τους , ο ένας απ’ αυτούς θα έφευγε για την Αυστραλία κάτω στην Τασμανία, να δουλέψει σε μια επιχείρηση ελλήνων, άκου τώρα που έχει βρει να πάει ο άνθρωπος, πιο μακριά δε γινόταν, εκεί κάτω μάλιστα είχαν καλοκαίρι τέτοια εποχή, φαντάσου τώρα, κι έκαναν μπάνια στις παραλίες. Καθόταν κι άκουγε βλέποντας το χιόνι να πέφτει ασταμάτητο, δεν φαινόταν ότι υπήρχε περίπτωση να άνοιγαν οι δρόμοι, για δουλειά δε γινόταν ούτε λόγος, το θέμα του ήταν τώρα πως θα πήγαινε το αμάξι στο σπίτι, μα πόσο σπαστικό ήταν όλο εκείνο το πράγμα που έριχνε, θυμήθηκε τη μάνα του την συγχωρεμένη που αγαπούσε το χιόνι, έλεγε ότι καθάριζε τα μάρμαρα στα μπαλκόνια, ‘’Να δεις που μόλις το λιώσει θα τα έχει γυαλίσει όλα’’ έλεγε και πράγματι, με το που έφευγαν τα χιόνια τα μπαλκόνια έλαμπαν σα να τα είχαν γυαλίσει!

Σπάνια χιόνιζε έτσι στην πόλη, αυτός τουλάχιστον δεν έιχε δει τόσο όγκο, μια φόρα μόνο, τότε που σπούδαζε σε μια επαρχιακή πόλη, είχε ρίξει τόσο πολύ που είχε αποκλειστεί για μέρες πολλές στο διαμέρισμα του βλέποντας απ’ το παράθυρο μια γέφυρα κάτω απ’ την οποία έτρεχαν νερά σκοτεινά μέσα από φυλλώματα, εκείνο το τοπίο του είχε μείνει. Φοιτητής ήταν τότε κι είχε περάσει κοντά ένα μήνα σε μια εστία που θύμιζε κτήριο χώρας του κομουνιστικού μπλοκ, πνιγμένη στο τσιμέντο, σε μια φάση είχε κοπεί το ρεύμα και κόντευε να τρελαθεί, ευτυχώς το είχαν φτιάξει αλλιώς δεν θα έβγαινε ζωντανός από κει μέσα αυτός και κάτι άλλοι φοιτητές από μια χώρα του βορρά που συμμετείχαν σ’ ένα πρόγραμμα και είχαν βρεθεί κατά κει, αυτοί βέβαια ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιες καταστάσεις επειδή εκεί ψηλά χιόνιζε κάθε χρόνο με το τσουβάλι.

Εκείνες ήταν οι πιο παγωμένε μέρες της ζωής του, τις νύχτες που δεν δούλευαν τα καλοριφέρ έριχνε ότι είχε και δεν είχε πάνω του μήπως σταματήσει να τρέμει, περνούσε την ώρα παρακολουθώντας ταινίες κι ότι άλλο έδειχνε μια μικροσκοπική τηλεόραση που έτυχε να έχει, σε κάποια φάση είχε χαλάσει η συσκευή και κόντευε να τρελαθεί, ευτυχώς μια κοπέλα ξανθιά από κείνες τις βόρειες , πολύ όμορφη και κάπως λοξή, που σπούδαζε πιάνο , τον είχε βοηθήσει να τη φτιάξουν, πολλές φορές καθόταν στο δωμάτιο της και την άκουγε να παίζει απλώνοντας τα δάχτυλα της στα πλήκτρα κάτι κομμάτια περίεργα, όλες οι στενοχώριες του φεύγανε τότε, το μυαλό του ηρεμούσε, άλλοτε πάλι ερχόταν αυτή στο δωμάτιο του και βλέπανε ταινίες κινούμενων σχεδίων σ’ ένα κανάλι ξένο που έπιαναν , αυτό που του είχε μείνει ήταν μια ταινία για έναν μοναχό κάπου στην Ινδία που έπρεπε να περάσει για κάποιο λόγο μια νύχτα γυμνός πάνω στα βουνά κι εκείνος είχε αντέξει χρησιμοποιώντας ένα κόλπο, έβαλε ν’ ανάψουν μια φωτιά στο απέναντι όρος και βλέποντας την λάμψη της όλη την ώρα κατάφερε να βγει ζωντανός μέχρι το ξημέρωμα, εκείνη η ιστορία είχε χαραχτεί βαθιά μέσα στο μυαλό και φυσικά το είχε ερωτευτεί εκείνο το κορίτσι κι όταν ήταν να γυρίσει στην πατρίδα του είχε σαλτάρει, δεν τον χωρούσε ο τόπος του είχε στοιχίσει πολύ…

Βγαίνοντας από την καφετέρια αισθάνθηκε μια ησυχία απόλυτη σα να είχαν τελειώσει όλα, σήκωσε τα μάτια ψηλά βλέποντας το χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα, καλύπτοντας το σύμπαν, ήταν σα να είχε αποκοιμηθεί ολόκληρη η πλάση, όλα γύρω του φάνηκαν αλλιώτικα σα να είχε συμβεί κάτι που άλλαξε τη μορφή και το σχήμα τους, δεν μπορούσε να προσανατολιστεί κι αναρωτιόταν που είχε αφήσει το αμάξι του, η περιοχή του φαινόταν άγνωστη, οι δρόμοι είχαν αδειάσει εντελώς, αισθάνονταν καταπονημένος και το μόνο ου ήθελε ήταν να πέσει στο κρεβάτι του και να κοιμηθεί ώρες ατελείωτες, βρήκε τελικά το αμάξι του αλλά οι ρόδες του είχαν πνιγεί στο χιόνι κι π ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να ξεκολλήσει από κει πέρα, τον έπιασε μια απελπισία, εκείνο το καταραμένο χιόνι του έκανε τη ζωή δύσκολη για πιο λόγο χρειαζόταν τι στο δαίμονα ήθελε μες τη νύχτα να ταλαιπωρεί τον κόσμο, πως είχε βρεθεί σ’ εκείνη την ερημιά όπου δεν κινούνταν τίποτα εκτός από έναν παλαβό με τον σκύλο του που είχαν βγει βόλτα, το σκυλί προσπαθούσε να τρέξει κι όλη την ώρα έφερνε βούτες σαν χαζό, σηκωνόταν κι έπεφτε πάλι, κυλιόταν, τινάζονταν, ήταν φανερό ότι χαιρόταν αφάνταστα το σκηνικό, όπως περνούσε μπροστά απ’ την είσοδο μιας πολυκατοικίας του ήρθε να βάλει τα γέλια όταν τα φώτα άναψαν μόνα τους κι ακούστηκε ο ήχος ενός πιάνου που έπαιζε μια μελωδία, έσπαγε το κεφάλι του να θυμηθεί που την ήξερε, που την είχε ακούσει, γιατί του ήταν τόσο γνωστή, μα βέβαια, πως μπορούσε να μη το θυμάται, έναν καιρό σβούριζε δαιμονισμένα στο κεφάλι του, ήταν εκείνο το κομμάτι που έπαιζε το ξανθό κορίτσι τότε στις εστίες όπου ήταν αποκλεισμένος, προχώρησε στο παράθυρο του ορόφου που δεν ήταν και πολύ ψηλά απ’ το έδαφος και είδε μια ξανθιά φιγούρα να κάθεται μπροστά σ ένα όρθιο πιάνο παίζοντας την ίδια μελωδία, περίμενε λίγο μέχρι που η κοπέλα γύρισε το πρόσωπο της και τον κάρφωσε με τα μάτια της σα να τον περίμενε, τινάχτηκε πίσω και γλιστρώντας έπεσε με την πλάτη στο μαλακό χιόνι, έμεινε εκεί πέρα ξαπλωμένος, ήταν τόσο όμορφα, σφάλισε τα μάτια του κι αμέσως εκατομμύρια λαμπυρισμοί απ’ όλες τι μεριές τον πλημμύρισαν σα ν’ αντίκριζε την ανατολή του ήλιου που γέμιζε με ηλιαχτίδες την ατμόσφαιρα .

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Παραμονή Χριστουγέννων  στην Αθήνα σ’  ένα στρατόπεδο, μια υπηρεσία είχα στο επιλοχάδικο, η πόρτα ανοιχτή, δέσμες φωτός  μπαίνουν από ένα  παράθυρο, μια τηλεόραση μαυρόασπρη παίζει, ένα τραγούδι ακούγεται, στέκομαι μαγεμένος, αυτή η ανάμνηση μου έχει  μείνει απ τα Χριστούγεννα.

Κάτι  άλλες γιορτές ήμουνα  μόνος κι  ήθελα κάποιον δίπλα μου οπωσδήποτε, δεν άντεχα, η Μ ευτυχώς ήταν εκεί, ‘’Μπορείς λίγο ακόμα σε παρακαλώ!’’ της είχα πει, έμεινε ώσπου μου πέρασε ευτυχώς δεν είχε κρατήσει πολύ. Μια πρωτοχρονιά πάλι σ’ ένα θέατρο μπαίνω μόνος και προτού ξεκινήσει η παράσταση βλέπω μια ηθοποιό ξανθιά στα παρασκήνια,  με την άκρη του ματιού μου προσέχω κάτι γνωστούς που ήθελα  ν’ αποφύγω,  σκέφτομαι :’’ Είναι παγίδα,   πρέπει να φύγω από δω ! ‘’ λέω σε μια γυναίκα στο ταμείο ‘’Θα βγω για λίγο να πάρω κάτι και θα γυρίσω ‘’-  ‘’Εντάξει!’’ μου λέει,  με το που  κατεβαίνω τις σκάλες του θεάτρου μια ανακούφιση, πολλές φορές μού χει τύχει να νιώσω ότι ένα μέρος έχει αρνητική ενέργεια, δεν μπορώ να εξηγήσω πως γίνεται.  Μια άλλη φορά  στο λεωφορείο, γιορτές, περνούσαμε έναν  δρόμο  παραλιακό,  μια γυναίκα ήρεμη, ηλικιωμένη  καθόταν  δίπλα μου λέγοντας ήσυχα  ιστορίες απ τη ζωή της, ο ήλιος χτυπούσε πάνω στη θάλασσα σκορπίζοντας φως εκτυφλωτικό  προς όλες τις κατευθύνσεις,  το ραδιόφωνο έπαιζε  τραγούδια κι αφιερώσεις…

‘’Που θα πάτε τις γιορτές ;’’ με ρώτησε η Π όταν πήγα να τη δω στο νοσοκομείο, τη βρήκα  αδυνατισμένη, της είχαν βρει ανεύρυσμα,  μια φλεβίτσα πίσω στο κεφάλι που έσπασε,  μας έδειξε και την ακτινογραφία,  την γλύτωσε τη τελευταία στιγμή, και να φανταστείς ότι προτού το πάθει είχαμε βγει για καφέ κι έδειχνε μια χαρά, τι μπορεί να σου συμβεί στα  καλά  καθούμενα !  Το βράδυ είχε νιώσει τρομερό πονοκέφαλο κι έτρεχαν στα εφημερεύοντα,  ο άντρας της είχε χαλάσει τον κόσμο,  στο θάλαμο που την είχαν βάλει τελικά   μια θέα φοβερή απ το τζάμι, ‘’Πολύ τυχερή είσαι της είπα!’’,  χαμογέλασε, κάθισα λίγο  να τη δω κι όπως συζητούσαμε  η μνήμη μου συνέχιζε να φέρνει στην επιφάνεια εικόνες από  γιορτές περασμένες.

Την πρωτοχρονιά θα πηγαίναμε σ’  ένα μέρος  ορεινό με κάτι φίλους, η γυναίκα μου  με περίμενε μαζί με τους φίλους σ’ ένα χωριό όπου είχε πάει να δει κάτι συγγενείς της.  Το πρωί της πρώτης μέρας του χρόνου   ένα αμάξι καρφωμένο σε  μια κολώνα,  το φλας  του αναβόσβηνε ακόμα, ο αέρας που φυσούσε μάζευε στις γωνιές σωρούς  από φύλλα , στην ατμόσφαιρα μυρουδιά από πετρέλαιο που έκαιγαν  οι καυστήρες. Στους δρόμους αστικά άδεια πήγαιναν  κι ερχόταν, ένας τρωγλοδύτης έψαχνε σε κάποιο κάδο,  μια σημαία ανέμιζε ψηλά σ’ ένα μπαλκόνι,  πιτσιρικάδες ξενυχτισμένοι με  κουκούλες κατεβασμένες  πήγαιναν  για ύπνο,  στα ΚΤΕΛ  μετανάστες φεύγανε για την επαρχία, κοπάδια πουλιών πετούσαν όλη την ώρα ταξιδεύοντας  στον ουρανό κατά το βορρά. 

Μια θέση άδεια στο μπροστινό μέρος του οχήματος βρήκα και σφηνώθηκα, το σώμα μου πιασμένο απ’  τη δουλειά, δεν ένιωθα τα πόδια μου, σερί το πήγαμε φέτος δίχως ούτε μια αργία,  δεν ξεκουράστηκα καθόλου, πόσο κόσμο σέρβιρα,  τι γινόταν την παραμονή,  κόλαση,  πόσες ώρες στεκόμουν όρθιος, ένα σωρό γνωστοί  είχαν περάσει  να με χαιρετήσουν από κει πέρα,  τους ευχαριστούσα κι έπεφτα  πάλι με τα μούτρα,  ‘’Μια μέρα είναι θα περάσει !’’ σκεφτόμουν μέσα μου. Μπάντες γύφτων με νταούλια και ζουρνάδες έπαιζαν δυνατά  χαλώντας  τον κόσμο, σου έσπαγαν τον κεφάλι, ο κόσμος διασκέδαζε,  εκτονώνονταν βασικά κάτι που κάθε χρόνιο  όλο και πιο αντιπαθητικό μου φαίνεται.

Όλες τις προηγούμενες μέρες  αμάξια  ξεφόρτωναν  στα ανθοπωλεία  σωρούς  από κλωνάρια με μπιλάκια κόκκινα κι άλλα λουλούδια γιορταστικά,  όμορφα, γεμάτα χρώματα, στην εκκλησία είχανε στολίσει  με αλεξανδρινά   και κλωνάρια από έλατο,  διάφορους είχα δει να έρχονται και  να προσκυνούν τα πρωινά   σα να ήθελαν να πάρουν κουράγιο για τη δύσκολη  μέρα που είχαν μπροστά,  ποιος ξέρει   τι δυσκολίες και τι προβλήματα θα συναντούσαν,  η ζωή έχει γίνει πολύ δύσκολη. Σ’  ένα μαγαζί με φρουτάκια  απ’ όπου πέρασα να δω ένα φίλο η κοπέλα  που φύλαγε στην εξώπορτα με νόμιζε  για αστυνομικό και με κοίταζε στα  μάτια,  γριές και τύποι παρακμιακοί έπαιζαν  ηλεκτρονικά σε μια αίθουσα που ζεσταίνονταν  από κλιματιστικά , η ατμόσφαιρα αποπνικτική, όπως έφευγα είδα  μπροστά σε μια οθόνη όπου ανεβοκατέβαιναν μπανάνες και φράουλες  εκείνον  τον τύπο που έβλεπα κάθε φορά στην είσοδο της πολυκατοικίας μας να παίζει μ’ ένα κινητό καρφωμένος,  τον έβλεπα εκεί όποτε έφευγα και τον  έβρισκα πάλι όποτε γύριζα, ποιος ήταν,  τι έκανε,  που έμενε,  δεν μπορούσα να καταλάβω,  όλοι στην οικοδομή τον φοβόμασταν αν και δεν μιλούσε.

 Στη στάση που κατέβηκα με περίμεναν τα παιδιά κι η γυναίκα μου όπως είχαμε κανονίσει,  αλλού  ήθελα εγώ να πάμε αλλά   τελικά βέβαια περάσαμε τόσο καλά  που  ευτυχώς δεν έκανα καμιά ηλιθιότητα να επιμείνω,  ο Σάββας ήταν φοβερός οδηγός και ήξερε καλά την περιοχή επειδή  είχε ζήσει κάμποσα χρόνια εκεί πέρα, μας  εξήγησε ότι από ανατολικά πάντα τους  έπιανε  η κακοκαιρία τόσο σφοδρή που δεν μπορούσες να σταθείς ,  αέρηδες και χιόνι που κρατούσαν βδομάδες,   το μικροκλίμα σ’  εκείνη τη χερσόνησο  ήταν  πολύ ζόρικο. Χαζεύοντας απ’  το παράθυρο σκεφτόμουν ότι   είχα  καμιά δεκαετία να περάσω από κει και το μέρος  είχε αλλάξει εντελώς,  κάποτε έβλεπες παντού ντουμάνια από καπνούς καθώς  έψηναν σουβλάκια κι άλλα κρέατα, κόσμος πολύς κι αυτοκίνητα παντού σταματημένα που γέμιζαν τους χωματόδρομους,  τώρα δεν υπήρχαν πλέον, έμοιαζαν  όλα πολύ ήσυχα .

‘’Βγείτε λίγο έξω να δείτε τη θέα μέχρι τις λίμνες!’’ φώναξε ο Σάββας και σταμάτησε σ ένα πλάτωμα ανοιχτό με κάτι παγκάκια κι ακακίες,  οι γυναίκες άναψαν τσιγάρο, και βγήκαν να ξεμουδιάσουν λιγάκι, το τοπίο κάτω που βλέπαμε παράξενο  σα να το είχαν σπείρει με βράχους,  δυο τρεις  κυνηγοί με πορτοκαλιά γιλέκα περπατούσαν στην ερημιά,  σκύλοι τους ακολουθούσαν πίσω στριφογυρίζοντας στα  μονοπάτια. Από ένα χωριό περάσαμε,  τα κορίτσια ήθελαν  καφέ και μπήκαμε στο πρώτο μαγαζί που συναντήσαμε όμως η ατμόσφαιρα εκεί μέσα μου φάνηκε πολύ κρύα κι αμέσως είπα πάμε να φύγουμε από δω,  οι άλλοι με ακολούθησαν ρωτώντας  πότε πρόλαβα να καταλάβω ότι δεν ήταν καλό όμως για μένα ήταν καθαρό ότι δεν θα καθόμουν εκεί με τίποτα, κάπως έτσι  είχα νιώσει εκείνη την πρωτοχρονιά που  το είχα σκάσει απ το θέατρο.  Περπατώντας λίγο βγήκαμε σε μια πλατεία μ’ ένα πλατάνι στη βάση του οποίου  έτρεχε νερό,  ο Σάββας έσκυψε και ήπιε λίγο ‘’Υπέροχο!’’ έκανε την εκτίμηση.  Δοκιμάσαμε μια άλλη καφετέρια που αποδείχτηκε εξαιρετική επιλογή,  σε μια γωνιά υπήρχε  μια σόμπα ενσωματωμένη στον τοίχο, δεν είχαμε ξαναδεί τέτοια κατασκευή,  αμέσως πήγα κι έπιασα θέση δίπλα της,  αν κι έκαιγε  λίγο καθόλου δεν με πείραζε γιατί είχαμε παγώσει τόση ώρα,  κάτι κυψέλες για ντεκόρ   γύρω,  η σοκολάτα που μας δώσανε δε μας άρεσε,  σπίτια παλιά με ξύλα και μπαλκόνια και πέτρες περιστοίχιζαν την παλιά  πλατεία, ωραία αρχιτεκτονική,  οι γυναίκες είπαν ότι ευχαρίστως θα έμεναν σ’ ένα από κείνα τα κτίσματα.

Αφού ζεσταθήκαμε καλά αρχίσαμε να σκαρφαλώνουμε   στο βουνό γυρεύοντας τον προορισμό μας , δεξιά κι αριστερά μας πεύκα πανύψηλα,  οξιές,  καστανιές και έλατα,  πάνω στα φύλλα ένα απαλό στρώμα χιονιού , ύστερα από ένα κάρο στροφές που σε πήγαιναν όλο και πιο ψηλά  φτάσαμε στην  κορυφή απ όπου  μπορούσαμε  να δούμε    την θάλασσα κατά  το νότο και το χωριό που το έδερνε η κακοκαιρία τους χειμώνες,  εκεί όπου είχε ζήσει καμιά δεκαριά χρόνια ο Σάββας , ‘’Εδώ είμαστε!’’ φώναξε  δείχνοντας  ένα σπιτάκι παλιό, ξύλινο,  χωμένο στο δάσος, ποιος  ξέρει για ποιο λόγο οι χωρικοί κι οι ξυλοκόποι είχαν επιλέξει εκείνο το σημείο στη γούβα του βουνού  για να χτίσουν το υποστατικό τους,  θύμιζε το σπιτάκι της μάγισσας όπου είχαν  βρει καταφύγιο ο Χάνσελ κι η Γκρέτελ, όμορφο και παράξενο μαζί, .

Πρώτη φορά πήγαινα σ εκείνο το μέρος όμως ήμουν σίγουρος ότι το ήξερα από κάπου,  καμιά φορά έχεις την αίσθηση ότι κάποια πράγματα,  κάποια πρόσωπα τα έχεις ξαναδεί  χωρίς  να ξέρεις που, παρκάραμε κάτω απ τα δέντρα και κατευθυνθήκαμε προς το σπιτάκι,  δυο σκύλοι μας υποδέχτηκαν κουνώντας  τις ουρές τους, ο ένας απ αυτούς, άσπρος μ’ ένα μαύρο μπάλωμα γύρω απ το μάτι ήταν πολύ φιλικός κι όταν του χάιδεψα το κεφάλι σηκώθηκε στα  δυο του πόδια σα να ήθελε να μ’ αγκαλιάσει, φτάνοντας στην είσοδο διαβάσαμε την επιγραφή ‘’ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ ‘’.  Σπρώξαμε μια πόρτα που έγδερνε το πάτωμα και μπήκαμε  στην  πρώτη κάμαρα του ξύλινου σπιτιού που ήταν κρύα, ανοίξαμε μια πόρτα ακόμα και μπήκαμε στην δεύτερη κάμαρα  όπου έκαιγε  μια σόμπα  γεμάτη ξύλα χοντρά,  καθίσαμε σε μαι γωνιά ξεφυλλίζοντας βιβλιαράκια  επισκεπτών και  φωτογραφίες ανθρώπων απ’  όλο τον κόσμο που είχαν έρθει εκεί πέρα  έβλεπες φάτσες Σκανδιναβών,  Ασιατών  Γιαπωνέζων, Αμερικάνων, ότι ήθελες,  δεν το περίμενα ποτέ ότι  θα είχαν επισκεφτεί εκείνο το σπιτάκι άνθρωποι  από τόσα διαφορετικά μέρη της γης . Σε λίγο ήρθε ο ιδιοκτήτης ένας γηραλέος αδύνατος  κρατώντας ποτά  και αναψυκτικά που είχαν παγώσει στο ύπαιθρο, εκεί πέρα δεν υπήρχε ανάγκη για ψυγείο, ο ιδιοκτήτης μας έφερε μεγάλες  φέτες ψωμιού που τις  ψήναμε ψωμί πάνω  στη σόμπα ενώ  εγώ  όλη την ώρα πήγαινα  κι ερχόμουν κουβαλώντας πιάτα από  μια κουζίνα τεράστια  όπου έβραζαν χόρτα κι έφτιαχναν σαλάτες, μια γυναίκα ξανθιά   που χαμογελούσε συνέχεια μου έδωσε μια μελιτζάνα ψητή αφού έριξε ξίδι και λάδι πάνω της, κάθε φορά που έβγαινα έξω με περίμενε ο  σκύλος με το μπάλωμα στο μάτι για να του πετάξω  κανένα κόκαλο που το τσάκιζε ευθύς στον αέρα με τα σκληρά του δόντια .

Στην αρχή ήμασταν μόνοι αλλά  μετά ήρθε μια παρέα, κάτι ζευγάρια με τα παιδιά τους, όλοι έμοιαζαν πολύ φιλικοί εκτός από έναν άντρα που μπήκε τελευταίος κι από κείνη τη στιγμή κάτι δε μου πήγαινε καλά,  τον πρόσεξα λίγο και κατάλαβα  ότι ήταν ο τύπος με το κινητό που έβλεπα κάθε φορά στην είσοδο της οικοδομής μας,  αυτός που είχα δει τα στο μαγαζί με τα φρουτάκια,  αν και τον είχα ξανασυναντήσει πρώτη φορά πρόσεχα τα χαρακτηριστικά του, το ένα μάτι του έμοιαζε κάπως θολό σα να ήταν χαλασμένο  και είχε  γένια μερικών ημερών, ένιωσα  ότι  κάτι δε μ’ άρεσε και ήθελα να φύγω  χωρίς  να πω τίποτα στους άλλους, η γυναίκα μου με κοιτούσε περίεργα σα ν έλεγε ‘’Τι σ’  έπιασε πάλι !’’ Βγήκα έξω και περπάτησα στο μαλακό χιόνι,  σ’ ένα  ύψωμα βρήκα μια βρύση και   δοκίμασα  να πλύνω τα χέρια μου όμως  ήταν παγωμένη οπότε έλιωσα  μια χούφτα χιονιού τρίβοντας τις παλάμες  μου , προχώρησα λίγο ακόμα για να δω τι υπήρχε πίσω απ το ύψωμα, το μονοπάτι ήταν λίγο απότομο και παραλίγο να πέσω, πιάστηκα από έναν  κέδρο αγκαθωτό που με γρατζούνισε  κι όπως ετοιμαζόμουν να δω τη θέα που εκτείνονταν μπροστά μου μια φωνή μ’ έκανε ν’  ανατριχιάσω, γύρισα και είδα τον τύπο με το χαλασμένο μάτι, ‘’Ψάχνεις  κάτι φίλε ;’’ μου είπε πλησιάζοντας κατά το μέρος μου.

 Δεν είχαμε κανένα προηγούμενο και κανονικά δεν είχα τίποτα να φοβηθώ όμως σ’ εκείνη την ερημιά δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος,  κανονικά έπρεπε να σηκωθώ να φύγω όπως ήμουνα όμως όπως γίνεται στα όνειρα  είχα κολλήσει εκεί πέρα και δεν μπορούσα να κουνηθώ, είχα απελπιστεί και σκεφτόμουν ότι έπρεπε να ξυπνήσω από κείνο το πράγμα γρήγορα καθώς ο άλλο πλησίαζε ολοένα, ‘’ Κάτι πρέπει να γίνει!  έλεγα από μέσα μου όταν μέσα απ τους κέδρους εμφανίστηκε ο σκύλος με το μπάλωμα  δείχνοντας τα άσπρα του δόντια κι όρμησε πάνω στον άλλον ρίχνοντας τον κάτω στο χιόνι, πάλεψαν για λίγο κι ακουγόταν οι γρήγορες ανάσες του ανθρώπου, ξεκόλλησα απ’ τη θέση μου   και  τράβηξα το ζώο γρήγορα, το χάιδεψα να το ηρεμήσω ενώ ο άλλος τίναζε το χιόνι και τα χώματα από πάνω του, όπως βαστούσα το λουρί  ήθελα να  πω ‘’Ρε φίλε με κατατρόμαξες!’’  όμως ο άλλος είχε εξαφανιστεί, δε φαινόταν πουθενά, σα να είχε ανοίξει η γη και τον κατάπιε μέσα της, ήταν παράξενο πολύ, ακόμα κι ο σκύλος έμοιαζε χαμένος.   

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...