Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ


Στο σχολείο κάθε άνοιξη τα παιδιά έβγαιναν  στα χωράφια να μαζέψουν κισσό πράσινο και κλωνάρια ελιάς για να φτιάξουν στεφάνια για την παρέλαση, φορούσαν κάτι αδιάβροχα αυτοσχέδια που  έφτιαχναν από τσουβάλια λιπασμάτων,  ήταν πολύ αποτελεσματικά, προφύλαγαν από τη βροχή  και στέκονταν ωραία στους ώμους  σκεπάζοντας ταυτόχρονα το κεφάλι με μια τριγωνική κουκούλα,  έξω από την αυλή περνούσε ένα  αυλάκι τσιμεντένιο  όπου έτρεχε νερό κι ακριβώς απέναντι από το δρόμο που περνούσε μπροστά στο σχολείο φύτρωναν σφεντάμια  που άπλωναν τα πράσινα φύλα τους. Αγαπούσε πολύ το σχολείο, κάθε καλοκαίρι παρακαλούσε πότε να περάσει ο καιρός για ν’  ανοίξει ξανά,  πρέπει να ήταν ο μόνος που ήθελε κάτι τέτοιο,  το πρωί όπως περπατούσε κρατώντας τη τσάντα του έβλεπε τον ήλιο απέναντι από το βουνό που φώτιζε τον κόσμο ολόκληρο, ήταν ένα θέαμα μαγικό.

Όλα του άρεσαν στο σχολείο,  μερικές φορές έμπαινε σ’ εκείνη την αίθουσα με τις εγκυκλοπαίδειες  όπου ήταν και το εργαστήριο, εκεί  φύλαγαν τρισδιάστατα γεωμετρικά σχήματα,  σφαίρες,  ορθογώνια  διάφανα,  ρόμβους, πυραμίδες,  τετράγωνα, κύβους, υπήρχε εκεί και μια συλλογή από ορυκτά, καθόταν κι έβλεπε τα ονόματα,   σιδηροπυρίτης, χαλαζίας, μαλαχίτης, δεν είχε δει ποτέ του τέτοια πετρώματα. Ένα διάστημα επειδή ήταν πρώτος μαθητής του είχαν δώσει τη σημαία κι έπρεπε  να την κατεβάζει το απόγευμα κι αυτό  του φαίνονταν περίπλοκο, στα τεχνικά ακόμα και τα πιο απλά δεν ήταν καλός, έπρεπε  να την τραβήξει,  να την βγάλεις από το κοντάρι, να δέσεις το σκοινί,  του άρεσε όμως να τη βλέπει ν’ ανεμίζει ψηλά πάνω από μια ροδακινιά που βρίσκονταν στην αυλή. Μερικές φορές πάλι επειδή είχε το κλειδί του σχολείου, έμπαινε το βραδάκι και διάβαζε κανένα κομμάτι από την εγκυκλοπαίδεια επειδή δεν είχαν στο σπίτι,  αυτό του φαίνονταν σαν περιπέτεια .

Στο καφενείο που ήταν κοντά στο σχολείο σύχναζαν κάτι τύποι που έπιναν ούζο απ’ το πρωί,  ένας από κείνους  τους τύπους μάλιστα μια φορά είχε πιει τόσο πολύ που αφού έβαλε ένα δισκάκι  στο ηλεκτρόφωνο πήγε και ξάπλωσε στη μέση του δρόμου, τα αμάξια σταματούσαν απορημένα  μπροστά του ώσπου κάποιοι βγήκαν και τον μάζεψαν . Σε κείνο το καφενείο πήγαινε  καμιά φορά ν’  αγοράσει κορνέδες που είχε ο καφετζής στον  μπουφέ με τη γυάλινη βιτρίνα,  όταν δεν είχε κανέναν  εκεί μέσα έπαιρνε καμιά εφημερίδα παρατημένη να διαβάσει, μια είδηση  του είχε κάνει εντύπωση και τη θυμόταν, μιλούσε  για κάποιον που έπνιξε ένα κακομοίρη βάζοντας τον να φάει ένα μεγάλο αχλάδι,  δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχε γίνει εκείνο το πράγμα, του έχε φανεί τερατώδες,  γιατί  ο άλλος δεν το έχε απλά δαγκώσει,  δεν το χωρούσε το μυαλό του…

Τα απογεύματα  μετά τη βροχή,  όταν οι ιστοί των αραχνών γέμιζαν δροσοσταλίδες, έβγαιναν με την αδερφή του να μαζέψουν σαλιγκάρια  μέσα από τις δροσιές, τα σαλιγκάρια  τα έβρισκαν ανάμεσα σε κάτι φυτά που τα έλεγαν γαλαξίδες γιατί άμα τα έκοβες έβγαζαν ένα υγρό  άσπρο σα γάλα, κι οι λιθότοποι ήταν αγαπημένα μέρη των σαλιγκαριών,  μια φορά που είχαν  μαζέψει μια σακούλα από δαύτα   και βρίσκονταν δίπλα στο δρόμο ένα αμάξι σταμάτησε και τους ζήτησε να τα αγοράσει,  τους τα πούλησαν για ένα πόσο σίγουρα ασήμαντο όμως τους φάνηκε εντυπωσιακό που έβγαλαν χρήματα από κάτι που το έκαναν για να διασκεδάσουν.

Η αδερφή του από τότε που ήταν πολύ μικρή  είχε μανία με το φεγγάρι, το έβρισκε πάντα στον ουρανό τη μέρα που σεργιάνιζε ξέθωρο δίχως να  λάμπει και το έδειχνε με το χεράκι της φωνάζοντας, μια φορά της το είχε δείξει η μάνα της κι από τότε το έψαχνε πάντα κοιτάζοντας  ψηλά σε όλες τις μεριές του ορίζοντα. Μια άλλη μανία που είχε η μικρή ήταν ένα λουλούδι  τεράστιο που είχαν στην αυλή,  πήγαινε και  το περιεργάζονταν  όλη την ώρα αγγίζοντας τα μεγάλα άσπρα πέταλα με τα χεράκια της,  πρέπει να ένιωθε ότι το  λουλούδι ήταν κάτι  πολύ παράξενο. Περνούσε πολλές ώρες μαζί με την αδερφή του, η αγαπημένη τους ασχολία ήταν να χαζεύουν ένα κουτί με διάφορα πολύτιμα όπως τα θεωρούσαν,  νομίσματα, πετράδια ημιπολύτιμα, σφραγίδες, ένα δαχτυλίδι, ήταν ο θησαυρός τους και του είχαν δώσει και όνομα  ‘’θραύσματα από το καλειδοσκόπιο του παραδείσου’’,  κάπου το είχαν βρει γραμμένο και τους άρεσε.

Πέρα από σαλιγκάρια την άνοιξη έβρισκες και χόρτα στα χωράφια και στα λιβάδια λάπατα ξινά,  ραδίκια ζοχούς αλλά πιο  πολύ παπαρούνες, που είχαν μάθει να τις ξεχωρίζουν ανάμεσα σ’ ένα σωρό βότανα, είχαν φύλλα σε διάφορα σχήματα όμως το μάτι τους είχε εξασκηθεί και τις εντόπιζε  ιδίως σε σημεία που είχαν οργωθεί και είχε φρέσκο χώμα. Τα χόρτα η μάνα του τα έκανε πίτα, αφού ζύμωνε με τα δυνατά της χέρι μέσα σε μια σκάφη το ζυμάρι κοπανώντας το αλύπητα το άπλωνε σ’ εκείνο το καπάκι  που χρησιμοποιούσαν για να σκεπάζουν τα ξερά καπνά  και μετά άπλωνε  τα χόρτα που είχαν βράσει, λάδι και  τυρί τριμμένο τα έβαζε σ’ ενώ σινί μεγάλο κι έπειτα  έψηνε την χορτόπιτα πάνω στη σόμπα, όταν ψήνονταν η μια μεριά   γύριζε την πίττα από την άλλη τοποθετώντας την πάλι στο ξύλινο καπάκι. Εννοείται ότι το μισό ταψί πήγαινε στον πατέρα του που ήταν πολύ λαίμαργος, άμα δεν έτρωγε όσο άντεχε χαλούσε τον κόσμο  και τελικά πέθανε από τη λαιμαργία του αφού δεν μπορούσε να συγκρατηθεί,  πήγε από ζάχαρο  που είχε ξεφύγει είχε άσχημο τέλος,  του είχαν κόψει και το πόδι.

Την άνοιξη στόλιζαν τα κορίτσια και τον επιτάφιο ,αυτός πήγαινε  κάθε μεγάλη Παρασκευή πρωί- πρωί να μαζέψει από ένα ξέφωτο  κάτι κρίνα άγρια, γαλάζια και κίτρινα που του άρεσαν πολύ,  τα  άφηνε μαζί με  τ’ άλλα λουλούδια πάνω από την εικόνα του χριστού, έπειτα την φιλούσε όπως έκαναν  όλοι κι ύστερα περνούσε κάτω απ τον επιτάφιο, το βράδυ η πομπή  με τον στολισμένο επιτάφιο περνούσε κάτω από το σπίτι της  γιαγιάς του κι έβγαιναν στο μπαλκόνι να τη δουν,  μια συνοδεία από κεριά,  φώτα και  σκιές στο μισοσκόταδο  που θύμιζε την ‘’Νυχτερινή περίπολο’’ του Ρέμπραντ .

Ο επιτάφιος ύστερα από  μια μεγάλη βόλτα  κατέληγε πάλι  στην εκκλησία, έκανε μερικές στάσεις σύντομες αλλά την πιο μεγάλη στάση την έκανε όταν περνούσε  από μια γειτονιά δίπλα σε κάτι αρχαία χαλάσματα που κάποτε πρέπει να ήταν τείχη  ή φρούρια. Αυτή ήταν η πιο όμορφη γειτονιά,  όσοι έμεναν εκεί ήταν  πολύ μερακλήδες, είχαν γλάστρες στις αυλές και τα σπίτια τους τα  είχαν  βάψει με κάτι χρώματα φανταχτερά, πολύ όμορφα, μερικά ήταν βαμμένα στο χρώμα της ώχρας,  άλλα άσπρα, ασβεστωμένα, υπήρχαν βέβαια και κάμποσα   φτιαγμένα από ,λαμαρίνες εντελώς παρατημένα όμως κι εκείνα ήταν ωραία,    λουλούδια  έβγαιναν  μόνα τους στις αυλές ανάμεσα στα χορτάρια αφού κανείς δεν τα περιποιόνταν,  κάτι κρόκοι πορτοκαλί  και κίτρινοι, κάτι τουλίπες,  κάτι τριαντάφυλλα κι άλλα λουλούδια αναρριχώμενα. Όποτε περνούσε από κείνη  τη γειτονιά δεν άκουγε τίποτα,  ούτε έναν θόρυβο  μόνο από κάποιο  γκρέμισμα έλεγαν ότι ζούσε ένας μονόχειρας ερχόταν το βουητό κάποιου ραδιοφώνου που έπαιζε ασταμάτητα κι ένας ήχος  νερού που κυλά συνέχεια σα να υπήρχε εκεί μια πηγή υπόγεια. Ένα μεσημέρι που πλησίασε να δει από πού ερχόταν ο ήχος του νερού είδε πίσω από τις λαμαρίνες ένα ποταμάκι να βγαίνει κάτω από ένα μεταλλικό σκέπασμα,  όπως ήταν αφηρημένος ούτε που είδε ένα σκύλο μαλλιαρό που πετάχτηκε γαυγίζοντας μπροστά του σα φάντασμα και τον κατατρόμαξε.

Μια μέρα ήρθε στο σχολείο ο πατέρας του μαζί μ’ εκείνον τον  μονόχειρα  που έμενε στο γκρεμισμένο σπίτι, θέλανε να ρωτήσουν για τα παιδιά τους πως πάνε με τα μαθήματα,  του έκανε εντύπωση που ο πατέρας του μιλούσε με τον μονόχειρα, τον χαιρέτησε από μακριά κι έτρεξε με τα’  άλλα παιδιά. Το βράδυ τον άκουσε να λέει στη μάνα του ότι  δεν είχε καμιά σχέση με την αδερφή του, εκείνος ήταν σκάλες ανώτερος   η μικρή  όταν το έμαθε έβαλε τα κλάματα. Από τότε η αδερφή του άρχισε να ζηλεύει,  όσο περνούσαν τα χρόνια ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με κείνη, καθώς  μεγάλωνε  γίνονταν και πιο αυταρχική, πιο περίεργη, είχε μια τάση να μπλέκει όλο σε καταστάσεις περίεργες  σα να μη της άρεσαν τα φυσιολογικά πράγματα, κι όταν εκείνος  κέρδισε  έναν κουμπαρά  πράσινο για μια έκθεση που γράψανε έ  τότε δεν ήθελα ούτε να τον βλέπει. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε όμως  όσο περνούσε ο καιρός τον απέφευγε λες και το έκανε επίτηδες, είχε μεγαλώσει πια και χρόνο με το χρόνο  την είχε χάσει, κράτησε καιρό όμως τελικά απομονώθηκαν τελείως,  αυτό βέβαια δεν έγινε σε μια μέρα,  είχαν μαλώσει  κατά καιρούς πολύ άγρια αλλά αυτά συμβαίνουν πάντα ανάμεσα στα  αδέλφια,  εκείνη όμως αποδείχτηκε ότι είχε χαρακτήρα εκδικητικό . Ακόμα και στις μεγάλες γιορτές όπως το Πάσχα όποτε της τηλεφωνούσε εκείνη του απαντούσε ξερά και με μισόλογα σα να την υποχρέωναν να κάνει κάτι,   στο τέλος αποφάσισε να μη της τηλεφωνεί καθόλου να έχει το  κεφάλι του ήσυχο όμως του έλειπε, ήξερε ότι ένα κομμάτι του ήταν μέσα της αλλά  τι μπορούσε να κάνει ;

Παρ’  όλο που δεν τη συναντούσε πια την έβλεπε ταχτικά στον  ύπνο του σα να είχαν καρφωθεί  οι ανυμνήσεις για πάντα στο μυαλό του,  κάποια στιγμή του τηλεφώνησε έτσι στο άσχετο και μίλησαν για τα παλιά,  πιο πολύ εντύπωση του έκανε ότι ο γιος της έψαχνε όπως κι εκείνη το φεγγάρι στον ουρανό κι όταν το έβρισκε το έδειχνε με το δαχτυλάκι του. Χάρηκε πολύ που  την ξαναβρήκε, σκέφτηκε ότι μπορούσαν να περάσουν ένα σαββατοκύριακο μαζί , πολλές φορές είχε προσέξει ότι εκείνη θυμόταν πράγματα που αυτός είχε ξεχάσει, μια φορά του είχε πει για μια τζιτζιφιά που υπήρχε στην αυλή του σχολείου,  για έναν χαρταετό που είχαν φτιάξει μαζί, για ένα ψάρι που είχαν πιάσει σ’  ένα ποταμάκι,  την πήρε στο τηλέφωνο όμως αυτή τη φορά  ήταν  απόμακρη , κλείστηκε ξανά στο καβούκι της,  του μίλησε απότομα  κι αυτός τσατίστηκε, ήθελε να της  πει κάτι βαρύ αλλά κρατήθηκε.


ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...