Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

SONIC BOOMS

Είχα ξεχάσει να πληρώσω, ούτε που το σκέφτηκα, όμως αυτής της φάνηκε φοβερό, έπρεπε να είμαι προσεκτικός, οι γυναίκες δίνουν μεγάλη σημασία σε κάτι τέτοια αλλά ρε φίλε ορκίζομαι ούτε που πέρασε απ το μυαλό μου, κι απ αυτή τη βλακεία σκοτωθήκαμε!

Δε μπορούσα να καταλάβω γιατί εξαγριώνονταν έτσι, τι στο δαίμονα ήθελε, είχε κάτι ξεσπάσματα άστα να πάνε, ο θεός να σε φυλάει, κάποια στιγμή είχα βρει το κουμπί της, δε την ερέθιζα, υποχωρούσα, το έπνιγα, το κατάπινα, μερικές φορές όμως μου την έδινε κι αρπαζόμουν, δε μπορούσα να το δεχτώ, ήταν πολύ σκληρή μαζί μου, βέβαια η γυναίκα φυλάγονταν προτού παραδοθεί κι έπαιρνε τα μέτρα της όμως κι εγώ τι έπρεπε να κάνω ρε φίλε, είχα βρει το μπελά μου, γινόμουν επιθετικός, τη στρίμωχνα, δεν ήξερε τι να πει μονάχα στράβωνε τα χείλη σ ένα χαμόγελο που δε μ έπειθε...

Δε με κοιτάς καθόλου, δεν είμαι όμορφη σήμερα;'' μου είχε πει  πρωτύτερα, όμως εγώ κάτι είχα, δε μπορούσα να συγκεντρωθώ με τίποτα μιλάμε, χάζευα τ' αμάξια περνούσαν ρολάροντας πάνω στην βρεμένη άσφαλτο μπροστά απ τα τζάμια του μαγαζιού όπου καθόμασταν, έναν αγώνα έβλεπα αντίκρυ σε μια τηλεόραση, γήπεδο πράσινο, φανέλες κίτρινες, δε μπορούσα να εστιάσω πουθενά ! Κάτι παπούτσια με μια ρίγα πορτοκαλιά κοντά στον πάτο τους είχαμε πάει να δούμε στις βιτρίνες, της είχαν αρέσει, '' Τι λες;'' με ρωτούσε'' Πάρτα όπως είναι!'' της είχα πει, εγώ θα τα είχα πάρει ήδη και θα τα φορούσα κιόλας, δε μπορώ να το καθυστερώ, άμα είναι να το κάνεις καν το, τελείωνε, μη μας ζαλίζεις, δε το μπορώ, αυτή όμως ήξερε καλύτερα, δούλευε παλιά σ ένα μαγαζί με παπούτσια και μπορούσε να καταλάβει με μια ματιά ποιο ήταν καλό...

Ένας λεκές εμφανίστηκε στο πουκάμισο μου, που βρέθηκε δε μπορούσα να καταλάβω, μου είχε δώσει κάτι χαρτομάντιλα υγρά, έβγαλα το πακετάκι, δε μπορούσα να τ ανοίξω, μου είχε εξηγήσει πως γίνονταν όμως δε μπορούσα να καταλάβω πως άνοιγε, το στριφογυρνούσα, το έψαχνα, δεν έβρισκα άκρη, θε μου γιατί τα κάνουν τόσο περίπλοκα, τελικά το σκισα να τελειώνω, ''Μα πόσο άγαρμπος είσαι!'' μου είπε...

Κάτι είχα πάθει όλο χαζά έκανα, όλο χάζευα, στα φαστφουντάδικα σέρβιραν καφέδες, χυμούς, ροφήματα διάφορα, μουσικές ακούγονταν. Κάτι σκάλες κατέβαινα, φώτα άναβαν μόνα τους καθώς πλησίαζα τους αισθητήρες, στα ίντερνετ καφέ πιτσιρικάδες έπαιζαν ηλεκτρονικά παιχνίδια βρίζοντας όλη την ώρα...Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ όλη μέρα, κρύο είχε βγάλει, κάπου θα χιόνισε, τα σπουργίτια καμουφλαρισμένα στο χώμα των πάρκων με δυσκολία διακρίνονταν όπως φούσκωναν τις μικρές τους φτερούγες, στα φρουτάδικα μήλα και πορτοκάλια κάτω απ το φως των προβολέων, στα κομμωτήρια οι γυναίκες έφτιαχναν τα μαλλιά και τα νύχια τους, στα προποτζίδικα τύποι όρθιοι περίμεναν κληρώσεις, αποτελέσματα, νούμερα, σ ένα βενζινάδικο δυο τύποι έπαιζαν τάβλι κάτω από έναν πλάτανο, στα καφενεία και στις ταβέρνες άνθρωποι έπιναν ούζο έχοντας πιάτα πορσελάνινα μπροστά τους απλωμένα. .

Ένα σοκ χρειαζόμουν να ξυπνήσω, παρακαλούσα στη δουλειά να γίνει πανικός κι όντως ρε φίλε ήταν κόλαση αλλά ούτε που μ' ένοιαζε, τελικά δεν ήταν τόσο δύσκολο αντέξεις αν περνούσες το πρώτο στάδιο, ήμουν άνετος μέχρι που ένας ηλίθιος γκριζομάλλης με κόκκινο μπουφάν χτύπησε με δύναμη το χέρι στο τραπέζι, εκεί δεν ήξερα τι θα έκανα, ήθελα να ξεσπάσω με κάποιο τρόπο απάνω του, ευτυχώς ο Χρήστος βγήκε έξω και καθάρισε...

Ήταν κι ο Γιάννης που πέρασε από κει και μ έφτιαξε, ένα κοστούμι γκρι φορούσε κι από κάτω πουκάμισο άσπρο με μανίκια ξεκούμπωτα, πολύ ωραίο, πάντα πρόσεχε το ντύσιμο του ο άτιμος ο πατέρας του ράφτης γαρ, το μαγαζί του ήταν σε μια στοά κάπου στην παλιά αγορά, όλο εκεί μέσα τον πετύχαινα, καθόταν μέχρι αργά το μεσημέρι μασουλώντας κάνα κομμάτι ψωμί, είχε μανία με τα βουνά και τα χόρτα που φύτρωναν εκεί πάνω, όλο στα ορεινά ταξίδευε με το πατέρα του παρέα, μου εξηγούσε πως γίνεται το σπαθόλαδο και γι άλλα χόρτα μου έλεγε, τα ήξερα αυτά, μου τα έδειχνε στο μαγαζί του, τα είχα ξαναδεί στο χωριό μου αλλά δεν ήξερα ότι ήταν θεραπευτικά....

Το καλοκαίρι που πέρασε πήγε στο Βέρμιο κάπου κοντά στη Παναγία Σουμελά, σ ένα χωράφι γεμάτο από κάτι χόρτα περίεργα που τα γύρευε χρόνια, μετά είχε πάει στη Σαντορίνη να βρει βότανα που έβγαιναν μονάχα εκεί, δε του είχε αρέσει το νησί, πολύ μαυρίλα απ τη τέφρα, πολύ ψυχοπλακωτικό, του την έδινε που όλοι οι τουρίστες μαζεύονταν να δουν τη δύση στη Καλντέρα κάθε απόγευμα, αυτός ξυπνούσε το πρωί να δει την ανατολή που ήταν πολύ πιο όμορφη, τα βράδια καθώς τα κρουαζιερόπλοια έμπαιναν στο λιμάνι ξεφορτώνοντας βλαμμένους Αμερικάνους τουρίστες έβγαινε καμιά βόλτα, όλα, μα όλα τα κέντρα στη σειρά έπαιζαν το ίδιο τραγούδι, μα τι είχαν πάθει όλοι...

Η μέρα της παρέλασης ήτανε, πλήθη κατέβαιναν κατά τη παραλία να δουν τα άρματα και τους στρατιώτες, αεροπλάνα από πάνω ταρακουνούσαν το στερέωμα του ουρανού δημιουργώντας ηχητικές εκρήξεις απ τα κρουστικά κύματα που δημιουργούνταν καθώς το σκάφος κομμάτιαζε ανελέητα τις αόρατες μπαριέρες του ήχου. Σηκώναμε τα κεφάλια να βρούμε τα αεροπλάνο που περνούσαν ψηλά όταν την είδα να έρχεται, ''Γιατί κρύβεσαι; '' μου φώναξε'' Ντρέπεσαι που μας βλέπουν μαζί;'' ήταν απρόβλεπτη εντελώς, δεν ήξερες από που θα εμφανιστεί, με φιλούσε εκεί μπροστά , την πήρα λίγο παράμερα στο δρόμο, ''Γιατί στέκεσαι μπροστά στις βιτρίνες, δε μπορείς να σταματήσεις μπροστά σε καμιά κολόνα σαν άνθρωπος;'

Στο σπίτι το βράδυ μου έδειχνε τις ελιές που έφερε απ' το κτήμα της, κάτι μεγάλες πράσινες, τσακιστές θα τις έκανε, και κάτι ρόδια είχε φέρει τεράστια, κατακόκκινα εγώ κάτι ποιηματάκια ήθελα να μεταφράσω, της τα χα δείξει, μονάχα ένα της είχε αρέσει, ''Πως γράφεις έτσι, τι απαίσια γράμματα, μονάχα το άλφα το κεφαλαίο κάνεις ωραίο!'', μιλούσε κι εγώ δεν άκουγα μόνο τη κοίταζα, είχε μια επιδερμίδα απαλή, ένα πρόσωπο μαλακό, ένα χαμόγελο γλυκό όμως εγώ ήξερα ότι μπορούσε να δαγκώσει. Δεν ήξερα τι θα έκανα, δεν είχαμε δέσει ακόμα καλά, ένα στοίχημα ήτανε, μπορεί να έπιανε μπορεί και όχι, είχα ξεκόψει απ τους φίλους μου, είχα ρισκάρει, μπορεί να μη μου έβγαινε, μια υποψία υπάρχει πάντα, δε ξερες τι θα σου βγει ο άλλος έτσι όπως έχει γίνει ο κόσμος, αυτή δεν είχε πρόβλημα όμως εγώ ήμουν ανοιχτός,ευάλωτος, έπρεπε να κλείσω πάλι γρήγορα, αυτή θα βυθίζονταν στη κατάθλιψη, δεν είχε πρόβλημα ή και μπορεί να είχε όμως εμένα θα μου ήταν αφόρητο, τις πρώτες μέρες τουλάχιστον..

Σαν ηρεμούσε ερχόταν να πλαγιάσει δίπλα μου, ζητούσε να της χαϊδέψω τη πλάτη, της άρεσε που τη σκέπαζα κάθε φορά που έρχονταν να κοιμηθεί κοντά μου, της άρεσε που έβλεπα αν κρυώνει, που ήθελα να την αγγίζω, που τη φρόντιζα, τελικά αυτό θέλουν οι γυναίκες φαίνεται, όμως ακριβώς το ίδιο έκανε μ' εμένα κι ο παππούς μου και της το είπα, το είχα ξεχάσει εντελώς, τότε που κοιμόμουν σπίτι του έρχονταν τη νύχτα και με σκέπαζε, τον άκουγα αλλά έκανα πως δεν καταλάβαινα, κάθε βράδυ μιλάμε γίνονταν το ίδιο πράγμα και να τώρα που τό κανα κι εγώ ...

Όλο για τότε που ήμασταν παιδιά λέγαμε, στο χωριό όπου είχε γεννηθεί ο σιδηρόδρομος περνούσε δίπλα απ το σπίτι τους , κοντά στις ράγες φύτρωναν συκιές άγριες, έναν άνθρωπο είχε δει να περπατά πάνω στ' άσπρα χαλίκια που είχανε στρώσει δίπλα στις σιδηροτροχιές, τον κοιτούσε μέχρι που χάθηκε μακριά. Πίσω απ το σπίτι τους ένα βουνό υπήρχε, το φθινόπωρο στις πλάγιες του οι φτέρες έπαιρναν χρώματα καφετιά και κόκκινα, τη νύχτα τ άστρα φαίνονταν πολύ καθαρά ιδίως δυο απ αυτά που έμοιαζαν με ζευγαράκι, έλαμπαν τόσο δυνατά που νόμιζες ότι αν άπλωνες το χέρι μπορούσες να τα πιάσεις, μια φορά είχε δει κι ένα τεράστιο φεγγάρι να χάνεται πίσω απ την οροσειρά βάφοντας το φρύδι του βουνού χρυσαφένιο...

Για ένα σπίτι δίπλα στο δικό της μου έλεγε όπου φύτρωναν ζουμπούλια και τριανταφυλλιές ροζ, μύριζαν υπέροχα, στη μέση του κήπου μια μανόλια ολάνθιστη με φύλλα γυαλιστερά και λουλούδια τεράστια που έμοιαζαν με άσπρες μπάλες χριστουγεννιάτικες, ένας φούρνος πλινθόκτιστος υπήρχε στην αυλή όπου έψηναν τα τσουρέκια τους που γίνονταν τέλεια, σα μαστίχα ήταν η ζύμη τους. Πήγαιναν εκεί με τη μάνα της και διάβαζαν κάτω απ τα δέντρα τα μαθήματα του σχολείου, η γειτόνισσα τους κερνούσε σακολατάκια δίχως περιτύλιγμα, η μάνα της δε την άφηνε όμως αυτή έπαιρνε πάντα πιο πολλά ''Πάρτε όσα θέλετε!'' τους έλεγε η γειτόνισσα κι εκείνη γέμιζε τη χούφτα της με μαργαρίτες σοκολατένιες, το πρωί τις έπαιρνε στο σχολείο τυλιγμένες σ αλουμινόχαρτο, τις άφηνε να λιώσουν στη τσέπη κι έπειτα τις έτρωγε έτσι λιωμένες...

Άλλοτε πάλι πήγαιναν και καθάριζαν εκείνο το σπίτι της γειτόνισσας, αυτή βοηθούσε τη μάνα της στο ξεσκόνισμα, παντού έβρισκε λεφτά πεταμένα, κέρματα, χαρτονομίσματα, ότι ήθελες, ο άντρας εκείνης της γυναίκας με τον κήπο τον υπέροχο δεν τα έδινε καθόλου σημασία, ήθελε να βάλει μερικά στη τσέπη της αλλά η μάνα της δε την άφηνε...

Μου έλεγε και για κάτι που το είχα ξεχάσει εντελώς, πως πατούσε τον πατέρα της που ήταν πιασμένος και ξάπλωνε στο πάτωμα, αυτή περπατούσε πάνω στη πλάτη του του ρε φίλε ακριβώς όπως έκανα εγώ με τη μάνα μου που πονούσε δουλεύοντας όλη μέρα στα χωράφια, κρατιόμουν απ το κάγκελο του κρεβατιού και την πατούσα ακούγοντας όλα τα κόκαλα της μέσης της να τρίζουν, κρακ - κρακ ....

Μετά γελούσαμε, ένα γέλιο πολύ δυνατό  είχε, ύστερα κάναμε έρωτα και κοιμόμασταν λίγο, όλο όνειρα αγχωτικά έβλεπα δε ξέρω γιατί, όλο εξετάσεις πολύ δύσκολες έπρεπε να δώσω κι όλο για κάποιο λόγο δε μπορούσα να περάσω, όλο κοβόμουνα, τα έδινα όλα ρε φίλε, όλα σου λέω όμως δε με περνούσαν με τίποτα, μα τι γκαντεμιά! ''Τι είδες πάλι;'' με ρωτούσε αυτή που πήγαινε κοντά στη πόρτα του μπαλκονιού να καπνίσει, με φώναζε και πήγαινα κοντά , ένα χρυσάνθεμο τεράστιο βυσσινί που είχαμε βάλει στο μπαλκόνι πάνω σ ένα τραπέζι, καθόμασταν και το κοιτάζαμε...



Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΚΟΒΑΛΤΙΟΥ


Στο σπίτι μου είχε έρθει και της άρεσε, της άρεσε, δε το πίστευα, έτρεμα για το τι θα μου σούρει, η Πόπη μου ' χε πει όταν την είχα φέρει να το δει ''Καθυστέρησε την όσο μπορείς, μη βιαστείς !'', όμως αυτή είχε άλλη ιδέα, ''Τι συμμαζεμένο που το 'χεις!'' είπε, πιο πολύ η κουζίνα της άρεσε με τα παλιά τα ντουλάπια που βαριόμουν να τ' αλλάξω, τον εξαεριστήρα που τον είχα ξεχάσει εντελώς ότι υπήρχε, και με τις παλιές ηλεκτρικές συσκευές που δε δούλευαν, έπρεπε να τις φτιάξω κι όλο το ανέβαλα, '' Καλά τι άντρας είσαι συ!'' μου είπε ''Πως τ' αφήνεις έτσι!'' . Αλλά της άρεσε ρε φίλε ''Δείχνει τη προσωπικότητα σου, τη ταυτότητα σου, τόσο πολλά βιβλία!'' ναι είχα κάμποσα, κοίτα να δεις, δε το χα προσέξει, ούτε που το είχα καταλάβει πως είχαν μαζευτεί τόσα πολλά, μετά τη πήγα στο μπαλκόνι, κοίταζε τις μπιγκόνιες τις πλατύφυλλες που είχα αραδιάσει , '' Τι είναι αυτά;'' ρώτησε, της άρεσε και το κυκλάμινο που είχα πάρει γι αυτήν, έβγαλα και μια σαρκώδη αλόη από μια γλάστρα και τα πήγα στο σπίτι της, τα φυτέψαμε, το φουξ το κυκλάμινο το έβαλα στα κάγκελα, καθόταν και το χάζευε πίσω απ' το τζάμι '' Τι όμορφο που είναι!'' έλεγε..

Μιλούσαμε μέχρι αργά, μου λεγε για τότε που ανέβηκε στο εβολούσιον, στο λούνα παρκ, γίνονταν χαμός, όλοι οι πιτσιρικάδες εκεί πέρα τρέχανε, το μηχάνημα ανέβαινε ψηλά, στριφογύριζε ανάποδα και τα κεφάλια όλων κρέμονταν στο κενό, μετά στροβιλίζονταν όλο και πιο γρήγορα σα δαιμονισμένο. Αυτή με το που ανέβηκε γούσταρε τρελά, δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ, όπως γύριζε ανάποδα και το κεφάλι της βρίσκονταν στον αέρα ένιωσε ότι η ζώνη της δεν ήταν καλά πιασμένη και κρατήθηκε ενστικτωδώς απ αυτόν που ήταν δίπλα της, σκέφτηκε ότι αυτό ήτανε, τέρμα τα ψέμματα, το μόνο που φοβήθηκε ήταν μη πάρει μαζί της και τον άλλον όπως θα πέφτανε και τότε με το που έγειρε μπροστά το βάρος της η ζώνη σφράγισε κι έκλεισε ερμητικά οπότε χαλάρωσε κι άρχισε να στριγκλίζει σα μανιακή βγάζοντας όλη της την ένταση....

Καλά ήταν περίπτωση, διαφωνούσαμε όλη την ώρα, κάτι σίριαλ ήθελε να δει που δε τ άντεχα με τίποτα, δοκιμάσαμε να βλέπουμε χώρια τηλεόραση, είχα βάλει τ ακουστικά, άκουγα ράδιο και την έβλεπα που είχε σκάσει γιατί δεν κάναμε κάτι μαζί, τι άτομο ρε φίλε, και μετά για να μη μου τη σπάει είχα πάει στο άλλο δωμάτιο, κι εκεί που είχα ξαπλώσει μου έστελνε μηνύματα, ποιος είναι πάλι σκεφτόμουν, ''Είσαι βλαμμένο!'' μου έγραφε, όλο τέτοια μου έκανε, μετά είχαμε καθίσει να δούμε μια ταινία, μου έλεγε ότι της αρέσουν οι ηθοποιοί όχι οι πολύ όμορφοι με τα άψογα χαρακτηριστικά αλλά αυτοί με τα έντονα ζυγωματικά, τους έκαναν πιο σκληρούς, πιο κοντά στο φυσικό...

Ένα κέντημα της μάνας της σ ένα έπιπλο κάτω από ποτήρια και φλυτζάνια υπήρχε, μου εξηγούσε πως γίνονταν, πως τραβάς τη κλωστή και κάνεις ένα πλαίσιο που κάθεσαι και το κεντάς ύστερα με ψιλό βελονάκι, καλά αυτό ρε φίλε ήταν μεγάλο μαρτύριο, απίστευτη υπομονή χρειάζονταν για μένα δουλειά, θα έκοβα φλέβες στα πρώτα πέντε λεπτά, μετά διάβαζα το σημειωματάριο της, ένα σωρό συνταγές είχε γράψει, πορτοκαλόπιτα που τη ρίχνουμε στο λαδωμένο ταψί, brownies, γλυκό φιρίκι που το αφήνεις το βράδυ στο νερό να πάρει χρώμα, ρολά από φύλλα, μοσχοκάρυδα, σουσαμόπιτες , κέικ βρώμης, κέικ καρότου...

'Ρε, μπορώ να σου τηλεφωνώ όταν δε νιώθω καλά; '' τη ρώτησα, ''Καλά είσαι βλαμμένο, εννοείται !'' φώναξε και μου 'ρθε να βάλω τα κλάματα, με δυσκολία κρατήθηκα, ήταν η μόνη γυναίκα που το κατάφερνε αυτό, χρειαζόμουν κάποιον να με στηρίζει και να μ αγαπά όταν τα 'βρισκα σκούρα θε μου, κι όλο και πιο συχνά συνέβαινε. Κι ύστερα τσακωθήκαμε πάλι ούτε θυμάμαι για ποιο λόγο, μα πως μου την είχε δώσει όμως, όλο βλακείες έλεγε, δε μπορούσα να την αφήσω έτσι, της μίλησα πολύ άσχημα αλλά το χρειάζονταν ρε φίλε, είχε ξεφύγει, δε καταλάβαινε διαφορετικά, ήταν σα να το ζητούσε! Είχαμε σκοτωθεί κι είχα κοιμηθεί πάλι μόνος σπίτι μου, όλο έτσι γίνονταν, δεν ήξερα πόσο θα πήγαινε αλλά ήθελα να το ζήσω λίγο ακόμα, όλο έτσι γίνονταν, δε θ αντέχαμε για πολύ, το καταλαβαίναμε, δεν ήξερα αν θα τη ξανάβλεπα, κανείς απ τους φίλους δε πίστευε ότι θα στεριώναμε, μια φίλη μου είπε ότι κι αυτή όλο καυγάδες ήτανε με το δικό της, ''Χίλιες φορές καλύτερα ήμουν πρώτα μονάχη!', τη καταλάβαινα


'Ένα όνειρο είχα δει τη νύχτα που κοιμήθηκα μόνος μου, σ ένα μέρος έρημο ήμουνα, μαι κοιλάδα γκρίζα, ένα οροπέδιο, μια τεράστια ζώνη όπου δε φύτρωνε τίποτα μέχρι πέρα μακριά, ως εκεί που έβλεπε το μάτι σα να είχε πλημμυρίσει ο τόπος ολόκληρος από ακτινοβολία κοβαλτίου. Ήθελα να τη ρωτήσω τι σήμαινε, δε τα πίστευα και πολύ αυτά όμως ήταν μια αφορμή να τη δω, αυτή πάλι πίστευε πολύ σε κάτι τέτοια, όλο τον ονειροκρίτη έψαχνε, πρόσφατα είχε δει τον πατέρα της όμορφο, νέο, μ ένα άσπρο πουκάμισο να την περιμένει στη βάση μιας σκάλας κι όλο της έλεγε ''Μη το κάνεις αυτό το ταξίδι τ' ακούς, μη πας εκεί, δεν είναι για καλό!'' κι ύστερα είχε δει ένα πηγάδι στρογγυλό φραγμένο με πέτρες, πολύ βαθύ με νερό διάφανο, στέκονταν από πάνω του έτοιμη να βουτήξει και σκέφτονταν ''Αν πέσω εκεί μέσα θα μπορέσω να βγω άραγε ;''


Ήθελα να τη δω , δεν ήξερα αν θ' άντεχα αυτές τις συνεχείς δοκιμασίες όλη την ώρα, όμως όλο το πράγμα μ' ενεργοποιούσε, μου 'δινε ρεύμα, με ξυπνούσε, με κρατούσε ζωντανό, τη χρειαζόμουν πραγματικά, στα πάρκα φύτευαν χρυσάνθεμα άσπρα, καφετιά και κίτρινα, ήταν η εποχή που βγαίνουν τα ρόδια, τα κυδώνια και τα κάστανα με τους πράσινους αχινούς που τσιμπάνε, ένας μαραθώνιος νυχτερινός γίνονταν στην πόλη, μια νεροποντή είχε πιάσει που έριχνε αρκούδες και λύκους με το τσουβάλι, καλά ποιος είχε σκεφτεί να κλείσει τη πόλη και να τρέχουν οι παλαβοί τέτοια βραδιά! Δεν είχα ομπρέλα, έκλεψα αυτήν του Λάκη που χτυπιόταν, ''Θα στη φέρω!'' του φώναξα, περπατούσα βλέποντας τα νερά να τρέχουν απ τις σχάρες στις υπόγειες υδρορροές, η πλάτη μου είχε γίνει μούσκεμα, μποτιλιάρισμα επικρατούσε παντού, αμάξια περνούσαν δίπλα από τείχους αρχαίους γλείφοντας τα ντουβάρια...

Στη δουλειά μας είχαν πατήσει ρε φίλε, είχαν περάσει από πάνω μας, είχαμε ισοπεδωθεί μας είχαν λιώσει, δε ξέρω τι τους είχε πιάσει κι όλοι σε μας έρχονταν σα να μην υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω, τα είχαμε δει όλα, σκεφτόμασταν ''Τι θέλουν όλοι αυτοί από μας!''. Είχαμε απηυδήσει και το βράδυ ήρθε σα κερασάκι στη τούρτα κι εκείνος ο άλλος ο τρελός, ο μεθυσμένος και δεν ξέραμε τι να τον κάνουμε, χειρονομούσε, φώναζε, χαλούσε το κόσμο, ήταν εκτός ελέγχου, απ τα γειτονικά μαγαζιά έβγαιναν να δουν, ο Λάκης τα είχε παίξει. Δεν άντεχα, όλα αυτά ήταν πάρα πολλά για μένα, ήθελα να τη δω, τη ρώτησα με μήνυμα αν ισχύει εκείνο που μου είχε υποσχεθεί ότι θα μπορούσα να της τηλεφωνώ αν δεν ήμουν καλά κι αν μπορούσε να μου πει κάτι για κείνο το περίεργο όνειρο με την ζώνη τη γεμάτη ραδιενέργεια όμως δεν απαντούσε, ξαναπροσπάθησα, έκανα και μια τρίτη απόπειρα, τίποτα...

Ο Κυριάκος που θα μπορούσε να με παρηγορήσει έλειπε, είχε πάει στη μονή Δοχειαρίου όπου γιόρταζαν τη Παναγιά την Γοργοεπήκοο, η εικόνα είναι λέει ζωγραφισμένη σ έναν τοίχο που ήταν κάποτε μαγειρείο, ο μάγειρας όπως έφτιαχνε το φαΐ στη φωτιά την είχε καπνίσει, τότε η Παναγία απ το θυμό της τον τύφλωσε για τρία χρόνια, αυτός την παρακαλούσε να του δώσει πίσω το φως του και τελικά του το δωσε. Έψαχνα τον Κυριάκο, ήθελα να τον ρωτήσω για τα καζάνια στο Κιλκίς όπου θα έβραζε τα τσίπουρα που είχε αγοράσει, είχε πάρει και κρέατα για να ψήσει εκεί πέρα, μας είχε καλέσει να πάμε, όπως του τηλεφωνούσα στο Όρος άκουγα τις καμπάνες να χτυπούν...

Βράδυ ήτανε, έφευγα απ τη δουλειά, περπατούσα σα χαμένος οπότε με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει '' Σε βλέπω μέσα απ το λεωφορείο, μείνε εκεί που είσαι έρχομαι να σε βρω!'' καλά αυτά δε γίνονται, πάντα ανταμώναμε στο τυχαίο, άμα σε θέλει συνωμοτούν όλα, ήρθε εκεί μες τη βροχή και μ' αγκάλιασε σφιχτά, τα ξεχάσαμε όλα...


Κρύωνε, έβγαλε ένα σάλι με σχέδια απ τη τσάντα της και το ριξε στους ώμους της, μ αγκάλιασε και τα ξεχάσαμε όλα σε μια στιγμή, έβλεπα το πράσινο γρασίδι και τον ουρανό από πάνω που έριχνε ριπές υγρές ασταμάτητα , μου μιλούσε, δε πρόσεχα τι έλεγε μονάχα αυτήν κοιτούσα κι ήταν όμορφα, μου 'δωσε κάτι υγρά χαρτομάντιλα απ' τα Χόντος Σέντερ, ''Πάρτα να σκουπίζεις τα χέρια σου, δες πως θα τ' ανοίγεις και πως θα τα κλείνεις, σου έλειψα καθόλου;'' - ''Τις πρώτες δυο μέρες ήταν το πιο δύσκολο το ανυπόφορο!'' απάντησα,''- ''Ώστε δυο μέρες χρειάζεσαι μόνο να με ξεπεράσεις, κι εγώ που νόμιζα ότι μ αγαπάς πραγματικά, τόσο λίγη είναι λοιπόν η αγάπη σου, ε λοιπόν εγώ περίμενα κάτι περισσότερο από σένα!''

''Ωχ, πάλι βλακεία έκανα!''σκεφτόμουν μέσα μου, αλλά που να ξέρεις κάθε φορά ποια είναι η σωστή απάντηση, την έχανα κι αυτή, ήταν βέβαιο ότι το είχα χάσει το παιχνίδι, με κοίταζε εξεταστικά, προσεχτικά, βαθιά, και τότε ρε φίλε έβγαλε τα κλειδιά του σπιτιού της απ την τσέπη και μου είπε ''Έλα, παρ τα, εγώ θα βγω και θα γυρίσω κάποια στιγμή!'' όλο τέτοια καψόνια μου έκανε, άλλη μια βόλτα απ την κόλαση στο παράδεισο ...

Ένιωθα ότι με ήθελε πάλι, τη φιλούσα μέσα σ όλον το κόσμο κι ούτε που μ ένοιαζε, ''Όταν είδα το μήνυμα σου που με ρωτούσες αν μπορούσες να μου τηλεφωνήσεις ήμουν κοντά '' συνέχισε ''...ήμουν στη γωνία, εδώ πιο κάτω, μου ήρθε να κλάψω άλλα είπα δεν απαντώ, πήγα και στάθηκα λίγο πιο κάτω από κει που δουλεύεις, περίμενα να εμφανιστείς''

Ήμουν χαρούμενος, η καρδιά μου φτερούγιζε, ένα βάρος είχε φύγει από πάνω μου, στη πόλη συνέχιζε να βρέχει χωρίς σταμάτημα, τα φώτα των αυτοκίνητων έκοβαν σε λωρίδες το σκοτάδι, νερά τρέχανε μέσα από σχάρες στις υπόγειες υδρορροές, απ τις γειτονιές τις ανηφορικές ποτάμια μικρά σχηματίζονταν που κυλούσαν κατά τη θάλασσα, έβγαλε μια ομπρέλα και την άνοιξε πάνω απ το κεφάλι μου, '' Καλά εσύ είσαι ικανός να περπατάς σα βλαμμένο μες τη βροχή και ν'  αρρωστήσεις, δεν έχω καμιά όρεξη να σε νταντεύω, έλα τώρα  να σου εξηγήσω το όνειρο που είδες!''





Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ



Ο Σάμας σύναξε ανέμους δυνατούς
Ενάντια στον Χάμπαμπμα,
Τον Νότιο Άνεμο, τον Βόρειο Άνεμο, τον Άνεμο απ την ανατολή,
Αυτόν που θύελλες σπέρνει
και τον Κακό,
Τον άνεμο του Σιμούρου
Τον Δαιμονισμένο Άνεμο ...



Το έπος του Γκίλγκαμες


Ήρθε στα ΚΤΕΛ και με περίμενε, το είχε κανονίσει, γι αυτό μου είχε τηλεφωνήσει δήθεν αδιάφορα ρωτώντας τι ώρα έφευγα, δε το πίστευα ότι το είχε κάνει για μένα αυτό, θε μου ήταν πολύ ωραίο, τη φίλησα, ΄΄ Πρώτη φορά με φιλάς μπροστά σε κόσμο! ΄΄ είπε, της έπιασα τη γυμνή πλάτη κάτω απ το μπλουζάκι, όπως έφευγε το πούλμαν κοίταζα πίσω ψάχνοντας να τη βρω…

Όταν γύρισα πήγα στο σπίτι της, μιλούσαμε για ώρες , τι ήταν κι αυτό ρε φίλε, όλο ανακαλύπταμε ένα σωρό πράγματα που άρεσαν και στους δυο, της έλεγα τα όνειρα μου, είχα δει ξηρούς καρπούς στον ύπνο μου, μπανάνες τηγανητές κι ανανάδες αποξηραμένους ΄΄Ά αυτό είναι καλό όνειρο !΄΄ μου λεγε ξεφυλλίζοντας τον ονειροκρίτη και μου διηγούνταν τα δικά της, μια εποχή που δεν ήταν καλά για πολύ καιρό και κάτι τη βάραινε καταλάβαινε όλους τους κραδασμούς, τους σεισμούς και τις καταστροφές προτού συμβούν, η φίλη της είχε τρελαθεί, την έλεγε μάγισσα, μια νύχτα είχε δει έναν άνεμο καταστροφικό να φυσά μανιασμένα λυσσασμένα όπως κατέβαινε από ένα βουνό ψηλό ισοπεδώνοντας στο διάβα του χωριά και πόλεις, κάτι κακό είχε καταλάβει ότι θα συνέβαινε, όταν πέθανε κάποιος αγαπημένος της ήταν σχεδόν προετοιμασμένη...

΄΄ Κανείς δε μ έχει χαϊδέψει εδώ και χρόνια όποτε πονούσα! ΄΄ μου είπε ρίχνοντας το κεφάλι στα χέρια μου ενώ εγώ της χάιδευα τα μαλλιά, μια λωρίδα ασημιού ήταν τυλιγμένη το δάχτυλο της, Όποτε την έπιαναν πονοκέφαλοι ένιωθε ημικρανίες τρομερές σα να βυθίζονταν σπαθιά στα μηλίγγια της, είχε δοκιμάσει ένα κάρο χάπια, απ' τα πιο ήπια μέχρι τα πιο δυνατά σε δόσεις διπλές, φοβόταν ότι στο τέλος θα τα συνήθιζε κι αυτά, η λύση που είχε βρει ήταν να κάθεται στη μέση του κρεβατιού σε μια στάση γιόγκα κινούμενη μπρος πίσω σαν εκκρεμές μουρμουρίζοντας ασυνάρτητα, ήταν ο μόνος τρόπος ν ανακουφιστεί, όταν έφευγε ο πόνος σιγά σιγά ένιωθε τέτοια λύτρωση σα να ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη!

Όταν πλαγιάσαμε μια μουσική ακούγονταν απ τα ηχεία του στερεοφωνικού που ήταν τοποθετημένα κάπου ψηλά, ήμουν χαμένος ανάμεσα σε μουσικές και τον ήχο του ψυγείου που βούιζε στα σκοτεινά, πάντα εγώ κοιμόμουν πρώτος, αυτή έμενε μέχρι αργά στο μπαλκόνι καπνίζοντας, μετά ερχόταν και μ άκουγε να ροχαλίζω και ν αναστενάζω, ποιος ξέρει τι έβλεπα, μου τά λεγε την άλλη μέρα ή μου άφηνε μηνύματα που τα ανακάλυπτα στο λεωφορείο όταν άνοιγα το κινητό...

Κι ύστερα έρχονταν τα σπασίματα, μ άφηνε μόνο στο σπίτι γιατί ήθελε να βγει με τις φίλες της, της άρεσε να μ αφήνει μόνο και να ξέρει ότι τη ζητώ, εγώ σκεφτόμουν ΄΄Δε πας όπου να ναι να χουμε το κεφάλι μας ήσυχο, άμα αυτό θες θα περιμένω, δε θα πάθω και τίποτα!’’ έμενα εκεί να περπατώ στις άδειες κάμαρες, είχα υποσχεθεί να μη πειράξω τίποτα όμως αργούσε κι όσο περνούσε η ώρα βαριόμουνα, δεν ήξερα τι να κάνω και μετά, όπως η ώρα ήταν περασμένη, σκέφτηκα ΄΄ Συγνώμη κούκλα, έπρεπε να ρθεις πιο νωρίς !΄΄ κι άρχισα να ψάχνω συρτάρια και ντουλάπες, όλο κούτες με παπούτσια υπήρχανε εκεί μέσα στοιβαγμένες, φορέματα συσκευασμένα σε σελοφάν κι ένα σωρό τσάντες, μα πόσες είχε, άκου να δεις τι κάνουν οι γυναίκες και που ξοδεύουν τα λεφτά τους, ήμουν σίγουρος ότι ποτέ δε τα είχε χρησιμοποιήσει όλα αυτά, είδα λίγο και τα βιβλία της όταν χτύπησε το κουδούνι, έκλεισα το ντουλάπι, μπήκε γρήγορα - γρήγορα μέσα και πήγε κατευθείαν στη βιβλιοθήκη, ΄΄Τι έψαχνες στα βιβλία μου!΄΄ με κάρφωσε, ΄΄ Γιατί άνοιξες τις ντουλάπες!΄΄ σιγά μη της ξέφευγε με τέτοιο μάτι μπάτσου που είχε αμέσως όμως το γύρισε στη πλάκα, δε την πείραζε, το ήξερα, ήμουν σίγουρος ΄΄ Πως σου φάνηκαν τα ρούχα μου, είδες πόσα έχω μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια, καλά δε τα είδες όλα !΄΄

Κατόπι είχαμε κατήχηση, έπρεπε να μάθω ολόκληρο τελετουργικό για το πώς πλενόμαστε χωρίς να πιτσιλάμε το πάτωμα, πως βγάζουμε τα παπούτσια μας, πως χρησιμοποιούμε δυο σακούλες για τα σκουπίδια, μια κανονική και μια για την ανακύκλωση, αυτό κι αν με μπέρδευε, δεν ήξερα που να πετάξω τα τσαλακωμένα χαρτιά μου, όλο σε λάθος σακούλα τα πετούσα, είχα ζαλιστεί, δεν ήξερα τι μου γίνονταν! Άρχισα να καταλαβαίνω πως δουλεύει το γυναικείο μυαλό, με δυισμό, αλλιώς φέρονται στη δουλειά κι αλλιώς στη σχέση, όλα τα κάνουν περίπλοκα, κινούνται τεθλασμένα ποτέ σε γραμμή ευθεία, ποτέ με τρόπο πιο απλό ! Έπρεπε να μας σπάσει τα νεύρα, να θυμώνει, να στενοχωριέται, ν απελπίζεται, κι ύστερα σιγά σιγά ν' ανεβαίνει ξανά και να χαίρεται - δώσε συναίσθημα στις γυναίκες και πάρε τους τη ψυχή! Σκαρφίζονταν ένα σωρό κόλπα, ένα σωρό εντάσεις τεχνητές για να το πετύχει, την εξιτάριζε αυτό το παιχνίδι, να νιώθει ότι με χάνει, ν απογοητεύεται και μετά να με ξαναβρίσκει απ την αρχή ξανά. Έπρεπε να χεις όλη την ώρα το νου σου, αν την άφηνες ανεξέλεγκτη θα το τραβούσε μέχρι όσο πήγαινε, μ αυτό τον τρόπο ένιωθε ότι δεν έρχονταν η ρουτίνα, ότι η σχέση διατηρούνταν ζωντανή, τώρα αν εσύ ταξίδευες όλη την ώρα απ το παράδεισο στη κόλαση δικό σου πρόβλημα!

Οι μέρες περνούσαν, το Φθινοπωρο προχωρούσε, νεροποντές ξέσπαγαν στην ανατολική μεριά της πόλης, οι καταρράκτες τ' ουρανού είχαν ανοίξει, οι δρόμοι μπλόκαραν, τ' αμάξια που πήγαιναν να περάσουν από μια στοά υπόγεια βυθίζονταν μες τα νερά σαν υποβρύχια, γύρω βροντούσε κι άστραφτε, η θάλασσα φαίνονταν πράσινη στο βάθος, με το που έβρισκε μια χαραμάδα ανοιχτή ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του σα χαλί χρυσαφένιο...

Στη δουλειά γίνονταν χαμός, κόσμος έρχονταν κι έρχονταν κι έρχονταν συνέχεια, με τρέχανε, πολύ ταλαιπωρία μιλάμε, δεν ευκαιρούσα να δω τον εαυτό μου, να χαρώ λιγάκι, να γράψω ένα κομμάτι όπου θα τη στόλιζα καλά, όλες τις βλακείες που είχε κάνει θα τις έγραφα, όλα θα τα βγαζα στη φόρα, θα τη τιμωρούσα με το τρόπο μου για όσα μου είχε κάνει όμως όλο μου μενε ατελείωτο εκείνο το κομμάτι! Καθυστερούσε, όπως ήμουν μες τα νεύρα σε μια πολυκατοικία με στείλανε κάτι χαρτιά ν αφήσω σ ένα δικηγόρο, το ασανσέρ δε δούλευε, πήρα τις σκάλες, κάποιος με κράνος μοτοσικλετιστή στη μασχάλη κατέβαινε απ τους πάνω ορόφους, δεν υπήρχαν φώτα στο διάδρομο κι άνοιξα το κινητό σα φακό, βρήκα το γραφείο, χτύπησα όμως κανείς δεν άνοιξε, κατέβηκα κάτω στον ημιώροφο, κάτι ήχοι ακούγονταν απ το βάθος, ένα κυλικείο υπήρχε εκεί, ένας γέρος άκουγε μουσική από ένα ραδιόφωνο ΄΄Τι ψάχνεις;΄΄ με ρώτησε..

Βγαίνοντας προς την εξώπορτα έσβηνα μηνύματα σπαστικά που μου είχε στείλλει κατά καιρούς, δεν ήθελα να κουβαλώ οτιδήποτε αρνητικό πάνω μου, όπως έσβηνα τα παλιά ένα καινούριο εμφανίστηκε και τότε -ορκίζομαι ότι έτσι έγινε - είδα γραμμένα στο κινητό αυτά που σκεφτόμουν, αυτά που ήθελα, να γράψω, όλες τις κατηγορίες που ετοιμαζόμουν να σημειώσω, όλα υπήρχαν εκεί πέρα ! Δε μπορούσα να το δεχτώ, που το χε βρει, δε μπορούσα να καταλάβω πως έμπαινε στο μυαλό μου, πως το είχε κάνει, τι διάβολο συνέβαινε, τι είδους παιχνίδι ήταν αυτό, τι μαγικά έκανε, αφού δεν το είχα δημοσιεύσει και κανείς δεν το είχε δει, μου γύρισαν τα μυαλά, καλά ήταν πολύ τρελό!

Ύστερα συνήλθα κάπως, θα έπρεπε να υπήρχε μια εξήγηση λογική, με είχε κάνει άνω κάτω, μου την είχε δώσει, έβρεχε, περπατούσα και βρεχόμουν αλλά ούτε που μ ένοιαζε, πίστευα ότι δε θα την ξανάβλεπα, πόσες φορές δε μου το είχε κάνει αλλά δεκάρα δεν έδινε, μ έκανε να νιώθω και τύψεις στο τέλος, υποτίθεται ότι αντέχω γενικά αλλά οι γυναίκες πάντα με ζόριζαν, δε ξέρω πως το κάνουν και τι παθαίνω, βέβαια αν δε μπορείς να το υποφέρεις κάθεσαι σπίτι σου!

Όπως ήμουν χάλια τηλεφώνησα στη φίλη μου, πάντα την έψαχνα στα δύσκολα να πάρω λίγη ενέργεια θετική, κανονίσαμε να βρεθούμε, είχα λίγο πυρετό, ένιωθα πρησμένο το λαιμό μου οπότε με παίρνει τηλέφωνο η δικιά μου και τι μου λέει ΄΄Δε πιστεύω να είσαι μες τη βροχή, εσύ είσαι ικανός να μου κρυώσεις, ν' αρπάξεις κάνα πυρετό και να σ' έχω στη μπανιέρα κάτω απ το παγωμένο νερό να σε στρώσω !’’ καλά μου ρθε να βάλω τα κλάματα, πάλι μου κανε το ίδιο πράγμα και πάλι έπιανε, δε μπορούσα να το ξεπεράσω΄΄ Γιατί μου το κάνεις αυτό ρε;΄΄ - ''Εντάξει, όπως θέλεις !΄΄ μου είπε και μου το κλεισε αλλά βέβαια ο στόχος της είχε επιτευχθεί, ήξερε ότι είχε περάσει πια στο πετσί μου, κυλούσε κάτω απ το δέρμα μου οπότε παίρνω τη φίλη μου ν ακυρώσω το ραντεβού ΄΄Σε πειράζει ρε…΄΄ της λέω ΄΄Με πήρε η δικιά μου και πρέπει να τη δω !’’ φυσικά και με πειράζει!'' μου είπε η φίλη μου, ΄΄Θα δω τι θα κάνω!’’ είπα και παίρνω τη δικιά μου ΄΄Ρε θα βρεθούμε;’’ τη ρωτάω ΄΄Και βέβαια θα βρεθούμε, επειδή εσύ είσαι βλάκας και κάνεις χαζομάρας δε σημαίνει ότι δε θα βλεπόμαστε!’’

Τελικά πήγα να δω τη φίλη, δε μπορούσα να τη στήσω πάλι αλλά εμένα το μυαλό μου ήταν αλλού, η φίλη έδειξε κατανόηση, ΄΄ Πήγαινε, δε τρέχει τίποτα !΄΄ μου είπε κι εγώ σκεφτόμουν ότι θα χρειαζόμουν δυο ζωές να της ξεπληρώσω όλα όσα είχε κάνει για μένα, έξω απ την πολυκατοικία πάλι ο ίδιος φόβος που με πιάνει έξω απ τα σπίτια των γυναικών, μου ανοίγει και πέφτω στην αγκαλιά της, με κοίταζε μες τα μάτια κι εγώ δεν έλεγα να ξεκολλήσω από πάνω της ΄΄Τό σωσες, ήμουν έτοιμη να σε σουτάρω αλλά τα μάτια σου ήταν έτοιμα να βουρκώσουν, η καρδιά σου χτυπούσε στην αγκαλιά μου, η πλάτη σου ήταν ιδρωμένη!''

Είχα ηρεμήσει, έβγαλε να φάμε, δεν είχα όρεξη, δοκίμασα μια πιρουνιά, η τηλεόραση έπαιζε, κάτι χαρτιά τσαλακωμένα υπήρχαν πεταμένα στο τραπέζι , ''Τι είναι αυτά;'' ρώτησα ''Τα είχες πετάξει στην ανακύκλωση, για μια φορά τα πέταξες στη σωστή σακούλα, τα είχες πάνω πάνω!''

Και τότε κατάλαβα ρε φίλε, δε γίνονται αυτά, είχε ψάξει στα σκουπίδια κι είχε διαβάσει όλες τις σημειώσεις που κρατούσα, το είχα ξεχάσει, έτσι λοιπόν εξηγούνταν, έτσι με είχε κάνει άνω κάτω, ήθελα να τη φάω, να τη βαρέσω, να της κάνω κάτι κακό όμως σκέφτηκα ''Άστην, όταν θα είναι κατάλληλη η στιγμή θα τα πούμε!''

Η ώρα είχε περάσει, πλαγιάσαμε, όπως μ αγκάλιαζε η μουσική έπαιζε απ' τα ηχεία ψηλά που βούιζαν υπόκωφα, δε θα της έκανα τη χάρη, δεν είχα όρεξη για φιλιά, ήθελα να της πω πρώτα ένα εκατομμύριο πράγματα όμως δε μπορούσα, δεν άντεχα, το σώμα μου με πρόδινε, τα μάτια έκλειναν μόνα τους, μισοξύπνιος - μισοκοιμισμένος έβλεπα ήδη έναν αέρα να φυσά κατεβαίνοντας με μανία απ τα βουνά, σαρώνοντας στο διάβα του ότι έβρισκε, δέντρα λύγιζαν, στέγες ξεκολλούσαν, σπίτια κατέρρεαν, άνθρωποι έτρεχαν να κρυφτούν, ο αέρας συνέχιζε να λυσσομανά...




ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...