Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

ΑΛΦΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥ




Μια γυναίκα μου λέει ότι στα Harrods του Λονδίνου υπάρχει ένα ιχθυοπωλείο τόσο όμορφο που μπορεί να ζαλιστείς και να χαθείς εκεί μέσα.

Έχει εκεί μέσα ψάρια απ όλο τον κόσμο απλωμένα πάνω στον πάγο, ενυδρεία στρωμένα με χαλίκια και βότσαλα και πετραδάκια χρωματιστά, αχιβάδες και καραβίδες, σαλάχια με σώματα επίπεδα σαν παλάμες κι ένα κεντρί στη διχαλωτή ουρά τους κολυμπούν τριγύρω, φυσαλίδες κοράλλια και φύκια παντού, χρώματα γαλάζια και πράσινα που σε ησυχάζουν, πισίνες με ψαράκια μικρούτσικα που κάνουν μασάζ στα πόδια, συντριβάνια απ όπου πίνουν νερό παπαγάλοι δαχτυλιδόλαιμοι, φυτά υδρόβια επιπλέουν, δροσιά και ηρεμία .

Τώρα μπορεί να μην είναι ακριβώς έτσι , όρκο δε παίρνω, αλλά εγώ το φαντάζομαι σαν ένα μέρος παραμυθένιο όπου έχουν φέρει πλάσματα που κολυμπούσαν σε θάλασσες μακρινές, χιλιάδες μίλια μακριά , εκεί όπου υπάρχουν υδροβιότοποι πλούσιοι και τα νερά είναι γεμάτα με γαριδούλες και πλαγκτόν, θάλασσες που διασχίζονται από ρεύματα θερμά και ψυχρά, το ρεύμα του κόλπου του Μεξικού και το ρεύμα του θείου βρέφους, το El Ninio, το ρεύμα της Ιαπωνίας όπου η θάλασσα έχει ένα χρώμα τόσο βαθύ μπλε και το ρεύμα που διαπερνά την τάφρο των Φιλιππίνων, εκεί όπου θερμά νερά αναβλύζουν από τον πάτο της θάλασσας και πλάσματα της αβύσσου επιβιώνουν στα σκοτεινά βάθη.

Στρείδια μαργαριτοφόρα έχουν κουβαλήσει στο πολυκατάστημα, από τα ρηχά των μακρινών θαλασσών όπου παλίρροιες ανοιξιάτικες και φουσκονεριές στροβιλίζονται, κοντά σε αμμουδιές με άμμο και πέτρες καυτές, σκόπελοι και ύφαλοι, φοίνικες και καρύδες κι ακτές απόκρημνες όπου σκάνε τα αφρισμένα κύματα, καταρράχτες θεόρατοι αμολούν τα νερά τους από ψηλά .

Ίσως και να τα χουν κουβαλήσει από μέρη όπου το φεγγάρι τραβάει τα νερά τη νύχτα και τότε αναδύονται στην επιφάνεια πλάσματα αλλόκοτα που θέλουν να τραφούν, θάλασσες που οργώνονται από σκάφη καταμαράν με ξύλα ή καλάμια χοντρά δεμένα μεταξύ τους, χελώνες κωπηλατούν με τα σαν πτερύγια πόδια τους , μασουλούν μέδουσες άσπρες που μοιάζουν με ζελέ.

Πριονόψαρα με ρύγχος σαν σπαθί, δελφίνια λειόδερμα, γατόψαρα και σκυλόψαρα αναδιπλώνουν τα σώματα τους, χελιδονόψαρα απογειώνονται να δροσιστούν από άνεμους ανατολικούς και δυτικούς που τα μαστιγώνουν αδιάκοπα, πουλιά καρφώνουν τα ράμφη τους στην επιφάνειες και βουτούν ύστερα μέχρι βαθιά πολύ, φιγούρες σαλεύουν απειλητικά , καρχαρίες σφυροκέφαλοι, φώκιες και ξιφίες και κήτη διάφορα κατά κει, με ραβδώσεις βιολετί στο λείο σώματά τους που σκίζει το νερό, ο δίσκος του ήλιου θολός, τ' άστρα καθοδηγούν τους ανθρώπους τη νύχτα,
ο Νότιος Σταυρός κι ο Χαμαιλέων, η Ύδρα κι ο Ωμέγα και το υπέροχο εκείνο άστρο του νότιου ημισφαιρίου, ο Άλφα του Κενταύρου .

Τα φέρανε στα Harrods τα ψάρια που κολυμπούσαν αμέριμνα σε κείνες τις θάλασσες, μπορείς λέει να δοκιμάσεις άμα θέλεις κάνα κομμάτι από τόνο με την ασημένια ράχη ή καμιά σαρδέλα άμα θέλεις και πεινάς κι ωμή μπορείς να τη φας, τόσο φρέσκια είναι, άντε να ρίξεις απάνω της λίγο άλατι ή λεμονάκι


Τα φέρανε στο ιχθυοπωλείο τα ψαράκια που κολυμπούσαν σ' εκείνες τις θάλασσες όπου η απεραντοσύνη κουράζει το βλέμμα, μέσα στη νηνεμία κοιτάς να επιπλέουν παράξενα αντικείμενα, ένας κορμός φαγωμένος απ την αρμύρα, ένα μπιτόνι, ένα στρώμα πλαστικό ανάμεσα σε χορταράκια της θάλασσας , ο ήλιος παίζει με τα νερά παραμορφώνοντας τις σιλουέτες των αντικειμένων, το αέναο λίκνισμα σε ζαλίζει, χάνεις την αίσθηση του προσανατολισμού, του χώρου, του χρόνου και της ύπαρξης.


Μπορεί να ζαλιστείς και να χαθείς για πάντα κατά κει , όργανα πλοήγησης αρχίζουν να δείχνουν ότι να ναι, πυξίδες χαλασμένες, καράβια φαντάσματα πάνε κι έρχονται ακυβέρνητα, ραντάρ και παλμογράφοι καταγράφουν δονήσεις των τεκτονικών πλακών κι εκρήξεις στον πάτο της υγρής λεκάνης, δορυφόροι πιάνουν αλλαγές βαρομετρικών, κομμάτια κομητών στουκάρουν με μανία πάνω στην απέραντη υδάτινη επιφάνεια , δορυφόροι κατοπτεύουν το γαλάζιο πλανήτη, πιάνουν καταιγίδες μαγνητικές, θερμές, υγρές κι αέριες μάζες συγκρούονται , ανεμοστρόβιλοι έρχονται απ το πουθενά, αεροπλάνα πετούν από πάνω σε τροχιές διασταυρούμενες, μπορεί και να χαθείς κατά κει για πάντα.



Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  Αυτάρ ο γυμνώθη ρακέων πολύμητις Οδυσεύς,
  Άλτον δ΄ επί μέγαν ουδόν....
  ..μετά δε μνηστήρσιν έειπεν:
  '' Ούτος μέν άεθλος άαατος εκτετέλεσται...''

Οδύσσεια
 Ραψωδία Χ.  στ. 1- 5.


Εκεί τα είδε όλα, όταν κρεμάστηκε σα νυχτερίδα από κείνη την αγριοσυκιά καθώς από κάτω του έχασκε το έρεβος κι η Σκύλα με τα έξι κεφάλια άρπαζε τους συντρόφους του για να τους σύρει μέσα στη σπηλιά, όπου βέλος φτερωτό να έριχνες δεν υπήρχε περίπτωση να φτάσει μέχρι το βάθος της.

Αυτός κοίταζε το άλλο τέρας που ρουφούσε το θαλασσινό νερό τινάζοντας το στρώμα του αλατιού πότε στη μια και πότε στην άλλη κορυφή του βράχου κι άλλοτε πάλι έβλεπε την άμμο να γίνεται κατάμαυρη στον πάτο όπως οι άντρες του γίνονταν πράσινοι απ΄ το φόβο τους. Κρεμάστηκε απ την αγριοσυκιά μέχρι να ξεβράσει το τέρας ότι είχε απομείνει απ το καράβι του κι ύστερα πήδησε από κει πάνω στα μακριά μαδέρια κι άρχισε να κωπηλατεί με τα χέρια.

Τους είχε πει όταν έσυραν το πλοίο στην αμμουδιά και το έχωσαν σ εκείνη τη σπηλιά, καθώς ξάπλωναν στο χώμα κάτω απ τα άστρα, να μη τα πειράξουν εκείνα τα χοντρά βόδια με τα κέρατα τα στριφογυριστά, αλλά αυτοί τον στρίμωξαν τότε.'' Όλα σε σένα είναι φτιαγμένα από σίδερο..'' του είπανε ''...τα μέλη σου δεν κουράζονται ποτέ, αλλά εμείς είμαστε άθρωποι!'', έλεγαν καθώς πλάγιαζαν κάτω απ' τ΄ αστέρια. Άντεξαν μέχρι που γιόμισε κι έλιωσε το φεγγάρι μια φορά, μα ύστερα λύσσαξαν, αφήνιασαν, δεν άφησαν τίποτα ζωντανό, τα χάλασαν όλα έσκαψαν το λάκκο τους.

Απόμεινε αυτός μοναχός να πλανιέται αντικρίζοντας πλοία Φοινικικά που κουβαλούσαν σκλάβους για την Αίγυπτο κι άλλα πλοία από την Κρήτη που κουβαλούσαν πολεμιστές κι άλλα καράβια που κουβαλούσαν στάρι και κριθάρι και γεννήματα, αναζητώντας μονοπάτια της θάλασσας, τις νύχτες νόμιζε ότι είχε γυρίσει στο σπίτι του κι η γυναίκα του στέκονταν και τον κοίταζε, ο ουρανός μαύριζε, ο Δίας αμολούσε κεραυνούς, τα κύματα άφριζαν, ο ουρανός γίνονταν μελανός σα θειάφι, ο Ποσειδώνας ήθελε να του κάνει τη ζωή κόλαση.

Άμα δεν ήταν εκείνοι οι ευλογημένοι οι Κερκυραίοι δε θα έφτανε ποτέ πίσω στο νησί, να βρει τον χοιροβοσκό, αυτόν που δε σήκωνε πολλά παραμύθια, καθώς μιλούσαν γύρω απ τη φωτιά που είχαν ανάψει, σχίζοντας βελανιδιές, πλάι σ ένα βράχο που έκοβε τον άνεμο.

Κι ύστερα τυλίχτηκαν με κάπες να αντέξουν το κρύο της νύχτας, κάπες σαν εκείνες που έριχνε απάνω του ένα βράδι έξω απ τα τείχη της Τροίας, σ' ένα βάλτο γεμάτο καλάμια και χαμόδεντρα, όπου είχαν βγει για ενέδρα, τότε που το χιόνι έπεφτε παγωμένο σαν πάχνη πάνω στα όπλα τους κι οι ασπίδες γέμιζαν κρύσταλλα.

Ο νους του δούλευε όλη νύχτα αν κι αυτός ήταν σε λήθαργο, καθώς η σκέψη του βολόδερνε.

Έπρεπε να κρύψει τα δάκρυα του όταν τον γνώρισε εκείνο το σκυλί το σακατεμένο, να πιάσει απ το λαιμό για να τη κάνει να σωπάσει τη γριά που γνώρισε την ουλή στο πόδι κι έριξε κάτω στο πάτωμα νερά και λεβέτια και σκαμνιά απ τη σαστιμάρα της.

Την ουλή που είχε αποκτήσει τότε που κυνηγούσε στο απέραντο δασοτόπι, κάτω από φυλλωσιές που δε μπορούσαν να τρυπήσουν οι ακτίνες του ήλιου, έπρεπε να τη στριμώξει τη καημένη τη γριά για να κάνει τη δουλειά του όπως έπρεπε. Έπρεπε να βλέπει κομμάτια τη γυναίκα του - η οποία είχε βαρύνει κάπως εδώ που τα λέμε- ενώ αυτουνού τα βλέφαρα δε σάλευαν σα νάταν καμωμένα από σίδερο ή από ατσάλι.

Και τώρα είχε έρθει η ώρα να δοκιμάσει στα σκληρά και φαγωμένα απ την αρμύρα χέρια του εκείνο το τόξο το θεόσκληρο, το γύρισε από όλες τις μεριές, τό πιασε γερά, το τέντωσε και δοκίμασε τη χορδή με το δεξί του χέρι όπως αυτή κελαηδούσε και πάλλονταν. Το κράτησε το τόξο από τη μέση, στήριξε στο σκαμνί το πόδι του κι η διχαλωτή σαΐτα έσκισε τον αέρα.

Αυτή την ώρα περίμενε όλα τα χρόνια, δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει καμιά βλακεία, όπως πέταξε τα καταραμένα κουρέλια και πήδηξε γυμνός, λαμπρός πάνω στο κατώφλι, έχοντας τη φαρέτρα με τα φαρμακερά βέλη στο πόδια του μπροστά.

Τέρμα τα αγωνίσματα και τα ψέμματα κι οι διαγωνισμοί!'' ούρλιαξε όπως αποδεκάτιζε τους χαραμοφάηδες που ρήμαζαν το βιος του όλα αυτά τα χρόνια και χαλβάδιαζαν τη γυναίκα του κι ήθελαν να σκοτώσουν το γιο του και χλαπάκιαζαν τα πρόβατα και τα γελάδια και τους χοίρους του κι έπιναν το κρασί του κι είχαν σκοπό να τα ρημάξουν όλα οι λιμασμένοι.

Σαν ψάρια που τραβούν στην ακτή οι ψαράδες μες τα δίχτυα τους κι αυτά από λαχτάρα για τη θάλασσα σπαρταρούν στην αμμουδιά μέχρι να τα σκοτώσει ο λαμπερός ο ήλιος σπαρταρούσαν λέει τα σώματα έτσι σωριασμένα το να πάνω στ άλλο.

''Τέρμα τ' αγωνίσματα παιδιά, ώρα γι άλλα κόλπα γι άλλους στόχους, όχι άλλες Σκύλες κι άλλα τέρατα με δέκα πόδια και τριάντα έξι στόματα και σαράντα οχτώ ουρές, ώρα γι άλλους στόχους κι ας δώσει ο Απόλλωνας στα χέρια μου δύναμη να το καταφέρω κι αυτό το έργο!''.




Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

ΤΑΦΡΟΣ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Όπως ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες κι οι λαμαρίνες των αστικών ανάβουν, κουβέντες και φράσεις και προτάσεις και ιστορίες διάφορες ανακατεύονται και διασταυρώνονται εκεί μέσα.

Μια γυναίκα λέει για μια μεταμόσχευση ήπατος που έχει κάνει, ένα κοριτσάκι απ το Μέτσοβο ήταν ο δότης, είχε πάει λέει το παιδί με τον πατέρα του για χόρτα, πάτησε το κορδόνι του και κατρακύλησε για να τσακίσει το κεφαλάκι του σε μια πέτρα. Δώσανε τα όργανα του σ ένα σωρό κόσμο, τα νεφρά σε μια Γερμανίδα, τον κερατοειδή σε κάποιον άλλο, την καρδιά σ ένα παιδί απ τη Σερβία. Μια φωτογραφία μας δείχνει η γυναίκα , το μνήμα του παιδιού δείχνει, το μικρό ήταν όμορφο πραγματικά, ο κόσμος σκύβει να δει, ''Το καημένο!'' λέει μια γιαγιά.

Στο μεταξύ κουβέντες και διάλογοι και λέξεις ξεκάρφωτες συνεχίζουν να ανακατεύονται εκεί μέσα, ''Δε μπορούσα να το πιστέψω...'' λέει κάποιος, ''....ήμουνα σα ναρκωμένος'', ''...μια φιλική συμβουλή θα σου δώσω..'' λέει κάποιος άλλος ''...μακριά απ αυτόν τον τύπο!'', ''Μαζί του τα δίνω όλα'' λέει μια κοπέλα, ''Πως την έχασα εκείνη τη γυναίκα ρε φίλε...'' - ''Άμα δεν παίρνεις θέση είσαι άχρηστος!'' λέει ένας παππούς κι ένας άλλος γέρος '' Άμα έχεις ζάχαρο το σώμα σου πρέπει να είναι σα λαμπάδα, ''Άμα δε σου λέει τίποτα το όνομα του δεν έχεις δουλειά μαζί μας!'' λέει ένας τύπος με ένα τεράστιο σημάδι από εμβόλιο στο μπράτσο.

''Στη Σαμοθράκη θα πάμε...''λέει κάποιος άλλος ''....έχω ένα κτήμα κατά κει, κοντά σε μια απόκρημνη ακτή, εκεί κάπου είναι και η τάφρος του βορείου Αιγαίου 1000 μέτρα βάθος!''
''Μπα!'' λέει κάποιος άλλος, ''... στη Νάξο είναι τέλεια με τα πελώρια αγάλματα που έγιναν κομμάτι στη μεταφορά τους και βλέπεις ένα πόδι εδώ ένα κεφάλι πιο πέρα'', ένας τρίτος μιλά για ένα άλλο νησί όπου υπάρχουν τοιχογραφίες γαλάζιες, αρχαίες, με βουτηχτές να πέφτουν στο νερό από ψηλά και αγγειογραφίες που δείχνουν το ναυάγιο του Οδυσσέα και τους συντρόφους του να αιωρούνται πεθαμένοι στο νερό, σε στάσεις αλλόκοτες ενώ αυτός στέκεται μόνος στην αναποδογυρισμένη καρίνα.

Καλοκαίρι έχει μπει τριγύρω, η θάλασσα έχει πάρει το χρώμα το ξασπρουλιάρικο του καλοκαιριού, πουλιά βυθίζουν το κεφάλι τους στο νερό, βαπόρια πάνε κι έρχονται απ τα νησιά, αεροπλάνα κουβαλούν Ρώσους για τη Χαλκιδική, η άσφαλτος αρχίζει να κολλά στα παπούτσια, εργάτες σκάβουν τρύπες στους δρόμους, ποτάμια σμαραγδένια κυλάνε στις βιτρίνες από νέον, τυφλοί του Μπρέγκελ, αλκοολικοί του Ντοστογιέφσκι τριγύρω.

Σκύλοι κοιμούνται στο τσιμέντο και το σώμα τους τρέμει σα να βλέπουν εφιάλτες στον ύπνο τους, ναρκομανείς χοροπηδούν σα να τσιμπήθηκαν από ταραντούλες, σεκιουριτάδες με βλέμμα τρομαγμένο κουβαλούν τσάντες σιδερένιες, ταξιτζήδες κοιμούνται σε αμάξια με πόρτες ανοιχτές, το κεφάλι γερμένο, ο ασύρματος παραμιλά κι εκεί μέσα φωνές ανακατεύονται, κάποιος λέει για τα χαλασμένα φώτα πορείας του, άλλος λέει ότι χτύπησε έναν σκύλο τη νύχτα κάπου στο αεροδρόμιο, ένας τρίτος ρωτά για κάτι δρόμους έξω απ την πόλη.

Καλοκαίρι έχει μπει τριγύρω, δροσιά αναζητάς, στα πολυκαταστήματα πόδια φαίνονται πίσω από παραβάν, μουσικές απαλές, σκάλες σιδερένιες ανεβοκατεβαίνουν. Στα ινστιτούτα αισθητικής κλιματιστικά βουίζουν, γυναίκες σε κοιτάνε περίεργα κι εκεί νιώθεις ομιλίες κι ερωτήσεις ν ανακατεύονται ''Ρωτήστε με ότι θέλετε δεν έχω πρόβλημα'' ''' 'Έχετε κάνει αποτρίχωση στα χέρια;''- ''Πως γίνεται να μην ιδρώνετε;'' , ''Που τα κάνατε αυτά τα στρασάκια στο δάχτυλο του ποδιού;''

Δροσιά αναζητάς, σ ένα μπαλκόνι μιλάμε με την κυρία Πόπη, ο κύριος Ζαφείρης πλένει το μπαλκόνι , σαπουνάδες και σαγιονάρες πάνω στα γυαλιστερά πλακάκια, μια πορτοκαλάδα κι ένα γλυκό παγωμένο πάνω στο τραπέζι, τρένα κοιτάζουμε να περνούν δίπλα από τη Mοναστηρίου,
νιώθω ξανά λέξεις και προτάσεις μπερδεμένες να στροβιλίζονται γύρω απ το σκόρπιο μυαλό μου:

'' Βάλε μου ένα στόχο κι εγώ θα τα δώσω όλα!'' ''....και που νομίζεις ότι βρήκα τον πατέρα μου, στο υπόγειο του νοσοκομείου να τρώει μια τυρόπιτα κουβαλώντας τα σωληνάκι των ορών του,''- ''Η μάνα του μου το κάρφωσε δίχως να το θέλει ότι είχε χωρίσει, αυτός σιγά που θα μου ΄το λεγε!'' ''... όλα έγιναν τόσο γρήγορα στην κηδεία κι εγώ νόμιζα μέχρι την τελευταία στιγμή ότι θα κινηθεί θα πει κάτι'', ''Μη με λογαριάζεις εμένα..'' της είπε όταν τον χτύπησε το αμάξι ''...άμα θες μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου όπως θέλεις και χωρίς εμένα'' κι εκείνη φυσικά αυτό έκανε ......


Κυριακή 19 Μαΐου 2013

ΧΡΟΝΟΔΙΝΕΣ

Σε κάποια έχεις πέσει μέσα σε άλλα σ' έχει στείλει αδιάβαστο, δεν το περίμενες, δε το πιστεύεις αυτό που ακούς, αυτή έχει πάθει πλάκα, μια ατμόσφαιρα παράξενη στη κάμαρα μέσα, έχεις προχωρήσει πολύ, έχει αιφνιδιαστεί, δεν το περίμενε , μπορεί να την έπιασες χαλαρή, ίσως έχει κάνει το λάθος κι εσύ όμως είσαι εκτεθειμένος, προσπαθείς να καταλάβεις τον κόσμο της, φοβάσαι ότι έχεις μείνει πίσω, είναι τόσο αλαζονικός ο κόσμος των νεαρών γυναικών, γεμάτος προσποιήσεις και σαπουνόφουσκες, μπορεί να σε θαμπώσει, να νιώσεις λίγος.

Προσπαθείς να φανείς ήρεμος, να μη δείξεις τα συναισθήματά σου, ανοίγεις χαρτιά και κρατάς άλλα κλειστά, έτσι είναι αυτό το παιχνίδι, ανιχνεύεις τον αέρα, αναζητάς πληροφορίες που θα καθορίσουν τη στάση σου, αυτή δείχνει λίγο αμήχανη αλλά της αρέσει κιόλας και μετά νιώθεις μια ζάλη περίεργη κι ένα βάρος στο κεφάλι, αέρα ζητάς, ούτε το ποτήρι με το νερό έχεις πιει που σου έδωσε, χρειάζεσαι χρόνο να επεξεργαστείς τα στοιχεία, να αναλύσεις, να δεις αν σε ενοχλούν αυτά που άκουσες ή δεν τρέχει και τίποτα, μια βόλτα με τα πόδια, με το λεωφορείο, με το αμάξι, με ότι νάναι τέλος πάντων χρειάζεσαι επειγόντως.

Κι είναι κι η δουλειά που δε πρέπει ν' αφήσεις πίσω, όλα μαζί έρχονται κι όλα μαζί φεύγουν, δε θες να χάσεις τη φόρα που έχεις, ξεραΐλα θα πέσει αύριο, θες το χρόνο να τρέχει γρήγορα, δε τον μπορείς όταν σέρνεται βασανιστικά, τον θες συμπυκνωμένο  και γεμάτο,  όπως αυτόν που κυλάει μέσα στις χρονοδίνες και στις μαύρες τρύπες ψηλά στο διάστημα .

Στα σπίτια έχει δροσιά, άνθρωποι κοιμούνται με τη πλάτη γυρισμένη σε καναπέδες, παιδιά δε λένε να πάρουν μπρος, λες ψέμματα για να κερδίσεις χρόνο, να μη χάσουν τον ενθουσιασμό τους οι μαθητές, σ άλλα σπίτια σεντόνια άσπρα, πεντακάθαρα, στρωμένα σε κρεβάτια, ξυλόγλυπτα και αγιογραφίες απ την Τήνο, φωτογραφίες της γιαγιάς που πέθανε, πατώματα γυαλισμένα , ένας σκύλος γαβγίζει ένα χάμστερ που στριφογυρνά μια ρόδα, γενέθλια έχει ένα κοριτσάκι, η μάνα του έχει αγοράσει μια αγκαλιά τριαντάφυλλα σ ένα χρώμα ακαθόριστο, ο σκύλος πάει κάτω απ το κρεβάτι και ξαπλώνει να δροσιστεί, η μάνα μαλώνει άσχημα το κοριτσάκι για κάποιο λόγο κι αυτό αντιδρά θαυμάσια, δε λέει κουβέντα, μια βυσσινάδα με παγάκια σου δίνουν να πιεις.

Παιδιά παίρνουν τηλέφωνο όπως βγαίνουν από εξεταστικά κέντρα, ''Πάνω απ τις δυνάμεις μου ήτανε'' λέει κάποιος, πάει αυτός, '''Όλα καλά πήγαν κύριε!'', λέει ο Βλαδίμηρος, φιλιά στέλνουν οι μανάδες τους.

Να αφομοιώσω προσπαθώ αυτά που άκουσα, σκέφτομαι μήπως έκανα λάθος, άλλα η στιγμή μου φάνηκε καλή, κορίτσια στο αστικό, μαλλιά τραβιούνται στο πλάι, πλάτες αισθησιακές, ώμοι καμπυλωτοί, τυλιγμένοι σε τιράντες, σκουλαρίκια μακριά ακουμπούν στο δέρμα, ξανθά μαλλιά παραμερίζουν στο πλάι , στηθόδεσμοι λευκοί και μαύροι.

Στα Goody' s ένα κορίτσι μ' ένα νάρθηκα τυλιγμένο στο χέρι της, μια λαϊκή κάπου , ένας δρόμος μπλοκαρισμένος, λεωφορεία διχάζονται όπως στρίβουν, το 7 αριστερά το 12 δεξιά, πρέπει να το ξεπεράσω γρήγορα, δεν υπάρχει χρόνος, όλη νύχτα τη σκέφτομαι, τι ιστορία κι αυτή, άντε να δούμε πως θα κλείσει και ποιoς θ' αντέξει ως το τέλος.

Στο μπαλκόνι μιας φίλης έξω απ τη πόλη προσπαθώ να αναλύσω ότι συνέβηκε, καλά που υπάρχει κι αυτή να μου εξηγήσει πως δουλεύει το γυναικείο μυαλό, τι ζητά, που το πάει, ένα ρέμα κατά κει απλώνεται, τα φύλλα των δέντρων σείονται στον αέρα, ένα εκκλησάκι κάτι μνήματα, ησυχάζω σιγά- σιγά, βρίσκω μια άκρη, εντάξει τα μικρά ίσως κάνουν περισσότερα σήμερα, αλλά ποιος μου λέει ότι αυτό είναι το πιο σωστό, ότι δεν είναι καλύτερα να έχεις αποφύγει την υπερβολική έκθεση και τη φθορά από κάποια πράγματα όντας επαρχιώτης στη μεγάλη πόλη .


Να αφομοιώσω προσπαθώ αυτά που άκουσα, καλοκαίρι έρχεται, λίγο νερό να βρέξω το πρόσωπο μου, σχέδια κάνει ο κόσμος, ο κυρ Γιάννης φεύγει για το εξοχικό του στο Λιτόχωρο, να περπατήσει στα μονοπάτια του Ολύμπου με το χάραμα, ο κύριος Γιώργος φεύγει στη Χαλκιδική να βαδίσει το απόγευμα στην αμμουδιά με τα σκυλιά του, στην Άρτα ένας γάμος, μια σήραγγα βγάζει στη Λευκάδα, ένα μοναστήρι στη Πελοπόννησο, ένα παιδί φεύγει για το Διδυμότειχο.

Σε μια εκκλησία μια νέα γυναίκα μπροστά στα κόλλυβα ενός μνημόσυνου κλαίει, ο ήλιος μπαίνει όλο και πιο καυτός από τα τζάμια, ο Χριστός περπατά πάνω στα νερά, τα δίνουμε όλα όπως ψέλνουμε σα να θέλουμε να ξεσπάσουμε κάπου, ο κόσμος έχει φεύγει, η εκκλησία αδειάζει κι εμείς συνεχίζουμε στη διαπασών μοναχοί μας, η γυναίκα που έκλαιγε κάθεται και μας κοιτάζει .


Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

ΑΔΙΑΙΑ ΖΩΝΗ

 Στην Εμανουέλλα  Αγγουράκη



  Close your eyes
  breathe slow
  we ' ll begin..

  Waterboys



Όλη η πόλη έχει βουίξει για το ξανθό κορίτσι που δούλευε στην ΕΤ3, οι τοίχοι είναι γεμάτοι με επιγραφές όπου τη βρίζει εκείνος ο τύπος, και τώρα βλέπεις ανακοινώσεις κολλημένες στις στάσεις ότι το κορίτσι έχει εξαφανιστεί καθώς πήγαινε στη δουλειά του, ότι πάσχει από μανιοκατάθλιψη κι ότι πιθανόν να εμπλέκεται ο τύπος που της είχε κάνει τη ζωή κόλαση,   χαιρετίσματα.

Ίσως την αιφνιδίασε όπως πήγαινε να βγει απ τη πολυκατοικία της, αυτός φορούσε μαύρα γυαλιά και της ψυθίρισε ''Συγνώμη να ρωτήσω κάτι..'' κι έπειτα την άρπαξε απ το λαιμό και της έσπασε την αλυσίδα με το χρυσό σταυρό που φορούσε, μια παλάμη αντεστραμμένη πρόλαβε να δει αυτή, γεμάτη φλέβες, καθώς την έσερνε σ ένα αμάξι.

Μες τη πόλη μπορεί να τη τραβολογούσε, οδηγοί σταματημένοι στα φανάρια κοίταζαν, κόσμος περίμενε στις διαβάσεις  ν ανάψει το πράσινο, κορίτσια έπαιζαν στα χείλια τους καλαμάκια σφηνωμένα σε τενεκεδένια κουτάκια με κρύο τσάι κι άλλα φορούσαν μπλουζάκια με κόκκινα φρούτα κομμένα στη μέση. 

Αυτή μπορεί ν αναρωτιόταν τι στο δαίμονα συνέβαινε, μπορεί όλα να ήταν ένα όνειρο, μια ταινία απ αυτές που κοίταζε τις καλοκαιρινές νύχτες, τότε που δε την έπιανε ο ύπνος,   με τον κόκκινο λοξό σταυρό στη πάνω γωνία της οθόνης. Μια ταινία από κείνες όπου διεστραμμένοι αρπάζουν γυναίκες και τις κρατούν για χρόνια σε σπίτια και υπόγεια γιατί τις αγαπάνε και γι αυτό κιόλας στο τέλος τις σκοτώνουν - καλά τώρα!

'Όλα αυτά μπορεί να περνούσαν απ τη σκέψη της όπως το αμάξι έτρεχε γρήγορα πολύ κι ήταν σα να πετούσε χαμηλά, ανθρώπους προλάβαινε να δει όρθιους σε αστικά να την κοιτάζουν πίσω από τζάμια κι άλλους να κατεβαίνουν σκαλιά κι άλλους εγκλωβισμένους σε οχήματα, Πακιστανοί σκόρπιζαν αφρούς σε παρμπρίζ , νέγροι μαύροι σαν τη δυστυχία περιφέρονταν, σ ένα μέρος με κτίρια παλιά και ζοφερά, κολώνες με κίονες σαραβαλιασμένους, ρωγμές από σεισμούς παλιούς , σίδερα έχασκαν μέσα στο μπετόν, κατά κει μπορεί να την πήγε ο τύπος.

Κάτι σκαλιά κατέβηκαν, έτσι γίνεται συνήθως και κατέβαιναν όλο και πιο βαθιά, μέσα από στοές και σήραγγες, δίπλα σε καλώδια του ρεύματος και του τηλεφώνου, αγωγοί πελώριοι περνούσαν κουβαλώντας νερά αποχέτευσης και ύδρευσης κάτω από τα σπλάχνα την πόλης,  σε κατευθύνσεις εγκάρσιες και κάθετες και οριζόντιες, νερά έσταζαν από παντού,  χάσματα ανοίγονταν και βάραθρα, πλάσματα σκοτεινά σάλευαν εκεί μέσα, λάκκοι και φρεάτια θανάτου γεμάτα κόκαλα, λόγια ανατριχιαστικά στο αυτί της, αυτή μπορεί να προσεύχονταν όπως ένιωθε το σώμα της να μουσκεύει μες  τη μούχλα και την υγρασία εκείνου του χώρου, η  ανάσα της έβγαινε βαριά,  τα μάτια της έκλεισε μια στιγμή και φώτα χιλιάδες, γαλάζια και κίτρινα,  αναβόσβησαν στο μυαλό της μέσα στη ζώνη του Άδη κάτω απ τη πόλη.

Σ' ένα δωμάτιο μπορεί να την έβαλε ο τύπος, από κείνα τα σκοτεινά που φοβάσαι να πλησιάσεις, εκεί όπου ζουν γριές και γέροι ετοιμοθανατοι και ξεχασμένοι, εκεί όπου βλέπεις μονάχα μια τηλεόραση κάπου να βγάζει λίγο φως.

 Ένα ψυγείο υπήρχε μ' έναν παγετώνα μικρό να έχει σχηματιστεί στην κατάψυξη του, συρτάρια άνοιγαν,  φακοί έβγαιναν από μέσα, δάχτυλα σαν πόδια αράχνης τυλίγονταν τριγύρω απ το λαιμό της, μπορεί και να λιποθύμησε το κορίτσι κι όταν ξύπνησε να πονούσε από γυαλιά και θραύσματα που είχαν μπηχτεί στα χέρια της,  μπορεί και να τον είδε μ ένα σφουγγάρι να μαζεύει τα αίματα της κι ύστερα να την τυλίγει μ επιδέσμους, μυρουδιά μούχλας και υγρασία και κρύο πλανιούνταν εκεί κάτω, ένα πρόσωπο κι ένα βλέμμα που δε θα το ξεχνούσε για το υπόλοιπο της ζωής της .

Στο μυαλό του μπορεί να προσπαθούσε να μπει, έτσι γίνεται σ αυτές τις περιπτώσεις, να καταλάβει πως λειτουργεί μες τη διαστροφή του, να κερδίσει χρόνο και να φύγει από κείνη τη διαβολεμένη παγίδα, σέρνοντας τα ματωμένα χεράκια της, ματώνοντας ξανά και ξανά,  ανεβαίνοντας από την Αδιαία ζώνη όπως στις ταινίες που έβλεπε, εκεί όπου τρέχεις να το σκάσεις απ τη κόλαση κι όταν στρέφεις πίσω βλέπεις φλόγες να υψώνονται και λάμψεις πορτοκαλιές και κύματα ωστικά να σαρώνουν ότι βρουν μπροστά τους και να ανατινάζουν τα φρεάτια του θανάτου εκεί κάτω στη ζώνη του Άδη.





Κυριακή 12 Μαΐου 2013

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

M αρέσει το παραδέχομαι κι όποτε νομίζω ότι έφυγε από πάνω μου κάτι γίνεται και δε λέει να περάσει, τη βλέπω με τα βαμμένα της τα χείλη και τα γυαλιά στο κεφάλι, γελά κι είναι δροσερή, γελά κι όταν όλα της πάνε στραβά κι η φωνή της στο τηλέφωνο είναι γεμάτη ενθουσιασμό.

Κι ύστερα γίνονται κάτι μαγικά, όταν με περιμένει με αδημονία να μου πει τι της συνέβηκε, γιατί ξέρει ότι θα είμαι μαζί της, το ξέρω ότι με σκέφτεται κι εγώ το ίδιο κάνω άλλωστε , κανονικά θα έπρεπε να είχα τελειώσει πια, έτσι γίνονταν συνήθως αλλά εδώ είναι κάτι άλλο, δε ξέρω αλλά όταν υγραίνονται τα μάτια της στα καλά καθούμενα και μου ζητά συγνώμη, δεν είμαστε καλά, τι συγνώμη παιδί μου κι όταν θέλει να ξεσπάσει σε κλάματα τα νεύρα της , την αγαπώ τότε, τι να κάνω δεν το ελέγχω.

Ξέρει πότε λέω ψέμματα, μόλις διστάσω για μια στιγμή το πιάνει, πρέπει νάναι και λίγο ηθοποιός δεν εξηγούνται αλλιώς εκείνες οι στάσεις που είναι απίστευτες κι έξοχες, όπως και νάχει θες να τη βοηθήσεις, ν ανέβει, να νιώσει πιο καλά, να λάμψει όπως εκείνες τις στιγμές τις υπέροχες και τις αλησμόνητες, τότε που είναι στο φόρτε της και θες να την αγγίξεις και να τη φιλήσεις.

Μεγαλώνει κι ωριμάζει μπροστά στα μάτια σου όπως τα φρούτα του δάσους, θες έτσι να παραμείνει λαμπερή και ζωντανή, τότε που θυμίζει καλοκαίρι στο κατώφλι του, αμάξια με πόρτες ανοιχτά και μαλλιά που ανεμίζουν, κορίτσια που σε φωνάζουν καθώς γυρνάνε από το μπάνιο τους, μαγαζιά παραλιακά καράφες γυάλινες και κρασιά δροσερά, παγωμένα, όπως οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν, φίδια και χελώνες προϊστορικές βγαίνουν κάτω από πέτρες και λάκκους σκοτεινούς ορμώντας σε δρόμους, αμάξια περνούν από πάνω τους, κοράκια εφορμούν να τσιμπολογήσουν στο πιάτο της ασφάλτου.

Καλοκαίρι θυμίζει όταν γελά, μωσαϊκό χρωμάτων πράσινων κίτρινων και κόκκινων σε λόφους και φαράγγια και κοιλάδες, πουλιά που βουτούν τα κεφάλια τους στο νερό, κύματα που σκάνε σε αποβάθρες. Τα χέρια της σαν εκείνα των μωρών στις λαϊκές που τα κρατούν οι μαμάδες τους κι αυτά σέρνουν τα δάχτυλα τους πάνω σε σωρούς φρούτων αραδιασμένων σε πάγκους. Καλοκαίρι θυμίζει όταν φορά τα πουκάμισα με τα τετραγωνάκια τα γαλάζια και τα άσπρα κι εκείνες τις λωρίδες χρυσού στους καρπούς και στο λαιμό σαν αυτές που βρίσκουν σε τάφους βασιλιάδων που έχουν στο πρόσωπο μάσκες χρυσαφένιες.

Στα μαγαζιά που σχολάνε το ξημέρωμα κάπου στο αεροδρόμιο, κάτω από αεροπλάνα που σηκώνονται μέρα νύχτα και τα γκαρσόνια σκουπίζουν σωρούς από γυαλιά σπασμένα, θέλεις να της φορέσεις ένα σακάκι στους ώμους , παιδιά μαραμένα κοιμούνται στο τιμόνι απάνω, σκύλοι με κεφάλια τεράστια γαβγίζουν αυτοκίνητα περαστικά, γάτες ισορροπούν πάνω σε κάδους ανοιχτούς κι άλλες τρέχουν πάνω σε στέγες λαμαρινένιες, ανάμεσα σε ανταλλακτικά ατσάλινα και πλαστικά, Πακιστανοί σκορπίζουν αφρούς στα παρμπρίζ των αμαξιών, νέγροι μαύροι σαν τη δυστυχία τριγυρνούν στα στενά, προβολείς ξεχασμένοι συνεχίζουν να ρίχνουν το φως τους μες τη μέρα, καλοκαίρι θυμίζει...

Οι φίλες σου λένε ότι πρέπει να μη δυσανασχετείς όταν σε φιλούν στο λαιμό ή στο πρόσωπο, όμως αλλού είναι εσένα το μυαλό σου κι εκεί που νομίζεις ότι την ξέχασες ξανά πιάνεις τον εαυτό σου να ονειροπολεί, καθώς θυμάσαι εκείνη τη φορά που ήπιε λίγο παραπάνω κι αισθάνθηκε ότι έπρεπε να φύγει απ το μπαλκόνι, αλλού είναι εσένα το μυαλό σου όπως βλέπεις τριγύρω πρόσωπά βιβλικά και παραμυθένια, τις άσχημες αδερφές της Σταχτοπούτας, τα μακριά μαλλιά της Ραπουνζέλ.

Υποτίθεται ότι έχεις βρει τα κουμπιά και τα κλειδιά και τα πατήματα της άλλα αυτή η διαδικασία φαίνεται να μη τελειώνει, υποτίθεται ότι μπορείς να την ξεκλειδώσεις πια αλλά ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος απολύτως κι όταν ξεσπά σε κλάματα απ τα νεύρα της δε ξέρεις τι να πεις και το καλοκαίρι όλο και πλησιάζει.

Δουλειές που να σε δροσίζουν ψάχνεις νεροχύτες και κήπους και ποτίσματα, μπαλκόνια βρεγμένα με πικροδάφνες και τριανταφυλλιές, όχι άλλες ενδοσκοπήσεις, δε μπορώ άλλο μού λειψε πολύ αυτό το αμοιβαίο παιχνίδι που είναι υπέροχο ώρες ώρες, μπορείς να ονειρευτείς και να φανταστείς ένα κάρο πράγματα όπως το καλοκαίρι πλησιάζει κι ένα αμάξι Βουλγάρικο χτυπά τον Βύρωνα κοντά σ ένα φανάρι κι οι γύφτοι περνούν έχοντας φορτώσει στις καρότσες ελάσματα σκουριασμένα από ελαστικά καμένα δίπλα στα παιδιά τους, τελειωμένοι με μπουκαλάκια νερού κατεβαίνουν στη στάση στο Δενδροπόταμο, γυναίκες ξεφυσούν μέσα σε αμαξάκια στενά, κόσμος στριμώχνεται σε σταθμούς και πρακτορεία ο ήλιος τρυπά τους μαύρους φακούς των γυαλιών τους, καλοκαίρι θυμίζει....

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ

Τώρα βέβαια καθένας έχει δικαίωμα να πεθάνει μ αξιοπρέπεια, αυτό τουλάχιστον.

Η μάνα σου μπορεί νάναι, που τη πας σ ένα φαρμακείο, σ ένα μέρος κοντά σε μια ανηφόρα με κάτι βελανιδιές,  όπου λέει σταμάτησαν κάποτε οι Βούλγαροι που πήγαν να μπουν στο χωριό σου κι η κοπέλα εκεί πέρα τη ρωτά'' Ο εγγονός σου είναι;''- ''Όχι ο γιος μου'' ενώ εσύ βλέπεις να μη πέφτει η πίεση της με τίποτα.

Σ' ένα κέντρο υγείας την πας ύστερα, αυτό που ήταν κάποτε μαιευτήριο κι η μάνα σου γέννησε τον αδερφό σου προτού σαράντα τόσα χρόνια. Τον τύλιξε κατόπι με μια κουβέρτα που είχε τετραγωνάκια χρωματιστά απάνω της και τον νανούριζε ήρεμα.

Άνθρωποι περίεργοι έχουν μαζευτεί στο κέντρο υγείας, σε κάποιου το πέλμα έχει χωθεί ένα κομμάτι γυαλί , ένας γέρος έχει προβλήματα με το στομάχι του και λέει ιστορίες για τον πόλεμο της Κορέας όπου τον πήγαν μια φορά με μια παλιοντακότα διασχίζοντας τη μισή υδρόγειο, περνώντας πάνω απ τη στέγη του κόσμου.

Ένας τραυματιοφορέας σε κοιτά περίεργα, κάπου σε ξέρει όμως εσύ τον διέκρινες απ τη πρώτη στιγμή αυτόν που κάποτε έβοσκε τα γελάδια σας και περνούσε απ την άκρη του χωριού, από ένα μονοπάτι αρχαίο, με το κοπάδι που γέμιζε τον τόπο σκόνη και κέρατα, καθώς εσύ έφερνε τα δικά σας ζώα το πρωί, προτού πας στο σχολείο κι ο ήλιος ανέτειλε πίσω από κάτι βουνά. Αυτός ο τραυματιοφορέας έφερε κάποτε μια γελάδα σας με το κέρατο σπασμένο κι η μάνα σου έτρεχε να της βάλει στο σημείο όπου αίμα έτρεχε πιπέρι κόκκινο.

Το μυαλό σου όμως απόψε είναι στη μάνα σου που σε κοιτά με αγωνία κι εσύ παρακαλάς από μέσα σου ''Όχι απόψε θε μου, δεν είμαι καθόλου προετοιμασμένος, όχι απόψε''. Και την παίρνουν στο νοσοκομείο αργά τη νύχτα κι εσύ πρέπει να γυρίσεις νύχτα στο σπίτι για να χτυπήσεις μια ένεση στο μηρό του πατέρα σου που έχει ζάχαρο.

Έτσι είναι οι γέροι σαν φάνε τα ψωμιά τους, φοβούνται τις πιο πολλές φορές, τρομάζουν, θέλουν να καθυστερήσουν το αναπόφευκτο. Οι θυγατέρες τους πρέπει να τις κοιτάξουν κι ας τους έχουν άχτι για όσα τράβηξαν κατά καιρούς εξαιτίας τους, πρέπει να νοιαστούν αυτές σε μια ηλικία κρίσιμη, τότε που ετοιμάζονται ν' αποσυρθούν, γιατί τάχουν δώσει όλα από μικρές και μεγάλωσαν παιδιά δουλεύοντας ταυτόχρονα κι οι άντρες τους τις παράτησαν όταν το σώμα τους χάλασε μετά τις γέννες κι έχουν και τα αγόρια τους να νοιαστούν, αυτά που παθαίνουν κατάγματα συντριπτικά και ρήξεις ολικές στους πλάγιους συνδέσμους καθώς παίζουν μπάσκετ.

Πρέπει να τα τρέξουν στο Διαβαλκανικό για την εγχείρηση κι αυτά τις κρατάνε από το χέρι και τις αγκαλιάζουν κι αυτές προσπαθούν να κρύψουν τη συγκίνηση και τη ταραχή τους στους θαλάμους των νοσοκομείων, ανάμεσα σε ψυχρούς γιατρούς και νοσοκόμες, βλέποντας ανθρώπους να έρχονται καταπάνω τους σε διαδρόμους τετράγωνους, μακρόστενους όπου τα γυαλιστερά πλακάκια σε τυφλώνουν, χώνονται μέσα σε ασανσέρ γυάλινα με θέα τη πόλη ολόκληρη να κρύψουν τα κλάματα τους.

Γυναίκες από χώρες διάφορες κουβαλούν στα σπίτια τους σε υπόγεια όπου έχουν βάλει τις γριές μανάδες τους, δίπλα σε μπουφέδες και βιβλία παλιά που κανείς δεν τα διαβάζει πια, φωτογραφίες φθαρμένες στους τοίχους που δείχνουν παπάδες με βλέμμα αγριωπό και συγγενείς από τη Στρώμνιτσα και τη Φιλιππούπολη, συγγενείς που απόμειναν εκεί πάνω με τις ανταλλαγές των πληθυσμών.

Έχουν αποχαυνωθεί πια εντελώς οι γριές μητέρες τους, λένε λόγια παράξενα, ακαταλαβίστικα, γελάνε περίεργα, το μυαλό τους έχει γίνει κόσκινο, έχουν ξεχάσει τους άντρες τους, μια σκηνή μονάχα μπορεί να θυμούνται, τότε που έστρωναν μονώσεις  σε κάτι στέγες,  κάπου στη Λάρισα, μες το αδυσώπητο λιοπύρι του Θεσσαλικού κάμπου και προσπαθούσα να βρουν λίγο ίσκιο σ ένα τοιχάκι μικροσκοπικό πάνω στην καυτερή ταράτσα, αυτή η κυρία Μαρίνα, με τον κύριο Άγγελο που τον βρήκαν κι αυτόν μες τη κουζίνα του πεσμένο μπρούμυτα, γιατί δεν ήθελε τα νοσοκομεία με τίποτα.

Αυτές βέβαια οι νοσοκόμες από τις χώρες τις ανατολικές, έχουν τα δικά τους, αδειάζουν καμιά φορά τα μπουκάλια με το παλιό κρασί και το ουίσκι, διαβάζουν κάτι βιβλία μυστήρια για θαύματα και όνειρα με αγίους που οδηγούν κάποιους σε τάφους και λείψανα που αναβλύζουν μύρο, ιστορίες για κάποιες που δε μπορούσαν να κάνουν παιδιά κι έμειναν έγκυες με τρόπο υπερφυσικό καταπίνοντας κάτι μαντζούνια και κάτι βότανα κι άλλα αηδιαστικά, τέτοια κι άλλα τρομαχτικά διαβάζουν για να περάσουν τις ατέλειωτες ώρες, εκεί στα υπόγεια κλεισμένες με τις γριές που λένε λόγια ακαταλαβίστικα και τις κοιτάζουν με την άκρη του ματιού τους μουρμουρίζοντας κάτι.

Κι άμα καμιά φορά λείπουν χρήματα απ το βαζάκι όπου έχουν βάλει τα παιδιά τα λεφτά απ τα κάλαντα, επιμένουν ότι δεν έχουν πειράξει τίποτα κι οι γυναίκες που νοιάζονται για τις μανάδες τους και που τις θέλουν κοντά τους για όσο γίνεται περισσότερο και που δεν είναι έτοιμες για το χειρότερο, πάνε σε δωμάτια διπλανά να κρύψουν τη ταραχή και την πίκρα τους, κλαίνε εκεί μέσα ώρα πολύ.


Κι άμα βάλουν καμιά κάμερα μπορεί να δουν στο φιλμάκι τις γυναίκες απ τις χώρες τις ανατολικές να χώνουν τα χέρια τους σε τσέπες και βαζάκια. Το δείχνουν το φιλμάκι στα παιδιά τους που δε μπορούν να το πιστέψουν, το μικρό ειδικά  με τους διαλυμένους πλάγιους συνδέσμους, αυτό που αγαπούσε τη γιαγιά του και πήγαινε βόλτα το μαλλιαρό της σκύλο, αυτό που δεν άντεχε να βλέπει τα ανθρώπινα σπλάχνα στο εργαστήριο της ανθρωπολογίας, στο σχολείο και τα ξεκοιλιάσματα στις ταινίες του έφερναν αναγούλα, νιώθει το στομάχι του να γυρίζει ''Μαμά κλέιστο δε μπορώ άλλο''.

Σάββατο 4 Μαΐου 2013

ΕΦΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ

Στο μνήμα λέει τον ζητούσε και είδε έναν νέο με όψη σαν την αστραπή και στολή λευκή σαν το χιόνι ''Γυναίκα γιατί κλαις;''- ''Κλαίω γιατί πήραν τον κύριο μου και δε ξέρω που τον έχουν βάλει''.

Τώρα ο νέος εκείνος μπορεί να ήταν ο άγγελος που είδε ο Ιησούς του Ναυή σαν σήκωσε το βλέμμα κάπου έξω απ τα τείχη της Ιεριχούς, όπου αντίκρισε μπροστά του εκείνον τον τρομαχτικό αρχιστράτηγο των ουράνιων δυνάμεων με το ξίφος του γυμνό κι έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα για να τον ακούσει να τον προστάζει '' Λύσε τα υποδήματα απ τα πόδια σου γιατί στέκεσαι σε τόπο άγιο΄΄.

Μπορεί να ήταν ο άγγελος που έριχνε δροσιά στο καμίνι όπου είχε βάλει ο Ναβουχοδονόσορας τους τρεις νεαρούς να γίνουν παρανάλωμα, μπορεί να ήταν κάποιος απ τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ που ίπτανται κάπου ψηλά, ή απλά ο άγγελος που βλέπαμε σε μια εκκλησιά τούτες τις μέρες, αυτόν που είχε τοποθετήσει το πόδι του πάνω στο σώμα κάποιου καταραμένου μαύρου δαίμονα που κείτονταν αφρίζοντας στο χώμα.

Οι γυναίκες σ αυτήν την εκκλησιά τρυπούσαν γαρύφαλλα μ' οδοντογλυφίδες ετοιμάζοντας στεφάνια, παιδιά μικρά με σημάδια στα μαλακά τους ποδαράκια σαν τις πληγές στο σώμα του χριστού που ψηλάφισε ο Θωμάς, πετούσαν πέταλα άσπρα και κόκκινα, από κρίνα κι ορχιδέες που είχαν σ ένα πανεράκι, παπάδες φορτώνονταν το ανάγλυφο του σταυρωμένου Χριστού στη πλάτη, κι άλλοι έριχναν μύρο σ όσους σταυροκοπιούνταν, κάποιοι έβλεπαν γεμάτοι περιέργεια από έναν εξώστη πολύ ψηλό, γριές κλαίγανε κι άλλες σπρώχνονταν να προσκυνήσουν, σώματα ιδρωμένα, κάποιες άγγιζαν εικόνες και κατόπι τον κόρφο τους, γέροι στηρίζονταν σε μπαστούνια και βακτηρίες θυμίζοντας αινίγματα του Οιδίποδα, κάποιοι λιποθυμούσαν, μπουκάλια με νερό άδειαζαν, παράθυρα άνοιγαν αέρας καθαρός να μπει, λουλούδια υπήρχαν πατημένα πάνω στα μάρμαρα παντού τριγύρω.

Φως μυστήριο έμπαινε από τζάμια κίτρινα λούζοντας αρτοφόρια και σκευοφυλάκια, μανουάλια κι εξαπτέρυγα, αψίδες και χρυσά φωτοστέφανα , φτερωτούς όφεις, κολώνες αρχαίες και τοιχογραφίες που έδειχναν τον Βουλγαροκτόνο να μπαίνει θριαμβευτής σε κάποια πόλη, ακολουθούμενος από έφιππους πολεμιστές, τοιχογραφίες που χάλασαν οι Τούρκοι κάποτε για να ανοίξουν παράθυρα στους τοίχους, αγάλματα αρχαία με φαγωμένες τις καμπύλες από την αιθαλομίχλη στην εξωτερική μεριά του ναού, περιγράμματα ζώων παράξενα που κάποτε τρόμαζαν τον κόσμο, συνθήματα βρώμικα είχαν σβηστεί επιτέλους από τους ταλαιπωρημένους τοίχους.

Περιφορές επιτάφιων διασταυρώνονταν καθώς κύκλωναν τα σύνορα των ενοριών της πόλης, όπως αυτά είχαν χαραχτεί απ τα χρόνια του Βυζαντίου και της τουρκοκρατίας, κόσμος από ψηλά, απ' τα μπαλκόνια κοιτούσε έχοντας καρφώσει κεριά στα κάγκελα, τα λαρύγγια μας πονούσαν όπως κάθε χρόνο, ένας γέροντας άσπρος σα χαρτί δε φαίνονταν καλά, τον βάλαμε να καθίσει κάπου όπως ψέλναμε ''Γύναι τι κλαίεις;''

Η γυναίκα, η Μαρία η Μαγδαληνή, έκλαιγε όπως ζητούσε αυτόν που είχε βγάλει από μέσα της εφτά δαιμόνια, τον ακολουθούσε όταν τον συνέλαβαν εκεί κάτω, στο χείμαρρο των κέδρων και δε μπορούσε να το πιστέψει πως άφησε να του βγάλουν από πάνω του τον υπέροχο χιτώνα τον άραφο για να του φορέσουν την ελεεινή εκείνη χλαμύδα, για μια στιγμή πίστεψε ότι ήταν άνθρωπος όπως όλοι, δεν εξηγούνταν διαφορετικά κι όταν είδε το άψυχο του σώμα να κρέμεται χλωμό και γεμάτο πληγές της ήρθε να ουρλιάξει από πόνο.

Ξύπνησε απ τ άγρια χαράματα, αρώματα έφερε μαζί της, αλόη και σμύρνα, στο μνήμα μυρουδιά θανατικού βασίλευε κι όταν είδε άδειο το σφραγισμένο μ εκείνη τη τεράστια πέτρα μνήμα, αυτό που είχε σκαφτεί μέσα στο βράχο που ύστερα έβαψαν με ασβέστη, τότε της κοπήκανε τα πόδια ''Οίμοι! Πως εκλάπης πάντων βασιλεύ;''.

Και τότε να αυτός ο άγγελος μπροστά της με όψη λαμπερή και φορέματα κατάλευκα '' Γυναίκα γιατί κλαις ;'' κι αυτή αναρωτιόταν ποιος στο καλό ήταν αυτός ο ασπροντυμένος τύπος;

Κι εμείς αναρωτιόμασταν το ίδιο καθώς επιστρέφαμε στο ναό κι οι γυναίκες στέκονταν κάτω απ τον επιτάφιο και το φως έλουζε τα αρτοφόρια και τα σκευοφυλάκια και τα μικρά παιδιά πετούσαν πέταλα λουλουδιών πάνω απ τα κεφάλια μας και ψέλναμε για τη γυναίκα εκείνη που έκλαιγε γοερά:

''Πως γίνεται να σ έχουν κλέψει εσένα που ήσουν ο βασιλιάς των όλων, που οι ασώματοι σου άγγελοι δε μπορούσαν να καταλάβουν πως κατέβηκες εκεί κάτω σ αυτόν τον άθλιο κόσμο, εσένα που μπορούσες να συντρίψεις τους μοχλούς τους αιωνίους και να διαρρήξεις τα δεσμά και να σκίσεις τα καταπετάσματα των ναών και να σκοτεινιάσεις το σύμπαν ολόκληρο.

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Ο ΕΝΥΠΝΙΑΣΤΗΣ ΕΚΕΙΝΟΣ

Στον Θανάση Ζ.

Στο αρχονταρίκι της Αγίας Άννας ήμασταν μαζεμένοι ένα μεγάλο Σάββατο,ένα τραπέζι τεράστιο υπήρχε κατά κει, εμείς είχαμε λυσσάξει απ την πείνα, τίποτα δε μπορούσες να βρεις για να φας εκεί πέρα τις προηγούμενες μέρες, πηγαίναμε στα μαγειρεία τάχα να βοηθήσουμε μήπως τσιμπήσουμε κάτι, καζάνια και φλόγες, πυροστιές και φούρνοι κι ατμοί υπήρχαν κατά κει, ένας καλόγερος μας εξηγούσε πως έβαζε την τελευταία στιγμή  ένα χόρτο στο καζάνι με τα φασόλια για να πάρουν νοστιμιά, τριγύρω οργιαστική βλάστηση υπήρχε, τα φυτά μεγάλωναν υπερβολικά, δε ξέρω για πιο λόγο.

Χαμομήλια άσπρα και κίτρινα φύτρωναν στα ξέφωτα, μανιτάρια κίτρινα έβγαιναν απ το χώμα δίπλα σε δέντρα κομμένα, τοίχοι ψηλοί από πέτρες γρανιτένιες κύκλωναν τους μπαξέδες, βρύα φύονταν απάνω τους, πιο πέρα νερά γκρεμίζονταν από ψηλά κι έσκαγαν με πάταγο σ ένα σημείο γεμίζοντας τον τόπο μ αφρούς και μπουρμπουλήθρες, πουλιά με μαύρες τραχηλιές χοροπηδούσαν ανάμεσα σε θάμνους, βελανιδιές και δρύες, οι αψηλές ξύλινες πύλες αμπάρωναν με τη δύση του ήλιου.

Πιάτα με φαγητό υπήρχαν σ εκείνο το τραπέζι, σε μια γωνιά κάτι καλάθια με μήλα άσπρα και κόκκινα, αχτίδες τρυπούσαν τα τζάμια, ένα κρασί στο χρώμα του ήλιου, ράσα και γενειάδες, ένας καλόγερος ανεβασμένος σ έναν εξώστη ξύλινο διάβαζε κάτι απ τη βίβλο ''.... ιδού ο ενυπνιαστής εκείνος έρχεται!'' ψιθύριζαν τα αδέρφια του Ιωσήφ καθώς έβλεπαν να πλησιάζει ο αλλόκοτος αδερφός τους που εξηγούσε τα παράξενα όνειρα.

Σε μια παραλία είχαμε κατέβει κατόπι, κάτι γκρεμνοί απότομοι, κορμοί και κούτσουρα ξεβρασμένα στην ακτή, καβουράκια βρεγμένα σάλευαν τις δαγκάνες τους πάνω στην μαλακή άμμο, ψαράκια έτρεχαν να κρυφτούν μόλις ένιωθαν τις σκιές μας κι εγώ φυσικά ρωτούσα εκείνο τον τύπο που φαίνονταν να έχει μια πλευρά λίγο σκοτεινή. Ο άλλος που ήταν μαζί μας μου κανε νοήματα να σταματήσω, αλλά εγώ αισθανόμουν ότι κάτι έκρυβε ο δικός μου κι όλο και προχωρούσα πιο βαθιά.

Κι αυτός τότε άρχισε να μιλά, μας είπε για τότε που δούλευε σ ένα μαγαζί τα σαββατοκύριακα παίζοντας ντραμς, έναν μακρυμάλλη που έπαιζε αρμόνιο είχε μαζί του κι έναν άλλον λοξό που έπαιζε κιθάρα ηλεκτρική. Έπαιρναν σβάρνα τα χωριά και τα πανηγύρια, αυτός είχε κι ένα φορτηγό κι έκανε μεταφορές, έπαιζε χαρτιά και φρουτάκια, είχε κάνει κι ένα φεγγάρι φυλακή, κόντεψαν να τον μαχαιρώσουν, ένας Γεωργιανός τον είχε βάλει στο μάτι.

'Ένα βράδυ ήρθε στο μαγαζί όπου παίζανε ένα κοριτσάκι, ένα άσπρο πουκάμισο φορούσε κι ένα γαλάζιο παντελόνι, δυο δίσκοι ασημένιοι κρέμονταν απ τα αυτιά του, δέρμα λευκό είχε, μια φρεσκάδα και μια δροσιά, το στήθος του πάλλονταν μες το σφιχτοδεμένο σουτιέν, την ήθελε εκείνη τη στιγμή, να ρεφάρει για τη χασούρα που είχε το άλλο βράδυ , να το ρουφήξει αυτό το μπουμπούκι, είχε πιει και λίγο, την πήρε πίσω απ το μαγαζί σ ένα μέρος γεμάτο αμυγδαλιές.

Κι ύστερα εκείνο το μικρό πάει και μένει έγκυο και θέλει και να το κρατήσει κι αυτός πήρε ανάποδες, άντε να εξηγήσει στη γυναίκα του, το μικρό επέμενε, μια σφαλιάρα του άστραψε, το κοριτσάκι ζάρωσε, σ έναν γιατρό δικό του τόστειλε να τελειώνει η υπόθεση.

Την ξαναείδε κι είχε μαραθεί ''Πως σπάζουν έτσι γρήγορα οι γυναίκες'' είχε σκεφτεί, αποστροφή κι απέχθεια του προκαλούσε πια, κανόνισε σε μια άλλη πόλη να τη στείλει, της βρήκε κάτι να κάνει κατά κει, θα κουβαλούσε και τα πράγματα της.

Στο σπίτι της σαν πήγε να φορτώσει , στη κουζίνα, όπως έπινε ένα ποτήρι νερό μες τη ζέστη, έπεσε απάνω στη μάνα της κι αυτό ήταν το τελευταίο που ήθελε.

Γιατί τη φοβόταν τη μάνα της, αυτός που δε σκιάζονταν απ όλα τα μούτρα και τις σαβούρες που είχε συναντήσει στη φυλακή,  ούτε καν από εκείνον το μονόφθαλμο τον Γεωργιανό που ήταν μέσα για φόνο, αυτόν που τον έκοβε με κείνο το μοναδικό του μάτι.

Δεν ήθελε να πέσει πάνω σ εκείνη τη γριά που διάβαζε φυλλάδες κι έτρεχε ν ανάψει τα καντήλια στα ξωκλήσια, αυτήν που δεν έλεγε πολλά,  τον κοίταξε μονάχα όπως αυτός κάθονταν σε μια καρέκλα και του είπε ήρεμα ''Γιατί τόκανες αυτό στο παιδί μου ;'' κι ύστερα τού ριξε ένα βλέμμα που ένιωθε ότι τον τρυπούσε μέχρι βαθιά πολύ, εκεί όπου κανένας δεν είχε φτάσει ποτέ, ένιωθε γυμνός μπροστά της, ''Συγνώμη'' μονάχα είπε κι έσκυψε το κεφάλι.

Στο δρόμο η όψη της γριάς δεν έφευγε απ το μυαλό του, θυμήθηκε το κορίτσι που έμοιαζε με μπουμπούκι κι ύστερα είχε μαραθεί έτσι γρήγορα και την απορία που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του όταν το χτύπησε κι ότι είχε κάνει μέχρι τότε, ένιωσε με μιας μια τέτοια αηδία για τον εαυτό του που ήθελε ν' ανοίξει η γη και να τον καταπιεί.

Όπως κατέβαινε ένα δρόμο απότομο στοιχημάτισε ότι αν τα φρένα δεν έπιαναν στην επόμενη στροφή, να τ' αφήσει το αμάξι να πάει στο διάβολο, να γκρεμοτσακιστεί, να φύγει σ εκείνο το βάραθρο, να ησυχάσει η ψυχή του .

Κατέβηκε με φόρα κι όπως πλησίαζε φρενάρισε κι έβλεπε το τέρμα να πλησιάζει και τα δέντρα που είχαν φυτρώσει στο χείλος του γκρεμού να έρχονται όλο και πιο κοντά και τις μπάρες τις σκουριασμένες να πλησιάζουν κι αυτές, οι τροχοί στρίγγλιζαν, το φορτηγάκι ταλαντεύτηκε, ένιωθε ήδη την κατρακύλα στα χαλίκια και στους βράχους,  όλα έμοιαζαν με κάποιο όνειρο,  με μια σκηνή που ειχε ξαναδεί κάπου,  κάποτε,  έκλεισε τα μάτια να μη βλέπει κι ύστερα όλα τελείωσαν, το όχημα κοκάλωσε, μυρουδιά από λάστιχο καμένο γέμισε τον αέρα, μια ησυχία τρομαχτική απλώθηκε παντού.


ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...