Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

ΠΥΡΓΟΙ




''Εδώ όλα έτσι είναι οργανωμένα, ώστε να προξενούν στον κόσμο φόβο
κι όταν κανείς είναι ξένος του φαίνονται όλα τα εμπόδια αξεπέραστα''.

Φραντς Κάφκα '' Ο πύργος'' κεφ. 18.





Εκεί μέσα είναι κλεισμένοι, από κει ελέγχουν το σύστημα και διαφεντεύουν τον κόσμο.

Χαμένοι μες τους φακέλους τους για μέρες και νύχτες μελετούν κανονισμούς και νομοθεσίες, τροποποιήσεις και κώδικες διάφορους, παλεύουν με λέξεις και ερμηνείες, αυτοί είναι κομμάτια αναπόσπαστα του μηχανισμού, σφραγίδες κι αιτήσεις στα γραφεία τους, καφέδες τσιγάρα κι άλλα διεγερτικά για συντροφιά τους, κοιτάζουν εγγυήσεις κι αναβολές, ξεψαχνίζουν υποθέσεις, τις κοιτούν απ΄ όλες τις μεριές , δεν τους ξεφεύγει αυτούς τίποτα, ανεβοκατεβαίνουν ασανσέρ αρχαία που τρίζουν εφιαλτικά, ψάχνουν βιβλία παλιά, σκονισμένα.

Μέσα στους πύργους βρίσκονται στο στοιχείο τους, ξεκομμένοι απ τον έξω κόσμο για τον οποίο αδιαφορούν, περιμένουν για χρόνια και δεκαετίες μέχρι να πετύχουν το στόχο τους, ξέρουν αυτοί, έχουν υπομονή ανεξάντλητη, παίζουν στα χέρια τα χοντρά τους γυαλιά, στριφογυρνούν στις καρέκλες τους, περιπλανώνται με ευχαρίστηση στους δαιδαλοδιάδρομους των νομοθεσιών, αυτοί ρυθμίζουν τα πράγματα, μπορεί το σύστημα να μην δουλεύει πολύ γρήγορα αλλά είναι ευχαριστημένοι, το απολαμβάνουν μ όλες τις αρτηριοσκληρώσεις του.

Άμα βρεθείς μπροστά τους σε κοιτάζουν αφ υψηλού ''Τι φρούτο είναι αυτό πάλι'',  σου ζητούν έγγραφα κι αποδείξεις, ''Στην τάδε οδό μένετε, σ αυτό το νούμερο, σε ποιον όροφο, εσείς δεν έχετε έναν σκύλο που γαβγίζει όλη νύχτα, όλοι σας τέτοιοι είστε στη πολυκατοικία σας, τι γράμματα είναι αυτά κύριε!!!'' δε μπορείς να πεις τίποτα, τα ξέρουν όλα αυτοί, δεν τους ξεγελά το ένστικτό τους, δε ξέρεις πως να φερθείς, αν υψώσεις τον τόνο τρελαίνονται, άμα είσαι πολύ ήσυχος νιώθουν ότι μπορούν να ξεσπάσουν όλη την οργή τους πάνω στα τιποτένια πλάσματα που ενοχλούν την τάξη, αυτήν την τάξη που έχουν με τόσο κόπο στήσει.

Κοιτάζουν τα δικαιολογητικά σου, ανοίγουν οθόνες υπολογιστών, πόρτες τρίζουν, τύποι κουστουμαρισμένοι μπαίνουν, ''Τι τον έφερες αυτόν εδώ; !'', σε στέλνουν αλλού, ανεβαίνεις σκάλες, περνάς από πόρτες που κλείνουν σα δαγκάνες πίσω σου, κάμερες σε κοιτούν, φωτάκια σε παρακολουθούν, γυναίκες αγέρωχες περνούν από δίπλα σου, κοιτάνε φακέλλους, δε καταδέχονται ούτε μια ματιά να σου ρίξουν, περνούν τα μαλλιά τους ανάμεσα στα δάχτυλα καθώς σκέφτονται, περιβάλλον αποστειρωμένο τριγύρω, όλα ξένα σου φαίνονται κι απόκοσμα σ αυτούς τους πύργους από τσιμέντο και γυαλί.

Άμα τύχει και πας στα σπίτια τους άλλοι πύργοι κατά κει, φράχτες θεόρατοι, αναρριχώμενα σκαρφαλώνουν μέχρι απάνω ψηλά, πουλιά στριγγλίζουν κρυμμένα στα φυλλώματα, σκύλοι πελώριοι σαν κέρβεροι εμφανίζονται, συστήματα συναγερμού ουρλιάζουν, τελικά μπαίνεις από κάπου, αγάλματα επιφανών στις εισόδους, οι παππούδες τους ήταν δήμαρχοι και βουλευτές κάποτε, σε πιάνει δέος.

Αλλά το πραγματικό τους βασίλειο είναι οι πύργοι των δικαστηρίων, εκεί μέσα έχουν δικαιώματα ζωής και θανάτου, κακομοίρηδες σέρνονται στους διαδρόμους, κοιτάνε αίθουσες αδειανές και καρέκλες που χάσκουν μοναχές τους, αστυνομικοί έξω από τους χώρους όπου εκδικάζονται υποθέσεις, οι άρχοντες του μηχανισμού στέκονται στη έδρα τους, οι κακομοίρηδες είναι καταδικασμένοι προτού ακόμα ανοίξουν το στόμα τους, απορώ πως κατάφεραν να επιβιώσουν ως τώρα.

Αποφάσεις βγαίνουν, ποινές πέφτουν σαν τσεκούρια, κεφάλια σκυμμένα, μανάδες κλαίνε χειροπέδες περνούν σε χέρια, κάποιος πάει να πει κάτι, τα λυκόσκυλα του συστήματος επιβάλουν την τάξη ''Καθίστε κάτω κύριε!'', κατάδικοι φεύγουν από πόρτες μυστικές, οδηγούνται σε φυλακές υγρές και σκοτεινές, οι συγγενείς θέλουν να φωνάξουν, μα καταπίνουν τα λόγια τους.

 Οι τύποι από ψηλά ελέγχουν, λίγο δράμα δεν πειράζει, δίνει χρώμα στη σκηνή, δεν υπάρχει χώρος για τύψεις, η τάξη πρέπει ν αποκατασταθεί, λέξεις εκτοξεύονται μελετημένες, ραφιναρισμένες από χρόνια και χρόνια,  λόγια που πρέπει να καρφωθούν στο μυαλό κάποιων για να μην το ξανακάνουν, δεν αξίζουν αυτοί τον οίκτο και την επιείκεια, ας πρόσεχαν, με ποιο δικαίωμα τάραξαν την ησυχία του μηχανισμού, δεν τους παίρνει, ας το καταλάβουν επιτέλους!

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΔΕ ΜΠΟΡΩ

Μπορεί να σε πληγώνει αλλά άμα νοιάζεσαι λίγο για τον εαυτό σου πρέπει να κάνεις κάτι.

Μπορεί να είναι ο πιο κοντινός άνθρωπος που μπορείς να φανταστείς αλλά έρχεται μια στιγμή που αναρωτιέσαι ''Τι κάνω εγώ μ αυτόν;'' κοιτάς τα λάθη του και παθαίνεις ίλιγγο, ζαλίζεσαι γιατί είναι άπειρα κι επαναλαμβανόμενα, σε κάποιους ταιριάζει η δυστυχία, κολυμπούν μέσα της ευχάριστα, δεν μπορείς να τα δίνεις όλα σ αυτούς για πάντα, δεν μπορούν νάχουν ευκαιρίες ανεξάντλητες όταν εσύ έχεις ματώσει για να πάρεις και μία έστω, έχεις πέσει και σηκώθηκες ξανά και ξανά μαζεύοντας τα κομμάτια σου, δεν είναι δίκαιο.

Δε μπορεί κάποιοι να τα βρίσκουν έτοιμα κι άλλοι να ανέχονται προσβολές και να το βουλώνουν για να γίνει η δουλειά τους, τότε που χρειάζονται απεγνωσμένα μια παράταση, τότε που χρειάζονται να τρέξουν γρήγορα με κάποιον τρόπο, να κερδίσουν χαμένο χρόνο, να γίνουν ρομπότ ενώ κάποιοι άλλοι παριστάνουν τους ζόρικους, δεν δίνουν λόγο σε κανένα για τις βλακείες τους, τις προσπερνούν σα να μη συμβαίνει τίποτα αδειάζοντας όποιον τους στήριξε, εκθέτοντας τον.


Όλα εδώ πληρώνονται καταπώς λένε, αν είχες υπομονή να περιμένεις, αν έκανες καλές επιλογές κι επέμενες σ αυτές, αν δοκίμασες κάτι καινούριο κι ας έτρεμαν τα πόδια σου σαν το άρχιζες, αν συνέχισες να δουλεύεις παρά τις φωνές και τα ουρλιαχτά του κόσμου που ήθελαν να σε αποσπάσουν απ το στόχο σου, αν δεν αναπαύτηκες όταν ήθελες ένα ποτήρι νερό και μια ανάσα αλλά δε γίνονταν γιατί θα έχανες το ρυθμό σου, αν κατάφερες να ξεχωρίσεις πέντε πράγματα στα οποία αξίζει να δοθείς ολόψυχα, αν είχες μια πιθανότητα και την κυνήγησες μέχρι τον Άδη κι ακόμα παραπέρα την ώρα που κάποιοι ήταν αραχτοί, αν συγκρατήθηκες και δεν έπεσες με τα μούτρα στα εύκολα που όλοι ήθελαν, αν κατάφερες να βρεις πάθος και ενέργεια και να κρατήσεις αναμμένη τη φλόγα μέσα σου, ε τότε κάποιοι δεν αξίζουν να είναι δίπλα σου, πως θα γίνει τώρα.

Δε είναι καλό να ανακατεύεις τη λάσπη του παρελθόντος όπως έχουν πει, μερικοί δε μπορούν να ξεχωρίσουν έναν κουβά παγωτό από έναν κουβά γεμάτο βούρκο, καθένας κάνει τις επιλογές του, μπορεί να ξόδεψες χρόνο, χρόνια, χρήμα αλλά άστα να πάνε στο διάβολο, δεν αξίζει να κοιτάς πίσω, κάποιοι περιμένουν το μάνα απ τον ουρανό, η ζωή περνά από δίπλα τους και χαμπάρι δεν παίρνουν, χαρακτήρες αλλοιώνονται στο πέρασμα του χρόνου, μπορεί και να τόχουν στα γονίδια και στο αίμα τους, απλά είναι καταδικασμένοι να ναι loosers, όλα είναι προκαθορισμένα, μην το ψάχνεις.

Υπήρξαν στιγμές που χρειαζόσουν τη στήριξη τους κι έβλεπες έκπληκτος να μη κάνουν τίποτα, τρελαινόσουν, χτυπούσες πόρτες και γκρέμιζες καρέκλες, φάνηκαν λίγοι, μη πούμε ότι τίποτα δεν ήτανε τυχαίο, ήταν τότε που έκανες και συ λάθη γιατί από κάπου έπρεπε να ξεκινήσεις, να καθαρίσεις το τοπίο, να δεις τι σου γίνεται,ν αλλάξεις ταχύτητες, απ το αργό στο γρήγορο κι αντίστροφα, να χωνέψεις αλλαγές, ν αφομοιώσεις μεταβολές που μπορούσαν να σε διαλύσουν.

Ήταν τότε που δε μπορούσες να χαλαρώσεις μέχρι να φτάσεις στο τέρμα, ήθελες να βρίσεις αλλά τα κατάπιες όλα, όμως δε μπορούσες να καταλάβεις τι στο δαίμονα έτρεχε με κάποιους δίπλα σου,
μέρες και νύχτες το σκεφτόσουν με το μυαλό μπλοκαρισμένο, με τη προσοχή σου αλλού εστιασμένη, προσπαθώντας να σκεφτείς με σκέψη κρύα, να ζυγίσεις σωστά την κρίσιμη στιγμή.

Μα έρχεται μια ώρα που λες ''Για στάσου ρε φίλε, για να κοιτάξουμε και σ αυτήν τη κατεύθυνση, τι γίνεται κατά δω, ποιοι είναι αυτοί που έχουν βολευτεί και τα θεωρούν δεδομένα όλα;''

Και τότε συνειδητοποιείς ότι κάτι πάει στραβά, δε γίνεται εσύ να κάνεις δουλειές σωστές λίγο πολύ πως να το πούμε αλλιώς, ο χρόνος τα αποδείχνει όλα κι άλλοι να ξεσκίζονται στις κουταμάρες, τεμπέληδες σύγχρονοι της εύφορης κοιλάδας.

Βλέπεις τριγύρω ανθρώπους υπέροχους που σ αγαπούν, εξελίσσονται αυτοί, φεύγουν μπροστά, τους χαίρεσαι, σκυλιάζεις να τους φτάσεις, ανθρώπους που δε σε πρήζουν, μπορείς να συνεννοηθείς, να κάνεις τη ζωή σου εύκολη, φτάνει πια με τους άλλους, δε μπορώ ρε αδερφέ.




Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ



Αυτή είναι  η πόλη μου, μπορώ να το πω πια  ύστερα από εικοσιέξι  χρόνια.

 Εδώ δίπλα που γράφω, στο Ναυαρίνο,  ο Θεοδόσιος κατέσφαξε εφτά χιλιάδες ψυχές  μες στο ιππόδρομο, το αίμα λέει έτρεχε ποτάμι, τι χασάπης κι αυτός,   η Ροτόντα πιο πάνω στρογγυλή,    περιστέρια πετούν πάνω τον πύργο του Τριγωνίου  απ όπου μπούκαραν οι Τούρκοι κατά τη άλωση και ρήμαξαν ότι είχε απομείνει όρθιο, ομίχλη στο Επταπύργιο, ζευγαράκια φιλιούνται κατά κει,   βράχοι στα ρέματα των Συκεών,  κάποτε  ρίχνανε  πτώματα από κει πάνω  οι Γερμανοί κι οι αντάρτες,  ένα υδραγωγείο στρογγυλό ψηλά στα Μετέωρα, νταμάρια κατά το Χορτιάτη,   ρέματα μπαζωμένα στην Ηλιούπολη,   στα μπαλκόνια κλουβιά μ’  εξωτικά πουλιά,  οι καρακάξες τα σκοτώνουν το ξημέρωμα με  μια τεχνική, τα στριμώχνουν στη γωνία τρομάζοντας τα με τα φτερά τους κι ύστερα τα εκτελούν με τα μακριά τους ράμφη.

Αυτή είναι η πόλη μου φίλε, ανηφόρες και σκαλιά στην Τούμπα όπου μοιράζαμε διαφημιστικά μες το λιοπύρι,   καφενεία γκρεμισμένα,  κάποιος τραγουδούσε πίσω απο μια ανοιχτή πόρτα'' Θα γίνεις δικιά μου'',  στενά στοιχειωμένα κατά τη Καλαμαριά,   παράθυρα απ όπου βλέπεις  λίγο κατά τη θάλασσα και τη   Μηχανιώνα,  κύματα φαίνονται ανάμεσα απ τις καμάρες της Αριστοτέλους ,νησίδες γαλήνιες στο νερό ανάμεσα στους παφλασμούς σαν ξέφωτα υδάτινα, καπνομάγαζα κατά τη Σταυρούπολη ,  γυναίκες σκληρές δούλευαν κατά κει,  ιδρώτα  και καπνό μύριζαν σαν σχολούσαν,  σκουπίδια παντού. 
 
Eπιγραφές περίεργες που με γοήτευαν πάντα, κλινικές λιπογλυπτικής,   μειωτήρες μοτέρ,    διαλύματα υδατανθράκων και ηλεκτρολυτών, μεμβράνες αντηλιακές, ζητιάνοι στέκονται έξω από πύλες στη δυτική πλευρά κοντά στα δικαστήρια όπως προτού χιλιάδες χρόνια, Ρωμαϊκά λουτρά ,   ένα δέντρο μοναχό του στη μέση ενός σταδίου, βωμοί αρχαίοι και κολυμβήθρες κάτω απ τον άγιο Δημήτριο,   τοιχογραφίες του Πανσέληνου φθαρμένες ,  στα παρεκκλήσια γυναίκες βγάζουν τα μαντήλια και μπορείς να δεις τον υπέροχο λαιμό τους.


Εδώ πέρα γίναμε άνθρωποι, αν γίναμε τέλος πάντων, για κλαδέματα πηγαίναμε με το παππού μου τέτοιον καιρό, μια γυναίκα στη άνω πόλη είχε μια τριανταφυλλιά  δέντρο ολόκληρο, ‘’Να μου την προσέχετε’’  μας έλεγε καθώς μας έβγαζε κουλουράκια και γλυκό και μεις  παλεύαμε μες τα πελώρια αγκάθια να κόψουμε ξερά κλαδιά,  να δώσουμε σχήμα όμορφο,  τα χέρια παγωμένα μα το αίμα κυλούσε στα δάχτυλα όπως δουλεύαμε.       
Αργότερα ο τόπος γέμιζε τριαντάφυλλα  κατακόκκινα, έξοχα,  μπορούσες να τα δεις και να τα μυρίσεις  από μακριά.


Τις νύχτες η γιαγιά με τον παππού μου έλεγαν ιστορίες για το χωριό,  για ένα δρόμο στρωμένο με πλάκες παλιές που είχαν σκαφτεί από χιλιάδες οπλές και πόδια,   ίχνη από   πέταλα αλόγων υπήρχαν σκαλισμένα σένα βράχο, άλλα πέταλα σκουριασμένα στη άκρη του δρόμου,  ξέφωτα με χορτάρι πράσινο πιο πέρα,  λουλούδια κόκκινα και μαβιά φύτρωναν  από βολβούς χωμένους στο χώμα .   
    Καθόμουν και τους άκουγα ώσπου να με πάρει ο ύπνος,  μια ταινία έπαιζε στη τηλεόραση, ο Κουασιμόδος κρέμονταν από μια καμπάνα που αντηχούσε.

Αυτή είναι η πόλη μου,  τρελαίνομαι όταν βλέπω να σηκώνουν ντουβάρια και να μου κλείνουν  τον ορίζοντα,   άμα έχεις γεννηθεί στην ανοιχτωσιά δεν το αντέχεις,  ζουμπούλια ροζ και γαλάζια στα Λουλουδάδικα,  αμάξια γδέρνουν τα πεζοδρόμια και γκρεμίζουν γλάστρες, κάποιος τρέχει να τις μαζέψει , καφέ μυρίζουν οι στοές στο Καπάνι. 

 Τριγύρω Αρμένιοι  αχαΐρευτοι,    Πακιστανοί δίνουν τη θέση τους στο αστικό  σε γέρους κι οι τελευταίοι  λένε ευχαριστώ ,   βιβλικές σκηνές,   Βούλγαροι κοιμούνται στα πατώματα υπογείων ,   Αλβανοί φεύγουν για την Ιταλία,   Γεωργιανοί ονειρεύονται τον χιονισμένο Καύκασο όπου άφησαν σπίτια και παιδιά,   Αφρικανοί που κυνηγούσαν λιοντάρι μαλώνουν με ελεγκτές που τους λένε να κόψουν εισιτήριο,   μανάρια πέφτουν απάνω σου ‘’Με συγχωρείτε!’’  ελεύθερα κορίτσια,  το   φεγγάρι αρμενίζει τη μέρα στο γαλανό ουρανό, τη νύχτα μια λάμα ατσάλινη πάνω απ  τα κάστρα, νερά τρέχουν ανάμεσα απ τις πολεμίστρες του Λευκού Πύργου, αυτή ρε φίλε είναι η πόλη μου.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

ΒΥΣΣΙΝΙΑ ΟΜΙΧΛΗ



Ένας αναρχικός γεμάτος τρύπες στο πρόσωπο με κάτι μαλλιά σα σκοινιά μου εξηγούσε το late November των Pavlov’s dog, η φωνή λέει έβγαινε από άντρα κι εγώ που τα φοβόμουν πάντα εκείνα τα παιδιά που έμοιαζαν με ξωτικά τον άκουγα.

Ακούγαμε τέτοια μουσική τότε μέναμε σ εκείνο το ξενοδοχείο που είχαν μεττρέψει σε ξενώνα, κοντά στο Βαρδάρη με το χαλασμένο ασανσέρ, όπου έπρεπε να σηκώσεις το βλέμμα για να δεις ψηλά τι σε περίμeνε μέχρι να ανέβεις στον όγδοο. Ο Λευτέρης ένα άλλο παιδί αλλήθωρο μου μιλούσε για τους Pink Floyd και μου έβαζε δίσκους με τεράστια εξώφυλλα, ασπρόμαυρα και χρωματιστά σ ένα σαραβαλιασμένο πικ απ,  με κάτι λόγια παράξενα ''..so my son welcome to the machine ''.

Πηγαίναμε σε κάτι γυράδικα τα βράδια, μια ταινία με τον Van damme έπαιζε σε μια τηλεόραση, κάτι πολυκατοικίες γκρεμισμένες θυμάμαι και κάτι μπρατσαράδες να παλεύουν δίπλα τους μέχρι να ματώσουν. Κάμερες έδειχναν σε μια οθόνη άλλη ανθρώπους να περπατάνε στο δρόμο, κάπου υπήρχε ένα γυμναστήριο όπου τύποι με κοντομάνικα έτρεχαν σε διαδρόμους κοιτάζοντας τα αμάξια να περνούν  μ' αναμμένα τα φανάρια, ένας τύπος αξύριστος πουλούσε σκισμένα best sellers που τα είχε στοιβάξει στο πεζοδρόμιο κι εμείς βλέπαμε σ ένα κανάλι της κακιάς ώρας τον Van Halen να κάνει ψαλίδια τρελά στον αέρα τραγουδώντας ''...my love is rotten to the core''.

Ύποπτα μαγαζιά και πορνοκινηματογράφοι κατά κει, φοβόσουν να περάσεις τις πόρτες, κάτι παραβάν σε κάτι σπίτια, κάτι γυναίκες χοντρές χασκογελούσαν προτού εξαφανιστούν μαζί με περίεργους χωρικούς πίσω από πόρτες, όλοι κάπνιζαν τριγύρω, κάτι φωτάκια κόκκινα, μια ομίχλη βυσσινιά σχηματίζονταν εκεί μέσα κι εμείς είχαμε στο μυαλό το ''Purple haze''. Σαν έβρεχε οι υδρορροές έσταζαν νερό κατά πάνω μας από ψηλά, σαν πηγαίναμε να περάσουμε το δρόμο οι μηχανές γκάζωναν σα να ήθελα να να περάσουν από πάνω μας, σε κάτι μαγαζιά τύποι με πιστόλια τρυπούσαν αυτιά παιδιών για να περάσουν σκουλαρίκια.

Στις βιβλιοθήκες ψάχναμε για βιβλία σχετικά, στο Ανατόλια είχαμε βρει ένα για τους Doors, o ντράμερ τους εξηγούσε πως προσπαθούσε να επιβιώσει σ αυτόν τον τρελό κόσμο, πως έριχνε τα ξυλαράκια στον κόσμο και του τα επέστρεφαν γεμάτα αίματα, χαμπάρι δεν είχε πάρει όπως σφυροκοπούσε με μανία τα τύμπανα χαμένος στους ρυθμούς του, έχοντας τους καρπούς δεμένους σφιχτά με επιδέσμους γιατί πονούσαν όπως στριφογύριζε με μανία τα χέρια του πάνω απ τις τεντωμένες μεμβράνες. Κι ύστερα όταν τον έπιασαν σε μια συναυλία γιατί ο άλλος ο καραγκιόζης ο Μόρισον έκανε βλακείες αηδιαστικές, οι αστυνομικοί του πέρασαν χειροπέδες κι αυτός σκέφτονταν ότι πάει η καριέρα του γιατί ο χειροπέδες θα του σμπαράλιαζαν τους πολύτιμους καρπούς του.

Στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας ανάμεσα σε σκοτεινούς διαδρόμους διαβάζαμε για τη Jazz, ο Miles Davis πάθαινε πλάκα τότε που ο Coltrane ήθελε να αλλάξει το μπροστινό του δόντι γιατί νόμιζε ότι θα του κατάστρεφε τον ήχο στο τενόρο σαξόφωνο, οι μαύροι κάνανε πρόβες με τις τρομπέτες πάνω στη γέφυρα του Μπρούκλιν κι οι φοιτητές του πανεπιστημίου όπου είμαστε κι εμείς οι παρείσακτοι και φοβόμασταν να ζητήσουμε κάτι βιβλία, σηκώνονταν και χτυπούσαν προσοχή όποτε η τρομπέτα από το γειτονικό στρατόπεδο έπαιζε το βραδινό εμβατήριο καθώς ο ήλιος γκρεμίζονταν πίσω από τον Όλυμπο, στο βάθος κι όλη η πλάση τριγύρω βάφονταν πορφυρή.

Στο στρατό κάτι Αθηναίοι ακούγανε Σιδηρόπουλο ''.. τώρα πες μου ποιον θάχεις να τα λες''. Το βράδυ έκρυβαν τα όπλα τους σ ένα δασάκι κι αντί για το περίπολο ένα ταξί τους έπαιρνε από ένα χωματόδρομο μυστήριο  τους πήγαινε σε κάτι γυναίκες ντόπιες.

Στα σύνορα οι Βούλγαροι μας έδιναν να δοκιμάσουμε τα Καλάσνικοφ τους με τους κυρτούς γεμιστήρες, τρελοκομείο κατά κει πάνω, κανείς δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για σένα, ένας ταξίαρχος μας έλεγε πόσο παλικάρι ήταν ο Παπαδόπουλος και πόσο κάθαρμα ο Ιωαννίδης, ο διοικητής έφερνε στο στρατόπεδο τη γυναίκα του μια ξέθωρη ξανθιά που μου προκαλούσε αναγούλα, κάποιος μουρμούριζε στον ύπνο του, άλλος είχε πάθει ντελίριο κι είχε τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, μερικοί έλεγαν ότι έβλεπαν τη φάτσα του στον καθρέφτη στο υπόγειο με τους νιπτήρες τα βράδια, κανείς δεν έμπαινε στο θάλαμο του γιατί έλεγαν ότι τους περίμενε κρυμμένος πίσω απ' τη πόρτα, ένας Πειραιώτης είχε δει έναν ίσκιο να σέρνεται κι εγώ άκουγα σε μια σκοπιά   ''If I close my eyes for ever''.

Ήθελα να φύγω τότε από την Ελλάδα, ήξερα τι με περίμενε αλλά στο εξωτερικό ήταν ακόμα χειρότερα, τις Κυριακές πηγαίναμε στη Βέροια, τα απογέματα όπως επιστρέφαμε εγώ ζάλιζα τους σταθμούς, ποτέ δεν καθόμουν στ' αυγά μου μέσα στο αμάξι, τριγύρω ροδακινιές ανθισμένες, ορυζώνες και προσχώσεις μέχρι βαθιά στη θάλασσα, νερά και πουλιά, η Σαλονίκη στο βάθος στα πόδια του Χορτιάτη, όγκοι τσιμέντου τετράγωνοι, αραδιασμένοι κατά μήκος της παραλίας, ένα ατύχημα είχε συμβεί κάπου, κόσμος μαζεμένος, αμάξια αναποδογυρισμένα έδειχναν τη κοιλιά τους, λάμψεις και καπνοί ανέβαιναν στον ουρανό, όλα γύρω είχαν τυλιχτεί σε ομίχλη βυσσινιά όπως παλιά. .


Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

ΧΡΥΣΑ ΜΗΛΑ



''Εισερχόμενος τις είς ένδον του ύδατος Σιλωάμ ζερβά είναι πόρτα κλεισμένη, ήν ανοίξας θέλεις εύρη δώδεκα οτάδες καί πολύ έν αυτοίς. Αποκάτω του Αβεσαλώμ στύλου έχει σπήλαιον κατά Γαβαών, ήτοι Μπιρ. Είσελθε πήχεις τριακοσίας και ευρήσεις. Φαίνεται καί η καμάρα καί πόρτα τού σπηλαίου''

Σημείωμα περί θησαυρών αγιοταφίτη μοναχού ανωνύμου.

Νικολάου Πολίτου '' Παραδόσεις '' τόμος β, σελίδα 1035





Άμα βρεθείς σ' ένα τέτοιο μέρος πρέπει λέει να προσέχεις, μπορεί να βρεθείς μπροστά σε πόρτες και πύλες αλλεπάλληλες, πρέπει να ξέρεις τα μαγικά λόγια για ν ανοίξουν τα θυρόφυλλα, να κουβαλάς μαζί σου το σιδερόχορτο που ξεκλειδώνει κάθε κλειδαριά, ίσως βρεις μπροστά σου μια κοπέλα καθισμένη σε θρόνο χρυσό μα άμα είσαι γκαντέμης θα συναντήσεις το φρουρό του θησαυρού, έναν δράκο που βγάζει φλόγες απ τις τρύπες τις μύτης του και σπίθες πετιούνται ανάμεσα απ τα δόντια του.
Μπορεί να συναντήσεις κάναν σκύλαρο μέχρι εκεί πάνω η κάνα φίδουκλα να σε κοιτά με τα σχιστά του μάτια καθώς η διχαλωτή του γλώσσα μαστιγώνει τον αέρα άσε που μπορεί να πέσεις και πάνω σε κάνα γρύπα που διψά για λίγη δράση καθώς τον έχει φάει η μούχλα τόσα χρόνια, να ψάχνεις που είναι το κεφάλι του και που η ουρά του, κι άλλα τρελά.

Καλό είναι να έχεις διαβάσει πρωτύτερα τη Σολομωνική που λέει κάτι παλαβά ότι δηλαδή πρέπει να βρεις έναν κόκορα δίχως ούτε ένα άσπρο πούπουλο, να περιμένεις την όγδοη μέρα της γέμισης του φεγγαριού, να του κρεμάσεις ένα κομμάτι από δέρμα αιγόκερου όπου κάτι χαρακτήρες διαβολικοί έχουν χαραχτεί κι άμα αντέξει όλο το βάρος να τον αμολήσεις. Όπου σταθεί και λαλήσει κι αρχίσει να σκαλίζει με τα νύχια του να σημαδέψεις το μέρος προτού το πτηνό ψυλιαστεί ότι θα το φάνε λάχανο και γίνει καπνός.

Άλλοι πάλι λένε ότι πρέπει να έχεις μαζί σου απομεινάρια από λαμπάδα της Ανάστασης, μαγικά ραβδιά και μαγικά ρολόγια, σφραγιδόλιθους που εικονίζουν μια γουρούνα με τα γουρουνόπουλα της, κώδικες και παλιά βιβλία γεμάτα σκόνη, συναξάρια και βίους αγίων, κάποια μπορεί να είναι αληθινά κι άλλα κίβδηλα, πρέπει να διαβάσεις επιγραφές σκαλισμένες σε βράχους, μερικές διαβάζονται από δεξιά προς τα αριστερά, καλό είναι να έχεις κι έναν Εβραίο μαζί σου, αυτοί λέει ξέρουν να διαβάζουν τις βούλες με τις οποίες έχουν σφραγίσει καπάκια και πλάκες.

Τώρα κάτι άλλα ανατριχιαστικά δε σου τα συνιστώ όπως για παράδειγμα να κόψεις το χέρι ή το πόδι σου και να ρίξεις λίγο αίμα τριγύρω μη τυχόν και γίνει άνθρακες ο θησαυρός, για να μη πούμε για σφαγές πουλερικών και σκύλων μαύρων  απ τους οποίους πρέπει να φας κάνα κομματάκι, όχι απαραίτητα ψημένο.

Είναι τέτοια η απληστία των ανθρώπων που σ' αφήνει κατάπληκτο αγρότες ανασκάπτουν τα χωράφια τους εκ βάθρων- άντε να το ξαναφτιάξεις μετά- αξίνες ακούγονται ν αντιλαλούν μέσα σε αρχαία θέατρα κι εκκλησιές, κασμάδες κοπανούν αλύπητα πέτρες και βράχια, παλιές προτομές κι αγάλματα ανατινάζονται μήπως κρύβουν μέσα τους χρυσάφι, άνθρωποι πέφτουν μέσα σε πηγάδια όπου λένε ότι έχουν ρίξει παλιά πεθαμένους, παπάδες πλεονέχτες σκοτώνουν τ αδέρφια τους για να τα πάρουν όλα, άλλοι έσφαξαν τράγους με κέρατα μακριά και στριφογυριστά και κάποιοι αναζήτησαν αίμα από βρέφη.
Σκιές φάνηκαν να θάβουν κάτι περίεργα σακιά μες στο σκοτάδι, κάποιοι περίμεναν μια παρασκευή του Μάρτη, τότε που λένε ότι τα στοιχειά βγάζουν τα φλουριά και τα μαλάματα στον ήλιο να λιαστούν, τα Σάββατα είναι καλές μέρες γιατί οι θησαυροί είναι αφύλαχτοι αυτή τη μέρα, άλλα και κάποιες ώρες τη Κυριακή τα δαιμόνια παίρνουν ρεπό και μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου άνετα.

Τώρα δεν πρέπει να είσαι ηλίθιος κι άμα δεις το όνειρο να καταλάβεις τη σημασία του γιατί καμιά φορά το χρήμα στον ύπνο σημαίνει θανατικό αλλά άντε να βρεις άκρη, τέλος πάντων σαν βρεις εκείνο το μέρος όπου φλόγες γαλάζιες αναδύονται και δεις μπροστά σου λεβέτια και λαγήνια κι αγγεία γυάλινα γεμάτα μασούρια κίτρινα και χρυσά πορτοκάλια και μήλα και κλαριά και δέντρα ολόκληρα από μάλαμα κι ασήμι ρίξε κάνα ρούχο απάνω τους για να έχεις την κυριότητα ολική η μερική θα σε γελάσω, πάρε λοιπόν ότι μπορείς και τρέχα φίλε μου, γίνε καπνός μη κοιτάξεις πίσω δε λέει, ότι είδες είδες, άστο να πάει στο καλό, μη πεις σε κανένα τίποτα, βούλωσε το καταραμένο το στοματάκι σου, κάνε κάνα καλό, δώσε κι σε κανέναν που δεν έχει, μη πέσεις με τα μούτρα και τα φας όλα, κρύψε και τίποτα δε ξέρεις τι γίνεται στο μέλλον.

 Kι όταν περάσουν τα χρόνια θα ΄χεις να θυμάσαι εκείνο το θέαμα το υπέροχο, τότε που μπήκες σ εκείνη τη κάμαρα τη θολωτή και το κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά που έπεφταν σα δαχτυλίδια στους ώμους του και τα κάτασπρα δόντια, το κορίτσι εκείνο λοιπόν σου έκανε νεύμα να το ακολουθήσεις, ενώ εσύ σκεφτόσουν ότι για μια τέτοια γυναίκα στο διάβολο να πήγαιναν όλα τα χρυσάφια και τα διαμάντια και τ ασημικά της γης ολάκερης.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ


Πολύ φοβόμουν τότε και μ έτρεχαν στις εκκλησιές να με διαβάσουν, μια φιγούρα με κυνηγούσε συνέχεια ένας μελαχροινός αδύνατος σα καλόγερος ψηλός, μαυριδερός, με βλέμμα διαπεραστικό τον έβλεπα παντού, στο τζάμι του μπαλκονιού εμφανίζονταν ξαφνικά κι άλλοτε άκουγα τα βήματα του στις σκάλες και τον ένιωθα να μπαίνει στο σπίτι, κάθονταν σε μια γωνιά στο πάτωμα και με κοίταζε, ''Σε ποιον μιλάς; '' με ρωτούσαν κι αυτός μου έγνεφε να μη πω τίποτα.

Αντικείμενα βρίσκονταν στο πάτωμα, μαξιλάρια μετακινούνταν από τη θέση τους, είχα φρίξει. Με πήγαν και σε μια γυναίκα που μου έβγαλε κάτι χαρτιά γυαλιστερά μήπως γνωρίσω κάποιον από αυτούς που εικονίζονταν κι εγώ της έδειξα έναν που έμοιαζε μ αυτόν που με επισκέπτονταν ''Αποκλείεται!'' μου είπε, ''Αυτός εδώ με τίποτα δε μπορεί να είναι''.

Όποτε πάλι έπιανε να αστράφτει κι οι κεραυνοί κομμάτιαζαν τον ορίζοντα, κάτι πάθαινα και μ έπιαναν τα κλάματα, ο μικρός αδερφός μου γελούσε μαζί μου, είχα δει μια ταινία τότε για κάποιους που κλείστηκαν σ' ένα ξενοδοχείο στη μέση ενός κυκλώνα, τα φοινικόδεντρα λύγιζαν κάτω απ τη μανία του σε μια παραλία, τα νερά είχαν πλημμυρίσει τον τόπο, όλοι είχαν πεθάνει εκτός από ένα μικρό παιδί που σώθηκε με κάποιο τρόπο. Όποτε φυσούσε δυνατά κι η κερασιά μπροστά στο σπίτι μας λύγιζε, δε μπορούσα να βλέπω το δέντρο το καημένο να υποφέρει, νόμιζα ότι θα σπάσει.

Και τα βεγγαλικά το βράδυ της Ανάστασης τα φοβόμουν, όπως ανατινάζονταν με πάταγο σκορπώντας ψηλά εκατομμύρια σπίθες, η μάνα μου μ έκρυβε τότε κάτω απ τη ζακέτα της.

Στο στρατό τα όπλα που ήταν παγωμένα με τρόμαζαν πολύ, κι εκείνες οι σφαίρες οι γυαλιστερές που μπορούσαν να χωθούν μέσα στο σώμα κάποιου. Σαν πηγαίναμε για βολή και κάτι ζώα λοχίες και λοχαγοί μας ταρακουνούσαν να σημαδέψουμε καλύτερα ήθελα να χαθώ από προσώπου γης κι όταν ήταν να ρίξουμε χειροβομβίδες που έμοιαζαν με ρόδια γεμάτα εκρηκτικά όλο πίσω καθόμασταν, βλέποντας τις να ανατινάζονται σε μια ρεματιά, μέχρι που τέλειωναν τα πυρομαχικά και μας έπαιρναν από κει πέρα.

Τώρα πια φοβάμαι λιγότερο, μ αρέσουν οι κεραυνοί κι όποτε αστράφτει και κόβεται το ρεύμα ανοίγω το ράδιο ν ακούσω μέχρι που έχουν βυθιστεί στα μαύρα σκοτάδια, όπως κοιτάζω απ το παράθυρο τις αστραπές κατά το βορά να σκίζουν κάθετα τον ουρανό.

'Άλλα φοβάμαι τώρα κατά δω που βρίσκομαι, τους ναρκομανείς που γυρνούν σα το χάρο στους δρόμους κι άλλοτε λικνίζονται προτού ν ανέβουν στο αστικό και λένε ''Ρε παιδιά που πάω, πέστε μου είμαι επιληπτικός;'' κι ύστερα σωριάζονται στο πάτωμα του λεωφορείου.

Άμα πας να τους σηκώσεις ψιθυρίζουν κάτι λόγια παράξενα κι εσύ τρομάζεις βλέποντας τις βαθιές χαρακιές που πιάνουν όλη τη μια μεριά του προσώπου τους . Είναι και κάτι τύποι με μαύρα γυαλιά που στέκονται κάπου και σκέφτεσαι  ''Εμένα κοιτάνε άραγε;'' κι ύστερα φεύγουν και χάνονται πίσω από πόρτες μισόκλειστες,  μα εσύ νιώθεις το βλέμμα τους απάνω σου .

Στα πάρκα λιοντάρια πέτρινα σαλεύουν τα βλέφαρα όταν εσύ δεν κοιτάς, ανδριάντες μετακινούνται τη νύχτα, σκύλοι με τρία πόδια και μάτια δαιμονικά περνούν μέσα από στοές και βγαίνουν σε μέρη αλλόκοτα, γάτες με εφτά ψυχές και εννιά ουρές , ρινόκεροι εκδικητικοί βγάζουν το φονικό τους κέρατο πίσω από γωνίες στα στοιχειωμένα στενά, κοράκια κουρνιάζουν έξω απ το Θεαγένειο, κοντά στα γραφεία τελετών όπου κάποιοι περιμένουν με αδημονία το τηλέφωνο να χτυπήσει καθώς στις εντατικές άνθρωποι πάνε κι έρχονται απ' τον άλλο κόσμο.

Στο σταθμό κάποιος έχει σκοτώσει τη γυναίκα του, αποφυλακίστηκε και κοιμάται όπου νάναι οι ταξιτζήδες τον κοροϊδεύουν, βλογιοκομμένοι ξυρίζουν τα κεφάλια τους στα κουρεία, πρέσες κατεβαίνουν με δύναμη στα καθαριστήρια γεμίζοντας ατμούς το τόπο, μια αγριάδα πλανιέται στην ατμόσφαιρα της πόλης, μπορείς να την αισθανθείς στο σώμα σου, σκιές κινούνται, πράγματα άψυχα ζωντανεύουν, ζητιάνοι φορτικοί σε πλησιάζουν επικίνδυνα, δράκοι ιπτάμενοι κι επίγειοι αρπάζουν κορίτσια απ τις στάσεις, κάποιοι κλέβουν λείψανα από εκκλησιές.


Όλα είναι παράξενα κατά δω, αίματα στα σκαλιά μιας οικοδομής, θροΐσματα και ψίθυροι στους διαδρόμους, μυρουδιά καμένου έρχεται από κάπου, καθρέφτες σπασμένοι, κάποιο κακό θα συμβεί και να δεις που σε μια στιγμή θα τον δω το μαύρο καλόγερο στο τζάμι του μπαλκονιού ξανά για να μου πει
''Θα το μετανιώσεις που είπες για μένα !!!''

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

ΔΑΙΜΟΝΙ ΙΣΟΣ

...τρίς μέν επ' αγκώνος βή τείχεος υψηλοίο
Πάτροκλος, ...
....αλλ' ότε δή τό τέταρτον επέσσυτο δαίμονι ίσος,
δεινά δ΄ομοκλήσας έπεα πτερόεντα προσηύδα
χάζεο διογενές Πατρόκλεες...

Ιλιάδα, Ραψωδία Π
στίχοι 702 - 707

Και το είχε, λίγο ήθελε, το άγγιξε, τρεις φορές ανέβηκε στα τείχη της Τροίας κι είδε ανάμεσα στις πολεμίστρες την πόλη να λιάζεται στον ήλιο, τα θέατρα και τις αγορές, τα αγάλματα τους μαρμάρινους ρόδακες και τα ανάγλυφα της, τις γυναίκες να λούζονται στις αυλές, τα είδε όλα αυτά και το ήθελε πολύ, τα έδωσε όλα, με νύχια και με δόντια το πάλεψε όμοιος με δαίμονα, ακόμα κι ο Απόλλωνας που τον περίμενε εκεί απάνω στα ψηλά τείχη και τον απέκρουε κάθε φορά με την ασπίδα του ρίχνοντας τον  κάτω στο χώμα, ακόμα κι αυτός τρόμαξε.

Το ήθελε πολύ, έπρεπε να τελειώνουν και να ξεμπερδεύουν μ αυτή την καταραμένη πόλη, είχαν βαρεθεί στις σκοπιές χρόνια και χρόνια όλη νύχτα, χειμώνες και τα καλοκαίρια, με ζέστη και παγωνιά, με νοτιάδες και βοριάδες που παλαντζάριζαν τα δεμένα πλοία γεμίζοντάς τα αφρούς, παραμονεύοντας για προδότες και κατασκόπους που σάλευαν στα σκοτεινά, γεμίζοντας πληγές μες τον κουρνιαχτό της μάχης κάτω απ τις οπλές των αλόγων κι ύστερα έπρεπε να τρέξουν στο Μαχάονα να περιποιηθεί τα τραύματα τους, στη πλάτη, στα χέρια, στο στήθος, μ' αλοιφές και βότανα που μαλάκωναν τον πόνο, είχαν βαρεθεί να σκορπούν στάχτες συντρόφων σκοτωμένων στα χωράφια και στ' αλώνια που απλώνονταν εκεί στον κάμπο, θέλανε να γυρίσουν στη πατρίδα, στους δικούς τους, στα σπίτια τους και στα κυνήγια τους μες τα δάση,  με τα σκυλιά που οσμίζονταν στον άνεμο τους κάπρους και τα ελάφια.

Είχε βαρεθεί κάθε φορά να βλέπει τους αγέρωχους Τρώες να κλείνονται πίσω απ τις πύλες κατεβάζοντας με πάταγο τις μπάρες και τους τεράστιους σύρτες, έπεσε απάνω τους μ' όλο του το είναι, αλαλάζοντας και μαστιγώνοντας τα θεϊκά άτια του Αχιλλέα. Βέβαια δεν ήταν σαν εκείνον το φονιά που δε λογάριαζε τίποτα κι αργότερα θα έσερνε τον Έκτορα στο άρμα του,  με τη χαίτη του Τρωαδίτη να σέρνεται στην άμμο, δεν ήταν εκτελεστής ψυχρός σαν εκείνον, αλλά είχε πάθος πολύ ήταν παλικάρι ωραίο κι όταν όλα πήγαιναν κατά διαόλου βγήκε μπροστά,  το πήρε απάνω του φορώντας εκείνη την πανοπλία τη λαμπερή που έσκιαζε τους αντιπάλους και τους έκανε να τραβιούνται πίσω τρομαγμένοι, έδεσε τα λουριά στα σανδάλια του κι έδωσε κουράγιο ''Ας σταθούμε δυνατοί!!!'' ούρλιαξε .

Το ήθελε μα ήταν χαμένος από χέρι, γιατί όλα ήταν στημένα από εκεί πάνω απ' τον Όλυμπο που κολυμπάει μες την ομίχλη του αντίκρυ στο Θερμαϊκό κι είναι στεφανωμένος με χιόνια όλο το χρόνο.

Από κει πάνω Πάτροκλε κανονίστηκαν όλα κι ο Απόλλωνας σε καρτερούσε μες τον αχό της μάχης, τότε που δεν είχες το νου σου,  ήρθε από πίσω και σου έλυσε τον τελαμώνα και το θώρακα σου τον έριξε στο χώμα και σού 'σπασε το κοντάρι κι η περικεφαλαία σου κυλίστηκε ανάμεσα στα πόδια αλόγων κι ανθρώπων κι ένιωσες μια ζάλη και σου κόπηκαν τα πόδια.

Γιατί έτσι ήταν γραφτό να γίνει, δεν ήταν στο χέρι σου, έπρεπε να έρθει εκείνος ο άγουρος ο ηνίοχος ο Τρωαδίτης να σε χτυπήσει μια φορά στον ώμο κι ύστερα σαν πήγες να καλυφθείς στους συντρόφους σου ανάμεσα, να έρθει  ο λαμπρός Έκτορας να καρφώσει το δόρυ του απάνω σου και να σε τρυπήσει πέρα ως πέρα.

Έτσι γονατιστός τα είδες εκείνα τα τείχη για μια τελευταία φορά όπως ένιωθες το αίμα να ανεβαίνει στο στόμα σου και το φως γύρω να σκοτεινιάζει απότομα, τα τείχη αυτά που δεν πρόλαβες να διαβείς αλλά να πάρει ο δαίμονας λίγο ήθελες, είναι άδικο, έφτασες τόσο κοντά, άνοιξες το δρόμο σήμανε η αρχή του τέλους, γύρισε ο τροχός, κύλισε το πράγμα, ξεκόλλησε απ το βούρκο, ήρθε στο κατόπι ο άλλος ο φονιάς να πάρει εκδίκηση, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, δε πήγες έτσι δίχως λόγο κι όλοι θάχουν να λένε για την ορμή και την τρέλα που έλαμπε στο μάτι σου κάθε φορά που σκαρφάλωνες σ εκείνους τους τοίχους για ν΄ αντικρίσεις μια φορά ακόμα εκείνη την ωραία πόλη με τα θέατρα,  τα λουλούδια τα σκαλισμένα πάνω στο άσπρο μάρμαρο, τις γυναίκες να στέκοναι στις αυλές και τα μπαλκόνια της, τον ήλιο να λούζει τους πύργους της.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ



Δε σκέφτεσαι λογικά εκείνη τη στιγμή απλά το αφήνεις να απλωθεί στο σώμα σου και να σε διαπεράσει, να κάνει το κύκλο του.

Φοβάσαι με το παραμικρό καθώς τα νεύρα πάλλονται κι η φαντασία οργιάζει, ένας γέρος με μάτι χαλασμένο φαίνεται τρομαχτικός, μια τυφλή με μια τρύπα αντί για μάτι σκορπά ανατριχίλες δίχως να το θέλει, σε μια εκκλησιά κάποια παραμιλά ασυνάρτητα, ένα πρόσωπο μισό πίσω από μια κολόνα, αγιογραφίες δείχνουν άλογα στο φρύδι ενός βράχου, ένα παιδί εξομολογείται κλαίγοντας γονατιστό πίσω από ένα τζάμι, παπάδες με συσκευές σφηνωμένες στ' αυτιά παραμιλούν κι αυτοί, σε κάτι σκαλιά ένα κορίτσι κλαίει μοναχό του, νιώθεις σα να περπατάς πάνω σε μπάλες, λαμαρίνες υψώνονται στα έργα του μετρό, κάτι περάσματα στενά ανάμεσά τους, μια γυναίκα τρομάζει όπως την προσπερνάς, σειρήνες περιπολικών ανακατεύονται με ουρλιαχτά γατιών που μοιάζουν να κλαίνε.

Ξέρεις ότι ο φόβος που έρχεται απ το πουθενά πρέπει να ξεθυμάνει και να βγει σιγά σιγά απ τους πόρους σου, μέχρι τότε δε μπορείς να κάνεις τίποτα και βλέπεις τριγύρω ένα ακρωτήρι να έχει διεισδύσει στο Θερμαϊκό, σκέφτεσαι που βρέθηκε αυτό το πράγμα, αεροπλάνα χαμηλώνουν στην ομίχλη, υγρασία στον αέρα, πουλιά πετούν ψηλά δίχως να κουνούν τα φτερά τους παρασυρμένα απ τα ρεύματα του αέρα που σχηματίζονται εκεί πάνω, άλλα πουλιά πετούν πάνω από αφρούς, ο ήλιος χτυπά στο πρόσωπο περνώντας από στενά με λοξή κατεύθυνση, γυναίκες μ' ωραία χέρια κι άσχημα πρόσωπα κρατούν μπουκέτα μ' ανεμώνες γαλάζιες και κόκκινες τυλιγμένες σ αλουμινόχαρτο, περνούν τρυφερά τα δάχτυλά τους στο λαιμό του συντρόφου τους, κορίτσια με σιδεράκια καρφωμένα παντού μοιάζουν με ξωτικά αλλόκοτα, αμάξια περνούν σύριζα πλάι σου, αυτοκίνητα κατεβαίνουν σε πάρκινγκ υπόγεια, σκουπίδια σωρός έξω από κάδους άδειους, νομίζεις ότι βλέπεις παντού κάποιον, σ ένα περίπτερο,σε μια γωνιά, λαβίδες πιάνουν δαχτυλίδια σε βιτρίνες κοσμηματοπωλείων, άνθρωποι ενώνονται σε ομάδες, γίνονται κοπάδι, έρχονται απειλητικά κατά πάνω σου, παιδιά και σκύλοι σαλεύουν πίσω από γυαλιά οχημάτων σφραγισμένων.

Στην εφορία ένας γέρος με σακατεμένη σπονδυλική στήλη από τότε που έπεσε από ένα κτήριο, το σώμα του γεμάτο καρφιά και λάμες, μια γριά δεν έχει λεφτά για τη κηδεία του άντρα της, ένα μπουκάλι νερό της δίνουν, φωνές περίεργες πίσω από τζάμια, μυρουδιά υγρών χαρτομάντιλων, κάποια καθαρίζει τα χέρια της, στη δουλειά όλη την ώρα κοιτάς έναν καναπέ θες να ξαπλώσεις μια στιγμή μα δε γίνεται ρίγος σε πιάνει, το σώμα θέλει υγρά και τροφή, πορτοκάλια και βάσεις και ηλεκτρολύτες και γλυκόζη να λειτουργήσει.

Ένα παιδί σου παίρνει το μπράτσο ''Δε θα πονέσεις'' σου λέει, σε ψεκάζει μ ένα αποσμητικό, ένα κόκκινο σημάδι σχηματίζεται, ένα τσούξιμο, ένας πόνος κατόπι, ο μικρός γελά, ρέματα μπαζωμένα κάτω από φυλλωσιές και σωρούς άμμου κατά την Πολίχνη, στη κατηφόρα της Νεάπολης ένας μεθυσμένος ξεχύνεται μπροστά στο λεωφορείο, γάμοι κατά τα Διαβατά, ανταύγειες και φουστάνια κόκκινα δίχως μανίκια, ασπρόμαυρες φωτογραφίες μιας τουρκάλας που αγνοείται στις στάσεις, ο οδηγός πίνει κόκα κόλα από ένα κουτάκι μαύρο, απ' τον καθρέφτη τον βλέπεις να βρίζει όλη την ώρα, κάποιος θέλει να κατέβει στη στάση για τις φυλακές Διαβατών, γύφτοι μιλούν μια γλώσσα ακατάληπτη, Πακιστανοί κουβαλούν φιάλες υγραερίου, ένα χέρι στον ώμο ''Πατάτε το κουδούνι'' τινάζεσαι σα να σε χτύπησε ρεύμα, σε πιάνει ένα τρέμουλο.

Στη γειτονιά γυμνόστηθες κρεμασμένες στο τοίχο του κλειδαρά, στο σούπερ μάρκετ ράφια μοναχικά, αντικείμενα περνούν πάνω από μηχανήματα να αναγνωριστούν, κόσμος στη ουρά, αγόρια κρατούν τις μαμάδες απ το χέρι, καθρέφτες στο ταβάνι, διάδρομοι έρημοι, ψυγεία που βουίζουν,μουσικές παράξενες στον αέρα, στο ασανσέρ της πολυκατοικίας ένα σφίξιμο στη καρδιά, θες να διπλωθείς στα δύο, μια μελαγχολία αφόρητη, φασαρίες τη νύχτα κάποιος κατεβάζει τους διακόπτες του ρεύματος, καυγάδες στα σκαλιά, φωνές πίσω από πόρτες κλειστές, μυστικά σκοτεινά κρύβονται σε κάθε όροφο.

Τα ξημερώματα ένα τηλέφωνο, μια φωνή βραχνή,'' ...ρε συ πρέπει να ησυχάσω, άσε με λίγο, σε παρακαλώ '' το ξέρεις ότι λέει ψέμματα αλλά τη λυπάσαι όπως θα στέκεται με υγρά τα πράσινα της μάτια, μπορεί να λέει αλήθεια, για μια φορά έστω, για μια φορά...

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

ΣΧΙΣΤΕΣ ΟΔΟΙ



...σχιστή δ' οδός 
ές ταυτό Δελφών καπό Δαυλίας άγει.

Οιδίπους τύρρανος
στίχοι 733,734

Στην ουσία χαρτογραφείς τον χώρο γύρω σου, εξερευνάς τους λαβύρινθους που ανοίγονται μπροστά σου, ιχνογραφείς το τοπίο, τα μυστικά του περάσματα, δοκιμάζεις δρόμους τραβώντας τους μέχρι το τέρμα, βρίσκεσαι μπροστά σ' αδιέξοδα, άντε πάλι απ την αρχή, δοκιμάζεις την αντίθετη κατεύθυνση, άλλοι δρόμοι ανοίγονται κι άλλοι διχάζονται και σκίζονται στη μέση, μπλόκα στήνονται, οχήματα διοχετεύονται γι αλλού, φρεάτια ανοιχτά χάσκουν σα καταβόθρες που οδηγούν στη κόλαση, σωροί από τούβλα γρανιτένια, χαλίκια πετάγονται από αμάξια που περνούν χωματόδρομους, ψάχνεις για ορόσημα να προσανατολιστείς, ένα βιβλίο, μια ταινία ένας άνθρωπος που μπορείς να τον εμπιστευτείς, που τον έχεις δοκιμάσει και ξέρεις ότι θα είναι εκεί ότι και να γίνει όταν τον χρειαστείς, γυναίκες περνούν από δίπλα νωθρές κι αναποφάσιστες, δεν προλαβαίνεις να τις πάρεις μαζί σου, τις βλέπεις να μένουν πίσω και να χάνονται άλλες με βήμα σταθερό κι άλλες παραπαίοντας, αυτές με τα μαύρα μαλλιά και τα κόκκινα σακάκια και τα ροζ εσώρουχα, τα λευκά μαργαριτάρια στ' αυτιά και τα στρασάκια από καρδούλες στα νύχια τους, αυτές με τα κοντά φουστάνια και τα επίπεδα παπούτσια που γίνονται ένα με την άσφαλτο.

Δρόμοι κι οδοί που πρέπει να περπατήσεις όλο το χρόνο, το φθινόπωρο και το καλοκαίρι και την άνοιξη, τότε που οι μέλισσες ψάχνουν για τροφή στα κίτρινα λουλούδια του ραδικιού κι αργότερα στα άσπρα λουλούδια της πορτοκαλιάς, τότε που οι χυμοί της γης ανεβαίνουν στα δέντρα ψηλά, σηκώνεις πέτρες σε μονοπάτια ερημικά, αποφεύγεις σκορπιούς κι ερπετά που κοιμούνται από κάτω τους, κατι μουσικές στριφογυρίζουν σα φίδια μέσα στο μυαλό σου, νυχτερίδες κρέμονται ανάποδα σε γωνιές σκοτεινές, γάτες δίχως ουρά ξεκοκαλίζουν κόκαλα πελώρια την αυγή, σκύλοι κυκλώνουν οχήματα και κάνουν άλογα ν΄αφηνιάσουν, ρίχνοντας αναβάτες στο χώμα καθώς οι τροχοί ανακατεύονται με τα χαλινάρια, λαμαρίνες και γυαλιά κομματιάζονται, φωτιές κι εκρήξεις και κραυγές, όλα γίνονται ένα μείγμα από γυαλί και σίδερο, πυροσβέστες ποδοπατούν μετανάστες απ την Περσία, αναρχικοί ρίχνουν μπουκάλια γεμάτα βενζίνη σε καταστήματα μπουρλοτιάζοντας ανθρώπους κι αντικείμενα.

Όταν τα βρίσκεις σκούρα - κι αυτό συμβαίνει συχνά πολύ- κι όταν αμφιβάλεις κι όταν φοβάσαι, αυτό κι αν συμβαίνει συχνά, τότε που δεν ξέρεις αν πρέπει να εμπιστευτείς τη διαίσθηση που σε πρόδωσε ή τη λογική, αυτή κι αν σε πρόδωσε, τότε που νιώθεις ότι είσαι στο όριο και πρέπει να πάρεις μια ανάσα και να μη το σπρώξεις άλλο πια γιατί θα τα χαλάσεις όλα, τότε λοιπόν γυρνάς σε μέρη γνώριμα που έχεις χαρτογραφήσει να ρίξεις μια ματιά τριγύρω στον ορίζοντα.
Κι ύστερα άντε ξανά απ την αρχή να ψάχνεις προσανατολισμό ανάμεσα σε μαγαζιά που φωτίζονται με χρώμα γαλάζιο τα βράδια και κτήρια με τοίχους γυάλινους όπου γυναίκες τρέχουν πάνω σε στίβους πλαστικούς, μπαίνεις σε κτίρια περνώντας από ανιχνευτές μετάλλων, κέρματα και πόρπες και νομίσματα αρχαία και κινητά πέφτουν μέσα σε καλάθια κουδουνίζοντας, φρουροί στις εισόδους με θώρακες αδιάβροχους κι αλεξίσφαιρους, ανεβαίνεις σκάλες ελικοειδείς βλέποντας ανθρώπους να κατεβαίνουν ακίνητοι σκάλες κυλιόμενες, ανηφόρες και κατηφόρες, ο χρόνος περνά καθώς κυνηγάς το ασύλληπτο και το άπιαστο, μελετάς την επόμενη κίνηση ζυγίζοντας τις επιλογές σου, καθώς έχεις περάσει άλλη μια στενωπό και βγήκες ζωντανός απέναντι, κοιτάζεις πίσω και σκέφτεσαι από τι γλίτωσες, ότι πρέπει να ήσουν τρελός για νάχεις δοκιμάσει κάτι τέτοιο, ότι ήθελε ένα κλικ κι ένα στραβοπάτημα για να γκρεμιστείς στη άβυσσο, γλύφεις τις πληγές και τα χτυπήματα που πήρες για λάφυρο γιατί όλα έχουν το κόστος τους κι όλα αφήνουν τα σημάδια τους για να τα κουβαλάς απάνω σου, ρωγμές έχουν ανοίξει που πρέπει να κλείσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται δε μπορείς να ησυχάσεις για πολύ.

Μα σαν νιώθεις ότι έχεις βρει έστω και λίγο το δρόμο σου δεν υπάρχει αίσθημα πιο λυτρωτικό και πιο υπέροχο, όταν αισθάνεσαι να πατάς πιο καλά, όταν ξέρεις που πας και τι ν' αφήσεις πισω, τότε πια το ξέρεις ότι δε μετακινείσαι απ το δρόμο που χάραξες για κανέναν και για τίποτα.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...