Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

ΦΩΤΟΝΙΑ

Οι τροχοί κόβουν την άσφαλτο στριγγλίζοντας το καλοκαίρι, εργάτες  σκάβουν ορύγματα κάθετα και οριζόντια, ο τόπος γεμίζει από σκόνη, άλλα συνεργεία στρώνουν άσφαλτο καυτή, κορναρίσματα και φρένα, σούζες στις ανηφόρες της Νεάπολης, καράβια φαντάσματα, αραγμένα φαίνονται από τις κατηφόρες της Καλαμαριάς.

Στα πράσινα φανάρια οι Dire straitsτραγουδούν τους σουλτάνους του σουίνγκ από τα ανοιχτά παράθυρα καποιου αυτοκινήτου, ανάπηροι σπρώχνουν καροτσάκια, ζητιάνες φιλούν τα μωρά τους, πίνουν χυμούς και πορτοκαλάδες, τηλεφωνούν από καρτοτηλέφωνα χρησιμοποιώντας νούμερα ατέλειωτα. Στα  σούπερ μάρκετ μυρουδιά από φράουλες και πεπόνια, κεράσια και ροδάκινα στους πάγκους, ψάρια και χταπόδια στον πάγο, τα ψυγεία βγάζουν δροσιά, τα κλιματιστικά βουίζουν στους διαδρόμους, πουλιά που μπήκαν κάπως μέσα πετούν ψηλά ανάμεσα στις μεταλικές σκσλωσιές.

Στην Αριστοτέλους σκύλοι κοιμούνται ανάσκελα, άλλοι δεμένοι κάπου κλαίνε, άλλοι μέσα σε κλουβιά, άλλοι περνούν διαβάσεις μαζί με ανθρώπους δαγκώνοντας μπουκάλια πλαστικά, το βράδι αγριεύουν, ορμούν σε αυτοκίνητα και σε όσους φορούν μαύρα, πιτσιρικάδες με καπέλα στραβά κάνουν κάμψεις στη μέση της Τσιμισκή, γέροι γκρεμίζονται στα πεζοδρόμια όπως κλείνουν απότομα οι πόρτες των αστικών, γριές κάνουν έναν αιώνα ώσπου να κατέβουν από τα ταξί, άλλοι σκύλοι οδηγούν τυφλούς μέσα από στενά, άλλες γριές σε σπίτια  ερειπωμένα σου ζητούν να τις πάρεις ένα σακουλάκι καφέ, πας να ανοίξεις τις πόρτες τους, κάμαρες σκοτεινές, γάτες σουλατσάρουν, φοβάσαι να μπεις μέσα, οσμή θανάτου παντού.

Ο αέρας φουσκώνει τα φουστάνια των γυναικών, προσέχουν τα χείλια και το στήθος σου, νιώθουν ασφαλείς κοντά σου, εγκυμονούσες σε κοιτούν για να δουν αν αρέσουν ακόμα, κορίτσια βλέπουν αν προσέχεις τα πόδια τους, στους παιδικούς σταθμούς οι αμπάρες κλείνουν καθώς φεύγουν οι μαμάδες, ντετέκτιβς στην Εγνατία πάνω σε παπάκια παρακολουθούν ύποπτους, ντελιβεράδες κουβαλούν σάντουιτς στα αστυνομικά τμήματα, στο Ναυαρίνο χαράζουν ιστούς κι αράχνες πάνω σε μπράτσα, στην Αχειροποίητο ένας καλόγερος, δοκάρια τεράστια στην οροφή, μια αχανής αίθουσα, οι φωνές χάνονται, στα κολυμβητήρια ανταύγειες του νερού στους τοίχους, γαλάζια χρώματα,  μυρουδιά χλωρίου κι αντίλαλοι υγροί παντού.

Στις πιάτσες ταξί αραδιασμένα,  περιστέρια παραταγμένα στους πύργους του μετρό και στην Καμάρα, κάποιοι συμπληρώνουν δελτία, κοιτούν οθόνες με νούμερα, φοβούνται ότι θα κοπούν τα επιδόματα της πρόνοιας, στην Αγίου Δημητρίου κάποια σε βλέπει το πρωί και νομίζει ότι γυρνάς από ξενύχτι.

Στη παραλία γαλέρες βολτάρουν, πλαγκτόν καφετί στην επιφάνεια, κορμοί φύλλα και σκουπίδια ξεβρασμένα από κάποια καταιγίδα, κάποιοι έχουν γράψει το όνομά τους στα πλάκάκια , ο Σπάρτακος απ' τα Διαβατά κι  ο Μάγος της Χαλάστρας, άμα είσαι τυχερός μπορεί  να δεις μια λουρίδα πορτοκαλιά  να τρέμει σαν το Βόρειο Σέλλας το ηλιοβασίλεμα, αλλά το μεσημέρι  φως απίστευτο παντού, τσιμέντα όπου να γυρίσεις, φωτόνια  μικροσκοπικά χορεύουν σε κύκλους  μπροστά στα μάτια,  χρώματα φουξ  και φωσφοριζέ στις μπλούζες, το μαύρο μαζεύει, το άσπρο απωθεί, ένα γδάρσιμο στην άρθρωση από κάποιο σύρσιμο σ' έναν τοίχο, αίμα κυλάει, σεκιουριτάδες ξενυχτισμένοι κι αξύριστοι λένε ιστορίες για τη νυχτερινή τους βάρδια, σταγόνες κόκκινες βροχής απ' τη Σαχάρα στα καλά καθούμενα, κάποιος πρέπει να σε ξυπνήσει.

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

ΙΠΤΑΜΕΝΑ ΔΕΛΦΙΝΙΑ

Ένας γνωστός έχασε κάπου ένα εκατομύριο ευρώ σε μια υπόθεση, έμπλεξε με κάτι απατεώνες και λαμόγια, κάποιος φόρτωνε εμπορεύματα όλη μέρα από μια αποθήκη , ο δικός μου είχε ζαλιστεί να μετρά  και να καταγράφει, ύστερα ο άλλος τόσκασε κι άντε βρες τον, ένας άλλος τούφαγε κάτι επιταγές  και στο κατόπι αυτοκτόνησε, ένας από ένα κανάλι έπαιρνε λεφτά με το τσουβάλι  ενώ ο δικός μου βυθίζονταν, ύστερα έτρεχε στα δικαστήρια,  εμφάνιζε έγγραφα και παραστατικά οι δικαστές δεν καταλάβαιναν τη τύφλα τους, κλητήρες εμφανίζονταν κάθε μέρα , χωράφια κι αμάξια έβγαιναν σε πλειστηριασμό, πάει  κι ένα σπίτι σούπερ με κάτι αποροφητήρες που τραβούσαν τη σκόνη κι άλλα τέτοια κόλπα.
Πήρε σβάρνα τους δρόμους να βρει αυτούς που του χρωστούσαν, έβρεχε και τότε,  οι αποθήκες του πλυμμύριζαν, τα φρεάτια βούλωναν, οι υδροροές φρακάριζαν, τα νερά έτρεχαν στις σκάλες, οι ουρανοί είχαν ανοίξει κι έριχνε το καταπέτασμα,  στο δρόμο τα λάστιχα των αμαξιών  έριχναν καταράκτες προς τα πίσω, τα κοράκια λούζονταν στις λακούβες, άλογα έβοσκαν αμέριμνα, τα παπιά  κι οι πελεκάνοι, τα χόρτα και τα δέντρα πανυγύριζαν, τα τζάμια θόλωναν , οι υαλοκαθαριστήρες βολτάριζαν πάνω κάτω, τα χωράφια έμοιαζαν με λίμνες , εκκλησιές βυθισμένες σε χωριά εκγαταλειμένα, ο ουρανός σκοτείνιαζε μέρα μεσημέρι, μονάχα ο Νώε με την κιβωτό του έλειπε να εμφανιστεί από καμιά γωνιά επιπλέοντας.

Έψαχνε τους οφειλέτες του στη Ρόδο και στη Λευκάδα, στο Βόλο και στην Καστοριά, όργωσε την Εγνατία,  πήγε μέχρι την Αλβανία, στο Δυράχιο, εκεί στην Αδριατική, στις πύλες της Δύσης, κοιτάζοντας κολώνες τεράστιες που κουβαλούσαν ρεύμα, πικροδάφνες και κάτι θάμνους με βελόνες και λουλούδια κίτρινα, χωράφια με μπαμπάκια και καλαμπόκια, παπαρούνες κόκκινες  στα σταροχώραφα, βράχοι χαραγμένοι, στα μοτέλ νταλικέρηδες  ξενυχτισμένοι, γλάροι άραζαν στις κολώνες που  φώτιζαν τη νύχτα, και τη μέρα οι αχτίνες του ήλιου τρυπούσαν  τα σύννεφα κι έφεγγαν στα ξέφωτα.
Σ' ένα ΑΤΜ  περίμενε ιδρώνοντας  το μηχάνημα να τρίξει και να βγάλει χαρτονομίσματα, τηλεφωνούσε από καρτοτηλέφωνα σε δεκάδες νούμερα που κουβαλούσε στο τσαντάκι του μαζί με τιμολόγια σκισμένα, διευθύνσεις κι ονόματα, σημειώσεις πάνω σε πακέτα τσιγάρων, χαρτιά και χαρτάκια παντού.

Στις ψησταριές κρέατα στριφογυρνούσαν πάνω από στάχτες και κάρβουνα, οι λαμαρίνες άναβαν στα μποτιλιαρίσματα και σ΄ ένα νυχτερινό μαγαζί, πλάσματα περίεργα κυκλοφορούσαν με  γυαλιά μπλου ελεκτρίκ, σουτιέν και κομάτια στήθους κάτω απ' το ξεκούμπωτο πουκάμισο, φάτσες βγαλμένες από θρίλερ, τραγουδιστές χάνονταν στα καμαρίνια κι έβγαιναν ύστερα θολωμένοι, κάποιοι χόρευαν τρεκλίζοντας, ο δικός μου σκέφτονταν '' Που είμαι; Tι έχω πάρει;'' κάποια στιγμή γύρισε πίσω να μαζέψει τα κομάτια του.
Είχε μια τελευταία εναλακτική, σ' ένα κελάρι,  σε μια κρύπτη σκαμένη βαθειά  στον τοίχο, ο πατέρας του φύλαγε  σταυρούς χρυσούς και πετράδια ροζ και πράσινα, αλυσίδες και μενταγιόν, λίρες , χρυσαφικά και χρήματα μαζί με φωτογραφίες παλιές, συμβόλαια, ένα Ευαγγέλιο στα Τούρκικα που κουβάλησαν κάποτε  οι πρόσφυγες  παππούδες του. Όταν άνοιξε την κρύπτη ένα πρωί έμεινε κόκαλο, δεν υπήρχε τίποτα μέσα, σκέφτηκε'' Το εγγεφαλικό δεν το γλυτώνω'' και ξαφνικά τον έπιασαν κάτι γέλια νευρικά , διπλώθηκε στη μέση κι άρχισε να γελά ασταμάτητα.
Πήρε το σλίπινγκ- μπαγκ εκείνο το βράδι και κοιμήθηκε στην αμουδιά κάτω απ τα άστρα. Το πρωί κάτι ψιχάλες και μετά ένα ουράνιο τόξο, εξέδρες και φράχτες ξύλινοι στο νερό για τα μύδια που καλιεργούσαν κάποιοι, ρεύματα έτρεχαν σα ποτάμια στη θάλασσα, βάρκες ξανοίγονταν κατά το πέλαγο, τα σύνννεφα σωρεύονταν σα μπαλόνια άσπρα τόνα πάνω στο άλλο και ξαφνικά ένα κοπάδι δελφίνια εμφανίστηκε απ' το πουθενά κι άρχισε να απογειώνεται στον αέρα, στέκονταν μετέωρα για μια στιγμή δείχνοντας την ασημένια ράχη τους και κατόπι βυθίζονταν πλατσουρίζοντας.

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

ΠΡΟΔΟΣΙΕΣ

Στο αστικό  μια τρομερή σκηνή, ένας μεθυσμένος έχει ανέβει και βρίζει τον οδηγό, αυτός τον κοιτά απ' τον καθρέφτη, '' Έχε χάρη που φορώ τη στολή'' ο άλλος επιμένει και προκαλεί, ''Θα σε περιμένω το βράδι που σχολάς'' κάποια στιγμή ο οδηγός σταματά σηκώνεται όρθιος, θα σε σκίσω θα σε πατήσω, οι οδηγοί δυτικά δε μασάνε, ο άλλος υποχωρεί, κλασικό νταηλίκι, εικόνες που βλέπεις κάθε μέρα.

Συνδικαλιστές σπρώχνουν βίαια γυναίκες, χούλιγκανς σπάνε τζάμια, χρυσαυγίτες αμολάνε μολότωφ, αναρχικοί  κοπανάνε δημοσιογράφους τα βράδια, αστυνομικοί σε κολάνε στον τοίχο γιατί δε γουστάρουν τη φάτσα σου, δικαστές σε καταδικάζουν για να ξεσπάσουν την οργή τους επειδή στραβοκοιμήθηκαν, μηχανάκια πετάγονται σα δαίμονες για να σου κόψουν τη χολή.

Εργοδότες κλέβουν άδειες και μεροκαματα, αυτοί που έκαναν δεξιώσεις με καμαριέρες, μαγείρισσες κι ένα κάρο κέρατα, αυτοί που έφτιαχναν σπίτια με τζακούζι κι ασανσέρ εσωτερικά, με κλειδαριές πολυπλόκαμες και πολυέλαιους γυαλιστερούς, πετούσαν φαγητά που έμεναν δεύτερη μέρα , τα παιδιά τους σκασμένα ούτε τα ακουμπούσαν. Αγρότες πήγαιναν στα χωράφια με Μερσεντές, στα συνέδρια τραπεζίτες με κοιλιές απίστευτες, ασφαλιστές κονομούσαν τ΄άντερα τους μέχρι να πάθουν έμφραγμα, ταξίδια στην Ινδονησία και στο Μπαλί, στη Λαπωνία για τα Χριστούγεννα, στα Ιεροσόλυμα για το Πασχα, στη γη του πυρός και στου διαβόλου τη μάνα για τον Δεκαπενταύγουστο.

Στο πάρκινγκ της Ικέα θάλασσα τα αυτοκίνητα, μέσα βουνά από ομελέτες και μπέικον, δίσκοι ατέλειωτοι στη σειρά, γέροι πατούν κουμπιά  για να τρέξει καφές και κόκα κόλα, γεμίζουν ποτήρια άπατα. Στο δρόμο αφίσσες αραδιασμένες από τύπους που τραγουδούν τα βράδια στα κέντρα του αεροδρομίου, σημαίες ανεμίζουν στο Λευκό Πύργο κάποιοι στέκουν προσοχή, μια βλαμένη Αγγλίδα σου λέει ότι δε μοιάζεις μέ Έλληνα,  γυναίκες σε πλησιάζουν επικίνδυνα, νιώθεις το σώμα τους που πάλεται και την αναπνοή τους, άλλες φτιάχνουν τα χείλια και τα φρύδια σε τζάμια και καθρεφτάκια, άνθρωποι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν στα αστικά, αεροπλάνα πάνε κι έρχονται στον αέρα, μωρά ωραία πισω από τιμόνια και μαμάδες όμορφες στους παιδότοπους  μαζεύουν το μπλουζάκι για να σκεπάσουν τη γυμνή τους ράχη, νεροπότηρα διάφανα και φέτες από λεμόνι στα τραπέζια, ταξιτζήδες με φωτογραφίες παιδιών,  με μαλλιά μακριά και ζώνη του καράτε, η θάλασσα αλλάζει χρώματα καθώς ο καιρός γυρίζει σε Νοτιά.

Όμως ξάφνου άχρηστοι παραδόπιστοι κι αγράματοι, τελειωμένοι και πυροβολημένοι επιτίθενται σε φίλους και τους πληγώνουν, τύποι ανοικονόμητοι βγάζουν τα λεφτά τους έξω κι ετοιμάζονται να την κάνουν, κονόμες με φωτοβολταϊκά και βιοκαύσιμα, αστυνόμοι ψηφίζουν ομαδικά χρυσή αυγή, μια γριά ζαλίζει ένα παιδί στον Τερκενλή για κάτι καταραμένες τυρόπιτες  που θα φάνε σ' ένα μνυμόσυνο, γνωστοί σε παρατάνε, άντρες πουλάνε γυναίκες που πίστεψαν σ' αυτούς και το αντίστροφο,  φίλοι σ' αδειάζουν το καλοκαίρι τότε που οι μέρες είναι ατέλειωτες και δε λέει να βραδιάσει, το μυαλό και το σώμα σ' εγκαταλείπουν τότε που τα χρειάζεσαι, τα ξένα κανάλια παρακαλούν να χρεοκοπήσουμε για νάχουν θέμα και σ΄ ένα μέρος, κάπου προς τους λόφους της Χαλκιδικής, τα ξημερώματα, τα κοκόρια λαλούν όλα μαζί  θυμίζοντας μια προδοσία παλιά.

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

TΣΙΧΛΑ ΔΙΧΩΣ ΖΑΧΑΡΗ

Ένα αγόρι  τόσκασε από το σπίτι του κάπου δυτικά. Σ'  ένα πολυκατάστημα έκλεψε ένα πουκάμισο καρώ, εντυπωσιακό, βγάζοντας στα δοκιμαστήρια το αντικλεπτικό με μια μικρή πένσα που είχε στη τσάντα, σ΄ ένα σούπερ μάρκετ έφαγε μερικές σοκολάτες περπατώντας στους διδρόμους και σ' ένα περίπτερο, την ώρα που έσκυβε ο περιπτεράς, έχωσε στη τσάντα του μια χούφτα τσίχλες δίχως ζάχαρη, εκείνες με την αγαπημένη του γεύση και το μαύρο περιτύλιγμα. Στις τουαλέτες του δήμου φόρεσε το καρώ πουκάμισο σηκώνοντας τα μανίκια μέχρι ψηλά στα μπράτσα και περπατά στους δρόμους μασώντας τις τσίχλες που πήρε.
 Ασιάτες παίζουν παιχνίδια ηλεκτρονικά  στο κινητό, κορίτσια που δαγκώνουν τα χείλη ακούν μουσική από i pod σαν το δικό του, σε κάτι καντίνες  κάτι μουσάτοι μασουλούν σάντουιτς και σ' ένα καφενείο πίνουν ούζα τσιμπώντας ψαράκια και σαλάτες πράσινες και κόκκινες.
Το τηλέφωνο του έχει πάρει φωτιά, κλήσεις και μυνήματα, οι δικοί του έχουν τρελλαθεί, αστυνόμοι και ντετέκτιβ έχουν ξαμολυθεί και τον ψάχνουν, κάποιος είπε ότι τον είδε τη νύχτα  στο τέρμα των λεωφορείων του Πανοράματος, οι φίλοι δείχνουν φωτογραφίες ενος παιδιού με βλέμα απλανές κι αυτό δεν έχει σκοπό να γυρίσει πίσω στους γονείς που το υιοθέτησαν τότε που είχε δει τη μαμά να πεθαίνει στην αγκαλιά του.
Στο ανοίκιαστο διαμέρισμα ενός φίλου αναπολεί όλα όσα έχουν συμβεί, την κατάληψη στο σχολείο, τους κάδους που είχαν βάλει για να κλείσουν την είσοδο, τα θρανία όπου κοιμήθηκαν το βράδυ, το διάδρομο όπου φίλησε ένα κορίτσι με πρόσωπο γλυκό και νύχια αρπακτικού. Το φιλί είχε μια γεύση αλμυρή όπως  όταν καταπίνεις θάλασσα αλλά θά θελε να ξαναδικιμάσει. Θυμάται και τον ψυχρό λυκειάρχη που τους είχε στριμώξει σε μια αίθουσα κάνοντας κύρηγμα, αυτόν που τον άφησε τελικά στάσιμο για απουσίες αδικαιολόγητες.
Στην τηλεόραση ταινίες φρικιαστικές με τον προειδοποιητικό σταυρό στο κόκκινο πλαίσιο, το κινητό χτυπά δαιμονισμένα και το κλείνει τελικά, προσπαθεί  να κοιμηθεί, ένας σεισμός ταρακουνά το κρεβάτι, πάει να πιει κάτι στη κουζίνα, κάτι νερά ξεχειλίζουν κάτω απ' την εξώπορτα,, δοκιμάζει ν' ανοίξει, ένα χέρι τον τραβά και τον σέρνει κάτω προς τις σκάλες,  περνούν έναν ακάλυπτο χώρο , προβολείς φωτίζουν λάστιχα και σκουπίδια, γάτες κοιμούνται κουλουριασμένες πανω σε σωρούς φύλλων, κολώνες από πυλωτές και μηχανάκια κλειδωμένα.
Στο αμάξι  το χέρι που τον άρπαξε τον κρατά σφιχτά , προσέχει χαρακιές στη παλάμη, μια γυναίκα μ' ένα κάρο δαχτυλίδια στο μπροστινό κάθισμα, κανείς δε μιλά. Περνούν από κάτι μέρη που νομίζει πως τάχει ξαναδεί κάπου , στον  ύπνο του ή σε κάποια ταινία ίσως, μαγαζιά με εσώρουχα φωτίζονται αμυδρά, τύποι περίεργοι κινούνται στα σκοτεινά, ζητιάνοι κι αδέσποτα σκυλιά κοιμούνται πάνω και κάτω απ΄τα παγκάκια, αποθήκες με επιγραφές Κινέζικες, αυτοκίνητα στριγγλίζουν φρενάροντας κι ύστερα ξεκινούν περνώντας σύριζα από άλλα που έρχονται από αντίκρυ και το παιδί αναρωτιέται πως γίνεται να μη στουκάρουν το ένα πάνω στο άλλο μες τη νύχτα, κλούβες της ατυνομίας με πλέγματα στα παράθυρα σ' ένα μέρος, πάνοπλοι ειδικοί φρουροί, κανείς δεν τον προσέχει.

Το πρωϊ ένας αστυνομικός πλησιαζει με προφύλαξη ένα βενζινάδικο κάπου  έξω απ' τη πόλη.  Γύρω μια σιωπή όλο ένταση, δεν ακούγεται ούτε σαλεύει τίποτα. Φτάνει σ'  ένα αυτοκίνητο κάτω απ' το οποίο  φαίνονται παπούτσια αθλητικά. Όπως σκύβει να δει  μια κραυγή τρομαχτική ξεσκίζει τον αέρα.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

MΠΑΛΑΡΙΝΕΣ

Όταν τα παιδιά έχουν εξετάσεις χάνομαι στον κόσμο μου. Αμάξια περνούν από δίπλα μου και με πυροβολούν με ριπές νερού στο πρόσωπο, ξεχνώ ν' αλάξω ρούχα, όλοι πλάι μου με ζακέτες και μπουφανάκια κι εγώ παριστάνω το κομάντο τρέμοντας, πονοκέφαλοι ζαλάδες και ρίγη περνούν στο ντούκου, αφήνω τη τσάντα μου όπου νάναι, κάποιοι τη μαζεύουν ,δοκιμάζουν να την ανοίξουν, μια γυναίκα μιλά για βόμβες και τρομοκράτες που ανατινάζουν τρένα στο εξωτερικό, παίρνω λάθος λεωφορεία, κοιμάμαι στα καθίσματα , κατεβαίνω σε λάθος στάσεις.
 Στο σπίτι ξεχνώ μάτια αναμένα, συσκευές στη μπρίζα, το κλειδί έξω απ' την πόρτα, χάνω χρήματα και τα βρίσκω σε μέρη απίθανα, τσαλακωμένα όπως τα ρίχνω στη τσέπη, τα βιβλία φθείρονται, τα C. D. διαλύονται,  οι φωτοτυπίες σκίζονται,όλα σε αποσύνθεση.

Στα μαθήματα παλεύω να ξεκλειδώσω τα μυαλά των παιδιών, να καλύψω κενά, να τα  βάλω σε ρυθμό, να βρω δυνατά κι αδύνατα σημεία, να συγκεντρωθω, να κυριαρχήσω στο φόβο των μανάδων, να εμφυσήσω αυτοπεποίθηση διαβολεμένη αγαράζοντας χρόνο, δοκιμάζοντας προσεγγίσεις καινούριες, και ταυτόχρονα να ετοιμαστω για μετά, κάποια απ' αυτά δεν θα τα ξαναδώ, να κρατήσω στιγμές, πρόσωπα και χαμόγελα, στα τελαυταία μαθήματα είμαι αλλού πια.
 
Στην πόλη κινούμαι σε περιοχές περίεργες, στο Δενδροπόταμο ζητιάνοι ζογκλέρ στο δρόμο πετούν μπάλες ψηλά στον αέρα, τα αστικά δε σταματούν να πάρουν ναρκομανείς κι αυτοί  πετούν μπουκάλια ξοπίσω τους, μοτοσυκλέτες της αστυνομίας ξεχύνονται απ το Αστυνομικό Μέγαρο εκεί κοντα και φεύγουν κατά το κέντρο με τις εξατμίσεις να ουρλιάζουν , κρανη και γκλομπς αστράφτουν στο φως, παιδιά μοναχικά σε γωνιές έξω από σπίτια, ο ήλιος αρμενίζει στις λακούβες της βροχής, στα αστικά παράθυρα ανοιχτά κι αιρ κοντίσιον χαλασμένα , ψύξεις και πιασίματα στη πλάτη και στους ώμους , ένας ελεγκτής με τον ασύρματο στο χέρι τα βάζει με μια συμμορία πιτσιρικάδων που ξηλώνει χερούλια κίτρινα, στα βενζινάδικα παιδιά καθαρίζουν αμάξια με σωλήνες σιδερένιους που βγάζουν πεπιεσμένο αέρα, επιγραφές για κινδύνους εκρήξεων κι άλλες επιγραφές σε πακέτα πεταμένα για το κάπνισμα που σκοτώνει.
Η βροχή φέτος έχει σαπίσει το σύμπαν, κλαδιά πελώρια τσακίζονται απ' το βάρος του νερού, ρωγμές βαθιές στην άσφαλτο, χαλίκια πέτρες και χώματα στο οδόστρωμα, κι εγώ ο ιλίθιος εσωστρεφής που θέλει να τα κάνει όλα μονάχος δε ζήτησα  μια ομπρελίτσα από κάπου και μουλιάζω μες στον κατακλυσμό.
Σε κάποιο μέρος περνώ κάτω από μια γέφυρα, κισσοί σκαρφαλώνουν στα τσιμέντα, τα μπετά τρίζουν καθώς αυτοκίνητα περνούν από πάνω τους, φορτηγά εμφανίζονται μέσα  από  φυλλώματα, φώτα αυτοκινήτων που περνούν σύριζα το ένα απ' τ' άλλο.
Σ΄ ένα υπόγειο χτυπώ κάποιο κουδούνι , μια γιαγιά   βγαίνει και μου λέει πως κάνω λάθος, λογαριασμοί στοιβαγμένοι έξω από πόρτες διαμερισμάτων, ρολόγια νερού και ρεύματος  σ' ΄ένα δωματιάκι, βελόνες κόκκινες γυρνούν αδιάκοπα, σκάλες φιδογυριστές οδηγούν όλο και πιο βαθειά..

Κάποιος μου τηλεφωνεί, ένα μαθημα αναβάλεται, πάω στη στάση, οδηγοί αυτοκινήτων φυλακισμένοι σ' ένα μποτιλιάρισμα, καλώδια και ζώνες τους τυλίγουν.
Κάτω απ' τη μεταλική σκεπή κορίτσια με σκισμένα τζιν , κνήμες και γόνατα λευκά, σκορπιοί ζωγραφισμένοι περπατούν στη πλάτη τους, μπαλαρίνες επίπεδες,διάφανες  στα πόδια τους,  μαλιά και δάχτυλα  μ' αγγίζουν, ένα τσαλάκωμένο χαρτονόμισμα μου πέφτει, κάποια μου λέει να το πάρω, χελιδόνια πετουν στη βροχή , αμάξια κορνάρουν,φώτα με τυφλώνουν, το ΜP3 μπλοκάρει,  στις βιτρίνες του Marks and Spencer μαγιώ και φορέματα  πολύχρωμα για το καλοκαίρι, όταν έχω εξετάσεις χάνομαι.

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ

Από ένα αστικό ξαφνικά κατεβαίνουν κάτι παιδιά και ορμούν σ' έναν τύπο με κίτρινο κασκόλ, τον χτυπούν με μανία ώσπου ματώνει η μύτη, παίρνουν το κασκόλ κι΄ύστερα χώνονται ξανά στο αστικό που ξεκινά. Έναν  απ' αυτούς τον ξέρω, είναι μαθητής μου κι η μάνα του μ' έχει στριμώξει κάποια στιγμή στον τοίχο, μου τα ψέλνει ότι δεν κάνω καλά τη δουλειά μου, υποψιάζομαι σουτάρισμα, θέλω να τη διαολοστείλω μα πρέπει νάμαι σίγουρος, μπορεί να μου ξέφυγε κάτι, καμια φορά χάνεις τη προσοχή σου.
Στο δρόμο προσπαθώ να αναλύσω τι έχει γίνει,κόσμος περνά τις διαβάσεις, αυτοκίνητα ακολουθούν, σε κάτι σκαλιά ανθρωποι κάθισμένοι καπνίζουν περιμένοντας κάτι, ένας καθρέφτης σπασμένος δείχνει είδωλα τσαλακωμένα, το φώς αντανακλάται και με τυφλώνει, μια γυναίκα μ' ακουμπά και νιώθω να με χτυπά το ρεύμα.
Στα μαγαζιά της παραλίας γάμπες ξεδιπλώνονται  κάτω απ' τα ψηλά καθίσματα, ροζ σακάκια, τζιν σορτς, σταράκια μέχρι ψηλά στον αστράγαλο, κάποιοι ψαρεύοουν στα βρώμικα νερά, ψάρια σπαρταρούν στο τσιμέντο, αστραπές κατα το Αγγελοχώρι θολούρα κατά το Χορτιάτη.

Σ' ένα άλλο μάθημα , δυτικά, παλεύω να καταλάβω  αν έχω κάνει κάτι λάθος κι αν μου ξέφυγε τίποτα όταν ξεσπά κατακλυσμός. Ποτάμια σχηματίζονται στη Μοναστηρίου, οχήματα σπρώχνουν νερά λασπωμένα,κάποιος τραβά εικόνες με το κινητό, τα παράθυρα κλείνουν να μη μπει η βροχή ,ο αέρας γίνεται αποπνικτικός.
Θάθελα να φύγω καμιά εκδρομή, μ' έχουν καλέσει κάπου στην Εύβοια, ένας φίλος μούχει πει για τους αμμόλοφους στην Καβάλα όπου μαζεύονται οι Σεραίοι και οι Δραμινοί, άλλος πήγε στη Φλωρεντία μέσω Ζυρίχης αλλά ήταν πτώμα και δεν μπόρεσε να περπατήσει στα γεφύρια, κόσμος ετοιμάζεται για  τη Ουκρανία με τις ψηλές ξανθιές  για το ποδόσφαιρο κι ο Κώστας πάει στο Μόναχο να πιεί μπύρες αφρισμένες και να δει γερμανίδες με πράσινα βελούδινα φορέματα και βαθειά ντεκολτέ.

Αντί για εκδρομές τη κυριακή το πρωί πρέπει να πάω σ' ένα νοσοκομείο για να δω κάποια,  είναι νύχτα ακόμα, ζητιάνοι γυρνούν σα σκιές στα στενά, Ρωσοπόντιες πουλούν τσιγάρα λαθραία, ένας πόνος στη πλάτη από κάποιο χτύπημα παλιό, ένας τρελλός κάνει ότι ρυθμίζει την κίνηση, τα φώτα σβήνουν κατά τις εξίμιση.
 Στο νοσοκομείο κάτι σκάλες αυτόματες, μεταλικές, με αιχμές επικίνδυνες, στα επείγοντα άντρες  με γένεια στα μάγουλα κρατούν καφέδες, γυναίκες με ρυτίδες απ' την αυπνία, κάποιοι κοιμούνται στα καθίσματα, καθαρίστριες σπρώχνουν καρότσια με κουβάδες στους υγρούς διαδρόμους, ένα συντριβάνι ανακυκλώνει νερό σε μια πισίνα γαλάζια.
Τη συναντώ, βλέμα θλιμένο, σώμα χωρίς το σφρίγος που ήξερα, κάνω τον αδιάφορο, ακόμα δεν έχω ξεδιαλύνει τα δικά μου.
''Πως πάει;'' '' Ο γιατρός μ' έστησε στο τοίχο, φώτα δυνατά  από παντού, κρύο δωμάτιο, το στήθος μου εκτεθειμένο σε βλέματα ξένα, φωνές παγωμένες- Πάρε τα χέρια -βγάλε το σταυρουδάκι- ένιωθα άβολα, θέλω να φύγω από δω''.
Της λέω κάτι, στην έξοδο ένας κάδος αναποδογυρισμένος, ένα αμάξι που βγαίνει μ' εγκλωβίζει σε μια γωνιά, θέλω να φωνάξω, η ανάσα κόβεται χρειάζομαι αέρα από κάπου επειγόντως.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

ONEIΡΟΠΑΓΙΔΕΣ

Οι ινδιάνοι λέει έβαζαν ονειροπαγίδες στις κούνιες των μωρών τους για να πιάνουν τα κακά όνειρα. Ίσως χρειάζεσαι μια ονειροπαγίδα όταν δε σε πιάνει ο ύπνος καθώς τα όνειρα μπερδεύονται με σκηνές στην ανοιχτή τηλεόραση όπου αστυνομικίνες βλέπουν εφιάλτες με εγκληματίες να τις κυνηγούν μέσα στο σπίτι, να ψάχνουν συρτάρια και να τρομάζουν τις γυναίκες σαν εμφανίζονται ξαφνικά σε καθρέφτες. Σ΄άλλα κανάλια  ραδιόφωνα εκρύγνηνται  ανατινάζοντας αεροπλάνα πάνω απ' τη Σκωτία, αλλού χιονοδρόμοι προσγειώνονται στις κορυφές βουνών κι από κει ξαμολιούνται προς τα κάτω ανάμεσα σε όγγους χιονιού για να τρακάρουν πάνω σε έλατα και πέτρες , αλλού πλοία φαντάσματα , γερμένα σε θάλασσες εξωτικές, άνθρωποι τρώνε φαγητά περίεργα,ταξιδεύουν σε στέγες φορτηγών, βρέχουν τα πόδια σε ποτάμια και ρυάκια.
Θες να υσηχάσεις με κάποιο τρόπο να ξελαμπικάρει το μυαλό, να κερδίσεις χρόνο, να ελέγξεις το φόβο,  να γεμίσεις το ποτήρι της ψυχολογίας, να βγάλεις άλλη μια μέρα άλλη μια βδομάδα άλλο ένα καλοκαίρι,  χωρίς να χάσεις επαφή με τα όνειρα που απειλούνται από λιποψυχίες , μικροψυχίες, υπολογισμούς, δειλίες και παγίδες κάθε λογής, στημένες σε κάθε βήμα.

Ξυπνάς τα χαράματα που δροσίζει χαιρετάς κάποια που κοιμάται δίπλα σου και ξαναπέφτεις ανάμεσα στα μαξιλάρια. Την έχεις γνωρίσει σ' ένα μέρος με κοπέλλες καθισμένες πίσω από παγκους, που κρατούν βουρτσάκια για να βάφουν άλλες γυναίκες, καθρέφτες και γυαλιά παντού, μπουκαλάκια και βάζα διάφορα, κορίτσια δοκιμάζουν δαχτυλίδια κι αρώματα, σεκιουριτάδες παραμονεύουν στις εξόδους μιλώντας σε ασυρμάτους , έτοιμοι να γραπώσουν και να δέσουν τους κλέφτες χειροπόδαρα.

Ξεκινάς  μια μέρα με υποθέσεις χρονοβόρες που θέλουν χειρισμούς λεπτούς, κάτι δικαστήρια , μια έδρα άκαμπτη και σκληρή,  αστάθεια κι αβεβαιότητα τριγύρω, όλα στον αέρα, το βράδι πας επιτέλους να την συναντήσεις σ' ένα διαμέρισμα κάπου στη παραλία.
Τα τζάμια αλλάζουν χρώματα στα πολυκαταστήματα, τυφλοί κυκλοφορούν ανιχνεύοντας και ψηλαφώντας το χώρο με τα ραβδιά τους, αμάξια μοναχικά στα φανάρια κι άλλα φρενάρουν γδέρνοντας τα λάστιχα στο δρόμο, το στόμάχι σφίγγεται.  Κάποιοι διαλέγουν φρούτα πολύχρωμα σ' ένα μανάβικο, σκουπιδιάρικα αδειάζουν κάδους, έχεις χαθεί μες στα στενά, τηλεφωνείς , μια άλλη φωνή στο τηλέφωνο, ψάχνεις νούμερα  και διευθύνσεις στους τοίχους,  ένα θηροτηλέφωνο, ένας βόμβος στο αυτί , η πόρτα ανοίγει.
Το ασανσέρ στενό σε οδηγεί προς τον έβδομο, τριγμοί, κάτι χαραμάδες στην ακρη απ΄όπου χάσκει η άβυσσος, κάποια στιγμή το κλουβί σταματά, ανοίγεις, κουδούνια και διακόπτες στους τοίχους, χτυπάς αλλά κανένας δεν απαντά, κρότοι και ομιλίες σα να ακούγονται πίσω απ' την πόρτα, από ένα παράθυρο βλέπεις κεραίες και πιάτα δορυφορικά, κισσοί πράσινοι  απλώνονται σκεπάζοντας τοίχους.
 Τελικά η πόρτα ανοίγει αργά και τη βλέπεις, φουστάνι χακί, πόδια μακριά και μαυρισμένα, βραχιόλια κουδουνίζουν στον καρπό, ένα μαντήλι με χρώματα στο λαιμό, αλλά φορά μαύρα γυαλιά και νιώθεις πως κάτι δεν πάει καλά , θες να  γυρίσεις πίσω και να τσακιστείς απ' τα μαρμάρινα σκαλιά σαν τους χιονοδρόμους τη νύχτα στην τηλεόραση, μα για μια  ακόμα φορά δεν ακούς το ένστικτό σου που σου λέει ''Φύγε!''
Έτσι μπαίνεις στο διάδρομο και προχωράς σ' ένα δωμάτιο απ΄όπου  ακούγονται  ήχοι σα μουρμουρητά και σαν  ρόγχοι και είσαι σίγουρος πως το ξέρεις αυτό το μέρος και τόχεις ξαναδεί κάπου.
Είναι άλλη μια ονειροπαγίδα.

Τρίτη 8 Μαΐου 2012

ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Άμα έχεις γεννηθεί στην Ελλάδα δεν σε εκπλήσουν οι φαλακροί χρυσαυγίτες που ουρλιάζουν στους δημοσιογράφους να σηκωθούν όρθιοι. Έχεις δει κατά καιρούς ακρότητες και θεάματα περίεργα, τον Φερέτη το πρωί μέσα σε λιμουζίνα μαύρη, γυαλιστερή και το βράδι στο γυαλί με χειροπέδες, μια κολπαδόρα γυναίκα στη Fena  να την σέρνουν στις φυλακές, στα αστυνομικά τμήματα γριές καταγγέλουν ληστείες απανωτές, αστυνόμοι στοιβάζουν ντοσιέ με υποθέσεις εμπρησμών και κλοπών, τη νύχτα οι Τούρκοι ανοίγουν τα σύνορα να μπουκάρουν οι μετανάστες, σαν έχει πανσέληνο όλοι φοβούνται για κάποιο σεισμό, τον Αύγουστο φεύγουν απ' τις πόλεις σα κυνηγημένοι, τον Σεπτέμβριο δακρυγόνα κι αίματα παντού στο κέντρο με την έκθεση, στα κάστρα αυθαίρετα κτίζονται και γκρεμίζονται όλη την ώρα, ο Παπανδρέου χαιρετά τα πλήθη απ' τον ανδριάντα του εκεί στην Εθνικής Αντίστασης με το σακάκι του να ανεμίζει σαν άλοτε, ο Καραμανλής ετοιμάζεται να γυρίσει απ' το Παρίσι για να τον προσκυνούν σα θεό πρώτα κι έπειτα να τον βρίζουν προδότη και πουλημένο στους ξένους, δεν καταλαβαίνω γιατί οι γυναίκες τρομάζουν βλέποντας τον τετράγωνο μπράβο πλάι στον Μιχαλολιάκο που ωρύεται  φτύνοντας κι εξαπολύοντας ανεγκέφαλες απειλές.

Στα Public μπροστά τύποι με πανώ σου κλείνουν το δρόμο, ο Φωκάς κατεβάζει τα μεροκάματα ενώ ο κύριος Περικλής δεν θέλει να μειώσει τους μισθούς στα παιδιά που δουλεύουν γι αυτόν, άντε βρες άκρη, στο Ναυαρίνο οι πιτσιρικάδες αραχτοί με φραπέδες, τατουάζ με νεκροκεφαλές και φίδια, παιδιά αδέσποτα περιφέρονται κι οι μανάδες πίνουν μπύρες από κουτιά πράσινα, κορίτσια τρυπούν τα χείλη με σκουλαρίκια κι άλλα κλέβουν απ τα Hontos center κολόνιες Ντόλσε Καμπάνα σαν πέσει το ρεύμα, άλλοι τύποι κλέβουν χυμούς από περιπτεράδες άπληστους και τρέχουν στο δρόμο, στα σούπερ μάρκετ μηχανές που σε κάνουν κιμά επικίνδυνες, στα κοτοπουλάδικα γυναίκες χειρίζονται  επιδέξια μαχαίρια  φονικά, κάποιος σου δίνει μια αγκωνιά  στα μούτρα κατα λάθος, ένα αμάξι κάνει όπισθεν και σε γκρεμίζει ''Είσαι καλά αγόρι μου;'' - ''Θα ζήσω''  ζητιάνοι χοντροί λένε ότι πεινάνε κι άλλοι μιλούν σε κινητά πολύχρωμα, κάποιος με τον οποίο ήθελες να σκοτωθείς σε συστήνει στη γυναίκα του ΄΄Απο δω ο Αποστόλης'' στη τράπεζα πας σκοτωμένος ''Βγάλτε τα χέρια απ τις τσέπες''- '' Δεν τόχα προσέξει''.

Στην Βασιλίσσης Όλγας το βράδι παίρνεις μια ανάσα , φροντιστήρια φωτισμένα, γυράδικα και καφετεριες, ποτήρια με ποτά στα μάρμαρα των τραπεζιών κι από κάτω πόδια γυμνά γυναικεία, δαχτυλίδια στα δάχτυλα των ποδιών με τα κόκκινα νύχια κι αλυσιδίτσες στους αστραγάλους για να καλύπτουν τις Αχίλειες πτέρνες. Πίσω απ' τα μαγαζιά στις λάντζες με το ιμίφως,  γυναίκες με ποδιές πλένουν πιάτα πατώντας σε πλακάκια δροσερά, πλυντήρια κι αφροί και στάλες νερού στα μπράτσα τους. Τα πρωινά στην παραλία σερβιτόρες στρώνουν τραπέζια και τύποι ξενιχτισμένοι μ' ένα μπουζούκι στο χέρι σου λένε καλημέρα, γύφτοι ξαπλώνουν στα πάρκα,σκύλοι τρέχουν δίπλα στα αφεντικά τους.

Κι ύστερα πάλι οι σειρήνες των πυροσβεστικών οχημάτων στριφογυρνούν σα δαιμονισμένες, φίλοι σαραντάρηδες παθαίνουν εγκεφαλικό και τριγυρνούν στην Αριστοτέλους σα ζόμπι, σταυροί ατέλειωτοι παραταγμένοι στα συμμαχικά νεκροταφεία, δημοσιογράφοι  φαντάσματα βγαίνουν στη τηλεόραση στο ράδιο στο διαδίκτυο, ο Δημήτρης παθαίνει ρήξη χιαστών, κάποιος αυτοκτονεί για να γίνει διάσημος, άμα έχεις γεννηθεί στην Ελλάδα δεν σου κάνει εντύπωση τίποτα.

Σάββατο 5 Μαΐου 2012

ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Είναι φορές που θες να φύγεις και να μη κοιτάξεις πίσω ποτέ πια , να ξεχάσεις ανθρώπους που σούκαναν τη ζωή δύσκολη, που έχασες γι αυτούς τον ύπνο σου, που σε κυνήγησαν αδυσώπητα, σου χάλασαν την υγειά σου, γυναίκες με ωραία στήθη και πόδια που σε έστησαν στον τοίχο σ' ένα δωμάτιο με καθρέφτες και περίμεναν  να τις φιλήσεις- υποτίθεται ότι γίνεται το αντίθετο- αυτές που ψώνιζαν από τα Notos Galleries κι είχαν πάει στην Ολλανδία σ' έναν παλαβό γιατρό για να τους βγάλει ένα σημάδι από το σώμα μ' έναν τροχό, αυτές που σούστελναν μυνήματα  ''Μη με ξεκόψεις!'', αυτές με τα πορφυρά σακάκια,  το  σκούρο δέρμα,  ένα πράγμα που κοκκίνιζε τα μάγουλα και τα μακριά, μαύρα μαλιά.

Μπορεί να θες να ξεχάσεις κάτι άλλους που τους εμπιστεύτηκες ένα μαγαζί κι αυτοί το άδειασαν μια νύχτα και τόσκασαν για χώρες άγριες , εκεί που δεν λογαριάζουν τη ζωή των ανθρώπων και όπλα κυκλοφορούν παντού- άντε να τους βρει η Interpol, αυτούς που νομίζεις ότι τους βλέπεις παντού , στις στάσεις , στα πεζοδρόμια , στα όνειρα σου , αυτούς που έκαψες τις φωτογραφίες τους για να τους σβήσεις απ' τη μνήμη σου.
Οι δρόμοι φαίνονται  ανοιχτοί σα να σε καλούν σε ταξίδι χωρίς γυρισμό κάπου μακριά, πολύ μακριά,  το μυαλό έχει φρακάρει,ξεχνάς που πας και τι γυρεύεις, σκέφτεσαι τι ψάχνω  εγώ εδώ πέρα, που πάω, πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για να θυμηθείς, μόνο ότι θες να φύγεις συλλογίζεσαι.

Στο αεροδρόμιο παρελαύνουν από μπροστά σου άνθρωποι με μαύρα γυαλιά κι άλλοι με βλέματα κρύα, ένα παιδί κάνει μπουρμπουλήθρες σ' ένα μπουκάλι, κάποιος κρατά ένα ταμπούρλο, κάτι καλόγεροι με ραβδιά, μια γυναίκα χτυπά με δύναμη το χέρι σ' ένα πάγκο εξηγώντας κάτι σ' έναν δύσκολο τύπο, Κινέζοι στέλνουν μυνήματα με ιδεογράματα, γλώσσες ακατάληπτες, εφημερίδες ανοίγονται, πρόσωπα κοκκινισμένα απ΄τον ήλιο, πασαλειμένα με μέικ απ, τιράντες και ώμοι γυμνοί, οι κοπέλλες ανεβάζουν τα ντεκολτέ και τραβούν τα φουστάνια σαν πλησιάζεις, τατουάζ κάτω απ΄τα μπλουζάκια, μαλιά ταλαιπωρημένα, ίχνη από χώματα στα ρούχα, φωτογρφίες από παραλίες αμουδερές στα κινητά, χαμόγελα και ματιές, κάποια κρατά το χέρι ενός άντρα μελαγχολικού, κοράκια κουβαλούν κλαριά σε μια φωλιά στον πύργο ελέγχου, αεροπλάνα σηκώνουν τις ρόδες τους όπως αφήνουν τη γη, κι άλλα διασταυρώνουν τις πορείες τους χαράζοντας Χ με τις εξατμίσεις τους.

Στον έλεγχο υπάληλοι ιδρωμένοι, λαμπάκια ανάβουν και σειρήνες ουρλιάζουν όπως ανακαλύπτουν σιδερικά, κέρματα, βίδες καρφωμένες στο σώμα, απινιδωτές και βηματοδότες τρελλαίνονται,  βλέπεις χέρια να τρέμουν και στάλες ιδρώτα να κυλάνε.
Στο αεροπλάνο μέσα, ένα φτερό κουνιέται, υποτίθεται ότι είναι ανθεκτικό αλλά ποτέ δεν ξέρεις, από κάτω δρόμοι οδηγούν σ' ανατολή και δύση, χωράφια τετραγωνισμένα ποτίζονται, λίμνες και ποτάμια διασχίζουν βουνά σα φίδια, καράβια αρμενίζουν θάλασσες άσπρες και πράσινες.

Ένας ψηλός κινείται ύποπτα στο πίσω μέρος, δείχνει εριστικός, κάποιος μπαινοβγαίνει στη τουαλέτα, αρχίζεις να κάνεις σκέψεις για καταποντισμούς, πτώσεις με αλεξίπτωτο ημερήσιες και νυχτερινές σαν αυτές που έκαναν οι Λοκατζήδες, οι αεροσυνοδοί φέρονται νευρικά, ένα σιδεράκι στη μύτη μιας γυναίκας σπάει και το αίμα πετάγεται σαν πίδακας, προσπαθούν να την υσηχάσουν, το όχημα συνεχίζει ακάθεκτο σα να θέλει να βγει απ' την ατμόσφαιρα κατα το διάστημα όπου λένε ότι μετεωρίτες τριγυρίζουν τη γη κι όταν μπαίνει στα σύννεφα είναι σαν να εισχωρεί εκεί πάνω στο στόμα μιας νεκροκεφαλής τεράστιας που ετοιμάζεται να το καταπεί για πάντα.


Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

ΦΟΒΟΙ

Όλοι έχουν τους φόβους τους το βράδι που πέφτουν για ύπνο όπως νιώθουν  την εξώπορτα να τρίζει σαν κάποιος να δοκιμάζει το πόμολο, σκιές  κινούνται στο σαλόνι, φοβάσαι να βάλεις το χέρι κάτω απ' το κρεβάτι, ν' ανοίξεις την ντουλάπα, να πας στην κουζίνα όπου κάτι ψίθυροι σα  να ακούγονται.

Άλλοι πάλι  φοβούνται τις αρρώστειες, ψηλαφούν εξανθήματα, σημάδια και προεξοχές, πάνω στο σώμα, δοκιμάζουν φάρμακα περίεργα, φορούν μάσκες στο δρόμο όπου κυκλοφορούν μετανάστες που μπορεί να κουβαλούν ασθένειες εξαφανισμένες από χρόνια, Πακιστανοί κινούνται  περίεργα κατα τον Δενδροπόταμο πλάι στις σιδηροδρομικές γραμές, κάτω από προβολείς αμάξια κλεμένα, ρούχα παρατημένα στο πίσω κάθισμα, ντουλαπάκια ανοιγμένα.
Κάπου Δυτικά λένε ότι ένας τύπος μ' ένα λοστό χτυπα γυναίκες ανυποψίαστες και τις κουβαλά στο σπίτι του, εκεί όπου δεν ξέρεις τι κρύβεται στο υπόγειο και σε κάτι ντουλάπια πελώρια, σ' ένα μπαλκόνι πέφτουν ρινίσματα από κάποιον που μπορεί να φτιάχνει όπλα, ντετέκτιβ παρακολουθούν ζευγάρια όλο το εικοσιτετράωρο, JPS φυτεύονται κάτω από αυτοκίνητα, φλας αστράφτουν στα σκοτάδια, καταγγελίες τοιχοκολούνται έξω από μαγαζιά περίεργα, κάποιος ξενυχτά στο κρατητήριο όπου τον έκλεισε  η γυναίκα του γιατί δεν πλήρωσε μια διατροφή, φοβάται ν' αγγίξει το φαγητό ή να πλαγιάσει στο στρώμα όπως τον τριγυρίζουν υποκείμενα  που βγάζουν ξυράφια απ' την τσέπη, άλλοι χαμογελούν και τα χρυσά τους δόντια αστράφτουν στο μισοσκόταδο,  συζητήσεις γίνονται για αρρώστειες μεταδοτικές από γυναίκες που σκορπούν τον πανικό και τον τρόμο.

Την επομένη ο τύπος  από το κρατητήριο καλεί  φίλους σ' ένα εξοχικό κι όλοι αναρωτιούνται πίνοντας μπύρες  πως τους θημήθηκε Πρωτομαγιάτικα. Μια BMW παρκαρισμένη έξω απ' τον κήπο με τα δενδρολίβανα τους κρίνους και τις μαργαρίτες, σκουριασμένα σίδερα, λαμαρίνες και παλιά εργαλεία σε μια γωνιά, η κοιλιά μιας γέφυρας φαίνεται κάπου κοντά. Οι φίλοι λένε για τη δυστυχία που πρόκειται νάρθει και θυμούνται  τους παλιούς που φύλαγαν λάδια και κρασιά και βούτυρα σε κελάρια υπόγεια, άλλοι λένε για την Αργεντινή που χρεοκόπησε κι οι γριές έβγαιναν απ τα διαλυμένα σούπερ μάρκετ  κρατώντας γάλατα και κονσέρβες, μια γυναίκα λέει για τους Ιεχωβάδες που περιμένουν το τέλος του κόσμου με τις ξέρες και τις ζέστες και τις ερήμους που πρόκειται να σκεπάσουν τά πάντα ή ανάποδα με την άνοδο των νερών και τα ύπουλα κύματα που θα υψωθούν για να τα πνίξουν όλα στο διάβα τους.

Κατά τα μεσάνυχτα όταν  τόχουν διαλύσει η BMW ανάβει τα φώτα και κινείται προς μια παραλία, προχωρά πάνω στην προβλήτα και παρκάρει βαθιά μέσα στη θάλασσα. Ένας άντρας  με βλέμα μελαγχολικό κοιτάζει κατά τα άστρα που χαμηλώνουν κι αυτά που ξεκολούν και γκρεμίζονται στο άπειρο. Κάτι μουρμουρίζει ένα στενάχωρο τραγούδι παλιό, το αμάξι ανάβει τα φώτα και ξαφνικά ξεκινά αναπτύσσοντας ταχύτητα και ξεχύνεται στο κενό μέσα σε παφλασμούς και κρότους υδάτινους.

'Οπως βυθίζεται αργά τα νερά που μπαίνουν με ορμή από το ανοιχτό παράθυρο είναι απίστευτα δροσερά.

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...