Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

ΔΙΧΑΛΩΤΕΣ ΑΣΤΡΑΠΕΣ

Πήγε κι άδειασε όλο το λογαριασμό , τα πήρε όλα το
 καταλαβαίνεις , δεν άφησε φράγκο ο αχαΐρευτος, δε το περίμενε, όταν πήγε στη τράπεζα να δει τι γίνεται , της ήρθε συγκοπή, μια κοπέλα της είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα μέσα ''Κοιτάξτε καλά δε μπορεί!'' ήθελε να πηδήξει μέσα απ το πάγκο, ''Σας λέω έχει αδειάσει δεν υπάρχει τίποτα!'', της ήρθε συγκοπή , τι ήταν αυτό πάλι , έπεσε ξερή σ ένα κάθισμα που βρέθηκε κοντά, ένας γέρος κοίταζε περίεργα.
 

Είχε τρελαθεί, δε μπορούσε να το χωνέψει, ζαλίστηκε, βγήκε απ τη τράπεζα και δεν ήξερε που βρίσκονταν και κατά που πήγαινε, όλα γύριζαν, μα πόσο αφελής ήτανε, πόσο ηλίθια, πήγαινε να σκάσει!
 

Αυτά ήταν χρήματα που κι αυτή είχε φτύσει αίμα για να τα μαζέψουν, τα χρειάζονταν εκείνα τα λεφτά , σου δίνουν μια ψευδαίσθηση ασφάλειας άμα κάτι πάει στραβά σε τέτοιους καιρούς κιόλας, έχεις μια εναλλακτική, είναι κι αυτό μια πολυτέλεια μπορείς να πεις και της τα κλέψανε, της τα πήρανε μες απ τα χέρια δίχως να τη ρωτήσουν, δεν γίνονται αυτά, πως μπορείς να κλέβεις χρήματα έτσι εν ψυχρώ, ήταν άδικο, γιατί , ποιος τούδωσε το δικαίωμα, πως τόλμησε να το σκεφτεί, αυτή δεν θα πείραζε ποτέ εκείνα τα χρήματα δίχως να ρωτήσει, πως μπόρεσε να τη χτυπήσει πισώπλατα σα ληστής!
 

Όλα γύριζαν και στροβιλίζονταν, πήγαιναν κι έρχονταν, κοπάδια ανθρώπων έρχονταν κατά πάνω της κι άλλα κοπάδια περίμεναν στις στάσεις, ναρκομανείς κείτονταν ανάσκελα στα σκαλοπάτια μιας εκκλησιάς, μια επιγραφή σ έναν τοίχο του ναού έλεγε ''Αγαπάτε τους εχθρούς ημών'', ναι καλά!
 

Μια γυναίκα πεσμένη στο απέναντι πεζοδρόμιο ζητούσε βοήθεια για να σηκωθεί , συνθήματα χυδαία στους τοίχους, ο ασύρματος σ ένα περιπολικό σταματημένο φώναζε για ένα ΝISSAN φορτωμένο με εργαλεία που είχε κλαπεί τη νύχτα, κρανοφόροι και ροπαλοφόροι πάνοπλοι μπροστά στο εμπορικό επιμελητήριο , σ ένα στενό κάποιος είχε πάρει σβάρνα τ αυτοκίνητα δοκιμάζοντας τα χερούλια μήπως βρει κάνα ξεκλείδωτο, τύποι μαυριδεροί άνοιγαν τους κάδους ανακύκλωσης, ληστές, ληστές, παντού !
 

Όλα γύριζαν στο κεφάλι της, ήταν κι εκείνη η άνοιξη που έμοιαζε πιο πολύ με φθινόπωρο, όλο έβρεχε έβρεχε κάθε μέρα που να πάρει και δεν έλεγε να σταματήσει λες κι είχαν ανοίξει οι καταρράχτες του ουρανού, αστραπές διχαλωτές κομμάτιαζαν τον αέρα , στο λεωφορείο μια αγγλίδα κοκκινομάλλα, σπαστικιά έλεγε ότι στην Ολλανδία όπου ήτανε το τελευταίο διάστημα όλο έβρεχε, καλά τι περίμενες κυρά μου κατά κει, ένας σωλήνας χαλασμένος εξακόντιζε νερό απ το υπέδαφος σα να αποκαλύπτονταν άλλοι καταρράχτες υπόγειοι!
 

Ουρές απίστευτες σχηματίζονταν στ ανοιχτά φαρμακεία σα να μοίραζαν κάτι εκεί πέρα, οι γυναίκες φορούσαν φουστάνια γεμάτα καρδούλες κι άλλες τυλιγμένες με τα πανωφόρια τους θύμιζαν αρμαντίλιο που βγήκαν να κυνηγήσουν τερμίτες μετά τη βροχή, ένα δέντρο κοντά στη Ροτόντα έβγαζε δυο ειδών άνθη, άσπρα και ροζ, κάθονταν και το κοίταζε, περιστέρια πετούσαν μπροστά απ τα παράθυρα και τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών...
 

Υποτίθεται ότι όταν χωρίζεις δε πάνε όλα στράφι έτσι , όταν έχεις ζήσει με τον άλλον τριάντα χρόνια κοντά υποτίθεται ότι κάποια πράγματα είναι σεβαστά, στην Ελλάδα ζούμε, δεν γίναμε Αμερική ακόμα, έτσι δεν είναι, (Nαι καλά!) , προσπαθούσε ώρα πολύ να καταλάβει τι είχε συμβεί, δε μπορούσε να το πιστέψει .
 

Aυτός που πέρασε τόσα χρόνια κοντά του κι έκανε τα παιδιά της μαζί του αποδεικνύονταν κάτι που δεν το είχε φανταστεί, πως γίνεται να λέει ψέματα κάποιος με τόση ευκολία, πως γίνεται κάποιοι άλλοι να τα δέχονται και να τα πιστεύουν, πως μπορείς να είσαι τόσο υποκριτής, πως γίνεται τη μια φορά να μην ανάβεις το καλοριφέρ όταν γυρνά η γυναίκα σου απ τη δουλειά πεθαμένη και την άλλη να τη χτυπάς πισώπλατα σα ληστής, πως γίνεται; Πως γίνεται κάποιος να μεταμορφώνεται έτσι αλλόκοτα μπροστά στα μάτια σου , να κάνει τα εντελώς αντίθετα απ αυτά που διακήρυττε με φανατισμό σα να μη τρέχει τίποτα, σα να είναι το πιο φυσικό πράγμα στο κόσμο!
 

Το πρωί που σηκώθηκε κοιτούσε στη στάση τα κορίτσια που πήγαιναν σχολείο με τα μαλλιά καλοχτενισμένα, όπως χαμογελούσαν μπορούσες να δεις τα σιδεράκια που βαστούσαν τις οδοντοστοιχίες τους, κοιτάζονταν στα τζάμια των αυτοκινήτων να ελέγξουν αν ήταν εντάξει,   ένα απ αυτά φορούσε κάτι παπούτσια αθλητικά απίστευτα  σ ένα  χρώμα γαλαζιο  με  κάτι στίγματα που θύμιζαν δέρμα άγριου ζώου μα που στο δαίμονα  τα έιχε βρει ! Τ  αγόρια απ την άλλη άστα να πάνε, παντελόνια τσαλακωμένα, μαλλιά ότι νάναι, τσάντες ξεχαρβαλωμένες, όλα χύμα, θυμόταν τα δικά της παιδιά, πάλι οι ίδιες σκέψεις έρχονταν, πως μπόρεσε να της το κάνει αυτό;
 

Φουρνάρηδες σχολούσαν απ τις νυχτερινές τους βάρδιες με τα μάτια κόκκινα, κτήρια από παλιά καπνομάγαζα κατά τη Σταυρούπολη, εδώ είχε φάει τα νιάτα της η μάνα της μες στη μπόχα από τα δέματα του καπνού που αδειάζονταν πάνω στους σιδερένιους ιμάντες με τον ιδρώτα απ τα γυναικεία σώματα να αναδύεται βαρύς μες την αποπνικτική ατμόσφαιρα, και κάτι λεφτά που είχε μαζέψει η μάνα της δουλεύοντας χρόνια εδώ πέρα υπήρχαν σ εκείνο το λογαριασμό.

Καθένας βέβαια έχει τη στρατηγική του σ αυτή τη ζωή, κάποιοι δε θέλουν να ζοριστούν, για πιο λόγο στο κάτω κάτω, άσε τους ηλίθιους να ξεσκίζονται και να φτύνουν αίμα, δε χρειάζεται να κοπιάζεις και πολύ, ούτε καν να είσαι έξυπνος χρειάζεται, απλά χτυπάς εκεί που ο άλλος δε το περιμένει, είναι τόσο απλό!
 

Θα μπορούσες να το πεις νοοτροπία αρπακτικού, κάποιοι τους θαυμάζουν κιόλας , αν άλλοι δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο κακό δικό τους, βέβαια κάποιες φορές αυτοί οι έξυπνοι ζαλίζονται, μπερδεύονται, χάνονται, πνίγονται μες τα ψέματα τους, τους ξεφεύγουν λόγια που δεν θάθελαν να ξεστομίσουν, γίνονται αξιολύπητοι, ένα μάτσο χάλια !

Μέσα σε λίγο διάστημα τάφαγε τα λεφτά, τα σκόρπισε, σα να τον είχε πιάσει μια μανία να μην αφήσει τίποτα, αγόραζε ρούχα και λαχεία, πήρε ένα αμάξι και το στούκαρε σε μια κολώνα, έκανε ταξίδια όπου νάναι, χάριζε δώρα σε φιλενάδες και φίλους σ όποιον έβρισκε , ότι βλακεία μπορείς να φανταστείς, τα ρήμαξε όλα, δεν άφησε ούτε φράγκο, τίποτα!
 

Όλοι είχανε φρίξει, κανείς δε του μιλούσε μετά απ αυτό, είχε γίνει αποδιοπομπαίος τράγος, μια φίλη της που τον πέτυχε σ ένα νοσοκομείο χίμηξε κατά πάνω του να τον σκίσει, τον κυνηγούσε στους διαδρόμους ουρλιάζοντας, δεν μπορείς ν αφήνεις να περάσει κάτι τέτοιο τόσο εύκολα έτσι δεν είναι, ακόμα κι αυτός είχε φοβηθεί, δε περίμενε τέτοια αντίδραση.
 

Συναντήθηκαν μετά απο λίγο καιρό σ ένα δικαστήριο άσχετο όπου έπρεπε κι οι δυο τους να παραβρεθούν, πήγαν για καφέ πιο πριν σ ένα μέρος όπου μαζεύονταν οι δικηγόροι το πρωί, με τις γραβάτες και τις κοιλιές και τους φακέλους τους να κουβεντιάσουν τρώγοντας μπουγάτσα. Όπως κάθονταν αντίκρυ της αναρωτιόταν πως δεν είχε δει τόσα χρόνια με ποιον είχε να κάνει, έρχεται μια ώρα που όλοι οι άνθρωποι ανοίγουν μια χαραμάδα, ή μια πόρτα, ή ένα χάος απέραντο και μια άβυσσο απ όπου μπορείς ν αντικρίσεις τον πραγματικό τους εαυτό για μια στιγμή μόνο προτού κλείσει το άνοιγμα, όμως εκείνη η στιγμή σου μένει για παντα , δεν μπορείς να τη ξεχάσεις, δεν πρέπει, σε σημαδεύει, τίποτα δεν είναι το ίδιο ξανά!
 

Και τότε ξέσπασε, του τα έσουρε όλα όσα είχε κρατημένα μέσα της , σαν ένα κύμα ανέβηκε η οργή απ τα βάθη της ψυχής της και τον χτύπησε αλύπητα, αυτός έσκυψε το κεφάλι κι άκουγε δίχως ναο αντιδρά κι οι δικηγόροι με τις γραβάτες και τις κοιλιές και τους φακέλους κοίταζαν απορημένοι. Τρόμαξε κι η ίδια, ίσως αυτό θα έπρεπε να το είχε κάνει νωρίτερα, του είπε, του είπε, του έσυρε τόσα όσα η άμμος της θαλάσσης και πάλι δε χόρτασε!
 

Μια Κυριακή μεσημέρι πήγε στα νεκροταφεία έξω απ την πόλη,
κάθε χρόνο έρχονταν εκεί πέρα πάλι με την άνοιξη, ήταν η γιορτή ενός παιδιού της που είχε πεθάνει βρέφος κι αυτή ήταν ακόμα μια πληγή αγιάτρευτη.

 Μπορούσες να δεις από κει τα χωράφια του σταριού να πρασινίζουν, τις αλάνες που είχαν πλημμυρίσει από χορτάρι, χαμομήλια άσπρα και κίτρινα φύτρωναν πλάι σε παπαρούνες κόκκινες, σπουργίτια πετούσαν ανάμεσα σε καλαμιές σ ένα ρέμα, μυρουδιά βρεγμένου χώματος πλανιόταν στον αέρα που είχε ξεπλυθεί απ τη βροχή, πέρα μακριά αχνοφαίνονταν η καμάρα μιας γέφυρας, χιόνια στεφάνωναν τον Όλυμπο, απ την άλλη μεριά του ορίζοντα, κατά το βορά όπως κοιτούσε της φάνηκε ότι είχε αναδυθεί ένα βουνό που δεν υπήρχε εκεί πέρα πριν όταν τον είδε να έρχεται από μακριά. Μια δέσμη λουλούδια βαστούσε , τι στο διάβολο ζητούσε εκεί πέρα, ποιος του είχε πει να έρθει, γιατί την κυνηγούσε, γιατί δε την άφηνε ήσυχη ;
 

Τον έβλεπε να πλησιάζει κι ένιωθε σα να παίζονταν εκεί πέρα ένα έργο, μια φαντασία, μια ταινία, σα να μη συμμετείχε σ όλο αυτό απλά στέκονταν και παρακολουθούσε. Σκέφτηκε ότι αυτή τη φορά θα ήταν χειρότερα απ την άλλη στο δικαστήριο, θα φώναζε μέχρι να την ακούσει όλη η πλάση, θα τον έκανε κομματάκια, όμως όσο αυτός πλησίαζε σα να συνέβαινε κάτι μέσα της, σα να έσβηνε λίγο - λίγο εκείνη η φωτιά που την έκαιγε , θυμήθηκε αυτό που είχε ακούσει ότι δε μπορείς ποτέ ν αποχωριστείς εντελώς τον πατέρα των παιδιών σου, ίσως πρέπει κάπως να το εκλογικεύσεις αλλιώς θα σαλτάρεις εντελώς, θα κάνεις καμιά βλακεία και μετά θα τρέχεις και δε θα φτάνεις σκέφτηκε , θα τον πετύχεις μπροστά σου με τ αυτοκίνητο και θα πατήσεις το γκάζι αντί για το φρένο, γιατί να σπαταλάς σκέψη και χρόνο κι ενέργεια για πράγματα που  έχουν χαθεί και δε μπορείς να κανείς τίποτα πια  κάποιοι δεν αλλάζουν, τόσο τους κόβει, έτσι γεννήθηκαν, το θέμα είναι να μη τους δίνεις αξία, κράτα ότι καλό έχεις για εκεί που αξίζει τον κόπο, ξεκόλα απ το παρελθόν, έκανες το λάθος να είσαι μαζί τους τόσον καιρό τώρα τι να σε κάνω .
 

Αυτός δεν έλεγε τίποτα, κάθονταν εκεί γερμένος με τα λουλούδια να κρέμονται στο χέρι του, έδειχνε σα να είχε γεράσει ξαφνικά, μια φλέβα γαλάζια πάλλονταν στον δεξί του κρόταφο, τα χαμομήλια σείονταν ανάμεσα στα πράσινα χορτάρια στις αλάνες, η κάμαρα της γέφυρας σα να σάλευε, πίσω απ το βουνό που είχε αναδυθεί οι διχαλωτές αστραπές έκοβαν σε κομμάτια τον ορίζοντα.
 

Άλλη φορά δεν τον ξαναείδε. Έμαθε ότι έιχε φύγει κάπου μακριά στο εξωτερικό , είχε βρει μια δουλειά  λέει σ ένα ορυχείο αλατιού σέ μια ερημιά,  ένα μέρος που ήταν κάποτε σκεπασμένο από θάλασσα.  Είχε βρει και μια γυναίκα  ντόπια μυστήρια  έκανε  κι ενα παιδί μ αυτήν,  μια φορά της είχε στείλει κι ένα γράμα με μια φωτογραφία. Προσπαθούσε να θυμηθέι πως ήτανε αλλά δυσκολεύονταν σα νάχε μπλοκαριστεί ολοκληρωτικά   εκείνο το κομμάτι της ζωής της, μονάχα στον ύπνο  της τον έβλεπε ολοζώντανο καμια φορά....  

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

LYNX PARDINUS


 Στον Αργύρη Ηλιάδη

Όπου περνούσε εκείνη η Ρωσίδα όλοι άνοιγαν δρόμο, οι πόρτες σα να άνοιγαν μοναχές τους, απ τα διπλανά τραπέζια έρχονταν λουλούδια και κεράσματα, σα να είχε κάτι μαγικό εκείνη η γυναίκα, έλεγες ότι τέτοια πλάσματα δε χρειάζεται να κάνουν τίποτα στη ζωή τους απλά με την ύπαρξη και την παρουσία τους προσθέτουν κάτι απαραίτητο που όλοι το χρειάζονται, όλοι θάπρεπε να την κερνούν, να της αγοράζουν πράγματα να υποκλίνονται μπροστά της σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου κι εκείνος την είχε δίπλα του, ήταν μαζί του, του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι αυτό συνέβαινε πραγματικά !

Υποτίθεται ότι θα πήγαινε για ένα διήμερο στη παραλία της Κατερίνης μ ένα φίλο κι αυτός του είπε ότι θα ήταν μαζί του και μια ανιψιά του πιτσιρίκα που ζούσε στην Ολλανδία έλα όμως που το μικρό είχε φέρει μαζί του και τη Ρωσίδα, ποιος ξέρει που είχαν γνωριστεί. Λέγανε ότι είχε χωρίσει από έναν πατριώτη της μεγιστάνα κι είχε κι ένα παιδί πάντως δεν φαίνονταν να πενθούσε το χωρισμό της, ένα λουλουδάτο φόρεμα φορούσε , ένα ρολόι είχε στο χέρι με το εσωτερικό του γεμάτο διαμαντάκια που στραφτάλιζαν, κάτι βραχιόλια είχε περασμένα στα όμορφα μπράτσα της, οι τιράντες του στηθόδεσμου κρατούσαν στέρεα το στήθος της, ένα κόσμημα με  κρίκους μπρούτζινους που ταίριαζαν με το ηλιοκαμένο της δέρμα  κρέμονταν απ το λαιμό της, μα όλα ήταν τέλεια σ εκείνη τη γκυναίκα,   τα δάχτυλα της τυλίγονταν γύρω από το φλιτζάνι του καφέ, φορούσε τρία δαχτυλίδια που λέγανε ότι της θύμιζαν τους τρεις άντρες που είχε παντρευτεί και χωρίσει. Όλη την ώρα κοίταζε φωτογραφίες που ανέβαιναν απ τον υπολογιστή στο κινητό της, μπορούσε να διακρίνεις τα μάτια της όταν ο ήλιος χτυπούσε τους σκούρους φακούς των γυαλιών της.

Αυτός είχε χορέψει εκείνο το βράδυ σ ένα μαγαζί κάνοντας μια επίδειξη αντρικής αρρενωπότητας κι αυτή είχε πάθει πλάκα, αλλά ο δικός μου το είχε, ήταν στην προεδρική φρουρά, χόρευε σ όλες τις εκδηλώσεις μ επισήμους και διασήμους και τα λοιπά κι όλοι παθαίνανε, είχε πάει και στην Αμερική, στους ομογενείς, στις εκδηλώσεις που γίνονται κατά κει, όλοι σηκώνονταν να δουν τι έκανε σαν ανέβαινε στη πίστα το είχε!

Όλοι λέγανε και για τον γάτο της Ρωσίδας που είχε φέρει από την Ισπανία όπου παραθέριζε , ένα πιτσιλωτό  πράγμα με αυτιά μυστήρια και κατι σαν γενειάδα στις δυο  πλευρές του σαγονιού. Μια φορά  που πήγε να τον χαϊδέψει αυτό το καταραμένο τινάχτηκε στον αέρα και του επιτέθηκε δείχνοντας τα κοφτερά δονάκια του και σφυρίζοντας σα κροταλίας λες κι ένιωθε ότι πήγαιναν να του πάρουν κάτι πολύτιμο. Και να φανταστείς ότι ποτέ του δεν χώνεψε τις γάτες ! Τον έβλεπε εκείνο τον λύγκα να στέκεται ώρες πολλές στο περβάζι του ψηλού κτηρίου και να κοιτάζει τον κόσμο που περνούσε από κάτω σα να σκέφτονταν ''Μα τι χαζοί που είναι όλοι αυτοί πέρα!''. Λέγανε ότι εκείνο το στοιχειωμένο το ζώο μπορούσε ν ανοίξει το πόμολο της πόρτας σκαρφαλώνοντας σε μια καρέκλα, ότι ήταν τρομερά λαίμαργο, έψαχνε στα σκουπίδια της κυρίας του για κρεατικά και μπριζόλες κι ότι περίσσευε, σίγουρα θα πήγαινε από λαιμαργία, μια φορά που είχε φάει μέχρι σκασμού τον είχαν πάει στον κτηνίατρο όπου έκλαιγε κι απειλούσε σφυρίζοντας σαν φίδι μέχρι να του ανοίξουν την κοιλιά που έμοιαζε με κοιλιά καρχαρία και να τον καθαρίσουν.  Ο κτηνίατρος έιχε πει ότι μπορεί  να προέρχονταν από καποια παράξενη διασταύρωση με αγριόγατο του είδους Lynx Pardinus. Για μέρες ύστερα  o λύγκας κάθονταν ακίνητος και κυλιόταν στο πάτωμα μέχρι να συνέλθει, έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε μεγαλύτερος τεμπέλαρος απανταχού της οικουμένης !

Παρέα με τον γάτο έβγαινε η Ρωσίδα το πρωί να μαζέψει όστρακα στην ακροθαλασσιά κοιτάζοντας τα καβουράκια που περπατούσαν λοξά στην αμμουδιά, μαζί της έβγαινε κι αυτός, ώρες ώρες του φαίνονταν σκληρή, ότι δεν την ένοιαζε κανείς πέρα απ τον εαυτό της, άλλες φορές πάλι σαν να μαλάκωνε λίγο, γίνονταν γλυκιά κι ήταν υπέροχη όμως αυτός σκέφτονταν ότι αυτή η γυναίκα μπορούσε να τον καταπιεί ολόκληρο, χρειάζονταν απίστευτη ενέργεια για να την ικανοποιήσεις να τη χορτάσεις!

Την άφηνε να περπατά εκεί στην αμμουδιά και πήγαινε για ψαροντούφεκο, σ εκείνο το μέρος είχε χτυπήσει μια μουρμούρα που κολυμπούσε ξέμπαρκη μονάχη, το ψάρι γύρισε να τον δει γεμάτο περιέργεια, ήταν στα τέσσερα μέτρα περίπου, σκέφτηκε ότι οριακά θα μπορούσε να το χτυπήσει και σημάδεψε τη μύτη του, ήξερε ότι κάπου εκεί έπρεπε να στοχεύσεις για τέτοια ψάρια, αν ήταν κάνα νευρικό λαβράκι θα έπρεπε να στοχεύσει στην μέση του γιατί το λαβράκι είναι νευρικό και σβέλτο κι έχει αντανακλαστικά φοβερά , τη τελευταία στιγμή μπορεί να σου ξεφύγει με μια κίνηση ανεπαίσθητη. Πάτησε τη σκανδάλη και είδε τη μουρμούρα να χάνεται, σκέφτηκε ότι είχε αστοχήσει ύστερα όμως όπως τραβούσε το καμάκι πρόσεξε ότι το ψάρι είχε χτυπηθεί στο μάτι ακριβώς , το έβγαλε έξω στη Ρωσίδα να το χαζέψει κι εκείνη έμοιαζε να το λυπάται που ήταν τόσο όμορφο, ο γάτος πάλι μύριζε τον αέρα παραξενεμένος σα να ήθελε να συμμετάσχει κι αυτός σε ότι γίνονταν.

Το βράδυ σκέφτονταν τι θα έκανε μ αυτήν τη γυναίκα, είχε τα σχέδια και τα όνειρα του, από την άλλη όμως δεν αφήνεις έτσι μια γυναίκα που όταν σε φιλά νιώθεις σα πρίγκιπας όμως του την έδινε που θα έπρεπε να κινείται στη σκιά της κι αν κάποια στιγμή τον βαριόταν και τον ξαπόστελνε κι αν έπαυε να διασκεδάζει μαζί του κι ήθελε ν αλλάξει παρτενέρ τι θα έκανε αυτός, μπορούσε να τον ισοπεδώσει, να τον διαλύσει να του σπάσει τη καρδιά σε χιλιάδες κομματάκια έτσι για πλάκα, πόσες φορές δεν θα το είχε κάνει, το έβλεπες στο αλαζονικό της βλέμμα. Δε μπορούσε να δεχτεί εκείνο το αίσθημα που απέπνεε ότι δηλαδή όλα εξαρτώνται από την δική της ύπαρξη, ότι αυτή θα έπρεπε καλώς ή κακώς να είναι μπροστά έτσι γιατί είχε γεννηθεί μ αυτό το προνόμιο, έπρεπε να γίνει ο υπηρέτης κι ο βαλές κι ο ιπποκόμος της, να της κρατά τα ψώνια, να της ανοίγει τις πόρτες, να προλαβαίνει κάθε της επιθυμία πριν ανοίξει το στόμα της σα να ήταν η θυγατέρα του τσάρου  πασών των Ρωσιών.

Έπρεπε μέσα σ όλα να ανέχεται κι εκείνο τον απαίσιο το γάτο ο οποίος είχε κατασπαράξει όλα τα καναρίνια και τα παραδείσια πουλιά που κάθονταν αμέριμνα μες το κλουβί τους ενώ αυτός έβρισκε τρόπο να τα σκοτώνει, είχαν βρει τις φτερούγες τους παντού στο δωμάτιο, μάλιστα είχε καταφέρει τρέχα γύρευε πως, να εξολοθρεύσει και κάτι χελωνάκια με ραβδώσεις περίεργες στο καύκαλο τους, είχε γεμίσει τον τόπο αίματα, μα τόσο αχόρταγος!

Μια νύχτα είχε αφήσει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας ανοιχτή χωρίς να του δείξει φανερά ότι τον περίμενε, έπρεπε αυτός ν αποφασίσει, αυτός να κάνει το πρώτο βήμα, αυτός να τη ζητήσει αλλά εκείνο το βράδυ του την έδωσε, μα ποια νόμιζε ότι ήτανε, αυτό ήταν προκλητικό, δεν θα της έκανε το χατίρι, σα να ξύπνησε η περηφάνια του, αν συνέχιζε έτσι θα μπορούσε να τον ρουφήξει ολόκληρο, να τον εξαφανίσει, να τον εκμηδενίσει! Αν την έχανε πάλι μπορεί να μετάνιωνε μια ζωή και να τον κυνηγούσε η σκέψη ότι όλα μπορεί να είχαν πάρει διαφορετικό δρόμο, καμιά φορά έχεις όλο το καιρό να σκεφτείς τι θα κάνεις, να τα ζυγίσεις σωστά, να περιμένεις όσο χρειάζεται, άλλες φορές όμως δε σε παίρνει, πρέπει γρήγορα να καταλήξεις κάπου κι όποιον πάρει ο χάρος. Δε πήγε μαζί της εκείνο το βράδυ, κάποια στιγμή ξύπνησε και είδε την πόρτα της ανοιχτή, ήξερε ότι τον περίμενε αλλά σκέφτηκε ''Ας γίνει ότι θέλει!'' Το πρωί την ξύπνησε ''Ξέρεις θα πάω μια βόλτα''-'' Κάτσε να πάμε μαζί'' του είπε χαλαρά μ εκείνη τη φωνή που του έκοβε τα πόδια ''Όχι άσε, θα βρεθούμε πιο μετά''...

Στη καφετέρια της παραλίας μια σερβιτόρα με φαρδιούς γοφούς ''Καλέ θα  μου φέρεις καφέ;''- ''Δε με λένε καλέ, Κατερίνα με λένε!''. Κάποιος δίπλα του φορούσε ένα ρολόι που θύμιζε αυτό της Ρωσίδας μονάχα που τούτο αντί για διαμαντάκια είχε γυμνό το εσωτερικό του, μπορούσες να δεις μέχρι το βάθος τους οδοντωτούς τροχούς και τις μικροσκοπικές ροδέλες , τα παξιμάδια κι όλα εκείνα τα εξαρτήματα που μετρούσαν τον χρόνο ατέρμονα είτε έτρεχε σαν παλαβός δίχως φρένα είτε σέρνονταν και δεν περνούσε με τίποτα σα να είχε κολλήσει στη λάσπη όπως τώρα.
Αποφάσισε να ξεκόψει, θα έφευγε, της το είπε και είδε μια σκιά να απλώνεται στα γαλάζια της μάτια για μια στιγμή μόνο κι ύστερα σα να πέρασε αδιόρατα, η αυτοπεποίθηση επέστρεψε αντανακλαστικά όπως γίνεται με κάθε τι που επαναλαμβάνεται πολλές 

Ανέβηκε στο αμάξι και βγήκε μια βόλτα στο δρόμο, η θάλασσα μπροστά του γυάλιζε πάντα όπως στις κάρτες που πουλούν στα μαγαζιά με τα αναμνηστικά, πέρασε απ το σπίτι της και να δεις που καταραμένος γάτος ήταν στο περβάζι όπως πάντα κι έμοιαζε να τον κοροϊδεύει, είχε λυσσάξει μ εκείνο το ζώο, σταμάτησε σ ένα βενζινάδικο έρημο να βάλει καύσιμα δυο τύποι βαριεστημένοι ούτε που κουνήθηκαν σα να μην συνέβαινε τίποτα τράβηξε προς το μέρος τους...

Υποτίθεται ότι μ αυτήν την ιστορία θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένος αλλά δεν ήταν, γιατί θα έπρεπε τα πράγματα να είναι τόσο περίπλοκα, γιατί με κάποιον τρόπο να μην μπορούσαν να απλοποιηθούν και να γίνουν όλα πιο εύκολα, πως ξέρεις κάθε στιγμή ότι έκανες το σωστό, γιατί να μην υπάρχει κάποιος να σου πει τι πρέπει να κάνεις σ αυτές τις περιπτώσεις, πως θα το ξεπερνούσε όλο αυτό; Tο μόνο βέβαια που δεν θα του έλειπε ήταν ο γάτος, ας πήγαινε να πνιγεί εκείνος ο μικρός ιαγουάρος, ας τον τραβούσαν κάμποσες δαγκωματιές ξεγυρισμένες τίποτα γάτοι χοντροκέφαλοι σε κάνα στενό, ας έπεφτε απ το περβάζι καμιά ώρα να γκρεμοτσακιστεί, σιγά μη προσγειώνονταν στα πόδια σώζοντας μια απ τις εφτά ζωές του όπως δείχνουν τα ντοκιμαντέρ!

Ένα αμάξι με κάτι γέροντες του έκοβε το δρόμο εδώ και ώρα, γιατί δεν έφευγε από μπροστά του, τι στο δαίμονα έκανε εκείνος ο γέρος, σε μια ευθεία άνοιξε αριστερά να προσπεράσει όμως ο δρόμος ήταν στενός κι ο γέρος για κάποιο λόγο κινήθηκε προς τα αριστερά κι αυτός, δοκίμασε να μετακινηθεί όταν πάτησε στα χαλίκια στην άκρη της ασφάλτου και το αμάξι έπαψε να υπακούει, το επανέφερε μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές και μετά έπεσε σ ένα μικρο χαντάκι δίπλα σε κάποιο χωράφι με τριφύλλι, ένιωσε το κόσμο να αναποδογυρίζει, τα χορτάρια έρχονταν προς το μέρος του, σκέφτηκε ότι αυτό ήτανε, ο χρόνος έμοιαζε να είχε σταματήσει, ξάφνου έβλεπε μπροστά του εκείνα τα γρανάζια του ρολογιού κι ένα πρόσωπο με φακίδες μικρές γύρω απ τη μύτη και μια σπίθα υπεροψίας στα μάτια όταν το αμάξι γύρισε κανονικά με τις λαμαρίνες του να στριγκλίζουν κι αυτός βιάστηκε να βγει έξω ενώ ο γέρος που ήταν η αιτία να σκοτωθεί παραλίγο είχε σταματήσει από μακριά και παρακολουθούσε, μόλις τον είδε να βγαίνει ζωντανός μπήκε στο σαράβαλο του κι εξαφανίστηκε.

Κάθισε μόνος του εκεί στην ερημιά να σκεφτεί τι είχε συμβεί, όλο αυτό το σοκ σα να είχε καθαρίσει το μυαλό του και μπορούσε πια να πάρει μια ορθή απόφαση, ναι ένα πράγμα ήτανε σίγουρο, ο γάτος με τα μούσια  έπρεπε με κάποιο τρόπο να εξολοθρευτεί!


Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

FULL BLOOM

Κορίτσια βγαίνουν κοπαδιαστά από τη λέσχη του πανεπιστημίου ένα μήλο πράσινο στο χέρι κρατώντας.

Βυσσινιά κορμάκια φορούν που ταιριάζουν με το χλωμό διάφανο τους δέρμα, καμπαρντίνες στο χρώμα του χώματος ζακετούλες ψιλές μ ασημένια πούλια σκορπισμένα που στραφταλίζουν σε κάθε τους κίνηση, ακουστικά πράσινα, γυαλιά καθρέφτες στα μάτια και μπουφάν άσπρα σαν νάχουν ξεκινήσει για κάποια πίστα του σκι, μπότες γερά δεμένες πάνω απ τον αστράγαλο , τζιν σκισμένα σ όλο το μήκος τους, μαντήλια χρωματιστά στο λαιμό, φουλάρια και κασκόλ γαλάζια, μάτια μπλε, ένα άρωμα αναζωογονητικό από αιθέρια έλαια κίτρου και γκρέιπ φρουτ αποπνέουν, μοιάζουν ν ανθίζουν κι αυτά αναδύοντας μια αίσθηση φρεσκάδας όπως μπαίνει η άνοιξη.

Άρωμα κίτρου και γκρέιπ φρουτ, υάκινθου κι αγριολούλουδων αναδύουν οι γυναίκες που περνούν δίπλα σου αγέρωχες σαν άλογα που καλπάζουν σε λιβάδι με τα φουντωτά μαλλιά τους να θυμίζουν χαίτη λιονταριού, ακόμα κι αυτές που έχουν βαρύνει λίγο μοιάζουν ν αλαφρώνουν την εποχή αυτή κι αναδύουν μια ζεστασιά και μια γλυκύτητα, τα κορίτσια εκεί στα πανεπιστήμια με τις διάφανες επιδερμίδες, τα σκισμένα σ όλο το μήκος τζιν, τα γαλάζια μάτια και τα μπλε κασκόλ άρωμα αγριολούλουδων κι αθωότητα αναδύουν μα πρέπει να είσαι προσεχτικός μαζί τους γιατί δεν είναι τόσο αθώα.

Μπουκέτα κι ανθοδέσμες πουλούν στ αμφιθέατρα για τις ορκωμοσίες, εκδρομικά λεωφορεία καταφτάνουν στην πύλη του Τριγωνίου ψηλά στα κάστρα, σκαλωσιές υψώνονται στα τείχη για επισκευές σα να ετοιμάζονται για καινούρια πολιορκία, μια πόρτα χάσκει ανοιχτή σαν κεκρόπορτα, κεραίες και πιάτα δορυφορικά φυτρώνουν ανάμεσα στις πολεμίστρες, η πόλη εκτείνεται από κάτω με τα τζάμια της να λαμποκοπούν σκορπισμένα ανάμεσα στα τσιμεντένια κτήρια.

Η αίσθηση της άνοιξης απλώνεται παντού , στις οθόνες κάποιου μαγαζιού στη Βενιζέλου καταρράχτες πελώριοι ρίχνουν τ αφρισμένα τους νερά στο κενό, ποτάμια τρέχουν ανάμεσα σε δάση καταπράσινα, βράχοι ορθώνονται στα χιονισμένα ακόμα τοπία, οδοιπόροι περπατούν σε τοπία ανεξερεύνητα, χωράφια πράσινα, λίμνες γαλαζωπές, πουλιά προσγειώνονται πάνω σε δέντρα που φλέγονται στο ηλιοβασίλεμα.

Πιτσιρικάδες κάνουν παρ κουρ στην παραλία πηδώντας στο αέρα για να προσγειωθούν στο χώμα έτσι απλά σα να μη τρέχει τίποτα, χυμούς από ρόδια πουλούν στα φαστφουντάδικα, σωροί από πορτοκάλια και συσκευασίες τσαγιού σε κουτιά τετράγωνα , ψυγεία γεμάτα μ αναψυκτικά, , περιπολικά παρκαρισμένα στην Αριστοτέλους αναβοσβήνουν τις γαλάζιες λάμπες τους, κάμερες τραβούν τον κόσμο που πάει κι έρχεται, σε μια οθόνη βλέπω τον εαυτό μου να περπατά στο πεζοδρόμιο κι αναρωτιέμαι ποιος είναι ο τύπος αυτός ....

Η φύση ετοιμάζεται να μπει σε φάση πλήρους άνθησης, μοιάζει να ξαναγεννιέται για μια φορά ακόμα καθώς ο καιρός αλλάζει, η θερμοκρασία ανεβαίνει, οι μέρες μεγαλώνουν ολοένα, το τοπίο μεταβάλλεται, όλος ο κόσμος δείχνει αλλαγμένος, το μυαλό προσπαθεί ν αφομοιώσει τα καινούρια δεδομένα. Στις εκκλησιές ακούς το ''Χαίρε νύμφη ανύμφευτε'' προσκυνώντας εικόνες στολισμένες με κρίνα και υάκινθους, κοπέλες θαλερές παντού τριγύρω, μάγουλα ρόδινα, μάτια λαμπερά, δάχτυλα ψάχνουν μέσα σε πορτοφόλια, μια στρώση από χνούδι στα χέρια τους, θες να τις αγγίξεις, να νιώσεις την υφή του δέρματος τους, αρώματα από κήπους συνοικιακούς σε κατακλύζουν, δέντρα κλαδεμένα στα στενά, πανσέδες και βιόλες σε χρώμα πορτοκαλί ανθίζουν.

Έξω απ την πόλη χαλιά από μαργαρίτες άσπρες απλώνονται στα γρασίδια πάνω, κρόκοι άγριοι ανθίζουν ανάμεσα σε πέτρες και ξερολιθιές , ερπετά βγαίνουν κάτω από βράχους όπου πέρασαν το χειμώνα ήλιο προσπαθώντας να μαζέψουν που τους έλειψε. Σαύρες πιτσιλωτές σέρνονται στο έδαφος σαν αυτή που έφτιαξε η Δήμητρα τότε που κάποιος την κορόιδεψε γελώντας επειδή έπινε διψασμένη μονορούφι νερό από ένα κύπελλο κι αυτή απ το θυμό της τον μεταμόρφωσε σε ερπετό ρίχνοντας απάνω του τις σταγόνες που είχαν μείνει στον πάτο του κυπέλλου. Γκορτσιές κι αγριοδαμασκηνιές και κερασιές και ρείκια φυτρώνουν στα φαράγγια προσφέροντας τη γύρη τους στις μέλισσες που έχουν τρελαθεί απ την πείνα όλο το χειμώνα, καρποφόρα ετοιμάζονται ν ανθοφορήσουν στις πλαγιές και στους αγρούς.

Σχέδια φτιάχνουν οι άνθρωποι για το καλοκαίρι που αχνοφαίνεται στο βάθος, όνειρα για ταξίδια σε νησιά και παραλίες με καράβια κι ιστιοπλοϊκά, απολογισμούς κάνουν για τον καιρό που πέρασε, οι ορίζοντες κι δρόμοι φαίνεται ν ανοίγουν ξανά, πάλι πρέπει να διαλέξεις κατά που και με ποιους θα πας, καινούρια διλήμματα ν αντιμετωπίσεις, πάλι κάποιους θ αφήσεις πίσω, έτσι γίνεται πάντα, καινούρια πρόσωπα θα προκύψουν ξανά, επιλογές τρομαχτικές πάλι θα πρέπει να κάνεις διαλέγοντας μες απ το σωρό με την ευχή να βγεις σωστός αυτή τη φορά, γυναίκες θα φύγουν αφήνοντας ένα άρωμα γλυκό ξοπίσω τους, μπορεί να μοιάζει μ αυτό που αναδύουν τα κορίτσια εκεί στις βιβλιοθήκες των πανεπιστημίων.

Όπως μπαίνει η άνοιξη τις παρασκευές ο Ακάθιστος Ύμνος ακούγεται στις εκκλησιές, ξεχνάς να φας όλη μέρα κι ο κυρ Γιάννης σου δίνει αμύγδαλα και καρύδια που βγάζει απ τη τσέπη του, νηστεύει κι αυτός, το πρωί έκανε μια εγχείριση για την ωχρά κηλίδα στη Γενική Κλινική εκεί στη παραλία, το μάτι του δείχνει να γίνεται πιο θολό αυτή την εποχή και φοβάται ότι δε θα μπορεί να δει τίποτα στο τέλος. Τα ψυχοσάββατα γυναίκες γονατίζουν ως το πάτωμα στις εκκλησιές ακούγοντας ''Την τιμιωτέραν των χερουβείμ και ενδοξότεραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ...'' και σούρχεται να κλάψεις , παπάδες πάνε να κοινωνήσουν ετοιμοθάνατους χωρίς να μιλάνε κρατώντας κάτι κρυφό κάτω απ το πετραχήλι τους.

Σ ένα μνημόσυνο μιλούν για ένα παιδί που σκοτώθηκε προσπαθώντας να κόψει μια αγριολεύκα με το αλυσοπρίονο. Το δέντρο είχε φυτρώσει λοξά σε μια πλαγιά κι όπως τόκοψε από τη μια μεριά ένα κομμάτι ξύλου σκίστηκε απ τον κορμό και τον ξέσκισε, καλό παιδί λένε ότι ήτανε αλλά έμοιαζε να ζορίζεται τελευταία πολύ, προτού πεθάνει είχε χαρίσει ένα σωρό πράγματα στους φίλους του σα να το προαισθάνονταν, ήταν λέει στα σαράντα του κι αυτή η ηλικία είναι η πιο επικίνδυνη γιατί έχεις όλα τα βάρη να σηκώσεις, τα παιδιά μεγαλώνουν, οι γονείς γερνάνε, τα δάνεια τρέχουν, οι εποχές αλλάζουν όλη την ώρα χωρίς να σ αφήσουν να πάρεις μιαν ανάσα, δεν αντέχουν όλοι τη πίεση .

Εν τω μεταξύ η φύση ολάκερη ετοιμάζεται να μπει σε πλήρη άνθιση κι ο άγγελος ετοιμάζει το εξοχικό του στη Χαλκιδική εκεί στο Όρος απέναντι όπου τον τσίμπησε ένας σκορπιός πέρσι το καλοκαίρι όπως περπατούσε ξυπόλυτος όλη την ώρα. Στο κέντρο υγείας τον τρέχανε, όλη νύχτα είχε τρελαθεί απ τον πόνο. Ήταν κατά κει το σαββατοκύριακο τριγυρνώντας σε μονοπάτια όπου κρόκοι άγριοι μαβιοί και κίτρινοι φυτρώνουν στις πέτρες ανάμεσα και σε χωράφια που διψούν για νερό πάντα όσο κι αν βρέξει. Περπατούσε στα χωράφια που θέριζε κάποτε ο πατέρας του με τα σιδερένια ψαλίδια τέτοια εποχή, μέσα απ τα τριφύλλια που είχαν ψηλώσει πετάγονταν λαγοί κι αλεπούδες κι άλλα ζούδια πανικόβλητα, αυτά που μπορούσες να δεις το βράδυ σαν κατέβαιναν απ τα βουνά με τα μάτια τους να γυαλίζουν στα σκοτεινά για να πιουν από μια πηγή που είχε σπάσει στα τέλη Μαρτίου. Στη παραλία τριγυρνούσε το σαββατοκύριακο ο Άγγελος κοντά σ ένα πύργο βυζαντινό μισογκρεμισμένο, ένα παρατηρητήριο για τους πειρατές που έρχονταν κάποτε απ το πέλαγος ''Αλός Πύργος'' το λένε εκείνο το παρατηρητήριο ''Ο πύργος της θάλασσας !''

Όπως μπαίνει η άνοιξη κλείνεις μια στιγμή τα μάτια μα νιώθεις τον ήλιο να σε χτυπά, στα Διαβατά το χορτάρι μεγαλώνει δίπλα στους χωματόδρομους που πρέπει να διασχίσει μια γυναίκα για να δει το γιο της στις φυλακές εκεί πέρα , λόφοι του Κιλκίς στο βάθος, λεύκες σείονται στον αέρα, νερό τρέχει σε κανάλια, αμάξια με τα παράθυρα ανοιγμένα περνούν πάνω από ράγες κάτω από την αερογέφυρα στα ΚΤΕΛ κοντά. Ο Ηρακλής με την ομάδα του ψάχνουν έναν παππού που έχει χαθεί, ρωτούν στο Δενδροπόταμο ναρκομανείς που έχουν σταματήσει για τη μεσημεριανή τους δόση, ψάχνουν κάτω από γεφύρια γκρεμισμένα όπου κοιμούνται οι άστεγοι, σε στρατόπεδα εγκαταλειμμένα όπου κάποιοι έχουν αφήσει τα σλίπινγκ μπανγκ μες τα οποία κοιμόντουσαν το χειμώνα, τον γυρεύουν στην Καλαμαριά σε μια αλάνα απέραντη, ένα φως κάπου στη μέση, ένα φωτάκι, ένα σπιτάκι στη μέση του πουθενά, χορτάρια βρεγμένα, μια γυναίκα που έχει βγάλει τα σκυλιά της βόλτα τους δίνει πληροφορίες που να κοιτάξουν, περπατούν μέσα σε λασπωμένα μονοπάτια όπως μπαίνει η άνοιξη....

Χαμένος περπατώ κι εγώ μες σ όλα αυτά, στην Ιωνία οι οδηγοί των αστικών πολύ σκληροί, δε καταλαβαίνουν τίποτα, μαλώνουν άγρια με τους μεθυσμένους Γεωργιανούς που ανεβαίνουν κρατώντας κουτάκια μπύρας , κοπάδια σκύλων τρέχουν έξω από το εργοστάσιο της ΕΚΟ, ένας κουτσός στο πίσω πόδι ανάμεσα τους, εστίες φωτισμένες τη νύχτα στο γήπεδο του ποδοσφαίρου. Όπως περπατούσα στα στενά ένας μαύρο λυκόσκυλο βγήκε απ το πουθενά και με κατατρόμαξε , ένα αμάξι παραλίγο να με πατήσει, μια φίλη μου έχει πει ''Εσύ παιδί μου αετό πετάς τώρα τελευταία !''

Έχει δίκιο φυσικά, θα μπορούσα να της πω ότι δε μπορείς να κάνεις διαφορετικά, κάτι θα σου ξεφύγει όταν είσαι καταδικασμένος να τραβάς μπροστά ακόμα κι αν αμφιβάλλεις όλη την ώρα, δε γίνεται αλλιώς, πρέπει ν αλλάξεις κι εσύ όπως η φύση γύρω για να μείνεις ζωντανός, ξεδιπλώνοντας τον εαυτό σου προσεχτικά όσο γίνεται προς τα έξω σ άλλες σφαίρες και σ άλλα επίπεδα περνώντας.

Σαν παλαβός οδηγούσε ο οδηγός εκείνος περνώντας πάνω από λακκούβες που τράνταζαν το όχημα έμοιαζε να θέλει να ξεφύγει από κάποιον πίσω του , στο λεωφορείο εργάτες που σχολούσαν από τη βάρδια τους Πακιστανοί και Έλληνες σκονισμένοι, πεθαμένοι απ την κούραση, ένας επιβάτης έχει ένα τατουάζ αράχνης στην εξωτερική μεριά της παλάμης, ιδρώνει δίχως λόγο από κάποια ουσία που έχει πάρει σίγουρα, ο οδηγός συνεχίζει την παλαβή πορεία του σα να μη συμβαίνει τίποτα....

Στη βιβλιοθήκη ένα ξανθό κορίτσι όμορφο με δέρμα χλωμό, όπως ερχόμουν πίσω της στάθηκε μια στιγμή και μου άνοιξε τη πόρτα περιμένοντας να περάσω, εγώ σκεφτόμουν ότι δε μπορεί, κάτι λάθος έχει γίνει, οι όμορφες συνήθως σου κλείνουν την πόρτα στα μούτρα, τι γίνεται εδώ πέρα, θα ονειρεύομαι ξανά, κάτι σκουλαρίκια χρυσά φορούσε, ένας σταυρός πλατύς στο λαιμό της, ένα άρωμα από αγριολούλουδα και κίτρα και λεμόνια και πορτοκάλια κι αιθέρια έλαια και κρόκους, ένα μπλουζάκι με ρόδακες και άνθη έγραφε ''Full bloom....


Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΓΙΝΟΥ ΟΜΟΡΦΗ

'' Στην αγαπημένη μου μανούλα!'' έγραφε μια κάρτα στολισμένη με λουλουδάκια κι άλλα σχέδια παιδικά πάνω στο γραφείο της κι αυτός σκέφτηκε ότι αυτό δεν τόχε λάβει υπ όψιν του.

Κατά λάθος είχε περάσει απ το γραφείο της όπως ήταν ανοιχτό κι έριξε μια ματιά στα αντικείμενα που είχε βάλει αυτή πάνω στον υπολογιστή όπου δούλευε. Έβλεπε τώρα ότι ζούσε σ έναν άλλον κόσμο, δεν είχε συνειδητοποιήσει αυτή τη διάσταση, αυτή τη πλευρά της ζωής της όταν τον φλερτάριζε, βέβαια είχε δει τη βέρα της να γυαλίζει στο δάχτυλό από τη πρώτη στιγμή αλλά το είχε προσπεράσει, τώρα όμως αντιλαμβάνονταν κάτι διαφορετικό.

Βέβαια κι αυτουνού του άρεσε το παιχνίδι- αν και πρέπει να παραδεχθούμε ότι ήταν πιο προσεχτικός -κι αυτός την παρακολουθούσε πως ζωήρευε κοντά του τότε που χτυπούσε τα πλήκτρα του υπολογιστή κι έγραφε στο χαρτί με το αριστερό της χέρι, ώρα πολύ την έβλεπε έτσι και πολύ του άρεσε να παρατηρεί την καμπύλη που σχημάτιζε το προφίλ της μύτης της, την φιλντισένια της επιδερμίδα, το χρειάζονταν κι αυτός να περνάει από κοντά της προσπαθώντας απεγνωσμένα να κλέψει κάτι από τον αέρα κι απ το άρωμα της κι απ την ανάσα της .

Πάντα του άρεσε να παρακολουθεί τους ανθρώπους, να τους ερευνά, να τους ξεκλειδώνει, να μπαίνει βαθιά μέσα τους, συνήθως έβλεπε πράγματα που δεν μπορούσαν οι άλλοι να δουν, τις γυναίκες πιο πολύ μελετούσε, αυτές με τον περίπλοκο ψυχισμό και την σύνθετη ψυχολογία που έχουν συνήθως προθέσεις κρυφές και σκοπούς ανομολόγητους.

Τη χρειάζονταν αυτή τη γυναίκα το καλοκαίρι που το ξανθό κύμα του ήλιου έλουζε τους δρόμους.

Και το μουντό φθινόπωρο τη χρειάζονταν, μα πιο πολύ την άνοιξη, τότε που οι αλλεργίες του έκοβαν την αναπνοή και δεν μπορούσε να ανασάνει κανονικά, τότε που τα ξεπλυμένα κυπαρίσσια έκοβαν στα δυο το γαλάζιο του ουρανού με τον συμπαγή τους όγκο, τότε που οι άνθρωποι ψάρευαν κάτω από τις μεταλλικές ομπρέλες της παραλίας, τότε που τα λεωφορεία τρέχανε μοναχά τους τους τις Κυριακές τα πρωινά στην άδεια Λαγκαδά, τότε που στα μπαλκόνια κρέμονταν γαρύφαλλα κατακόκκινα , τότε που οι άνθρωποι στην Κολόμβου περνούσαν τη διάβαση με τον ήλιο να βγαίνει θαμπός στο βάθος της Εγνατίας και τα σύννεφα καθρεφτίζονταν στα γυάλινα κτήρια του βαρδάρη.

Τη χρειάζονταν αλλά δεν την είχε ερωτευτεί κιόλας, ήξερε μέχρι που να το τραβήξει, που να σταματήσει, δεν ήταν σίγουρος γι αυτό που έκανε (ευτυχώς σκέφτονταν τώρα). Τη χρειάζονταν τα σαββατόβραδα που τα κορίτσια τοποθετούσαν γλυκά στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων και στα κομμωτήρια βλέπανε σήριαλ, τότε που ο κόσμος έβλεπε στα καφενεία με τις καλωδιακές τηλεοράσεις ανθρώπους να τρέχουν στο πράσινο χορτάρι κυνηγώντας μια μπάλα κι οι νύφες φωτογραφίζονταν ξαπλωμένες στα σκαλιά του νεοκλασικού κτηρίου εκεί στη Μαρτίου με βασιλίσσης Όλγας. Ο υδραυλικός με το γιό του συνέχιζαν να δουλεύουν γιατί δεν ήξεραν και τίποτα άλλο να κάνουν στη ζωή τους , έξω απ τα μαγαζιά με τα φρουτάκια κάποιος κάθονταν καπνίζοντας όπως πάντα, οι αγρότες έφευγαν από τις λαϊκές με τα αμάξια τους άδεια από ζαρζαβατικά και τ αμάξια έπαιρναν ανοιχτά πολύ τη στροφή μπροστά απ το Μακεδονία Παλλάς με τις ζάντες τους να γυαλίζουν σα να έτρεχαν σε Ράλι…..

Τον τρόμαζε όλο το σκηνικό αλλά του άρεσε κιόλας να τη βλέπει εκεί μπροστά στο φωτοτυπικό μηχάνημα, θα μπορούσε να το τραβήξει ακόμα λίγο, δεν ένιωθε ότι έκανε κάτι παράνομο, κάτι ανήθικο, δεν είχαν προχωρήσει, αυτηνής της άρεσε να παίζει με τη φωτιά κι έκανε πράγματα επικίνδυνα, μια φορά πήγε να τον φιλήσει κι αυτός τραβήχτηκε, ήταν παράξενος δε του άρεσαν πολλές τρυφερότητες αν και τον έλκυε απίστευτα αυτή η γυναίκα όπως ο μαγνήτης τα κομμάτια του μετάλλου. Της άρεσε που ήταν λίγο απόμακρος και χαμένος, ο τρόπος που περπατούσε με το κεφάλι ψηλά, η ζωτικότητα, ο ενθουσιασμός και η ενέργειά του, όπως έλεγε ''Γεια!'' το πρωί με τη μπάσα φωνή του, το στυλ του όλο, ίσως και να τον ζήλευε λίγο έτσι που ήταν άνετος κι ορεξάτος πάντα, αναρωτιόταν τι σόι μοτοράκι να ήταν αυτό που του έδινε τέτοια ώθηση.

Κι ύστερα σα να καθάρισαν όλα, με το που είδε εκείνη την κάρτα σκέφτηκε ότι τον χρησιμοποιούσε λίγο, ποιος δε χρησιμοποιεί τον άλλον σ αυτόν τον κόσμο θα μου πεις, όμως το παιχνίδι πρέπει να έχει κανόνες, πρέπει να δίνεις κι όχι να παίρνεις μόνο, κι ακόμα κάποιες φορές καλύτερα να μη το παίζεις καθόλου άμα νιώθεις ότι σε βγάζει σε αδιέξοδο, ρώτα και τη μάνα ή τη γιαγιά σου.

Τώρα μπορούσε να την καταλάβει καλύτερα όπως την έβλεπε να τρώει κάπως λαίμαργα ένα κομμάτι κέικ πίνοντας χυμό από ένα ποτήρι κολονάτο , μα βέβαια ήταν λίγο άπληστη! Γιατί δε μπορείς να τα έχεις όλα πως θα γίνει, δε μπορείς να έχεις την οικογένεια και τον άντρα σου και τη δουλειά και το φλερτ κι όλα! Υποτίθεται ότι αυτό που ήθελες ήταν τα παιδιά, αν δε σε γεμίζουν έχεις πρόβλημα, έκανες λάθος, άμα θέλεις να κάνεις κάτι καλά πρέπει να θυσιάσεις κάτι άλλο, δεν μπορείς να τάχεις όλα, δεν μπορείς να κολλάς και να κοιτάς με τρόπο πονηρό τον άλλον, να τον περιμένεις πότε θα περάσει μπροστά σου για να τον καρφώσεις με το βλέμμα, να τον στριμώχνεις πίσω από τα ράφια, να του βάζεις ιδέες στο μυαλό, κάτι δε πάει καλά.

Υποτίθεται ότι τραβάς το βλέμμα όταν σε κοιτά ο άλλος, όταν νιώθει την ταραχή στο στήθος σου που ανεβοκατεβαίνει απότομα, δε δίνεις αφορμή στον άλλον να δει το παντελονάκι που φοράς κάτω απ το τζιν το χαμηλοκάβαλο, δεν κοιτάς όλη την ώρα το ανοιχτό του πουκάμισο.

Αφού είδε εκείνη τη κάρτα μια φλασιά σα να άστραψε μέσα του, άρχισε να έχει τύψεις, υποτίθεται ότι κάποια πράγματα πρέπει να τα σεβαστείς, την έβλεπε διαφορετικά από παλιά, ήξερε από πάντα ότι δεν μπορεί να ήταν τόσο καλή χωρίς να είναι και τόσο κακιά όπως άλλωστε οι περισσότεροι άνθρωποι, ίσως είχε κάποιο πρόβλημα με το μικρό της που δεν τόπιανε ο ύπνος τη νύχτα ή με το μεγάλο που ήταν απείθαρχο και την είχε ταράξει, μπορεί να είχε κουραστεί να καρτερεί κάθε μεσημέρι πότε θα σχολάσει ο γιος της για να τον πάρει, ή να την είχε κουράσει να κουβαλά το μικρό στη αγκαλιά, να το σκεπάζει με την ομπρέλα όποτε ψιχάλιζε κι άλλοτε να καλύπτει το καροτσάκι μ ένα πλαστικό για να μείνει το μικρό στεγνό και να μην της κρυώσει άλλα έτσι υποτίθεται ότι είναι αυτά, πρέπει να περάσεις άπειρο χρόνο μαζί τους, να δείξεις υπομονή απέραντη άμα θες αύριο να είσαι περήφανος, να χάσεις κάτι, να υποφέρεις και να ζοριστείς λίγο, τίποτα που να αξίζει πραγματικά δεν είναι εύκολο σ αυτή τη ζωή, θα έπρεπε να είχαν βρει έναν τρόπο να κάνουν τη ζωή τους υποφερτή, να είναι κάπως ευχαριστημένες, λίγο ευτυχισμένες, να είχαν βρει τις προτεραιότητες τους σ αυτή τη ζωή, να προσέχουν κάπως τι εικόνα δίνουν προς τα έξω, να μη γκρινιάζουν, να μην ψάχνουν για εμπειρίες διαφορετικές.

Δε του άρεσε πια όπως ντύνονταν, από παλιά είχε κάποια θεματάκια που τα παρέβλεπε μα τώρα δεν μπορούσε, πιο πολύ του άρεσε όταν ντύνονταν απλά μ εκείνα τα χαμηλά παπουτσάκια και τις χρωματιστές φούστες, έμοιαζε με κοριτσάκι δροσερό τότε, αυτή κατάλαβε ότι κάτι είχε αλλάξει απάνω του, άρχισε να απομακρύνεται διακριτικά και κάποιες φορές επιδεικτικά, είχε θυμώσει μάλλον, δεν μπορούσε να το δεχτεί, αυτός ήταν πιο άνετος, είχε καταλήξει κάπου, το είχε δουλέψει στο μυαλό του όπως πάντα προτού καταλάβουν οι άλλοι τι είχε συμβεί, την είχε ξεπεράσει με δυο λόγια.

Όμως όπως και να ήταν του έλειπε, πως θα συνέχιζε τώρα δίχως εκείνες τις στιγμές που έπαιζε μαζί της κι έδιναν νόημα στη ζωή του καθώς τη σκέφτονταν συνέχεια αναλογιζόμενος πάντοτε ότι ήταν το καλύτερο πράγμα που του είχε συμβεί τη μέρα εκείνη;

Όπου και να κοιτούσε τα βράδια του φαίνονταν ότι όλες οι γυναίκες φορούσαν βέρες στο χέρι, κάτι λόγια που της είχε πει κάποτε έρχονταν στο μυαλό του ξανά και ξανά ''Γίνου όμορφη, γίνου όμορφη!

Ένα φανάρι σπασμένο έμοιαζε σαν αόμματο, αυτοκίνητα με πινακίδες βουλγάρικες, διαλυμένες τις εξατμίσεις τους και στραπατσαρισμένες τις λαμαρίνες διέσχιζαν τη Μοναστηρίου, τεχνικοί άνοιγαν φρεάτια και σχάρες που έχασκαν απειλητικά εκθέτοντας σε κοινή θέα καλώδια και σήραγγες από κάτω τους. Ένα κορίτσι χτυπημένο στην Τσιμισκή κάτω κείτονταν στην άσφαλτο, ένα αγόρι στέκονταν δίπλα της και κάτι της έλεγε, ο οδηγός που το έιχε χτυπήσει το ρωτούσε επίμονα: ΄΄Δεν έφταιγα εγώ έτσι δεν έφταιγα εγώ ; ΄΄, μια γυναίκα που ήξερε απ αυτά ούρλιαζε σ έναν τραυματιοφορέα ΄΄Μη τολμήσεις να της σηκώσεις το κεφάλι σα να ήτανε σακί γιατί θα σου τραβήξω μήνυση, θα σε χώσω μέσα για πάντα!’’.

 Στο Καπάνι κοντά σκύλοι μασουλούσαν κόκαλα τεράστια πάνω στο γρασίδι θυμίζοντας τη καταγωγή τους από τις προϊστορικές στέπες όταν έτρεχαν κοπαδιαστά στο ψηλό χορτάρι κυνηγώντας ώρες ατέλειωτες θηράματα δίχως να κουράζονται, ένα αεροπλάνο πετούσε μες τη βροχή με τα δυο μεγάλα φανάρια του αναμμένα σα τέρας μεταλλικό που στέκονταν στον αέρα ....





Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ΚΡΥΣΤΑΛΛΑ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ

΄ Όλη νύχτα το ρέμα βούιζε όπως κατέβαζε νερό απ το βουνό!΄΄, είπε ο οδηγός γέρνοντας ολόκληρο το σώμα του όπως έστριβε το τεράστιο τιμόνι, ΄΄Το πρωί που το είδα ήταν μαύρο, θολό, είχε κατεβάσει πουρνάρια και κούτσουρα, κλαδιά, ότι μπορείς να φανταστείς, δε μ άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα !΄΄

Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, τα χωράφια είχανε πλημμυρίσει, κομμάτια ολόκληρα από τετράγωνο σχιστόλιθο έπεφταν γλιστρώντας αργά στον επαρχιακό δρόμο, πέτρες έχασκαν επικίνδυνα στην άκρη του οδοστρώματος, ομίχλη κατέβαινε απ τις πλαγιές ψηλά, ένα ψιλό στρώμα χιονιού είχε απλωθεί σα χαλί ψηλά πάνω στις καστανιές , βράχοι λαμποκοπούσαν στα φαράγγια, χείμαρροι σέρνονταν σα φίδια δεξιά - αριστερά σκάβοντας το χώμα ανάμεσα σε πλατάνια δίχως φύλλα ξεγυμνώνοντας τις ρίζες τους, κάτι δέντρα καμένα πιο πέρα .

Ένα κορίτσι καθόταν πλάι μου, ένα παντελόνι φορούσε που έμοιαζε καλυμμένο από φολίδες ερπετού αλλόκοτου, άδειες οι ξαπλώστρες κατά τη Τουζλα, κυψέλες γαλάζιες και κίτρινες είχαν βάλει ανάμεσα στις ανθισμένες αμυγδαλιές, η θάλασσα είχε πάρει ένα χρώμα καφετί μέχρι βαθιά απ τη λάσπη που κατέβαζαν τα ποτάμια, ρεύματα σχηματίζονταν, άλλαζαν σχήματα και διαλύονταν κατόπι, αφροί έβγαιναν στην αμμουδιά, κάποιοι περπατούσαν στην άμμο βαστώντας ομπρέλες, το τοπίο ξεπλυμένο καθαρό, καπνός έβγαινε από τζάκια που έκαιγαν στα χωριά ενώ τα αλουμινένια λούκια ξερνούσαν ποτάμια ύδατος, ντόπιοι ανέβαιναν στο πούλμαν μιλώντας ιδιώματα βαριά, διαφορετικά σε κάθε μέρος, λατομεία εγκαταλειμμένα, όπως έφευγε το όχημα τα σύννεφα έμοιαζαν να τρέχουν από πάνω μας, στο βάθος πέρα μακριά ο ουρανός και τα νερά της θάλασσα γίνονταν ένα και το αυτό όπως πνίγονταν μες την ομίχλη ...

Ένα άλλο βουητό εγώ ένιωθα, η κυρία Δήμητρα με είχε διαλύσει, ένιωθα ότι στη διάρκεια του μαθήματος με μεταχειρίζονταν σα σάκο του μποξ, με αμφισβητούσε συνέχεια, με είχε φέρει στα όρια μου, λίγο ακόμα και δε θα άντεχα κι ύστερα είχαμε πάει με τα κορίτσια σ εκείνο το μαγαζί, αυτές έβλεπαν κάτι αντικείμενα και μπιχλιμπίδια περίεργα, χρώματα, κόσμος, φωνές, εγώ είχα καρφωθεί σε κάτι κουτάκια μουσικά, μικρούτσικα, βαμμένα το καθένα σε χρώμα διαφορετικό απ αυτά που αυτά  που έφτιαχναν   κάποτε οι οωρολογοποιοί  με τους περίπλοκους και διαδαλωδεςι οδωντοτούς μηχανισμούς,  μια μουσική περίεργη έβγαζαν  σα να κουδούνιζαν εκατομμύρια σφυράκια μικρά χτυπώντας πάνω σε πλήκτρα μεταλλικά, κι εκεί μέσα την πέτυχα!

Πάντα αναρωτιόμουν πως θα ήτανε, όποτε περνούσα απ το σπίτι της έριχνα μια ματιά κατά κει, πως θα αντιδρούσα άραγε αν έπεφτα απάνω της τι θα έκανε αυτή , όμως δε χρειάστηκε τίποτα να πει, το βλέμμα της τα έλεγε όλα, δεν ήταν φιλικό, για μια στιγμή με ζύγισε κι ύστερα βιάστηκε να εξαφανιστεί και τότε ακριβώς κατάλαβα ότι δεν είχα κάνει λάθος κι όλες οι τύψεις κι αμφιβολίες κι οι ενοχές που ένιωθα ήταν μάταιες .

Εκείνη η μουσική είχε αποτυπωθεί στη μνήμη μου, την άκουγα παντού, ήταν σαν εκείνα τα χιλιάδες σφυράκια να χτυπούσαν στο στραπατσαρισμένο σαν ομελέτα μυαλό μου συνέχεια γκλανγκ – γκλανγκ- γκλανγκ!

Ήχοι και βουητά μπερδεύονταν όπως κυλούσε το λεωφορείο στην εθνική οδό, ο εγκέφαλος επιτελούσε ταυτόχρονα λειτουργίες διάφορες, αξιολογώντας κι αναπολώντας χωρίς να ενοχλείται απ τους περίεργους θορύβους που αναπαράγονταν μέσα του σα να υπήρχε ένα νοητό κασετόφωνο ή ένα όργανο βαθιά σφηνωμένο στα μηλίγγια ανάμεσα.

Σκεφτόμουν ότι δεν είχα κάνει και τίποτα τρομερό ούτε της είχα κλέψει τίποτα , ούτε την είχα απειλήσει, ούτε την είχα βρίσει, ούτε την είχα προσβάλει, ούτε την είχα βιάσει ρε φίλε, δε μπορείς να καταλάβεις πως σκέφτονται, προς τι το μίσος, κι άμα είχε τόσο δίκιο γιατί δεν ήρθε τις προάλλες μ όλη τη παρέα, τι φοβότανε, εγώ γιατί πήγα και την περίμενα, υποτίθεται πως όταν έχεις δίκιο είσαι δυνατός κι άνετος.

Όχι δεν είχα κάνει λάθος, σ εκείνη την περίπτωση τουλάχιστο, έτσι είναι η ζωή κάποιοι σε συγχωρούν και πας παρακάτω κάποιοι το κρατούν μερικοί δεν το ξεχνούν ποτέ και πρέπει να ζήσεις μ αυτό άμα αντέχεις βέβαια όλο το θέμα είναι ν αντέξεις τη δύσκολη στιγμή να επιβιώσεις να βγεις ζωντανός κι εγώ τα είχα καταφέρει όχι μονάχα μ αυτήν μα και μ ανθρώπους που είχα συναντήσει κατά καιρούς κι έχασα στη πορεία, άλλους συνειδητά κι άλλους δίχως να το καταλάβω, απλά χάθηκαν, τράβηξαν δρόμους διαφορετικούς, σ άλλες κατευθύνσεις,!

Όλοι δείχνουν τον πραγματικό τους εαυτό αργά η γρήγορα αρκεί να περιμένεις λίγο η περισσότερο ανάλογα με την περίπτωση, πολύ ψέμα κι υποκρισία γύρω τόσο που ώρες ώρες δεν αντέχεις.

Κάποιοι είναι τόσο σίγουροι σε ότι κάνουν, τόσο αμετάπειστοι, τόσο αμετάκλητοι, τόσο καρφωμένοι δίχως αμφιβολίες και ταλαντεύσεις, τόσο βέβαιοι που τρομάζεις, ΄΄ Σου είναι τόσο δύσκολο να μου πεις μια καλή κουβέντα; ΄΄ τη ρωτάς κι αυτή σε κοιτά παράξενα σα να είσαι εξωγήινος, σα να της έχεις ζητήσει το πιο παλαβό πράγμα που υπάρχει, όμως λίγη ενθάρρυνση δε στοιχίζει και τίποτα ρε γαμώτο, έτσι δεν είναι, λίγη γενναιοδωρία, λίγη προσπάθεια μόνο, μπορεί και να τους έκανε να νιώσουν καλλίτερα ……

Ο οδηγός είχε πάρει φόρα όπως συζητούσε μ ένα φαλακρό ελεγκτή, ''Το βλέπεις αυτό το παρμπρίζ, χίλια πεντακόσια μου πήρε να τ αλλάξω, και ξέρεις γιατί, μια βλαμμένη στο μπροστινό κάθισμα σηκώθηκε να πει κάτι, κι όπως εκείνη τη στιγμή βγήκε μπροστά μου ένα μηχανάκι και φρενάρισα αυτή έφυγε σα βλήμα και καρφώθηκε στο τζάμι, αν δεν είχα προλάβει να βάλω το χέρι μου θα είχε βγει απ έξω κατευθείαν, μπορούσες να δεις το σημάδι απ το χτύπημα του κεφαλιού της στο γυαλί, και να φανταστείς ότι δεν έπαθε τίποτα, ήταν εντάξει, τι σου είναι αυτές οι γυναίκες! ΄΄ μονολογούσε ο οδηγός ενώ ο άλλος κοίταζε μπροστά ανέκφραστος μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο σα να επικροτούσε, από ένα σημείο περνούσαμε τώρα, εδώ σταματούσαμε έναν καιρό με τη Χριστίνα ν αγναντέψουμε τη θέα και να παίξει αυτή με τις γάτες που υπήρχαν εκεί πέρα άφθονες !

Στην Καβάλα ψαράδες ξέμπλεκαν τα δίχτυα μες τη βροχή φορώντας μακριά πράσινα μακριά αδιάβροχα, γλάροι βουτούσαν στο νερό ψάχνοντας ψαράκια, αχτίνες του ήλιοι χάιδευαν τα βουνά της Θάσου αντίκρυ, νοτισμένοι οι τετράγωνοι γρανίτες στα καλντερίμια της παραλίας, βρύα φύτρωναν ανάμεσα τους, κάποιος έκοβε το γκαζόν ανεβασμένος σένα μηχανάκι χορτοκοπτικό.

Με τον Αργύρη καθίσαμε σ ένα μαγαζί, μπακαλιάρο, παντζάρια και φέτα ζητήσαμε, ο Αργύρης ήπιε κι ένα τσίπουρο, πολύ του άρεσαν όλα, ήρθε και το αφεντικό και μας έκανε χώρο να καθίσουμε πιο άνετα, ένας χοντρός απ τη παρέα που είχε χασάπικο μιλούσε για τα ζώα ενός ολόκληρου στάβλου που σήκωσε απ τα μέρη της Ξάνθης, μοσχάρια κι αγελάδες κι ότι άλλο βρήκε μπροστά του για να τα κάνει κιμά και μπριζόλες, μια κομπανία πιο πέρα συζητούσε για τα παλιά μαγαζιά, το L AMORE και το ARIGATO κάπου στο Δοξάτο έξω απ τη Δράμα τη δεκαετία του ογδόντα, τότε που υπήρχε χρήμα και οι τεράστιοι εκείνοι χώροι έπαιρναν μέχρι και χίλια άτομα, έφερναν φίρμες σαν τον Γαβαλά στα τελευτία του και την Άντζελα Δημητρίου στα πρώτα της κι άλλους πολλούς αστέρες διάττοντες της εποχής, πιο αργά, στις μικρές ώρες έρχονταν και γυναίκες κι οι αγρότες πήγαιναν το πρωί στα σπίτια τους για να κοιμηθούν πάνω στα τρακτέρ….

Ξαφνικά έπεσε δουλειά στη ταβέρνα λες και πλάκωσαν όλοι οι τρελαμένοι κι οι πεινασμένοι της πόλης και των περιχώρων, ο Χρήστος ο ιδιοκτήτης, βρέθηκε μοναχός του εκείνη τη στιγμή, μας είπε αν μπορούσαμε να βοηθήσουμε λίγο, μούδωσε το κινητό του να κάνω κάτι τηλέφωνα αλλά εκεί μέσα γίνονταν χαμός κι ούτε ήξερα πως δούλευε εκείνο το πράγμα, όταν επιτέλους το άνοιξα υπήρχαν χιλιάδες ονόματα, ένα χάος, δεν υπήρχε περίπτωση να βρω άκρη, ο Αργύρης που τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από μένα σ αυτά ανέλαβε, ύστερα καθίσαμε πάλι, ένα παιδί μας έλεγε κάτι ιστορίες για μια κοπέλα που είχε γνωρίσει σ ένα νησί, κάποιο βράδυ κοιμήθηκε μαζί της στην παραλία, στην άμμο, κι ήταν σα παραμύθι, την ερωτεύτηκε, την έχασε και την γύρευε καιρό πολύ, έμαθε ότι αυτή έχε παντρευτεί στο μεταξύ, την είδε αργότερα σ ένα μέρος κι αυτή του έγνεψε αδιόρατα σα να ήθελε να του πει κάτι, αυτός τη κοιτούσε αποσβολωμένος, χαμένος εντελώς δεν ήξερε τι να κάνει πως να φερθεί....

Ένας τύπος ήρθε εκεί στο μαγαζί, από μια βρεγμένη βαλίτσα έβγαλε ένα πακέτο με ποτήρια και κρύσταλλα Βοημίας που τά έφτιαχναν κάπου στην Τσεχία χρησιμοποιώντας ποτάσσα  καμωμένη από τη τύρφη της φτέρης και της οξιάς σε δάση αρχαία που θάφτηκαν προτού εκατομύρια χρόνια  όπως μας είπε. Ζήτησε να κάνουμε ησυχία, αράδιασε ποτήρια με μεγέθη διαφορετικά, είχαν μια ποσότητα νερού μέσα τους και λαμποκοπούσαν έβρεξε έπειτα τα χέρια του κι άρχισε να περνά γρήγορα τα δάχτυλα πάνω απ τα χείλη των ποτηριών που άρχισαν να βγάζουν έναν ήχο σαν σφύριγμα, ήταν σα ν άκουγες τον αέρα  να φυσσά σ εκείνα τα δάση τα αρχαία,   ΄΄ Έτσι ξεχωρίζεις το αληθινό κρύσταλλο!΄΄ είπε ο μαυριδερός τύπος χαμογελώντας κι ένα χρυσό δόντι φάνηκε σε μια γωνιά του στόματός του....

Όμως εμένα εκείνη η μουσική μου θύμιζε τη μελωδία που είχα όλη τη μέρα στ' αυτιά μου και το μυαλό συνέχισε τους παράξενους συνειρμούς και τους συσχετισμούς και τις πολύπλοκες λειτουργίες του, σκεφτόμουν πως γίνεται κάποιοι να κάνουν τόσες βλακείες όση η άμμος της θάλασσας και να επιζούν παρόλα αυτά και να συνεχίζουν, γιατί κάποιοι τρελαίνονται όταν πας να κάνεις κάτι διαφορετικό που χαλά τη γαλήνη και την ησυχία τους κι ύστερα άμα πετύχεις αλλάζουν στάση σα να μη τρέχει τίποτα, θα μπορούσαν να κάνουν τη ζωή σου -και τη ζωή τους -ευκολότερη, δεν ήταν τόσο δύσκολο, δε θα πάθαιναν και τίποτα, όχι ότι ήταν υποχρεωμένοι βέβαια, απλά έτσι γίνονται πιο απλά τα πράγματα, δε χρειάζεται να σκοτώνεσαι κάθε φορά…

Όπως βγαίναμε απ το μαγαζί φαντάροι στέκονταν προσοχή μπροστά σε μια σημαία που υψώνονταν αργά - αργά, ένα φανάρι διαλυμένο από κάποιο τρακάρισμα εξακολουθούσε να αλλάζει χρώματα, μια γυναίκα με σώμα παλαιστή έβγαζε φωτογραφίες τα μικρά της που την κοίταζαν από χαμηλά με δέος : ''Μη στέκεσαι σαν ηλίθιος Βασίλη!΄΄ το μυαλό μου ήταν ζαλισμένο σκόρπιο σα το χιόνι που πέφτει, σταγόνες της βροχής χοροπηδούσαν στην άσφαλτο μια μουσική θυμίζοντας γκλανγκ- γκλανγκ, φώτα αναβόσβηναν ρυθμικά κι αυτά στα χωριά πέρα μακριά, ένας σκύλος μαλλιαρός ήρθε κοντά μας να τον χαϊδέψουμε όμως ο χοντρός χασάπης τον έδιωξε άγρια μια πέτρα μάζεψε από κάτω και του πέταξε το ζώο κοντοστάθηκε μια στιγμή κι ύστερα άρχισε να τρέχει κοιτάζοντας πίσω η βροχή χοροπηδούσε στην άσφαλτο ασταμάτητα….


ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...