Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

ΣΤΟ ΝΗΣΙ

 

Εκεί πέρα στο νησί δούλευαν σα σκυλιά, από το πρωί μέχρι το βράδυ,  μες τον ήλιο κα στον αέρα,  στην ταράτσα και στο υπόγειο,  τα είχαν δώσει όλα,  έπρεπε να τελειώσουν το ξενοδοχείο για να προλάβουν τη σεζόν, ο Ιούνιος είχε μπει για τα καλά και φοβόταν  ότι θα έχαναν  τους τουρίστες που όπου να ναι θα γέμιζαν τον τόπο. Το ξενοδοχείο βρισκόταν σ’ ένα λόφο ψηλά πάνω από το νησί, κι ανήκε σ’ έναν τύπο νεαρό που το είχε κληρονομήσει από τον μπαμπά του. Ήταν λίγο νευρικός κι όλη την ώρα τους έλεγε:  «Παιδιά  πάμε σφιχτά να προλάβουμε κι εγώ δε θα σας αφήσω έτσι!» έτσι λοιπόν  είχαν πέσει με τα μούτρα να το τελειώσουν. Ήταν ένα μικρό συνεργείο, ο Γιάννης,  ένας παλιός μάστορας που ήταν ο πιο έμπειρος μαζί με τον  Ηλία,  έναν  γίγαντα ξανθό που έκανε τις βαριές δουλειές. Κάθε χρόνο  δούλευαν στα νησιά επισκευάζοντας σπίτια  και ξενοδοχεία για ενοικίαση,  μαζί τους είχαν  αυτή τη φορά και το Νίκο,  ένα παιδί γύρω στα εικοσιπέντε που πρώτη φορά δούλευε σε νησί.  

Στο μεταξύ είχε μπει το καλοκαιράκι κι αυτοί είχαν σκάσει, βρίσκονταν σ’ ένα τόσο ωραίο μέρος και δεν μπορούσαν να βγουν μια βόλτα, να κάνουν ένα μπανάκι, να φάνε κάνα καλαμαράκι,  να δουν καμιά γκόμενα να ξελαμπικάρουν λίγο,  καθόταν εκεί σα τους μαύρους και δούλευαν όλη μέρα. Το πράγμα προχωρούσε αλλά ο ιδιόκτητης όλο και κάτι καινούργιο έβγαζε,  «Παιδιά πρέπει να κάνουμε και το υπόγειο, είναι και η ταράτσα που θέλει μια μόνωση, οι σκάλες  δεν γίνονται όπως πρέπει, η περίφραξη θέλει κάποιες διορθώσεις…»  Όσο δούλευαν τόσο πιο πολύ δουλειά έβγαινε ώσπου στο τέλος τους την έδωσε και ζήτησαν μια προκαταβολή να δουν κάνα φράγκο στο χέρι, να πάρουν τ’  απάνω τους.   

«Ότι θέλετε παιδιά!» τους είπε ο ιδιοκτήτης και τους έδωσε μια μπροστάντζα,  όχι πολλά αλλά  δεν ήταν άσχημα. Για λίγο έστρωσαν τα πράγματα όμως  ύστερα  άρχισε πάλι τη γκρίνια : «Παιδιά δε θα προλάβουμε, δε γίνεται έτσι,  θα με κρεμάσετε,  εγώ σας εμπιστεύτηκα,  πάμε πολύ  αργά,  έρχονται τα πρώτα γκρουπ, σας έχω δώσει προκαταβολή, πρέπει να τρέξουμε». Το σκέφτηκαν λίγο, έπεσαν πάλι με τα μούτρα και  το έργο προχωρούσε ακόμα καλύτερα, όταν τέλειωσαν  με τους σοβάδες και τη στέγη που ήταν μεγάλο μανίκι  ένιωσαν καλύτερα,  είχαν ακόμα κάμποσα να διορθώσουν  αλλά το πράγμα έδειχνε ότι έστρωνε, το ξενοδοχείο είχε γίνει  όμορφο, όχι σαν τ’ άλλα γύρω,  κάπως διαφορετικό, πιο απλό αλλά ωραίο ρε φίλε, παραδοσιακό, έδενε με το τοπίο, αφού μερικοί ντόπιοι είπαν ότι αυτό θα γινόταν το καλύτερο κτίσμα του νησιού.

Έμενε ένα τελευταίο κομμάτι, ο τοίχος στην πρόσοψη του κτηρίου. Έπρεπε να γίνει από  μια πέτρα που έβγαζαν στο νησί και ήταν πολύ χαρακτηριστική, κάπως κοκκινωπή με ραβδώσεις, σ’ αυτόν τον τοίχο ήθελαν να δώσουν πολύ προσοχή γιατί θα ήταν η βιτρίνα του ξενοδοχείου. Όλοι είχαν κουραστεί αλλά έκαναν κουράγιο, άλλωστε βρίσκονταν στα τελειώματα,  έκαναν υπομονή σκεφτόμενοι ότι τελείωναν τα βάσανα τους, θα γύριζαν στα σπίτια τους επιτέλους και μπορεί να έκαναν  μια γύρα  στο νησί να το δουν λίγο.  Κι εκεί που λέγανε ότι  όλα κυλούσαν καλά ο ιδιοκτήτης άρχισε να γίνεται  στριφνός, είχε όλο και περισσότερες απαιτήσεις  κι άρχισε να γκρινιάζει πιο πολύ σα να είχε πάθει κάτι :  «Εγώ σας πληρώνω κι εσείς καθυστερείτε, τα πρακτορεία  με πιέζουν, την άλλη βδομάδα φτάνει το πρώτο γκρουπ κι εγώ  πνίγομαι από την αγωνία  και  το άγχος,  δεν είστε εντάξει,  κάντε κάτι, δε πάμε καλά » τους είχε μαυρίσει την ψυχή.

Όμως δεν ήταν μόνο αυτό, πρόσεξαν ότι ενώ το βράδυ έχτιζαν τον τοίχο το πρωί τον έβρισκαν γρατζουνισμένο ενώ μερικές  πέτρες είχαν βγει από τη θέση τους. Όταν ρώτησαν τον ιδιοκτήτη τι στο διάβολο γινόταν εκείνος τους είπε ότι είχε πάρει μια γυναίκα αρχιτέκτονα  που έλεγε ότι δεν το έκαναν  σωστά,  δεν τοποθετούσαν καλά τα υλικά,  δεν ήταν  ευθυγραμμισμένο το ντουβάρι, η δουλειά τους ήταν πολύ ερασιτεχνική,  δεν ήταν μοντέρνα. Ο Γιάννης που ήταν ο πιο παλιός ήξερε ότι ο ιδιοκτήτης ήταν βλάκας κι εκείνη η αρχιτεκτόνισσα για τα μπάζα αλλά καθώς τέλειωναν είπε να δώσει τόπο στην οργή.  Έκατσαν ακόμα μια μέρα και δούλεψαν πιο πολύ από κάθε άλλη φορά,  το  βράδυ ο τοίχος ήταν τζιτζί  ρε φίλε, ευθυγραμμισμένος, σένιος, σουπερ,  δεν είχε ξαναγίνει τέτοια δουλειά όμως  το πρωί που ξύπνησαν τον βρήκαν πάλι γρατζουνισμένο,  ε τότε τους ανέβηκε στο αίμα στο κεφάλι.

Αντί όμως να πάνε και να πλακώσουν τον άλλον τον ηλίθιο ο Ηλίας πρότεινε να  κάνουν ένα διάλειμμα, να πάρουν ένα ρεπό, να ηρεμήσουν λίγο, για μια μέρα δε χάλασε κόσμος! Μπανιαρίστηκαν, σενιαρίστηκαν, έβαλαν τα καλά τους  και βγήκαν στο χωριό  κάτω στη θάλασσα. Εκεί ρε φίλε ήταν παράδεισος, ωραία μαγαζιά, τουριστριούλες ξανθιές από την Ευρώπη όλο χαμόγελα, ήπιαν τα ποτάκια τους,  ο πιο νεαρός  είχε κι ένα σουξέ με μια γαλλιδούλα,  το βράδυ κοιμήθηκε μαζί της και πρέπει να είχαν βγάλει γούστα,  οι άλλοι ήταν παντρεμένοι και τό παιζαν σοβαροί και καλά, όμως είχαν περάσει τζάμι ρε φίλε,  επιτέλους,  το χρειάζονταν!  Όπως ήταν  σακατεμένοι τόσες μέρες με τα μερεμέτια έπεσαν ξεροί για ύπνο, το πρωί που ξύπνησαν  βούτηξαν στη δροσερή  θάλασσα  που  γυάλιζε, και κατά το μεσημεράκι  έπεσαν σα λυσσασμένοι στο  φαγητό,  μιλάμε τόσες μέρες την έβγαζαν με κονσέρβες και σάντουιτς, είχαν ρέψει  κι ότι τους έφερνε ο εστιάτορας το καταβρόχθιζαν σα να μην είχαν φάει από τότε που γεννήθηκαν!

Τώρα είχαν στανιάρει, είχαν ανανεωθεί  κι ήταν αποφασισμένοι να τελειώσουν κι ας είχαν να καθαρίσουν  τους στάβλους του Αυγεία. Κατά το μεσημέρι που ο ήλιος έκαιγε τον τόπο κι αυτοί  σα κολασμένοι πελεκούσαν τις πέτρες  ήρθε ο ιδιοκτήτης  να τους δει κι έβαλε μπρος την ίδια κασέτα,  μάλιστα τώρα ήταν πιο ερειστικός, πιο επιθετικός : « Δεν θα τελειώσουμε καλά…» άρχισε να λέει «…εγώ σας πλήρωσα κι εσείς γλεντάτε, πάτε με τις  γκόμενες,  έχω χαλάσει το καλοκαίρι μου και θα μπω μέσα,  έχω ένα κάρο υποχρεώσεις, άλλα συμφωνήσαμε κι εσείς κάνετε ντόλτσε βίτα αν δεν μπορείτε να μου το πείτε να πάρω άλλους  αλλά να μου δώσετε πίσω την προκαταβολή…»

Τώρα είχε ξεφύγει, όλοι τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι κι  ο Γιάννης που ήξερε απ αυτά  τα πήρε στο κρανίο,  «Κοίτα να δεις …» του είπε « Το έργο  τελειώνει κι εμείς δουλεύουμε σαν τα σκυλιά  ως το βράδυ,  μη μας ζαλίζεις,  δε μας βοηθάς!»  Όμως ο ιδιοκτήτης έμοιαζε να μην ξέρει τι του γίνεται κι έπιασε  ν’ απειλεί θεούς και δαίμονες,  τότε πετάχτηκε ο Ηλίας  ο γίγαντας και τον πήρε παραμάζωμα:  «Ρε ηλίθιε που να πάρει ο διάβολος το  ξενοδοχείο σου γιατί  χαλάς κάθε νύχτα τον τοίχο,   τι στο διάβολο θέλεις  μη μας ζαλίζεις τον έρωτα, βλάκα, δεν καταλαβαίνεις ότι δε βοηθάς  ούτε  μας ούτε  σένα!» - «Μάζεψε τη γλώσσα σου πρόσεχε πως μου μιλάς !»  του είπε ο ξενοδόχος που είχε κοκκινίσει μέχρι τα μπούνια, «Θα σας δείξω, θέλω τα λεφτά μου πίσω,  τόσον καιρό με κοροϊδεύετε, δεν έχετε κάνει τίποτα»

Κανονικά θα έπρεπε να είναι πιο συγκρατημένος απέναντι στον Ηλία που τον κοίταζε από ψηλά όμως ο άλλος είχε  χάσει την μπάλα,  «Δεν έχετε ιδέα απ’  αυτή τη δουλειά, εγώ μίλησα  με τη φίλη μου που είναι  αρχιτέκτονας  και μου είπε   «που τους βρήκες αυτούς τους μαστόρους δεν ξέρουν τι τους γίνεται». Τώρα το πράγμα πήγαινε αλλού,  «Κοίτα μη σου πω τίποτα…»  του φώναξε ο Γιάννης  «Πήγαινε στο διάβολο κι εσύ κι η δουλειά σου, εμείς φεύγουμε,  είσαι ηλίθιος,  δεν ξέρεις τι σου γίνεται,  στην πραγματικότητα δε θες να τελειώσει το έργο θες να μας έχεις εδώ και να μας τυραννάς»- «Θέλω πίσω τα λεφτά μου!» άρχισε ο άλλος που πλέον παραληρούσε,   «Θα σας πάω στα δικαστήρια, εσείς γλεντάτε ενώ   εδώ ήρθατε  για δουλειά!»-  « Ρε τσόγλανε…» μούγκρισε ο Ηλίας,  «Θα σου δώσουμε λογαριασμό, σε βάλαμε νταβατζή στο κεφάλι μας,  ότι θέλουμε  θα κάνουμε και δε σε κόφτει, κράτα τα λεφτά για την κάσα σου!» του είπε  κι άρχισε να μαζεύει τα εργαλεία τους ενώ ο πιτσιρικάς ο ξενοδόχος απειλούσε καθώς στέκονταν  σε απόσταση ασφαλείας : «Θα σας πάω στα δικαστήρια, θα σας κλείσω μέσα!» - « Άντε ρε βλαμμένε, άχρηστε, λαμόγιο» του φώναξε ο  Ηλίας «Αποτυχημένε, παράσιτο της κοινωνίας».  

Κάπως έτσι τελείωσαν όλα κι αφού δεν τους βγήκε η δουλειά  αποφάσισαν όλοι να περάσουν τις καλύτερες διακοπές της ζωής τους. Έμειναν εκεί πέρα άλλη μια βδομάδα,  έφαγαν όλα τα λεφτά τους,  γύρισαν  το νησί απ’ άκρη σ’  άκρη,  πήγαν κρουαζιέρες, ο μικρός  τα έφτιαξε με τη γαλλίδα και ήταν ερωτευμένος,  οι άλλοι έτρωγαν κι έπιναν σαν άρχοντες,  νοίκιασαν ένα αμάξι και πήγαν στα καλύτερα μέρη του νησιού, σε πρασινάδες, σπηλιές,  αμμουδιές, εκκλησάκια, ψαρότοπους γεμάτους με λυθρίνια μαγιάτικα,  μελανούρια  και χταπόδια, το βράδυ κοιτούσαν τον ήλιο να γέρνει μέσα στα κύματα χρωματίζοντας το σύμπαν ολόκληρο, ήταν όνειρο, τέτοιες  διακοπές δεν είχαν ξανακάνει στη ζωή τους.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...