Κυριακή 30 Ιουλίου 2023

ΟΛΕΣ ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΜΑΖΙ

 

Tα πρωινά των διακοπών   έχουν μια μαγεία στα δωμάτια με τα άσπρα σεντόνια και τα κλιματιστικά που δουλεύουν ασταμάτητα. Τα πρωινά  που ξυπνάς από την υπερένταση της προηγούμενης μέρας όμως ξέρεις ότι δεν έχεις να κάνεις τίποτα. Τα πρωινά που  ανοίγεις τις μπαλκονόπορτες και βλέπεις την ανατολή του ήλιου ανάμεσα από τα φύλλα που θροΐζουν μέσα στην ηρεμία. Τα πρωινά που καπνίζεις μοναχός περιμένοντας να ξυπνήσει ο σύντροφος σου. Τα πρωινά που νιώθεις επιτέλους το μυαλό σου να αδειάζει από το βάρος των σκέψεων και τα μάτια σου βλέπουν πάλι καθαρά γύρω.  

Χρόνια είχε να νιώσει έτσι,  η τελευταία φορά ήταν πριν από πολλά χρόνια, τότε που είχε πάει με  τη γυναίκα του στη Ρόδο ύστερα από το γάμο τους. Δεν είχε πολλές έγνοιες ακόμα τότε κι όλα γύρω του φαίνονταν περίεργα. Του είχε κάνει  φοβερή εντύπωση η ακρόπολη της Λίνδου,  εκείνα τα τρομερά αρχαία ερείπια πάνω στο βράχο,  προσπαθούσε να καταλάβει τι είδους πόλη,  τι λιμάνι,  τι εμπορικό κέντρο υπήρχε εκεί πέρα που το διαφέντευε εκείνο το απίθανο κάστρο. Τι κόσμος περνούσε από κει,  τι πλούτος υπήρχε  στα παραλία της Μικράς Ασίας απ’ όπου έφταναν  όλα τα αγαθά της ανατολής: μπαχαρικά, δέρματα,  ζώα, σιτάρια, κριθάρια φρούτα αποξηραμένα,  υφάσματα πολύχρωμα, στάμνες και κύπελλα κάθε μορφής και σχήματος . Φαντάζονταν με το μυαλό του ένα μέρος πολύβουο, τα καράβια θα έριχναν τις άγκυρες κι οι ναύτες θα άφηναν τα κουπιά να ξεκουραστούν μια στάλα στα μαγαζιά του λιμανιού, τον είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ  που ήθελε να πάει σε κάποια βιβλιοθήκη  και  να  διαβάσει οτιδήποτε είχε γραφτεί  για κείνο το μέρος, έπρεπε να τα μάθει όλα ! 

Τις διακοπές δεν τις ήξεραν στο μέρος που μεγάλωσε.  Τα καλοκαίρια δούλευαν σα σκλάβοι μέσα στην κάψα, έτσι είχαν μάθει εκείνοι οι άνθρωποι.  Ο πατέρας του τους ξυπνούσε από τα άγρια χαράματα να μαζέψουν καπνά, για δύο μήνες  δεν χόρταινε  ύπνο ούτε ανάπαυση,  τη μίσησε εκείνη τη δουλειά, όταν μεγάλωσε ορκίστηκε να μη γυρίσει εκεί πέρα. Μονό  κατά τον δεκαπενταύγουστο τελείωναν οι δουλειές επιτέλους  και μπορούσε  να παίξει  μπάλα με τ’ άλλα παιδιά, ώρες ατέλειωτες κάτω από τον καυτό ήλιο.  Αυτά ήταν τα χρόνια της αθωότητας,  ο χρόνος έτρεχε σε άλλες ταχύτητες  εκείνη την εποχή που του φαινόταν λίγο μυθική πια. Στο ανώγι του σπιτιού η γιαγιά του άπλωνε φλαμούρι σ’ ένα μεγάλο άσπρο πανί να ξεραθεί κι όλος ο τόπος γύρω  μοσχοβολούσε. Του έβαζε να φάει  τοματάκι γλυκό κι εκείνη τη γεύση την ένιωθε πάντα εδώ στο στόμα του. Πήγαιναν μαζί στο χωράφι να ποτίσουν τα καρπούζια  κι  ενώ η γιαγιά του  έχωνε το τσαπί στο χώμα αυτός  έβρεχε  όλη την ώρα τα πόδια του στο αυλάκι που διέσχιζε τον κάμπο . Το μεσημέρι τον έστελνε να γεμίσει το παγούρι από το καφενείο του θείου του κι  εκείνος τον κερνούσε  πορτοκαλάδα . Τα βράδια  περνούσε από το σπίτι του γείτονα κι έβλεπε μια τηλεόραση να παίζει μόνη της στα σκοτεινά . Μια νύχτα δοκίμασε να πλησιάσει και είδε το γείτονα να στέκεται ακίνητος σε μια καρέκλα, το πρόσωπο του φωτίζονταν από την τηλεόραση, αυτή η εικόνα του είχε μείνει . Η  γιαγιά του κοιμόταν στο μπαλκόνι σ’ ένα σιδερένιο ντιβάνι που κουβαλούσε κάθε βράδυ . Το δικό του κρεβάτι βρισκόταν σ’ ένα δωμάτιο που έβλεπε σε κάτι πράσινα φυλλώματα,  από κει ερχόταν αέρας  που τον δρόσιζε. Σ’  όλη του τη ζωή έψαχνε εκείνα  τα καλοκαίρια. 

 Στο  τέλος του καλοκαιριού οργανώνονταν και κάτι εκδρομές  σε  μοναστήρια στο  Καρπενήσι,  στην Καρδίτσα στα Μετέωρα .  Θυμόταν μια φορά που είχαν πάει  με τη γιαγιά του σ’  ένα μέρος σα φαράγγι μ’ ένα δάσος πελώριο όπου βρίσκονταν ένα παλιό μοναστήρι.  Η εκκλησία είχε χτιστεί  μέσα σ’ ένα βράχο που έμοιαζε με σπηλιά. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως το είχαν κάνει,  καθόταν εκεί και χάζευε το κτίσμα για ώρα πολύ  μέχρι που τον μάζεψε η γιαγιά του, «άντε πάμε να προσκυνήσουμε !».

Με τα παιδιά από το χωριό πήγαιναν κι  εκδρομές  στη θάλασσα. Πετούσαν μια  μεγάλη άσπρη πέτρα στη πέρα  βαθιά κι έπειτα όλα τα παιδιά   βουτούσαν   για να τη  βγάλουν. Αυτό γίνονταν πολλές φορές μέχρι να  μεσημεριάσει. Εκεί έμαθε να κάνει μακροβούτια.  Μια φορά που ταξίδευε  με κάποιο ιστιοπλοϊκό χρειάστηκε να στερεώσουν την άγκυρα στο βυθό. Βούτηξε  τότε κάπου είκοσι μέτρα  κι  όταν ανέβηκε στην επιφάνεια ο φίλος του είπε «είσαι τρελός,  ξέρεις πόσο βαθιά πήγες,  οχτώ ορόφους!». Όμως εκείνος ήξερε να βουτά από τότε που έψαχνε την πέτρα μαζί με τ’ άλλα παιδιά .  Εκεί έμαθε να βουλώνει τη μύτη και να φυσά προς την έξοδο των αυτιών που ένιωθαν την πίεση του νερού…

Αυτές ήταν οι καλές αναμνήσεις που είχε και τον βοηθούσαν να ξεχνά  τα καταναγκαστικά έργα στα χωράφια και το άγριο ξύπνημα μέσα στη νύχτα . Ήταν και κάτι άλλο που του άρεσε τότε. η τηλεόραση που είχε ένας φίλος του και πήγαινε εκεί τα απογεύματα να δει τις ιστορίες που εκτυλίσσονταν στη μαγική οθόνη.  Θυμόταν μια ταινία που  του είχε κάνει εντύπωση,   ήταν ‘’Η  κυρία και ο ναύτης’’ κι έδειχνε μια γυναίκα σχεδόν γυμνή να παλεύει μ’ ένα άντρα σε κάποιο  νησί έρημο , του είχε φανεί πολύ τολμηρή,  δεν ήταν ολόκληρη η ταινία βέβαια,  μόνο μια μικρή διαφήμιση, όμως εκείνος φαντάζονταν ένα σωρό πράγματα. Η  ασπρόμαυρη οθόνη ήταν κάτι μαγικό τότε και μερικές ιστορίες  είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό του, μια  σκηνή ιδίως όπου μια γυναίκα έβγαζε μια  φουρκέτα από τα μαλλιά της κι έσπρωχνε ένα κλειδί σε μια κλειδαρότρυπα βάζοντας μια εφημερίδα από κάτω. Όταν έπεσε το κλειδί που ήταν από  μέσα,  τράβηξε την εφημερίδα και το μάζεψε για να ξεκλειδώσει, του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση εκείνη η σκηνή. 

Τα τελευταία  ξέγνοιαστα  καλοκαίρια του ήταν τότε που  σπούδαζε σε κάποια σχολή σε μια  πόλη κάπου στα βόρεια.  Έπρεπε  να γυρνά πάλι  στο χωριό για να βοηθήσει τους γονείς του στα χωράφια όμως  στο τέλος του καλοκαιριού  γυρνούσε στην πόλη τάχα για να διαβάσει, και με κάτι παιδιά  πήγαιναν  στα θερινά σινεμά. Περνούσαν όλη τη νύχτα έξω  και   το πρωί αγόραζαν κουλούρια προτού πάνε στο σπίτι συζητώντας   με τα κορίτσι που είχαν μαζί τους. Στα θερινά σινεμά  είδε τα έργα που διαφήμιζε η τηλεόραση τότε που ήταν μικρός,   εκεί είχε δει κάτι ταινίες  του Κουστουρίτσα  ‘’Ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές’’  ‘’ Μπέιμπι Ντολ’’  και μια άλλη του Λουί Μπουνουέλ ‘’Η ωραία της ημέρας’’ με την Κατρίν Ντενέβ, δεν την είχε καταλάβει εκείνη τη γυναίκα,  τι ήθελαν από κείνη;  Είχε δει και άλλες ταινίες τότε  του  Βιμ  Βέντερς,   ‘’Παρίσι Τέξας  - πολύ του είχε αρέσει εκείνο το έργο – ‘’Τα φτερα του έρωτα ‘’και κάτι πολύ βαριά κουλτουριάρικα, Ταρκόφσκι και τέτοια,  δεν του άρεσε τόση κουλτούρα. 

Από τότε που παντρεύτηκε βούτηξε στα βαθιά,  τα καλοκαίρια  του περνούσαν γρήγορα κι αγχωτικά κι οι διακοπές του  έφευγαν  βιαστικά. Την πρώτη εβδομάδα το μυαλό του ήταν στη δουλειά,  δεν μπορούσε να ξεκόψει,  τη δεύτερη  άρχιζε να ηρεμεί και ήταν καλύτερα όμως μέχρι να το καταλάβει τελείωνε η άδεια του κι άντε πάλι πίσω.   Όπως ο  πατέρας του δούλευε σαν είλωτας στα χωράφια  περνούσε κι αυτός  στο γραφείο  ώρες ατέλειωτες χωρίς να βαρυγκωμά. Όλοι γύρω  απορούσαν με τις αντοχές  του  με τα χρόνια  όμως  είχε αρχίσει να κουράζεται πια.  Κάθε πρωί πήγαινε στο γραφείο  με τα πόδια. Ήθελα να περπατά επειδή  περνούσε πολλές ώρες καθισμένος στην καρέκλα κι η ώρα του πρωινού ήταν πάντα η καλύτερη του. Περνώντας από τα στενά  έβλεπε τηλεοράσεις να παίζουν μέσα σε δωμάτια σκοτεινά. Εκείνη την ώρα οι γυναίκες έβγαιναν  στα μπαλκόνια ν’ απλώσουν τα ρούχα καθώς δρόσιζε λιγάκι  και μπορούσες να κάνεις καμιά δουλειά.  Κορίτσια  περίμεναν το λεωφορείο κρατώντας  κάτι θερμός με κρύο νερό και κύπελλα με τον καφέ τους,  στους δρόμους  σοβατζήδες,  ελαιοχρωματιστές κι άλλοι τεχνίτες  έτρεχαν με τα μηχανάκια απολαμβάνοντας τον αέρα που φυσούσε στο πρόσωπα τους, σ’  ένα δρομάκι μάλιστα που ήταν ψηλά από την πόλη κι είχε δροσιά,  έβλεπε κάτι ανθρώπους μελαχρινούς να κοιμούνται αμέριμνοι όπως η γιαγιά του   σε κρεβάτια που είχαν βγάλει στο δρόμο χωρίς να φοβούνται, αυτούς τους ζήλευε πραγματικά…

Νόμιζε ότι τα καλοκαίρια   της αθωότητας και του ονείρου είχαν περάσει οριστικά όμως  κάτι συνέβη, ένα μικρό θαύμα σίγουρα  κι αυτές οι διακοπές του ήταν αλλιώτικες . Δεν πήρε δυο εβδομάδες άδεια όπως πάντα αλλά κατάφερε να εξασφαλίσει  έναν  ολόκληρο μήνα,  αυτό ήταν  δώρο θεού !  Στο θέρετρο όπου είχαν  νοικιάσει   έβλεπε τους ξενυχτισμένους υπάλληλους του ξενοδοχείου  να κοιμούνται στις καρέκλες τους.  Παραθεριστές ξενυχτισμένοι  κοιμόταν στις γωνιές των δρόμων βάζοντας το χέρι στο πρόσωπο  όπως τα πουλιά  σκεπάζονται με τις φτερούγες τους για να κοιμηθούν.  Γυναίκες περπατούσαν στο δρόμο φορώντας εκείνα τα αρχαία παπούτσια με τους λεπτούς πάτους , στα μπράτσα  τους είχαν σημάδια και μελανιές.  Στα πάρκα λάμπες χαλασμένες αναβόσβησαν ρυθμικά.  Στις  παραλίες χάζευε τα σώματα και τα μαγιό των κοριτσιών, σερβιτόροι με πιάτα και ποτά στα χέρια  πήγαιναν  κι ερχόντουσαν, τα ηχεία βούιζαν . Προς το τέλος των διακοπών το βλέμμα του άρχισε επιτέλους να καθαρίζει,  ήταν σα να μεταφέρθηκε πίσω στο χρόνο που είχε αποκτήσει άλλη διάσταση και σταμάτησε να τρέχει σαν κολασμένος.  Όλες οι αναμνήσεις των παιδικών και εφηβικών του χρόνων άρχισαν να κατακλύζουν το μνημονικό του σα να είχε ανοίξει μια βρύση κι έτρεχαν από κει ασταμάτητα εικόνες και ήχοι, νύχτες στα καπνοχώραφα,  δάση και σπηλιές, βουτιές στα βαθιά, ιστορίες σε οθόνες ασπρόμαυρες . Ξυπνούσε πολύ πρωί και καθόταν στο μπαλκόνι ,  έβλεπε τα κύματα  κι ένιωθε επιτέλους το μυαλό του να έχει αδειάσει από όλη τη σαβούρα που είχε μαζευτεί εκεί μέσα  για δεκαετίες.  Από ένα αμάξι κάτω στο δρόμο ακούγονταν ένα τραγούδι  ‘’Νάταν η αγάπη σαν νερό που δεν τελειώνει- όλες οι θάλασσες μαζί ’’,  η όραση του θόλωνε κι όλα έμοιαζαν να διαλύονταν  και να αποσυναρμολογούνται   μπροστά στα μάτια του.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...