Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΑΛΠΕΙΣ

 

Όλοι είχαν κλειστεί μέσα στα σπίτια τους εκείνον το καιρό εξαιτίας  της  επιδημίας  αυτόν όμως καθόλου δεν τον πείραζε καθώς    δούλευε  ώρες πολλές  , από το πρωί που ξεκινούσε μέχρι αργά το βράδυ μ’ ένα διάλειμμα το μεσημέρι να ξεκουραστεί λίγο,   τα μαγαζιά έκλειναν   αλλά εκείνος   είχε στήσει καλά το δικό  του και πουλούσε όλη την ώρα παίρνοντας παραγγελίες τηλεφωνικές  από παντού. Είχε εγκατασταθεί   στο υπόγειο και κανείς δεν τον ενοχλούσε, τα παιδιά είχαν τα δωμάτια τους κι η γυναίκα του ήταν στην κουζίνα, στο άλλον όροφο, έτσι είχε την ησυχία του εκεί πέρα.  Έμπαινε το πρωί, έβγαινε το μεσημέρι να ξεμουδιάσει λίγο  κι ύστερα ξανά πίσω για την απογευματινή βάρδια, ήταν λίγο σα φυλακή όλο το σκηνικό  αλλά το είχε συνηθίσει. Η δουλειά τον είχε απορροφήσει τόσο που δεν έβρισκε  ώρα για τίποτα άλλο, είχε τρεις - τέσσερις οδηγούς που έκαναν τις παραδόσεις,  μιλάμε  εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες δέματα, δεν είχε ταβάνι το πράγμα, μια φορά το μήνα μονάχα  πήγαινε στις αποθήκες να δει τι γίνεται, να έχει μια εικόνα .

 Ο κόσμος τώρα που είχε κλειστεί μέσα  ήθελε να  βγάλει το άχτι του και το είχε ρίξει στα ψώνια, αγόραζαν ότι να ναι χωρίς να προσέχουν και πολύ για ποιότητες και τέτοια, το μόνο που ήθελαν ήταν  να  νιώσουν ότι έκαναν  κάτι, ότι είχαν μια επαφή με τον κόσμο, ότι  έπαιρναν  ένα  αντικείμενο που θα τους έβγαζε από τη ρουτίνα. Φόβος υπήρχε παντού, μπορούσες να τον νιώσεις στον αέρα όταν έβγαινες έξω, όλοι περπατούσαν κοιτάζοντας γύρω,  ήταν  σα να γινόταν πόλεμος , σα να είχε πέσει μια βόμβα κι όλοι έμεναν κλεισμένοι  στα κλουβιά τους όπως  τα ποντίκια όμως από την άλλη δεν ήταν να παίζεις μ’ αυτό το πράγμα,  φαινόταν ύπουλο κι όλοι έλεγαν  για κάποιον γνωστό τους που κόλλησε με κάποιον τρόπο. 

Κάθε μέρα μιλούσε πολλές ώρες στο τηλέφωνο κι έστελνε όλη την ώρα μηνύματα μέχρι αργά το βράδυ, ώρες -ώρες αντιλαμβάνονταν ότι  η κατάσταση είχε ξεφύγει λίγο, όλος ο κόσμος γύρω έμοιαζε να έχει αποσυντονιστεί, είχε χάσει τη ρέγουλα του, την καθημερινότητα του,  τα παιδιά δεν πήγαιναν   στο σχολείο,  οι γονείς δεν κατέβαιναν  στη  δουλειά, όλα  έμοιαζαν  να έχουν  εκτροχιαστεί. Πνιγμένος  κι εκείνος  μες  τις παραγγελίες και τα τιμολόγια  είχε χάσει τη μπάλα,  πολλές φορές δεν ήξερε τι μέρα είναι,  αν τελείωνε ή αν άρχιζε η βδομάδα, όλα έμοιαζαν σα μια ρόδα που έτρεχε στην κατηφόρα αδιάκοπα, συχνά  έβγαινε από το υπόγειο κι έβλεπε ότι είχε βραδιάσει,  πότε είχε περάσει η ώρα,  πως κυλούσε ο χρόνος ;

 Μια νύχτα ήταν τόσο κουρασμένος που τον πήρε ο ύπνος πάνω στο ακουστικό,  ο άλλος περίμενε να του απαντήσει κι εκείνος ροχάλιζε. Από την κούραση και τα νεύρα έχανε πολλούς πελάτες όμως κι αυτό ήταν   μέρος της δουλειάς. Αργά το βράδυ, όταν τελείωνε πια, περνούσε από τις κρεβατοκάμαρες να δει τα παιδιά του που κοιμόταν, καμιά φορά προλάβαινε να τους πει καμιά κουβέντα, να τα ρωτήσει τι κάνουν, να τα χαϊδέψει λίγο,  πάντα ήθελε να έχει επαφή μαζί τους, αν δεν ήταν εκείνα δεν θα δούλευε  τόσο πολύ και κάθε Κυριακή  δεν άφηνε κανέναν να τον ενοχλήσει, το μόνο που ήθελε ήταν να καθίσει με τα μικρά , αν δεν έκανε το διάλειμμα μια μέρα τη βδομάδα ήταν τελειωμένος.

Περνώντας πολλές ώρες στο υπόγειο γραφείο μπορούσες να πεις ότι ήταν κάτι σα φυλακισμένος όμως από την άλλη ήταν κοντά στην οικογένεια κι αυτό μετρούσε.  Χρόνια τους είχε στερηθεί δουλεύοντας στην αγορά, στο κέντρο, σ’ ένα μαγαζί πολύ γνωστό, είχε πιαστεί βέβαια τότε κι έχτισε το σπίτι,  ο κόσμος είχε λεφτά και κάθε μέρα έφευγε από  με την τσέπη γεμάτη χρήματα, δεν είχε παράπονο όμως είχε σιχαθεί τους ανθρώπους γύρω του, δεν ήθελε να τους βλέπει,  ήταν όλοι άπληστοι, είχαν πάθει κάτι και το μάτι τους γυάλιζε,  όταν τον απέλυσαν  ένιωσε τόσο χάλια που ορκίστηκε να μην ξαναπεράσει από κει, δεν μπορούσε να ξαναβλέπει  το στενό όπου πήγαινε τόσον καιρό κάθε μέρα, ήθελε να το βγάλει απ’  το μυαλό του σα να μην είχε υπάρξει ποτέ εκείνο το διάστημα.

Κάθε πρωί σηκώνονταν πολύ νωρίς προτού χαράξει, φορούσε τις  φόρμες κι έβγαινε για τρέξιμο,  περνούσε μέσα απ’ την πόλη προσέχοντας να αποφύγει τα στενά όπου δούλευε κάποτε, το είχε για κακό να περνά από κει,  κάνοντας ένα κύκλο  κατέληγε στην θάλασσα. Αυτό το πρωινό τρέξιμο  ήταν πραγματικά αναζωογονητικό, τον είχε σώσει, του άρεσε η αίσθηση ότι εκείνος ήταν ζωντανός και δραστήριος την ώρα που οι άλλοι κοιμόταν, αισθάνονταν σα να κέρδιζε κάποιον χαμένο χρόνο.  Έβλεπε εκεί πέρα κάτι τύπους  σαν κι αυτόν που ίδρωναν κι αγκομαχούσαν,   χάζευε τα ψαράκια που ερχόταν μέχρι έξω στα βράχια, παρατηρούσε τον καιρό που κάθε φορά  άλλαζε, γίνονταν  νοτιάς και υγρός,  δροσερός και ζεστός, παγωμένος και στεγνός. Με το ξημέρωμα, όταν έσβηναν τα φώτα στους δρόμους, γύριζε στο σπίτι ιδρωμένος, έκανε ένα ντους  κι έπειτα καθόταν να πιει τον καφέ του και να δει τα νέα της μέρας, αυτή ήταν η καλύτερη ώρα του…

«Έ Ηλία !» του  φώναξε μια φωνή κάποιο χάραμα και γύρισε να δει ποιος  ήταν, δεν είχε ξημερώσει  ακόμα κι ελάχιστοι είχαν ξυπνήσει, εκείνη τη μέρα χωρίς να το καταλάβει παρέβη τον κανόνα του και πέρασε από τον δρόμο όπου βρίσκονταν η παλιά  δουλειά του, η γυναίκα του τον είχε παρακαλέσει να ενημερώσει την κάρτα της στο αυτόματο μηχάνημα κι είχε βρεθεί αναγκαστικά κατά κει,  γύρισε το κεφάλι και  είδε εκείνον που του φώναζε,  ήταν  ο γιος του αφεντικού του, ένα ρεμάλι που δεν τον πήγαινε με τίποτα,  από παλιά, τότε που γύριζε στα μπουζούκια και στα ξενυχτάδικα  δεν κοιμόταν  προτού φέξει,   «Έλα δω ρε μια στιγμή!» του φώναξε «Ας πάω να δω τι διάβολο κάνουν» σκέφτηκε.   

Μπήκε στη πολυκατοικία, ανέβηκε στον δεύτερο όροφο και μπήκε στα γραφεία της εταιρείας, έριξε μια ματιά γύρω, πόσος καιρός είχε περάσει όμως όλα είχαν μείνει όπως τα είχε αφήσει, η πολυθρόνα  όπου καθόταν πάντα ο γέρος σκαλίζοντας τα χαρτιά του, οι κορνίζες  στους τοίχους,  το έπιπλο κάτω απ’  το οποίο  είχε βρει κάποτε έναν πάκο χαρτονομίσματα και τα είχε βάλει στην τσέπη του- παραδόξως κανείς δεν του ζήτησε ποτέ λογαριασμό αν και  πάντα πίστευε ότι ο γέρος τον είχε καταλάβει.  Όλοι τον έτρεμαν τον παππού, ήταν πολύ σκληρός,  πέρα απ’  το χρήμα δεν υπολόγιζε τίποτα,  στις γυναίκες υπαλλήλους μιλούσε με τον χειρότερο τρόπο, όλες τον φοβόντουσαν, μια μέρα είχε δει μια κοπέλα να τρώει ένα σάντουιτς  την ώρα της δουλειάς και της φώναξε κάτι εκείνη όμως του είπε « Κύριε Δημήτρη πως ν’ αντέξουμε τόσες ώρες που μας έχετε εδώ πέρα;»  ο γέρος δεν της το συγχώρεσε «Έχεις μεγάλη γλώσσα,  έλα πάνω να πάρεις τα μεροκάματα σου» της φώναξε και την έδιωξε. Πάντα ήταν τραχύς και δύσκολος,  έμοιαζε με  ζώο που το είχαν κατεβάσει απ’ το βουνό, κανείς δεν τον χώνευε, στη κηδεία του λέγανε ότι είχαν πάει μονάχα τα παιδιά του κανένας άλλος, πάλι καλά δηλαδή.  

 «Τι γίνεται ρε» τον ρώτησε ο κληρονόμος, μένοντας  σε απόσταση « Δε μπορώ να σου δώσω το  χέρι…» του πέταξε «καταλαβαίνεις μπορεί να σε κολλήσω» συμπλήρωσε χαμογελώντας και φάνηκε ένα κενό στα δόντια του «Άσε έχουμε πρόβλημα, ο γέρος μ’ άφησε ένα κάρο χρέη,  πήγε ο βλάκας κι αγόρασε το  ξενοδοχείο κάτω στο λιμάνι,  πέταξε  πολλά  εκατομμύρια κι αυτοί αποδείχτηκαν λαμόγια,  μας έχουν φάει ένα σκασμό λεφτά έχουν πέσει κι οι δουλειές, πάμε για φαλιμέντο!»  Ώστε έτσι λοιπόν, ο γέρος τα είχε κάνει λαμπόγυαλο κι όλοι τον έπαιρναν για μεγάλο μυαλό που ήξερε από επιχειρήσεις κι από λεφτά  όμως  έτσι γίνεται, όσο πιο έξυπνος  νομίζεις ότι είσαι τόσο πιο εύκολα την πατάς.   

«Θυμάσαι ρε τότε που  θέλαμε να σε στείλουμε Ελβετία μ’  εκείνη τη τσάντα τα λεφτά κι ήσουν έτοιμος να δεχτείς,  τελικά πήγα  εγώ στη θέση σου και μ’ έπιασαν  οι μπάτσοι όπως πηγαίναμε να περάσουμε ένα τούνελ στις Άλπεις, άμα περνούσαμε την καταραμένη σήραγγα  τελείωνε η υπόθεση,  έκανε ένα κρύο που σε τρυπούσε κι εγώ καθόμουν σα βλάκας και κοίταζα το χιόνι πάνω στο βουνό,  έφτυσα αίμα μέχρι να φύγω !»  Πραγματικά έτσι είχε γίνει, έβγαζαν παράνομα μ’ αυτόν το τρόπο λεφτά για να μη φορολογηθούν.  Ήταν έτοιμος   να δεχτεί τότε,  ήταν όλα κανονισμένα,  σκεφτόταν ότι ήταν καλή ευκαιρία για ένα ταξιδάκι,  θα πήγαιναν μ’ ένα αυτοκίνητο, ο οδηγός  ήξερε τα κόλπα,  είχε λίγο ρίσκο η υπόθεση  όμως  ο γέρος  τον είχε διαβεβαιώσει ότι όλα ήταν κανονισμένα και κανείς δεν θα έψαχνε την μικρή τσάντα που κουβαλούσαν, το είχαν κάνει ένα κάρο φορές προηγουμένως. Μετά από δισταγμούς τελικά είχε αρνηθεί και  διάβασε στις εφημερίδες ότι  τους είχαν πιάσει στα σύνορα κρατώντας τους  κάμποσο διάστημα,  ο γέρος τελικά έβαλε το χέρι του και καθάρισε .

«Έ λοιπόν ξέρεις γιατί μ’  έπιασαν;» συνέχισε ο άλλος, « Με κάρφωσαν και ξέρεις ποιος, η μικρή που έδιωξε ο γέρος μου, την είχα γκόμενα ένα φεγγάρι κι όταν τη σούταρα σκύλιασε, μου το κρατούσε, έτυχε τότε να την απολύσουμε και βρήκε έναν θειο της που είχε στην αστυνομία, εκείνος μου την έστησε, τηλεφώνησε στο εξωτερικό, παντού, ήταν κέρατο,  είχα  κάνει τη βλακεία και της το είχα πει,  σκόπευα να την πάρω μαζί μου για παρέα στην Ελβετία,  δεν το ήξερα τότε αλλά ο πατέρας  είχε άκρες στην αστυνομία και μου είπε τι έγινε,  όταν το έμαθα   ήμουν έξαλλος αλλά μετά σκέφτηκα «δε πάει στο διάβολο!»  

Ώστε έτσι είχε γίνει λοιπόν, «Τι μαθαίνεις φίλε μου άμα ξυπνάς πρωί» σκέφτηκε, κοίταξε τον τύπο μπροστά του που κάπνιζε σκαλίζοντας τα χαρτιά όπως ο πατέρας του,  δεν τον έπειθε, δε μπορούσε να κρατήσει αυτός τόσο μεγάλη εταιρεία, δεν ήταν για τέτοια, σίγουρα θα τα πουλούσε όλα όπως είχε μάθει να κάνει μια ζωή,  δεν θα άφηνε τίποτα.  Κοίταξε τα αραιά του μαλλιά,  κάποτε ήταν όμορφος κι όλες  οι γυναίκες έτρεχαν πίσω του, πως είχε γίνει έτσι τώρα ρε φίλε, πως τ’  αλλάζει όλα ο καιρός,  τελικά ίσως δεν είχε κάνει άσχημα που πήγε εκεί πέρα να δει πως ήτανε.  Φεύγοντας σκεφτόταν την ιστορία με τα λεφτά και το τούνελ στις Άλπεις, φτηνά την είχε γλυτώσει, θα μπορούσε να περνά που και που από κει να μαθαίνει κανένα νέο.  Όπως έτρεχε δίπλα στη θάλασσα θυμόταν  την παλιά δουλειά του κι όλα όσα ήθελε να ξεχάσει, δεν ήταν τόσο χάλια τελικά όμως  κάτι δεν του άρεσε και λίγο -λίγο η προηγούμενη  απέχθεια για ότι όσα συνέβαιναν στην εταιρεία του γέρου   επέστεφε και του χαλούσε την διάθεση, το ήξερε πάντα ότι εκείνο το μέρος  εξέπεμπε μια τοξικότητα.

Ξημέρωνε σχεδόν κι όλα γύρω φανέρωναν την πραγματική τους γκρίζα εικόνα, ναι ασφαλώς,  ήταν λάθος του που πήγε από κει, θα του χαλούσε όλη τη μέρα,  καθώς διέσχιζε το δρόμο τα φώτα από τις κολώνες έσβησαν ξαφνικά και δεν μπορούσε να δει γύρω ,  ένα αμάξι ερχόταν με φόρα από το βάθος και το ένιωσε την τελευταία στιγμή  να περνά ξυστά από διπλά του,  φρενάρισε παρακάτω κι ένας χοντρός έβγαλε το πελώριο κεφάλι του,  «Πρόσεχε ρε ηλίθιε!» του φώναξε.  

 

 

 

 

 

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

HALLOWEEN

 Έπρεπε πλέον  να δουλεύει από το σπίτι έτσι του είχαν πει από την εταιρία  κι αυτό ήταν δώρο θεού,  δεν είχε καμιά όρεξη να τρέχει λαχανιασμένος όπως έκανε τόσα χρόνια προσπαθώντας  κάθε πρωί να προλάβει το ωράριο,  το είχε επιθυμήσει  να μείνει στο σπίτι ώρες ατέλειωτες  μέχρι να σαπίσει και να βαρεθεί φορώντας τις παντόφλες του,  σιγά μη του έλειπε το γραφείο, καθόταν εκεί πέρα κάθε μέρα μέχρι αργά  διαβάζοντας  τους φακέλους και  τα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία,  έπαιρνε τηλέφωνα δεξιά αριστερά σε πελάτες, έκλεινε δουλειές, διαπραγματεύονταν τιμές, μια χαρά  ήταν,  πως δε το είχαν σκεφτεί τόσον καιρό να δουλεύουν  από το σπίτι ρε φίλε, σε άλλες χώρες λέει το εφάρμοζαν από χρόνια, αυτό ήταν το μέλλον,  όλων η δουλειά γινόταν καλύτερα!

Καθώς οι θερμοκρασίες έξω έπεφταν ήταν πολύ ευχάριστο να κάθεσαι στο σπίτι ανάβοντας το καλοριφέρ, ο καιρός του θύμιζε την εποχή που ήταν φαντάρος  σε κάποιο στρατόπεδο έρημο κάπου στα σύνορα ένα φθινόπωρο πριν από πολλά χρόνια, τα φύλλα άλλαζαν χρώμα και γίνονταν καφετιά και κόκκινα,  τα άρματα έφευγαν για ασκήσεις κι όπως περνούσαν πάνω  από μια γέφυρα για να βγουν από την πύλη ο ήλιος χτυπούσε με τις ακτίνες  το πρόσωπο του σα να τον πυροβολούσε με φωτεινές ριπές, τέτοιες αναμνήσεις περνούσαν από τη σκέψη του.

Κάθε πρωί που ξυπνούσε για να κατεβάσει τα σκουπίδια αντίκριζε έναν γάτο παχουλό που ξάπλωνε πάνω στον  σωρό ξερών φύλλων έξω από την πολυκατοικία,  τον χάιδευε στην κεφάλα κι εκείνος άρχιζε να γουργουρίζει ευχαριστημένος. Ύστερα,  έφτιαχνε καφέ και καθόταν  στο γραφείο του,  απ’  το παράθυρο του μπαλκονιού παρακολουθούσε τα πουλιά που μαζεύονταν στο δέντρο μπροστά από το σπίτι του, ήταν  μια καρυδιά που ποιος ξέρει πως είχε σωθεί από τον οικοδομικό ορυμαγδό,  τα καρύδια είχαν αρχίσει να μαυρίζουν και να πέφτουν και τα πουλιά που τα είχαν πάρει χαμπάρι τα έκοβαν με το μάτι και μετά σκαρφάλωναν στα τελευταία κλαδιά,  άρπαζαν με το ράμφος τους ένα κάθε φορά κι εξαφανίζονταν κατά τις στέγες των πολυκατοικιών.  Πιο ικανές ήταν οι καρακάξες με τα ασπρόμαυρα γυαλιστερά τους φτερά, ήταν πολύ σβέλτες κι έβρισκαν αμέσως το στόχο τους,  οι δεκοχτούρες πάλι πρέπει να ήταν  χαζοπούλια, ήταν ήμερες όμως και όμορφες καθώς ζυγιάζονταν στα κλωνάρια  χωρίς να μπορούν  να τον δουν όπως  τις παρακολουθούσε πίσω από το τζάμι ακίνητος. Τα πουλιά τον ξυπνούσαν κάθε πρωί,  μόλις ξημέρωνε άρχιζαν να κράζουν και να μαζεύονται σε κοπάδι σα να πανηγύριζαν  που τελείωσε η νύχτα και τώρα ο ήλιος θα ζέσταινε επιτέλους τα ταλαιπωρημένα σώματα τους, τα παρακολουθούσε σα αν ήταν στο ύπαιθρο,  ήταν μια εμπειρία πολύ ευχάριστη.

Ένα βράδυ εκεί που καθόταν αφηρημένος χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσε χωρίς να σκεφτεί κι άκουσε  μια φωνή γυναικεία να λέει:  « Στο  διπλανό   διαμέρισμα   μένει ένας γέρος,  έχει κάτι που θέλω, μια από αυτές τις μέρες θα σου πω  πως  θα το πάρεις » - « Ποια είσαι;» ρώτησε «Που με ξέρεις , που βρήκες τον αριθμό μου;» -  « Θα σου ξανατηλεφωνήσω, γεια» είπε η άγνωστη φωνή κι έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά. Πρώτη φορά δέχονταν τέτοιο περίεργο τηλεφώνημα, κοίταξε για το νούμερο όμως δεν φαινόταν τίποτα, είχε γίνει με απόκρυψη η  φωνή του θύμιζε κάτι αλλά δεν μπορούσε να βρει τι,  κάπου την ήξερε ειδικά ο τρόπος που είχε πει το ‘’γεια’’ ήταν πολύ γνωστός όμως τι ήθελε δεν μπορούσε να καταλάβει.  Στο διπλανό διαμέρισμα  έμενε πράγματι ένας γέρος, ένας  τύπος μοναχικός,  κανείς δε φαινόταν να τον επισκέπτεται και δεν ήξερε τίποτα για κείνον  μονάχα ότι ήταν συνταξιούχος αστυνομικός, καμιά φόρα  του  ζητούσε καφέ που τον έφτιαχνε και   του τον έδινε από το μπαλκόνι,  ο γέρος τον έπινε κι επέστρεφε το  φλιτζάνι  με το πιατάκι  χωρίς να μιλά μόνο τον κοιτούσε  μ’ ένα έναν βλέμμα που έλεγε ‘’ευχαριστώ’’, αυτό ήταν όλο.

Δεν μπορούσε  να εξηγήσει τι σήμαινε  το τηλέφωνο της γυναίκας  όμως το σκεφτόταν πολύ τις επόμενες μέρες και πρόσεχε περισσότερο τον γέρο που έμενε δίπλα του. Δεν του ήταν  αντιπαθητικός και  θα του μιλούσε περισσότερο  αν δεν τον είχε δει ένα μεσημέρι να  κυνηγά τον παχουλό γάτο στην ταράτσα και με μια σκούπα να τον ρίχνει κάτω στο κενό, το σώμα του γάτου αφού κύλησε πάνω σε μια τέντα που έκοψε την πτώση του προσγειώθηκε άγαρμπα στο τσιμέντο αλλά ο γάτος ήταν βέβαια εφτάψυχος κι εξαφανίστηκε τρέχοντας χωρίς να πάθει τίποτα, έκτοτε ερχόταν επιφυλακτικά μόνο σ’ εκείνον, αν και λένε ότι οι αρσενικοί είναι μπούφοι  ετούτος  ήταν έξυπνος,  περίμενε κάποιος ν’  ανοίξει την πόρτα της πολυκατοικίας κι αμέσως χωνότανε, πολλές  φορές αν αργούσε να του δώσει τις κροκέτες του  γρατζουνούσε την πόρτα κι εκείνος καταλάβαινε ότι ζητούσε το πιατάκι του…

Βρισκόταν στο μέσον μιας βδομάδας που του είχε φανεί ατελείωτη, είχε μπλέξει μ’ έναν πελάτη αμερικάνο που δεν ήθελε να κάνει δουλειά αλλά επιθυμούσε κουβέντα για να περάσει την ώρα του,  τον είχε ζαλίσει για το πώς περνούν εκεί στην Αμερική και για τις γιορτές τους,  τώρα λέει είχαν το Halloween κι όλοι ήταν στενοχωρημένοι επειδή τα παιδιά δεν μπορούσαν να  γυρίσουν από σπίτι σε σπίτι μιας κι όλοι ήταν αμπαρωμένοι από τον φόβο της επιδημίας. Όταν επιτέλους ο άλλος τον καληνύχτισε   τα νεύρα του ήταν τεντωμένα, την ώρα που νύχτωνε έξω η περίεργη γυναίκα του ξανατηλεφώνησε πάντα με απόκρυψη, «Ο παππούς δίπλα είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα,  δίπλα του υπάρχει ένας χαρτοφύλακας,  πάρτον και άφησε τον κάτω στην είσοδο πίσω από την κολώνα δεξιά» του είπε μ’ έναν τόνο προστακτικό που έμοιαζε να μη δέχεται αντιρρήσεις. Χωρίς  να σκεφτεί τι κάνει φόρεσε  μια ζακέτα και βγήκε να δει τι συμβαίνει, πράγματι η πόρτα του διπλανού διαμερίσματος ήταν  ανοιχτή, μπήκε μέσα και βρήκε τον γέροντα  στο πάτωμα της κουζίνας, ήταν  πεσμένος ανάσκελα, ανέπνεε ελαφρά σα να κοιμόταν,  δίπλα του υπήρχε ένας δερμάτινος χαρτοφύλακας ανοιγμένος όπως είχε πει η γυναίκα στο τηλέφωνο, ο γέρος δεν φαινόταν να έχει πάθει τίποτα αν και ήταν παράξενο που είχε βρεθεί ξαπλωμένος εκεί πέρα  πάντως ήταν ζωντανός «Έ παππού» του φώναξε σπρώχνοντας τον μαλακά ο γέρος όμως δεν άνοιγε τα μάτια του σα να κοιμόταν βαθιά, άρχισε να φοβάται, τι ζητούσε στο ξένο σπίτι, ποια ήταν η γυναίκα που του είχε τηλεφωνήσει, πως ήξερε τι συνέβαινε, τι συνέβαινε εκεί πέρα,  το καλύτερο που είχε ένα κάνει ήταν να φύγει  και να τηλεφωνήσει στην αστυνομία ή στα επείγοντα. 

 

Πήρε το 166,  τους είπε τι συμβαίνει κι όσο περίμενε να έρθουν   έριξε μια ματιά στον χαρτοφύλακα,  κάτι χαρτιά υπήρχαν εκεί μέσα, αποκόμματα από εφημερίδες, μια ταυτότητα παλιά,  κάτι βιβλιάρια κι άλλα έγγραφα ανάμεσα τους μερικές σελίδες λευκές όπου  ο γέρος φαίνεται ότι σημείωνε ημερομηνίες και περιστατικά που είχαν συμβεί κάποια περίοδο, ξεχώρισε μια σελίδα και διάβασε,  “Πήγαμε στο  καφενείο ‘’Οι δυο μουριές’’, ο ψηλός  με την καμπαρντίνα μας παρακολουθεί, λένε ότι όλα τα έκανε αυτός, δεν ξέρουν το όνομα του μόνο ότι  τον φωνάζουν  ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ, αυτός  έστηνε καρτέρι στο μεγάλο δρόμο που βγάζει  έξω απ’ την πόλη, εκεί έφαγε δυο γυναίκες που  έφευγαν από τα μαγαζιά μετά τα μεσάνυχτα ».  Στάθηκε εκεί μερικές στιγμές βλέποντας τα γράμματα του παλιού αστυνόμου, ποιος ξέρει τι υποθέσεις είχαν περάσει από τα χέρια του και τι είχαν δει τα μάτια του όμως   γιατί  τα σημείωνε όλα τούτα,  ποιος ήταν  εκείνος ο τύπος που τον αποκαλούσαν ‘’το φάντασμα’’, τι είδους  εγκλήματα είχε διαπράξει ; Χωρίς  να το καταλάβει συνέχισε να διαβάζει  τις γκρίζες  σελίδες, όλες οι σημειώσεις έμοιαζαν παλιές όμως μια τελευταία είχε προστεθεί κι ήταν  πολύ περίεργη, το μελάνι ήταν πολύ πιο φρέσκο λες και είχε προστεθεί από κάποιον περισσότερο μορφωμένο που χρησιμοποιούσε άλλο λεξιλόγιο, άλλες εκφράσεις,  η καταγραφή έλεγε « Από τότε δεν τον ξαναείδαμε και κανείς δεν άκουσε ποτέ  γι αυτόν, ήταν σα να πέρασε από κάποια τρύπα της πραγματικότητας κι εξαφανίστηκε στο άπειρο».

Η φράση αυτή για κάποιο λόγο τυπώθηκε βαθιά στο μυαλό του με τη μία, ήθελε να την αντιγράψει εκείνη τη στιγμή για να μη την ξεχάσει,  τι ωραία θα ήταν να μπορούσε  να  γίνει κάτι τέτοιο,  αν ήταν δυνατό να περάσεις από κάποια σχισμή μέσα στο χρόνο και να χαθείς, να φύγεις από τη μιζέρια του παρόντος και  να ταξιδέψεις,  να βρεθείς σε μια άλλη διάσταση, αν και αφορούσε κάποιον ύποπτο για εγκλήματα   η ιδέα του φάνηκε πολύ ωραία. Τακτοποίησε τα χαρτιά και τα έχωσε πάλι στον χαρτοφύλακα, όπου να ναι θα ερχόταν οι τραυματιοφορείς και δεν έπρεπε να τον δουν με τα χαρτιά έκλεισε το  φερμουάρ της τσάντας κι έριξε μια ματιά στο χώρο γύρω τη στιγμή που το κουδούνι χτυπούσε, ήταν οι νοσοκόμοι τους άνοιξε κι ακριβώς τότε  το τηλέφωνο του κουδούνισε  πάλι σαν κάποιος να παρακολουθούσε τη σκηνή, «Πάρε τον χαρτοφύλακα και θα μου τον παραδώσεις στις 12» είπε η ίδια  φωνή όμως αυτή τη φορά ήταν έξαλλος που μια γυναίκα τον διέταζε,   «Πήγαινε στο  διάβολο !’’ της φώναξε χρησιμοποιώντας κάτι βρισιές πολύ άσχημες   κι έκλεισε απότομα το τηλέφωνο.  Δεν είχε προλάβει να τη διαoλοστείλει όταν εμφανίστηκαν   δυο τραυματιοφορείς που τον κοίταξαν απορημένοι έχοντας ακούσει τις φωνές,  «Κάτι άσχετο» δικαιολογήθηκε, εκείνοι αφουγκράστηκαν τον γέρο,  κι έπειτα   σήκωσαν  με κόπο τον παππού  και τον έβαλαν στο ασθενοφόρο, «Αν χρειαστούμε κάτι έχουμε το τηλέφωνο σου»  φώναξε ο πιο σωματώδης   όπως κατέβαινε αγκομαχώντας τις σκάλες.

Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα και  ήταν πάρα πολλά  για το μυαλό του,  δεν μπορούσε να τα αναλύσει,  να τα σκεφτεί, να τα εξηγήσει, πιο πολύ τον είχε θυμώσει το θράσος της γυναίκας όμως δεν ήταν  μόνο θυμός,  ήταν και φόβος γιατί ήταν σα  να τον παρακολουθούσε  με κάποια κάμερα κρυφή Ξαφνικά  ένιωσε πολύ κουρασμένος, οι ζόρικοι πελάτες τον είχαν σακατέψει όλη μέρα και τώρα το βράδυ  είχε γίνει κι αυτό, κλείδωσε,  φόρεσε τις πυτζάμες του κι έπεσε  για ύπνο. Κατά τις τρεις το πρωί ξύπνησε ακούγοντας έναν θόρυβο, κάποιος γρατζουνούσε τη πόρτα, ο ήχος έμοιαζε μ’  αυτόν που έκανε ο γάτος  όταν ήθελε φαϊ  αλλά το γατί ποτέ δεν το έκανε αυτό μέσα στη νύχτα, κοίταξε από το ματάκι κι εκείνη τη στιγμή ένα μάτι πελώριο εμφανίστηκε από την άλλη μεριά και τον κοίταξε, τινάχτηκε πίσω τρομαγμένος περιμένοντας κάτι να συμβεί όμως τίποτα δεν έγινε, μόνο μια σιωπή απέραντη απλώθηκε σα να είχε ερημώσει ο κόσμος όλος.   

 

  

 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...