Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΠΗΔΟΝΑ

Αυτό το όνειρο το έβλεπε συχνά, επέστρεφε λέει στο διαμέρισμα του κι έβρισκε την πόρτα παραβιασμένη, κάποιος το είχε διαρρήξει, όπως έμπαινε στο δωμάτιο του  όλα ήταν άνω κάτω ακόμα κι οι τοίχοι γδαρμένοι σα να είχαν ψάξει παντού, προχωρώντας  στο εσωτερικό έβρισκε κάποιον ξένο να κοιμάται στον καναπέ του, ποτέ δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπο του, πλησίαζε να τον χτυπήσει όμως όπως σήκωνε  το χέρι του εκείνο  κολλούσε, έμενε παράλυτο, μετέωρο, παγωμένο,  ξέρεις πως είναι στους εφιάλτες όπου μένεις κόκαλο  και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, καθώς  πάλευε να σηκώσει το χέρι του ξυπνούσε ιδρωμένος.

Άλλοτε πάλι έβλεπε ότι δεν είχε σπίτι πλέον, του το είχαν πάρει, που θα κοιμόταν, πως θα έβγαζε τη νύχτα, έψαχνε στην τσέπη του κι έβρισκε ένα κλειδί ξεχασμένο από κάποιο δωμάτιο που ήταν ακατοίκητο, ξεχασμένο, εκεί θα μπορούσε να μείνει προσωρινά μέχρι να βρει κάτι καλύτερο, όλα αυτά τα έβλεπε ταχτικά, η γυναίκα του έλεγε ότι ήταν κάποιος φόβος βαθιά μέσα του κι  επέμενε ότι έπρεπε  να έχουν ένα εξοχικό μήπως γίνει κάτι, μήπως οι καταστάσεις αλλάξουν ξαφνικά  και χρειαστεί να φύγουν, όπως και να χει καλό είναι να χεις μια εναλλακτική, δεν ξέρεις τι γίνεται.

Τι θα έκαναν αν κέρδιζαν λεφτά στο στοίχημα, αυτό ήταν το αγαπημένο τους θέμα όποτε κουβέντιαζαν  με τη γυναίκα του,  ε ρε φίλε δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο απ’ το  να φτιάξει το σπίτι που είχε το πατρικό  να χει ένα καταφύγιο άμα κάτι πήγαινε στραβά. Το σκεφτόταν σοβαρά, ένας απ’  τους φίλους του που είχε σπίτι δικό του σ’ ένα χωριό,  κι αμπέλια και κτήματα έτοιμα,  τα είχε παρατήσει όλα  για να φύγει στην Γερμανία, βρήκε δουλειά  σ’ ένα σκαπτικό μιας εταιρίας που φύτευε  ίνες οπτικές στο χώμα, εκεί πέρα δεν είχε ωράριο, ούτε που τους ένοιαζε,  όσο άντεχες, παντού υπήρχαν εργοστάσια  κι εγκαταστάσεις καινούριες που έπρεπε να συνδεθούν με τα καταραμένα καλώδια,  δούλευαν ασταμάτητα σα μαύροι όλο τον καιρό  μέχρι που η γη πάγωνε καθώς το θερμόμετρο έπιανε  μείον πέντε και μείον δέκα,  τότε μόνο σταματούσαν.  Ο φίλος του είχε πέσει με τα μούτρα κυνηγώντας τα λεφτά όμως στο τέλος έχασε τη μπάλα, γυρνούσε σπίτι μόνο για να φάει και να κοιμηθεί,  η γυναίκα του τον είχε  παρατήσει για κάποιον Πολωνό κι αυτός είχε απομείνει μοναχός να σκάβει με το μικροσκοπικό σκαπτικό του λάκκους κι αυλάκια στη γερμανική γη μες  την ομίχλη και το κρύο,  όποτε γυρνούσε στην πατρίδα και συναντιόταν του λεγε : ‘’Πόσο  ηλίθιος ήμουν που  άφησα σπίτι τελειωμένο και χωράφια για να πάω σκλάβος στους γερμαναράδες!’’

Το εξοχικό ήταν μια λύση πιο πολύ για το καλοκαίρι, τώρα που  ο ουρανός είχε γίνει γκρίζος και ταίριαζε με τα κτήρια και τους δρόμους ήταν ευχαριστημένος,  αυτή είναι η γοητεία της πόλης, το χειμώνα με τα κρύα και τις βροχές θες να βλέπεις κόσμο μαζεμένο, κίνηση και ζωντάνια, όλο αυτό το περιβάλλον κάνει το αίμα να τρέχει στις φλέβες , η επαρχία  το χειμώνα είναι θλιβερή ειδικά τα χωριά που τσαλαβουτούν μες τις λάσπες και την ομίχλη,  το καλοκαίρι είναι άλλη φάση, τότε δεν αντέχεις την πολυκοσμία, σε πνίγει, είναι ανυπόφορη,  στη ζέστη  θες ν’ απλωθείς, ν’ ανασάνεις, να φύγεις μακριά…

Παλιά δεν τα σκεφτόταν όλα αυτά όμως τελευταία είχε αρχίσει να βαριέται,  ήταν κι εκείνη η δουλειά στο κέντρο όπου συναντούσε κάθε καρυδιάς καρύδι, όλους τους περίεργους και  μυστήριους  τύπους, όλους εκείνους που αποτελούν τα χαρακτηριστικά δείγματα κάθε μεγαλούπολης ξέρεις τώρα, ζητιάνους,  πρεζόνια, κλέφτες, απατεώνες, τελειωμένους, λαμόγια, αλκοολικούς, γριές, τύπους αποτυχημένους και πιτσιρικάδες περίεργους που ρωτάνε και χώνονται όπου να ναι,  βολεμένους, τζαμπατζήδες και τεμπέληδες, μετανάστες μαύρους, μελαψούς και βαλκάνιους, τουρίστες βλαμμένους που νομίζουν ότι ανακάλυψαν κάτι καινούριο χωρίς να χουν ιδέα  κι ότι μπορείς να φανταστείς απ’  αυτό  που αποτελεί  την αντιπροσωπευτική ‘’αφρόκρεμα’’ κάθε μεγάλης  πόλης. Από ένα σημείο κι έπειτα χωρίς  να το καταλάβει   δεν ήθελε να περνά από κει , όποτε πλησίαζε στο κέντρο άλλαζε δρόμο, αναρωτιόταν κι ο ίδιος τι στο καλό είχε πάθει. Θα μου πεις αν ήταν λίγο ποιο προσεγμένη η πόλη, λίγο πιο συμμαζεμένη, λίγο πιο όμορφη όπως κάτι ευρωπαϊκές πολιτείες με τις απέραντες  αλέες και τα πάρκα τους τα δεντροφυτεμένα  ίσως να μην είχε αυτή τη γνώμη,  ποιος ξέρει,  εδώ όλα έμοιαζαν όμως στο έλεος του θεού παρατημένα, άνθρωποι και σκουπίδια πεταμένα παντού.

Παλιά απ’  όσο θυμόταν δεν ήταν έτσι, το πράγμα  είχε ξεφύγει τα τελευταία χρόνια, ίσως βέβαια ήταν και πιο νέος  τότε και δεν πρόσεχε τι συμβαίνει γύρω του,  από την άλλη στον καθένα μπορεί να συμβεί  κάτι τέτοιο, είναι φυσικό,  σού ρχεται μια φλασιά στα καλά καθούμενα και λες ‘’Ρε φίλε δεν μπορώ άλλο μ’ αυτό το μπλουζάκι,  το βαρέθηκα!’’  ή,   ‘’Ρε φίλε αυτό το αμάξι πρέπει να το στείλω στο διάβολο, δεν θέλω ούτε να το βλέπω ύστερα από τόσα χρόνια!’’ Όλη τη ζωή του  σ’ αυτή την πόλη την είχε περάσει αλλά  έρχεται κάποια στιγμή που όλα σχεδόν συμπληρώνουν τον κύκλο τους, κάτι τέτοιο είχε πάθει κι ούτε ήξερε τι ζητούσε και που θα πήγαινε,  ήξερε μόνο ότι είχε βαρεθεί την πόλη,  την είχε ξεζουμίσει,  ότι ήταν  να του δώσει του το έδωσε, όλα αυτά που είχε ακούσει και που είχε διαβάσει αποδείχτηκαν βλακείες, είμαστε λέει οι σύγχρονοι άνθρωποι στρείδια της πόλης και βλακείες, τι στρείδι  ρε φίλε, ένας κακομοίρης είσαι που βολοδέρνεις μέσα στην άσφαλτο και στο τσιμέντο, σήκω φύγε από κει να σε φυσήξει λίγος αέρας, να καθαρίσει το μυαλό σου, να δεις το πρόσωπο του θεού μια στιγμή !

Κάθε πρωί ξυπνούσε μ’ ένα άγχος που τον πλάκωνε,  έβγαινε έξω και δεν ήξερε ποιον δρόμο να πάρει για να πάει στη δουλειά του, έβλεπε εκεί πέρα τα αδέσποτα να χασμουριούνται και να τεντώνονται αμέριμνα, ευτυχισμένα, τα πουλιά να πετούν και να ξεφωνίζουν χωρίς  να δίνουν δεκάρα για τι συνέβαινε γύρω τους,  ρε φίλε αυτά δεν αγχώνονταν  δεν στενοχωριούνταν, κάθε μέρα  ξυπνούσαν και το μόνο  που σκέφτονταν ήταν πως θα γεμίσουν την κοιλιά τους, πόσο απλή ήταν η ζωή τους !

Μια μέρα που είχε πάει σε μια δουλειά βρέθηκε σ’ ένα σπίτι κάπου στα προάστια, διόρθωνε τις σωληνώσεις του αερίου που έβγαιναν στο μπαλκόνι,  καθώς προχωρούσε το φθινόπωρο είχε αρχίσει να χειμωνιάζει, ωραίος ήταν ο Σεπτέμβριος, ηλιόλουστος και δροσερός όμως θύμιζε το καταραμένο το καλοκαίρι που πάντα σου βγάζει τη πίστη μέχρι να περάσει, τώρα όπως κρύωνε λίγο μπορούσες να συγκεντρωθείς πιο καλά,  να μαζέψεις το μυαλό σου, να καταλάβεις τι σου γίνεται. Όπως ένιωθε βαρύ το κεφάλι του έκανε ένα διάλειμμα μια στιγμή  όταν πρόσεξε  απέναντι ένα κολυμβητήριο ανοιχτό  με νερά γαλάζια που  ήταν μια όαση πραγματική μέσα στη θάλασσα του τσιμέντου,  κάθισε εκεί και  χάζευε τους  βουτηχτές που γλιστρούσαν με απλωτές χεριές κι άλλους που  έμοιαζαν να βυθίζονται και ν’  αναδύονται όλη την ώρα χωρίς  να κουράζονται, δέντρα κουνούσαν τα φύλα τους από γύρω κι ήταν σα να βρισκόσουν στην παραλία, ο αέρας φυσούσε δυνατά κουνώντας μια σημαία που κυμάτιζε σαν τρελή, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο  ανάγκη το είχε εκείνη τη στιγμή ένα τέτοιο θέαμα, ήπιε από ένα ποτήρι που του είχαν δώσει κι ένιωσε να χαλαρώνει επιτέλους, οι σκέψεις του σα να λύθηκαν και μια ευφορία παράξενη απλώθηκε μέσα του.

Εκείνο το βράδυ είδε πάλι το όνειρο με το ανοιχτό σπίτι όμως αυτή τη φορά όπως έμπαινε στο διαμέρισμα δεν βρήκε κανέναν μέσα, η  πόρτα του μπαλκονιού ήταν ανοιχτή, όπως έβγαινε στη βεράντα είδε ξαφνικά  κάτω από την οικοδομή μια ακτή γεμάτη βράχια  και νερό πεντακάθαρο έμοιαζε με το τοπίο που συναντάς στα νησιά, στην αμμουδιά υπήρχαν κάτι παγκάκια περιποιημένα κι όλη την ώρα ο αφρός  των κυμάτων χτυπούσε πάνω στις  πέτρες  σα να ήθελε να τις καθαρίσει και να τις γυαλίσει, αναρωτήθηκε πως ήταν δυνατό να μη το έχει προσέξει ποτέ του,  πως είχε έρθει η θάλασσα μέχρι εκεί, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του, γιατί δεν του το είχε πει ποτέ  κανείς , γιατί δεν είχε ανοίξει την πόρτα του μπαλκονιού να ρίξει μα ματιά από κάτω, τι στο διάβολο συνέβαινε; Τώρα ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε κι εκείνο τον περίεργο δίχως πρόσωπο  ξένο να ξαπλώνει σα δαίμονας στο κρεβάτι του,  αυτή ήταν η λογική συνέχεια αυτή τη φορά όμως δεν ήταν άντρας ο ξένος ήταν μια γυναίκα που μόλις τον αντιλήφθητε γύρισε το πρόσωπο της και τον κοίταξε στα μάτια, θε μου ήταν ολόιδια η μάνα του όπως την είχε δει σε μια φωτογραφία παλιά που είχαν κάποτε στον τοίχο, ‘’Μάνα τι κάνεις  εδώ πέρα; ‘’ φώναξε και ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα.

Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαινε εκείνο το όνειρο, γιατί είχε αλλάξει το μοτίβο κι  αντί για κλειστοφοβικό είχε εκείνη την περίεργη ακτή που δεν την είχε δει ποτέ στη ζωή του,  τι σήμαινε η μάνα του έτσι όμορφη που τον περίμενε,  τι ήθελε να του πει;  Το συζήτησε με τη γυναίκα του κι αυτή που διάβαζε ένα σωρό βιβλία μ’  ονειροκρίτες  κι εξηγήσεις παράξενες του είπε ότι τα όνειρα με τους γονείς  τα λένε ‘’Όνειρα του Σαρπηδόνα’’   στον οποίο ο πατέρας του ο Δίας είχε στείλει τα δυο τρομερά  αδέρφια,  τον Ύπνο  και τον  Θάνατο για να τον συνοδέυσουν στον άλλο κόσμο όταν τον σκότωσε ο Πάτροκλος,  τα βιβλία έγραφαν  ότι τέτοια όνειρα  προμήνυαν  κάτι σημαντικό αλλά  δεν ήξερες αν ήταν για καλό ή για κακό...

Το διάστημα που ακολούθησε  χωρίς να το καταλάβει η διάθεση του άλλαξε,  όλο το σώμα του σα να χαλάρωσε,  σα να βγήκε από μέσα του όλη η κούραση τόσων χρόνων και με το που χαλάρωσε αρρώστησε,  καθώς ήταν  στο τρέξιμο τόσα χρόνια δεν προλάβαινε ούτε ν’  ασθενήσει  όμως το σώμα έχει τους δικούς του νόμους,  τον έπιασε μια γρίπη που πήρε καιρό,  το κεφάλι του πονούσε,  τα δόντια του άρχισαν να βγάζουν θέματα,  πέρασε μια περίοδο δύσκολη κι ο ύπνος του ήταν ταραγμένος, αντί για κλέφτες έβλεπε ποτάμια,  όχθες γεμάτες μούρα,  άλογα και φεγγάρια,  χωράφια γεμάτα μπαμπάκι κι ελάφια που έτρεχαν στο χορτάρι, ιτιές κι ανεμοστρόβιλους,  αυτό πρέπει να κράτησε μερικούς μήνες,  ύστερα ξανά το σώμα άρχισε να επανακτά τις δυνάμεις του και να επανέρχεται  γερό όπως ήτανε. 

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

+Επιτέλους είχε δροσίσει, το αεράκι που φυσούσε όλη μέρα, ειδικά τα πρωινά, ήταν μια ανακούφιση απίστευτη, όπως περπατούσες στα στενά μπορούσες ν’ ανασάνεις ξανά την ευεργετική ψύχρα του φθινοπώρου, όλοι φορούσαν ακόμα τα καλοκαιρινά τους αν και οι θερμοκρασίες έπεφταν, δεν τους ένοιαζε, μετά την καταραμένη ζέστη του καλοκαιριού όλα έμοιαζαν φθαρμένα και ταλαιπωρημένα, τα αμάξια αγκομαχούσαν στις ανηφόρες , τα χορτάρια είχαν λιώσει, οι θάμνοι μαραμένοι, τα αδέσποτα περπατούσαν ασθμαίνοντας, η θάλασσα ξέθωρη, οι άνθρωποι μαυρισμένοι, ξεφλουδισμένοι, όλοι ήθελαν ένα φρεσκάρισμα, μια βροχή δυνατή να τους ποτίσει, να τους ξεπλύνει, να τους καθαρίσει, να τους αναζωογονήσει!

Ο κόσμος που γύριζε απ’ τα νησιά και τις ακτές έμοιαζε μουδιασμένος σα να μην ήθελε να ξεκινήσει μετά την καλοκαιρινή ανάπαυλα κι αυτός δε βιαζόταν ν’ αρχίσει ξανά τις δουλειές του, ήθελε λίγο χρόνο ν’ ανασάνει από την θερινή ταλαιπωρία, να χαρεί την δροσερή αλλαγή του καιρού, δεν θυμόταν άλλη χρονιά που να τον είχε κουράσει τόσο πολύ το καλοκαίρι, δεν την ήθελε καθόλου αυτήν την εποχή. Παλιότερα, τότε που ήταν παιδί, ο πατέρας του θα έφευγε στις αρχές του Φθινοπώρου για τα χωριά του κάμπου κάπου στη Θεσσαλία όπου μάζευαν το μπαμπάκι, ομάδες ολόκληρες ροβολούσαν τα μονοπάτια, κοιμόντουσαν σε κάτι γιαπιά καθώς δεν είχε αρχίσει να κρυώνει ακόμα ο καιρός, κι όλη μέρα στα χωράφια μάζευαν μπαμπάκι που τους ξέσκιζε τα δάχτυλα όμως οι άνθρωποι τότε ήταν σκληροί, δεν έδιναν σημασία σε κάτι τέτοια, έβγαζαν κάποια χρήματα να περάσουν το χειμώνα κι ύστερα γυρνούσαν στα σπίτια τους, έτσι γίνονταν τότε, μια φορά μόνο είχε πάει μαζί τους όταν ήταν πιτσιρικάς και δεν του άρεσε, του φάνηκε πολύ βάρβαρη όλη η διαδικασία, πολύ πρωτόγονη, τώρα βέβαια όπως το σκεφτόταν ύστερα απ’ όλες τις δουλειές που έκανε στη ζωή του, πιο πολύ σαν παιχνίδι θα το είχε.

Είχε δουλέψει πολύ όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρχε αμφιβολία, νεαρός ακόμα ξεκίνησε στα λατομεία, δουλειά βαριά, μονότονη, ώρες κάτω απ’ τον ήλιο να σπας πέτρες σα βλάκας, κι ύστερα είχε δουλέψει σ’ ένα συνεργείο ασφαλτόστρωσης, εκεί ήταν καλύτερα, ειδικά όταν έφτιαχναν έναν δρόμο ορεινό πάνω απ’ τα βουνά που συνέδεε δυο χωριά, εκεί πάνω πάντα φυσούσε κι είχες θέα τον κάμπο ολόκληρο από κάτω, ήταν πολύ όμορφα, δεν βαριόσουν καθόλου, δε σε κούραζε η δουλειά. Κι άλλες δουλειές διάφορες είχε κάνει άλλες εύκολες κι άλλες δύσκολες, τελευταία εργάζονταν αποθηκάριος σε κάτι εγκαταστάσεις τεράστιες μιας αλυσίδας σούπερ μάρκετ, πήγαινε καλά, τον είχαν κάνει μάλιστα και προϊστάμενο όμως μια μέρα ένας οδηγός απρόσεκτος άδειασε πάνω του το φορτίο ενός κλαρκ και παρά λίγο να τον στείλει στον άλλο κόσμο, από τότε είχε πρόβλημα στα πόδια και βιάστηκε να βγει στην σύνταξη όσο προλάβαινε…

Καθώς είχε λίγα χρήματα σκεφτόταν να γυρίσει στο χωριό, στο πατρικό του για το οποίο πλήρωνε ένα σκασμό λεφτά, η πόλη είχε αρχίσει να τον κουράζει όμως δεν ήταν τόσο απλό κι ούτε μπορούσε να ακολουθήσει το σύστημα των παλιότερων που γυρνούσαν κι ήταν σα να μην είχαν λείψει ούτε μια μέρα. Αυτοί ήταν μαθημένοι έτσι, είχαν παραμείνει χωρικοί μέσα τους και ήταν ευχαριστημένοι, δεν μπορούσες να τους κατηγορήσεις, δεν περνούσαν κι άσχημα, πίσω στις εστίες τους, ήξεραν πώς να περάσουν την ώρα ποτίζοντας και σκαλίζοντας το μπαξέ κι άλλοι που έπιανε το χέρι τους μαστόρευαν ασταμάτητα, επισκευάζανε και χτίζανε τις παλιές οικοδομές, διορθώνανε τα ντουβάρια, έφτιαχναν τα πλακόστρωτα, τοποθετούσαν κάγκελα, στερέωναν παράθυρα και πόρτες, άλλοι έφερναν κότες, τους άρεσε όλο αυτό κι ούτε χρειαζόταν να σκεφτούν ιδιαίτερα. Αυτός όμως ήταν άλλη περίπτωση, είχε ξεσυνηθίσει , δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους παλιούς που τους άρεσαν τα καφενεία κάτω απ’ τα πλατάνια, πολύ βαρετά του φαινόταν, αυτός ήθελε περιοδείες κι εξερευνήσεις, δεν μπορούσε αυτόν τον στατικό τρόπο.

Το βέβαιο ήταν ότι είχε ξεκόψει από τα πάτρια εδάφη, όποτε πήγαινε κατά κει όλο και λιγότεροι τον θυμόταν μονάχα μ’ ένα ξαδερφάκι του είχε κρατήσει επαφή που ερχόταν κάθε χρόνο απ’ την Αμερική και καθόταν ένα δυο μήνες, είχαν μεγαλώσει μαζί και τον είχε σαν αδερφό, με κείνον περνούσαν καλά πάντοτε, όπως φθινοπώριαζε και λίγο προτού τελειώσει ή άδεια του, πρότεινε να πάνε μια εκδρομή στο Άγιο Όρος, τελευταία είχε γίνει πολύ θρησκευόμενος ο ξάδερφος, δεν τον θυμόταν έτσι, πολλές φορές τον είχε πετύχει να διαβάζει προσευχές από κάτι βιβλιαράκια παλιά, στο όρος του είχε φάει το κεφάλι ότι πρέπει να κάνουν κάποια διακονία βοηθώντας τους μοναχούς, εκείνο το διάστημα καθάριζαν τα σκευοφυλάκια στα υπόγεια κι οι καλόγεροι είχαν ανάγκη από βοήθεια, για αιώνες μαζεύονταν εκεί τα οστά των μοναχών που είχαν ξεχειλίσει κι έπρεπε να μπει κάποια τάξη, τα κρανία και τ’ άλλα κόκαλα ήταν στοιβαγμένα σε κουτιά παλιά που δεν χωρούσαν πλέον κι έπρεπε να ταχτοποιηθούν σε καινούριες θήκες ξύλινες αφού έβαζαν πρώτα απ’ έξω τα ονόματα και τις φωτογραφίες όσων ήξεραν για να μην χαθούν μες τον πανικό.

Την πρώτη φορά που κατέβηκε εκεί κάτω η μυρουδιά τον χτύπησε κατευθείαν στον εγκέφαλο , ήταν πολύ βαριά, ένιωθε ότι δεν θα άντεχε, οι άλλοι μαζί κι ο ξάδερφος δεν έδιναν σημασία αυτός όμως δε μπορούσε να μείνει πολύ ώρα εκεί μέσα, ύστερα από λίγο όμως το συνήθισε κι όλη η διαδικασία του φάνηκε κάπως μεταφυσική. Έβλεπες εκεί πέρα ανθρώπους που είχαν ζήσει επί γενεές γενεών κι έπιανες ν’ αναρωτιέσαι για τη δική σου ζωή, τον προορισμό, τον απολογισμό σου, τι έκανες, τι δεν έκανες, ποιους αδίκησες, που πήγαινες, αν άξιζαν όλα αυτά, αν είχαν νόημα, αν ήταν αποτέλεσμα ενεργειών δικών σου ή κάποιος άλλος από κάπου κρυφά τα είχε σχεδιάσει χωρίς να σε ρωτήσει, τέτοια πράγματα περνούσαν όλη την ώρα απ’ το μυαλό του κάθε φορά που φορούσε τα πλαστικά γάντια και κατέβαινε τα σκαλιά του σκευοφυλακίου ν’ αδειάσει τις κάσες…

Ένα απόγευμα ενώ οι καλόγεροι έτρεχαν στον εσπερινό αυτοί καθόταν σ’ ένα μπαλκόνι που ατένιζε το πέλαγος και μιλούσαν πίνοντας καφέ ανάμεσα στις γλάστρες με τις τριανταφυλλιές και τις μπιγκόνιες, το αεράκι απ τη θάλασσα ήταν απίστευτα αναζωογονητικό κι ο τρόπος που ζούσαν εκεί πέρα σ’ έκανε να νιώθεις ότι βγήκες απ’ τον κόσμο για να βρεθείς σ’ ένα σύμπαν διαφορετικό με τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του κανόνες, ο ξάδερφος έδειχνε μελαγχολικός, κάθε φορά έτσι γινόταν όποτε πλησίαζε η ώρα για να φύγει στην Αμερική, γίνονταν χάλια, που θα πήγαινε, πότε θα ξαναγύριζε ; Υποτίθεται ότι το είχε συνηθίσει κι όμως κάθε φορά έφευγε με βαριά καρδιά, θα μου πεις με τις ανέσεις που υπάρχουν για κάποιους είναι ρουτίνα το αεροπλάνο, αν ταξιδεύεις και σε θέση καλή μπορείς ν’ απλωθείς και να κοιμηθείς σαν άρχοντας παραγγέλνοντας εκλεκτά φαγητά, όχι να διπλώνεσαι σε μισό τετραγωνικό σαν ηλίθιος ! Άλλοι χαίρονταν να ταξιδεύουν, να φεύγουν, είχαν συνηθίσει, τους άρεσε, είχαν προσαρμοστεί, δεν ήταν πια και τόσο ανυπόφορα κι άλλωστε πήγαιναν σε χώρες και μέρη πιο πλούσια, πιο αναπτυγμένα, δεν ήταν δα και τόσο τραγικό, φαντάσου τι γινόταν παλιά με τα τραίνα και με τα καράβια όταν έκανες μέρες και μήνες να φτάσεις στον προορισμό σου κι ύστερα μέχρι να στείλεις νέα με το ταχυδρομείο τρέχα γύρευε, έχανε η μάνα το παιδί, ούτε τηλέφωνα, ούτε υπολογιστές, ούτε σκάιπ, τίποτα, άστα να πάνε, μαύρη πέτρα έριχναν κι ούτε ήξεραν οι δικοί τους αν ζουν ή αν πέθαναν, αν το έβλεπες έτσι ήταν μια παρηγοριά όμως αυτό δεν βοηθά πάντοτε...

‘’Πριν δέκα χρόνια …’’ άρχισε να μιλά ο ξάδελφος κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα ‘’… με βάλαν να δουλέψω σ’ ένα φράγμα τεράστιο, αχανές, ζαλιζόσουν άμα έβλεπες από ψηλά το βάθος του, βαστούσε τα νερά που κανονικά χύνονταν σε μια κοιλάδα τεράστια, που λέγανε ότι είχε φτιαχτεί κάποτε από την πτώση κάποιου μετεωρίτη. Οι ιθαγενείς εκεί πέρα θεωρούσαν τον τόπο ιερό και τον είχαν αφιερώσει σ’ ένα θεό σοφό που τον έλεγαν ‘’ΕΦΕΥΡΕΤΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ’’ και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί οι άνθρωποι ήθελαν ν’ αλλάξουν την αρχέγονη ροή που κυλούσε για εκατομμύρια χρόνια, επειδή είχα πτυχίο μηχανικού θεώρησαν ότι ήξερα απ’ αυτά και με προσέλαβαν, δεν έκανα τίποτα σπουδαίο, απλά μετρούσαμε το ύψος των νερών και συμπληρώναμε κάτι χαρτιά με ενδείξεις για την στάθμη. Όποτε πλησίαζα την κατασκευή από ψηλά μ’ έπιανε δέος και μια μέρα καθώς κατέβαινα με το αμάξι από τον δρόμο του βουνού είδα ένα θέαμα που δεν μπορείς να το πιστέψεις, έβρεχε συνέχεια εκείνον τον καιρό, τα νερά είχαν αρχίσει να ξεχειλίζουν, εμείς το βλέπαμε κι ενημερώναμε τους από πάνω που μας καθησύχαζαν, απότομα από μια ρωγμή βγήκε μια ποσότητα τρομερή που παρέσυρε όλες εκείνες τι χιλιάδες τόνους του τσιμέντου και το νερό ξεχύθηκε στη πεδιάδα παρασέρνοντας τα πάντα, τέτοιο πράγμα δεν έχεις ξαναδεί, ήταν τρομακτικό, αυτοκίνητα έτρεχαν, σπίτια γκρεμίζονταν, άνθρωποι προσπαθούσαν να σωθούν, όλος ο τόπος αντηχούσε από φωνές, σειρήνες, και τον ήχο του νερού που έμοιαζε με βρυχηθμό τέρατος, η γη έτριζε κάτω απ τα πόδια μου κι εγώ να τα βλέπω όλα αυτά κολλημένος στη θέση μου. Ένιωσα τέτοιο φόβο αντικρίζοντας μια κοιλάδα ολόκληρη σκεπασμένη από τον ατμό και την ομίχλη που έβγαζαν τα νερά καθώς κυλούσαν σαν άλογα δαιμονισμένα, υδραγωγεία, γέφυρες, κτίρια καταποντίζονταν, μια τρομερή δύναμη είχε απελευθερωθεί και κατέστρεφε τα πάντα, η φύση όταν δείχνει το καταστροφικό της πρόσωπο σε κάνει να βλέπεις αλλιώς τα πράγματα, από τότε πίστεψα ότι υπάρχει θεός …

Όταν ξαναμπήκαν στο σκευοφυλάκιο σκεφτόταν εκείνη την φοβερή εικόνα που είχε δει ο ξάδερφος με τα νερά και τους ανθρώπους που έτρεχαν, ώστε έτσι εξηγούνταν η μεταστροφή του, γι αυτό όταν είχαν κατέβει εκεί κάτω ήταν στον κόσμο του και δεν έδινε σημασία ενώ αυτός ήθελε να σηκωθεί και να φύγει επί τόπου, τον έβλεπε τώρα να κρατά το κεφάλι κάποιου πεθαμένου και καταλάβαινε, άμα είχε δει κι αυτός όλο εκείνο το νερό να γεμίζει την κοιλάδα μπορεί να αισθάνονταν κάτι τέτοιο, που ξέρεις πως δουλεύει το μυαλό του καθενός και τι στροφές ανάποδες παίρνει, πήρε το κεφάλι του ηγούμενου και το ακούμπησε με προσοχή σ’ ένα κιβώτιο, ύστερα βγήκαν στο φως, ο ξάδελφος δε μιλούσε κοίταζε μονάχα θλιμμένος κάπου πέρα στο κενό ‘’Άιντε πάμε !’’ του φώναξε ξαφνικά και βιάστηκε να τον ακολουθήσει ...

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...