Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΘΑΡΙΟ ΑΥΓΕΡΙΝΟ

 Όπως έτρεχε με τη μηχανή την παραμονή των Χριστουγέννων μια γυναίκα πετάχτηκε κι έπεσε πάνω του, ένας γδούπος ακούστηκε και το σώμα της γκρεμίστηκε στην άσφαλτο ενώ εκείνος έχασε την ισορροπία του και σύρθηκε στο οδόστρωμα για μερικά μέτρα. Σηκώθηκε αμέσως και δοκίμασε να τρέξει να δει τι έπαθε η γυναίκα όμως δεν μπορούσε να πατήσει καλά στα πόδια του, κλονίστηκε και γονάτισε ασυναίσθητα όμως αμέσως σηκώθηκε ξανά, έβγαλε το κράνος του και πήγε να βοηθήσει την κοπέλα που σάλευε, «είσαι καλά;» τη ρώτησε, εκείνη μουρμούρισε κάτι κι αυτό τον έκανε ν’ ανασάνει. Δοκίμασε να τεντωθεί λίγο ενώ το μυαλό του δούλευε γρήγορα, που είχε βρεθεί εκείνη η γυναίκα, τι γύρευε στη μέση του δρόμου, πως δεν την είχε δει αναρωτιόταν ενώ δυο αμάξια σταμάτησαν κι ήρθαν να δουν τι συμβαίνει. Πλησίασαν την πεσμένη γυναίκα όμως εκείνη σηκώθηκε χωρίς καμιά βοήθεια και είπε «είμαι καλά, συγγνώμη, εγώ φταίω, βιαζόμουν να πάω σπίτι, το παιδί μου είναι άρρωστο, πρέπει να φύγω» - « μα κοπέλα μου δεν θα πας στο νοσοκομείο να κάνεις μια ακτινογραφία;» της είπε κάποιος, « όχι σας παρακαλώ, αφήστε με, είναι απόλυτη ανάγκη» επέμεινε εκείνη κι όλοι απορούσαν με τη στάση της, ένας νεαρός της έδωσε την τσάντα της, τον ευχαρίστησε κι ύστερα περπατώντας γρήγορα σα να μην είχε συμβεί τίποτα εξαφανίστηκε, δεν έδωσε ούτε καν τα στοιχεία της, ήταν πολύ παράξενο.

«Φίλε είσαι πολύ τυχερός, μπορούσες να βρεις χοντρό μπελά Χριστουγεννιάτικα » του είπε ο νεαρός κι εκείνος σκέφτηκε ότι μάλλον είχε δίκιο, σήκωσε το μηχανάκι του και το είδε απ’ όλες τις μεριές, δεν έμοιαζε να έχει πάθει κάποια ζημιά, λίγο η λαμαρίνα απ’ το ντεπόζιτο είχε τριφτεί αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα, ο φίλος του που είχε συνεργείο θα το ταχτοποιούσε, έβαλε μπρος να δει αν όλα δούλευαν, δεν άκουσε κάτι ύποπτο , «φτηνά τη γλύτωσες αδερφέ» είπε φωναχτά, σκούπισε μ’ ένα μαντήλι το γόνατο του που είχε ματώσει λίγο και βιάστηκε να φύγει από κει πέρα. Τώρα οδηγούσε προσέχοντας κάθε ίσκιο γύρω του, νόμιζε ότι κάτι θα πεταχτεί πάλι μπροστά του, άφησε τα τελευταία φανάρια κι έστριψε δεξιά κατά το χωριό της μάνας του που βρίσκονταν κάπου σ ένα ορεινό φαράγγι κοντά σε κάτι αρχαία λουτρά, μια ώρα έξω από την πόλη. Γύρω υπήρχε μια υγρασία που σε τρυπούσε και βιάζονταν ν’ ανέβει κατά το βουνό όπου ο καιρός ήταν πιο στεγνός εκεί θα περνούσε τα Χριστούγεννα.

Τον τελευταίο χρόνο έμενε εκεί πάνω μαζί με τη γριά μητέρα του, είχε βγει στη σύνταξη έπειτα από ένα καρδιακό επεισόδιο και τη φρόντιζε, επειδή εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, είχε αρχίσει να το χάνει και πολλές φορές ούτε που τον γνώριζε. Στην αρχή την είχε στο σπίτι του αλλά η μάνα του ήθελε να βρίσκεται στο δικό της μέρος, στο χώρο που ήξερε, εκεί όπου είχε ζήσει όλη τη ζωή της και της έκανε το χατίρι. Τον πρώτο καιρό το έβλεπε σαν αγγαρεία ύστερα όμως διαπίστωσε ότι του άρεσε να μένει μαζί της εκεί ψηλά. Έτσι κι αλλιώς μια ζωή ήταν λίγο μονόχνοτος, δεν ήθελε να βγαίνει κι ούτε είχε πολλές παρέες. Μπορούσε να καθίσει σπίτι ώρες ατέλειωτες βλέποντας τηλεόραση ή ψάχνοντας το διαδίκτυο χωρίς να βαριέται κι οι δουλειές που έκανε ήταν αυτής της φύσης. Για δεκαετίες δούλευε νυχτερινός σε ξενοδοχεία, κανείς δεν ήθελε τη βραδινή βάρδια όμως εκείνος δεν είχε πρόβλημα, το βράδυ δεν έχει ποτέ πολύ δουλειά. Ρέμβαζε, έβλεπε ταινίες, ή πιο συχνά άκουγε μουσικές περίεργες, μεσαιωνικές από χορωδίες και τρομπέτες, τρομπόνια κι άλλα πνευστά, όσοι τύχαινε να ακούσουν εκείνες τις μουσικές τον ρωτούσαν τι το ωραίο έβρισκε σε τέτοια πεθαμενατζίδικα ακούσματα όπως τα έλεγαν όμως εκείνος ούτε που τους έδινε σημασία, μ’ εκείνα κοιμόταν το πρωί που όλοι ξυπνούσαν κι αν δεν τον έπιανε ο ύπνος έβαζε στο κινητό ήχους βροχής και καταιγίδας, αυτό ήταν το καλύτερο νανούρισμα του.

Πήγε στο μπάνιο και καθάρισε την πληγή στο γόνατο που του είχε αφήσει η πτώση, δεν ήταν τίποτα σοβαρό, πάλι καλά, θα μπορούσε να είχε χτυπήσει άσχημα. θυμήθηκε τη γυναίκα που είχε ρίξει στο δρόμο, έμοιαζε με ξένη όμως μιλούσε καθαρά τα ελληνικά, ήταν μελαχρινή και κάπως ψηλή, έφτανε μέχρι το σαγόνι του όπως είχε σηκωθεί όρθια.Ποτέ του δεν ξεχνούσε πρόσωπα κι ήταν σίγουρος ότι άμα την έβλεπε ξανά στο δρόμο θα την αναγνώριζε αμέσως. Τώρα έπρεπε να φροντίσει τη γριά μάνα του, να την αλλάξει, να την ταΐσει αν της δώσει τα χάπια της. Το άλλαγμα δεν τον ενοχλούσε καθόλου, της έβαλε μια καινούρια πάνα, τη σήκωσε αγκαλιά -είχε ελαφρύνει πολύ πια- και την έβαλε στο κρεβάτι με τα καθαρά σεντόνια, «καληνύχτα» της είπε κι εκείνη του είπε σα να τον έβλεπε πρώτη φορά «είσαι καλός άνθρωπος» .

Άνοιξε τον υπολογιστή κι έβαλε κάτι μουσικές γιορτινές από άλλες εποχές που οι άνθρωποι γιόρταζαν αληθινά τέτοιες μέρες, το πιο ενδιαφέρον εκεί στο χωριό κι ένας λόγος που είχε αποφασίσει να εγκατασταθεί εκεί πέρα ήταν ένας τύπος που κάποτε έπαιζε τρομπέτα σε μια ορχήστρα, συζητώντας είχαν ανακαλύψει ότι τους άρεσαν οι ίδιες μουσικές κι αυτό ήταν απίστευτο σ’ εκείνη την ερημιά. Πολλές φορές πήγαιναν μαζί στο χώρο των λουτρών, σ’ ένα σημείο κάτω από μια μεγάλη, τοξωτή γέφυρα, κι εκεί ο φίλος του έπαιζε την τρομπέτα χρησιμοποιώντας σαν ηχείο τον θόλο της γέφυρας που αναπαρήγαγε τον ήχο και του έδινε βάθος. Καθόταν εκεί ακούγοντας το χάλκινο πνευστό κι ο βαθύς ήχος άδειαζε το μυαλό του από κάθε σκέψη, κάτι χρυσάνθεμα που είχαν φυτρώσει μόνα τους στις όχθες των λουτρών αποκτούσαν στα μάτια του άλλη υπόσταση, μια μαύρη γάτα που τους ακολουθούσε συχνά στους περίπατους κάτω από τη γέφυρα μεταμορφώνονταν σε κάτι παραμυθένιο και τα κοράκια που τους παρατηρούσαν ψηλά από τα δέντρα έμοιαζαν με πλάσματα του κακού που τους παραμόνευαν. Όλα γύρω έπαιρναν ένα χρώμα μαγικό καθώς η μουσική αφαιρούσε την υλική υπόσταση των πραγμάτων. Μια άλλη φορά είχαν πάει σε μια πισίνα που χρησιμοποιούνταν το καλοκαίρι, ο χώρος είχε αδειάσει από το νερό δημιουργώντας ένα ηχείο καταπληκτικό, ο φίλος του άρχισε να παίζει στοχεύοντας με την τρομπέτα συγκεκριμένα σημεία που δημιουργούσαν αντήχηση, όλος ο χώρος, η άδεια δεξαμενή, οι κερκίδες, το ταβάνι απόκτησαν με μιας άλλη υπόσταση, ένας φύλακας που είχε βρεθεί εκεί πέρα σε μια γωνιά τους κοίταζε εκστατικός.

Γύρω στα μεσάνυχτα τον πήρε ο ύπνος, ξύπνησε από τη μάνα του που έμοιαζε να παραμιλά «απόψε είναι Χριστούγεννα, άμα προσέξεις μπορεί να δεις τον ουρανό ν’ ανοίγει σε μια στιγμή, είναι μεγάλη βραδιά απόψε» φαίνεται ότι είχε ακούσει κάτι στην τηλεόραση κι είχε αντιληφτεί ότι ήταν το βράδυ της παραμονής και το μυαλό της άρχισε να λειτουργεί ξανά, μερικές φορές είχε μια διαύγεια που τον τρόμαζε, «να βγεις έξω» την άκουσε να λέει σα να του έδινε κάποια εντολή, «ο πατέρας σου πάντα σηκωνόταν τέτοια νύχτα και χάζευε τον ουρανό και τ’ αστέρια, ότι ευχή κάνεις αυτό το βράδυ πιάνει». Υπάκουσε όπως τότε που ήταν παιδί και βγήκε έξω να δει ψηλά τον ουρανό και τα άστρα όμως παντού γύρω υπήρχε μια ομίχλη τόσο πυκνή που δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα.

Γύρισε στο δωμάτιο της μάνας του, τη βρήκε να κοιτάζει το ταβάνι και να τραγουδά κάτι: « βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη, και τον καθάριο Αυγερινό τον βάζεις δαχτυλίδι» στράφηκε προς τα μέρος του μ’ ένα βλέμμα σα να έλεγε «ποιος είσαι συ πάλι ;» είχε αρχίσει να χάνεται ξανά «κοιμήσου» της είπε ήσυχα ενώ σκεφτόταν ότι κάποτε δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει. Ποτέ της δεν τον είχε πιστέψει, πάντα νόμιζε ότι δεν θα έκανε τίποτα στη ζωή του και την είχε ακούσει να το συζητά με τον πατέρα του «δεν είναι καλός σε τίποτα, ούτε στο χωράφι ούτε στο εργοστάσιο, από παντού τον διώχνουν, είναι σα χαμένος, συνέχεια είναι τον κόσμο του» δε τον είχε πιστέψει όμως δεν μπορούσε να της κρατήσει κακία και τώρα στα τελευταία της την είχε αναλάβει εξ’ ολόκληρου. Δεν ήθελε να την κλείσει στο ίδρυμα, δεν το άντεχε, ότι και να είχε κάνει ήταν η μάνα του δεν ήταν σωστό να την αφήσει κι ύστερα δεν είχε να κάνει κάτι πιο σημαντικό στη ζωή του, την σκέπασε, έσβησε το φως κι έμεινε μόνος του μέσα στην απόλυτη ηρεμία της νύχτας να συλλογίζεται την πορεία του, για κάμποση ώρα σκεφτόταν τα παλιά, ύστερα κοιμήθηκε βαθιά

Προτού ξημερώσει ακούστηκαν οι καμπάνες από το χωριό κι αμέσως φάνηκαν μερικοί άνθρωποι που πήγαιναν κατά την εκκλησία, ετοιμάστηκε γρήγορα και πήγε να βρει το φίλο του τον τρομπετίστα που τον περίμενε, «σήμερα θα σου δείξω κάτι άλλο» του είπε εκείνος που αυτή τη φορά δεν κρατούσε την τρομπέτα αλλά μια κιθάρα σε μια θήκη δερμάτινη «θα πάμε λίγο ψηλά, σε μια κορυφή όπου ο αέρας καθώς φυσά φτιάχνει μελωδίες». Βγήκαν από το χωριό καθώς άρχισε να χαράζει, περπάτησαν αρκετή ώρα μέσα στην ομίχλη ενώ δυο κοράκια γκρίζα έμοιαζαν να τους παρακολουθούν από ψηλά κρώζοντας. Βρέθηκαν στην κορυφή από πού μπορούσαν να δουν την ομίχλη που απλώνονταν. Ο φίλος του έβγαλε την κιθάρα από τη θήκη της κι έπαιξε με τα δάχτυλα μια συγχορδία που ακούστηκε πολύ όμορφα στη σιγαλιά του τοπίου, έπειτα έστρεψε το ηχείο του οργάνου σε διαφορετικές κατευθύνσεις ψάχνοντας τη φορά του ανέμου που έπαιρνε τα μαλλιά του κι όταν τη βρήκε γρατζούνισε απαλά τις χορδές κουνώντας το όργανο. Ο αέρας που μπαινόβγαινε από το ηχείο δημιουργούσε δικές του μελωδίες κι οι δυο τους στέκονταν ασάλευτοι, αυτό ήταν κάτι που δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του, ο φίλος του χαμογελούσε ευτυχισμένος κι έπαιζε πολύ μαλακά με τις χορδές, το τάστο και το καπάκι της κιθάρας ενώ ο αέρας αμέσως έπαιρνε τη μουσική και την ταξίδευε σα να τραγουδούσε κι εκείνος, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν πλατιά, κάτω στο φαράγγι με τα λουτρά η ομίχλη είχε καθαρίσει κι ο ήλιος εμφανίστηκε λαμπρός ρίχνοντας τις πορτοκαλιές του ακτίνες πάνω στα χωράφια ενώ οι καμπάνες από μακριά χτυπούσαν δυνατά δονώντας την ατμόσφαιρα.   

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...