Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

ΤΟ ΣΜΑΡΑΓΔΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ

‘’ Δε μου παίρνεις  τίποτα, ούτε ένα δώρο, Ο Κ  πήρε στην Α ένα δαχτυλίδι κι  έριξε το κουτάκι  μες τη σακούλα με το ρύζι,  όλο τέτοιες εκπλήξεις  της κάνει,  και τι δεν της έχει πάρει  ενώ  εσένα δε σε κόβει καθόλου, τίποτα, ούτε ένα ταξίδι, μα πόσο άχρηστος είσαι, η Α με τον Κ όλη την ώρα πάνε στο Λονδίνο,  στη Ρώμη, στο Παρίσι, εμείς  κολλημένοι εδώ πέρα  !’’ του είπε  μες τα νεύρα κι εκείνος δεν ήξερε τι ν’  απαντήσει.

Δεν είχε ελπίδες, ότι και  να έλεγε θα λειτουργούσε εις βάρος του, όταν  στράβωνε  γίνονταν απίστευτα επιθετική και η αντιμετώπιση της  ήταν η υπέρτατη άσκηση υπομονής, ότι και να έλεγες έβρισκες το μπελά σου, σε περνούσε γενεές δεκατέσσερις κι αυτό  μπορεί να πήγαινε για μέρες, τα νεύρα σου γινόταν κόμπος,  μετά βέβαια τα ξεχνούσε όλα σα να μην έτρεχε τίποτα  και γελούσε αλλά μέχρι να  περάσει όλο αυτό σούβγαινε πραγματικά η πίστη !

 Το καλύτερο που μπορούσε να  κάνει ήταν να περιμένει μέχρι να ηρεμήσει, συνήθως δεν της έπαιρνε και πολύ αλλιώς θα ήταν αδύνατο  να την  αντέξει, εκείνο το βράδυ λοιπόν πλάγιασε νωρίς, ευτυχώς ήταν αργά κι έτσι μπορούσε να κοιμηθεί για να μην ανοίξει πάλι καμιά κουβέντα που μπορούσε να καταλήξει άσχημα. Άντε τώρα  να της εξηγήσει ξανά  ότι μισούσε τα ταξίδια, τέτοιες μέρες ειδικά δεν είχε καμιά όρεξη να τραβιέται  σε καμιά πόλη ευρωπαϊκή γεμάτη φώτα και μουσεία όπου σούρχεται να κοπανήσεις το κεφάλι στον τοίχο  από τη βαρεμάρα.  Δεν άντεχε να φύγει από  τη χώρα του και να γυρίζει σα δαίμονας σε  κάθε ηλίθιο μέρος  όπου δεν έδιναν δυάρα γι’  αυτόν.  Θα μου πεις μήπως τα καλοκαίρια δεν είχαν το ίδιο πρόβλημα, αυτή μπορούσε να πάει διακοπές σε κάνα νησί και να στρωθεί άνετη και χαλαρή   εκεί πέρα για κάνα εξάμηνο ενώ αυτός μετά το πρώτο  διήμερο  έκοβε φλέβες, χτυπιόταν όλη την ώρα, τον έπιανε μια μανία να σηκωθεί να φύγει από κει και να μη γυρίσει  ποτέ ξανά! Κι ύστερα ήταν κι  η θάλασσα που αυτός δεν την  άντεχε, δεν καταλάβαινε γιατί  έπρεπε να υποστεί όλη εκείνη την καταραμένη ταλαιπωρία μες την κάψα,  καθόταν στην αμμουδιά σα βλάκας  ενώ αυτήν κολυμπούσε με τις ώρες σα δελφίνι ξεχνώντας  να βγει,  σου μιλάω για πλήρη ασυμφωνία!

 Όταν πάλι πήγαιναν ψωνίσουν αυτή μπορούσε να σηκώσει το μαγαζί,  δεν άντεχε να βλέπει όλα εκείνα τα ωραία πράγματα που υπήρχαν ενώ  αυτός έπαιρνε μοναχά αυτό που είχε  στο μυαλό του,  τίποτα  παραπάνω,  όλες εκείνες οι  βλακείες που υπήρχαν στα ράφια και στα κρεμαστάρια δεν του έλεγαν τίποτα,  μα τίποτα σου λέω! Στα γενέθλια της  έπρεπε να λέει εκείνο το ηλίθιο τραγουδάκι που το μισούσε,  θε μου τι μαρτύριο,  αλλά άντε να εξηγήσεις στις γυναίκες.  Αυτή πέθαινε για εκπλήξεις, αναπάντεχα δωράκια και τέτοια,  ξέρεις τώρα, κι αυτός  έβρισκε όλη  αυτή τη σκηνοθεσία μια χαζομάρα σκέτη.  Αυτή χρειαζόταν όπως το οξυγόνο την παρέα, τα τηλέφωνα,  τους καφέδες και το ατελείωτο μπλα -μπλα με τις φιλενάδες και το σόι της  ενώ αυτός  ο μούχλας-  μα πολύ μούχλας ρε φίλε-  δεν πήγαινε σχεδόν πουθενά,  κοιμόταν νωρίς,  δεν κάπνιζε,  δεν έπινε,  δεν  έκανε καταχρήσεις, του άρεσε η ρουτίνα, η επανάληψη, η σταθερότητα και η ηρεμία,  ποιο νορμάλ πεθαίνεις!

 Όταν έπιανε να γκρινιάζει προτιμούσε  να φεύγει απ’  το σπίτι, ήταν πολύ καλύτερα έξω κι ας είχε  κρύο, κι ας έβρεχε, κι ας χιόνιζε! Μπορούσες ν’  ανασάνεις καθαρό αέρα,  χειμωνιάτικο, οι δρόμοι πια είχαν στολιστεί με φώτα γιορταστικά τα βράδια και στα μαγαζιά οι κοπέλες γελούσαν πίσω απ’  τα ταμεία και τους πάγκους.. Οι γιορτές είχαν φτάσει κι όλοι έτρεχαν ν’  αγοράσουν κάτι, να κανονίσουν που θα πάνε και  πως θα περάσουν αυτές τις μέρες.  Στις λαϊκές πουλούσαν λουλούδια αλεξανδρινά με φύλλα κόκκινα και μανταρίνια, οι  αγρότες έφερναν απ’  τα χωριά  κρασιά της  καινούριας  σοδειάς τους,   οι γυναίκες γέμιζαν τα κομμωτήρια να φτιάξουν τα μαλλιά και τα νύχια τους ενώ οι παρέες καθόταν και μιλούσαν γύρω απ’  τις στήλες του γκαζιού που έβγαζαν φλόγες έξω απ’  τις καφετερίες. Παντού επικρατούσε μια  διάθεση παράξενη καθώς  ο ήλιος λέει την περίοδο κοντά στα  Χριστούγεννα  εισέρχεται στον Αιγόκερο και ξεκινά ο χειμώνας…

 Γιορτές ερχόταν έπρεπε κι αυτοί να τα βρούνε, να συνάψουν ειρήνη δεν μπορούσαν να είναι έτσι,  θα της αγόραζε ότι ήθελε,  θα την πήγαινε όπου του ζητούσε μόνο να μη τον έπρηζε. Έπρεπε  κάτι να γίνει και να συμφιλιωθούν  με το τέλος της χρονιάς,  και να πεις ότι δεν περνούσαν καλά, είχαν μια χημεία εκπληκτική,  όταν αγκαλιάζονταν τα σώματα τους γίνονταν ένα σα να έλκονταν από μια δύναμη ακατανίκητη. Μαζί της είχε στρώσει η ζωή του, είχε συμμαζευτεί, είχε λύσει ένα κάρο προβλήματα που τον βασάνιζαν,  σου μιλάω για μανίκια,  θέματα που του φαινόταν κόλαση, τόσο δύσκολα,   είχαν γίνει ένα δίδυμο φοβερό και μαζί μπορούσαν να αντιμετωπίσουν όλους τους εχθρούς του σύμπαντος ! Πάντα φρόντιζε να βρίσκει χρόνο γι’  αυτήν,  να μη της λείπει τίποτα, να μην αγχώνεται, να μη κουράζεται,  αυτουνού του άρεσε η ταλαιπωρία,  να τρέχει από δω κι από κει σα διάβολος,   να διορθώνει τα χαλασμένα στο σπίτι τέτοια πράγματα δεν τον κούραζαν ποτέ. Κι  όταν  έπαιζαν το βράδυ χαρτιά οι δύο τους η ώρα περνούσε πολύ ωραία,  ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να παίξει  μαζί του χωρίς  να σκοτωθεί, χωρίς  να λυσσάξει απ’  το κακό του,  μαζί της δε θύμωνε ακόμα κι αν έχανε,  ακόμα κι αν αυτή τον έσκιζε - το οποίο ήταν το πιο συνηθισμένο-  εντάξει μερικές φορές του την έδινε λίγο.

 Αλλά ρε φίλε ήταν τρομερά δύσκολο να συνηθίσει όλες εκείνες  τις λεπτομέρειες, να μάθει δηλαδή   να πλένει καλά κι  όλη την ώρα τα χέρια του,  να μην πίνει απ’  το ποτήρι της,  να μην παίρνει το μαξιλάρι της,  να βγάζει τα παπούτσια μόλις μπαίνει στο σπίτι,  να σκουπίζει καλά με την ηλεκτρική,  να μην ξεχνά την πετσέτα όταν μπαίνει στο μπάνιο,  να μην τρώει απ’  την κατσαρόλα, να μην κάθεται με το παντελόνι στον καναπέ, να μη βγαίνει με τις κάλτσες στο μπαλκόνι, να μη ρίχνει ψίχουλα στο πάτωμα, καλά  όλα αυτά για να τα συνηθίσει  χρειαζόταν πέντε ζωές, δεν υπήρχε περίπτωση!

 Έπρεπε να βρει κάποιο κόλπο να την πλησιάσει,  κάτι έξυπνο, κάτι πρωτότυπο, έπρεπε να της πάρει κάτι για τις γιορτές  όμως τι στο καλό θα της  άρεσε;  Δε μπορούσε  και  τη ρωτήσει γιατί εκείνη αμέσως φούντωνε και τον παραμάζευε.  Ρώτησε δεξιά – αριστερά,  έψαξε στις βιβλιοθήκες, γύρεψε πληροφορίες παντού για να πάρει  ιδέες   κι έμαθε ένα κάρο πράγματα για κοσμήματα και τέτοια,  στο τέλος  είχε διαβάσει τόσα πολλά που ζαλίστηκε,  πονούσε το κεφάλι του.  Πιο πολύ εντύπωση του είχαν  κάνει μερικά  σπάνια κομμάτια  με  κλεισμένες μέσα τους  κάτι σαν ταινίες ή ρίγες,  που έκαναν τα πετράδια να μοιάζουν με πραγματικά αστέρια όπως  και κάτι άλλες  πέτρες πολύτιμες, εξάγωνες,  οκτάγωνες και δωδεκάγωνες που είχαν εγκλωβισμένα μέσα τους ψήγματα  χαλαζία  τα οποία  τους έδιναν μια όψη αλλόκοτη λαμπυρίζοντας  από τις αμέτρητες γωνίες τους.  Είχε τόσο πορωθεί που στον ύπνο του έβλεπε όλη την ώρα  ένα πετράδι  που το λέγανε ‘’το σμαράγδι της Πατρίτσια’’, ένα τεράστιο,  πρασινωπό,  ηλικίας εκατομμυρίων ετών  κομμάτι που σαν αυτό δεν υπήρχε   πουθενά αλλού στον κόσμο…

Εκείνη τη μέρα έφυγε χαράματα απ’  το σπίτι, δεν ήθελε να την ξυπνήσει έτσι που κοιμόταν ήσυχη κι έδειχνε τόσο  ήρεμη,  ήθελε  να τη φιλήσει αλλά καλύτερα να μη το διακινδύνευε.  Στο  λεωφορείο βρήκε μια θέση   δίπλα σ’ έναν  γέρο που παραμιλούσε όλη την ώρα και σε κάποια στιγμή μπήκε στο αστικό ο ζητιάνος που έβλεπε χρόνια τώρα  να σέρνεται χωρίς  να λέει να πεθάνει  με τίποτα ρε φίλε, επέμενε εκεί πέρα  την ώρα που παιδιά σαν το κρύο το νερό έφευγαν αδιάβαστα, ότι νάναι!

 Θα πήγαινε λίγο νωρίτερα στη δουλειά αφού περνούσε πρώτα απ’  το χρυσοχοείο που βρισκόταν μέσα σε μια στοά απ’ όπου συχνά περνούσε. Στην αρχή της   υπήρχε ένα χασάπικο όπου άνθρωποι με μεγάλα  μαχαίρια  έκοβαν κρέατα πάνω  σ’  έναν ξύλινο πάγκο,  τεράστιο,  καθόταν καμιά φορά και τους χάζευε να σκίζουν και να  τεμαχίζουν το μαλακό κρέας. Εκεί πέρα ερχόταν συχνά  κι ένα σωρό ζητιάνοι κι άλλοι περίεργοι και ψαχούλευαν ανάμεσα στα πεταμένα κομμάτια να βρουν κάτι που να  τρώγεται γι’  αυτούς ή τα  ζώα τους. Μόλις άνοιγε το κοσμηματοπωλείο θα πήγαινε να πάρει ένα  δαχτυλίδι,  υποτίθεται ότι μετά από τόσον καιρό  έπρεπε  να ξέρει το γούστο της,  θα της έπαιρνε κανένα ασημένιο καλύτερα,  τα άλλα  έδειχναν λίγο φτηνιάρικα και θα του πετούσε καμιά μπηχτή αν της έφερνε κανένα τέτοιο. ‘’Τα ασημένια ήταν  πάντα τα αγαπημένα της…’’ σκεφτόταν κι  όπως ήταν αφηρημένος έπεσε πάνω σε  κάποιον με ματωμένη ποδιά ‘’Σιγά ρε φίλε…’’ του φώναξε ο άλλος’’… κατακόπηκα!’’ - ‘’Συγνώμη!’’ είπε χαμηλόφωνα και βιάστηκε να εξαφανιστεί.

Κρατώντας  τις φωτοτυπίες παραμάσχαλα τράβηξε για το χρυσοχοείο. Την ώρα εκείνη τα μαγαζιά σήκωναν τα στόρια τους, έπρεπε να πατήσει ένα κουδούνι για να τον αφήσουν να μπει μέσα, ένας κύριος καλοντυμένος του έδειξε εκεί πέρα τοποθετημένα σε κουτάκια όμορφα, σκουλαρίκια,  βραχιόλια και κάτι άλλα  στολισμένα  με πέτρες χρωματιστές που άστραφταν, δεν ήταν σαν αυτά που είχε δει στα βιβλία αλλά κι αυτά ήταν όμορφα,  πήρε ένα ασημένιο με μια χρυσή ρίγα που διέτρεχε το ημικύκλιο  κι ένα πετραδάκι λαμπερό σφηνωμένο στην κορυφή του.

 Το απόγευμα που σχόλασε δεν κρατιόταν να πάει σπίτι για να της το δείξει ‘’Θε μου…’’ συλλογίζονταν καθώς πλησίαζε  στη γειτονιά του  ‘’…ας της αρέσει, πως θα κάνω Χριστούγεννα;  ’’ Με το που κατέβηκε απ’  το αστικό ένιωσε να βρέχεται το πρόσωπο του, από το πουθενά είχε πιάσει μια βροχή χωρίς προειδοποίηση κι όλοι έτρεχαν να προφυλαχθούν κάτω απ’  τα μπαλκόνια και τις μαρκίζες των πολυκατοικιών. Στο διπλανό πάρκο μια σουσουράδα με τραχηλιά στο χρώμα του λεμονιού περπατούσε νευρικά μέσα στα βρεγμένα χορτάρια σα να μη συνέβαινε τίποτα  ‘’Καλά  μερικά πουλιά είναι εντελώς παλαβά!’’ μουρμούρισε  όταν άκουσε έναν κρότο  σαν κάτι να κυλιόταν βίαια  στην άσφαλτο. Μια μοτοσικλέτα είχε πέσει  ακριβώς στη μέση της διασταύρωσης μες τη βροχή,   όλοι είχαν σταματήσει και κοιτούσαν όμως κανείς δεν έβγαινε από το αμάξι του να  βοηθήσει τον άνθρωπο που κυλιόταν  στα νερά, ‘’Μα τι ζώα !’’ σκέφτηκε και πλησίασε πλατσουρίζοντας, ο πεσμένος που ανακάθισε στην άσφαλτο  του έκανε νόημα να σηκώσουν τη μηχανή κ έπιασε το τιμόνι αλλά με το που  προσπάθησε να την πιάσει  ένιωσε ότι   ήταν  πολύ βαριά,  θα του σακάτευε τη μέση σίγουρα.   ‘’Κράτα  απ’  αυτή τη μεριά!’’ φώναξε ο χτυπημένος που φορούσε σ’ όλο του το σώμα ένα πράσινο αδιάβροχο, έπιασαν μαζί και επανέφεραν τη μοτοσικλέτα με το κεφάλι του να έχει γίνει μούσκεμα,  βοήθησε τον άνθρωπο να καβαλήσει κοιτάζοντας του άχρηστους  οδηγούς που αδημονούσαν πότε θ’  ανοίξει ο δρόμος για να φύγουν όμως καθώς τίναζε το σακάκι του είδε ότι το κουτάκι με το δαχτυλίδι δεν ήταν εκεί μέσα, μα που στο διάβολο είχε  πέσει !

 Όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του χωρίς  να έχει τίποτα πάνω του ήταν σίγουρος ότι θ’  άκουγε τον αναβαλλόμενο,  προετοιμάστηκε όσο καλύτερα  μπορούσε ξεχνώντας ότι  όλα τα  ρούχα είχαν  μουλιάσει, με το που μπήκε η γυναίκα του φώναξε ‘’Αγόρι μου τι έπαθες;’’ κι αυτός ένιωθε ότι την είχε απογοητεύσει κι ότι είχε χάσει το παιχνίδι   αλλά τη στιγμή εκείνη χτύπησε  επίμονα το κουδούνι της εξώπορτας και βγήκαν στο μπαλκόνι να δουν ποιος ήτανε, σκύβοντας από κάτω αντίκρισαν τον  μοτοσικλετιστή με το πράσινο αδιάβροχο να κραδαίνει  κάτι στο χέρι ‘’Φίλε κάτι σου έπεσε!’’  του φώναξε. 



 

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

ΘΕΟΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Από την μισάνοιχτη πόρτα τον είδε να κάνει  περίεργες χειρονομίες καθώς άνοιγε το χρηματοκιβώτιο, έμοιαζε σα να μιλά με κάποιον αόρατο που δεν φαινόταν πουθενά ενώ ταυτόχρονα έκανε  κάτι κινήσεις ασυνάρτητες με τα δάχτυλα του στον αέρα σα να ήθελε να δώσει σχήμα  στις σκέψεις του, όλη η σκηνή ήταν πολύ παράξενη. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε στο γραφείο,  ο άλλος έκλεισε απότομα το χρηματοκιβώτιο και στράφηκε προς το μέρος του,  έμοιαζε  κάπως αναψοκοκκινισμένος  σα να είχε πει ένα λίτρο ουίσκι.

Το αφεντικό του ήταν ένας αδύνατος τύπος,  ξερακιανός,  με μια γενειάδα μακριά  που θύμιζε αρχιμανδρίτη, όλοι έλεγαν ότι ήταν πολύ πλούσιος απ’  τον πατέρα και τον παππού του και μια εποχή έβγαζε χρήμα με τη σέσουλα και με το φτυάρι, όλη τη μέρα καθόταν  κλεισμένος στο γραφείο του κι ακούγονταν ότι μετρούσε τα χρήματα που είχε μαζέψει όμως κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει περισσότερα. Αυτός δούλευε στην επιχείρηση καμιά τριανταριά  χρόνια τώρα, είχαν δει πολλά τα μάτια του   και ποτέ δεν είχε σκεφτεί τη ζωή του μακριά  από κει πέρα.   Με το που μπήκε μέσα ο ‘’αρχιμανδρίτης’’’ έβγαλε από το συρτάρι του ένα λουκέτο γυαλιστερό,  του είπε μια διεύθυνση και τον έστειλε   να βγάλει ένα αντικλείδι, του έδωσε  και το λουκέτο μαζί για να το τσεκάρει αν ταιριάζει.

‘’Τι στο καλό το ήθελε το αντικλείδι,  σε ποιον θα το έδινε,  και τι να έκρυβε άραγε στο καταραμένο το χρηματοκιβώτιο;’’ Σκεφτόταν όπως περπατούσε στα σκοτεινά κρατώντας την γυαλιστερή κλειδαριά . Είχε περάσει η ώρα πια κι οι υπάλληλοι σε όλα τα εμπορικά καθάριζαν τους πάγκους, έριχναν νερά στα πεζοδρόμια, ανέβαζαν στόρια, μάζευαν τα εμπορεύματα, κινούνταν πυρετωδώς σα να βιαζόταν να πάνε σπίτι τους μια ώρα αρχύτερα ύστερα από μια μέρα κουραστική. Οι γιορτές πλησίαζαν, τα καταστήματα είχαν αρχίσει να στολίζονται χριστουγεννιάτικα, γιορταστικά, κι οι βιτρίνες βάφονταν με ζωγραφιές δέντρων και βουνών χιονισμένων. Εκείνη την μέρα επειδή τα μαγαζιά είχαν κάτι παλαβές προσφορές πολύς κόσμος πολύς κατέβαινε στο κέντρο σε μπουλούκια όπως τις παραμονές των Χριστουγέννων, τότε που γίνεται χαμός και δε μπορείς να περπατήσεις ούτε βήμα καθώς τα πεζοδρόμια κατακλύζονται και τα αμάξια δημιουργούν στους δρόμους το αδιαχώρητο. Όλη η ατμόσφαιρα με τους πλανόδιους να  παίζουν μουσικές και τους πωλητές να φωνάζουν και να ξελαρυγγιάζονται ήταν ευχάριστη μέχρις ενός σημείου βέβαια, από κει και πέρα το πλήθος μετατρέπονταν σε μια μάζα επιθετική που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σου επιτεθεί αγριεμένο και να σε ποδοπατήσει. Από νωρίς τα λεωφορεία κατέβαζαν πλήθη από πιτσιρικάδες μέχρι γέρους που ήθελαν όλοι να πάρουν μέρος στο πανηγύρι, ένας πανικός επικρατούσε.

 ‘’Τέτοιες μέρες είναι καλύτερα να μη κατεβαίνεις καθόλου στο κέντρο’’ σκεφτόταν βαδίζοντας,  ι αυτοί είχαν κατακλυστεί από πελατεία τη μέρα εκείνη, πελατεία που δεν μπορούσαν να δουν ούτε με τα κιάλια το προηγούμενο διάστημα, όλη μέρα έτρεχε στην αγορά να παραδώσει παραγγελίες. Όπως άφηνε τα τιμολόγια  μιλούσε λίγο με τους ανθρώπους εκεί πέρα κι όλοι, μα όλο,  υπέφεραν από κάτι, άλλος είχε τη μέση του,  άλλος είχε κάνει τόσα μπαλονάκια που θα έπρεπε οι φλέβες του να θύμιζαν παιδικό σταθμό,  άλλος το είχε ρίξει στο κάπνισμα,  άλλος στο ποτό,  όλοι έμοιαζαν να παλεύουν με κάποιον αντίπαλο άγνωστο στην προσπάθεια να επιβιώσουν σ’ ένα πόλεμο που μαίνονταν κάθε μέρα με στόχο να γεμίσει το ταμείο και να πληρωθούν οι υποχρεώσεις . Όπως το γύριζε στο μυαλό του κάτι δεν πήγαινε καλά εκεί έξω,  κάθε γνωστός του που ρωτούσε τον τελευταίο καιρό  είχε κι από ένα θέμα στο σπίτι του, άλλος  άρρωστο  παιδί,  αλλουνού η μάνα τραβολογιούνταν στα νοσοκομεία,  άλλος είχε τα ψυχολογικά του,  όλοι έμοιαζαν να βολοδέρνουν μέσα σε  μια δίνη που τους τραβούσε σε κατευθύνσεις άγνωστες. Όλα έδειχναν λίγο παράξενα τον τελευταίο καιρό, ίσως έφταιγε η υγρασία μαζί με την ομίχλη που επικρατούσαν και σ’ έκαναν να νιώθεις ότι πλέεις σε μια λίμνη με ζεστό νερό που βγάζει υδρατμούς.

Κι αυτόν  τον είχε επηρεάσει ο καιρός, τις μέρες που έβρεχε καθόταν στο κρεβάτι του τη νύχτα ώρα πολλή κι άκουγε τις στάλες που χτυπούσαν στο δρόμο και στα κεραμίδια, ο ήχος αυτός τον ηρεμούσε και τον ταξίδευε. Κάθε χρόνο το αισθανόταν αυτό  ιδίως την εποχή που η ομίχλη σκέπαζε τις πολυκατοικίες και τα στενά κι όλα χάνονταν μέσα στο θολό φως των προβολέων, πραγματικά ήταν μια περίεργη αίσθηση…

Κρατώντας το λουκέτο μπήκε στο ασανσέρ όπου  έπαιζε μια μουσική χριστουγεννιάτικη και  τον έκανε να σκέφτεται τις γιορτές που ερχόταν. Ο χρόνος πλησίαζε στο κλείσιμο του κι αυτός  από το καλοκαίρι και μετά δεν προλάβαινε να σηκώσει  κεφάλι, είχε αρχίσει πια να κουράζεται. ‘’Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο ότι αυτή την εποχή ερχόταν οι γιορτές κάθε χρόνο. Αυτοί που είχαν φτιάξει το ημερολόγιο ήξεραν ότι οι άνθρωποι χρειάζονται μια αλλαγή, μια παύση τούτη την  εποχή για να μπορέσουν να συνεχίσουν και να αντέξουν ’’’συλλογίζονταν μέσα του. Στο εργαστήρι που βρισκόταν στον τελευταίο όροφο ενός ψηλού κτηρίου, ο κλειδαράς ένας  τετράγωνος  μελαχρινός μ’ ένα σκουλαρίκι που κρέμονταν στο αυτί,  κράτησε μια στιγμή το λουκέτο στην παλάμη του, έβαλε κι έβγαλε κάνα δυο φορές το έμβολο που το σφράγιζε και είπε δυνατά: ‘’Ωραίος μηχανισμός ρε φίλε, χρόνια έχω να δω κάτι τέτοιο, που το βρήκες ; ‘’ Δεν είχε ιδέα από λουκέτα όμως ο τύπος με το σκουλαρίκι τον φώναξε κοντά του  ‘’Το βλέπεις αυτό το ανθρωπάκι το χαραγμένο στο πλάι,   ξέρεις ποιος είναι,  ο Οντίν ο μονόφθαλμος,  θεός  των Σκανδιναβών, αυτός  που κρεμάστηκε οχτώ νύχτες από το δέντρο της γνώσης μέχρι να διαβάσει τους ρούνους, τα μαγικά γράμματα  που είχαν  σκαλιστεί στο ραβδί του  κι  έτσι απόκτησε τεράστια σοφία,  μπορούσε πια να  διδάξει στους ανθρώπους  την κατασκευή των εργαλείων και της πυξίδας, μ’ αυτήν οι Βίκινγκ έφτασαν μέχρι την Αμερική κι όταν άραξαν στις παραλίες του νέου κόσμου  θυσίασαν στους θεούς της θάλασσας επειδή τους είχαν βοηθήσει... τα ξέρεις  αυτά  φιλαράκο; ‘’ ρώτησε ο κλειδαράς χαμογελώντας μυστήρια.. .  

 Δεν είχε ιδέα πραγματικά,  καθόταν μ όνο εκεί κοιτάζοντας τον μάστορα που  δοκίμαζε μια σειρά από κλειδιά ώσπου   βρήκε αυτό που ήθελε,  το έβαλε στον μικρό τόρνο, το τρόχισε μια  στιγμή,  το δοκίμασε να δει αν ταιριάζει  και του τόδωσε. Έξω ο καιρός  είχε γύρισει  σε βοριά σε νοτιά,  αυθόρμητα του ήρθε στο μυαλό εκείνη η ιστορία με τους θεούς  της θάλασσας  που διαφέντευαν τους ωκεανούς στο βορρά,  αυτοί πρέπει  να έφερναν  κι εκείνο το κύμα με τις ομίχλες και τις  υγρασίες που κατέκλυζαν κάθε χρόνο την πόλη . Επιστρέφοντας στο μαγαζί διαπίστωσε  ότι  όλοι οι άλλοι υπάλληλοι είχαν φύγει,  έψαξε το αφεντικό του κι όταν δεν τον βρήκε  πήγε στο γραφείο του, χτύπησε την πόρτα περίμενε λίγο όπως  έκανε κάθε φορά αλλά δεν του άνοιξε κανείς, νέκρα επικρατούσε στους διαδρόμους  και  το μόνο που μπορούσε ν’  ακούσει ήταν  ένας  ανεπαίσθητος  ήχος  σα μουρμούρισμα μικρού παιδιού .  Προχώρησε σπρώχνοντας   την πόρτα κι αυτό που αντίκρισε τον έκανε να βγάλει ένα επιφώνημα ‘’Ωχ θε μου !’’ Το αφεντικό του ήταν πεσμένο στο πάτωμα ακίνητο κι έμοιαζε να βαριανασαίνει, μια τηλεόραση ανοιχτή έπαιζε δυνατά κι έσπευσε να την κλείσει γιατί τον ζάλιζε, όπως πλησίασε είδε  ανέπνεε κι έβγαζε μια φωνή βαθιά σα να βογκούσε, τον σήκωσε πάνω κι όταν ο άλλος άνοιξε τα μάτια , είδε ότι δεν είχε κάτι σοβαρό, μοναχά ένα καρούμπαλο στο μέτωπο δεξιά, τον σήκωσε σιγά –σιγά,  τον πήγε στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο του και  τον σκούπισε με μια πετσέτα. Πρώτη φορά τον έβλεπε από τόσο κοντά κι αυτό που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν τα μάτια του ‘’αρχιμανδρίτη’’ δεν τα είχε προσέξει ποτέ ως τότε, ήταν γαλάζια, θολά,  σα δυο λίμνες πνιγμένες στην ομίχλη.

Το αφεντικό  συνήλθε μετά από  λίγο κι άρχισε να του λέει πως είχε γίνει όλο το πράγμα, στα είκοσι χρόνια που δούλευε εκεί πέρα πρώτη φορά του είχε μιλήσει έτσι ανθρώπινα,  πάντα ήταν άγριος κι αιμοβόρος σαν θηρίο,  ιδίως όταν ήταν να πληρώσει μισθούς κι επιδόματα μια κακία τον έπιανε  σα να του έκοβαν ένα κομμάτι από πάνω του  κι όλοι τον μισούσαν. Τώρα όμως έμοιαζε σαν αρνάκι κι άρχισε να εξηγεί  ότι  κάτι πρέπει να στραβοκατάπιε έτσι όπως καθόταν πίσω στην πολυθρόνα γυρτός τρώγοντας ένα παξιμάδι, αμέσως ήπιε λίγο νερό για να κατέβει ο κόμπος από τον οισοφάγο στο στομάχι όμως όπως το έκανε άγαρμπα κάτι πήγε στραβά, ένας σπασμός πρέπει να προκλήθηκε εσωτερικά κι ένιωσε έναν πόνο οξύ στο στήθος. Αυτό ήτανε όλο, ύστερα βρέθηκε όρθιος και το κεφάλι του πονούσε σα να τον είχαν βαρέσει με σφυρί, όλα γύριζαν στο δωμάτιο κι ένιωθε έναν πόνο στη γωνία του μετώπου.

Πραγματικά τον συμπονούσε εκείνη τη στιγμή,  μέρες χρονιάρες ερχόταν, όλος ο κόσμος χαίρονταν κι εκείνος καθόταν κλεισμένος εκεί μέσα  και μετρούσε λεφτά,  έμοιαζε απίστευτα μίζερος,  ήταν για λύπηση!  Του έφερε ένα ποτήρι νερό κι ενώ έδειχνε να συνέρχεται   ξαφνικά  άρχισε να βαριανασαίνει κι εντελώς απροειδοποίητα τον έπιασαν κάτι σπασμοί σα να είχε ρίγος πολύ δυνατό.   Δεν πρόλαβε να του πει τίποτα μόνο τον άκουσε να ψιθυρίζει κάτι , στη αρχή δε μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε ύστερα όμως διέκρινε μια φράση ‘’Το χρηματοκιβώτιο, κλείσε το χρηματοκιβώτιο,  πάρε ότι θες κι ύστερα κλείδωσε το!’’

Σ’ όλα τα γραφεία της εταιρείας δεν υπήρχε ψυχή  εκείνη την ώρα,  κάλεσε το ασθενοφόρο και περίμενε να έρθουν να τον πάρουν, το αφεντικό του είχε ηρεμήσει κάπως αλλά έμοιαζε εντελώς αδύναμος σαν παράλυτος, έριξε μια ματιά γύρω στο δωμάτιο όπου δεν είχε μείνει ποτέ παραπάνω από λίγα λεπτά, τίποτα δεν του έκανε εντύπωση ιδιαίτερη όμως   μετά το βλέμμα του καρφώθηκε στο χρηματοκιβώτιο που ήταν ανοιχτό.  Τι  στο διάβολο υπήρχε εκεί μέσα, και γιατί του είχε πει να πάρει ότι θέλει,  τι τον είχε πιάσει τώρα πάντως έπρεπε  να το κλειδώσει .  Δοκίμασε την πόρτα που ήταν πολύ βαριά σα να είχε κατασκευαστεί εκείνο το πράγμα από τσιμέντο, άνοιξε λίγο το ντουλαπάκι, και είδε  στοίβες από χαρτονομίσματα  κάθε είδους αραδιασμένα με τάξη και σφραγισμένα με ταινίες χάρτινες,  τι στο δαίμονα  έπρεπε να κάνει τώρα αφού του είχε πει  να πάρει ότι ήθελε,  πόσες τρύπες θα μπορούσε  να κλείσει, πόσους εφιάλτες να ταχτοποιήσει, πόσα θέματα που τον βασάνιζαν χρόνια ολόκληρα να λύσει,  κι αν τα ζητούσαν αργότερα,  κι αν τον κατηγορούσαν, θα έβρισκε το μπελά του σίγουρα,  απ’  ότι ήξερε το αφεντικό του δεν είχε παιδιά,  μόνο κάτι ανίψια που έλειπαν στην Αμερική, μέχρι να πάρουν χαμπάρι τι είχε συμβεί, αν καταλάβαιναν δηλαδή,  θα ήταν πολύ αργά.

Αποφάσισε να το ρισκάρει,  πήρε δυο μεγάλα μάτσα με πορτοκαλιά χαρτονομίσματα και τα έριξε στην τσάντα του, όταν ήρθαν οι τραυματιοφορείς δεν είπε τίποτα μόνο πέρασε το λουκέτο στο χρηματοκιβώτιο και τους ακολούθησε στο νοσοκομείο,  εκεί βάλανε τον ασθενή σ ένα θάλαμο παρακολούθησης, του εξήγησαν έπειτα  ότι δεν χρειαζόταν πλέον κι ότι θα τον ειδοποιούσαν.   Βγήκε έξω στο δρόμο και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει,  ο  νοτιάς  φυσούσε  στα στενά όπως τον έσπρωχναν οι θεοί της  θάλασσας ,  έξω από μια τράπεζα  σωροί από χαρτάκια που είχαν μαζευτεί μπροστά στα μηχανήματα ανάληψης  παρασέρνονταν στις ριπές του αέρα, μες το σκοτάδι κι απ’  το πουθενά   ένας σκύλος εμφανίστηκε κι ερχόταν  κατευθείαν απάνω του,  τρόμαξε, ήταν σίγουρος ότι θα ορμούσε  να τον κάνει κομμάτια όμως όταν τον είδε από πιο κοντά αντιλήφθηκε ότι   στο στόμα του κρατούσε πολύ σφιχτά σα να φοβόταν μη του φύγει, ένα πλαστικό μπουκάλι πλαστικό,  πέρασε δίπλα του κι εξαφανίστηκε στο σκοτάδι μαζί με τον άνθρωπο που  κρατούσε το λουρί του.  Όπως περνούσαν από μπροστά του γύρισε να  δει τον άνθρωπο που κρατούσε το σκύλο και τότε στο φως κάποιου προβολέα είδε καθαρά  ότι είχε το ένα μάτι κλειστό και χαλασμένο  σαν  εκείνον  τον θεό του βορρά …

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΟΡΧΙΔΕΕΣ

Τον αδερφό μου να γελά είδα στον ύπνο μου το βράδυ της Παρασκευής, πόσο καιρό είχα να τον δω, από την εποχή που είχε πεθάνει ο πατέρας μου, όλοι ξέραμε ότι ο μικρός που του είχε αδυναμία ο συγχωρεμένος, θα έπαιρνε το σπίτι, όμως όταν άρχισε να ψάχνει παντού σ’ όλα τα ντουλάπια και τις γωνιές,  διαθήκη δε βρέθηκε πουθενά, χάλασε τον κόσμο, σήκωσε κάθε πέτρα και κάθε ντουλάπα αλλά μάταια, η κληρονομιά είχε κάνει φτερά!

Τι στο καλό είχε πάει στραβά, αφού ήταν βέβαιο ότι το σπίτι θα το κληρονομούσε ο μικρός, κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί, κι ενώ όσο ήταν άρρωστος ο πατέρας αυτός είχε εξαφανιστεί με το που άρχισαν τα ζητήματα της διαθήκης νάτος ο δικός σου να χαλάει τον τόπο για να την βρει, ρώτησε στο υποθηκοφυλακείο, πλήρωσε δικηγόρους, μας έκανε άνω κάτω, αλλά φίλε μου ατύχησες, καλά πρέπει να έπαθε μεγάλο κάζο ο μικρός! Αφού δεν είχε βρεθεί κανένα χαρτί το σπίτι πήγαινε σε όλους εξίσου κι όταν αποφασίσαμε να το πουλήσουμε εγώ που δεν είχα δουλειά εκείνη την εποχή ανέλαβα όλες τις διαδικασίες και τα τρεχάματα της πώλησης. Όμως πρώτα έπρεπε ν’ αδειάσει και να πεταχτούν ένα κάρο έπιπλα και σαβούρες που κανείς δεν ήθελε, φωτογραφίες, κρύσταλλα παλιομοδίτικα, πιάτα, ρούχα κουβέρτες κι άλλα αντικείμενα που δεν μπορείς να φανταστείς και για τα οποία κανείς δεν ενδιαφέρονταν.  Εξαίρεση αποτελούσε  ένας  πίνακας παλιομοδίτικος που δεν έμοιαζε με  τίποτα απ ότι έχω   δει,  έδειχνε την καταπράσινη  όχθη ενός  ποταμού γεμάτη από   ορχιδέες μαβιές και άσπρες σε  χρώματα τόσο ζωντανά που δεν πίστευες ότι ήταν ζωγραφισμένα,    δεν ξέρω που τον είχε ξετρυπώσει ο πατέρας μου πάντως ήταν  καλό κομμάτι ,  δέσποζε εκεί στο σαλόνι κι όποτε   ξάπλωνα ε μπροστά στην τηλεόραση η εικόνα αυτή  μ’  αποκοίμιζε βράδια  ατελείωτα, σε πόσες ταινίες   δεν είχα κοιμηθεί στη μέση κι  όταν ξυπνούσα έψαχνα  τα λουλούδια του ποταμού που  με ησύχαζαν,  εκείνον τον πίνακα δεν υπήρχε περίπτωση να τον να αφήσω σε κανέναν !

Κανείς σχεδόν δε με βοηθούσε να ξεφορτωθώ όλη τη σαβούρα, το τι σακατεμό είχα πάθει δε λέγεται, αφού πέταξα και μοίρασα δεξιά κι αριστερά ότι μπορείς να φανταστείς, έπρεπε τώρα να μαζέψω ένα σωρό έντυπα και χαρτιά, άρχισα λοιπόν το τρέξιμο, τηλέφωνα, εφορίες, γραφεία, ερωτήσεις, ουρές, ταλαιπωρία, ούτε που θυμάμαι πόσον καιρό έφαγα μ’ όλα αυτά, μήνες σίγουρα. Και στο τέλος όταν πίστευα ότι τα μάζεψα όλα η συμβολαιογράφος που είχαμε μου είπε ‘’Εδώ υπάρχει κι άλλο πρόσωπο!’’ ένας θείος του πατέρα που ανακατεύονταν στο ζήτημα της ιδιοκτησίας είχε όμως πεθάνει προ αμνημονεύτων χρόνων και σύμφωνα με το νόμο χρειαζόταν η ληξιαρχική πράξη θανάτου του για να είναι νόμιμα τα συμβόλαια, αυτό  με ξεπερνούσε...

Τα είχα ξεχάσει όλα αυτά από που στο καλό ήρθαν πάλι στο μυαλό μου είχα κοιμηθεί σα κούτσουρο κι όλη νύχτα έβλεπα όνειρα ατελείωτα όμως αυτό που θυμόμουν περισσότερο ήταν τον αδερφό μου να γελά, πόσον καιρό είχαμε να μιλήσουμε. Το πρωί του Σαββάτου καθώς ετοιμαζόμουν για τη δουλειά προσπαθούσα να θυμηθώ λεπτομέρειες απ’ το όνειρο, ήταν πολύ ζωντανό, σαν αληθινό, τον είχα δει να στέκεται γελώντας στην πόρτα του σπιτιού μας που ήταν τεράστια, σαν τις πύλες που δείχνει στις ταινίες με κάστρα και ιππότες, ‘’Πολύ περίεργο όνειρο!’’ έλεγα από μέσα μου. Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα κι είδα ότι έξω έβρεχε καρεκλοπόδαρα σα να είχαν ανοίξει οι ουρανοί κι έριχναν το καταπέτασμα. Δεν πρόλαβα πάλι το καταραμένο λεωφορείο και ξεκίνησα με τα πόδια, στα καλντερίμια αυλάκια νερού σχηματίζονταν και κατηφόριζαν κατά τη θάλασσα, δε μπορούσα να πατήσω σε μέρος στεγνό, το δεξί μου χέρι που κρατούσε την ομπρέλα είχε μουσκέψει εντελώς, καθώς κατέβαινα τα σκαλοπάτια κάτω απ’ την εκκλησία των Aγίων Θεοδώρων εκεί ψηλά στις Συκιές, σκεφτόμουν ότι θα έφτανα στο μαγαζί μούσκεμα ως το κόκαλο. Αποφάσισα να τρέξω λίγο για να είμαι τουλάχιστον ζεστός, σήκωσα μια στιγμή το κεφάλι και είδα πίσω απ’ τα κίτρινα φθινοπωρινά φύλλα ενός δέντρου ολόκληρη την πόλη από κάτω σκεπασμένη στην ομίχλη, τα καράβια στο λιμάνι ανοιχτά στέκονταν αραγμένα, ομίχλη τύλιγε το τοπίο, το θέαμα ήταν πολύ ωραίο αν μπορούσες να το χαζέψεις αλλά έτσι όπως ήμουν δε γινόταν να σταθώ ούτε στιγμή.

Όταν έφτασα στα πιο πυκνοκατοικημένα στενά μπορούσα να προφυλαχτώ κάτω απ’ τα μπαλκόνια, χτύπησα τα πόδια μου στα πλακάκια να φύγει το νερό απ’ τα παπούτσια κι έφερα στο νου ξανά το όνειρο και την ιστορία με την διαθήκη. Όταν προέκυψε κι ο θείος ο πεθαμένος σήκωσα τα χέρια ψηλά, πήγα στο δήμο, στο χωριό καταγωγής, ρώτησα εδώ, ρώτησα εκεί, είχα αρχίσει ν’ απογοητεύομαι, θα τα παρατούσα σίγουρα όταν κάποιος μου είπε ότι ο θείος είχε νοσηλευτεί σ’ ένα ίδρυμα κάποιο φεγγάρι, έτσι πήγα να ρωτήσω κι εκεί σ’ ένα δημαρχείο που έμοιαζε με σπίτι παλιό, αρχοντικό, σκεπασμένο με κεραμίδια κόκκινα. Μια υπάλληλος  με ρώτησε πότε πέθανε, είπα περίπου την ημερομηνία, πριν σαράντα χρόνια, κάπου τόσο υπολόγιζα, δεν πίστευα ότι μπορούσε να βρει τίποτα αλλά ρε φίλε η γυναίκα έψαξε λίγο στον πάτο ενός συρταριού και μετά έβγαλε μια σελίδα άσπρη, αυτή ήταν, καλά είχα τρελαθεί, ήταν πολύ τρελό…

Μερικά σπουργίτια τσαλαβουτούσαν μέσα σ’ ένα νερόλακκο βρέχοντας και τινάζοντας τις φτερούγες τους, δε νοιάζονταν καθόλου για τη βροχή,  μάλλον το διασκέδαζαν, ο ουρανός έμοιαζε ν’ ανοίγει όμως δεν ήξερες αν από στιγμή σε στιγμή δεν έπιανε ξανά καμιά νεροποντή να σε πνίξει κι εγώ ήλπιζα ότι με τέτοιο καιρό το πιο πιθανό ήταν να μην έχουμε δουλειά εκείνο το Σάββατο. Με τέτοια βροχή ποιος θα κατέβαινε στο κέντρο, ήταν ευκαιρία να ξεκουραστώ λιγάκι και να σου πω δε με χαλούσε καθόλου, όλη η βδομάδα με είχε πάει τρένο χωρίς σταματημό, κάθε βράδυ που σχολούσα απ’ την απογευματινή βάρδια έτρεχα να προλάβω τα νευρωτικά λεωφορεία που πήγαιναν κι έρχονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, κάθε βράδυ η ίδια ρουτίνα, οι ίδιες εικόνες, έξω απ’ τα σούπερ μάρκετ καρότσια εγκαταλειμμένα, έρημα, πίσω απ’ τα τζάμια φρούτα φωτισμένα πάνω στους πάγκους, στη στάση κάτι σεκιουριτάδες χοντροί κατέβαιναν για την νυχτερινή τους βάρδια αγριεμένοι, παλιά λέει κοιμόντουσαν λίγο να περάσει η ώρα, τώρα φοβούνται, ακούγονται τόσα…

Τον μικρό δεν τον ένοιαζαν όλα αυτά, δεκάρα τσακιστή δεν έδινε, αυτός είχε βολευτεί στην Αγγλία σε μια πολιτεία υγρή εκεί πάνω και δε σκεφτόταν να γυρίσει πίσω, αλίμονο σε μένα που έπρεπε να τραβάω κουπί ατελείωτο!  Όταν έφτασα στο μαγαζί έβγαλα το μπουφάν που είχε μουσκέψει κι  άνοιξα  μια σόδα,  το στομάχι μου  με είχε σαπίσει, δεν πρόσεχα καθόλου, έτρωγα ότι νάναι σε όλες τις άσχετες ώρες, έπρεπε να το κοιτάξω . Με το που σταμάτησε η βροχή  ένας αέρας πολύ δυνατός βγήκε απ’  το πουθενά και τραβούσε τις τέντες μέχρι το θεό, ήταν σίγουρο ότι θα τις έσκιζε, βγήκα έξω γρήγορα να τις μαζέψω κι εκείνη τη στιγμή είδα μια εικόνα που την είχα ξαναδεί, όπως όταν βλέπεις ξανά το ίδιο έργο στη τηλεόραση: εγώ με τον μικρό μου αδερφό τρέχουμε να σκεπάσουμε τα καπνά που είχαμε απλωμένα στην αυλή του σπιτιού να ξεραθούν απ΄ τον ήλιο καθώς αέρας φυσούσε απ’ όλες τις μεριές σα να άλλαζε κατεύθυνση όλη την ώρα, η σα να ήμασταν στη μέση κάποιου ανεμοστρόβιλου...

Να λοιπόν ξανά μπροστά μου ο μικρός, ήταν βλέπεις η μέρα του, είχε  γενέθλια και μας είχε πει ότι μπορεί να ερχόταν καμιά βόλτα προς τα νότια   να γιορτάσει εδώ πέρα,  κάθε φορά ταξιδάκια στα Κανάρια νησιά, στη  Βαλτική, στο Ντουμπάι  κι όπου στο δαίμονα πήγαινε σα να μας απέφευγε! Πάντα πίστευε ότι ήταν ο αδικημένος, αυτός  ήταν ο λόγος  όμως σ εκείνη την υπόθεση με το πατρικό εγώ είχα κάνει όλη την βρώμικη δουλειά, εγώ είχα τρέξει παντού, εγώ είχα κοιτάξει τον  γέρο όταν ο άλλος τακτοποιούσε τις δουλειές του στας Ευρώπας κι όταν έγινε η πώληση κι έπεσε το ρευστό ήρθε καμαρωτός - καμαρωτός με το κοστουμάκι να πάρει το μερίδιο του. Εμένα βέβαια τότε έτσι όπως ήμουνα ούτε που μ’ ένοιαζε, πήρα τα λεφτά  και δεν κοίταξα γύρω μου, στο ασανσέρ καθώς έφευγα τα έσφιξα στα χέρια μου, αυτή ήταν μια από τις καλύτερες στιγμές που είχα ζήσει, δε μπορώ να σου περιγράψω τη χαρά που ένιωσα τότε…

Το Σάββατο προμηνύονταν ήσυχο, γύρω επικρατούσε μια ησυχία σα να είχε  πέσει βόμβα στο κέντρο της πόλης,  μετά όμως άρχισε να έρχεται κόσμος  λες και ήταν ειδοποιημένοι από κάπου.  Εκείνη την ώρα ήμασταν δυο άτομα όλα κι όλα στο μαγαζί , υποτίθεται ότι αυτήν την ώρα  θα ξεκουραζόμασταν κάπως αλλά μας είχαν ανακαλύψει που να πάρει  κι έρχονταν ουρές. Ο άλλος μετά από λίγο έμοιαζε  παραιτημένος,  του έβγαινε η κούραση όλης της βδομάδας,  είχε πιει και λίγο,  σ’ αυτή τη δουλειά δε μπορούσες ν’ αντέξεις διαφορετικά, σ’  όλα τα μαγαζιά το ίδιο γινόταν, όταν είσαι τόσες ώρες στο πόδι δεν αντέχεις  οπότε πολλοί έβρισκαν αυτή τη λύση και φυσικά στο τέλος γίνονταν αλκοολικοί.

 Ήμουνα λοιπόν μόνος σχεδόν μ’ όλο  εκείνο το ανθρωπομάνι από πάνω μου,  με το που σερβίριζα τον έναν άλλος εμφανίζονταν στη θέση του κι ύστερα άλλος, κι άλλος, στο τέλος με είχαν σκεπάσει, δε μπορούσα να δω τι γίνονταν. Είχα γίνει ένα ρομπότ που έκανε κινήσεις μηχανικές χωρίς να σκέφτεται, έπαιρνα λεφτά, έδινα ρέστα, έριχνα χρήματα στο ταμείο, όλα γίνονταν πολύ γρήγορα,  το μόνο που μ’  ενδιέφερε ήταν να φύγουν απ’ το κεφάλι μου εκείνοι οι άνθρωποι. Έπειτα άρχισαν τα παράπονα, όλοι ήθελαν να εξυπηρετηθούν αμέσως  αλλά έπειτα έβρισκαν κάποια ατέλεια σ’ αυτό που είχαν παραγγείλει, δεν ήταν όπως το είχαν ζητήσει, κάτι έλειπε, κάτι δεν είχε γίνει σωστά, κάποιοι μάλιστα δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι, τι στο καλό τους είχα δώσει! Όσο σερβίριζα ένιωθα στο μυαλό μου μια μουσική κοροϊδευτική να επαναλαμβάνεται σαν κάποιος να διασκέδαζε μ’  αυτά που περνούσα, έξω ο αέρας είχε  λυσσάξει κι όλοι για να φυλαχτούν χωνόταν στο μαγαζί που έχε γεμίσει ασφυκτικά,  ούτε που ήξερα πως θα τελείωνε εκείνο το πράγμα, ο άλλος είχε αποσυρθεί σε μια γωνιά και κάτι έκανε που δεν μπορούσα να δω, μέσα σ εκείνο το χάος και  την  θολούρα που επικρατούσε,  κάποιος,  ο μοναδικός ανάμεσα στο πλήθος,   μου χαμογελούσε,  αυτός πρέπει να ήταν καλός, σταμάτησα  μια στιγμή ότι έκανα να τον δω λίγο καλύτερα, ήταν ο αδερφός  μου!

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

ΣΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Μια οσμή από μύρο ένιωσε να έρχεται ξαφνικά στο πρόσωπο της όπως δοκίμαζε να μπει στο πιο σκοτεινό μέρος του υπογείου, τον ‘’τάφο’’ όπως το λέγανε εκείνο το μέρος οι υπάλληλοι επειδή για να πας εκεί έπρεπε να διασχίσεις ένα πανύψηλο διάδρομο γεμάτο διακλαδώσεις που θύμιζαν   κατακόμβη. Το κτήριο όπου στεγαζόταν το σούπερ μάρκετ ανήκε σε μια εκκλησία πολύ παλιά και διόλου παράξενο να υπήρχε καμιά κρύπτη εκεί πέρα από τότε που κυνηγούσαν τους χριστιανούς. Όπως ήτανε μόνη εκείνη τη μέρα, οι πιο πολλοί είχαν πάρει άδεια, φοβήθηκε, δε μπορούσε να καταλάβει από που έρχονταν η μυρουδιά που ήταν βέβαια ευχάριστη, έμοιαζε μ’ αυτήν που απέπνεε ο επιτάφιος με τα λουλούδια της άνοιξης, τα λιβάνια και τ’ αρώματα όμως εκεί κάτω στο σκοτεινό υπόγειο έμοιαζε κάπως απειλητική, ασυναίσθητα έκανε το σταυρό της, σταμάτησε εκεί που βρίσκονταν και κοίταξε πίσω της νιώθοντας ότι κάποιος την ακολουθούσε, ήταν σίγουρη ότι από καμιά γωνιά θα εμφανίζονταν κανένα φάντασμα καλόγερου η γέρου προσκυνητή για να την κατατρομάξει.

Αν είχε μαζί της το Λυκούργο εκεί κάτω δε θα φοβόταν τίποτα, πάντα τη βοηθούσε κι όταν είχε κάτι βαρύ να κουβαλήσει δεν την άφηνε ποτέ, ο τύπος ήταν θηρίο, ένα παιδί ψηλό, αθλητικό, που δε καταλάβαινε τίποτα, χρόνια στη πιάτσα, πριν έρθει εκεί δούλευε στα κρέατα, ξυπνούσε απ’ τις τέσσερις και σχολούσε αργά το απόγευμα, το πρωί κουβαλούσε στην πλάτη κάτι κομμάτια ζώων τεράστια που έλεγες ότι τα είχανε κόψει από δεινόσαυρο κι έπειτα έκανε χαβαλέ με τους πελάτες και τις κυριούλες πουλώντας όλο το εμπόρευμα. Καλά άμα ήταν εκεί κάτω ο Λυκούργος που κάθε πρωί έκανε μια ώρα γυμναστική προτού έρθει στο σούπερ μάρκετ, θα προχωρούσε μαζί του μέσα στον τάφο να δουν τι στο δαίμονα υπήρχε στο βάθος των διαδρόμων κι από πού ερχόταν εκείνη η απόκοσμη οσμή του μύρου που είχε κατακλύσει το χώρο…

Εκείνες οι βλαμμένες οι κοπελίτσες απ’ τα ταμεία που την έστελναν όλη την ώρα κάτω φταίγανε, όταν δε βρίσκανε κανένα εμπόρευμα που ζητούσαν τίποτα παλαβές γριές ακούγονταν στο μεγάφωνο ‘’Η κυρία Ε να έρθει στη ρεσεψιόν παρακαλώ! ‘’ κάθε φορά της ανέβαινε η πίεση όταν άκουγε να τη φωνάζουν αντί να κουνηθούν και να πάνε μόνες τους, μα τι τεμπέλες θεέ μου, καλά ήταν πολύ άχρηστες! Τα είχε βαρεθεί πραγματικά εκείνα τα κοριτσάκια και περίμενε πότε θα τελείωνε η σύμβαση της να σηκωθεί να φύγει από κει πέρα, ήταν σίγουρη ότι θα θέλανε να την κρατήσουν γιατί τους έβγαζε όλη τη δουλειά την ώρα που πληρώνανε ψίχουλα, δεν είχε καμιά όρεξη να συνεχίσει, εκεί έξω βέβαια τα πράγματα είχαν αγριέψει παρά πολύ κι έπρεπε να σκεφτείς καλά την κάθε σου κίνηση, όπως και να είχε θα το σκεφτόταν πολύ πριν αποφασίσει.

Κι έπειτα ήταν η καθημερινή ρουτίνα που είχε αρχίσει να της αρέσει, αν και τα πρωινά βλαστημούσε κάθε φορά που χτυπούσε το ξυπνητήρι, ειδικά όσο χειμώνιαζε, η νύχτα μεγάλωνε κι έπρεπε να σηκώνεται μες τ’ άγρια χαράματα. Μαζί της είχε πάντα ένα θερμός με ζεστό καφέ που το ακουμπούσε στα χείλη για να ζεσταίνει το πρόσωπο και τα χείλια της καθώς γύρω το κρύο γινόταν όλο και πιο αισθητό. Ο καιρός πήγαινε καλός, δεν είχε βρέξει για καιρό κι υπήρχαν μέρες που ο ήλιος ήταν εξαιρετικά ευχάριστος, δεν έμοιαζε καθόλου με κείνον τον καλοκαιρινό που σου τσουρουφλίζει το δέρμα, άμα έχεις συνηθίσει στη ζέστη αυτός ο ήλιος, ο φθινοπωρινός, δε σε πειράζει καθόλου. Όλα τα μαγαζιά είχαν γεμίσει κόσμο, νεολαία πιο πολύ, κι αφού οι άνθρωποι είχαν ξεμπερδέψει με τα σχολικά και δεν χρειαζόταν ακόμα πετρέλαια και καλοριφέρ, το είχαν ρίξει έξω διασκεδάζοντας, πραγματικά η εποχή έμοιαζε πολύ ωραία…

Κάθε πρωί παρατηρούσε στη στάση τα τελευταία άστρα που είχαν απομείνει στον ουρανό κι όταν έφτανε στο κέντρο της άρεσε να βλέπει τους φωτισμένους φούρνους που έψηναν τσουρέκια απ’ τα χαράματα, τα καφέ που πουλούσαν ντόνατς και καπουτσίνο, τα τυροπιτάδικα που ετοίμαζαν χυμούς και ζεστά σάντουιτς στην τοστιέρα. Πάντα είχε αδυναμία στο κέντρο με τα μαγαζιά του που έσφυζαν από ζωή και χρήμα κάποτε, τότε που υπήρχαν δουλειές και πλήρωναν καλά όμως τα πιο πολλά απ’ αυτά κατέβαζαν ρολά μέρα με τη μέρα κι ήταν μια πίκρα να τα βλέπεις, μόνο γυράδικα και κάτι άλλα φτηνιάρικα καταστήματα άνοιγαν ενώ ο κεντρικοί δρόμοι έμοιαζαν εγκαταλειμμένοι στο έλεος του θεού.
Είχαν αλλάξει σίγουρα τα πράγματα, δεν ήταν πάντοτε έτσι, η πόλη βίωνε μεγάλη παρακμή καθώς ο δήμαρχος είχε αποδειχθεί μεγάλο λαμόγιο κι η αστυνομία έμοιαζε εξαφανισμένη από παντού. Ο τόπος είχε γεμίσει ζητιάνους, πρεζόνια και μετανάστες που σκοτώνονταν κάθε μέρα έξω από τα τυροπιτάδικα πουλώντας τσιγάρα λαθραία κι ο θεός ξέρει τι άλλο εντελώς ξεδιάντροπα αφού δεν υπήρχε κανείς να τους ελέγξει, γύρω παντού σκύλοι αδέσποτοι άρπαζαν τεράστια κόκαλα έξω απ’ τα χασάπικα και πήγαιναν σε καμιά γωνιά να τα ροκανίσουν, το θέαμα ήταν τριτοκοσμικό καθαρά, θύμιζε Ινδία, Πακιστάν κάποια από κείνες τις χώρες εκεί κάτω.

Κάθε πρωί συναντούσε κοντά σε μια στοά και τον Λυκούργο, για να κόψει δρόμο περνούσε από κει μέσα κι έβγαινε κατευθείαν στο σούπερ μάρκετ.  Όταν ήταν ακόμα νύχτα Ο Λυκούργος – τι όνομα κι αυτό θεέ μου- που  είχε δουλέψει ένα φεγγάρι στα καράβια της εξηγούσε  τους αστερισμούς ψηλά στον ουρανό, όσους τουλάχιστον μπορούσαν  να διαπεράσουν τα φώτα της πόλης . Το πρωί η στοά ήταν έρημη αλλά το μεσημέρι που σχολούσαν κι έφευγαν μαζί έβλεπαν εκεί κάτι περιθωριακούς και κάτι άλλους άσχετους που μαζευόντανε στη στοά και τα πίνανε τσιμπολογώντας κανένα μεζέ, λίγο τυράκι, κανένα ψάρι παστό, λίγο σαλαμάκι. Μερικές φορές έτρωγαν και καμιά καυτερή πιπεριά και τότε τους έβλεπες ν’ αναστενάζουν και να ξεφυσούν ενώ στάλες ιδρώτα έτρεχαν στο μέτωπο τους γιατί είχαν καεί τα μέσα τους. Όταν τύχαινε να περνά μόνη της την κοιτούσαν περίεργα και πετούσαν κανένα: ‘’Που πάει το γκομενάκι !’’ αλλά από τότε που τους είχε μιλήσει ο Λυκούργος την σέβονταν, με τον καιρό είχε ξεθαρρέψει κι αυτή, τους πετούσε καμιά κουβέντα κι άλλοτε σταματούσε στη στοά να πάρει κανένα βότανο από έναν πλανόδιο που πουλούσε σπόρους τριανταφυλλιάς και φύλλα δάφνης, σπαθόχορτο και ρίγανη, θυμάρι και στελέχη αλόης, είχε μάθει ότι ο τύπος πήγαινε μόνος του πάνω στα βουνά στις ξερολιθιές και τα μάζευε όλο το χρόνο…

Με τον Λυκούργο ένιωθε ασφάλεια τώρα όμως είχε μείνει μοναχή της στο υπόγειο κι είχε παγώσει απ’ το φόβο, ο άλλος είχε εξαφανιστεί, σίγουρα θα τον είχαν στείλει να ξεφορτώσει εκείνο το πελώριο φορτηγό που έφερνε καταραμένες προμήθειες και παραλαβές. Ήτανε μόνη της και φοβόταν, της ήρθε στη μνήμη εκείνη η σκηνή όταν ήταν μικρή που είχε πάει στην εκκλησία μοναχή της κι άναψε δυο κεράκια βλέποντας μια τοιχογραφία ζωγραφισμένη ψηλά  στην οροφή που έδειχνε τους μάγους να  ακολουθούν το αστέρι για να βρουν το χριστό, ξαφνικά είχε ακούσει τσόκαρα να σέρνονται στο πάτωμα αλλά δε μπορούσε να δει τίποτα, μοναχά ένα θρόισμα αδιόρατο διαπερνούσε τον αέρα σαν κάποιος να διέσχιζε το χώρο δίχως να φαίνεται κι αυτό ήταν τόσο τρομαχτικό που είχε ανατριχιάσει ολόκληρη. Η γιαγιά της  που την αγαπούσε υπερβολικά  και κάθε βράδυ στο μπαλκόνι της έδειχνε όλα τ’ άστρα του ουρανού κι όλους τους αστραφτερούς σχηματισμούς που φτιάχνονταν εκεί πάνω  τη νύχτα, κι όλους του δρόμους  που έπρεπε να διασχίσουν οι μετεωρίτες στο ουράνιο ταξίδι τους,   αυτή η γιαγιά της λοιπόν της είχε πει ότι η αγία σ’ εκείνη την εκκλησία είχε εμφανιστεί σε πολλούς, ιδίως σε μερικούς που δεν ήσαν και τα καλύτερα παιδιά και τους είχε δώσει ένα σκαμπίλι τόσο δυνατό που το ένιωθαν για χρόνια στο μάγουλο επειδή είχαν κάνει κάτι βρώμικο ή είχαν σκεφτεί κάτι πονηρό, μάλιστα υπήρχε και κάποιος στη γειτονιά με στραβωμένη τη μια μεριά του προσώπου που λέγανε ότι το είχε πάθει από ένα τέτοιο σκαμπίλι γιατί είχε βάλει κάποτε χέρι στο παγκάρι, η αγία τον είχε πάρει μάτι και τον τιμώρησε έτσι λέγανε . . .

Αυτό ακριβώς το συναίσθημα την κατέκλυσε ξανά όπως τότε που ήταν πιτσιρίκι κι έβλεπε τον κόσμο μ’ άλλα μάτια σαν όλα γύρω να είχανε μια διάσταση άλλη απ’ την πραγματική. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να σηκωθεί και να φύγει από κει πέρα, όπως όμως έκανε να υποχωρήσει το ένα μετά το άλλο τα φώτα στο ταβάνι έσβησαν, όλος ο χώρος γύρω σκοτείνιασε απότομα όπως συμβαίνει στους δρόμους το πρωί. Έκανε μερικά βήματα στα τυφλά ψηλαφώντας ένα καρότσι που υπήρχε στο διάδρομο, καθώς προσπαθούσε να σκεφτεί γιατί να της συμβαίνει αυτό, τι στο καλό αμαρτίες είχε κάνει, εκτός από κάτι ψιλά δε θυμόταν κανένα σοβαρό παράπτωμα, ήταν σίγουρη ότι από στιγμή σε στιγμή θα έτρωγε ένα μπάτσο τόσο δυνατό που θα της έφευγε καμιά γέφυρα απ’ την οδοντοστοιχία της. Έβαλε το χέρι στο σταυρό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό, αυτόν που της είχε χαρίσει η αγαπημένη της γιαγιά  και τον είχε χάσει ένα καλοκαίρι βουτώντας στη θάλασσα σ’ ένα νησί από έναν βράχο. Είχε χαλάσει τότε τον κόσμο να τον βρει, είχε βάλει όλους τους γνωστούς της να βουτήξουν με μάσκες και μπουκάλες, η ίδια κόντεψε να σκάσει κάτω απ’ το νερό ψάχνοντας, δεν θα έφευγε απ’ το νησί αν δεν έβρισκε τον σταυρό, και τελικά τον βρήκε ρε φίλε, σ’ ένα μέρος όχι και τόσο βαθύ, ήταν πεσμένος στην άμμο του βυθού και γυάλιζε ακτινοβολώντας τις αχτίνες του ήλιου που έφταναν μέχρι τον βυθό, καλά όταν τον είχε στερεώσει στο λαιμό της ένιωσε υπέροχα σα να ξαναβρήκε τη χαμένη της δύναμη.

Ένας ήχος σα μακρόσυρτο μουρμουρητό ήρθε τώρα στ’ αυτιά της, αυτό το πράγμα ήταν σίγουρα κάποιο δαιμόνιο, για καλό πνεύμα πάντως δεν έμοιαζε, με το που έσβησαν τα φώτα τα μουρμουρητό εκείνο δυνάμωσε κι απ’ την αντίθετη κατεύθυνση της φάνηκε ότι άκουγε ένα θόρυβο που δυνάμωνε ολοένα σαν κάποιος να κοπανούσε ένα ταμπούρλο προαναγγέλλοντας μια καταστροφή που πλησίαζε ολοένα και πιο κοντά, είχε αρχίσει να ιδρώνει όπως εκείνοι οι τύποι στη στο που έτρωγαν τις καυτερές πιπεριές, της ερχόταν να βάλει καμιά τσιρίδα να ξεσπάσει, χωρίς να το καταλάβει έσυρε την παλάμη της κατά το σταυρουδάκι που είχε στο λαιμό

‘’Ε, τι διάλο γίνεται εκεί κάτω!’’ ακούστηκε η άγρια φωνή του Λυκούργου κι ένα  βάρος απίστευτο  έφυγε απ την καρδιά της .

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

ΤΑ ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ ΑΥΛΑΚΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Ένα βουνό χιονισμένο είχα δει στον ύπνο μου, χαράδρες, γκρεμοί άσπροι, πέτρες, βράχια, τα είχα απέναντι μου όπως βλέπεις τον Όλυμπο όταν είσαι στην παραλία αλλά αυτά έμοιαζαν να βρίσκονται πολύ κοντά, φαινόταν πολύ καθαρά, έλεγες ότι αν περπατούσες λίγο θα μπορούσες να τ’ αγγίξεις, ξύπνησα με μια διάθεση πολύ ωραία, καιρό είχα να δω τόσο όμορφο όνειρο.

Αιτία ήταν βέβαια ότι μετά από καιρό δεν είχαμε πολύ δουλειά εκείνο το Σάββατο και το αφεντικό μας έδιωξε νωρίς, πόσον καιρό είχα θε μου να καθίσω ένα απόγευμα στο σπίτι, δεν ήθελα να πάω πουθενά έκανα, ένα μπάνιο και ξάπλωσα στον καναπέ ώρες πολλές, ξεκουράστηκα πραγματικά.

Στη δουλειά είχαμε πεθάνει, σου μιλάω για μεγάλη φούρια, παραλαβές καινούριες ερχότανε όλη την ώρα, μας είχαν σακατέψει, στην αποθήκη επικρατούσε ένα χάος, παντού υπήρχαν φακελάκια και σκευάσματα διάφορα, σακουλάκια, κουτάκια, συσκευασίες όλων των μεγεθών, σκόνες, τρόφιμα, ότι μπορείς να φανταστείς, όλα πεταμένα τριγύρω. Δε μπορούσες να λειτουργήσεις μέσα σ εκείνο τον πανικό, σ’ έπιανε ζαλάδα, και σα να μην έφταναν όλα αυτά είχαν βάλει κι εκεί στη μέση του χώρου ένα ψυγείο τεράστιο που μου είχε σπάσει τα νεύρα, , δε μπορούσα να κουνηθώ, με είχε στριμώξει άσχημα!

Και το ήξερα ότι εκείνος ο ηλίθιος ο Α το είχε βάλει το ψυγείο στη μέση επίτηδες γιατί τον είχα πάρει παραμάζωμα κάνα δυο φορές και δεν ήξερε που να κρυφτεί. Στο τέλος με απέφευγε συστηματικά, δε πατούσε το πόδι του όσο ήμουν εκεί, έλεγε ότι θα φύγει αλλά σιγά . Και δεν ήταν μόνο αυτός, ήταν κι η άλλη η βλαμμένη η Δ που τον υποστήριζε ‘’Έχει δίκιο ο Α, το ψυγείο πρέπει να είναι εδώ, βολεύει καλύτερα, γιατί το μετακινείς όλη την ώρα ; ‘’ – ‘’ Bρε δε πας στο διάβολο!’’ ήθελα να της πω. Την πρώτη μέρα δεν το άντεξα, κίνησα γη και ουρανό, έβγαλα έξω ένα σωρό αντικείμενα, καρέκλες τραπέζια ότι υπήρχε γύρω και τόβαλα στη θέση του. Το μεσημέρι το αφεντικό ζητούσε τα ρέστα για τις μετακινήσεις, μα τι πρήχτης, ‘’Δε μπορώ ρε φίλε, δεν αντέχω, πάρτε το από μπροστά μου, ελάτε εσείς να δουλέψετε εδώ πέρα!’’ του πέταξα, αλλά στου κουφού τη πόρτα ... Με την αλλαγή της βάρδιας ήρθε ο Α να δει τι γίνεται, δεν είπε τίποτα, αυτή ήταν η τακτική του, τόπαιζε αδιάφορος, το βράδυ στη βάρδια του μαζί με την άλλη τη χαζή άλλαζαν τη θέση και ξανάφερναν στη μέση το καταραμένο το ψυγείο, ήμουν σίγουρος ότι στο τέλος θα το κάρφωναν στο πάτωμα με κάποιο τρόπο μόνο και μόνο για να μου τη σπάνε, ήμουν μες τα νεύρα, είχα σκάσει, δεν ήξερα τι να κάνω, όμως τελικά σκέφτηκα ‘’Δεν τους αφήνεις να πάνε στον διάβολο!’’

Βέβαια αφού μου την είχαν σπάσει ένα κάρο φορές είχα βρει την άκρη με τον Α και τους βλάκες τους άλλους, είχα ταχτοποιηθεί σε μια δεύτερη δουλειά τα απογεύματα και δε πα να χτυπιόταν, εγώ είχα την εναλλακτική μου κι άμα μου την έδινε θα την κοπανούσα κι ας με ψάχνανε. Πολλές φορές πάλι για να μη τους βλέπω πήγαινα στα διαλείμματα και καθόμουν με τον φίλο μου τον Παναγιώτη, στο γραφειάκι του εκεί στον έβδομο όροφο, αυτός έψαχνε όλη την ώρα δεν ξέρω και εγώ τι στον υπολογιστή κι εγώ χάζευα τα διαμερίσματα απέναντι άλλος έτρωγε άλλος διάβαζε άλλος κάπου μιλούσε, ήταν σαν βλέπεις τέσσερις πέντε ιστορίες να διαδραματίζονται ξεχωριστά . Αυτό ήταν για μένα μια όαση απ’ το τρελάδικο που επικρατούσε στη δουλειά με όλους εκείνους τους παλαβούς και τα ψυγεία τους και τις παραλαβές τους. Ξεχνιόμουν εκεί όπερα κοιτάζοντας μια τους απέναντι και μια τον ακάλυπτο χώρος που ήταν σκεπασμένος από έναν κισσό τεράστιο σκαρφαλωμένο στην πολυκατοικία, όλο το καλοκαίρι εκείνο το θέαμα των πράσινων γυαλιστερών φύλλων που κυριαρχούσε πάνω στο γκρι με ηρεμούσε, μιλάμε τα ξεχνούσα όλα σ’ εκείνο το μέρος , είχε και ησυχία απεριόριστη γιατί όλοι οι δικηγόροι κι οι μηχανικοί που σύχναζαν εκεί πέρα έλειπαν στις καλοκαιρινές τους διακοπές, ...


Αυτό το σκηνικό ήταν μια ανάπαυλα σωτήρια ρε φίλε, αν δεν είχα και την Β στο σπίτι να γκρινιάζει θα ήταν όλα, καλά όμως τελευταία με είχε ταράξει, όλη την ώρα μου φώναζε ότι ψώνιζα συνέχεια τα λάθος πράγματα, ‘’Γιατί μου έφερες αυτό το απορρυπαντικό ενώ εγώ σου είχα πει το άλλο, γιατί δε πήρες την προσφορά που είχανε, που είχες τα μάτια σου, μα τις στραβός άνθρωπος, τι βλάκας που είσαι, δεν ξέρεις να κάνεις οικονομία, θα μας βάλεις μέσα!’’ Ύστερα συνέχιζε ‘’Γιατί δε βγάζεις τα παπούτσια σου όταν μπαίνεις στο σπίτι, που πετάς τα ρούχα σου, γιατί δεν πλένεις τα χέρια σου, γιατί έφαγες από το δικό μου το πιάτο που το είχα χωρίσει στην άκρη και ήταν όπως το ήθελα ενώ το δικό σου το είχα παραγεμίσει με όλες τις βλακείες όπως το θες, μα τι χαμένος που είσαι!’’ καλά άμα την έπιανε εκείνη η μανία και η λύσσα δε γλύτωνες με τίποτα, ήσουν χαμένος από χέρι.


Τα βράδια όταν σχολούσα τα φώτα των δρόμων ανάβανε νωρίτερα, είχε αρχίσει να φθινοπωριάζει, μες τη θολούρα του δειλινού οι φιγούρες των ανθρώπων και των οχημάτων διαλύονταν, μουσικές έπαιζαν από κάποιους πλανόδιους κι όταν έπιανε να βρέχει σιγανά ήταν ένα όνειρο. Στα τυροπιτάδικα νευρικά κορίτσια πήγαιναν κι ερχόντουσαν πίσω απ’ τους πάγκους, πελάτες σπαστικοί γκρίνιαζαν όλη την ώρα ζητώντας τον ουρανό με τ’ άστρα, στα φαγάδικα πιάτα με χορταρικά, ψάρια κι άλλα πλάσματα μυστήρια. Όπου και να γυρνούσες το βλέμμα δεν έβλεπες τίποτα άλλο από μετανάστες μελαχρινούς που είχαν κατακλύσει την πόλη και δεν ήξερες αν είχαν καλές ή κακές προθέσεις, μετανάστες παντού, πρεζόνια, ζητιάνοι και σκυλιά αδέσποτα, μα πόσα σκυλιά υπάρχουν σ’ αυτή την πόλη, ένα κοπάδι από δαύτα τριγυρνούσε έξω από κει που δουλεύαμε, τη νύχτα μετατρέπονταν σε αγέλη κι αγρίευαν μια φορά είχαν επιτεθεί στην βλάκα τον Α - ποιος ξέρει πως τα είχε ερεθίσει- και τρέχαμε να τα διώξουμε…


Η βδομάδα ήταν γεμάτη ως συνήθως αλλά η σαββατιάτικη ξεκούραση και το όνειρο με το βουνό το χιονισμένο με είχαν φρεσκάρει, δεν είχε ακόμα χαράξει όταν ξυπνήσαμε με την Β και μιλούσαμε σιγανά, ήταν στα καλά της και τότε την αγαπούσα πραγματικά, μου έλεγε για τότε που ήταν μικρή και καθόταν το φθινόπωρο στην αυλή του σπιτιού της να διαβάσει ανάμεσα σε λουλούδια κίτρινα φθινοπωρινά, τα είχε φυτέψει ο πατέρας της κι έβγαιναν μέσα από βολβούς που φύτρωναν παντού τριγύρω, η μάνα της κεντούσε ήσυχη κι εκείνη διάβαζε τα βιβλιαράκια της για το σχολείο, αυτή η εικόνα στον κήπο ήταν από τις καλύτερες αναμνήσεις που είχε. Καθόμασταν εκεί ξαπλωμένοι και τα λέγαμε κοιτάζοντας το ταβάνι, σχεδιάζαμε καμιά εκδρομή που θα μπορούσαμε να πάμε το χειμώνα και για μια δουλεία που μου είχε προτείνει εκείνο το λαμόγιο ο Τ αλλά δεν του είχαμε και πολύ εμπιστοσύνη, μετά με φίλησε στο στόμα, γύρισε πλευρό κι αποκοιμήθηκε, δεν έλεγε να χορτάσει ύπνο όλη τη βδομάδα στη δουλειά σκοτώνονταν, ειδικά τα απογεύματα τους είχαν σαπίσει, είχε χάσει πέντε κιλά, κι εγώ απορούσα τι είχε αλλάξει πάνω της …


Την Κυριακή το πρωί ένιωθα πολύ ωραία, Σηκώθηκα νωρίς και βγήκα μια βόλτα να ξεμουδιάσω, κείνη την ώρα το φεγγάρι σεργιανούσε ξεχασμένο στον ουρανό, οι ανθοπώλες έβαζαν μπροστά στα μαγαζιά τους χρυσάνθεμα κοκκινωπά κι ορχιδέες άσπρες, μια γυναίκα είχε βγάλει βόλτα τα δυο τεράστια σκυλιά της, τα κρατούσε δεξιά κι αριστερά της σα να ήταν άλογα, ένας ζητιάνος έξω από κάποιο περίπτερο μου ζήτησε κανένα ψιλό, ο περιπτεράς τον παραμάζεψε ‘’Μην ενοχλείς τους πελάτες !’’ του φώναξε. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, κάτι παιδιά πίσω από μια βιτρίνα ετοίμαζαν φρούτα για χυμούς κι εγώ για πρώτη φορά μετά από καιρό ένιωθα ότι μπορούσα να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά και να ηρεμήσω, όλα ΄’έδειχναν σιγά- σιγά να μπαίνουν στη θέση τους μετά από πολύ καιρό, αν έβρισκα ένα τρόπο να ξεφορτωθώ και τον Α με κείνη την χαμένη τη φιλενάδα του θα ήμουν ευτυχισμένος...

Με το που μπήκα στην αποθήκη το απόγευμα της τη Δευτέρας βρήκα το ψυγείο καρφωμένο στο πάτωμα με κάτι σανίδια, έπρεπε να το περιμένω, ήθελα να εξαφανιστώ από κει όπως ήμουνα, μα πόσο βλάκας είχα φανεί που δεν έφυγα το καλοκαίρι, τότε που μπορούσα, αλλά βλέπεις είχα ακούσει το αφεντικό που έλεγε ότι με χρειαζόταν οπωσδήποτε, ότι ήμουν απαραίτητος στη επιχείρηση ότι χωρίς εμένα δε μπορούσε κι εγώ τον είχα πιστέψει μα πόσο ηλίθιος στάθηκα! Αποφάσισα να τα καταπιώ όλα και να κάνω υπομονή, την άλλη μέρα θα έβλεπα τι θα έκανα, μια μέρα ακόμα θα το άντεχα, το πιο δύσκολο απ’ όλα ήταν ότι έπρεπε να υποστώ εκτός των άλλων και τη γιορτή που είχαν ετοιμάσει για τα γενέθλια της Δ, είχαν καλέσει αν έχεις το θεό σου, όλους που δε χώνευα, εκείνον με τη φάτσα του τοτέμ, τον άλλον που του άρεσε να τραγουδάει καραόκε, εκείνη τη ξεβαμμένη που δεν τη χώνεψα ποτέ μου, τον άλλον που κάτι μου είχε πει μια φορά κι είχαμε σκοτωθεί, και τον Α που μου είχε κάνει εκείνο το χουνέρι με το ψυγείο γυρίζοντας τα μυαλά μου ανάποδα.

Περίμενα να περάσει η ώρα όπως όπως και προς τη λήξη της βάρδιας αποφασίσανε επιτέλους να κόψουν τη τούρτα, μαζεύτηκαν όλοι, ο Α που φαίνονταν ενθουσιασμένος με το πανηγύρι έβγαλε απ’ την τσέπη του κάτι κόκκινα δυναμιτάκια κι άρχισε να τα σκάει στο πεζοδρόμιο έξω απ’ το μαγαζί, κείνη την ώρα περνούσε και το κοπάδι με τα σκυλιά κι όλοι γέλασαν καθώς ο Α πέταξε μια στοίβα από τα εκρηκτικά κατά πάνω τους, τα ζώα κατατρόμαξαν κι έφυγαν γαυγίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις ενώ όλοι γελούσαν .

Δεν είχα καμιά όρεξη πια να μείνω εκεί πέρα, έφυγα όπως ήμουνα, όσο απομακρυνόμουν ένιωθα ανακούφιση, δεν υπήρχε περίπτωση να συνεχίσω σ εκείνη τη δουλειά, χτύπησε το τηλέφωνο ‘’Που είσαι αγάπη μου; ‘’ ευτυχώς θε μου η Β ήταν στα καλά της. Τάχυνα το βήμα κι όπως έστριβα σε μια γωνιά σκοτεινή είδα ένα μηχανάκι να γκαζώνει, ήταν ο Α που πήγαινε να φέρει ποτά από μια κάβα, στην άκρη του δρόμου το κοπάδι με τα σκυλιά είχε μαζευτεί γύρω από έναν κάδο ψάχνοντας τα σκουπίδια, με το που άκουσαν το μηχανάκι κάτι τα έπιασε και χίμηξαν όλα κατά πάνω του σα να γνώρισαν τον οδηγό, ένα απ’ αυτά βρέθηκε μπροστά στη μηχανή που έκανε έναν ελιγμό απότομο, ντεραπάρισε και τελικά έπεσε στο δρόμο με τον αναβάτη να σέρνεται για κάμποσα μέτρα. Έτρεξα να δω τι στο δαίμονα γινότανε, τον είδα ξαπλωμένο και τον τράβηξα στην άκρη μακριά από τα σκυλιά, έμοιαζε χλωμός, δε φαίνονταν καλά, βαριανάσαινε,  έσκυψα κοντά του και τον  άκουσα να ψιθυρίζει μια φράση που δεν κατάλαβα ποτέ : ‘’Στο ξέφωτο πίσω απ’  τον καταρράκτη πρόσεχε τα χρυσαφένια  αυλάκια του νερού !’’,  κείνη τη στιγμή ακριβώς άναψαν  όλα τα φώτα του δρόμου σα είχε δοθεί κάποιο σύνθημα.

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΑ ΚΥΠΕΛΑ ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ

‘’Δώσε μου νερό, χάνομαι, έχω στεγνώσει από τη δίψα, παιδί της γης είμαι και του έναστρου ουρανού!’’, Αυτά ήταν τα λόγια που έπρεπε να πεις όταν θα σ’ έπιανε δίψα τρομερή κάτω στον Άδη και θα κοράκιαζε η γλώσσα σου καθώς θα περιπλανιόσουν ανάμεσα σε σπηλιές και μονοπάτια σκοτεινά. Ήταν γραμμένα πάνω σε μια πλάκα χρυσή που είχε βρεθεί λέει σ’ έναν τάφο κάπου στην Κρήτη μαζί με οδηγίες πλοήγησης, κάτι σαν JPS για τους νεκρούς, γιατί ήταν πολύ σημαντικό λέει να ξέρεις τι θα πεις και τι απαντήσεις ακριβώς θα δώσεις. Νερό μπορούσες να πιεις μόνο από ένα συγκεκριμένο μέρος, από μια πηγή παγωμένη που κυλούσε δίπλα σ’ ένα κυπαρίσσι και τη φρουρούσε ένας φύλακας τρομαχτικός σα δράκος. Αυτός έκανε πάντα μια ερώτηση παράξενη κι αν δεν απαντούσες σωστά ήσουν καταδικασμένος στο μαύρο σκοτάδι.
 

Στο πάτωμα ήταν απλωμένα ένα σωρό χαρτιά, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο έμοιαζε αποπνικτική, γι άλλη δουλειά είχα έρθει εκεί πέρα, έψαχνα τα παλιά μου μπλοκάκια, τις αποδείξεις που έκοβα στους πελάτες μου, αναζητούσα διευθύνσεις για τις συστάσεις που μου είχαν ζητήσει για να με προσλάβουν κάπου, αυτός ήταν ο λόγος που ανακάτευα μια κούτα με πράγματα που είχα ετοιμάσει να κουβαλήσω και δεν είχα αξιωθεί ακόμα να το κάνω. Αντί γι’ αυτό είχα καταλήξει να διαβάζω ένα βιβλιαράκι με κείμενα αρχαίων ορφικών που πίστευαν σε θρησκείες αλλόκοτες και θεωρούσαν ότι η ζωή αρχίζει μετά το θάνατο, δε μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση παλιά και γι’ αυτό το είχα αφήσει παραπεταμένο όμως τώρα μου είχε τραβήξει την προσοχή χωρίς να ξέρω γιατί.
 

Ο λόγος που είχα έρθει εκεί πέρα ήταν να βρω υλικό για ένα βιογραφικό, όλο το καλοκαίρι το σκεφτόμουν και με είχε στοιχειώσει, δεν ήξερα πώς να το κάνω, από πού ν’ αρχίσω, με είχε αγχώσει. Το άφηνα όλο πίσω γι’ αργότερα κι όταν μου τηλεφώνησαν να δουν αν τόχω έτοιμο μ’ έπιασε πανικός, έπρεπε να κινηθώ γρήγορα άλλα που να βρεις άκρη, είχα αλλάξει σπίτι, είχε διαλυθεί και το παλιό μου τηλέφωνο πρόσφατα κι ούτε που προνόησα να σώσω ένα σωρό νούμερα, μα τι άχρηστος ! Όπως τα είχα καταφέρει ένα κάρο συστάσεις είχαν χαθεί, φοβόμουν ότι είχα πετάξει όλα τα χαρτιά μου στη μετακόμιση κι άντε να βρεις άκρη μετά, δεν υπήρχε περίπτωση ούτε με σφαίρες να φτιάξω ένα αρχείο της προκοπής. Ευτυχώς το παλιό μου σπίτι δεν είχε νοικιαστεί ακόμα και κρατούσα το κλειδί, πήγα και βρήκα το χαρτοκιβώτιο εκείνο όπου ήλπιζα ότι θα έβρισκα κάτι χρήσιμο…
 

Όπως ήταν σφραγισμένος ο χώρος για καιρό δεν ένιωθες και πολύ ευχάριστα, άνοιξα τις μπαλκονόπορτες κι άρχισα να ψάχνω ανάμεσα σε τετράδια και βιβλία που είχα στοιβάξει στο κιβώτιο, τελικά βρήκα έναν φάκελο, από τύχη είχε γλυτώσει γιατί μια εποχή με είχε πιάσει μια μανία και τα εξαφάνιζα όλα. Στον φάκελο είχα κρατήσει τα αποκόμματα απ’ τα μπλοκάκια αποδείξεων που έκοβα, τώρα πλέον είχα αυτό που γύρευα, μπορούσα να πατήσω κάπου, είχα μια ελπίδα. Συνηδειτοποίησα ότι είχα δουλέψει μ’ ένα σωρό ανθρώπους που δε μου έλεγαν τίποτα, τι σήμαιναν εκείνα τα ονόματα, που τους ήξερα, τι διευθύνσεις άκυρες ήταν αυτές που έβλεπα, δε μπορούσα να καταλάβω, ζόριζα το μυαλό μου να θυμηθεί όμως δε γίνονταν τίποτα, με πολύ κόπο κατάφερνα να επαναφέρω στη μνήμη κάποιους, οι άλλοι μου φαίνονταν άγνωστοι παντελώς. Έπρεπε όμως ν’ αποδείξω την προϋπηρεσία μου με κάποιο τρόπο, έπρεπε να βρω όλους τους πελάτες με τους οποίους είχα συνεργαστεί και να φτιάξω έναν κατάλογο όσο μεγαλύτερο γίνονταν, πως δεν το είχα σκεφτεί τόσον καιρό, και να φανταστείς ότι όλους αυτούς τους έβλεπα κατά καιρούς στο δρόμο, μιλούσαμε, συζητούσαμε κι ούτε που μ’ έκοβε να τους ζητήσω ένα τηλέφωνο, μα τι ηλίθιος που ήμουν!

Αυτό το βιογραφικό με είχε στοιχειώσει αλλά έπρεπε με κάποιο τρόπο να το τελειώσω, να προχωρήσω παρακάτω κι ότι ήθελε ας γίνονταν. Είχα φτιάξει με πολύ κόπο μια μορφή πρόχειρη που ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήταν ότι καλύτερο αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό μπορούσα να κάνω, θα τους το πήγαινα κι ας έλεγαν ότι θέλανε. Γιατί αν άφηνα το πράγμα να κυλάει έτσι θα μου έτρωγε όλο το φθινόπωρο που είναι η αγαπημένη μου εποχή αλλά μέχρι να στρώσουν τα πράγματα σε σαπίζει στη πίεση. Ένα σωρό δουλειές πρέπει να γίνουν όλες μαζί, ένα σωρό λογαριασμοί έχουν να πληρωθούν, δε προλαβαίνεις με τίποτα, τρέχεις σαν ιλίθιος και το αποτέλεσμα μηδέν. Κάθε χρόνο Σεπτέμβριος μου είναι ένα τρελοκομείο σκέτο κι αυτός δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, δε κοιμόμουν καλά, έτρωγα ότι να ναι, δε πρόσεχα καθόλου τον εαυτό μου, κυκλοφορούσα με μάτια κόκκινα απ’ την αϋπνία, ένιωθα να ιδρώνω στα καλά καθούμενα, ήταν σίγουρο ότι στο τέλος θ’ αρρώσταινα.

Αυτό που με τρέλαινε πιο πολύ ήταν ότι θα μπορούσα να δουλέψω μαζί μ’ έναν φίλο που τον ήξερα από παλιά, απ’ το πανεπιστήμιο, κάναμε πολύ παρέα τότε και τώρα μου είχε προτείνει να με πάρει εκεί που δούλευε, ήταν φοβερή ευκαιρία που δεν ήθελα να χάσω γι’ αυτό είχα στρεσαριστεί. Ο φίλος ήταν από εκείνους που ξέρουν να βγάζουν χρήματα, και το είχε πετύχει, άμα σύγκρινες τη ζωή μου με τη δική του θα έλεγες ότι εγώ δεν είχα κάνει τίποτα, ήμουν ακόμα στον πάτο, με είχαν φάει τα διαβάσματα κι οι αναζητήσεις, είχα χαθεί κάπου στη πορεία και προσπαθούσα να βρω άκρη ενώ αυτουνού όλα έμοιαζαν ταχτοποιημένα, με βάση τα κυρίαρχα στάνταρ θα έλεγες ότι είχε πετύχει. .

Ταυτόχρονα ασχολούνταν μ’ ένα κάρο πράγματα, διάβαζε βιβλία, δραστηριοποιούνταν δεξιά κι αριστερά, έκανε ταξίδια και τελευταία συμμετείχε σε μια ομάδα που αναστήλωνε θέατρα αρχαία σ’ όλη τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, Σικελία, Λιβύη, Τυνησία, Ιορδανία, Αίγυπτο, άκου τώρα ρε φίλε.  Βέβαια αυτό δε μπορούσα να το καταλάβω, πως μπορεί ταυτόχρονα να είσαι υλιστής, να κυνηγάς τα λεφτά με κάθε τρόπο, να ξοδεύεις ΄τόσο πολύ χρόνο κι ενέργεια σ αυτή τη βλακεία, και να έχεις από την άλλη ανησυχίες πνευματικές, ενδιαφέροντα κοινωνικά, αυτά τα δυο πάντα τα έβρισκα ασυμβίβαστα. Βέβαια αυτά ήταν  δικές μου σκέψεις  που σιγά μη τις συμμερίζονταν,  αυτός έτσι την έβρισκε κάθε καλοκαίρι,  έχτιζε   πέτρες μες το λιοπύρι και την ερημιά, έστρωνε πλάκες, έσκαβε ορύγματα, έχτιζε τοίχους, μου είχε δείξει φωτογραφίες από μια αναστήλωση κάπου στην Περσία , το μέρος έμοιαζε πολύ κουφό. Περνούσε λέει καλά εκεί πέρα, η αποστολή του είχε σκοπό ν’  ανακαλύψει τον τάφο του Δαρείου, του περίφημου βασιλιά, είχαν διαβάσει κάπου ότι ο  θρυλικός μονάρχης είχε θάψει μαζί του  του όλο  το μυθικό του οπλοστάσιο και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε,  τα πιο εντυπωσιακά  κατά πως λέγανε τα αρχαία  βιβλία ήταν τα κύπελα του,  λέγανε ότι δεν υπήρχαν σαν αυτά,  τόσο  όμορφα ήταν,  όλο χρυσάφι  κι ασήμι και σμάλτα περίτεχνα με σκηνές από κυνήγια και πολέμους, καλά   αν έκαναν  μια τέτοια ανακάλυψη θα ήταν φοβερό!

Όπως και να είχε έκανε καλή παρέα, καθόταν εκεί πέρα και σου αράδιαζε ένα σωρό ιστορίες για τα ταξίδια του και τους αρχαίους, είχε ψώνιο με δαύτους, ότι έκαναν το έβρισκε σωστό, δεν παραδέχονταν κανέναν άλλο, ούτε χριστιανούς ούτε τίποτα, πίστευε σε κάτι θεωρίες για τη μετεμψύχωση, ότι με τα το θάνατο περνάς σ’ άλλη φάση, κάτι τέτοιο λέει είχε κάνει ο Πυθαγόρας που ήταν ψαράς στην άλλη ζωή του κι έπειτα ήλθε με τη μορφή που τον ξέρουμε, εγώ πάλι δεν τα πολυπίστευα κάτι τέτοια, είχα διαβάσει κατά καιρούς τέτοια σχετικά ούτε που θυμόμουν που, ακούγονταν ωραία πάντως, αυτή η πλευρά τυυ φίλου μου μπορώ να σου πω ήταν ο βασικός λόγος που ήθελα να δουλέψω μαζί του.

‘’Δώσε μου νερό, χάνομαι, έχω στεγνώσει από τη δίψα, παιδί της γης είμαι και του έναστρου ουρανού!’’, Αυτά ήταν τα λόγια που έπρεπε να πεις όταν θα σ’ έπιανε δίψα τρομερή κάτω στον Άδη και θα κοράκιαζε η γλώσσα σου καθώς θα περιπλανιόσουν ανάμεσα σε σπηλιές και μονοπάτια σκοτεινά. Ήταν γραμμένα πάνω σε μια πλάκα χρυσή που είχε βρεθεί λέει σ’ έναν τάφο κάπου στην Κρήτη μαζί με οδηγίες πλοήγησης, κάτι σαν JPS για τους νεκρούς, γιατί ήταν πολύ σημαντικό λέει να ξέρεις τι θα πεις και τι απαντήσεις ακριβώς θα δώσεις. Νερό μπορούσες να πιεις μόνο από ένα συγκεκριμένο μέρος, από μια πηγή παγωμένη που κυλούσε δίπλα σ’ ένα κυπαρίσσι και τη φρουρούσε ένας φύλακας τρομαχτικός σα δράκος. Αυτός έκανε πάντα μια ερώτηση παράξενη κι αν δεν απαντούσες σωστά ήσουν καταδικασμένος στο μαύρο σκοτάδι.
 

Στο πάτωμα ήταν απλωμένα ένα σωρό χαρτιά, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο έμοιαζε αποπνικτική, γι άλλη δουλειά είχα έρθει εκεί πέρα, έψαχνα τα παλιά μου μπλοκάκια, τις αποδείξεις που έκοβα στους πελάτες μου, αναζητούσα διευθύνσεις για τις συστάσεις που μου είχαν ζητήσει για να με προσλάβουν κάπου, αυτός ήταν ο λόγος που ανακάτευα μια κούτα με πράγματα που είχα ετοιμάσει να κουβαλήσω και δεν είχα αξιωθεί ακόμα να το κάνω. Αντί γι’ αυτό είχα καταλήξει να διαβάζω ένα βιβλιαράκι με κείμενα αρχαίων ορφικών που πίστευαν σε θρησκείες αλλόκοτες και θεωρούσαν ότι η ζωή αρχίζει μετά το θάνατο, δε μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση παλιά και γι’ αυτό το είχα αφήσει παραπεταμένο όμως τώρα μου είχε τραβήξει την προσοχή χωρίς να ξέρω γιατί.


Ο λόγος που είχα έρθει εκεί πέρα ήταν να βρω υλικό για ένα βιογραφικό, όλο το καλοκαίρι το σκεφτόμουν και με είχε στοιχειώσει, δεν ήξερα πώς να το κάνω, από πού ν’ αρχίσω, με είχε αγχώσει. Το άφηνα όλο πίσω γι’ αργότερα κι όταν μου τηλεφώνησαν να δουν αν τόχω έτοιμο μ’ έπιασε πανικός, έπρεπε να κινηθώ γρήγορα άλλα που να βρεις άκρη, είχα αλλάξει σπίτι, είχε διαλυθεί και το παλιό μου τηλέφωνο πρόσφατα κι ούτε που προνόησα να σώσω ένα σωρό νούμερα, μα τι άχρηστος ! Όπως τα είχα καταφέρει ένα κάρο συστάσεις είχαν χαθεί, φοβόμουν ότι είχα πετάξει όλα τα χαρτιά μου στη μετακόμιση κι άντε να βρεις άκρη μετά, δεν υπήρχε περίπτωση ούτε με σφαίρες να φτιάξω ένα αρχείο της προκοπής. Ευτυχώς το παλιό μου σπίτι δεν είχε νοικιαστεί ακόμα και κρατούσα το κλειδί, πήγα και βρήκα το χαρτοκιβώτιο εκείνο όπου ήλπιζα ότι θα έβρισκα κάτι χρήσιμο…


Όπως ήταν σφραγισμένος ο χώρος για καιρό δεν ένιωθες και πολύ ευχάριστα, άνοιξα τις μπαλκονόπορτες κι άρχισα να ψάχνω ανάμεσα σε τετράδια και βιβλία που είχα στοιβάξει στο κιβώτιο, τελικά βρήκα έναν φάκελο, από τύχη είχε γλυτώσει γιατί μια εποχή με είχε πιάσει μια μανία και τα εξαφάνιζα όλα. Στον φάκελο είχα κρατήσει τα αποκόμματα απ’ τα μπλοκάκια αποδείξεων που έκοβα, τώρα πλέον είχα αυτό που γύρευα, μπορούσα να πατήσω κάπου, είχα μια ελπίδα. Συνηδειτοποίησα ότι είχα δουλέψει μ’ ένα σωρό ανθρώπους που δε μου έλεγαν τίποτα, τι σήμαιναν εκείνα τα ονόματα, που τους ήξερα, τι διευθύνσεις άκυρες ήταν αυτές που έβλεπα, δε μπορούσα να καταλάβω, ζόριζα το μυαλό μου να θυμηθεί όμως δε γίνονταν τίποτα, με πολύ κόπο κατάφερνα να επαναφέρω στη μνήμη κάποιους, οι άλλοι μου φαίνονταν άγνωστοι παντελώς. Έπρεπε όμως ν’ αποδείξω την προϋπηρεσία μου με κάποιο τρόπο, έπρεπε να βρω όλους τους πελάτες με τους οποίους είχα συνεργαστεί και να φτιάξω έναν κατάλογο όσο μεγαλύτερο γίνονταν, πως δεν το είχα σκεφτεί τόσον καιρό, και να φανταστείς ότι όλους αυτούς τους έβλεπα κατά καιρούς στο δρόμο, μιλούσαμε, συζητούσαμε κι ούτε που μ’ έκοβε να τους ζητήσω ένα τηλέφωνο, μα τι ηλίθιος που ήμουν!

Αυτό το βιογραφικό με είχε στοιχειώσει αλλά έπρεπε με κάποιο τρόπο να το τελειώσω, να προχωρήσω παρακάτω κι ότι ήθελε ας γίνονταν. Είχα φτιάξει με πολύ κόπο μια μορφή πρόχειρη που ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήταν ότι καλύτερο αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό μπορούσα να κάνω, θα τους το πήγαινα κι ας έλεγαν ότι θέλανε. Γιατί αν άφηνα το πράγμα να κυλάει έτσι θα μου έτρωγε όλο το φθινόπωρο που είναι η αγαπημένη μου εποχή αλλά μέχρι να στρώσουν τα πράγματα σε σαπίζει στη πίεση. Ένα σωρό δουλειές πρέπει να γίνουν όλες μαζί, ένα σωρό λογαριασμοί έχουν να πληρωθούν, δε προλαβαίνεις με τίποτα, τρέχεις σαν ιλίθιος και το αποτέλεσμα μηδέν. Κάθε χρόνο Σεπτέμβριος μου είναι ένα τρελοκομείο σκέτο κι αυτός δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, δε κοιμόμουν καλά, έτρωγα ότι να ναι, δε πρόσεχα καθόλου τον εαυτό μου, κυκλοφορούσα με μάτια κόκκινα απ’ την αϋπνία, ένιωθα να ιδρώνω στα καλά καθούμενα, ήταν σίγουρο ότι στο τέλος θ’ αρρώσταινα.

Αυτό που με τρέλαινε πιο πολύ ήταν ότι θα μπορούσα να δουλέψω μαζί μ’ έναν φίλο που τον ήξερα από παλιά, απ’ το πανεπιστήμιο, κάναμε πολύ παρέα τότε και τώρα μου είχε προτείνει να με πάρει εκεί που δούλευε, ήταν φοβερή ευκαιρία που δεν ήθελα να χάσω γι’ αυτό είχα στρεσαριστεί. Ο φίλος ήταν από εκείνους που ξέρουν να βγάζουν χρήματα, και το είχε πετύχει, άμα σύγκρινες τη ζωή μου με τη δική του θα έλεγες ότι εγώ δεν είχα κάνει τίποτα, ήμουν ακόμα στον πάτο, με είχαν φάει τα διαβάσματα κι οι αναζητήσεις, είχα χαθεί κάπου στη πορεία και προσπαθούσα να βρω άκρη ενώ αυτουνού όλα έμοιαζαν ταχτοποιημένα, με βάση τα κυρίαρχα στάνταρ θα έλεγες ότι είχε πετύχει. .

Ταυτόχρονα ασχολούνταν μ’ ένα κάρο πράγματα, διάβαζε βιβλία, δραστηριοποιούνταν δεξιά κι αριστερά, έκανε ταξίδια και τελευταία συμμετείχε σε μια ομάδα που αναστήλωνε θέατρα αρχαία σ’ όλη τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, Σικελία, Λιβύη, Τυνησία, Ιορδανία, Αίγυπτο, άκου τώρα ρε φίλε.  Βέβαια αυτό δε μπορούσα να το καταλάβω, πως μπορεί ταυτόχρονα να είσαι υλιστής, να κυνηγάς τα λεφτά με κάθε τρόπο, να ξοδεύεις ΄τόσο πολύ χρόνο κι ενέργεια σ αυτή τη βλακεία, και να έχεις από την άλλη ανησυχίες πνευματικές, ενδιαφέροντα κοινωνικά, αυτά τα δυο πάντα τα έβρισκα ασυμβίβαστα. Βέβαια αυτά ήταν  δικές μου σκέψεις  που σιγά μη τις συμμερίζονταν,  αυτός έτσι την έβρισκε κάθε καλοκαίρι,  έχτιζε   πέτρες μες το λιοπύρι και την ερημιά, έστρωνε πλάκες, έσκαβε ορύγματα, έχτιζε τοίχους, μου είχε δείξει φωτογραφίες από μια αναστήλωση κάπου στην Περσία , το μέρος έμοιαζε πολύ κουφό. Περνούσε λέει καλά εκεί πέρα, η αποστολή του είχε σκοπό ν’  ανακαλύψει τον τάφο του Δαρείου, του περίφημου βασιλιά, είχαν διαβάσει κάπου ότι ο  θρυλικός μονάρχης είχε θάψει μαζί του  του όλο  το μυθικό του οπλοστάσιο και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε,  τα πιο εντυπωσιακά  κατά πως λέγανε τα αρχαία  βιβλία ήταν τα κύπελα του,  λέγανε ότι δεν υπήρχαν σαν αυτά,  τόσο  όμορφα ήταν,  όλο χρυσάφι  κι ασήμι και σμάλτα περίτεχνα με σκηνές από κυνήγια και πολέμους, καλά   αν έκαναν  μια τέτοια ανακάλυψη θα ήταν φοβερό!

Όπως και να είχε έκανε καλή παρέα, καθόταν εκεί πέρα και σου αράδιαζε ένα σωρό ιστορίες για τα ταξίδια του και τους αρχαίους, είχε ψώνιο με δαύτους, ότι έκαναν το έβρισκε σωστό, δεν παραδέχονταν κανέναν άλλο, ούτε χριστιανούς ούτε τίποτα, πίστευε σε κάτι θεωρίες για τη μετεμψύχωση, ότι με τα το θάνατο περνάς σ’ άλλη φάση, κάτι τέτοιο λέει είχε κάνει ο Πυθαγόρας που ήταν ψαράς στην άλλη ζωή του κι έπειτα ήλθε με τη μορφή που τον ξέρουμε, εγώ πάλι δεν τα πολυπίστευα κάτι τέτοια, είχα διαβάσει κατά καιρούς τέτοια σχετικά ούτε που θυμόμουν που, ακούγονταν ωραία πάντως, αυτή η πλευρά τυυ φίλου μου μπορώ να σου πω ήταν ο βασικός λόγος που ήθελα να δουλέψω μαζί του.

Κατ’ αρχάς όμως έπρεπε να του παρουσιάσω ένα καλό βιογραφικό κι εκεί είχα κολλήσει και δεν έλεγα να ξεμπλέξω, τα νεύρα μου είχαν σπάσει, νάμαι λοιπόν στο δωμάτιο του παλιού μου σπιτιού να ξεδιαλέγω μπλοκάκια κι αποκόμματα, γύρω μου κυλούσε η αγαπημένη μου εποχή κι εγώ όπως τα είχα κάνει δε μπορούσα να τη χαρώ. Στις λαϊκές πουλούσαν κυκλάμινα σε χρώματα φουξ και κόκκινα, οι γυναίκες επέστρεφαν από τις παραλίες με τα σώματά τους μαυρισμένα από τα μπάνια, κατά περίεργο τρόπο μερικές γίνονται πιο όμορφες μετά το καλοκαίρι, το μαύρισμα αναδεικνύει κάτι που δε μπορούσες να δεις πριν, σου δίνουν μια αίσθηση αλλιώτικη, πιο φρέσκια, άλλες πάλι μοιάζουν σα να χάνονται, σα να μαζεύουν, δεν τους πάει, ίσως είναι θέμα χαρακτήρα, ιδιοσυγκρασίας. Το πρωί που ξεκινούσα για τη δουλειά οι αχτίνες του ήλιου σκόνταφταν στα τζάμια των πολυκατοικιών κι εξακοντίζονταν σ’ όλες τις κατευθύνσεις, έξω απ’ το σπίτι έβλεπα πάντα μια μοτοσικλέτα ξαπλωμένη πλαγιαστά στο πεζοδρόμιο κι έναν παλιατζή να στοιβάζει χαρτόνια στο σαραβαλιασμένο τρίκυκλο του, τα πρωινά είχε πάντα δροσιά ωραία όμως όσο προχωρούσε η μέρα η ζέστη γίνονταν αφόρητη όπως τον Αύγουστο, ήταν σαν να αρνούνταν το καλοκαίρι να βγει, να δροσίσει λίγο επιτέλους!

Ήξερα ότι είχα στο παλιό μου το σπίτι για άλλο λόγο, καταλάβαινα ότι έχανα το καιρό μου διαβάζοντας ιστορίες για περιπλανήσεις πεθαμένων στον άλλο κόσμο, όπως το πήγαινα δεν θα συμπλήρωνα τις συστάσεις στον αιώνα τον άπαντα, κατάλαβες φίλε μου,  γιατί δε μπορείς να τα κάνεις όλα σ αυτή τη ζωή, διαλέγεις και παίρνεις, άμα θες τα λεφτουδάκια σου, την άνεση σου,  το αμαξάκι σου,  το σπιτάκι σου,  τη συνταξούλα σου,  τον γιατρουδάκο σου, πρέπει ν’ αφοσιωθείς εκεί πέρα,  να στραγγίξεις στο γραφείο και στο μαγαζί ώρες ατελείωτες,  να τα ξεχάσεις  όλα, ε δε μου πήγαινε ποτέ αυτό το πράγμα!

Γύρισα μια άλλη σελίδα στην τύχη όπου έλεγε για κάποιον γέρο βοσκό που κρυμμένος πίσω από ένα βράχο είδε τη γη ν’ ανοίγει για να βγει από κει μέσα το κάθαρμα ο Πλούτωνας που κουβαλούσε στο άρμα του την Περσεφόνη γιατί του γυάλισε το κοριτσάκι, άρπαξε την κοπέλα, βυθίστηκε στα τάρταρα κι άντε να τον βρεις, ο βοσκός έτυχε να είναι ο μοναδικός μάρτυρας και του είχαν πεταχτεί τα μάτια, φαντάσου ρε φίλε τι έβλεπαν τότε οι άνθρωποι. Εκείνες οι διηγήσεις μ’  εξιτάριζαν όλο και περισσότερο κι ήθελα να διαβάσω, να ψάξω λεπτομέρειες στη βιβλιοθήκη ή όπου αλλού υπήρχαν  πληροφορίες για κείνα τα πράγματα και τις ιστορίες των ανθρώπων, το βιογραφικό μπορούσε λίγο ακόμα να περιμένει, δε θα χαλούσε ο κόσμος.

Καμιά φορά τυχαίνει να νιώσεις ότι διαβάζοντας  κάτι που γράφτηκε  πριν από χιλιάδες χρόνια επικοινωνείς με κάτι άπιαστο και μακρινό κι αξεπέραστο,  πλησιάζεις κόσμους  που δεν τους είχες φανταστεί, νιώθεις  εποχές  που  οι άνθρωποι μπορούσαν να μιλήσουν απευθείας με το θεό και να πουν  ιστορίες σαν εκείνη του Τυφώνα του Τιτάνα που κατάφερε - άκου να δεις τώρα ρε φίλε- κι έφτασε μέχρι τα παλάτι του Δία, είχε μπει ήδη μέσα,  είχε περάσει τις πύλες και κατευθύνονταν προς τα δώματα όπου ο θεός κοιμόταν καλή του ώρα, μέχρι να ξυπνήσει θα τον είχε πάρει ο τυφώνας παραμάζωμα,  ευτυχώς την τελευταία στιγμή τον πήρε χαμπάρι και τον κεραυνοβόλησε λέει μ’ ένα αστροπελέκι, θα με καταλάβαινε σίγουρα ο φίλος μου.

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Κάθε νύχτα  έπαιρνε το τουφέκι   και πήγαινε να κοιμηθεί στο μπαλκόνι,  το  έβαζε  κάτω από το  παλιό ντιβάνι που είχε κουβαλήσει εκεί πέρα και μετά ξάπλωνε, τις περισσότερες  βραδιές   είχε τόση ζέστη που δεν άντεχε μέσα στο σπίτι,   αν και  ήταν χτισμένο ψηλά σ’ έναν  λόφο εκεί που τέλειωνε το χωριό,   η ζέστη ήταν αφόρητη μέσα στις  κάμαρες  κι έβγαινε στη βεράντα  ψάχνοντας   την παραμικρή πνοή του αέρα  να τον δροσίσει λίγο.

Ένα μεσημέρι  είχε ακούσει στο καφενείο  να μιλούν για μια σπείρα που έκλεβε ότι μπορείς να  φανταστείς,   πρόβατα, γελάδια, κότες,  καλαμπόκι,  σταφύλια,   ακόμα  και το λάδι απ’  τα καντήλια στα νεκροταφεία,  από τότε κουβαλούσε πάντα  τη καραμπίνα του. Βέβαια αντί για το μπαλκόνι μπορούσε να κοιμάται  στον πύργο,  μια εντυπωσιακή κατασκευή γύρω από την οποία ήταν χτισμένο το σπίτι  τόσο γερή που θα άντεχε και πόλεμο! Ο πύργος φτιαγμένος από πέτρα  σκληρή  ήταν ο λόγος που ο πατέρας του  χρόνια πριν είχε αγοράσει εκείνο το συγκρότημα, ο παλιός ιδιοκτήτης τον  είχε κληρονομήσει απ’  τους παππούδες του που σκοτώνονταν  μεταξύ τους κι έφτιαχναν τέτοια κτίσματα  για να φυλάνε εκεί μέσα τις οικογένειες και τις σοδειές τους.  Οι τοίχοι του ήταν τόσο χοντροί που  ολόκληρο το καλοκαίρι  είχε δροσιά εκεί μέσα, η ζέστη  δεν περνούσε με τίποτα , βέβαια ήταν λίγο κλειστοφοβικά γι’  αυτό  προτιμούσε το μπαλκόνι. Όπως υψώνονταν πάνω από τα σπίτια ο πύργος   έδινε μια  αίσθηση φοβερή σ’ όλο το χώρο θυμίζοντας  άλλες εποχές, κάστρα,  μάχες,  σπαθιά,   κανόνια κι άμα ανέβαινες στο ψηλότερο σημείο του έβλεπες μακριά πέρα στη θάλασσα τα κύματα ν’  αρμενίζουν και κανένα καράβι ξέμπαρκο  σαν ακινητοποιημένο να στέκεται  στη μέση του κόλπου...   

Στην αυλή του σπιτιού  περιφέρονταν όλη νύχτα  ένα μαύρο  ροντβάιλερ  που   στα σκοτεινά έμοιαζε με δαίμονα  και  χαλούσε τον  κόσμο μόλις αντιλαμβάνονταν  καμιά κίνηση. Με το σκυλί  είχε το κεφάλι του ήσυχο  αλλά επειδή δε ξέρεις ποτέ τι  μπορεί να συμβεί κι επειδή οι καιροί είναι πονηροί, κουβαλούσε  μαζί του και το ντουφέκι για κάθε ενδεχόμενο. Πιο πολύ φοβόταν τώρα το φθινόπωρο για το αμπέλι στο οικόπεδο δίπλα στο σπίτι,  τα τσαμπιά είχαν κιτρινίσει κι  είχαν πάρει ένα χρώμα χρυσαφένιο,  ήταν ο καιρός να  τα μαζέψει. Όλο το χρόνο το περιποιούνταν το χωραφάκι του,  στο τέλος του χειμώνα το κλάδευε, την άνοιξη  το ράντιζε με γαλαζόπετρα για τον περονόσπορο,  το καθάριζε,  το κορφολογούσε,  το πότιζε  και τώρα πού ήταν  να μαζέψει τον καρπό δε θ’  άφηνε κανένα βλάκα  να του το χαλάσει,  θα τον έπαιρνε ο διάβολος όποιον τολμούσε να το σκεφτεί καν! Ο πατέρας  του το  είχε φυτέψει  το αμπέλι και κάθε χρόνο έβγαζε ένα κρασί  πολύ ωραίο  ενώ αργότερα πήγαινε σ’ ένα καζάνι τα υπολείμματα για να φτιάξει  τσίπουρο εκλεκτής ποιότητας, α,  ο πατέρας του ήταν πολύ μερακλής !  Όταν πέθανε ο γέρος το είχαν παρατήσει,κανείς δε νοιάζονταν για δαύτο,  χελώνες και  σκαντζόχοιροι απ’  το γειτονικό δάσος έρχονταν και τρώγανε τις ρώγες που έπεφταν στο χώμα. Αυτός είχε φύγει  στη πόλη από  χρόνια,  καμιά φορά που τύχαινε να περάσει από κει πέρα  να δει τι γίνεται το πατρικό, έριχνε  μια ματιά  και δοκίμαζε κανένα σταφυλάκι που είχε καταφέρει να επιβιώσει μοναχό του και είχε αγριέψει,  κάθε φορά  οι ρόγες είχαν  εκείνη τη γεύση τη γλυκιά που θυμόταν από τότε που ήταν  μικρός κι ο πατέρας του κουβαλούσε στο σπίτι  τα τσαμπιά τα μεγάλα στο χρώμα του ήλιου  για να  τα τοποθετήσει  στο τραπέζι, σε μια φρουτιέρα,   όλη η οικογένεια  καθόταν  τότε  και  τα χάζευε,  τα άφηναν εκεί πέρα  για μέρες,  δεν  ήθελαν να τα πειράξουν  τόσο όμορφα  ήτανε!

Όταν τον είχαν απολύσει από τη δουλειά και δεν ήξερε τι να κάνει τον είχε πιάσει απελπισία,  είχε χωρίσει πια με τη γυναίκα του,  τα παιδιά του είχαν μεγαλώσει και τραβούσαν το δρόμο τους κι αυτός  είχε απομείνει μοναχός να μη ξέρει τι του γίνεται. Αφού γύρισε από δω κι από κει αποφάσισε να γυρίσει στο πατρικό του και να το φτιάξει,  να το συμμαζέψει. Ξεκίνησε από τον πύργο που είχε αρχίσει να καταρρέει,  αρμολόγησε τις πέτρες,  συμπλήρωσε μερικά κομμάτια που είχαν πέσει,  έκλεισε τις τρύπες που είχαν δημιουργηθεί, άνοιξε  ένα παράθυρο να μπει περισσότερο φως, έφτιαξε και  μπάνιο ενσωματώνοντας ένα βράχο που όσο βρέχονταν τόσο περισσότερο γυάλιζε και διακρίνονταν οι ραβδώσεις και τα νερά  του.  Όλες τις δουλειές μόνος του τις έφτιαχνε,  το χέρι του έπιανε πολύ,  τα υδραυλικά,  τα χτισίματα,  τα ηλεκτρολογικά,  τα ξυλουργικά,  ότι θες,   είχε βρει τη χαρά του εκεί πέρα,  αληθινά περνούσε καλά,  του άρεσε η ησυχία μακριά από τη πόλη,  του είχε λείψει,  άσε που γλύτωνες ένα σωρό λεφτά μένοντας στον δικό σου  χώρο.

Στην  αρχή έτσι για πλάκα  άρχισε να ασχολείται με το μπαξέ και  το αμπέλι όμως όσο δούλευε εκεί πέρα τόσο περισσότερο του άρεσε,   ήταν και γυμναστική πρώτης τάξης  καθόλου βαρετή μάλιστα,  έμοιαζε σα να  ανακάλυπτε έναν άλλο κόσμο που ήξεραν οι παλιοί  γιατί  η ενασχόληση με τη γη  είναι φαίνεται μέσα στο αίμα του ανθρώπου από τότε που οι αρχαίοι είχαν εξημερώσει τα πρώτα  άγρια φυτά. Έπεσε με τα μούτρα στα κλήματα  και  δούλευε πολλές ώρες  στο ύπαιθρο,  διάβασε  βιβλία,  ρώτησε ειδικούς,  έψαξε στο ίντερνετ κι έμαθε  ένα κάρο πράγματα, του φαινόταν πολύ ενδιαφέρον όλο  αυτό το πράγμα,  τον γέμιζε,  τον χαλάρωνε,  ήταν μια μορφή ψυχοθεραπείας, τα ξεχνούσε όλα,   κάθε μεσημέρι επιστρέφοντας στο σπίτι να ξεκουραστεί λιγάκι ένιωθε ήρεμος,  ισορροπημένος κι  απορούσε πως δεν το είχε ξεκινήσει νωρίτερα . Τα βράδια προτού κοιμηθεί στη βεράντα  σήκωνε το κεφάλι στο ουρανό να δει  τα άστρα που  έμοιαζαν με διαμάντια κρεμασμένα στο στερέωμα και σκορπούσαν τη λάμψη τους  σα λαμπροί  καταρράχτες που κυλούν στον ουράνιο θόλο…

Αυτή τη χρόνια τα σταφύλια είχαν γίνει ακόμα πιο γλυκά,  το καλοκαίρι είχε πάει πάρα πολύ ζεστό  κι αυτό φαίνεται βοηθούσε τα σάκχαρα των καρπών  ν’ αυξηθούν  πολύ.  Είχε μαζέψει ένα σωρό  κι είχε ευχαριστηθεί να τρώει, έδωσε ένα κάρο τσάντες  στους φίλους του,  τα υπόλοιπα ήθελε να τα κάνει κρασί.  Σκάβοντας το πάτωμα του πύργου ανακάλυψε  ένα υπόγειο με υποδοχές λαξευμένες στους τοίχους όπου είχαν τοποθετηθεί βαρέλια,  σίγουρα ο παλιός ιδιοκτήτης θα το είχε για κελάρι, εκεί μέσα  υπήρχαν ιδανικές θερμοκρασίες για να παλιώσεις κρασί. Το κελάρι του έχει βάλει στο μυαλό ένα σωρό ιδέες,  θα μπορούσε να φτιάξει ένα κανονικό οινοποιείο,  να μπει σε κανένα πρόγραμμα επιδοτούμενο,  να  νοικιάσει μερικά αμπέλια που υπήρχαν ακαλλιέργητα  εκεί γύρω,  να κάνει ακόμα και εξαγωγή,  το είχε συζητήσει με κάτι φίλους του κι αυτοί είχαν ενδιαφερθεί, η δουλειά φαινόταν να έχει ψωμί. Όλο το καλοκαίρι μαζί με το αμπέλι δούλευε εκείνο το κελάρι και το είχε κάνει αγνώριστο,  τοποθέτησε δοχεία  ανοξείδωτα  στη θέση των παλιών  βαρελιών  που είχαν σαπίσει, αγόρασε  μπουκάλια για συσκευασία,  δοχεία για τις προσμείξεις, νταμιτζάνες, έσκαψε ένα φωταγωγό,  σκεφτόταν να εγκαταστήσει   κι ένα μικρό ασανσέρ για να ανεβοκατεβαίνει. 

Καθώς τελείωνε το καλοκαίρι ένιωθε όλο και καλύτερα,  οι γυναίκες στο χωριό  φορούσαν τις ζακετούλες τους, το βράδυ δε χρειαζόταν  πια να κοιμάται στο μπαλκόνι έτσι  κουβάλησε το παλιό ντιβάνι στον πύργο, εκεί μέσα ένιωθε πιο ασφαλής. Μετά από τις κάψες που είχαν λιώσει τα πάντα και είχαν σακατέψει τον κόσμο  όλοι περίμεναν να δροσίσει λίγο να φρεσκαριστεί η ατμόσφαιρα.  Τα βράδια  όπως κοιμόταν άκουγε τις πρώτες βροχές  να πέφτουν   πάνω στις πέτρες του πύργου, οι καλοκαιρινοί  καύσωνες   είχαν αγριέψει την ατμόσφαιρα και χρειαζόταν οι βροχές   να ξεθυμάνουν  τον αέρα και να  ισορροπήσουν   το κλίμα.  Η γη διψασμένη περίμενε  το νερό να δροσιστεί, είχε ήδη πέσει μια νεροποντή δυνατή   που προκάλεσε κατολίσθηση στο γειτονικό βουνό  καταπλακώνοντας ένα νταμάρι παλιό,  αυτό σήμαινε ότι  έπρεπε να βιαστεί, μια δεύτερη βροχή μπορούσε να καταστρέψει τον τρύγο μουλιάζοντας τα τσαμπιά, έπρεπε να κινηθεί γρήγορα.

Ένα βράδυ που είχε πέσει κατάκοπος από τις δουλειές της μέρας  ξύπνησε   κοντά στα μεσάνυχτα από κάποιο θόρυβο.  Η βροχή είχε σταματήσει,  μόνο καμιά ψιχάλα έπεφτε αλλά η ασυνήθιστη ησυχία τον έβαλε σε υποψία. Φώναξε το σκύλο όμως  αυτός δεν εμφανίστηκε  γεγονός που του φάνηκε παράξενο, πήρε το όπλο και κατέβηκε τις  σκάλες  του πύργου να δει τι γίνεται. Με το που βγήκε στην αυλή είδε μερικά φωτάκια περίεργα στη μεριά του δάσους και σκέφτηκε ότι  κανονικά το ροντβάιλερ θα έπρεπε  να είχε ξεσηκώσει όλο το χωριό,  τι στο διάβολο συνέβαινε; Προχωρώντας προς το κτήμα διέκρινε το σκυλί να αγκομαχά μέσα σ’ ένα αυλάκι και πιο πέρα μερικές  σκιές να  τριγυρνούν στο αμπέλι,  σήκωσε το ντουφέκι στο αέρα και πυροβόλησε.

Με το που αντήχησε η ντουφεκιά  φωνές πανικού ακούστηκαν, στο φως του φεγγαριού που έβγαινε πίσω απ’  τα σύννεφα  είδε ένα φορτηγό  γεμάτο μεγάλες καλαθούνες  ν’  ανάβει  τα φώτα του  και να φεύγει   στα σκοτεινά ακολουθούμενο από ένα αυτοκίνητο . Έτρεξε στο αγροτικό  του και ρίχτηκε πίσω τους καθώς   έστριβαν κατά τα το δάσος και τραβούσαν  προς το παλιό λατομείο, συνέχισε να τα ακολουθεί μέχρι που είδε τα οχήματα να σταματούν ξαφνικά στο νταμάρι  σα να τον περίμεναν .

Φοβήθηκε πραγματικά, σκέφτηκε  να καλέσει την αστυνομία αλλά μέχρι να  ρθει  όλα θα είχαν τελειώσει,  ήταν και το σκοτάδι που δε βοηθούσε,  δεν είχε και το σκυλί μαζί του,  ήταν σε δύσκολη θέση.  Σκέφτηκε να φύγει όμως  από την άλλη αδυνατούσε να παραδεχτεί  ότι τον είχαν κλέψει, τα κοφίνια σίγουρα περιείχαν όλη τη σοδειά για την οποία είχε φτύσει αίμα όλο το χρόνο,  τον  είχαν ληστέψει,  δε μπορούσε να το χωνέψει, ποιος τους είχε δώσει το δικαίωμα,  το θράσος τους  ήταν  εξωφρενικό!

Δίστασε λίγο και τελικά αποφάσισε να προχωρήσει πεζός κι ότι ήθελε ας γίνονταν,   είχε πλησιάσει το πρώτο φορτηγό όταν άκουσε μια φωνή  ‘’  Φίλε φύγε όπως είσαι άμα θες τη ζωή σου!’’ Πάγωσε, την είχε πατήσει,   τόσος κόπος,  τόση δουλειά πήγαιναν  χαμένα,  δε μπορούσε να το πιστέψει,  δε μπορούσε να το δεχτεί,  τα πόδια του σχεδόν μηχανικά υποχωρούσαν  ενώ αυτός ήθελε να  ορμήσει σ’  εκείνα τα τρωκτικά που τον είχαν ρημάξει και να τα λιώσει ποδοπατώντας τα όμως το πιο πιθανό ήταν να τον τελείωναν  εκεί στην ερημιά δίχως  να το αντιληφθεί κανένας.  Γύρισε τα νώτα  για να φύγει  ενώ μέσα του έβραζε, μια μελαγχολία πήρε  να τον κυριεύει,  τι είχε κάνει λάθος κι όλα πήγαν στραβά,  γιατί να μην τους  ακούσει λίγο νωρίτερα προτού προλάβουν να τα πάρουν όλα, αισθάνονταν εντελώς παραδομένος.  

Σήκωσε το βλέμμα,  από μακριά φαίνονταν μέσα στη νύχτα  η σιλουέτα του πύργου που ξεχώριζε  πάνω απ’  τα σπίτια και ψηλά στον ουρανό που είχε άνοιξε εντελώς,  τα αστέρια εξακολουθούσαν να κατρακυλούν αέναα   στους αδιόρατους ουράνιους καταρράχτες που είχαν φτιαχτεί στη διάρκεια εκατομμυρίων ετών.  Όλα εκεί πάνω υπάκουαν στους νόμους του σύμπαντος  και λειτουργούσαν αρμονικά, όμως   οι άνθρωποι  είχαν φτιάξει του δικούς τους κανόνες  διαλύοντας κάθε έννοια τάξης.  Οι σκέψεις αυτές ήταν  λογικές αλλά δεν τον βοηθούσαν,  απελπισία είχε αρχίσει να τον πιάνει και δοκίμασε ν’ ανάψει τσιγάρο να διώξει την  αγωνία του , έβαλε το χέρι στη τσέπη ψάχνοντας   το κουτί με τα σπίρτα   όταν άκουσε έναν τρομερό θόρυβο,  γύρισε και είδε στο σκοτάδι  ένα  κομμάτι του βουνού τεράστιο  να ξεκολλά και να πέφτει  σα ποτάμι χωμάτινο σκεπάζοντας ολόκληρο  το αυτοκίνητο.

Για μερικά λεπτά ακούγονταν  ο κρότος από τις πέτρες που κατρακυλούσαν στην πλαγιά κι έπεφταν  με  δύναμη στο τσιμέντο του δρόμου σκορπώντας σε μικρότερα κομματάκια.  Όλα είχαν γίνει πολύ απότομα και γρήγορα,  ύστερα επικράτησε  ησυχία καταλυτική  και το τοπίο επανήλθε στην αρχική του κατάσταση,  το φορτηγό με τα καλάθια στέκονταν ανέπαφο σε μια μεριά του λατομείου, η σελήνη   συνέχισε να σεργιανά  ψηλά ατάραχη  σα να μην είχε συμβεί τίποτα ενώ  τ’  αστέρια εξακολουθούσαν  να κυλούν σα διαμάντια φωτεινά στο ουράνιο στερέωμα διαγράφοντας τις προκαθορισμένες ουράνιες τροχιές τους.

Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

MAGNIFICUS DIPHYLLODES

I ‘ve always been a gambling man
I ‘ve rolled them bones with either hand
Seven is the promised land
Early in the morning

 Townes Van Zandt ‘’One dollar blues’’

Τελικά ήταν πιο σκοτεινός απ’  ότι φανταζόμουνα,  ο Χ που ήταν πιο παλιός εκεί πέρα και  τον είχε καταλάβει  από την αρχή με είχε προειδοποιήσει  να τον προσέχω.Ήταν μούτρο κανονικό, χρόνια  στη πιάτσα, φύση τυχοδιωκτική,  δεν ήταν  πολύ μεγάλος όμως  το πεζοδρόμιο  τον γερνούσε γρήγορα. Στα νιάτα του είχε κάνει πάλη και βάρη κι όπως ήταν  ογκώδης κι  αγριωπός στην όψη  με τα σμιχτά του φρύδια δε φοβόταν κανέναν. Ήξερε όλα τα στέκια, όλες τις φάτσες,  όλα τα καφέ, τα γυράδικα, τα μαγαζιά  και κυρίως τα προποτζίδικα  όπου  πρότεινε δεξιά κι αριστερά που να ποντάρουν.  Ασχολούνταν  με όλα,  ποδόσφαιρο, κίνο, τζόκερ, στοίχημα,  λαχεία, φρουτάκια  και βέβαια ιππόδρομο,  το μυαλό του δούλευε γρήγορα, ήταν πολύστροφο, μπορούσε να κάνει  υπολογισμούς ταυτόχρονα και είχε μια  μνήμη φοβερή,  δε ξεχνούσε τίποτα,  ιδίως νούμερα, ο εγκέφαλος του τα επεξεργάζονταν με ταχύτητα δαιμονική   όμως κάτι συνέβαινε κάθε φορά,  οι πιθανότητες  έμοιαζαν  άπειρες, όσες κι αν λάβεις υπ’ όψιν αυτά τα παιχνίδια είναι έτσι φτιαγμένα που  χιλιάδες θα σου ξεφύγουν, πρέπει να είσαι συγκρατημένος,  δε μπορείς να τα βγάλεις  πέρα με τη λογική των αριθμών.

Ακούγονταν   διάφορα γι’ αυτόν, έλεγαν ότι   κάποτε είχε μια επιχείρηση,  φαρμακαποθήκη ή κάτι τέτοιο, έβγαζε καλά λεφτά  αλλά  του τα έφαγε όλα ο συνέταιρος του  που έφυγε  στη Βραζιλία κι άκου  να δεις τώρα  πως είχε γίνει το σκηνικό:

Είχαν πάει στην Αμερική οι δύο τους ν’ αγοράσουν κάτι φάρμακα πολύ σπάνια  που δε μπορούσες να τα βρεις πουθενά τότε, έδειχνε  πολύ καλή μπίζνα, θα τα κονομούσαν, μαζί τους κουβαλούσαν μια μικρή τσάντα γεμάτη λεφτά γιατί  τα χάπια κόστιζαν ένα σκασμό χρήματα.  Όλα πήγαιναν   καλά όμως κάποια στιγμή το πράγμα κάπου σκάλωσε,  οι Αμερικάνοι φοβήθηκαν, κλώτσησαν,  η δουλειά χάλασε όμως τώρα δε μπορούσαν να βγάλουν τα λεφτά από  κει γιατί η υπόθεση είχε μαθευτεί. Έψαξαν δεξιά –αριστερά, πήραν τηλέφωνα,  ρώτησαν, έψαξαν  και στο τέλος  κανόνισαν μια πτήση μέσω Λατινικής Αμερικής, ήταν η μόνη διέξοδος που βρήκανε. Εκεί κάτω όμως   τους την είχαν στημένη,  τους περίμεναν, είχε γίνει καρφωτή,  κινδύνευαν να φάνε πολλά χρόνια φυλακή με τη μυστήρια νομοθεσία που επικρατούσε εκεί πέρα κι άμα μπαίνανε μέσα  άντε να βγουν ζωντανοί. Στο αεροδρόμιο ο χοντρός έχασε πέντε κιλά από την αγωνία και τον ιδρώτα που έσταζε, ένα κάθαρμα -  τελωνειακός τον είχε βάλει στο μάτι και τον είχε στριμώξει άγρια σε μια καμαρούλα βρωμερή για ώρες κοίταζε  φωτογραφίες καταζητούμενων στους τοίχους, η χώρα εκείνη η μακρινή φάνταζε στα μάτια του σαν ένα κλουβί τεράστιο, όλα φαινόταν απόκοσμα,  η γλώσσα,  τα πρόσωπα,  οι λέξεις στις επιγραφές,  ο τρόπος που οδηγούσαν στο δρόμο,    ήταν  τόσο απελπισμένος εκείνη τη στιγμή που προτιμούσε να πεθάνει. Τους είχαν αφήσει τελικά  αλλά ήταν εγκλωβισμένοι εκεί  μακριά,  στου διαβόλου τη μάνα, δε μπορούσαν να βγάλουν τη βαλίτσα,  τελικά αποφάσισαν ο τζογαδόρος  να ταξιδέψει  μόνος  του  αφήνοντας τον άλλον με τα λεφτά  που θα έψαχνε τρόπο να βγει  αργότερα από τη χώρα…

Όταν ήρθε και μου ζήτησε πάλι δανεικά  σκεφτόμουν ‘’Μεγάλε από μένα δε παίρνεις τίποτα!’’ Μήνες είχα να τον δω,  από τότε που μου είχε τσιμπήσει κάτι ψιλά,  έτσι έκανε συνήθως, σου έπαιρνε τα λεφτά, εξαφανίζονταν  κι ούτε ήξερε κανείς τι γινόταν και τι έκανε, μάλλον κλείνονταν σε κάνα σκοτεινό μπουντρούμι να τα παίξει , να ξεχαρμανιάσει .  Ύστερα  τον πετύχαινες  μπροστά σου να  ζητά δανεικά με απόλυτη φυσικότητα σα να τον  χρωστούσες εσύ  από καιρό κι έπρεπε οπωσδήποτε να του τα δώσεις,  καλά είχε πολύ θράσος!  Εκείνη τη μέρα  στεκόμουν   σε μια στάση  περιμένοντας το αστικό και παρατηρούσα τις γυναίκες,   μου έκανε εντύπωση που κάποιες όταν μαύριζαν κι άλλαζε το χρώμα του δέρματος τους έδειχναν  πιο φρέσκιες,  τους πήγαινε πολύ εκείνο  το σκούρο,  ξανάνιωναν, ομόρφαιναν.  Άλλες πάλι για κάποιο λόγο σα να μάζευαν,  σα να έσπαγαν κάπως,  κάτι συνέβαινε, μπορεί να ήταν  ο χαρακτήρας,  η ψυχολογία τους που έβγαινε στην επιφάνεια  τώρα το καλοκαίρι, δε ξέρω,   πάντως κάτι δε πήγαινε  καλά μ’  αυτές.  Το λεωφορείο αργούσε,   τα δρομολόγια είχαν αραιώσει πολύ κι  αφού δεν περνούσαν πια γυναίκες μαυρισμένες   χάζευα   έναν μεγαλώσομο    τύπο με φόρμες  κοντές,  εφαρμοστές, που κουβαλούσε  σωλήνες   χάλκινους από ένα κλειστό πολυκατάστημα, κοιτούσε γύρω σα να τους έκλεβε αλλά κανένας δεν του έλεγε τίποτα οπότε συνέχιζε τη δουλειά του , τελικά φόρτωσε τα  κομμάτια στο αμάξι του κι όταν πήγε να φύγει τότε μόνο τον αναγνώρισα,  ήταν ο τζογαδόρος  ….

Φορούσε  τρία δαχτυλίδια στο κάθε χέρι κι έδειχνε ταλαιπωρημένος,  κοιμόταν άλλοτε  στο δρόμο κι άλλοτε σ’  ένα υπόστεγο  αφού πρώτα  είχε φορτωθεί  στους πάντες  . Το χειμώνα με τις παγωνιές ήταν το ζόρικο αλλά έτσι χοντρούλης όπως ήταν άντεχε,  το καλοκαίρι  έτρωγε πολύ ζέστη όμως  έξω στην ανοιχτωσιά μια χαρά  την έβγαζε φίλε μου,  στα παγκάκια είχε αέρα από παντού,  φυσικός κλιματισμός,  βέβαια η μέση του πιανόταν λίγο αλλά τι να γίνει,   δε μπορείς να τάχεις όλα !

Μου φάνηκε πολύ αστείος  έτσι  ντυμένος μ’  εκείνες τις φόρμες, έμοιαζε καταπληκτικά με   αρσιβαρίστα απ’  το Αζερμπαϊτζάν. Όπως μιλούσαμε εκεί  στο κέντρο κάτω από κάτι καμάρες ένα κοπάδι περιστέρια καταραμένα προσγειώνονταν στα πόδια μας όλη την ώρα κι έτρεχαν να βρέξουν τα κεφάλια τους στο νερό που έβγαινε από τη ρωγμή ενός  τοίχου. Είχε αρχίσει να μεσημεριάζει κι ο ήλιος έκαιγε διαβολεμένα, το καλοκαίρι δεν έλεγε να βγει,  κι αυτό το φετινό ήταν  αγχωτικό,  ζόρικο, ατελείωτο.

‘’Τι έγινε  ρε Γ, τι κάνεις ; ‘’   ρώτησε ένας τύπος με φάτσα γεωργιανού,  που περνούσε  εκείνη τη στιγμή και στάθηκε  να δει τον παίχτη,  ‘’ Ήμουν Ρωσία…’’του είπε  ‘’…έπαιζα τρεις μέρες  συνέχεια όμως  δε κέρδισα τίποτα, τώρα θα πάω Σαουδική Αραβία να δω τι γίνεται εκεί κάτω,  εσύ παίζεις καθόλου ;’’  – ‘Τάχω κόψει αυτά,  δε ξαναασχολούμαι!’’ απάντησε ο δικός μου.   

Δε με έπειθε βέβαια,  άμα σου κολλήσει αυτό το μικρόβιο πολύ δύσκολα το βγάζεις από μέσα σου.   Είχα γνωρίσει κι άλλους που έπαιζαν αλλά δε μου είχε ξανατύχει ποτέ τέτοια περίπτωση.  Όλη την ώρα  μου γινόταν τσιμπούρι και μου ζητούσε λεφτά,   κλαίγονταν  ότι δεν είχε να φάει,  ότι κοιμόταν στο δρόμο, ότι  χρειαζόταν χρήματα για να πληρώσει κάτι χρέη επείγοντα,  σου αράδιαζε εκεί πέρα ένα  κάρο ψέματα   και δικαιολογίες που σε τρέλαιναν και είχε μια τέτοια επιμονή που ήταν πολύ δύσκολο ν’ αντισταθείς και να μη τον λυπηθείς  ‘’Θα σου τα δώσω αύριο κιόλας,  μπορεί και σήμερα!’’  σε διαβεβαίωνε κι άμα  έβαζε τα λεφτουδάκια στη τσέπη άντε γεια!  Αυτή τη  φορά όμως  ήμουν αποφασισμένος να μη του δώσω δεκάρα τσακιστή κι ας χτυπιόταν όσο ήθελε,  είχε αρχίσει τα ίδια,  ότι δε θα μου ξαναμιλούσε,  ότι  αυτός που τον φιλοξενούσε του είχε πει να φύγει,  ότι έπαιρνε κάτι  φάρμακα πολύ δυνατά και  χρειαζόταν να τρώει κανονικό φαΐ. Αλλά τον είχα μάθει  ρε φίλε,  δε θα την ξαναπατούσα κι αντί να τον λυπηθώ μ’ έπιασαν  κάτι  γέλια αυθόρμητα που τρανταζόμουν ολόκληρος, δε κρατιόμουν, πραγματικά ήταν μεγάλος ηθοποιός, καθόταν εκεί πέρα με τις φορμίτσες του αρσιβαρίστα   κι έπαιζε το κομμάτι του που θα το είχε τελειοποιήσει άπειρες φορές τρώγοντας ποιος ξέρει πόσα λεφτά από δω κι από κει .

Δεν υπήρχε περίπτωση να σηκώσει  ξανά κεφάλι  από τότε που είχε αφήσει το συνεταίρο με τα λεφτά  στην Αμερική.  Αποδείχτηκε ότι  ο άλλος ήταν πιο πονηρός,  τα είχε κανονίσει όλα από πριν  και  σίγουρα εκείνος  είχε καρφώσει τη δουλειά για να κρατήσει τελικά όλο το χρήμα. Στην υπόθεση είχε ανακατευτεί και  μια βραζιλιάνα χορεύτρια πολύ όμορφη, κουκλάρα φοβερή,  επικίνδυνη  κατά πως λέγανε, την ήξεραν και οι δυο από πριν, γλεντούσαν μαζί της σε κάτι ξενυχταδικα,  είχαν γνωριστεί κι έκαναν  πολύ παρέα. Πολλές φορές τη βρίσκανε στο διαμέρισμα της όπου τους έφτιαχνε κάτι φαγητά εξωτικά,  καυτερά. Αφού τρώγανε  καθόντουσαν να ακούσουν  τα παραδείσια πουλιά που είχε μαζέψει, μερικά τραγουδούσαν ωραία κι  άλλα απλά στρίγγλιζαν όλα όμως ήταν υπέροχα,  με φτερώματα   γυαλιστερά γεμάτα από συνδυασμούς χρωμάτων απίθανους…

Με κείνη τη βραζιλιάνα τη γόησσα  το είχε σκάσει ο συνεταίρος, πήραν το παραδάκι  και διασκέδαζαν στα μπαράκια του Ρίο χορεύοντας μπόσα -νόβα και κάνοντας ταξιδάκια στη ζούγκλα του Αμαζονίου.  Ο χοντρός  τον περίμενε για καιρό χωρίς να έχει ιδέα για το τι γινότανε, δε μπορούσε να το φανταστεί ότι ο άλλος που τον ήξερε από μικρό παιδί  τον είχε κλέψει έτσι στην  ψύχρα, τέτοιος υποκριτής δε πρέπει να υπήρχε σ’ όλη την οικουμένη! Δε μπορούσε να το πιστέψει αλλά καθώς αργούσε  να φανεί ψυλλιάστηκε ότι κάτι συνέβαινε, τον έψαξε, πήρε τηλέφωνα,  ρώτησε την πρεσβεία,  τα προξενεία  αλλά ήταν αργά πια.  Είχε σκάσει απ’  το κακό του,  έφαγε τα λυσακά του να τον ανακαλύψει, ρώτησε παντού,  έψαξε χιλιάδες διευθύνσεις,  δεν έβρισκε τίποτα,  τελικά   ανακάλυψε τη βραζιλιάνα σ’  ένα προφίλ με το όνομα ενός πουλιού παραδείσιου,  του Diphyllodes magnificus,  καλά η τύπισσα είχε ψώνιο με τα αλλόκοτα πτηνά, έπρεπε  να το είχε καταλάβει. Σε μια φωτογραφία  είδε  τη φάτσα του συνεταίρου του  με τη βραζιλιάνα να πίνουν κοκτέιλ  σε κάποια  παραλία  του ωκεανού, του είχε  στείλει τότε ένα μυνηματάκι :’’Άμα έρθω και σε βρω εκεί πέρα θα σε σκοτώσω! ‘’

Από τότε δε σήκωσε ξανά κεφάλι, δε μπόρεσε να το ξεπεράσει, βέβαια όλοι οι τζογαδόροι κάπως έτσι τη πατάνε και είναι τόσο σίγουροι  για τον εαυτό τους που  δε μπορούν να  παραδεχτούν ότι τους κορόιδεψαν. Δεν θα του δάνειζα ότι και να έκανε,  κι εγώ άλλωστε δεν ήμουν σε καμιά καλή φάση,  το καλοκαίρι πάντα το φοβάμαι,  δε ξέρεις τι γίνεται,  τι μπορεί να προκύψει.

Δεν θα του έδινα τίποτα όμως όπως όφειλε έκανε μια τελευταία προσπάθεια,   το πάλεψε,  τα έδωσε όλα, επέμεινε, σχεδόν έκλαψε, έπεσε στα γόνατα,   ήμουν έτοιμος να λυγίσω , με είχε τουμπάρει, στο κάτω - κάτω δεν άξιζε  όλη η φασαρία,   ας τάπαιρνε, ας τάτρωγε κι ας πήγαινε στον αγύριστο,  χαλάλι του,  τελικά όμως  αποφάσισα να μη του δώσω ,  είχα λίγες τύψεις που τον άφηνα έτσι  αλλά μου έφυγαν γρήγορα.

Δεν τον ξανάδα, άκουσα αργότερα ότι  πήγε  στη Βραζιλία και βρήκε τον συνεταίρο του ο οποίος δε περνούσε καλά,  η χορεύτρια του είχε φάει όλα τα λεφτά  και τον είχε παρατήσει.  Με το που πήγε ο δικός μου εκεί πέρα του την έπεσε και τον έριξε και το χοντρό,  έμενε μαζί της κι όπως ήταν θηρίο τον είχε για μπράβο επειδή εκεί κάτω είναι λέει όλοι πολύ βίαιοι,  κυκλοφορούσαν μαζί  κι όλοι στεκόντουσαν σούζα μπροστά του.  Θα πρέπει τελικά να του άρεσε  η ζωή  εκεί πέρα,  ταίριαζε με τη τυχοδιωκτική του φυσιογνωμία,  εκείνη η μάγισσα τον είχε κάνει να ξεχάσει την πρώτη του αποστροφή για την Λατινική Αμερική. Είχε προσαρμοστεί και περνούσε καλά με τη βραζιλιάνα μάγισσα,   ο Χ που είχε επαφή  μαζί του ακόμα μου είχε δείξει και φωτογραφίες της, ήταν μελαχρινή με ωραία επιδερμίδα,  χυμώδες σώμα και  κάτι μάτια πολύ μυστήρια, ήταν πολύ όμορφη πραγματικά και ντυνόταν με κάτι ρούχα φανταχτερά,  σαν πουλί του παραδείσου έμοιαζε… 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...