Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΟΡΧΙΔΕΕΣ

Τον αδερφό μου να γελά είδα στον ύπνο μου το βράδυ της Παρασκευής, πόσο καιρό είχα να τον δω, από την εποχή που είχε πεθάνει ο πατέρας μου, όλοι ξέραμε ότι ο μικρός που του είχε αδυναμία ο συγχωρεμένος, θα έπαιρνε το σπίτι, όμως όταν άρχισε να ψάχνει παντού σ’ όλα τα ντουλάπια και τις γωνιές,  διαθήκη δε βρέθηκε πουθενά, χάλασε τον κόσμο, σήκωσε κάθε πέτρα και κάθε ντουλάπα αλλά μάταια, η κληρονομιά είχε κάνει φτερά!

Τι στο καλό είχε πάει στραβά, αφού ήταν βέβαιο ότι το σπίτι θα το κληρονομούσε ο μικρός, κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί, κι ενώ όσο ήταν άρρωστος ο πατέρας αυτός είχε εξαφανιστεί με το που άρχισαν τα ζητήματα της διαθήκης νάτος ο δικός σου να χαλάει τον τόπο για να την βρει, ρώτησε στο υποθηκοφυλακείο, πλήρωσε δικηγόρους, μας έκανε άνω κάτω, αλλά φίλε μου ατύχησες, καλά πρέπει να έπαθε μεγάλο κάζο ο μικρός! Αφού δεν είχε βρεθεί κανένα χαρτί το σπίτι πήγαινε σε όλους εξίσου κι όταν αποφασίσαμε να το πουλήσουμε εγώ που δεν είχα δουλειά εκείνη την εποχή ανέλαβα όλες τις διαδικασίες και τα τρεχάματα της πώλησης. Όμως πρώτα έπρεπε ν’ αδειάσει και να πεταχτούν ένα κάρο έπιπλα και σαβούρες που κανείς δεν ήθελε, φωτογραφίες, κρύσταλλα παλιομοδίτικα, πιάτα, ρούχα κουβέρτες κι άλλα αντικείμενα που δεν μπορείς να φανταστείς και για τα οποία κανείς δεν ενδιαφέρονταν.  Εξαίρεση αποτελούσε  ένας  πίνακας παλιομοδίτικος που δεν έμοιαζε με  τίποτα απ ότι έχω   δει,  έδειχνε την καταπράσινη  όχθη ενός  ποταμού γεμάτη από   ορχιδέες μαβιές και άσπρες σε  χρώματα τόσο ζωντανά που δεν πίστευες ότι ήταν ζωγραφισμένα,    δεν ξέρω που τον είχε ξετρυπώσει ο πατέρας μου πάντως ήταν  καλό κομμάτι ,  δέσποζε εκεί στο σαλόνι κι όποτε   ξάπλωνα ε μπροστά στην τηλεόραση η εικόνα αυτή  μ’  αποκοίμιζε βράδια  ατελείωτα, σε πόσες ταινίες   δεν είχα κοιμηθεί στη μέση κι  όταν ξυπνούσα έψαχνα  τα λουλούδια του ποταμού που  με ησύχαζαν,  εκείνον τον πίνακα δεν υπήρχε περίπτωση να τον να αφήσω σε κανέναν !

Κανείς σχεδόν δε με βοηθούσε να ξεφορτωθώ όλη τη σαβούρα, το τι σακατεμό είχα πάθει δε λέγεται, αφού πέταξα και μοίρασα δεξιά κι αριστερά ότι μπορείς να φανταστείς, έπρεπε τώρα να μαζέψω ένα σωρό έντυπα και χαρτιά, άρχισα λοιπόν το τρέξιμο, τηλέφωνα, εφορίες, γραφεία, ερωτήσεις, ουρές, ταλαιπωρία, ούτε που θυμάμαι πόσον καιρό έφαγα μ’ όλα αυτά, μήνες σίγουρα. Και στο τέλος όταν πίστευα ότι τα μάζεψα όλα η συμβολαιογράφος που είχαμε μου είπε ‘’Εδώ υπάρχει κι άλλο πρόσωπο!’’ ένας θείος του πατέρα που ανακατεύονταν στο ζήτημα της ιδιοκτησίας είχε όμως πεθάνει προ αμνημονεύτων χρόνων και σύμφωνα με το νόμο χρειαζόταν η ληξιαρχική πράξη θανάτου του για να είναι νόμιμα τα συμβόλαια, αυτό  με ξεπερνούσε...

Τα είχα ξεχάσει όλα αυτά από που στο καλό ήρθαν πάλι στο μυαλό μου είχα κοιμηθεί σα κούτσουρο κι όλη νύχτα έβλεπα όνειρα ατελείωτα όμως αυτό που θυμόμουν περισσότερο ήταν τον αδερφό μου να γελά, πόσον καιρό είχαμε να μιλήσουμε. Το πρωί του Σαββάτου καθώς ετοιμαζόμουν για τη δουλειά προσπαθούσα να θυμηθώ λεπτομέρειες απ’ το όνειρο, ήταν πολύ ζωντανό, σαν αληθινό, τον είχα δει να στέκεται γελώντας στην πόρτα του σπιτιού μας που ήταν τεράστια, σαν τις πύλες που δείχνει στις ταινίες με κάστρα και ιππότες, ‘’Πολύ περίεργο όνειρο!’’ έλεγα από μέσα μου. Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα κι είδα ότι έξω έβρεχε καρεκλοπόδαρα σα να είχαν ανοίξει οι ουρανοί κι έριχναν το καταπέτασμα. Δεν πρόλαβα πάλι το καταραμένο λεωφορείο και ξεκίνησα με τα πόδια, στα καλντερίμια αυλάκια νερού σχηματίζονταν και κατηφόριζαν κατά τη θάλασσα, δε μπορούσα να πατήσω σε μέρος στεγνό, το δεξί μου χέρι που κρατούσε την ομπρέλα είχε μουσκέψει εντελώς, καθώς κατέβαινα τα σκαλοπάτια κάτω απ’ την εκκλησία των Aγίων Θεοδώρων εκεί ψηλά στις Συκιές, σκεφτόμουν ότι θα έφτανα στο μαγαζί μούσκεμα ως το κόκαλο. Αποφάσισα να τρέξω λίγο για να είμαι τουλάχιστον ζεστός, σήκωσα μια στιγμή το κεφάλι και είδα πίσω απ’ τα κίτρινα φθινοπωρινά φύλλα ενός δέντρου ολόκληρη την πόλη από κάτω σκεπασμένη στην ομίχλη, τα καράβια στο λιμάνι ανοιχτά στέκονταν αραγμένα, ομίχλη τύλιγε το τοπίο, το θέαμα ήταν πολύ ωραίο αν μπορούσες να το χαζέψεις αλλά έτσι όπως ήμουν δε γινόταν να σταθώ ούτε στιγμή.

Όταν έφτασα στα πιο πυκνοκατοικημένα στενά μπορούσα να προφυλαχτώ κάτω απ’ τα μπαλκόνια, χτύπησα τα πόδια μου στα πλακάκια να φύγει το νερό απ’ τα παπούτσια κι έφερα στο νου ξανά το όνειρο και την ιστορία με την διαθήκη. Όταν προέκυψε κι ο θείος ο πεθαμένος σήκωσα τα χέρια ψηλά, πήγα στο δήμο, στο χωριό καταγωγής, ρώτησα εδώ, ρώτησα εκεί, είχα αρχίσει ν’ απογοητεύομαι, θα τα παρατούσα σίγουρα όταν κάποιος μου είπε ότι ο θείος είχε νοσηλευτεί σ’ ένα ίδρυμα κάποιο φεγγάρι, έτσι πήγα να ρωτήσω κι εκεί σ’ ένα δημαρχείο που έμοιαζε με σπίτι παλιό, αρχοντικό, σκεπασμένο με κεραμίδια κόκκινα. Μια υπάλληλος  με ρώτησε πότε πέθανε, είπα περίπου την ημερομηνία, πριν σαράντα χρόνια, κάπου τόσο υπολόγιζα, δεν πίστευα ότι μπορούσε να βρει τίποτα αλλά ρε φίλε η γυναίκα έψαξε λίγο στον πάτο ενός συρταριού και μετά έβγαλε μια σελίδα άσπρη, αυτή ήταν, καλά είχα τρελαθεί, ήταν πολύ τρελό…

Μερικά σπουργίτια τσαλαβουτούσαν μέσα σ’ ένα νερόλακκο βρέχοντας και τινάζοντας τις φτερούγες τους, δε νοιάζονταν καθόλου για τη βροχή,  μάλλον το διασκέδαζαν, ο ουρανός έμοιαζε ν’ ανοίγει όμως δεν ήξερες αν από στιγμή σε στιγμή δεν έπιανε ξανά καμιά νεροποντή να σε πνίξει κι εγώ ήλπιζα ότι με τέτοιο καιρό το πιο πιθανό ήταν να μην έχουμε δουλειά εκείνο το Σάββατο. Με τέτοια βροχή ποιος θα κατέβαινε στο κέντρο, ήταν ευκαιρία να ξεκουραστώ λιγάκι και να σου πω δε με χαλούσε καθόλου, όλη η βδομάδα με είχε πάει τρένο χωρίς σταματημό, κάθε βράδυ που σχολούσα απ’ την απογευματινή βάρδια έτρεχα να προλάβω τα νευρωτικά λεωφορεία που πήγαιναν κι έρχονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, κάθε βράδυ η ίδια ρουτίνα, οι ίδιες εικόνες, έξω απ’ τα σούπερ μάρκετ καρότσια εγκαταλειμμένα, έρημα, πίσω απ’ τα τζάμια φρούτα φωτισμένα πάνω στους πάγκους, στη στάση κάτι σεκιουριτάδες χοντροί κατέβαιναν για την νυχτερινή τους βάρδια αγριεμένοι, παλιά λέει κοιμόντουσαν λίγο να περάσει η ώρα, τώρα φοβούνται, ακούγονται τόσα…

Τον μικρό δεν τον ένοιαζαν όλα αυτά, δεκάρα τσακιστή δεν έδινε, αυτός είχε βολευτεί στην Αγγλία σε μια πολιτεία υγρή εκεί πάνω και δε σκεφτόταν να γυρίσει πίσω, αλίμονο σε μένα που έπρεπε να τραβάω κουπί ατελείωτο!  Όταν έφτασα στο μαγαζί έβγαλα το μπουφάν που είχε μουσκέψει κι  άνοιξα  μια σόδα,  το στομάχι μου  με είχε σαπίσει, δεν πρόσεχα καθόλου, έτρωγα ότι νάναι σε όλες τις άσχετες ώρες, έπρεπε να το κοιτάξω . Με το που σταμάτησε η βροχή  ένας αέρας πολύ δυνατός βγήκε απ’  το πουθενά και τραβούσε τις τέντες μέχρι το θεό, ήταν σίγουρο ότι θα τις έσκιζε, βγήκα έξω γρήγορα να τις μαζέψω κι εκείνη τη στιγμή είδα μια εικόνα που την είχα ξαναδεί, όπως όταν βλέπεις ξανά το ίδιο έργο στη τηλεόραση: εγώ με τον μικρό μου αδερφό τρέχουμε να σκεπάσουμε τα καπνά που είχαμε απλωμένα στην αυλή του σπιτιού να ξεραθούν απ΄ τον ήλιο καθώς αέρας φυσούσε απ’ όλες τις μεριές σα να άλλαζε κατεύθυνση όλη την ώρα, η σα να ήμασταν στη μέση κάποιου ανεμοστρόβιλου...

Να λοιπόν ξανά μπροστά μου ο μικρός, ήταν βλέπεις η μέρα του, είχε  γενέθλια και μας είχε πει ότι μπορεί να ερχόταν καμιά βόλτα προς τα νότια   να γιορτάσει εδώ πέρα,  κάθε φορά ταξιδάκια στα Κανάρια νησιά, στη  Βαλτική, στο Ντουμπάι  κι όπου στο δαίμονα πήγαινε σα να μας απέφευγε! Πάντα πίστευε ότι ήταν ο αδικημένος, αυτός  ήταν ο λόγος  όμως σ εκείνη την υπόθεση με το πατρικό εγώ είχα κάνει όλη την βρώμικη δουλειά, εγώ είχα τρέξει παντού, εγώ είχα κοιτάξει τον  γέρο όταν ο άλλος τακτοποιούσε τις δουλειές του στας Ευρώπας κι όταν έγινε η πώληση κι έπεσε το ρευστό ήρθε καμαρωτός - καμαρωτός με το κοστουμάκι να πάρει το μερίδιο του. Εμένα βέβαια τότε έτσι όπως ήμουνα ούτε που μ’ ένοιαζε, πήρα τα λεφτά  και δεν κοίταξα γύρω μου, στο ασανσέρ καθώς έφευγα τα έσφιξα στα χέρια μου, αυτή ήταν μια από τις καλύτερες στιγμές που είχα ζήσει, δε μπορώ να σου περιγράψω τη χαρά που ένιωσα τότε…

Το Σάββατο προμηνύονταν ήσυχο, γύρω επικρατούσε μια ησυχία σα να είχε  πέσει βόμβα στο κέντρο της πόλης,  μετά όμως άρχισε να έρχεται κόσμος  λες και ήταν ειδοποιημένοι από κάπου.  Εκείνη την ώρα ήμασταν δυο άτομα όλα κι όλα στο μαγαζί , υποτίθεται ότι αυτήν την ώρα  θα ξεκουραζόμασταν κάπως αλλά μας είχαν ανακαλύψει που να πάρει  κι έρχονταν ουρές. Ο άλλος μετά από λίγο έμοιαζε  παραιτημένος,  του έβγαινε η κούραση όλης της βδομάδας,  είχε πιει και λίγο,  σ’ αυτή τη δουλειά δε μπορούσες ν’ αντέξεις διαφορετικά, σ’  όλα τα μαγαζιά το ίδιο γινόταν, όταν είσαι τόσες ώρες στο πόδι δεν αντέχεις  οπότε πολλοί έβρισκαν αυτή τη λύση και φυσικά στο τέλος γίνονταν αλκοολικοί.

 Ήμουνα λοιπόν μόνος σχεδόν μ’ όλο  εκείνο το ανθρωπομάνι από πάνω μου,  με το που σερβίριζα τον έναν άλλος εμφανίζονταν στη θέση του κι ύστερα άλλος, κι άλλος, στο τέλος με είχαν σκεπάσει, δε μπορούσα να δω τι γίνονταν. Είχα γίνει ένα ρομπότ που έκανε κινήσεις μηχανικές χωρίς να σκέφτεται, έπαιρνα λεφτά, έδινα ρέστα, έριχνα χρήματα στο ταμείο, όλα γίνονταν πολύ γρήγορα,  το μόνο που μ’  ενδιέφερε ήταν να φύγουν απ’ το κεφάλι μου εκείνοι οι άνθρωποι. Έπειτα άρχισαν τα παράπονα, όλοι ήθελαν να εξυπηρετηθούν αμέσως  αλλά έπειτα έβρισκαν κάποια ατέλεια σ’ αυτό που είχαν παραγγείλει, δεν ήταν όπως το είχαν ζητήσει, κάτι έλειπε, κάτι δεν είχε γίνει σωστά, κάποιοι μάλιστα δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι, τι στο καλό τους είχα δώσει! Όσο σερβίριζα ένιωθα στο μυαλό μου μια μουσική κοροϊδευτική να επαναλαμβάνεται σαν κάποιος να διασκέδαζε μ’  αυτά που περνούσα, έξω ο αέρας είχε  λυσσάξει κι όλοι για να φυλαχτούν χωνόταν στο μαγαζί που έχε γεμίσει ασφυκτικά,  ούτε που ήξερα πως θα τελείωνε εκείνο το πράγμα, ο άλλος είχε αποσυρθεί σε μια γωνιά και κάτι έκανε που δεν μπορούσα να δω, μέσα σ εκείνο το χάος και  την  θολούρα που επικρατούσε,  κάποιος,  ο μοναδικός ανάμεσα στο πλήθος,   μου χαμογελούσε,  αυτός πρέπει να ήταν καλός, σταμάτησα  μια στιγμή ότι έκανα να τον δω λίγο καλύτερα, ήταν ο αδερφός  μου!

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...