Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

OBI WAN KENOBI

 

OBI VAN KENOBI

«Ε γέρο μη με ζαλίζεις!» του φώναξε   ο γιος του, κανονικά θα έπρεπε  να τσατιστεί αλλά  είχε συνηθίσει να τον φωνάζει έτσι,  ήξερε ότι τον αγαπούσε και ήθελε να τον πικάρει όμως έβλεπε εκεί πέρα το μικρό να βασανίζεται και κατάλαβε ότι κάποια γυναικοδουλειά υπήρχε στη μέση, ήταν η πρώτη φορά που συζητούσαν για γυναίκες, ο μικρός ήταν άνω κάτω επειδή ένα κοριτσάκι  τον είχε στην τσίτα για μεγάλο διάστημα, του έδινε υποσχέσεις «θα σου απαντήσω, θα σου εξηγήσω, θα δούμε,  περίμενε, μη βιάζεσαι,  μέχρι την τρίτη θα έχω καταλήξει» όλο στο στήσιμο  τον είχε  κι ο γιος του ήταν μες  την αγωνία. «Μπαμπά τι γνώμη έχεις, τι πρέπει να κάνω ;» τον ρώτησε  κι  εκείνος του είπε «μικρέ αυτή θα σε βασανίσει,  θα σε πάει έτσι μέχρι να σε βαρεθεί και μετά θα σ’  αφήσει σα να μην έγινε τίποτα» ο γιος του δεν ήθελε με τίποτα να το δεχτεί «ρε μπαμπά είναι η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη, είναι  η πρώτη της σχέση,  δεν ξέρει, πρέπει να της δώσω καιρό»  είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα και  θα υπέφερε αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος να μάθει.

Κανονικά ο μικρός έπρεπε να ήταν ευχαριστημένος,  ήταν δημοφιλής στο σχολείο  του,  ψηλός , ωραίος,  με αυτοπεποίθηση, φίλους,  μια χαρά παιδί. Εκείνος στην ηλικία του περνούσε σχεδόν απαρατήρητος,   ελάχιστοι ασχολούνταν μαζί του κι όσο για τις γυναίκες, σιγά μην του έδιναν σημασία, για να μάθει να τις πλησιάζει είχε φάει ένα κάρο χυλόπιτες , χρειάστηκε καιρό πολύ,  χρόνια,  δεκαετίες,  ίσως ήταν αργόστροφος,  ίσως δεν είχε ασχοληθεί με το σπορ,  πάντως του πήρε καιρό αλλά  πέντε πράγματα τα είχε μάθει.

«Πως είναι αυτή;»  τον ρώτησε «είναι όμορφη, προσέχει το  ντύσιμο της ;» - «μπαμπά έχω γνωρίσει και πιο ωραίες όμως αυτή έχει κάτι» καταλάβαινε ακριβώς τι εννοούσε το παιδί κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο λειτουργούσε  άλλωστε, τον τραβούσαν πάντα οι τύπισσες που είχαν έντονο ταμπεραμέντο  κι ο γιος του ακολουθούσε τα βήματα του,  μπορεί να μην ήταν οι πιο εμφανίσιμες  όμως είχαν χαρακτήρα που ξεχώριζε,  ήταν έξυπνες, σπιρτόζες, το μυαλό τους δούλευε  μ’ έναν   τρόπο που τον τρέλαινε. Για να τις  μάθει είχε φάει πολλές  παπάρες, οι φίλοι του τον είχαν πείσει ν’ ασχοληθεί με  μια   σγουρομάλλα που δεν τη γούσταρε  κι εκείνος ο βλάκας είχε καταλήξει ερωτευμένος,    ήταν η πρώτη γυναίκα που φίλησε,  στα 22 παρακαλώ,  όχι σαν το γιο του που τα είχε κάνει σχεδόν όλα από τα δεκαέξι,  «μην έχεις τα χέρια σου έτσι  σαν κουλά !» του έλεγε η σγουρομάλλα  κι όταν εκείνος ανακοίνωσε πανηγυρίζοντας το επίτευγμα   στους φίλους του τον άφησε βέβαια γιατί είχε κι άλλη σχέση η τύπισσα και θα της δημιουργούσε πρόβλημα,  ένα φρεσκάρισμα ήθελε, κλασσική περίπτωση. 

Κι ύστερα ήταν  εκείνη η  μελαχρινή με τα σχιστά μάτια  που τον παίδευε  και περίμενε να δοκιμάσει να τη φιλήσει για να του πει «όχι,  δεν κάνω εγώ τέτοια πράγματα, ποια νομίζεις ότι είμαι; » αυτός όμως μπορεί να μην ήταν ο σούπερ γκόμενος ήξερε όμως να κρατιέται,  είχε μια αυτοκυριαρχία απίστευτη κι αυτό τις τρέλαινε,  αν έλεγε «όχι» αυτό ήταν,  θα έκοβε το κεφάλι του να το κάνει, ήταν θέμα αξιοπρέπειας σε τελική ανάλυση. Έτσι στο τέλος παρόλο που ήταν ερωτευμένος  της είχε ρίξει εκείνος χυλόπιτα κι η άλλη δεν το πίστευε, άκου να δεις τώρα, η γκόμενα είχε σκάσει και του είχε στείλει ένα μήνυμα ελεεινό στο οποίο φυσικά δεν της είχε απαντήσει,  του είχε φανεί πολύ δύσκολο αλλά ήταν μια ικανοποίηση τεράστια .

Η  άλλη πάλι με τον χρυσό  κρίκο στην κορυφή του αυτιού,  του είχε ψήσει ψάρι στα χείλη και τι έκανε νομίζεις στο τέλος, έβαλε τη  μάνα της να πάρει τηλέφωνο σε μια κοινή τους φίλη,  όταν το άκουσε του κόπηκαν τα πόδια  «είναι η μαμά της,  για σένα μιλάμε»  δεν το πίστευε, ήταν μια σκηνή που δε θα ξεχνούσε ποτέ,  γρήγορα όμως συνήλθε και την πήρε παραμάζωμα «τι θέλετε κυρία μου:»- «μπήκες στο δωμάτιο του κοριτσιού χωρίς να χτυπήσεις»- «όχι δεν μπήκα, λέει ψέματα» - « θα σε πάμε στα δικαστήρια» - « να με πάτε,  άι το διάβολο!» της είχε πει της γριάς  κι ύστερα από μέρες η φίλη του  τον πληροφόρησε ότι δεν τρέχει τίποτα και αν θέλουν να τα βρουν,  και να τον γνωρίσουν,  φαίνεται καλό παιδί κι άλλες τέτοιες αηδίες.

Τι να του πει του μικρού  για κείνη την άλλη,  την ξανθιά,  που είχε το μπαλκόνι της  μες τη βρωμιά,  από κει έπρεπε να το είχε καταλάβει,  κι όταν τη στρίμωξε άρχισε τα κόλπα σε συνεργασία με τον μπαμπά της φυσικά, κάθε μια έχει έναν συνένοχο , του έδωσε πόρτα  κι εκείνος τη διέγραψε αμέσως από το κινητό κι από παντού όπου αναφέρονταν το όνομα της ,  είχε τσατιστεί άσχημα η ξανθιά  και περίμενε μπλεξίματα με τον μπαμπά της όμως δεν έγινε τίποτε, όλο χαζά, πόσες ιστορίες.   Η γυναίκα του που είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν  του έλεγε «άσε το παιδί ήσυχο με τις εξυπνάδες σου, μην ανακατεύεσαι, θα του κάνεις χαλάστρα, θα βρει τι πρέπει να κάνει μόνος του»  όμως ο μικρός ήθελε τη γνώμη του «μπαμπά τι λες, θα τα βρούμε στο τέλος;»- «όχι δε θα τα βρείτε»  του έλεγε «δεν υπάρχει περίπτωση,  αν μια γυναίκα σε ζορίζει τόσο πολύ σημαίνει ότι δε θα βγει τίποτα».

Τι να του πει  του μικρού,  ότι παίζουν το παιχνίδι τους,  ότι από τα δεκαπέντε τους μπορούν να σε πουλούν και να σ’ αγοράζουν,  ήταν σίγουρος ότι αυτή εδώ που παίδευε το γιο του ήταν από κείνες,  αν η γυναίκα θέλει να σε κάνει ευτυχισμένο  της είναι πολύ εύκολο, σε δοκιμάζει λίγο κι ύστερα ξεκινά κάτι, τόσο απλό,   εδώ αυτή τον είχε ξεροψήσει  όμως εκείνος ο βλαμμένος είχε κολλήσει,  το είχε κάνει άνω κάτω το παιδί,  τον είχε βάλει να μαλώνει με τους φίλους του,  είχε αρρωστήσει πονούσε το κεφάλι του κι έπαιρνε ντεπόν,  μια μέρα που γύρισε από το σχολείο μες τα νεύρα άνοιξε το ψυγείο,  πήρε μια κανάτα  με νερό παγωμένο,  το ήπιε μονορούφι και την άλλη μέρα του πονούσαν τα λαιμά,  όλο βλακείες έκανε !

«Μπαμπά τα φτιάξαμε !» του φώναξε ένα μεσημέρι  «οι θεωρίες σου ήταν για τα μπάζα»  «οκ»  είπε αυτός «σε καλή μεριά φίλε, καλά να περνάτε»,  ίσως έκανα λάθος σκέφτηκε όμως την άλλη μέρα ο μικρός είχε πάλι νεύρα,  «η φίλη της είπε ότι εγώ αποκάλυψα τα μυστικά του Γιώργου,  εγώ που είμαι τάφος,  θα τη σκοτώσω!» - «  όχι τη φίλη μικρέ,  αυτή φταίει,  αυτή είναι από πίσω να ξέρεις»-  «μπαμπά αυτή είναι εντάξει,  το ξέρω, δεν έχει καμιά ανάμιξη»  τι να του πεις τώρα,  το κοριτσάκι τον δούλευε ψιλό γαζί κι αυτός ήταν στον κόσμο του μην τη θίξει «στο είπα βλάκα να προσέχεις,  έτσι θα σε πάει» «μπαμπά μπορεί να έχει δίκιο, η άλλη φταίει,   θα της δώσω μια ευκαιρία αλλά θα έχω το νου μου» - «καλά αλλά δε θέλω να τρέχεις από πίσω της βλάκα,  μην τις λυπάσαι, είναι πιο σκληρές από μας» - « τι βλακείες  λες στο παιδί!»  πετάχτηκε η γυναίκα του που τους άκουγε όμως ήξερε ότι κατά βάθος συμφωνούσε μαζί του.

Τα έλεγε στον γιο του αλλά τον καταλάβαινε, ο μικρός είχε πολύ μέλλον, χρειαζόταν να μάθει πολλά. Βρισκόταν ακόμα στην αρχή, δε θα ήθελε με τίποτα να βρίσκονταν στη θέση του. Τα είχε περάσει κι αυτός και τώρα μ’ αυτή την αφορμή του ερχόταν όλα στη μνήμη,  η πιο φοβερή του εμπειρία  αφορούσε  μια περίεργη που ήξερε πολλά χρόνια, αυτό ήταν το μεγάλο σοκ της ζωής του, είχαν σχέση κοντά δεκαπέντε χρόνια και   τον είχε αφήσει ξαφνικά με μια αποφασιστικότητα που δεν είχε ξαναδεί φεύγοντας  στο εξωτερικό,  σε μια χώρα πολύ μακρινή που του φαινόταν ότι βρίσκονταν στην άκρη της γης. Του είχε φανεί ακατανόητο, δεν το χωρούσε ο νους του, έμοιαζε μ’  ένα βουνό πανύψηλο που έπρεπε να ανεβεί όμως είχε στρωθεί τότε, το πάλεψε,   έκατσε διάβασε και κατάλαβε την ψυχολογία τους, το σκέφτηκε,  το ανέλυσε,  βρήκε προηγούμενα, κατάλαβε πως λειτουργούν αυτοί οι χαρακτήρες,  έφτιαξε θεωρία ολόκληρη, άλλαξε όλον τον τρόπο  που έβλεπε τα πράγματα,  εκείνη η εμπειρία του είχε αλλάξει τη ζωή!

 «Μικρέ είδες το Οbi Wan Kenobi, το καινούριο από τον Πόλεμο των Άστρων, βγαίνει το Μάιο  » του πέταξε ένα μεσημέρι που τον έβλεπε κατσούφη «που το βρήκες ρε μπαμπά;»  του είπε κι άνοιξε αμέσως το κινητό  να δει το τρέιλερ  «αφού ξέρεις ότι τα ψάχνω όλα»-  «μπαμπά είναι φοβερό!» του φώναξε «σε παραδέχομαι!» ο γιος του φαίνονταν να συνέρχεται, ξαναέβρισκε τον ενθουσιασμό του,  « μου έφτιαξες τη μέρα» επιτέλους τα παιδί έδειχνε να συνέρχεται και γελούσε «μπαμπά θα την περιμένω μέχρι την πέμπτη»- «κάνε ότι θες βλάκα όμως να προσέχεις,  ξέρεις πόσον καιρό  μας πήρε με τη μάνα σου να τα φτιάξουμε, τέσσερις μέρες, ένα βράδυ συναντηθήκαμε και είπα  μέσα μου  «τη θέλω»,  την άλλη μέρα βγήκαμε για καφέ,  την τρίτη βρεθήκαμε πάλι και την τέταρτη ήμασταν μαζί,  τόσο απλό» ο μικρός ούτε που τον άκουγε, είχε πέσει με τα μούτρα στο φιλμάκι,  «μπαμπά άκουσες τη μουσικάρα που παίζει, είναι από το αγαπημένο μου γιαπωνέζικο παιχνίδι»- « ναι την άκουσα αλλά δε μ’  αρέσει»- «μπαμπά δε ξέρεις τι σου γίνεται!»   «οκ ότι πεις,  τα κόμικς στην εποχή μου ήταν πολύ πιο ωραία »-«μπαμπά είσαι γέρος» καθόταν εκεί και καμάρωνε τον γιο του όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι έβρισκε σ’  εκείνα  τα ηλίθια  γιαπωνέζικα μάνγκα,  «μπαμπά είσαι τελείως άσχετος!»  

,

 

 

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...