Δευτέρα 28 Ιουλίου 2025

ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΡΕΑΝ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ

 Πρέπει  να κολυμπούσαν πάνω  από δεκατέσσερις ώρες, βρίσκονταν  στο νερό όλη  νύχτα κοιτάζοντας κατά την ακτή όπου υπήρχαν λίγα φώτα που τους καθοδηγούσαν,  ευτυχώς  ήταν μια μεγάλη παρέα κι ο ένας εμψύχωνε τον άλλον,  από μωρά άλλωστε είχαν μεγαλώσει μέσα στη θάλασσα .  Έπαιζαν όλο το καλοκαίρι στο παραλιακό χωριό τους   κολυμπώντας   μέχρι τα βαθειά, βουτούσαν από τα βράχια,  εκεί στην άκρη της παραλίας,  ήταν όλοι τους άριστοι κολυμβητές κι όταν κουράζονταν χαλάρωναν για λίγο ξαπλώνοντας στην επιφάνεια, για να συνεχίσουν έπειτα προσπαθώντας να βγουν στη στεριά. Νωρίς  το απόγευμα είχαν μπει στη βάρκα ενός  τύπου  που τους είχε προτείνει να τους πάει μια βόλτα,  όταν όμως ξανοίχτηκαν κι άρχισαν να βλέπουν  στο αντικρινό νησί κάποιο κάστρο παλιό  με δυο μεγάλους πύργους και μια εκκλησιά,  τους είπε  βαστώντας  ένα  τεράστιο κουπί , «τώρα θα πέσετε  στο  νερό αλλιώς θα σας σπάσω τα κόκαλα !» Όλοι τρομοκρατήθηκαν  και βούτηξαν κοιτάζοντας τη βάρκα να απομακρύνεται και το βαρκάρη  να τους κοιτά με χαιρεκακία. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το είχε κάνει.  Μια άλλη φορά είχε πάρει κάποιον από το χωριό που δούλευε στο  απέναντι νησί  και βιαζόταν. Το πλοίο  της γραμμής θα έφευγε μετά από  μέρες και δέχτηκε να πάει με τη βάρκα.   Μόλις όμως ξανοίχτηκαν ο βαρκάρης  έκανε το ίδιο κόλπο,  «τώρα βούτα  αλλιώς θα σε τσακίσω»  του είπε  δείχνοντας του το πελώριο  κουπί κι ο άλλος δεν είχε άλλη επιλογή από το να πέσει στα παγωμένα νερά. Όλοι τον ήξεραν τον παλαβό βαρκάρη  όμως για κάποιο λόγο έχαιρε μιας  ιδιότυπης ασυλίας.

Με τα χρόνια  το χωριό είχε αδειάσει, όλοι έφυγαν για τις πόλεις όμως με την άνοδο του τουρισμού άρχισε πάλι  να αναπτύσσεται κι οι κάτοικοι του επέστρεφαν χτίζοντας ξανά  τα εξοχικά  και τα πατρικά τους. Εκείνα τα παιδιά που είχαν ριχτεί στη θάλασσα μεγάλωσαν πια και θυμόταν κάθε καλοκαίρι την περιπέτεια τους καθώς παραθέριζαν  πίνοντας καφέ σ’ ένα μαγαζάκι, κάπου εκεί κοντά στα  βράχια της παραλίας απ’ όπου βουτούσαν. «Θυμάσαι ρε που μου έλεγες ότι ήθελες να τα  παρατήσεις κι εγώ σου φώναζα ‘’κάνε λίγο ακόμα κουράγιο!»  έλεγε ο Μπάμπης, ένας χοντρός  τύπος   ρουφώντας καφέ με το καλαμάκι του. Τον αγαπούσαν όλοι τον Μπάμπη, είχε τη φήμη του άριστου μάστορα,  μπορούσε να λύσει και να δέσει οποιαδήποτε μηχανή ψάχνοντας για το πρόβλημα της,   οι ιδιοκτήτες των μεγάλων θαλαμηγών και των γιοτ που αρμένιζαν γύρω από το χωριό ήξεραν ότι ήταν ο μόνος που θα τους διόρθωνε οποιαδήποτε βλάβη, τον πλήρωναν  όσο- όσο όμως εκείνος αδιαφορούσε για τα χρήματα τους. Ήταν παράξενος άνθρωπος κι έπασχε από βαθιά μελαγχολία.  Όταν τον έπιανε  ένιωθε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του  σα να τον ρουφούσε μια δύναμη εξωπραγματική. Οι γιατροί του συνιστούσαν χάπια όμως εκείνος δεν τα ήθελε με κανένα τρόπο.  Κάποτε  είχε δοκιμάσει να αυτοκτονήσει πέφτοντας σ’ ένα πηγάδι παλιό το οποίο  αποδείχτηκε πολύ ρηχό, στεκόταν εκεί  με τα νερά μέχρι τα γόνατα και παρακαλούσε  φωνάζοντας ,«βγάλτε με από δω ρε έχω παγώσει!» Η νύχτα,  τότε που βρέθηκαν στη θάλασσα και κόντεψαν να πνιγούν,  τον είχε σημαδέψει. Ήταν ο μόνος από την παρέα που δεν είχε φοβηθεί σαν  να υπήρχε κάτι  μέσα του που τον κρατούσε ζωντανό κι εμψύχωνε όλους τους  άλλους. Πλησίαζε όποιον έδειχνε να αποθαρρύνεται και τον βοηθούσε, έκανε χαβαλέ για να τους ηρεμεί , ήταν ο μόνος που φαινόταν να το διασκεδάζει  μέχρι που τελικά βγήκαν στη στεριά,  σ’ ένα σημείο κάτω από το κάστρο  που ήταν χτισμένο στα βράχια της απέναντι ακτής,  πολλά χιλιόμετρα  μακριά από το χωριό τους.  Εκεί υπήρχε  μια αμμουδιά  κι ένα  λιμανάκι με κάτι δέντρα από πολύ ψηλά . Μόλις σύρθηκαν στην παραλία, ξάπλωσαν σε μια  πέτρα μεγάλη  που έμοιαζε με τεράστια σέλλα αλόγου,  κι αφού περπάτησαν λίγο   βρήκαν μια γυναίκα που ειδοποίησε την αστυνομία. Οι γονείς τους είχαν χαλάσει τον κόσμο, τους έψαχναν όλη νύχτα, και σε λίγο ήρθαν αλαφιασμένες οι μάνες τους  βρίζοντας τον καταραμένο βαρκάρη.

Όταν άρχισαν να φεύγουν οι φίλοι  του για τις πόλεις ο Μπάμπης έμεινε πίσω, δεν ήθελε ν’  αφήσει  το χωριό  κι έχασε όλες τις παρέες του.  Είχε δουλέψει στα ψαροκάικα ένα φεγγάρι όπως ο πατέρας κι παππούς του,  και του είχε φανεί απίστευτα δύσκολο.  Όταν δεν έπιαναν  ψάρια έτρωγαν τα δολώματα που είχαν ετοιμάζει για τα παραγάδια, κοιμόταν στο κατάστρωμα, ήταν  μια ζωή πρωτόγονη εντελώς που τον είχε σκληραγωγήσει στο έπακρο. Επειδή ήξερε να πλοηγεί  οι πλούσιοι ιδιοκτήτες τον φώναζαν  στα σκάφη τους  όταν ήταν να περάσουν μια διώρυγα,  στην αρχή του ακρωτήριου.  Καθόταν στο τιμόνι χωρίς να φοβάται καθόλου,   τοποθετούσε το σκάφος ακριβώς στη μέση του στενού  υπολογίζοντας με το μάτι τις αποστάσεις και περνούσε απέναντι με μεγάλη ευκολία ενώ οι άλλοι γύρω του χειροκροτούσαν . Εκτός από τα σκάφη δοκίμαζε και κάθε είδους πλεούμενο, κάποτε  είχε περάσει στο  νησί που υπήρχε αντίκρυ   χρησιμοποιώντας μια ιστιοσανίδα,  ένας ξένος την χρησιμοποιούσε εκεί πέρα και  του τη ζήτησε, δεν είχε ιδέα πως το κουμαντάρεις εκείνο το πράγμα αλλά τελικά δοκιμάζοντας κατάλαβε τη λειτουργία του  και κατάφερε να φτάσει μέχρι το νησί . Σε όλη τη διαδρομή ένιωθε τον θαλασσινό αέρα να τον χτυπά στο πρόσωπο και να τον δροσίζει, ήταν πολύ περήφανος με τον εαυτό του ύστερα από αυτήν την επιτυχία.  Όποτε ένιωθε να στενοχωριέται κι όταν  τον έπιανε η κατάθλιψη,  έπαιρνε το φουσκωτό του κι έψαχνε το μέρος όπου είχαν βγει τότε που ο  βαρκάρης τους είχε πετάξει στη θάλασσα. Είχε ψάξει κάθε πιθανό σημείο, όμως στη διάρκεια των χρόνων όλα εκεί πέρα είχαν  αλλάξει,  είχαν χτιστεί  ξενοδοχεία και σπίτια στην ακτή,  το τοπίο αλλοιώθηκε, οι χείμαρροι που κατέβαζαν νερό από τα βουνά είχαν γεμίσει προσχώσεις όλο το μήκος της ακτογραμμής,  ήταν δύσκολο να αναγνωρίσει τα σημεία όπως τα θυμόταν. Κάθε φορά που δοκίμαζε να ψάξει για την αμμουδιά όπου είχαν συρθεί   απογοητεύονταν ,  «δεν μπορεί!»  έλεγε μέσα του,  «κάπου εδώ  ήτανε» .

Ένα βράδυ τον έπιασε μια  μελαγχολία τόσο δυνατή που  δεν ήξερε τι να κάνει. Τέτοιες στιγμές ήθελε κάποιον δίπλα του,  συνήθως πήγαινε στην αδερφή του που είχε  ένα σπίτι στην άλλη μεριά του χωριού όμως τούτη τη φορά δεν ήταν εκεί,  είχε πάει για κάτι εξετάσεις ιατρικές  στην πόλη. Σκεφτόταν πώς να ξεφύγει, μια λύση ήταν να βγει μια βόλτα με τη βάρκα  για να αποσπαστεί η προσοχή του, αντί γι αυτό όμως   κατέβηκε στο υπόγειο όπου υπήρχαν αντικείμενα παλιά από τον πατέρα κι από τον παππού, νταμιτζάνες,  ταψιά μπακιρένια  κι ένα σωρό σκεύη και εργαλεία που χρησιμοποιούσαν κάποτε , ένα σωρό βιβλία, έγγραφα, συμβόλαια και διαθήκες,  χαρτιά  και χαρτάκια όπου σημείωναν τις τοποθεσίες των χωραφιών και των οικοπέδων, φωτογραφίες αρχαίες από τους παππούδες του που καθόταν τις χάζευε για ώρα πολύ μέχρι να ξεθυμάνει το κακό από μέσα του. Αυτή ήταν η δεύτερη οδός  διαφυγής  όποτε τον έπιανε η κατάθλιψη,  εκείνα τα χαρτιά  και τα αντικείμενα του ασκούσαν κάποια επίδραση κατευναστική,  σαν να  έβγαινε από μέσα τους η εμπειρία  των προγόνων του και τον καθησύχαζε. Πήρε να σκαλίζει τα συρτάρια  και τα παλιά εκκλησιαστικά βιβλία του πατέρα του όμως τούτη τη φορά δεν του έλεγαν τίποτα,  η μελαγχολία δεν έλεγε να φύγει και βάραινε το στήθος του. Ετοιμάζονταν να σβήσει το φως του υπογείου και να φύγει με τη βάρκα, καθώς έκλεινε ένα συρτάρι στον πάτο ενός  επίπλου πρόσεξε ένα βιβλιαράκι που δεν είχε προσέξει  ποτέ,  νόμιζε ότι ήταν ένα ευχολόγιο από κείνα που διάβαζε όλη την ώρα η μακαρίτισσα  η μάνα του,  όπως το άνοιξε διάβασε στην πρώτη σελίδα :

Το παρόν βιβλίον υπάρχει εμού Γρηγορίου ιερομονάχου και πρωτοσυγγέλου του Αγίου Προϊλάβου και όποιος το αποξενώσει να έχει τας αράς των τριακοσίων δέκα οκτώ πατέρων

Τα  να σήμαιναν εκείνα τα λόγια δεν μπορούσε να καταλάβει, γύρισε την επόμενη σελίδα όπου  έγραφε :

Χάρτης περιέχων τα πόρτα και τους λιμένας πάντας, που είναι χρεία ναράξεις και που να πιάσεις πλωρίσι και πόσες οργιές νερόν έχει  και εις ποίον άνεμον ανοίγει η μπούκα του λιμένος και που έναι ξέρα και που έναι καλός τόπος και που έναι καλός τόπος και που έναι οδί’ αναβολάρην και καταβολάρην . Και άρχεται από τον πουνέντε έως τον λεβάντε.  

Όλα αυτά του φαινόταν κάπως μαγικά κι απόκοσμα, δεν καταλάβαινε όλες τις λέξεις όμως αντιλαμβάνονταν ότι  το βιβλιαράκι  ήταν κάποιος παλιός οδηγός για τα καράβια από τα χρόνια  του παππού του που ήξερε γράμματα και είχε τελειώσει μια σχολή εκκλησιαστική,  γεγονός απίστευτα σπάνιο για κείνη την εποχή. Το κείμενο ήταν χειρόγραφο, γραμμένο με   ωραία γράμματα,  στρογγυλά, ομοιόμορφα, τα  περιθώρια ήταν προσεγμένα ενώ στην αρχή κάθε κεφαλαίου υπήρχαν σχέδια καλλιγραφικά με περικοκλάδες και ρόδακες, πως είχε βρεθεί εκεί πέρα και πως δεν τον είχε βρει τόσα χρόνια, σίγουρα ήταν μεγάλης αξίας,  θα έπρεπε  να το δείξει σε κάποιον ειδικό. Τα μάτια του δεν ξεχώριζαν  καλά τα λόγια,    φόρεσε τα γυαλιά του και προσπάθησε να διαβάσει τι έγραφε παρακάτω , το κείμενο έλεγε τα εξής :  

εις τον εγκρεμνόν τον κόκκινον απάνω εις το νησίν στέκουν δυο πύργοι μικροί εκεί είναι  το κάστρον της Ταρτούζας είναι κάστρον μέγα και δέρνει το η θάλασσα και είναι χαλασμένον. Εις την μέσην της χώρας έχει μιαν εκκλησίαν  μεγάλην και φαίνεται από μακρέα. Εις την μερέαν του μεσημερίου έχει δένδρα έξι. Και μαυρίζουν από μακρέα. 

Η φράση αυτή  τον χτύπησε αμέσως ,  το μυαλό του φωτίστηκε, αυτό ήταν  το σημείο που έψαχνε,  το κάστρο ήταν σίγουρα το τείχος εκείνο  με τους πύργους στις δυο μεριές του. Πήρε αμέσως τη βάρκα του και κατευθύνθηκε στην ακτή απέναντι,  αυτή τη φορά έψαξε πιο επισταμένα και διαπίστωσε ότι πίσω από έναν όρμο υπήρχε μια άλλη αμμουδιά,  οι προσχώσεις τόσων χρόνων την είχαν κρύψει  ενώ τα δέντρα που υπήρχαν  κάποτε είχαν κοπεί ή ξεράθηκαν. εκεί στην αμμουδιά βρήκε και την πέτρα που έμοιαζε με σέλλα τεράστια.  Εδώ βρισκόταν λοιπόν,  εκεί είχαν βγει τότε που τους  πέταξε ο βαρκάρης στη θάλασσα,   ξάπλωσε στην άμμο  ακούγοντας τα κύματα που συνέχιζαν την αέναη πορεία βουίζοντας καθώς κουβαλούσαν την αρμύρα του πελάγους,  αισθάνθηκε όλη τη μελαγχολία να αδειάζει το σώμα του και να φεύγει,  επιτέλους μπορούσε να ησυχάσει.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΕΡΕΑΝ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ

 Πρέπει  να κολυμπούσαν πάνω  από δεκατέσσερις ώρες, βρίσκονταν  στο νερό όλη  νύχτα κοιτάζοντας κατά την ακτή όπου υπήρχαν λίγα φώτα που το...