Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

ΤΥΦΩΝΑΣ

 

Είχαν γνωριστεί στο γνωριστεί στο αστυνομικό τμήμα, εκεί  τους είχαν κουβαλήσει για αναγνωρίσεις σχετικές με τον θάνατο ενός παιδιού. Το παιδί  είχε σκοτωθεί στη διάρκεια  ενός  πάρτι όπου είχαν πάει κι αυτοί, είχε γκρεμιστεί  από τα σκαλιά της πολυκατοικίας όπου γινόταν το πάρτι και χτύπησε άσχημα. Όλη νύχτα φερόταν αλλοπρόσαλλα, κλωτσούσε αντικείμενα, φώναζε και σε κάποια  φάση είχε μπλεχτεί  σ’ έναν καυγά  με κάτι μουσάτους τύπους που κανείς δεν ήξερε πως είχαν βρεθεί εκεί πέρα,  λέγανε ότι ήταν βαλτοί κι ότι διακινούσαν ναρκωτικά,  κάτι βρώμικο είχε παιχτεί κι αυτοί δεν είχαν ιδέα. 

 Εκείνη είχε έρθει από τη Γερμανία με τους δικούς της για  διακοπές κι αντί για διασκέδαση έτρεχε στις αστυνομίες,  εκεί όμως είχαν έρθει κοντά.Όταν την είχε πρωτοδεί  του θύμιζε Αμερικανίδα ηθοποιό, η φωνή, το χαμόγελο, η καλοσχηματισμένη οδοντοστοιχία, του είχε αρέσει τόσο πολύ που δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του.Όλη νύχτα τους τραβολογούσαν για αποτυπώματα και  ανακρίσεις, είχαν περάσει μεγάλη ταλαιπωρία.

 Ήταν μια νύχτα εφιαλτική, οι αστυνομικοί κουβαλούσαν δεμένους με χειροπέδες  εκείνους τους μουσάτους που φορούσαν κάτι πουκάμισα χρωματιστά, πρέπει να ήταν καμιά δεκαριά,  όλοι σωματώδεις και φώναζαν,  έκαναν  φασαρία,  δεν μπορούσαν να τους κάνουν κουμάντο κι η νύχτα έμοιαζε ατέλειωτη,  δεν έλεγε να ξημερώσει.  Οι αστυνομικοί επέμεναν «Πως βρεθήκατε εκεί,  τι κάνατε, τι πήρατε, από πού το ξέρατε το παιδί, μαλώσατε μαζί του;» ένας ειδικά ήταν πολύ επίμονος και τον είχε βάλει στο μάτι προσπαθώντας να του πάρει λόγια «Μήπως του είχες δώσει τίποτα;» τον ρωτούσε «Μας είπαν  ότι πριν σκοτωθεί μιλούσε μαζί σου, είσαι σίγουρος γι αυτά που λες,  εμείς θέλουμε να σε βοηθήσουμε, κάντο για τη μνήμη του παιδιού,  για τους γονείς του!» τον είχα πιέσει τόσο πολύ που σε μια στιγμή του ήρθε να φωνάξει «Εντάξει, τι στο διάβολο θέλετε να σας πως πείτε μου να τελειώνουμε!» όμως κρατήθηκε.  Μ’  εκείνη την κατάθεση τον είχαν πάει στο δικαστήριο, είδε κι έπαθε μέχρι να ξεμπλέξει,  από τότε μισούσε την αστυνομία όποτε έβλεπε περιπολικό ήθελε να ορμήσει με το αμάξι του και  να το τσαλακώσει, να το κάνει σμπαράλια.

Όλοι τους είχαν γίνει κομμάτια εκείνη τη νύχτα, η γυναίκα του είχε καταρρακωθεί περιμένοντας  στον βρώμικο διάδρομο του τμήματος δίπλα στους μουσάτους με τα παρδαλά πουκάμισα  και μια γριά που ήθελε να καταγγείλει κάποιον.  Η γριά ήταν νευρωτική κι είχε μια όψη που σε τρόμαζε, το ένα  μάτι της ήταν βουλωμένο  με κάτι σαν μαύρο μπάλωμα και σκιαζόσουν να τη βλέπεις. Φώναζε και χαλούσε τον κόσμο ενώ οι μουσάτοι γελούσαν διασκεδάζοντας με το άθλιο θέαμα κι οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να επιβάλουν τάξη. Το ανακριτικό δωμάτιο βρωμούσε τσιγάρο, τότε δεν απαγορεύονταν, και όλη η διαδικασία έμοιαζε να κρατά αιώνες. Η κοπέλα έκλαιγε, όλα αυτά της φαινόταν  τερατώδη, καθόταν εκεί και την παρηγορούσε ώσπου ξημέρωσε, μιλήσανε λίγο, τον ευχαρίστησε κι αντάλλαξαν τηλέφωνα.

 Αργότερα γνωρίστηκαν καλύτερα,  στα δικαστήρια όπου τον έσερναν ερχόταν κι αυτή για υποστήριξη, δεν τον άφηνε ποτέ μόνο του, όποτε απογοητεύονταν του χαμογελούσε μ’  εκείνο τον τρόπο που θύμιζε αμερικανίδες από τις ταινίες και τον χαλάρωνε. Στην δίκη που είχε γίνει   οι αστυνομικοί κάλυπταν ο ένας το άλλον,  δεν έπαιρναν τίποτε πίσω παρ’ όλο που ήξεραν την αλήθεια.  Εκείνον τον καιρό συμμετείχε σε μια ομάδα πάλης  ήταν τόσο καλός που  τον φώναζαν  Τυφώνα, όπως ήταν νέος είχε μπλεχτεί σε μερικές φασαρίες κι ήταν γνωστός,  τον είχαν βάλει στο μάτι επειδή  δε μασούσε,  του την είχαν στημένη,  ένας αστυνόμος μάλιστα του είχε πει «Εγώ θα σε σβήσω από τη πιάτσα!» ήταν εκείνος που του πήρε την κατάθεση και παραλίγο να τον θάψει.  

Του πήρε καιρό να καθαρίσει το όνομα του  όμως μέσα από αυτό το μπλέξιμο είχαν γνωριστεί καλά με τη γυναίκα του  και στο τέλος παντρεύτηκαν.  Είχαν κάνει κι ένα παιδί ενώ  μαγαζί που είχαν  πήγαινε περίφημα ώσπου   ο  ηλίθιος ο δήμαρχος   ξεκίνησε  κάτι έργα στον δρόμο που περνούσε έξω από την πόρτα   και τους είχε σακατέψει. Κανείς  δεν μπορούσε να σταματήσει, όλοι έφευγαν σφαίρα μόλις έβλεπαν τα μπάζα και τους εργάτες, η περανζάδα είχε καταστραφεί  κι εκείνα τα έργα έμοιαζαν να συνεχίζονται ως την αιωνιότητα,  είχαν περάσει πάνω από ένα χρόνο και συνέχιζαν να σκάβουν σαν να διόρθωναν τον πύργο της Πίζας, τι στο διάβολο έκαναν ;

Η ζημιά ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα, χρειάζονταν ένα κάρο λεφτά για το ιδιωτικό σχολείο του παιδιού,  για τις δόσεις του σπιτιού που είχαν  αγοράσει και για το καινούριο αυτοκίνητο που είχαν πάρει  οπότε η γυναίκα του που ήταν πολύ ξύπνια βρήκε μια αγγελία κι έφυγε πίσω στη Γερμανία   με την ελπίδα να γυρίσει γρήγορα.  Συμφώνησαν το παιδί να μείνει στην Ελλάδα κι εκείνη υπέφερε που δεν το είχε κοντά της,  για μερικούς μήνες αυτός  το πάλευε με τον μικρό  όμως τελικά αναγκάστηκε  να τον  στείλει στους γονείς του κι ήταν όλοι σκόρπιοι.  Το αγόρι  βέβαια ήταν ευχαριστημένο,  μια ζωή περνούσε τα καλοκαίρια με τους παππούδες  και τους είχε συνηθίσει οπότε δεν είχε πρόβλημα,  στη μικρή πόλη της επαρχίας είχε βρει ένα σωρό φίλους και ήταν μια χαρά.  Του έλειπε αλλά τι μπορούσε να κάνει,  όταν το είχε μαζί του δεν προλάβαινε να το δει,  όλη μέρα έτρεχε σαν χαμένος να προλάβει τη δουλειά κι όταν γυρνούσε σπίτι ο μικρός κοιμόταν «Α ήρθες μπαμπά» του έλεγε κι έκλεινε τα μάτια  οπότε σκέφτηκε ότι το παιδί άξιζε μια καλύτερη μοίρα και το έστειλε στους δικούς του όμως με το ένα και το άλλο  είχε βρεθεί εντελώς  μόνος σαν τον κούκο, πως τα είχε φέρει έτσι η ζωή δεν μπορούσε να  καταλάβει…

Από τότε που είχε φύγει η γυναίκα και το παιδί του  έχασε τη μπάλα, όλα γύρω κυλούσαν σ’ έναν δικό  τους ρυθμό σα να ήταν ένας κόσμος διαφορετικός, μια διάσταση άλλη.  Τα μαγαζιά άλλαζαν συνέχεια ωράριο κι έκλειναν ότι ώρα να ναι, δεν μπορούσε να θυμηθεί τι χρειαζόταν να ψωνίσει,  κάπου τα είχε γραμμένα αλλά δεν έβρισκε το χαρτάκι  κοιτούσε γύρω προσπαθώντας να σκεφτεί τι έπρεπε να πάρει. Οι άνθρωποι στέκονταν  έξω από τα σούπερ μάρκετ σε ουρές περιμένοντας τη σειρά τους κι άλλοι καρτερούσαν υπομονετικά  μπροστά στα αυτόματα μηχανήματα των τραπεζών, τα εμπορικά  έκλειναν  κάποια ώρα αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια, όλη η ζωή γύρω έμοιαζε να κινείται σε μια παράλληλη κατεύθυνση. Είχε μείνει μετέωρος και το μόνο που ήξερε ήταν ότι έπρεπε να αντέξει μέχρι να περάσει όλο αυτό, έπρεπε με κάποιο τρόπο να γεμίσει ένα διάστημα κάποιων μηνών μέχρι τα πράγματα να στρώσουν,  μέχρι να σκεφτεί κάποια λύση,  μέχρι με κάποιο τρόπο όλα να μπουν στη θέση τους, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μη χάσει την πίστη του, να συνεχίσει να ελπίζει.

 

Ένα βράδυ που  μισοκοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα άκουσε κάποιον θόρυβο και του κόπηκαν τα πόδια.  Ο γείτονας του είχε πει την προηγούμενη μέρα ότι είχε βρει παραβιασμένη  την εξώπορτα του κι αμέσως έκανε τη σκέψη ότι οι κλέφτες είχαν μπει  στο σπίτι  όμως   δεν μπορούσε  να καταλάβει από που προέρχονταν ο θόρυβος.  Άναψε  το φως κι ανέβηκε τις σκάλες προς τον πάνω όροφο όπου  είδε κάτι να κουνιέται σε μια γωνιά, του ήρθε να βάλει τα γέλια,  ήταν ένα από τα παπαγαλάκια  που είχε,  τον κοιτούσε απορημένο, πρέπει να είχε αφήσει ανοιχτή την πορτούλα  και ήρθε κοντά του οδηγημένο από  το φως της τηλεόρασης «Έλα δω ρε μπαγάσα!»  φώναξε ανακουφισμένος και το άρπαξε για να το πάει πήγε πίσω στο κλουβί.  

Γέμισε με καινούριο  νερό το μπολ των παπαγάλων  κι όπως τους έβαζε τροφή  έμεινε να κοιτά τη φωτογραφία της γυναίκας του που υπήρχε εκεί  κρεμασμένη  στον τοίχο. Άνοιξε το κινητό και τη σύγκρινε με μια πρόσφατη φωτογραφία που του είχε στείλει,  ήταν αλλαγμένη σίγουρα όμως τα μάτια της γυάλιζαν όμως και τότε κάτω από τη φωτογραφία του έγραφε  : «Θυμάσαι τότε στο τμήμα όταν γνωριστήκαμε που μου έπιασες το χέρι;» αυτό δεν το θυμόταν καθόλου, το είχε ξεχάσει εντελώς «Θυμάσαι που πήγες και είπες τη γιαγιά με το ένα μάτι να μη μ’  ενοχλεί επειδή  μου φώναζε  σα να έφταιγα εγώ . Θυμάσαι που μου είπες ‘’ρε μη στενοχωριέσαι εγώ δε σ’ αφήνω’’ κι ύστερα που φύγαμε μου αγόρασες ένα σάντουιτς και μια πορτοκαλάδα;»  δεν τα θυμόταν έτσι ακριβώς  όμως τώρα που του τα έλεγε η γυναίκα του επανέρχονταν στη μνήμη του σα να τα ξαναζούσε νοερά,  τον διάδρομο με το δωμάτιο που είχε κάγκελα όπου είχαν κάποιον κρατούμενο,  το μωσαϊκό γεμάτο καφέδες που κανείς δε σφουγγάριζε, τις σκάλες που στριφογύριζαν ανεβαίνοντας,  τα ξενυχτισμένα παιδιά,  τους γονείς του παλληκαριού που είχε σκοτωθεί και είχαν έρθει εκεί αλαφιασμένοι, τον καταραμένο εκείνο αστυνομικό που τον κοιτούσε περίεργα όλη την ώρα.

Καθόταν εκεί στα σκοτεινά και σκεφτόταν όλα τα περιστατικά που τα είχε διώξει από τη μνήμη του γιατί τον χαλούσαν και τώρα ξεχύνονταν σα να είχε ανοίξει κάποιος ένα  σφραγισμένο κιβώτιο. Πως είχε ξεφύγει ρε φίλε από κείνο το λούκι, αν έλεγε μια κουβέντα ακόμα  θα τον είχαν χώσει μέσα κι άντε  να βρεις άκρη μετά,  τότε  δεν ήξερε ότι τα καθάρματα δεν είχαν  δικαίωμα να τον κρατούν τόσες ώρες,  ούτε ήξερε ότι μπορούσε να μη μιλήσει και να φέρει δικηγόρο. Δεν του είχε μιλήσει κανείς για όλα αυτά  θυμόταν όμως ότι σε μια  στιγμή που συνέχιζαν να τον πιέζουν είχε γίνει έξαλλος,   σηκώθηκε επάνω και τους φώναξε  « Άμα έχετε κάτι εναντίον μου πέστε το  αλλιώς   πάτε όλοι στο διάβολο!» οι φωνές του ήταν τόσο δυνατές που ο ίδιος ο διοικητής   ήρθε εκεί πέρα και κάτι είπε στους αστυνόμους που άλλαξαν στάση και το γύρισαν στο πιο μαλακό τάχα μου.

Καθόταν εκεί  στα σκοτεινά κι όλες εκείνες οι σκηνές περνούσαν σαν ταινία μπροστά του, ο παλιός  θυμός του δεν είχε περάσει μετά από τόσα χρόνια κι ίσως δεν ήταν καλό να  σκαλίζει τα περασμένα.  Έπιασε το τηλέφωνο  να γράψει ένα μήνυμα στη γυναίκα του και το χέρι του έτρεμε,  στο δωμάτιο επικρατούσε ηρεμία απόλυτη που ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση μ’  αυτό που ένιωθε, μόνο   το παπαγαλάκι έβγαζε κάτι  φωνές πνιχτές  όμως ύστερα από λίγο  ύστερα έπαψε και δεν ακούγονταν πια  τίποτα.  

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...