Πέμπτη 6 Μαΐου 2021

TO ΞΙΦΟΣ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΟΛΑΦ

Πάντα δίπλα στο βασιλιά βρίσκονταν, έπρεπε να ‘χει το νου του συνέχεια,  στις μάχες κοίταζε να μην τον αφήνει ποτέ μόνο του γιατί  ο βασιλιάς ήταν παράτολμος κι όλο ρίχνονταν σε κείνα τα σημεία που γινόταν ο πιο μεγάλος χαμός,  είχε πάντα ένα ασκί  δερμάτινο μαζί του  κι ένα κομμάτι ψωμί, άμα πεινούσε βασιλιάς να του δώσει κι άμα διψούσε να έχει πάντα νερό, τον βοηθούσε  να παίρνει ανάσες,  τον έβαζε να κοιμηθεί στην σκηνή του κι όλη νύχτα καθόταν απ’   έξω να τον φυλάει,  κανέναν δεν εμπιστεύονταν  δίπλα του. Πιο πολύ όμως νοιάζονταν μην πληγωθεί  ο βασιλιάς,  μη τον χτυπήσουν στη μάχη όπου έπεφτε με τα μούτρα δίχως να σκέφτεται τίποτα, εκείνες οι στιγμές ήταν οι πιο δύσκολες.

Με τον καιρό του είχε γίνει τόσο απαραίτητος που ο βασιλιάς δεν  ξεκινούσε τίποτα αν δεν τον είχε μαζί του,  πρωί -πρωί τον  φώναζε για του δώσει αναφορά και να του ζητήσει τη γνώμη του,  ήξερε ότι ο  υπασπιστής είχε σωστή κρίση,  ότι και να του έλεγε ήταν  ζυγισμένο, στις πιο δύσκολες στιγμές είχε μια λύση καθώς το  μυαλό  του δούλευε γρήγορα . Κάποιοι έλεγαν ότι προορίζονταν για διάδοχος,  άλλωστε κι ο ίδιος ο βασιλιάς έτσι είχε πάρει την εξουσία,  δεν είχε γαλάζιο αίμα στις φλέβες του,  ένας απλός στρατιώτης ήταν που είχε αναδειχτεί μέσα στις μάχες κι είχε ανέβει στην ιεραρχία ώσπου μια μέρα μαζί με μια  παρέα σκληροτράχηλων πολεμιστών- ανάμεσα τους κι ο υπασπιστής-  σκότωσαν  τον γέρο  βασιλιά που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τον μουχλιασμένο  θρόνο του.

Τώρα λοιπόν ακουγόταν ότι ο υπασπιστής θα τον διαδέχονταν όμως  αυτό δεν είχε καμιά σχέση με την  πραγματικότητα.  Εκείνου του άρεσε να είναι  το δεύτερο βιολί στην ορχήστρα, όχι το πρώτο, δεν ήθελε τις ευθύνες που έχει η εξουσία, ήθελε να ξεκουράζεται, να μην έχει όλη την ώρα το μυαλό φορτωμένο με το πώς θα γίνει αρεστός και πως θα ικανοποιήσει  το πλήθος το αχόρταγο. Δεν ήθελε να σκοτίζεται συνέχεια  λύνοντας  προβλήματα περίπλοκα , προτιμούσε  να έχει το μυαλό του καθαρό,  όχι, δεν  ήταν  γεννημένος γι αυτήν  τη δουλειά. Εκείνου του άρεσε να υπηρετεί το βασιλιά, να είναι κοντά του στις μεγάλες στιγμές και να παρατηρεί τους ανθρώπους της εξουσίας που δεν τους έπαιρνε ποτέ στα σοβαρά,  κι ούτε του θόλωναν την κρίση  οι τίτλοι και τα φορέματα τους τ’  ακριβά και τα χρυσοποίκιλτα.

Πόσες φορές δεν τον είχε σώσει τον κύριο του,  πόσες συμβουλές δεν του είχε δώσει κι ο βασιλιάς ήταν πολύ ευχαριστημένος , του έδωσε μάλιστα για δώρο ένα από κείνα τα σπαθιά με την  στολισμένη λαβή που του είχε φέρει κάποτε ένας  Βίκινγκ από το βορρά, ο Μαύρος Όλαφ,  τότε που είχε έρθει με μια ομάδα ζητώντας να υπηρετήσουν στο στρατό του. Το ξίφος   ήταν τόσο ωραίο που δεν ήθελε να το χαλάσει πολεμώντας,  το χρησιμοποιούσε και με τα δυο χέρια όταν εξασκούνταν και θα ήταν το καλύτερο τρόπαιο για να θυμάται τον καιρό του πολέμου. Σκεφτόταν  πια ν’ αποσυρθεί προτού τον πάρουν τα χρόνια, είχε βαρεθεί το βραστό κρέας στα καζάνια εκστρατείας και τον χυλό που κουβαλούσαν στις στάμνες και πάγωνε το χειμώνα,  είχε βαρεθεί να τρώει με τα χέρια, να ψάχνει για νερό σε ποτάμια και πηγάδια,  να κοιμάται στο ύπαιθρο ξυπνώντας μουσκεμένος από την δροσιά που έπεφτε το πρωί.

Τα κόκαλα του πονούσαν κι ένιωθε ότι θα γερνούσε αν συνέχιζε έτσι,  ήθελε ν’ αποσυρθεί στο υποστατικό που είχε χτίσει,  να καλλιεργεί τον κήπο και να πηγαίνει να ψέλνει στο μοναστήρι που βρισκόταν εκεί κοντά, ήθελε ν’ αφοσιωθεί  στα παλιά βιβλία που υπήρχαν στην βιβλιοθήκη του μοναστηριού και να γράψει κάποτε την ιστορία των εκστρατειών με τον βασιλιά που τόσα χρόνια υπηρέτησε. Είχε βαρεθεί να βλέπει αίματα και σκοτωμένους που γέμιζαν τα ρέματα,  είχε βαρεθεί να  βλέπει το ξίφος του όπως  βυθίζονταν  στη μαλακή σάρκα προκαλώντας  τον θάνατο,  ο βασιλιάς ήταν ψυχρός δολοφόνος,  γι αυτό και είχε ανέβει  τόσο ψηλά, όμως εκείνος -παρόλο που δεν δίσταζε να σκοτώσει - δεν ήταν γεννημένος γι αυτήν τη δουλειά, πολλές φορές  σκεφτόταν τα βράδια  όσους είχε δει να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια του, δεν είχε στο  αίμα του το ένστικτο του φονιά.

Το είχε αποφασίσει, θα τα  παρατούσε , θα ζητούσε μια άδεια όσο πιο μεγάλη γίνονταν ώστε να ξεκόψει και μετά θ’  ανακοίνωνε την απόσυρση  του. Καθώς όμως βρίσκονταν στο μέσον μιας εκστρατείας, σε μια χώρα άγνωστη όπου   ο αντίπαλος είχε τραβηχτεί κι ανασύντασσε τις δυνάμεις του, δεν μπορούσε να παρατήσει τον βασιλιά. Χρειάζονταν τη γνώμη του για το πεδίο της μάχης όπου θα γίνονταν η τελική αναμέτρηση, ο βασιλιάς είχε επιλέξει μια   κοιλάδα ανοιχτή  εκείνος όμως είχε αντίρρηση. Το μέρος έδειχνε πολύ  ήσυχο κι αυτό ήταν πάντα ύποπτο, δεν ήταν καλή ιδέα να στρατοπεδέψουν και να πολεμήσουν εκεί πέρα κι ύστερα δεν υπήρχε οδός διαφυγής αν κάτι δεν πήγαινε καλά.  Αυτό τον ένοιαζε πάντα σε κάθε μάχη, να υπάρχει μια διέξοδος, ένας δρόμος σύντομος να την κοπανήσουν αν κάτι πήγαινε στραβά ώστε να μην πετσοκοπούν,  να μπορούν να επανέλθουν,  αυτό ήταν αδιαπραγμάτευτο,  χωρίς οδό διαφυγής δεν ήθελε να ξεκινούν καμιά μάχη.

Εξήγησε τις αντιρρήσεις του όμως για πρώτη  φορά ο βασιλιάς δεν ήθελε να τις  ακούσει,  μιλούσαν  ώρες  και  του φαινόταν ότι κάτι είχε πάθει, τα βράχια γύρω που υψώνονταν  θα τους εμπόδιζαν να υποχωρήσουν και να ελιχτούν, ο  αντίπαλος ήξερε καλά την περιοχή κι έμοιαζε σα να τους είχε παρασύρει στην κοιλάδα για να έχει σύμμαχο του τη φύση όμως ο βασιλιάς  είχε βραχυκυκλώσει.  Ίσως και να ήθελε να δείξει στους άλλους  ότι η κρίση του σ’ αυτά ήταν το ίδιο καλή, επέμενε λοιπόν ότι εκεί έπρεπε να δοθεί η μάχη κι αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Υποχώρησε όμως μέσα του  δεν μπορούσε να  πιστέψει ότι ετοιμάζονταν  να μπουν στο στόμα του λύκου, ήταν σίγουρος ότι ήταν λάθος,  όλη τη νύχτα δεν είχε κοιμηθεί  σχεδόν καθόλου από την αγωνία του,  μια στιγμή μόνο χαλάρωσε,  έκλεισαν τα μάτια του κι  εκείνο το μικρό διάστημα είδε  ότι βρισκόταν ξαπλωμένος σ’  ένα μέρος ανοιχτό κάπου σε μια  πεδιάδα.  Μπροστά του βρισκόταν ένας άνδρας πελώριος που πρέπει να ξεπερνούσε τα δυο μέτρα,  τον κοίταζε εκεί πέρα εξεταστικά καθώς στέκονταν από πάνω του  κι εκείνος τον   ρώτησε: «Πιστεύεις ότι πρέπει να πολεμήσουμε εδώ ;» - «Όχι !» του απάντησε  ο γίγαντας κι αμέσως  ξύπνησε ιδρωμένος .

Αυτό ήταν κακό σημάδι, δεν  υπήρχε αμφιβολία, σκέφτηκε μια στιγμή να σηκωθεί  να φύγει όμως τούτο  θα ήταν απερισκεψία,  δεν μπορούσε να φανεί δειλός. Επειδή όμως ήταν πάντα προνοητικός έκανε μια τελευταία βόλτα στο πεδίο της μάχης που θα ξεκινούσε για ν’  ανιχνεύσει το χώρο. Ψηλά στον πέρα  πετούσαν αρπακτικά σα να είχαν μυριστεί τι επρόκειτο να συμβεί,   παρατηρώντας  κάποιο απ’ αυτά που  έκανε κύκλους  είδε κάτι να κουνιέται πίσω απ’ τα βράχια,  ήταν  ένας σκύλος και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ζητούσε εκεί πέρα μέσα στην ερημιά.   Ο σκύλος μόλις τον είδε υποχώρησε και άρχισε να τρέχει, αποφάσισε να τον ακολουθήσει κι όπως τάχυνε το βήμα  πρόσεξε  κάτω από ένα θάμνο μια κερήθρα από άγριες μέλισσες,  αυτό ήταν θειο δώρο,  δεν υπήρχε τίποτα πιο πολύτιμο σ’ εκείνη την ερημιά από το μέλι. Έκοψε την κερήθρα και την έβαλε στο πουγκί του προσέχοντας μη τον τσιμπήσουν οι μέλισσες που βούιζαν γύρω του ενώ ταυτόχρονα το μυαλό του δούλευε και το μάτι του περνούσε ένα γύρω το χώρο,   διαπίστωσε ότι πίσω από έναν βράχο υπήρχε ένα άνοιγμα αρκετά μεγάλο που σ’ έβγαζε από την κοιλάδα , να λοιπόν ο δρόμος της διαφυγής !  Τώρα μπορούσε γρήγορα να καταστρώσει ένα σχέδιο εξόδου,  αποφάσισε να μην πει τίποτα στο βασιλιά και να του το προτείνει άμα χρειαζόταν την δύσκολη στιγμή,  τώρα όμως άλλαζαν όλα,  αμέσως η  ψυχολογία του ανέβηκε κι εφ’  όσον  ήταν μια μάχη τόσο κρίσιμη, ίσως η τελευταία  του,  αποφάσισε να χρησιμοποιήσει  και  το σπαθί των Βίκινγκς, ίσως του έσωζε τη ζωή, ενθύμια θα έβρισκε αργότερα…

Φόρεσε το κράνος , έδεσε γερά τα σανδάλια στα πόδια του και  πήρε θέση όπως πάντα δίπλα στον βασιλιά που έμοιαζε πολύ συγκεντρωμένος και  χαμογελούσε.  Ο άνθρωπος δε φοβόταν, αυτό όφειλε να του το παραδεχτεί, είχε άγνοια κινδύνου και τούτο  ήταν μεγάλο προτέρημα. Μ’ εκείνον τα πράγματα ήταν διαφορετικά , η  καρδιά του χτυπούσε πριν από κάθε σύγκρουση, ήθελε να δραπετεύσει, να το βάλει στα πόδια,  να χαθεί, αλλά την κρίσιμη στιγμή τα ξεχνούσε όλα και ρίχτονταν στο χαμό σα δαίμονας. Έβαλε την παλάμη μπροστά στο μέτωπο και κοίταξε τους  καβαλάρηδες καθώς πλησίαζαν γεμίζοντας τον ουρανό με σκόνη,  το στομάχι του σφίχτηκε ακούγοντας την κεράτινη σάλπιγγα να σημαίνει  επίθεση και τον κρότο των πολεμικών αρμάτων καθώς περνούσαν πάνω απ ‘ τις πέτρες και τα χαλίκια.

Με το που επιτέθηκαν οι καβαλάρηδες έκαναν χώρο, όπως ήταν το σχέδιο, αφήνοντας τους να περάσουν, η οπισθοφυλακή θ’ ασχολούνταν μαζί τους. Αυτοί επικεντρώθηκαν στους πεζικάριους που τους είχαν του χεριού τους επειδή  ήταν μικρόσωμοι οι πιο πολλοί.  Όπως άναβε η μάχη κι είχε το νου του μην πληγωθεί ο βασιλιάς,  προσπαθούσε να καταλάβει που βρισκόταν  το αδύνατο σημείο του εχθρού,  οι γραμμές του έμοιαζαν πολύ δεμένες και μόνο  μετά  από ώρα κατάλαβε ότι η δύναμη του ήταν  οι ακοντιστές  που  πολεμούσαν γύρω από τον επικεφαλής τους, έναν μελαχρινό τύπο με κάτι σαν στέμμα στο κεφάλι.  

Μάζεψε  τους καλύτερους άντρες και χτύπησαν με όλη τους την ορμή σ’ εκείνο το σημείο, στην αρχή  φαίνονταν αδύνατο να τους διαλύσεις, ήταν όλοι  τετράγωνοι, γεροδεμένοι κι άγριοι.  Από την πείρα του ήξερε ότι έπρεπε να επιμείνει  όσο κι αν οι γραμμές  φαίνονταν αδιαπέραστες, το σπαθί του είχε γεμίσει από αίματα και τα μπράτσα του είχαν αρχίσει να πονούν αισθάνονταν κουρασμένος κι  είχε αδειάσει από ιδέες όταν  δέχτηκε ένα χτύπημα πολύ γερό και παραπάτησε, ένοιωσε  μια ζαλάδα κι έφερε το χέρι στην κοιλιά   να δει αν είχε ματώσει, εκεί είχε  το πουγκί με τα τρόφιμα και  θυμήθηκε  την κερήθρα που είχε βρει το πρωί,   όπως ένιωθε  τα γόνατα του να λυγίζουν δάγκωσε μια μεγάλη μπουκιά.  Αμέσως τα μάτια του φωτίστηκαν σα να πήρε ενέργεια απόκοσμη και χύθηκε με τους συμπολεμιστές του για μια φορά ακόμα πάνω στην παράταξη των ακοντιστών  που έμοιαζε  με ντουβάρι,  κατάφεραν  με πολύ κόπο να  τους απωθήσουν και τότε, περνώντας το σπαθί στο αριστερό του χέρι, το κατέβασε απότομα κόβοντας  ολόκληρο τον ώμο ενός ακοντιστή μαζί με το ακόντιο του.  Από το  ελάχιστο ρήγμα που άνοιξε  μπόρεσε να περάσει με μερικούς ακόμα και να διεμβολίσει την παράταξη  από το πλάι, εκεί κρίθηκε η μάχη.

Οι ακοντιστές μόλις κατάλαβαν ότι έσπασε ο γρανιτένιος τοίχος που σχημάτιζαν πανικοβλήθηκαν κι άρχισαν να τρέχουν κατά τα βράχια όπου είχε δει το πέρασμα, το ήξεραν λοιπόν! Γύρισε και κοίταξε τον βασιλιά που συνέχιζε να χτυπά  αριστερά δεξιά με το ξίφος του σα να είχε πάθει υστερία εκείνος όμως έβλεπε πάντα ένα βήμα πιο μπροστά και σκέφτηκε ότι τώρα πια όλα είχαν τελειώσει. Έδωσε εντολή στο τάγμα του να κυνηγήσει όσους είχαν απομείνει και τράβηξε για την σκηνή του να δει αν είχε χτυπήσει πουθενά. Είχε μερικά κοψίματα κάποια απ’ τα οποία ήταν κάπως βαθιά και θα χρειαζόταν επίδεσμο όμως αυτά ήταν κάτι συνηθισμένο,  τα χέρια του ήταν γεμάτα παλιές πληγές κι ούτε που τον ένοιαζε,  γρήγορα θα έκλειναν. Δεν μπορούσε παρά   να είναι ευχαριστημένος όμως για κάποιο λόγο ενώ στ’ αυτιά του βούιζαν ακόμα οι κλαγγές κι οι κρότοι από τα χτυπήματα πάνω στις ασπίδες, τον έπιασε μια  μελαγχολία νιώθοντας ότι αυτή  ήταν  η τελευταία μάχη της ζωής του.  Έκλεισε για λίγο τα μάτια κι αμέσως τον πήρε ο ύπνος. 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...