Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

ΔΙΠΛΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ

« Πότε θα κάνεις μια δουλειά κανονική;» του είπε μια θεία του ογδόντα  χρόνων, οι συγγενείς  του έκαναν επίθεση, άντε να τους εξηγήσεις,  είχε απηυδήσει, ένας άλλος , φίλος υποτίθεται από τα παλιά, τον είδε μια μέρα στο δρόμο και η πρώτη του κουβέντα ήταν «πως το ξεκίνησες αυτό,  έχεις πιστοποίηση, να ξέρεις  η εφορία τα κυνηγά τέτοια».  Άλλοι γνωστοί  έλεγαν στη γυναίκα του « δεν κάνει καλά, έχει παιδιά, οικογένεια,  τι προσπαθεί  να πετύχει ;»  όλοι είχαν σκάσει.  Είχε συγχυστεί, δεν μπορούσε να εξηγήσει στον κάθε ηλίθιο,  η γυναίκα του ευτυχώς  τον καταλάβαινε,  έβλεπε ότι έβγαζε λεφτά από την υπόθεση και το σπίτι τους κρατιόταν καλά, έλεγε λοιπόν  στις φίλες της «μη μιλάτε έτσι, δεν ξέρετε, ο άντρας μου δεν είναι τεμπέλης» όμως αυτουνού του την είχε δώσει, πόσο ανόητοι  ήταν όλοι,  και πίσω απ’  το υποτιθέμενο ενδιαφέρον υπήρχε ασφαλώς φθόνος,  δεν θα άφηναν  κάποιον  να ξεχωρίσει έτσι εύκολα, να κάνει κάτι ασυνήθιστο, να ξεφύγει από τα τετριμμένα, που ακούστηκε, γιατί δεν δοκίμαζε να μπει στο δημόσιο, να γίνει υπάλληλος,  γιατί δεν έκανε ότι και όλοι οι άλλοι,  τι συνέβαινε με τούτον επιτέλους ;

 Ο λόγος ήταν ότι είχε βρει μια άκρη κι έκανε μαθήματα σε κινέζους που ήθελαν να έρθουν στην Ευρώπη.  Είχε μπει σε μια πλατφόρμα  που χρησιμοποιούσαν  χιλιάδες άνθρωποι  για να μάθουν αγγλικά, τι τους είχε πιάσει δεν μπορούσε να τα καταλάβει,  όμως είχε ψωμί η δουλειά. Στην αρχή δυσκολεύονταν  να τους καταλάβει αλλά μετά δεν είχε θέμα,  δούλευε ώρες πολλές, ξεκινούσε το μεσημέρι και τέλειωνε το βράδυ αργά. Όταν έκλεινε τον υπολογιστή ,  το κεφάλι του ήταν σαν κόσκινο γεμάτο τρύπες, ήθελε κάνα  δυο ώρες να συνέλθει, κάπνιζε στα σκοτεινά και σκεφτόταν όλα όσα άκουγε στη διάρκεια της ημέρας. Έβλεπε λίγο τις ειδήσεις στα διεθνή κανάλια και προσπαθούσε να καταλάβει κατά που πήγαινε ο κόσμος . Τι  παιζόταν εκεί πέρα κι όλες οι ορδές των κινέζων ήθελαν  να  μετακομίσουν στη δύση,  τους κοίταζε στην οθόνη και σκεφτόταν πως άλλαζε ο κόσμος έτσι μπροστά στα μάτια του,  πως θα γινόταν όλα σε καμιά δεκαετία  άραγε ; Αφού ηρεμούσε κάπως έπεφτε κατάκοπος για ύπνο,  «δόξα τω θεώ»  έλεγε μέσα του, δουλειά υπήρχε  μπόλική,  όπως παγκοσμιοποιούνταν το σύστημα όλοι ήθελαν να επικοινωνήσουν με  όλους και το μέσον ήταν φυσικά η γλώσσα,  έτσι γινόταν πάντοτε κι ο ίδιος   ήταν ο συνδετικός κρίκος στην όλη διαδικασία,  τούτος ο ρόλος του άρεσε κι ούτε που νοιάζονταν για τα σχόλια συγγενών και φίλων,  «άστους να λένε» έλεγε μέσα του .  

Δεν το περίμενε ποτέ ότι θα έκανε τούτη τη δουλειά, του άρεσε πάντα να επικοινωνεί με ξένους και να διαβάζει κείμενα από  άγνωστες  γλώσσες όμως δεν ήταν τόσο καλός με τη γραμματική και το συντακτικό. Με τον καιρό βέβαια τα έμαθε κι αυτά, είχε καλή επαφή με τους ανθρώπους όλων των ηλικιών,  καταλάβαινε το ποιόν τους,   τι χρειαζόταν,  ήξερε πώς να τους τονώνει ψυχολογικά,  αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Είχε αρχίσει  να εξοικειώνεται μαζί τους, μάθαινε  τα φαγητά , την κουλτούρα τους, τον τρόπο που μιλούσαν, την γραμματική της γλώσσας τους,  τα επιφωνήματα που χρησιμοποιούσαν,  όλες τις ιδιοτροπίες τους , αρχαίος πολιτισμός ήταν κι ο δικός τους άλλωστε.  Είχε βρει κάτι κόλπα εκεί πέρα να τους βάζει να κάνουν  ασκήσεις ενώ  εκείνος σηκώνονταν κι ετοίμαζε κάτι να φάει, κάπνιζε κανένα τσιγάρο, έκανε διάλλειμα. Το καλό ήταν ότι του  έδειχναν  σεβασμό, του άρεσε αυτό,  βέβαια γρήγορα κατάλαβε ότι δεν ήταν και τόσο αγαθοί, όταν είχε ξεκινήσει την πλατφόρμα είχε γνωρίσει ένα ζευγάρι που ήταν ό,τι χειρότερο, η γυναίκα ειδικά του έκανε υποδείξεις όλη την ώρα, «δεν γίνεται έτσι το μάθημα» επέμενε με την τσιριχτή φωνή της, «έχω κάνει και με άλλους καθηγητές δεν έχεις σύστημα».  Ας της κάνω το χατίρι σκέφτηκε και πήγε με τα νερά της,  εκείνη φάνηκε να ικανοποιείται, άλλαξε πρόσωπο. Το ζευγάρι των κινέζων   του πρότεινε μάλιστα  να έρθουν να τον βρουν και να συνεργαστούν σε κάτι εισαγωγές ιατρικών ειδών, του έστειλαν κι ένα βίντεο από το εργοστάσιο τους που έβγαζε σαν παλαβό κατά χιλιάδες μάσκες και γάντια νοσοκομειακά, η εταιρεία τους είχε έναν   τίτλο εξωτικό, Double ring. Για μια στιγμή το σκέφτηκε, δεν ήταν άσχημη ιδέα,  αλλά μετά άλλαξε γνώμη δεν ήθελε να μπλέξει,  δεν του άρεσαν οι φάτσες τους.  Όταν τους είπε ότι δε γίνεται εκείνοι υποτίθεται ότι το δέχτηκαν «όπως θέλεις»  του είπε ο κινέζος ενώ τα λοξά  του μάτια γυάλιζαν.  Και ξαφνικά εξαφανίστηκαν αφήνοντας τον  απλήρωτο, τους τηλεφωνούσε και δεν απαντούσαν  κι ύστερα  τα τηλέφωνα τους έκλεισαν εξαερώθηκαν  κι άντε να τους βρεις στα βάθη της Ασίας,   έχασε ένα  σωρό λεφτά εκεί πέρα,  από τότε ήταν πιο προσεκτικός και ζητούσε τα χρήματα προκαταβολικά αλλιώς δεν ξεκινούσε τίποτα…   

 Ένα βράδυ Σαββάτου που είχε πλαγιάσει από νωρίς  άκουσε το τηλέφωνο του, κάποιος τον καλούσε, ο κανόνας του ήταν να απαντά  οποιαδήποτε ώρα της μέρας και της νύχτας,  έτσι είχε βρει τους πιο απίθανους πελάτες όμως εκείνη τη στιγμή βαριόταν αφόρητα,  «ποιος μπορεί να είναι τέτοια ώρα;» είπε  φωναχτά. Κοίταξε  το νούμερο,  δεν του έλεγε τίποτα και δεν απάντησε όμως σε λίγη ώρα το τηλέφωνο  χτύπησε  ξανά κι η γυναίκα του  εμφανίστηκε εκνευρισμένη για να το σηκώσει,  κανείς  δεν ακούγονταν  μονάχα μια ανάσα πολύ βαριά σαν ο τύπος  από την άλλη μεριά της γραμμής  να έπασχε από βρογχοπνευμονία,  ήταν πολύ τρομαχτικό και η γυναίκα του το έκλεισε γρήγορα ταραγμένη.  Είχε κοιμηθεί κάνα δίωρο  όταν  το τηλέφωνο κουδούνισε  πάλι, το σήκωσε κι άκουσε μια φωνή να του λέει σε σπαστά αγγλικά , «ξέρουμε τι κάνεις, σε παρακολουθούμε, πρόσεχε, όλο αυτό δεν θα έχει καλό  τέλος »κάπου  την είχε ακούσει αυτή τη φωνή όμως  όπως ήταν ζαλισμένος δεν ασχολήθηκε και συνέχισε τον ύπνο του.  Αυτό συνεχίστηκε για μερικά βράδια,   το τηλέφωνο καλούσε   κι όταν το σήκωνε κανείς δε μιλούσε ή ακουγόταν μόνο «ξέρουμε τι κάνεις».   Τι διάβολο συνέβαινε σκεφτόταν όμως ήταν τόσο  κουρασμένος  που έπεφτε ξερός και δεν χαμπάριαζε τίποτα,  απλά  έβαζε τη συσκευή  στη  σίγαση  και ήταν ήσυχος.  Καμιά φορά όμως την ξεχνούσε κι εκείνη χτυπούσε, κοίταζε την οθόνη που φωτίζονταν  κι  έβλεπε κάτι νούμερα από χώρες  παράξενες κάπου στα βάθη της ανατολής , έψαχνε στον υπολογιστή κι έβρισκε ότι αντιστοιχούσαν σε κάτι έδρες  αλλόκοτες. Όπως συζητούσαν με τη γυναίκα του άρχισε να ανησυχεί πιο πολύ, περισσότερο  τον τρόμαζε εκείνη η κουβέντα ότι θα έχει άσχημο τέλος.

 «Μα τι βλάκας που είμαι!»  φώναξε ένα πρωί  και παραλίγο να πνιγεί από τον καφέ του, «ο κινέζος με τις μάσκες είναι κι έλεγα τι μου θυμίζει η φωνή του !»  αυτός ο μαφιόζος είναι  σίγουρα,  αν καλέσουν πάλι θα πάω στην αστυνομία!» Κι ενώ ήταν έτοιμος να τους καταγγείλει   τα τηλέφωνα σταμάτησαν σα να τους είχε ενημερώσει κάποιοι για τις προθέσεις του  όμως εκείνος είχε αναστατωθεί. Σκεφτόταν όσα του  χαν πει συγγενείς  και φίλοι,  ήταν σίγουρος ότι τον είχαν γρουσουζέψει οι άτιμοι .  Στη διάρκεια ενός  μαθήματος   όπως εξηγούσε μια άσκηση μια ανάμνηση αναδύθηκε ασυναίσθητα  στην επιφάνεια  του μυαλού του,  ήταν ένα περιστατικό  που είχε θαμμένο στον πάτο της μνήμης  του. Πριν από τριάντα τόσα χρόνια    δούλευε σεκιουριτάς σ’ ένα βενζινάδικο κάπου έξω από την πόλη. Η  γυναίκα  που είχε το μαγαζί δεχόταν τηλεφωνήματα  περίεργα, αυτό γινόταν για καιρό.  Κανείς δεν την πίστευε μέχρι που ένα βράδυ, όταν πήγε να της δώσει τα κλειδιά, τη βρήκε μαχαιρωμένη πίσω από τον πάγκο,  στην ταμειακή  μηχανή  υπήρχαν αίματα,  παντού γύρω  όλα είχαν ανακατευτεί, η σκηνή που αντίκρισε τον είχε στοιχειώσει γι αυτό και την είχε θαμμένη όσο πιο βαθιά γινόταν, μονάχα καμιά φορά την έβλεπε  στον ύπνο του. Αμέσως είχε πάει να καλέσει την αστυνομία όμως πριν σηκώσει το ακουστικό το τηλέφωνο χτύπησε και μια  φωνή που έμοιαζε με του κινέζου  είχε ακουστεί να λέει  σε σπαστά ελληνικά  « η συμφωνία δεν ισχύει»  μόνο αυτό.  Όταν έκανε τον συνειρμό ανατρίχιασε, μήπως ήταν ο ίδιος άνθρωπος και στις δυο περιπτώσεις αλλά αυτό δεν γινόταν, είχαν περάσει τόσα χρόνια. «Είστε καλά;»  τον ρώτησε  ο μαθητής στην οθόνη  που κατάλαβε ότι υπήρχε πρόβλημα ,  «θα διακόψουμε για σήμερα,  συγγνώμη»  είπε αυτός  προσπαθώντας  να κρύψει την αναστάτωση του.  Όταν έμεινε μόνος θυμήθηκε όλο το σκηνικό,  είχε ακουστεί τότε ότι η γυναίκα που είχε το βενζινάδικο  έμπλεξε με κάτι λαθρέμπορους,  δεν τα βρήκαν στη μοιρασιά γι αυτό την είχαν σκοτώσει,  αυτό το περιστατικό τον είχε σημαδέψει τότε για μήνες,  δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα,  οι γιατροί είχαν πει ότι η εμπειρία ήταν τραυματική,  έκανε καιρό να το ξεπεράσει και να τώρα άκουγε πάλι εκείνη τη φωνή.  Σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε κάνει λάθος ,  ότι το μυαλό του έπαιζε παιχνίδια,  πως μπορείς να είσαι σίγουρος για κάτι που συνέβη πριν από τρεις δεκαετίες,  καμιά φορά η μνήμη σε προδίνει,   νιώθεις σίγουρος για κάτι και αποδεικνύεται ότι έσφαλες,  ορκίζεσαι ότι ήταν έτσι και μετά βλέπεις  ότι λάθεψες  καθώς όλα μπερδεύονται και τίποτα δε μένει σταθερό,  δεν μπορείς να πιστέψεις ούτε τον εαυτό σου,  ειδικά αυτόν.

Για να τα ξεχάσει όλα αυτά πήγε κάποιο σαββατοκύριακο  σ’ ένα χιονοδρομικό κι εκεί ατενίζοντας ώρες ατέλειωτες το άσπρο χιόνι σα να καθάρισε η σκέψη του, σα να έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, σα να πήρε την ανάσα που χρειαζόταν.  Ό,τι κι αν ήταν  αυτό που τον απειλούσε θα το αντιμετώπιζε έλεγε μέσα του κι εκείνο ακριβώς το βράδυ το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Κι  ενώ τις άλλες  φορές καθόταν κι άκουγε τον καταραμένο τον κινέζο, άρχισε εκεί πέρα να του φωνάζει,  οι λέξεις έβγαιναν  από το στόμα του χωρίς  να μπορεί να τις ελέγξει, τον  έβρισε πολύ άσχημα,  τον έστειλε στο διάβολο  δεν μπορούσε να καταλάβει που τις είχε βρει τόσες αγγλικές κατάρες  εκεί πέρα ο  άλλος  πήγε κάτι να ψελλίσει όμως του έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα,  ήταν πολύ ευχαριστημένος μετά απ’  αυτό.  Το πρωί είδε κάτι  μηνύματα απειλητικά, ούτε που ασχολήθηκε, τους διέγραψε από όλους  τους λογαριασμούς,  δεν τον ξαναενόχλησαν. Όπως  παρακολουθούσε τα διεθνή δελτία μια νύχτα  είδε το ζευγάρι των κινέζων με χειροπέδες,  είχαν συλληφθεί λέει για διακίνηση  λαθραίων ειδών  και θα εκτελούνταν, οι κινέζοι δεν χαμπαριάζουν,  «ο κόσμος εκεί έξω είναι πολύ  άγριος» έκανε τη σκέψη.  

 

  

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...