Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

ΠΤΗΣΗ ΠΑΝΩ ΑΠ ΤΟΝ ΙΝΔΙΚΟ


Ένας αστυνομικός που κρατούσε  αυτόματο όπλο περπατούσε προσεχτικά, φορούσε ένα γιλέκο και  το δάχτυλο του ακουμπούσε τη σκανδάλη, δυο ακόμα  αστυνομικοί τον ακολουθούσαν βαστώντας όπλα στραμμένα  προς της άσφαλτο , τι είχε συμβεί εκεί πέρα, ήθελε να δει τι γινόταν,  σε τέτοιες στιγμές βέβαια καλό είναι να μην είσαι πολύ περίεργος, δε ξέρεις από  που μπορεί θα σου ρθει, τελικά η περιέργεια του νίκησε, πλησίασε προσεχτικά και είδε όλη τη σκηνή.

Μια μηχανή της αστυνομίας είχε περάσει με ταχύτητα μπροστά  από ένα φορτηγάκι θωρακισμένο κι   έκανε σήμα στον οδηγό να κάνει στην άκρη.  Ένας κρανοφόρος κατέβηκε από τη μηχανή  και φώναξε σε όσους επέβαιναν  στο φορτηγάκι  ότι έπρεπε  να κατέβουν  αμέσως γιατί υπήρχε πρόβλημα  ‘’ Έχουμε μια πληροφορία ότι υπάρχει βόμβα κάτω από το φορτηγό !’’ είπε ‘’Σε λίγο θα έρθουν πυροτεχνουργοί, πρέπει να φύγετε αμέσως, θα αναλάβουμε εμείς!’’  Τρεις  σεκιουριτάδες με γαλάζιες στολές βγήκαν απρόθυμα, φαίνονταν συγχυσμένοι,  είχαν ακούσει βέβαια για μια χρηματαποστολή που την είχαν ανατινάξει πρόσφατα, είχε βουίξει ο τόπος κι όλοι μιλούσαν γι αυτό  αλλά  δεν μπορούσαν να παρατήσουν έτσι το  φορτηγό, ο αστυνομικός όμως  φαίνονταν πολύ πειστικός  κι επιπλέον ακούγονταν σειρήνες περιπολικών, κάτι σοβαρό συνέβαινε  οπότε απρόθυμα στάθηκαν στην άκρη ενώ  ο αστυνομικός έβγαλε το κράνος του και φάνηκε ότι ήταν πολύ νεαρός,  κάτω από εικοσιπέντε χρονών σίγουρα όμως έμοιαζε ότι ήξερε τη δουλειά του. Γονάτισε και σύρθηκε με πού προσοχή κάτω  από το φορτηγό όπου έμεινε για ένα δυο λεπτά.  
Αυτός έμεινε εκεί και κοίταζε τι συνέβαινε,  ήταν πολύ πρωί και ψιλόβρεχε,  κανείς δεν κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα, τα ήξερε αυτά τα φορτηγά,  η ξαδέρφη του δούλευε στο ταμείο ενός μεγάλου   σούπερ μάρκετ και του είχε μιλήσει σχετικά,  έπαιρναν όλα τα χρήματα που είχαν μαζευτεί, χαρτονομίσματα και κέρματα,  και τα μετέφεραν στην τράπεζα, εκείνες τις μέρες γινόταν ένας πανικός, ο κόσμος ψώνιζε σαν τρελός ότι έβρισκε μπροστά του αδειάζοντας τα ράφια και πρέπει να είχαν βγάλει πολλά λεφτά,  κανονικά βέβαια τα χρήματα μεταφέρονταν το βράδυ όμως καμιά φορά του είχε πει η ξαδέρφη του ότι τα κρατούσαν στο χρηματοκιβώτιο και τα μετέφεραν το πρωί, κάτι τέτοιο πρέπει να συνέβαινε και μ’  εκείνο το φορτηγάκι επειδή το συνόδευαν  γεροδεμένοι σεκιουριτάδες που κρατούσαν πιστόλια.

Όπως βρισκόταν σ’ ένα σημείο λίγο ψηλότερα από  το δρόμο στάθηκε να δει τι θα γίνεις στη  συνέχεια δεν ήταν ούτε πολύ κοντά ούτε πολύ μακριά από το φορτηγάκι  και νόμιζε ότι ήταν ασφαλής.  Γύρω δεν κυκλοφορούσε ούτε ψυχή μονάχα ένα μηχανάκι πέρασε στο αντίθετο ρεύμα και βιαστικά απομακρύνθηκε στρέφοντας το κεφάλι για αν δει τι γίνεται ενώ εκείνος περίμενε να δει τι θα συμβεί. Μόλις είχε βγει από το σπίτι του για  την καθημερινή πρωινή του βόλτα, ο  καιρός ήταν περίεργος εκείνες τις μέρες, πιο πολύ έμοιαζε με φθινόπωρο παρά με καλοκαίρι,  κάθε μέρα σχεδόν έβρεχε,  τις νύχτες έπιαναν  κάτι μπόρες με μπουμπουνητά κι αστραπές,  οι  κατηφορικοί δρόμοι πλημύριζαν με νερά που σχημάτιζαν ποτάμια,  κάποιοι έλεγαν ότι το καλοκαίρι δεν θα ερχόταν ποτέ όμως ακόμα ήταν νωρίς κι έπειτα εκείνη η δροσιά δεν ήταν τόσο άσχημη, θυμόταν ένα άλλο καλοκαίρι τέτοιο, δροσερό που έβρεχε όλη την ώρα και δεν τον είχε ενοχλήσει καθόλου η ζέστη,  κάπως έτσι μπορεί κι αυτό να πήγαινε.
Όλα έξω έμοιαζαν περίεργα τούτη τη χρονιά, στην πόλη δεν κινούνταν πολύς κόσμος σα να είχε αδειάσει , αναρωτιόσουν που είχαν πάει οι άνθρωποι, όλα είχαν  ησυχάσει κι ήταν σα να βρισκόσουν σ’ ένα  μεγάλο χωριό, ακόμα κι οι ζητιάνοι είχαν εξαφανιστεί ,  όλα κινούνταν αργά  κι αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό όμως έλειπε εκείνο το αγχωτικό, το νευρικό στοιχείο που βλέπεις στις μεγαλουπόλεις, έλειπε  η κίνηση,  η ζωντάνια σα να είχε απονευρωθεί η ατμόσφαιρα,  μοναχά ανθρώπους με μάσκες στο στόμα έβλεπες να προσπαθούν να φυλαχτούν από τον διπλανό  στους φούρνους και στα λεωφορεία.   

Ήταν μια περίοδος περίεργη κι εκείνος είχε αλλάξει τις συνήθειες του όπως άλλωστε κι οι πιο πολλοί γύρω του,  κοιμόταν και ξυπνούσε νωρίς, το μόνο που είχε κρατήσει από τα παλιά ήταν η πρωινή βόλτα στην παραλία τότε που οι περισσότεροι κοιμόντουσαν,  του άρεσε πολύ αυτό το αίσθημα ότι δηλαδή εσύ είσαι άγρυπνος ενώ όλοι χαλαρώνουν και ησυχάζουν, ήταν ωραία τα πρωινά, δροσερά, μπορούσες να δεις  τα αποτελέσματα της νυχτερινής βροχής,  τα αντικείμενα που είχαν παρασυρθεί στην άκρη του δρόμου, τα κλαδιά που είχαν πέσει στα πάρκα, περνώντας από κάτι νυχτερινά μαγαζιά έβλεπε κάτι σκιές να κινούνται πίσω από κουρτίνες βαριές,  κάποιοι διασκέδαζαν εκεί μέσα μέχρι που ξημέρωνε,  ήχοι από τραγούδια και μουσικές ακούγονταν. Τα βράδια που δεν τον έπαιρνε ο ύπνος μιλούσε  πολύ ώρα με τους φίλους κι ύστερα έβλεπε κάτι  σήριαλ ατελείωτα στην τηλεόραση μέχρι να τον πάρει o ύπνος.  

Ότι κι αν είχε δει βέβαια στην τηλεόραση δεν συγκρίνονταν μ’  αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια του και ήθελε να μείνει εκεί και να δει όλη τη σκηνή,   ο νεαρός αστυνομικός που είχε συρθεί κάτω από το φορτηγάκι βγήκε γρήγορα και σχεδόν  αμέσως άρχισε να βγαίνει πυκνός μαύρος καπνός  από τον πάτο του φορτηγού,  ‘’Φύγετε γρήγορα!’’ φώναξε στους συνοδούς που κοίταζαν σα  χαμένοι,  ο επικεφαλής της συνοδείας,  ένας χοντρός με ξανθά μαλλιά,  του είπε ότι κουβαλούσαν χρήματα και θα έβρισκαν το μπελά τους όμως ο αστυνομικός του φώναξε ‘’Φύγε γιατί θα γίνουμε όλοι κομμάτια !’’, οι σεκιουρατδες τότε και πρώτος ο ξανθός με την κοιλιά, άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι και κρύφτηκαν πίσω από κάτι  αμάξια παρκαρισμένα,  αυτός στάθηκε  πίσω από έναν τοίχο μιας παλιάς μονοκατοικίας κι ένιωθε προστατευμένος σίγουρα ήταν βλακεία γιατί μπορούσαν να τον πάρουν τα σκάγια από κάνα  πυροβολισμό ή να τραυματιστεί από καμιά έκρηξη όμως η περιέργεια του ήταν πιο δυνατή  κι άλλωστε  όλα αυτά έμοιαζαν πολύ περίεργα,  το πιο παράξενο ήταν ότι ο αστυνομικός αντί να απομακρυνθεί ανέβηκε στο φορτηγάκι, έκανε αναστροφή και κατευθύνθηκε προς την αντίθετη μεριά ενώ πίσω του ο μαύρος καπνός είχε απλωθεί παντού, αν υπήρχε κίνδυνος έκρηξης γιατί δεν άφηνε το φορτηγό κάτι δεν πήγαινε καλά  εκεί πέρα.

Δεν είχε προλάβει να διανύσει πενήντα μέτρα όταν έφτασαν δυο  περιπολικά και μπλόκαραν τον δρόμο,  από μέσα τους πετάχτηκαν εκείνοι οι κομάντο με τα αυτόματα,  φορούσαν   αλεξίσφαιρα γιλέκα και μια εξάρτηση, δεν ήταν  πολύ γεροδεμένοι αλλά νευρώδεις, φαινόταν καλά εκπαιδευμένοι αν και στο μάτι τους έβλεπες κάποιον  φόβο, με το που πάτησαν στην άσφαλτο αμέσως     άρχισαν να ουρλιάζουν ‘’Κατέβα τώρα! Βγες έξω αμέσως !’’,  ο  αστυνομικός που οδηγούσε το φορτηγάκι φρενάρισε μπροστά στο μπλόκο , κατέβηκε με τα χέρια ψηλά και γονάτισε στην άσφαλτο,  όπως γύρισε μια στιγμή το κεφάλι του μπορούσε να δει καθαρά τα χαρακτηριστικά του,  θε μου ήταν  πολύ μικρός μπορεί και πιο κάτω από είκοσι χρόνων,  που είχε βρει το θράσος να κάνει κάτι τέτοιο, τόση ώρα  φαινόταν τόσο  ψύχραιμος,  τόσο σίγουρος σα να έκανε αυτή τη δουλειά για πενήντα χρόνια όμως κάτι είχε πάει στραβά και τον είχαν πάρει χαμπάρι.

Ένας από τους κομάντο πλησίασε το σημείο όπου είχε σταματήσει αρχικά το φορτηγάκι και σήκωσε από το δρόμο ένα αντικείμενο που έβγαζε ακόμα πυκνό μαύρο καπνό,  ήταν ένα καπνογόνο που είχε βάλει ο άλλος για να παραπλανήσει τους σεκιουριταδες που κατέφθασαν τρομαγμένοι, ο τύπος τα είχε σχεδιάσει όλα,  ένας  από τους ειδικούς φρουρούς,  αυτός  που φαινόταν ο αρχηγός, έπιασε τον νεαρό από τον γιακά, τον έψαξε ψηλαφώντας όλο του το σώμα  και μετά  τον έσυρε μέσα στο περιπολικό πολύ βίαια, ύστερα πήγε προς το μηχανάκι του κλέφτη κι άρχισε να τραβά κάτι αυτοκόλλητα διακριτικά,  κι η μηχανή λοιπόν  ήταν ψεύτικη,  ο ληστής το είχε οργανώσει πολύ καλά .  

Όλο το σκηνικό  δεν είχε κρατήσει πάνω από δέκα λεπτά,  όλα είχαν γίνει πάρα πολύ γρήγορα, ο αρχηγός των κομάντο πήγε στο φορτηγάκι και το ανέβασε στο πεζοδρόμιο ενώ το  περιπολικό  με τον ληστή έβαλε  μπρος την  σειρήνα  του  κι έφυγε  αμέσως ακολουθούμενο από το άλλο αμάξι της αστυνομίας, τελικά  το σκηνικό ήταν αναίμακτο εντελώς αν  και όπως το σκεφτόταν ήταν μεγάλη βλακεία που βρίσκονταν εκεί όλη την ώρα, μπορούσε να φάει καμιά  αδέσποτη σε τέτοιες περιπτώσεις καλύτερα να φυλάγεσαι. Το βράδυ  στην τηλεόραση το είχαν πρώτη είδηση κι άκουσε τις λεπτομέρειες,  ο νεαρός   ήταν γιος αστυνομικού, είχε πάρει την στολή του πατέρα του και  ήξερε όλα τα κόλπα, έβαψε και τη μηχανή  για να ξεγελάσει τους σεκιουριτάδες, ο τύπος  είχε μπλέξει με ναρκωτικά  και είχε παρελθόν τέτοιων πράξεων, ο μικρός ήταν βίος και πολιτεία,  είχε κάνει  μέσα σε λίγα χρόνια όσα θα χρειαζόταν κάποιος μια ζωή για να τα κάνει. Το κόλπο με το καπνογόνο το είχε ξαναχρησιμοποιήσει  και είχε πιάσει γι  αυτό οι κομάντο ήταν υποψιασμένοι  και τον περίμεναν,  αν είχε καταφέρει να ξεφύγει ένα αυτοκίνητο τον περίμενε εκεί κοντά και θα γλύτωνε όμως για κακή του τύχη τον είχαν καρφώσει οι φίλοι του.

Όλα αυτά έμοιαζαν πολύ παράξενα,  καθόταν εκεί στο κρεβάτι βλέποντας τηλεόραση και σκεφτόταν όλο το περιστατικό, κανονικά θα έπρεπε να πάει  και να καταθέσει,  είχε δει τόσα πράγματα από την άλλη ποιος ο λόγος,  αν άκουγε  ότι χρειαζόταν μάρτυρες θα πήγαινε σίγουρα όμως  δεν ήθελε και να μπλέξει,  ποιος ξέρει τι συμμορίες βρίσκονταν  από πίσω,  γιατί να εκτεθεί και να τον μάθουν όλοι,  καλύτερα να το βούλωνε και να καθόταν στα αυγά του.

Μισοκοιμισμένος όπως ήτανε δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το μυαλό του από αυτό που είχε δει, εκείνο το  παιδί ήταν τόσο νέο,  όμορφο, σβέλτο, δε φοβόταν,  το είχε συμπαθήσει όμως είχε πάει να κλέψει  κι έπειτα ποιος ξέρει, μπορεί να χρειαζόταν να έβγαζε κάποιο όπλο, να πυροβολούσε, να σκότωνε, δε παίζεις μ’ αυτά τα πράγματα. Κοιμήθηκε εκεί καθιστός βλέποντας ένα έργο, κάποια πτήση  χανόταν μυστήρια πάνω απ’  τον Ινδικό Ωκεανό κι όλοι την ψάχνανε, με κάποιον τρόπο βρέθηκε κι αυτός μέσα στο αεροπλάνο  κι έπεφτε σ’ ένα  νησί,  εκεί πέρα βρισκόταν και το παιδί που πήγε να κλέψει το πρωί, όταν άνοιξε τα μάτια του νόμιζε ότι βρισκόταν  μπροστά του και τον κοιτούσε,  του πήρε κάμποσα  δευτερόλεπτα να συνέλθει.     

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...