Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

ΟΠΤΑΣΙΕΣ

Δε μπορείς να βρεις άκρη μη το ψάχνεις, δε θα σ' ακούσουν, ξέρουν ότι έχουν άδικο, ότι σε χρειάζονται για να τις συγκρατείς όταν ξεφεύγουν και χάνουν τον έλεγχο και τα κάνουν μαντάρα, αλλά θα το κρατήσουν, δε θα σε συγχωρήσουν, είναι πολύπλοκα μυαλά αυτές, μιλούν στο κινητό ενώ  βλέπουν βιντεάκια μ' έναν μεθυσμένο να παραπατά  κρατώντας μια κανάτα κρασί, σιδερώνουν, βάζουν πλυντήρια, οδηγούν, στουκάρουν σε κολώνες, βγάζουν λεφτά από ΑΤΜ, κοιτάνε στον καθρέφτη, φλερτάρουν δεξιά- αριστερά, διαβάζουν Ράμφο- ανάθεμά με αν καταλαβαίνουν τα στραβά τους- κάνουν παρέα με κουτούς για να αναδείχνεται η εξυπνάδα τους, λένε ψέμματα με ευκολία απίστευτη, σου πάνε κόντρα , το τραβάνε , το ξεχειλώνουν, φασαρίες και κουβέντες βαριές, ''είσαι βλάκας'' -'' Νά σαι καλά'', δε σ΄αφήνουν ν' ανέβεις τις σκάλες, τις ρωτάς ''Ήταν ανάγκη να βάλεις πλακάκια και νάσαι άφραγκη τώρα ;'' σε κοιτούν και το βουλώνουν αλλα  θα σε δαγκώσουν εν καιρώ εκεί που πονάς.

 Που να τις φτάσεις αυτές , εσύ απλά παρακαλάς ''Αχ θέμου ας μην έχω χάσει τα λεφτουδάκια που δεν τα βρίσκω στη τσέπη μου, ας εχω κάνει σωστή επιλογή αυτή τη φορά, ας καθήσει ακόμα λίγο μπροστά μου αυτή με το άσπρο φουστάνι και το εξώπλατο να ηρεμήσω, να ανέβω λίγο, όταν ανοίξει το στόμα της ας μιλά λίγο καθαρά σαν άνθρωπος, όταν κατεβεί απ' το αστικό ας περπατά λίγο σταθερά λίγο όμορφα'' τέτοια πράματα. Τι  περιμένεις όμως άμα το μυαλό δουλεύει στο τριάντα τοις εκατό, η ψυχολογία είναι στο μισό, που να βρεις συνθήκες ιδανικές, δε γίνεται, αυτά είναι τα δεδομένα , εκεί μέσα κινείσαι, το μυαλό γρατζουνισμένο, πιασμένο σε τανάλιες, τάχει παίξει κι αυτό όλο το καλοκαίρι, τα πάντα κρέμονται από μια κλωστή, περιμένεις τη κατάληλη στιγμή να χτυπήσεις, πασχίζεις να ξεχωρίσεις τους καλούς απ τους κακούς,  να βρεις τι θέλεις πραγματικά , που στο δαίμονα πας, ελπίζεις μονάχα να το σώσεις τη τελευταία στιγμή όπως άλλοτε, όπως πάντα σχεδόν.

 Με το που ρίχνεις μια ματιά γύρω  σου πετάγονται τα μάτια, υποτίθεται ότι αυτοί ξέρουν ότι αυτοί ήξεραν αλλά βλέπεις τέτοιες υπερβολές κι αμετροέπειες που δεν το πιστεύεις. Μιλούν ώρες ατελείωτες σε κινητά και υπολογιστές, νύχτα και μέρα, μυνήματα και κόντρα μυνήματα, όλοι θέλουν να πουν γνώμη να κυβερνήσουν, να εξουσιάσουν, να πατήσουν πάνω στους άλλους, παίρνουν ένα γραμμάριο εξουσίας κι αποτρελλαίνονται, το μάτι τους γυαλίζει, σε τρομάζουν πνίγεσαι θες να φύγεις μακριά ν' ανασάνεις. Στο διαδίκτυο, παιδεραστές  και ηδονοβλεψίες όλοι οι ανώμαλοι της υδρογείου, ωκεανοί πορνογραφίας, χρηματιστές πανηγυρίζουν με χρεωκοπίες, διευθυντές με μισθούς αηδιαστικούς, γιατροί άπληστοι ανοίγουν σώματα δίχως λόγο, λέιζερ και κάμερες κι αναισθησίες, βόλτες στον άλλο κόσμο μετ' επιστροφής και άνευ, δικηγόροι κονομάνε από Αλβανούς εμπόρους ναρκωτικών- εκεί είναι το χρήμα- κολυμπούν σε πισίνες, γονείς μαλώνουν με τα παιδιά και δε θα τα συγχωρήσουν ώσπου να πεθάνουν , έτσι απλά, παππάδες σπέρνουν το φόβο με κυρήγματα για τη κόλαση και τις φωτιές, ψάλτες παραδόπιστοι ψέλνουν με τον αναπνευστήρα, δε λένε να ξεκουμπιστούν, τελείωσες ρε φίλε , πως να γίνει, γυναίκες αρπάζουν αντίδωρα σα να μην έχουν φάει στη ζωή τους  γεμίζουν τις τσάντες τους, περιπτεράδες καταπίνουν σάντουιτς πελώρια, κάποιος πέθανε λέει και δε μπορούσαν να σηκώσουν το φέρετρο του, περιστέρια λαίμαργα, έναν σκύλο  τον έθαψαν κι επέζησε, οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν , το πλήθος βλέπει οπτασίες, σ' ότι όμορφο πέφτουν με τα μούτρα να το χαλάσουν, μη το ψάχνεις.

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

ΑΛΔΕΒΑΡΑΝ

Τη περίμενα σ' ένα μαγαζί στην Αριστοτέλους, ο κόσμος είχε αρχίσει να γυρνά στη πόλη απ τις διακοπές , στη στοά του Μοδιάνο κάποιοι έτρωγαν ψάρια, δίπλα τους ένα κυπελάκι με μπούκοβο, φέτες καρπούζι για επιδόρπιο , ανεμιστήρες γύριζαν τις λάμες τους στον αέρα, ηλεκτρολόγοι έφτιαχναν εγκαταστάσεις, αφίσσες στους τοίχους, ο Στηβ Μακ Κουήν στο Getaway, , ο Τζέιμς Ντην ζεσταίνονταν σε μια μπάρα μπαλέτου, στους πάγκους κράνα δράμας , γιαρμάδες Νάουσσας, σύκα αμπελίσια, βανίλιες κόκκινες και πράσινες. γλυστρίδες από κάτι χωριά, στα λουλουδάδικα μπουκέτα με ζέρμπερες και ορχιδέες σ' έπιανε ζαλάδα απ' τη μυρουδιά των λουλουδιών, ένα φορτηγό ψυγείο είχε ανοίξει τη πόρτα του και γέμιζε ατμούς παγωμένους το τόπο.

Είχαμε μιλήσει μονάχα στο τηλέφωνο ως τότε, η φωνή της έρχονταν από κάπου βαθειά, δούλευε σε κάτι γραφεία, σκεφτόμουν τι  στο καλό κάνει κλεισμένη εκεί μέσα τόσες ώρες, προσπαθούσα να τη φανταστώ, κοίταζα άλλες με ρούχα φωσφοριζέ που έμοιαζαν με ζαχαρωτά για τραγάνισμα, σχεδιάκια στο φουστάνι γύρω απ το στήθος, έπαιζαν  μ' ένα χαρτάκι στα δάχτυλά τους , σούρχονταν  να φιλήσεις τα μπράτσα τους, μερικές τόχουν, άλλες είναι κρύες, συνήθως καταλαβαίνεις στον αέρα αν σου δίνουν χώρο να προχωρήσεις , είναι θέμα κυμάτων, χημείας ενστίκτου,  τι να πεις.

 Με το που την είδα κατάλαβα ότι δε μου άρεσε, δε χρειαζόταν να πει τίποτα, οπότε παίρνεις φωτιά, πρέπει να μη τη πληγώσεις, να μη νιώσει άσχημα , να μη το καταλάβει ,  να μη κάνεις καμιά βλακεία,να κερδίσεις χρόνο για να συνέλθεις.  Ψάχναμε τραπέζι, μια χοντρή με την οποία είχα σκοτωθεί σε μια εκδρομή,'' όχι τώρα'' είπα κι έβρισα μέσα μου , παραπέρα ένας τύπος που τον αποφεύγω  σα το διάβολο γιατί  δε θέλω να ξύνω πληγές παλιές, δυο τρεις σκύλοι γαύγιζαν μαύρους που πουλούσαν πλαστά c. d., πρέπει να τους έχουν εκπαιδεύσει αυτούς σκύλους, τελικά σωριαστήκαμε σ' ένα κάθισμα. Βράδιαζε τα παιδιά στο λιμάνι κάθονταν στη προβλήτα με τα πόδια τους στον αέρα να αιωρούνται, η θάλασσα ύσηχη σούρχονταν να περπατήσεις πάνω τους , θα το δοκιμάσω καμιά φορά, κάποιος έφερε ποτήρια, παγάκια, χυμοί, αεράκι φυσσούσε, το κρίσιμο δεκάλεπτο πέρασε, μπορούσα να παίξω μπάλα πια.

Άρχισε να μιλά , ήτανε λέει μ' ένα ιστιοπλοϊκό το καλοκάιρι, έκαναν μια διαδρομή μακρινή, παρακολουθούσαν βαρομετρικά και πιέσεις ατμοσφαιρικές, νηνεμίες, ρεύματα  κι αέρηδες φουσκοθαλασσιές , γαλάζιο στον ουρανό τη μέρα, κόκκινο στο σούρουπο, φεγγάρι τα βράδια , κάποιος καρατούσε ένα ημερολόγιο, αυτή αναρωτιόταν τι στο δαίμονα έγραφε όλη την ώρα, μια βροχή σπαστική τους έιχε πιάσει, φύκια μπερδεύτηκαν στo πηδάλιό  τους, ο ήλιος τους κοπανούσε κάθετα το μεσημέρι, ένας  είχε μαζί του ένα σκύλο που κοιμόταν στα ποδια του, άλλος έβγαζε τ' άντερα του όποτε έιχε τρικυμία, αλλά ήταν ωραία, η θάλασσα παίρνει λέει τις σκοτούρες απ το μυαλό, το  πανί παλαντζάριζε στον αέρα, τη νύχτα τους ακολουθούσε εκείνο το άστρο ο Αλδεβαράν  που το πρόσεξαν οι Άραβες αστρονόμοι, αυτό που πάει μαζί με τη Πούλια,  έχει κάψει όλο το υδρογόνο  του κι έχει μείνει από καύσιμα , άκου να δεις.

Έφτιαχνε το γιακά στο πόλο μπλουζάκι της , χαιδευε τους  εκπαιδευμένους σκύλους που είχαν ξαπλώσει στο δροσερό τσιμέντο, άνθρωποι τριγύρω με καπέλλα περίεργα , φορούσαν γυαλιά χειρονομούσαν, μια παλαβή είχε δυο παπούτσια διαφορετικά, άλλη είχε γράψει στα μπράτσα της κυκλικά κάτι λόγια  σα να ήταν πάπυρος, Βούλγαροι γύφτοι πλένονταν σε μια βρύση, Πακιστανοί γελούσαν, τι είδος κι αυτό το ανθρώπινο.
Τη κοίταζα κι έλεγα μέσα μου ''Εντάξει όλοι κάνουν λάθη, δεν είναι κακή τελικά''. Αισθάνθηκα να ακουμπά το χέρι μου, το τράβηξα λίγο, το ακούμπησε ξανά ........

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

ΦΩΤΑ

Όταν ανοίξαμε τη πόρτα τη βρήκαμε στο πάτωμα,  μας είπε δυο κουβέντες΄΄ Φορούσε χρωματιστό πουκάμισο, μόλις του άνοιξα και μπηκε μέσα μου είπε '' Γιαγιά δώσε ότι έχεις αλλιώς θα σε καθαρίσω επί τόπου΄΄.  Γύρω γίνονταν χαμός, ντουλάπες ανοιγμένες, μουσαμάδες σκισμένοι, βιβλία πεταμένα,  ένα ψαράκι σε μια γωνιά στριφογυρνούσε στη γυάλα του. Την πήγαμε στο νοσοκομείο κι έπειτα έπρεπε να γυρίσω σπίτι, περίμενα σε μια στάση, αγγελίες γύρω άλλες σκισμένες κι άλλες απείραχτες, ένας παπαγάλος με γρίζο φτέρωμα και κόκκινη ουρά  αναζητούνταν, έδιναν κι αμοιβή 400 ευρώ, σκέφτηκα ''Καλά θα ήταν να τον έβρισκα το μπαγάσα'' γκαρσονιέρες  νοικιάζονταν, ''γκρεμίσματα και κατεδαφίσεις'', ένας σκύλος με στραβή μουσούδα κι ένας γέρος αναζητούνταν κι αυτοί, γατάκια βρώμικα περιφέρονταν, ένα γραφείο κηδειών κάτι τύποι ξενυχτισμένοι, φωτογραφίες, ''Δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ΄΄. Στην Εγνατία ένα σούπερ μάρκετ, παλιά ήταν σινεμά και με το Σωτήρη είχαμε δει το  ΄΄Απέραντο γαλάζιο'' θυμάμαι σε μια σκηνή άνοιγε μια πόρτα ,  ένα δωμάτιο πλημμήριζε νερά  κι είχες την αίσθηση ότι όλος ο κινηματογράφος γέμιζε νερά κι αυτός.

 Η πόλη γίνεται τρομαχτική μερικές φορές, κούκλες σαλεύουν στις βιτρίνες, σκιές στους καθρέφτες, κάμερες σε παρατηρούν, ψάχνουν βαθειά μες το μυαλό σου, τύποι με ξυράφια σκίζουν τσάντες στα αστικά,  άλλοι με αλυσίδες και δαχτυλίδια που μοιάζουν με σταυρούς σε κοιτάνε λοξά, ναρκομανείς και πρεζόνια τελειωμένα, ένα παιδί γκρεμίζεται από ύψος και σακατεύει τη μέση του, μια με κόκκινο μπλουζάκι σκουπίζει τα γυαλιά της- μακριά απ αυτή!- μια άλλη παλαβή με πράσινο πουκάμισο ξεφωνίζει το κακομοίρη τον άντρα της, κορίτσια, άυπνα κοιμούνται στα πάρκα, σκύλοι οσμίζονται τον αέρα, βροχές και κεραυνοί, μυρουδιά καμένου, αμάξια στα φανάρια γυρίζουν τις ρόδες αριστερά δεξιά, φορτηγά έτοιμα να σε πάρουν σβάρνα όπως γυρνάς σαν ιλίθιος στα στενά χαμένος στις σκέψεις σου.

Πήγαμε στην αστυνομία την άλλη μέρα και δώσαμε κατάθεση, κόσμος μαζεμένος εκεί , όλους τους έιχαν ανοίξει τα σπίτια, συζητήσεις ψυχοπλακωτικές, φωνές, γκρίνιες, τσακίστηκα να φύγω .
Η γιαγιά δε πήγαινε καλά μετά το συμβάν, πάντα είχε πρόβλημα άλλωστε, πάντως όποτε χώριζα μ' έπαιρνε χαμπάρι, που να της κρυφτείς, μια φορά της ξέφυγε ένα καναρίνι στον ακάλυπτο, κατέβηκα να το μαζέψω , γύρω κτήρια και τοίχοι, έμοιαζε με φαράγγι , λαμαρίνες και λάστιχα από ένα μηχανουργείο, το πουλάκι το βρήκα μέσα σε κάτι φύλλα και το μάζεψα, έτρεμε θυμάμαι στη χούφτα μου. Μούλεγε η γιαγιά για έναν όμορφο που είχε απορίψει κάποτε τότε που δε καταλάβαινε τίποτα κι ήταν αεράτη'' Κανόνισε βλάκα μη μείνεις σα και μένα''. Ύστερα τάπαιξε, άκουγε θορύβους τη νύχτα, μάλωνε μ΄όλους, την κλείσανε σ' ένα ίδρυμα, πήγαμε να τη δούμε  με μια φίλη της, γειτόνισσα, δε θυμόταν τη τύφλα της, μιλούσε νευρικά, κάτι ζωγραφιές τροφίμων στο τοίχο, ''Η θάλασσα'',  ''Η μοναξιά'',   '' Το καλοκαίρι'', ''Φωτα'',  '' Το σπίτι μας'', έπειτα από λίγο δεν άντεχα εκεί μέσα.

Εκείνο το βράδυ  είδα ένα όνειρο, με κυνηγούσαν λέει γιατί κρατούσα κάτι που το ήθελαν, στην αρχή ήταν χαλαρά, σα πλάκα , αλλά μετά γίνονταν απειλητικό το πράγμα,  έτρεχα σε διαδρόμους, πόρτες έκλειναν πίσω μου, τοίχοι γκρεμισμένοι, σιδερόβεργες έβγαιναν από μέσα τους, φώτα με χτυπούσαν μέσα από χαραμάδες, έψαχνα οπωσδήποτε για διαφυγή, ένα άνοιγμα, ένα κουτί,  έριξα μέσα αυτό που κρατούσα, λέω ''Αυτό ήταν''  αλλά τότε ανοίγει η πόρτα , κάποιος με πρόσωπο παραμορφωμένο εμφανίζεται, με κοιτά, έρχεται με φόρα κατά πάνω μου, τάχω δει όλα οπότε λέω ''Μάγκα μου ώρα να ξυπνήσεις''


Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

ΑΥΤΗ Η ΘΑΛΑΣΣΑ Η ΜΕΓΑΛΗ...

Παραλίγο να πλακωθώ μ' έναν καλόγερο σ' ένα μοναστήρι όπως τρώγαμε. Είχε πέσει με τα μούτρα στο  πιάτο του κι είχε πιει κάνα δυο ποτήρια κρασί- δε τους μπορώ τους λαίμαργους. Κατά τ' άλλα περνούσαμε τζάμι, στο μπαξέ μας έδειχναν ντοματιές και φασολιές, στα παρτέρια είχαν φυτέψει δενδρολίβανο , ρίγανη , δυόσμο, θυμάρι- ο βασιλιάς λέει των αρωματικών-, φασκόμηλο και κόλιανδρο για γήινη γεύση, μέντα, μαιντανό κι αρμπαρόριζα για γλυκίσματα, παντού τριανταφυλλιές ροζέ και βελούδινες , στη κουζίνα  έφτιαχναν φακές με πληγούρι ρίχνοντας από πάνω λάδι και σε κάτι άλλα κατσαρολικά ρεβύθια με λεμόνι μπόλικο,  βαζάκια με μπαχαρικά διάφορα, καζάνια γυαλισμένα, κουτάλες ξύλινες , φούρνοι καπνισμένοι, πελτέδες και πλεξούδες σκόρδο,κάποιος τηγάνιζε μελιτζάνες, απ το παράθυρο έβλεπες κάτι τοίχους ασβεστωμένους και πιο πίσω  το πέλαγο, θέα φοβερή, τα κύματα έσπαγαν στα βράχια βουίζοντας, στην αρχή σου σπάνε τα νεύρα αλλά σιγά-σιγά ηρεμείς. Ένας γέροντας εκατό χρονώ κι απάνω  μας έλεγε ιστορίες για φλουριά θαμένα σε κάσες, για πόλεμους με Τούρκους που γέμιζαν έναν κάμπο, κάποιοι λέει έσκαβαν ταμπούρια με τα μαχαίρια τους, το βράδι έπεφταν στα γιατάκια τους να πλαγιάσουν, μας έλεγε για θερισμούς και τρύγους για σταφύλια γλυκά, κόκκινα κι άσπρα και για άλογα που έπιναν νερό κελαρυστό σε ποτίστρες.
 Στην εκκλησία ψέλναμε με τον Πέτρο,''Κεχαριτωμένη χαίρε'', ζόρικο, κόσμος πολύς, κόμπλαρα μα σκέφτηκα ''Θα το πω κι ότι γίνει'' κι ύστερα νιώθεις πολύ ωραία ρε φίλε, έτσι γίνεται, έκανα λάθη κι ο Πέτρος με διόρθωνε μαλακά, διαβάζαμε ψαλμούς ''Αύτη η θάλασσα η μεγάλη και ευρύχωρος..'' κι αναγνώσματα, ο Ιακώβ έπεφτε για ύπνο μ' ένα λιθάρι προσκέφαλο κι έβλεπε τη σκάλα με τους αγγέλους ν' ανεβοκατεβαίνουν , ξύπνησε και είπε'' Ρε μεγάλε που έχω πλαγιάσει'' κάτι τέτοιο, στους τοίχους αγιογραφίες, η γέννηση, βοσκοί με προβιές, μάγοι με τα μουλάρια πάνε σ' ένα βουνό ακολουθώντας το άστρο, ο Χριστός στο τάφο τυλιγμένος με λωρίδες άσπρες, μια γυναίκα πάει να τον ακουμπήσει'' Μή μ' αγγίζεις !'' ο ηγούμενος μας είπε για τα δέντρα που λύγισαν να προσκυνήσουν σαν πέθανε η Παναγία, για τον Ιεφθάε που του κόπηκαν τα χέρια σαν πήγε ν' ακουμπήσει το φέρετρο κι ύστερα ένας άγγελος του τα κόλλησε πίσω, για τόν άραφο χιτώνα του Ιησού που είχε φτιάξει η μάνα του και για το κεντημένο καταπέτασμα του ναού που είχε ράψει,  αυτό που σκίστηκε όταν πέθανε στο σταυρό ο γιος της, ο Θωμάς λέει δεν πίστευε ότι στο μνήμα ήταν η Παναγία- καλά αυτός ο Θωμάς ήταν περίπτωση - και του πέταξαν τη ζώνη της μπας και πειστεί.

Εγώ πάντως δε μπορούσα να πάψω να παρακολουθώ τις γυναίκες που έρχονταν, πόδια μακριά σημάδια στη πλάτη απ το μαγιώ, μάτια γαλάζια πράσινα και καφετιά, κρατούσαν λαμπάδες και τις κολούσαν σε μια εικόνα παλιά μαυρισμένη, με κάτι τάματα ασημένια κρεμασμένα απάνω της.
Ένα μικρό σπαστικό μ' ένα σημάδι στο ποδαράκι του χαλούσε το κόσμο με τις φωνές του ώσπου η μάνα του το αμόλησε.
Έπιασα κουβέντα με μια ξανθιά - οι γυναίκες μου ανοίγονται, μ' εμπιστεύονται δε ξέρω γιατί, μου είπε την ιστορία της. Είχε παντρευτεί έναν αχαϊρευτο, τη χτυπούσε άμα δε του άρεσε το φαϊ, , την έπεσε σε μια φίλη της, ένα βράδι  της είπε μια προστυχιά κι αυτή αηδίασε, πήρε τους δρόμους με το μωρό στην αγγαλιά , δε ξαναγύρισε πίσω, αυτό το μωρό που παραλίγο να τη στείλει στο τάφο στο Ιπποκράτειο, όπου γέννησε για οικονομία, παρέα με κάτι γύφτισσες. Αυτές κουβαλούσαν μαζί τους  όλο το σόι που κοιμόταν στο πάρκο. Μετά τη γέννα ο γιατρός δοκίμασε τη κοιλιά της χαμηλά κι  ένας πίδακας αίματος αναπηδησε, το βλέμα του γιατρού γέμισε πανικό κι αυτή είχε ανατριχιάσει τη βάλανε στην εντατική, το μωρό χαροπάλευε τελικά γλύτωσε, αλλά του έμειναν κάτι σημάδια.

Ο ήλιος βούλιαζε στα κόκκινα σύννεφα οι ψαράδες αμολούσαν πετονιές, καβουράκια λιάζονταν κι άλλα κάτι έβαζαν στο στόμα με τα ποδαράκια τους, πίσω μας ένα μικρό  χωράφι με καλαμπόκια που σείονταν στο φύσημα του αέρα.Το σπαστικό κοριτσάκι εμφανίστηκε από κάπου και πλησίασε τη ξανθιά γυναίκα. Πρόσεξα ένα σημάδι στο ποδαράκι κάτω απ το γόνατο. Κατόπι ήρθε κοντά μου κι έπιασα τα μαλακά χεράκια του.
''Ξέρεις''  μου είπε η γυναίκα '' από  κείνη τη βραδιά που φύγαμε απ το σπίτι δεν έχει αγγίξει ξένο.

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

ΜΗ ΜΕ ΨΑΧΝΕΙΣ

Κάποτε δεν το άντεχα '' Μη με ψάχνεις μες τον Αύγουστο'' τώρα δεν έχω  πρόβλημα, ας με παίρνει κι ας με ψάχνει όσο θέλει κι ούτε με πειράζει η άδεια πόλη με τους λαχειοπώλες να τρώνε μπουγάτσα στη Τσιμισκή, σκύλοι μαλλιαροί βολτάρουν,  σαπουνάδες  στις τζαμαρίες των κοτοπουλάδικων, πιάτα στοίβες στους νεροχύτες, αφροί κι απορυπαντικά, η θάλασσα σα λίμνη μαβιά και πράσινη, γλάροι και κύματα, με το Θόδωρο για μπύρα στα Λαδάδικα, με ρωτά για τα μαθήματα, έβγαλα ένα μαθητή στη δουλειά , δεν είμαστε καλά. Στους δρόμους διαφημίσεις, σοκολατούχο γάλα και το κεφάλι ψηλά, μπύρες και τα χέρια ψηλά- γεια μας- κουβέντες σκόρπιες, ένας ζητιάνος,''Πεινάω'' - ''Κι εμείς κατά κει πάμε'' απαντά κάποιος,  ''Τι ώρα είναι;'' ''Πάρε ένα ρολογάκι ρε φίλε'' - ''Πότε ξεκινά το λεωφορείο;'' - ''Μην αγχώνεσαι μεγάλε'', γυναίκες μαυρισμένες μ' ωραία σώματα μιλούν ακατάπαυστα στα  κινητά, τρελλαίνονται να μαθαίνουν μυστικά σου, τα δικά τους θα τα πάρουν μαζί τους, ταξίδαι κρυφά στη Λευκάδα, φωτογραφίες σε πισίνες της Μυκόνου, εισητήρια αεροπορικά για πάρτι στην  Ίμπιζα και στο Μαϊάμι.

Στα υπόγεια μαγαζιά μυρουδιά ρούχων σε στρεσσάρει, στα βενζινάδικα σκύλοι πίνουν από κουβάδες, ανοίγουν το στόμα σα να χαμογελούν, κοριτσάκια γεμίζουν μπουκάλια με νερό, ο Δημήτρης - πάει χάθηκε κι αυτός- μοίραζε διαφημιστικά τον Ιούλιο στο Κιλκίς, στη Μηχανιώνα, στη Θέρμη και στη Νέα Ραιδεστό, ένα τσογλάνι δεν του άνοιγε τη πόρτα, στο τρίγωνο, στην αρχή της Δελφών Ρώσοι βγάζουν φωτογραφίες, Πακιστανοί παλεύουν να βγάλουν εισητήρια, οδηγοί τους λοξοκοιτούν, κάποιος πάει να περάσει τοδρόμο κι ένα μηχανάκι τον πάιρνει σβάρνα, φρυγανιές σκορπούν στην άσφαλτο,σαμπουάν κι αποσμητικά κυλάνε, αμάξια περνούν από πάνω τους, βοηθώ τον χτηπημένο, το μηχανάκι σταματά παρακάτω , ο οδηγός βγάζει το κράνος, ''Εγώ φταίω'' του φωνάζει ο πεζός, τραγούδια στον αέρα '' Κι άλλο καλοκαίρι πέρασε΄΄-  ''we were looking for the summer'', ένας τρελλός με ζώνη χρυσή και ρολόι ασημένιο, ξυπόλυτος, μπαίνει σ' ένα ξενοδοχείο ακριβό, κοντά στη Δωδεκανήσσου, τέντες πανύψηλες στις λαικές, στις πολυκατοικίες ασανσέρ τρίζουν , πόρτες κλείνουν πίσω σου, ήχοι παραξενοι στο διάδρομο, χέρια ψαχουλεύουν πόμολα το βράδι.

Κάπως έτσι περνά ο Αυγουστος, βροχές πιάνουν απ' το πουθενά, τα φορέματα των κοριτσιών μουσκεύουν και τα σώματα τους διαγράφονται, ΄΄ο πρίγγηπας'' εκεί στη Μητροπόλεως  κάνει ασκήσεις προτού κοκαλώσει στο βάθρο του, μηχανάκια μαρσάρουν στις κατηφόρες των Συκεών, στις ανηφόρες εκεί στο ασβεστοχώρι,  φωτιές στο Άγιο Όρος, καλόγεροι τόχουν ρίξει στη μαγειρκή και  στο εμπόριο, αεροπλάνα με πτερύγια ανοιχτά σα σαλάχια ίπτανται κι άλλα καρφώνονται σε βουνά, κάποιοι είδαν λέει μια φιγούρα στο πιλοτήριο να κινείται πριν γκρεμοτσακιστεί το ιπτάμενο πουλί,  κλυδωνισμοί κυμάτων, λαίλαπες ανέμων, τρικυμίες στα σπίτια, ανδρόγυνα χωρίζουν, εισβολές στη Κύπρο, αποβάσεις στα πάράλια, τανκς στρέφουν τους πυργίσκους και πυροβολούν γυναικόπαιδα που τρέχουν, το μέτωπο σπάει στη Μικρασία, τσέτες εισβάλουν στη Σμύρνη, θρήνος και οδυρμός, κόσμος ποδοπατιέται, Τούρκοι άγριοι καίνε το σύμπαν, τι τα θες αυτά είναι τα ελληνικά Καλοκαίρια.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ

Ξέρουν ότι τους έχεις αδυναμία, και το χρησιμοποιούν, επιμένουν, δεν υποχωρούν ούτε εκατοστό, το τραβάνε μέχρι το τέρμα, εσύ βέβαια το βλέπεις ότι πάλι βλακεία θα σε βάλουν να κάνεις αλλά αυτοί δε καταλαβαίνουν τίποτα κι επιμένουν, '' Ρε μάνα δε κάνει αυτή για μένα, θα μου βγάλει τη πίστη'' Όχι δε ξέρεις εσύ'' φωνές, κλάματα, δε θες να τους απογοητεύσεις αλλα δε θες πάλι να κάνεις κινήσεις άγαρμπες, πράγματα στραβά, αυτοί βιάζονται, να σε αποκαταστησουν όσο ζουν, να γινεις καθώς πρέπει να πας με το ρεύμα το καταραμένο, πρέπει νάσαι φταγμένος από πυρόλιθο για να αντέξεις, να περιμένεις σα βλάκας, να τα βάλειςε όλα σε μια σειρα, αλλά αυτοί  στο κόσμο τους , σου σπάνε τα νεύρα, σε ρίχνουν στα τάρταρα, σε χαλάνε Καλοκαιριάτικα.

Στο σπίτι μιας φίλης, έξω απ' τη πόλη, προσέχω τη γριά μητέρα της, για να βγει καμιά βόλτα, έχει πήξει. Βράδυ, η γιαγιά μου λέει ιστορίες για το Πάσχα στη Χίο, πυροτεχνήματα τη νύχτα πάνε κι έρχονται, κρότοι και λάμψεις, φούρνοι ψήνουν πίτες,  σ' όλο το νησί απλώνεται η μυρουδιά, κρέατα σιτεύουν στα κελάρια, ο πατέρας της είναι θαμένος σ' ένα μοναστήρι, δίπλα σε μια βρύση, ντόπιοι και ξένοι πίνουν νερό από ένα κύπελο κοιτάζοτας τον κάμπο, καρπούζια και σταφύλια στις πλαγιές, δέντρα σαλεύουν στον άνεμο το καλοκαίρι, πρέπει να πάω κατά κει κάποτε.

Δεν κάνω και τίποτα σπουδαίο, πλησιάζω να δω αν είναι καλά , άμα αναπνέει, κοιμάται ήσυχα, σα να χαμογελά στον ύπνο της, σκέφτομαι άλλους γέρους που κρύβουν λεφτά σε στρώματα και μαξιλάρια, δε δίνουν μια φέτα ροδάκινο στην Αλβανίδα που τους κοιτάζει, μετρούν τα γεμιστά στο ψυγείο, αντί για ρεύμα ανάβουν το καντήλι για οικονομία, έχουν ακίνητα και μεζονέτες, μετρούν και ξαναμετρούν τις καταθέσεις τους, αρρωσταίνουν όταν χάνουν χρήματα, στομάχια τρυπάνε, ακτινογραφίες, σπινθηρογραφήματα, υπερηχογραφήματα, εγχειρίσεις,αναισθησίες, βόλτες στον άλλο κόσμο, γιατροί άπληστοι, όργανα βγαίνουν, μπαλονάκια μπαίνουν, στις καφετέριες κλέβουν ζάχαρες καφετιές,  μπαίνουν στο ίντερνετ, ξενυχτάνε ψάχνοντας πορνό, νομίζουν ότι  ο αέρας είναι μολυσμένος - εδώ έχουν δίκιο-   το κλίμα αλλαγμένο, ο πλανήτης χαλασμένος, το νερό δηλητηριασμένο, φίλτρα και κόντρα φίλτρα στις βρύσες, τριγυρνούν σα φαντάσματα, δεν έχουν πάρει χαμπάρι τι έχει γίνει, πως τάχουν φτιάξει όλα τριγύρω, δε ξέρουν τι να κάνουν με τη ζωή τους.

 Στο μπαλκόνι μου φάνηκε ότι κινούνταν κάτι σκιές, δίπλα υπήρχε μια ρεματιά, αέρας φύσηξε σε μια στιγμή, αστραπές και βροντές από τα δυτικά, τα δέντρα σείστηκαν στη ρεματιά , κάτι φώτα μακρυά, σηκώθηκα να πιω νερό, μια κανάτα γυάλινη στο ψυγείο,σταγόνες έτρεχαν στο πλάι. Ένα κρύο ντους το πρωί, ένας καθρέφτης με δείχνει ωραίο, πρέπει να βρω κι άλλους τέτοιους, η φίλη γυρνά, όλα καλά.

Ξαναμπαίνω στη πόλη, θέλω να τηλεφωνήσω κάπου, ένα νοσοκομείο, μπαίνω μέσα, ψάχνω καρτοτηλέφωνο, κάτι κορδέλες κόκκινες απαγορευτικές, δυο μουγγοί μιλούσαν με νοήματα,κάποιος φωτογράφιζε ένα graffiti στο τοίχο, ένα ταμέιο, άνθρωποι μπροστά φώνάζαν , χαρτιά και έγγραφα στο πάγγο, νοσοκόμοι μιλούσαν για άδειες κι επιδόματα, δε μπορούσα να βρω μια κάρτα, άδειασα  τις τσέπες, τηλεφωνώνησα  τελικά, η Χριστίνα κάτω στη Κρήτη, στον Ταυρωνίτη εκεί στο Μάλεμε μου είπε ότι πήρε το σκαλπ του proficiency, γελούσε, το χρειαζόμουν αυτό.

Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

ΤΕΡΜΑ



Είμαι προετοιμασμένος όταν βγαίνουν τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις των παιδιών, μερικά δε θέλω να τα μάθω , δε μπορώ άλλες μαχαιριές, πολλές φορές έχουν περάσει κι ούτε που το ξέρω, μισώ το να χάνω,  άμα περάσει κάνας συμπαθητικός μπαγλαμάς μούρχεται να σπάσω το τηλέφωνο, τους έχω ψυχολογήσει, τους έχω τραβήξει, τους έχω σπρώξει, έβγαλα ότι είχαν και δεν είχαν από μέσα τους, μπορείς να πανυγηρίσεις για λίγο, οι απογοητεύσεις κρατούν γύρω στο σαραντάλεπτο χρονομετρημένο, με το καιρό μαθαίνεις να κοντρολάρεις τα συναισθήματα, να τα αφήνεις να καλμάρουν προτού σε παρασύρουν σε κάνα βάραθρο, μαθαίνεις να αντιμετωπίζεις τα εμπόδια, ακόμα μια μπάρα , ακόμα μια δοκιμασία, ακόμα ένας κακός όπως στη διαφήμιση της Nike, ακόμα ένα επίπεδο παραπάνω,  ακόμα μια πρόκληση, εντάξει μάγκες , ότι πείτε, το μυαλό αποσυναρμολογημένο, διαλυμένο απ' το καλοκαίρι, ο ήλιος χτυπά κάθετα , γυαλιά- καθρέφτες που μπορεί να σε στραβώσουν, φόβοι αναμενόμενοι και μη που πρέπει να πνίξεις, αμφιβολίες να νικήσεις, στόχοι να επικεντρωθείς έτσι που πρέπει να τρακάρεις με φορτηγό για να παρεκλίνεις, ημερομηνίες να προλάβεις, δεν υπάρχει χρόνος να υσηχάσεις, κάποιοι που έχασαν τη φρεσκάδα τους μένουν πίσω, δε γίνεται αλλιώς, άμα δεν αντέχεις πας σπίτι σου και το δικό μου δε λέει.

Στο μεταξύ κόσμος πάει κι έρχεται στη Χαλκιδική, αμάξια και λεωφορεία, μηχανές γέρνουν στρίβουν και χάνονται πέρα μακριά, ο Δεκαπεντάυγουστος πλησιάζει, στα πανυγήρια σου κολάνε αυτοκόλητα στο στήθος, κορίτσια με φουστάνια που δείχνουν καρδούλες και κλειδιά να τις ξεκλειδώσεις, μικρά παιδιά απλώνουν τα χέρια στον ανεμιστήρα να δροσιστούν, ο αέρας ανεμίζει τα μαλλιά τους, παπάδες διαβάζουν ευαγγελικές περικοπές, ο Προφήτης Ηλίας απογειώνεται, ο διάβολος πλησιάζει το Χριστό και του δείχνει όλα τα βασίλεια της οικουμένης σε μια στιγμή του χρόνου, του ζητά να υποταχτεί, ύστερα τον ανεβάζει στο πτερύγιο του ναού και του λέει να πέσει από κει πάνω για να τον σηκώσουν οι άγγελοι στα χέρια τους, τρικυμία σηκώνεται στη θάλασσα της Τιβεριάδας, ο Χριστός περπατά πάνω στα κύματα, άνθρωποι τρέχουν να δουν, Κινέζοι τραβούν με κάμερες , ανεβάζουν βιντεάκια στο U- tube, κάποιος λέει ότι το είδε.

Σακούλες φορτώνονται στα σκουπιδιάρικα, δροσιά βγαίνει απο τα μαγαζιά με κλιματισμό, δέντρα πρασινίζουν τραβώντας νερό από αγωγούς υπόγειους που κυλάνε στα σπλάχνα της πόλης, πλυντήρια και μπανιέρες αδειάζουν,  κάμερες ασφαλεία πιάνουν γάτες να κατεβαίνουν σκαλιά, γύφτοι βαράνε τουμπερλέκια '' Ούτε στο εχθρό σου να μη τύχει'' , κοιμούνται στα γρασίδια , τρώνε ψωμί ξερό, μουσκεμένο, στο Cosmos διαφημίσεις του National Geographic, κανώ   έτοιμα να αναποδογυρίσουν ανάμεσα στις τρομερές χαράδρες του Grand Canyon,  τυφώνες στο τρίγωνο των  Βερμούδων, υποβρύχια αναδύονται στο μάτι του κυκλώνα,  καράβια περνούν τη γέφυρα του Παναμά περνώντας δεξαμενές και λίμνες, φέρετρα κρέμονται  πάνω απο ποτάμια στη Νικαράγουα, το κανάλι Aztec αναμεταδίδει, λεηλασίες στα μαγαζιά του Λονδίνου, σφαίρες στους δρόμους της Λιβύης, μπλακ άουτ στη Βομβάη, αεροπλανιοφόρα μετακινούνται κατά τη Μεσόγειο, δορυφόροι πιάνουν κινήσεις ύποπτες, το Curiosity κατεβαίνει στον  Άρη, μετεωρίτες γυρίζουν γύρω από τη γη, ηφαίστεια εκρύγνηνται  κι αλΛάζουν τη τροχιά της, , καράβια φεύγουν για τα νησιά, η κυρία Μόνα έχει σιχαθεί το Βαρδάρη, φανελάκια στάζουν ιδρώτα, κάρτες αδειάζουν ,  τα χρήματα τελειώνουν, ο Βolt σπάει τα χρονόμετρα και τεντώνει το τόξο του και το Καλοκαίρι τρέχει ακάθεκτο προς το τέρμα του.


Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

ΛΕΜΟΝΙ ΖΕΛΕ

'Oταν  κάθεται μπροστά μου κάνα μωρό στο λεωφορείο σκέφτομαι '' Μη κουνιέσαι από κει παιδί μου'' φορώ τα ακουστικά μου, χαλαρώνω κι αρχίζει το παιχνίδι. Δαγκώνει τα χείλια, σταυρώνει τα πόδια, γλουτοί ωραίοι αποκαλύπτονται, μάτια θλιμένα κοιτούν έξω απ' το παράθυρο, χέρια μαλακά, κοτσιδάκια ψηλά στο κεφάλι σα λοφίο, πόζες σε γωνίες σα μοντέλο. Δεν έχω προτίμηση, καλά είναι και τα ζόρικα μικρά και τα αγρια κούγκαρ, τα επιθετικά- δεν αντέχω μόνο να με στριμώχνουν -  αυτές που το παίζουν  κάσπως τις αγνοείς και λιώνουν και μαραίνονται γιατί η προσοχή είναι το οξυγόνο τους. Σηκώνομαι να κάτσει κάνας γέρος ετοιμοθάνατος, αυτές με κοιτούν, ονειροπολώ ότι σώζω κανένα βλαμένο πιτσιρίκι που πάει να περάσει σα στραβό το δρόμο, η μαμά κλαίει, ο κόσμος με κοιτά, εγώ το παίζω σεμνός ''Δεν έκανα και τίποτα'', το μωρό έχει λιώσει, ο στόχος επετεύχθη.

Τους αρέσει να σχεδιάζουν, να βρίσκουν κόλπα , σε κοιτούν πίσω από παράθυρα, προσεγγίσεις περίεργες, κανονίζουν να φανεί το νούμερο  σου για να πας στο δικό τους γκισέ, αγγίγματα με το πόδι, σκέφτονται ''Μα είναι βλήμα ο τύπος'', δοκιμάζουν  να πιουν απ' το ποτήρι σου για να μάθουν  τι σκέφτεσαι.

Αναρωτιόμουν πάντα τι κρύβουν οι όμορφες κάτω απ τη μάσκα τους κι έπειτα έμαθα ότι έχουν ανασφάλειες και φόβους που τις καταποντίζουν σε βάραθρα, ορμονικά λέει κι άλλα τέτοια κόλπα,  ήθελα πάντα να μπω στο μυαλό των γυναικών μέχρι βαθειά πολύ, να δω πως σκέφτονται, πως μας βλέπουν, προσπαθείς να νιώσεις στον αέρα αν σε παίρνει να προχωρήσεις, το αισθάνεσαι στο σώμα τους, στις συσπάσεις του προσώπου, στο χρώμα της φωνής, στο περπάτημα, στο χαρτάκι που πετούν στο δρόμο, λες ''Άσε καλύτερα'' ή ''Τώρα πρέπει να χτυπήσω'', καρδιοχτύπια αγωνίες, τις βλέπεις στον ύπνο σου, οι ίδιες μουσικές ξανά και ξανά ώσπου τις πετυχαίνεις σε μια στάση και είναι το πιο φυσικό πράγμα, σα να τόχεις ξανακάνει, σα να τόχεις ξαναζησει, σκέφτεσαι πάλι,  αν  μ' αρέσει κι αυτή τη φορά θα παραδοθώ κι όταν τη ξαναβλέπεις όλα είναι εντάξει και πέφτεις πια κι όποιον πάρει ο χάρος. θες να νιώθει άνετα, να τις κάνεις τα χατήρια, να βρεις τι στο δαίμονα θέλει ακριβώς, τι της αρέσει, τι θέλει απ τη ζωή σου. Στο φιλί έχω λίγο πρόβλημα, παρακάτω είμαι καλός, τις πιάνει το μητρικό , θέλουν να σε προστατέψουν , να σ' αγκαλιάσουν - αυτό είναι το καλύτερό τους- αλλά κάθε φορά έχω το φόβο ότι θα μ' αφήσουν τίποτα γιορτές ή μες το καλοκαίρι και θα βωλοδέρνω σαν το ακέφαλο κοτόπουλο, δε θα απαντούν στο τηλέφωνο, αυτό που με σκότωνε έναν καιρό, άμα χάσεις μια φορά την αθωότητα σου δε την ξαναβρίσκεις και δε ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό.

Το καλοκαίρι δεν αντέχουν τη ζέστη, γκρινιάζουν, σεντόνια και μαξιλάρια και δωμάτια δροσερά , μπουκάλια παγωμένα στη κατάψυξη , κλιματιστικά στο φουλ, σχέδια για ταξίδια στη Λευκάδα και στη Κεφαλονιά , στις Γαλάζιες σπηλιές, στη Πέργαμο και στη Μπαστιά και στη Τροία , στα Βιενέζικα δάση και στους καταράχτες του Ρήνου.

Έτσι περνά κι ο Αύγουστος σιγά- σιγά, τουρίστες κοιμούνται στα γρασίδια με τα μπαγάζια τους προσκέφαλο, σκύλοι ξενυχτισμένοι ορμούν στα αμάξια προτού πάνε για ύπνο το ξημέρωμα, άλλοι τρέχουν μες τα νερά στα ρέματα του Φοίνικα, φωτιές στη Χαλκιδική, βραχυκυκλώματα στα καλώδια της ΔΕΗ στον Εύοσμο, ακτινοβολία απ τις κολώνες,  χημικά στη Σταυρούπολη , βυρσοδεψεία στο Καλοχώρι, καμινάδες και φλόγες στα διυληστήρια στην Ιωνία, άνθρωποι και κύματα στη παραλία κάρβουνα για να ψήσουν καλαμπόκια, γραφεία κηδειών, φωτογραφίες για μνήματα, παραλίες, γυναίκες, κορίτσια, πρόσωπα, όλα μπερδεύονται μες το μυαλό, όλα διαλύονται, όλα γίνονται  ζελέ σε χρώμα λεμονιού.


Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Στη κλινική είχε πολύ γέλιο, απο κάποιον έπεφταν πορτοκαλάδες και σοκολάτες και μπισκότα που είχε αγοράσει και δεν ήθελε να δώσει σε κανένα, άλλος πηγαινοέρχονταν  νευρικά μονολογώντας ''Να μη τον ξεχάσω το μαλάκα, να μη τον ξεχάσω το παλιομαλάκα'' δε θυμόταν τη τύφλα του αυτός, μια χοντρή δε σταματούσε να τρώει, ένας αδύνατος, μοναχός ώρες πολλές  προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι  αλλα δεν είχε μείνει  τίποτα μες το μυαλό του- αν υπήρχε ποτέ- και δυσκολεύονταν,   κάποιος είχε δοκιμάσει να το σκάσει πηδώντας απ' τα κάγκελα κι ένα ροντβάιλερ  από ένα γειτονικό σπίτι ξαμολύθηκε ξοπίσω του, τον έπιασαν , τον έφεραν δεμένο, ήρθε ένας γιατρός , ''Είμαστε φίλοι εντάξει''- ''Όκεϊ γιατρέ'' πήγαν μέσα  ''Λύστε τον ''μόλις έκλεισαν τη πόρτα  όρμηξε ''Θα σε φάω ζωντανό'' φωνές κακό μπούκαραν οι νοσοκόμοι τον μαζεύανε. Έγινε ένα γλέντι, κάποιος έπαιζε φάλτσα μπουζούκι,  άλλοι ανέβαζαν τον ενισχυτή και ξεραίνονταν στα γέλια , αυτός απορούσε δε μπορούσε να καταλάβει τι γίνεται, ένας πιτσιρικάς πήρε φόρα και στουκάρησε σ' ένα τζάμι, προσπαθουσαν να ξεκολήσουν τα γυαλάκια από πάνω του, κατά τα άλλα ήταν εντάξει, ο επιθετικός τύπος πήρε κάποιον παραμάζωμα στις σκάλες και τον πήγε μέχρι την κουζίνα, στο υπόγειο για να τον  αδειάσει σε κάτι βαρέλια με σκουπίδια, συναγερμοί βαρούσαν , οι νοσοκόμες τα είχαν δει όλα, το πρωί μια έντονη μυρουδιά από τσιγάρα κι αντισηπτικά, σ 'ενα  θάλαμο η χοντρή γυναίκα έκλαιγε ανεξέλελεγκτα,  ένας πρώην ναρκομανής κείτονταν πεθαμένος στο κρεβάτι του με το κεφάλι κρεμασμένο  στο πλάι.

 Οι δυο τους τάλεγαν εκεί μέσα. Τον εναν τον είχαν κουβαλήσει ύστερα από  ένα ατύχημα, ένα  λεωφορείο είχε πέσει απάνω  του και τον έκανε λιώμα, για ώρες ήταν σε αφασία , η γυναίκα του του είχε κλείσει τα μάτια, αυτός έβλεπε οράματα, ένας ύπνος γλυκός, κάτι τον τραβούσε γλυκά πολύ προς ένα μέρος, ήθελε  να φύγει, να τελειώνει μα ύστερα σκέφτηκε'' Δε γίνεται έχω το παιδί και τη γυναίκα'' και γύρισε πίσω  αλλά το σοκ ήταν μεγάλο δεν άντεξε , τελικά τον έφεραν στη κλινική.
        Ο άλλος τα είχε παίξει στη Πελοπόνησσο σ 'ενα κέντρο της αεροπορίας, είχε πάει μοναχός του με τρένα και με φορτηγά, κοιμήθηκε ένα βράδι στην Αθήνα, ένα ξενοδοχειο στην Ομόνοια  χάθηκε στα στενά, δεν ήξερε τι γίνονταν γύρω. Στο κέντρο ένα αεροδρόμιο, αεροπλάνα έπαιρναν φόρα και ξαμολιούνταν στον αέρα, εξατμίσεις και κηροζίνες, το σκάφος χάνονταν ψηλά σε μια στήλη κάποιου προβολέα ώσπου να το καταπιεί  το σκοτάδι. Καταδρομείς έκαναν πτώσεις νυχτερινές μ' αλεξίπτωτο, τύποι με μαύρες πουλάδες στο στήθος πηγαινοέρχονταν στο στρατόπεδο, πολύ πέτρα εκει κάτω όχι όπως  στη Μακεδονία με τους απλωμένους κάμπους,  κάτι μπεκ έριχναν νερό σε καρπούζια και φασόλια, σκορπιοί και φίδια, τζιτζίκια χαλούσαν το κόσμο, τους έβαλαν αγγαρεία στα μαγειρεία, κάποιος  έριχνε ένα καζάνι μακαρόνια σε μια μπανιέρα κι ύστερα τα ανακάτευε με τα χέρια,  μια μέρα κλάπηκαν κάτι όπλα, ήταν σκοπός,  ένα μοσχάρι με γαλόνια τον στρίμωξε  '' Στάσου όρθιος ρε!  Μην είσαι νωχελής!  Μη στέκεσαι στο ένα πόδι!  Σου μιλάω ρε! τον τσάκισε, μια μελαγχολία τον έπιασε, σέρνονταν στο νοσοκομείο, δυο αερονόμοι τον φόρτωσαν στο λεωφορείο και τον έστειλαν σπίτι του.

Μόλις βγήκαν απ τη κλινική πήγαν όπως είχαν πει στο βουνό να μαζέψουν τσάι,  ο δρόμος σμπαραλιασμένος απ τις βροχές παραλίγο να γλυστρήσουν σ' ένα βάραθρο, ωραία ήταν  όμως εκεί πάνω,  τα σύννεφα φαίνονταν από κάτω όπως όταν πετάς μ αεροπλάνο,  ένα σμήνος από πουλιά βρέθηκε εκεί πέρα τρέχα γύρευε πως, βγήκαν και μια φωτογραφία με τον ήλιο να κοκκινίζει τη δύση.

Τη βλέπω αυτή τη φωτογραφία και σκέφτομαι ότι πέρασαν χρόνια από τότε.
Πάντως ο αδερφός μου όμορφος φαίνεται.


ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...