Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

ΑΔΑΜΑΝΤΟΦΟΡΕΣ ΦΛΕΒΕΣ

Ήταν το καλύτερο μέρος της διαδρομής, λίγο χιόνι υπήρχε ψηλά στα βουνά ανάμεσα στα δέντρα  που ντυμένα σε χρώματα χειμωνιάτικα σχημάτιζαν ένα είδος χαλιού στις κορφές,  συστάδες  από λεύκες   έριχναν  τη σκιά τους στην επιφάνεια μιας λίμνης,  πουλιά πετούσαν χαμηλά  στο νερό σα να ήθελαν να το αγγίξουν,  παντού γύρω το κλασικό ελληνικό τοπίο ξέρεις τώρα,  πέτρες απ τη μια,  θάλασσα απ την άλλη,  σταροχώραφα  να πρασινίζουν  μες τις ξερολιθιές…

Καπνός έβγαινε απ τις καμινάδες των σπιτιών με τα κόκκινα κεραμίδια,   νταλίκες με πινακίδες πολωνικές και τούρκικες  σέρνονταν  αργά στην άσφαλτο,  πάνω από γέφυρες τρέχαμε,  αμάξια περνούσαν από κάτω μας,  ένα  σύννεφο  από μαυροπούλια περνούσε πάνω μας,   μερικά κείτονταν σκοτωμένα στο δρόμο. Δίπλα μου  κάποιοι κοιμόταν με το στόμα  ανοιχτό,  μια  γυναίκα  έφτιαχνε τα μαλλιά της στο καθρέφτη του κινητού, η τιράντα απ το φανελάκι που φορούσε κάτω απ τη ζακέτα της φαίνονταν,   δε μπορούσα  να καταλάβω την ηλικία  της,  έψαχνα τα χέρια της ,  από κει καταλαβαίνεις καλύτερα.  Μια λωρίδα χρυσαφένια  έφτιαχνε ο ήλιος  μακριά κατά το πέλαγος,  οι ακτίνες του αντανακλούσαν στους ηλιακούς  πάνω στις στέγες των σπιτιών με τα κόκκινα κεραμίδια,  έκλεισα τα μάτια ν αποφύγω την αντηλιά,   ένας   γηραλέος  με μαλλιά σκληρά σα σύρμα   καθόταν δίπλα στον οδηγό, ελεγκτής παλιός  ήτανε,  στο ξεκίνημα  μου είχε βάλει χέρι γιατί καθόμουν στη πρώτη θέση όμως  εγώ δεν είχα σκοπό να σηκωθώ από κει ούτε με σφαίρες, λογοφέραμε λίγο,  τελικά τα βρήκαμε,  με κέρασε και ραντεβουδάκι από ένα κουτάκι μεταλλικό, χρωματιστό, εκείνες τις μέντες με τη δυνατή γεύση που έκαιγε το στόμα, τις  αγοράζαμε μικροί,  χρόνια είχα να δοκιμάσω εκείνη τη γεύση….

Ο γέρος  με τα μαλλιά σα σύρμα  έλεγε για την εποχή που ήτανε νέος και δούλευε κάπου στην Αφρική, σ ένα ορυχείο  παλιό σβησμένο ηφαίστειο μια τρύπα πελώρια  όπου έβγαζαν διαμάντια, αργότερα είχε δουλέψει  στην  επεξεργασία τους,  τα τρίβανε με τη σκόνη του ίδιου του διαμαντιού για ν αποκτήσουν λαμπρότητα και  να  αντανακλούν το φως σ όλες τις κατευθύνσεις,  μερικά μπορούσαν να φωσφορίζουν και μέσα  το  σκοτάδι  κι αυτό ήταν μαγικό, η  δουλειά  σε σακάτευε αλλά του άρεσε,  τον τρέλαινε να βλέπει εκείνα τα πετραδάκια τα λαμπερά που χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια να σχηματιστούν στον πάτο της γης  αφού δέχτηκαν   πιέσεις απίστευτες  μέσα σε  συνθήκες τρομερές κι άλλα τόσα χρόνια  χρειάστηκαν μέχρι να βγουν στην επιφάνεια από εκρήξεις  η νερά υπόγεια  που πέρασαν από φλέβες αδαμαντοφόρες  και  τα παρέσυραν προς τα έξω,  τον εξιτάριζε όλο αυτό ''Το ξέρεις ότι η ιδανική κοπή ενός  διαμαντιού πρέπει  να το κάνει να έχει εξήντα τέσσερις πλευρές!'' μου είπε....

Ένιωθα κουρασμένος,  απ τα χαράματα είχα ξυπνήσει,  σ  ένα ίντερνετ καφέ ήμουν το ξημέρωμα,   με τον  Δημήτρη  που δούλευε εκεί μέσα ,  όλο  νεύρα  ήτανε,   μια πτώχευση ευχόταν να συμβεί,  να καταστραφεί το σύμπαν, να τρέχουν όλοι  σα παλαβοί , όλα του φταίγανε, έμοιαζε να  μην αντέχει  αυτή τη κατάσταση που σέρνεται  συνέχεια και δε ξέρεις που θα σε βγάλει, είχε βγει μια βόλτα μετά τα μεσάνυχτα σε κάτι μπαρ κι είδε όλο πιτσιρικάδες δεκαπεντάχρονα και δεκατριάχρονα να κουνιούνται σα παλαβά  ''Μα τι γίνεται  εδώ;'' αναρωτιόταν, με βοηθούσε να κατεβάσουμε μια φωτογραφία, το τηλέφωνο του  χτύπησε,  κάτι του είπανε,  έμοιαζε σκυθρωπός '' Μόλις  πέθανε η μάνα μου, πρέπει να φύγω''  είπε.

Είχαμε βγει μαζί στο δρόμο, ο Δημήτρης δε μιλούσε, σε κάποιο πάρκο  ένα στρώμα πάχνης πάνω στο πράσινο χορτάρι είχε απλωθεί, τα φανάρια έμοιαζαν ν'  αλλάζουν χρώμα όλα μαζί, πορτοκαλί,  κόκκινο,  πράσινο,  σάντουιτς κρύα και φρουτοσαλάτες τοποθετούσαν στις βιτρίνες  των φαστφουνταδικων, λεωφορεία  εκδρομικά   έξω από  ξενοδοχεία, γλάροι  γκρίζοι κι άσπροι αραδιασμένοι πάνω στις σκαλωσιές των γερανών του μετρό, ο ήλιος έβγαινε μέσα από ένα δάσος κεραιών. Σε μια λαϊκή  περγαμόντο για  γλυκά πουλούσαν,  πίσω απ' τους πάγκους καφέ πίνανε  από ποτήρια πλαστικά,  τραγούδια λαϊκά ακούγονταν απ τα  ραδιόφωνα των αυτοκινήτων  που άφηναν ανοιχτές τις πόρτες τους , ο Δημήτρης τράβηξε κατά   το νοσοκομείο, πήρα το λεωφορείο...

Στο αστικό με πιάσανε ξανά  δίχως τη κάρτα μου, συνέχεια τη ξεχνώ, άντε πάλι τρέχα να σβήνεις πρόστιμα,  μια αφηρημάδα με  κυνηγά όπως μπαίνει η άνοιξη κι  οι  μέρες μεγαλώνουν συνέχεια,        ένα άγχος μ  έχει  πιάσει,   θέλω  όλα μαζί να τα κάνω και θα κάνω  καμιά βλακεία  πάλι, όμως δε γίνεται,  πρέπει  να το συνηθίσεις και να κάνεις όσα πιο πολλά σωστά μπορείς  τρέχοντας από δω κι από κει σα κοτόπουλο ζαλισμένο!  Μια  αγωνία σα να μ έχει πιάσει, τα   απογεύματα στα καφενεία πανηγυρίζουν  τα γκολ που  μπαίνουν  στο ποδόσφαιρο,  τα βράδια στους βροχερούς δρόμους μπορείς να δεις τα φανάρια των αυτοκινήτων που  γυαλίζουν, μασκοφόροι καβάλα  σε  μοτοσυκλέτες,  κόσμος περιμένει  στην απέναντι μεριά των διαβάσεων, αυτοκίνητα φρενάρουν μπροστά σου  τη τελευταία  στιγμή,   πρόσωπα διακρίνονται αμυδρά κάτω από ομπρέλες ανοιγμένες, στα μαγαζιά με τις μεγάλες τηλεοράσεις καταρράχτες αμολούν τα νερά τους πάνω από βράχια γλιστερά,  κωπηλάτες   λάμνουν  σε ποτάμια κάτω από δάση με δέντρα τεράστια, καταπράσινα, στα κοσμηματοπωλεία πολυέλαιοι  στριφογυρίζουν  χιλιάδες κρυσταλλάκια...

Δε μπορώ να σκεφτώ  σωστά τελευταία,  με πιάνει πανικός , απογοητεύομαι   εύκολα, μπορεί να  τα χεις κάνει σωστά  όλα αλλά  το αποτέλεσμα δεν έρχεται με τίποτα, καθυστερεί πολύ, κι είναι τόσο πολλές οι επιρροές εκεί έξω που μπορούν να σε τρελάνουν, όλοι τρέχουν να προλάβουν, όλοι βιάζονται, σπαταλούν τόσο πολλή ενέργεια δεξιά κι αριστερά που  δεν έχουν αποθέματα στο τέλος όταν τα χρειάζονται,  όταν βγαίνει κάτι  πραγματικά ζόρικο!  Βλέπεις κάποιους που ξεκίνησαν  κι έφυγαν μπροστά πολύ γρήγορα πόσο εύκολα  κάηκαν, έσβησαν,  εξαφανίστηκαν,  πόσο εύκολα πέρασαν στο περιθώριο και φαίνονταν τόσο ορμητικοί, κάτι δεν έκαναν σωστά, άντε  βρες ευκαιρία δεύτερη!   Όμως δε γίνεται αν δε περιμένεις,  δε  μπορείς να κάνεις τίποτα σωστό,   κι έχεις και τους φίλους που σε μπλοκάρουν από παντού, καθένας έχει τα δικά του,  άλλος δε σηκώνει τίποτα για τα πολιτικά,  κομμένη  η συζήτηση γι αυτά,  άλλος δεν αντέχει το παραμικρό στα θεολογικά,  έναν  τοίχο πελώριο έχει σηκώσει,  πάει κι αυτό,  άλλος έχει κόλλημα με τα ερωτικά, δε μπορείς να του πεις  τίποτα, θα σε στείλει από κει που ήρθες,  δεν αλλάζει γνώμη που να χτυπιέσαι!  Όμως τους χρειάζεσαι όλους, μόνος  σου  δε μπορείς να κάνεις  και πολλά, πρέπει  να βάλεις   νερό στο κρασί σου , να προσαρμοστείς,  να δεχτείς πράγματα, πρέπει να είσαι ευχαριστημένος με τα λίγα,  να  μη ζητάς πολλά,  είναι κι αυτό ένα χάρισμα. Πρέπει να το δουλέψεις,  να  βρεις άλλους δρόμους,  άλλα μονοπάτια,  να το διαχειριστείς σωστά,  να μη  φθαρείς, να  μη φθείρεις,  να μη στεναχωριέσαι για πράγματα που δε διορθώνονται,  που δεν αλλάζουν,  ότι έγινε  έγινε, να   κοιτάς μπροστά όλη την ώρα. Πρέπει να παίρνεις   αποφάσεις σωστές κάθε φορά , να ορίζεις  προτεραιότητες, να ξεχωρίζεις  το σημαντικό  απ  το ασήμαντο  και  το δευτερεύον, δε μπορείς να τα πετύχεις  όλα,  κάτι θα θυσιάσεις, άμα τα θες όλα  υπάρχει  κίνδυνος να  χάσεις τα καλύτερα...

Στο κάμπο μπροστά  χωράφια πλημμυρισμένα,  η  γη δε μπορούσε ακόμα  να τραβήξει όλη τη ποσότητα της βροχής που έπεσε,  μα πόσο έβρεξε φέτος,  όλες οι δεξαμενές οι υπόγειες πρέπει να χουν φουλάρει, νερά άφθονα  θα χουμε τώρα  με την άνοιξη.    Αντικρίζοντας ένα σωρό εικόνες το μυαλό στροφάριζε σ άλλες κατευθύνσεις,   φλασιές μου  ρχονταν από  μεριές διάφορες,  σα να ξεκαθάριζαν πράγματα   μέσα μου,  θα μπορούσα  να τα βρω μαζί της,  γίνονται κι αυτά καμιά φορά,  το φαντάζεσαι,  καλά  είναι   τέλειο  όταν συγχρονίζεσαι ,  όταν βρίσκεις ακριβώς τον  τόνο που εκπέμπουν και μπορείς να συμβαδίσεις,  μπορεί να σου πάρει καιρό,  είναι μια διαδικασία πολύ λεπτή  μέχρι να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους,  πρέπει ν αλλάζεις ταχύτητες όλη την ώρα,  να πέφτεις και να σηκώνεσαι,να περιμένεις σαν ηλίθιος πότε θα στρώσουνε,  άστα να πάνε αλλά  είναι τέλειο όταν το καταφέρεις, ακόμα και τότε βέβαια  δε μπορείς να επαναπαυτείς, μην ελπίζεις στα όνειρα  οι γυναίκες όσο καλές κι αν είναι δε μπορούν  σου λύσουν όλα  σου τα προβλήματα...

Μ αυτή ναι θα μπορούσε να προχωρήσει κάτι,  φαίνονταν ότι είχε προοπτική το πράγμα, είχε χαρεί που με  είδε, μα πόσο  ωραία δάχτυλα είχε, πόσο  άσπρα  ήταν τα χέρια της,  πόσο μαλακά είναι τα χέρια των γυναικών,  πόσο καθαρό  το  πρόσωπο δίχως καθόλου μακιγιάζ,  ένα ρολόι κουάρτζ  φορούσε με διαμαντάκια που γυάλιζαν,  τα μαλλιά της κυμάτιζαν στη πλάτη,  όλο παρατηρήσεις μου έκανε ''Τώρα μιλάς σωστά,  μη τους  στέλνεις όλους στο διάβολο,  δεν είναι καλό,  μην αναφέρεις    καθόλου  αυτή τη λέξη!'' - ''Τι είναι πιο σημαντικό…’’ την είχα ρωτήσει‘’… η  οικογένεια  ή οι φίλοι;’’ - ‘’ Οι φίλοι φυσικά!''  φώναξε  απόλυτα  σίγουρη ’’… οι φίλοι  δε το συζητώ !''

Μου έλεγε για τη παρέα της  που ψηφίσαν ότι να ναι στις εκλογές,  κάτι αριστεριστές, κάτι   τροτσκιστές,  κάτι αναρχικοί, κάτι  πυροβολημένοι,  μα που τους βρήκε όλους  αυτούς!  Μου έλεγε και  για το νησί της,   υπάρχουν  λέει εκεί ακόμα  ζαχαροπλαστεία όπου πας  για να φας την πάστα ή  το προφιτερόλ με την ησυχία σου βλέποντας  γύρω τη Τήνο, τη Νάξο που είναι  μεγάλο νησί και πλούσιο,  τη Χίο  πιο μακριά ακόμα και τις ακτές της Τουρκίας στο βάθος!  Όπως   δάγκωνα  ένα  κομμάτι κέικ που μας είχανε φέρει ένας τύπος με φάτσα στραπατσαρισμένη  σα να είχε φάει   μπουνιά απίστευτα δυνατή  μπήκε στο μαγαζί  φορτωμένος με μια αγκαλιά βιβλία, κοιτάξαμε τα  τρελά εξώφυλλα  όλο τέρατα και δράκους,   βιβλία  φαντασίας κουφά, τρελαμένα ήτανε,  τον ξέραμε τον τύπο,  τ αγόραζε για τα εγγόνια του  για τα οποία τρελαίνεται και ζουν στην Ελβετία η στην Αυστρία θα σε γελάσω,   κάπου κατά κει τέλος πάντων,  μόνο βιβλία  κουβαλά όποτε πηγαίνει κατά κει,  στα τελωνεία  τον ξέρουν δεν τον ψάχνουν και πολύ,  με το που έφυγε ο  στραπατσαρισμένος το μέρος  γέμισε γυναίκες  όλες ωραίες μιλάμε  κι όλες φορούσαν γυαλιά μαύρα σα να είχαν συνεννοηθεί,  ''Τι στο δαίμονα συμβαίνει!''  σκεφτόμουν...

Η πρώιμη άνοιξη  ήταν η αγαπημένη της εποχή,  η πρώιμη άνοιξη με τους  χαιρετισμούς που αρχίζουν όπου να ναι, πάντα πήγαινε   στην εκκλησία να τους ακούσει,  ειδικά σε μια παλιά  όπου τα φώτα ήταν χαμηλά και υποβλητικά,  το Πάσχα  ήταν το αγαπούσε κι αυτό ,  το βράδυ της  ανάστασης πάντα την έπαιρναν τα κλάματα  και πάντα  της την έσπαγαν οι ηλίθιοι με τα πυροτεχνήματα και τους πυροβολισμούς που χαλούσαν την ατμόσφαιρα,  μα πόσο βλάκες ήταν να φωνάζουν και να πυροβολούν  μες τη  γαλήνη  της νύχτας!

Μ αυτή κάτι μπορούσε να γίνει αν και ποτέ μη λες μεγάλα λόγια,  πάντως ήταν ένα ενδεχόμενο όπως το βλεπα  τη στιγμή εκείνη,  το μυαλό καθάριζε σιγά σιγά, οι σκέψεις έμοιαζαν να μπαίνουν σε τάξη,  στις πλαγιές  πρόβατα ξαπλωμένα σε κίτρινα άχυρα, πλάκες  ξεκολλούσαν απ τους σχιστόλιθους  και γλιστρούσαν στις κατηφόρες,  πλέγματα σιδερένια  προσπαθούσαν να συγκρατήσουν χώματα και πέτρες  που διαβρώνονται εδώ και χιλιετίες,  ομίχλη υπήρχε κατά μήκος μιας κοιλάδας...

Φτάσαμε στο πρακτορείο  με το που βράδιασε, δεν υπήρχαν  λεωφορεία για το χωριό,  μαζί  με το γέρο ελεγκτή πήραμε ταξί, ο  γέρος καταριόταν τη μάνα του που τον είχε φέρει πίσω στο χωριό  ''Αν δεν ήταν αυτό το σπίτι το πατρικό που είχε χτίσει ο παππούς  μου δε θα γυρνούσα απ την Αφρική και τα διαμάντια ότι και να έλεγε η μάνα μου, μιλάμε για γερό χτίσμα,  όλο πέτρα,   έχει και μια λίμνη μπροστά,   θα δείτε!''  Όσο ανηφορίζαμε κατά τα ορεινά  τα άστρα έμοιαζαν να  κατεβαίνουν χαμηλότερα κι έλαμπαν στο σκοτάδι, ένα ασημένιο στεφάνι  που είχε απομείνει στην άκρη του δίσκου  του φεγγαριού φαίνονταν.  Ο γέρος θα σταματούσε σ ένα χωριό γειτονικό, το σπίτι του ήταν  απ τα τελευταία,  μας πήγε μέσα από κάτι χωματόδρομους, το αυτοκίνητο τραντάζονταν  όπως περνούσε πάνω από  πέτρες, βούλιαζε μέσα σε  λακκούβες βαθιές,  σε κάποιο  σημείο μια στροφή απότομη, σ ένα φως πλησιάσαμε ''Εδώ είμαστε!''φώναξε ο γέρο - εισπράκτορας.

 Οι προβολείς άναψαν στο φουλ κι  ένα τοπίο εκπληκτικό αποκαλύφθηκε,  μια λίμνη μικρή  και γύρω δέντρα  ολάνθιστα που έριχναν τ'  άσπρα πέταλα τους πάνω στην επιφάνεια  σα να  είχε χιονίσει, όπως φωτίζονταν  τα νερά χιλιάδες σχέδια  σχηματίζονταν,  άπειρες  εναλλαγές χρωμάτων κι αντικατοπτρισμών ανάμεσα στο άσπρο και στο κόκκινο , έμοιαζε σαν να ήθελε εκείνη η λιμνούλα να πάρει φωτιά,  σα να είχαν ρίξει μέσα της χιλιάδες κεριά που έφεγγαν τρεμουλιαστά,   καθόμασταν εκεί με τον ταξιτζή και χαζεύαμε,  ο γέρος που  είχε ξαναδεί το θέαμα χαμογελούσε.... 

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

ΑΣΜΠΕΡΓΚΕΡ

''Σ έχει καβαλήσει για τα καλά ο μικρός!'' πέταξε ο  τύπος με τη γενειάδα  κι  ο Αργύρης  έγινε  έξαλλος,  έπιασε τον άλλον   απ το λαιμό, έπεσαν χάμω,   κυλίστηκαν,  γκρεμίστηκαν στα σκαλιά, σύρθηκαν  άγαρμπα  στο πεζοδρόμιο,  κόντεψαν να  σπάσουν τα κεφάλια τους!

Δε σήκωνε κουβέντα για το  γιο του, είχε τρέλα με το  μικρό σου λέω,  μια φορά κόντεψε να  του ρθει κόλπος όταν τον φώναξαν στο σχολείο και τον είχε βρει μισολιπόθυμο, ο πιτσιρικάς   είχε πατήσει κατά λάθος τη μπάλα εκεί που παίζανε  κι είχε στουκάρει   κατευθείαν στο τσιμέντο, με το χτύπημα είχε μείνει αναίσθητος, έγινε άσπρος,  χλόμιασε,  οι καθηγητές τρέχανε από παντού,  του διναν σφαλιάρες,  του έριχναν νερό, φώναξαν τον πατέρα του που ήρθε  πανικόβλητος,    είχε πάρει σβάρνα όλα   τα  νοσοκομεία  με τον  πιτσιρικά  στο πίσω κάθισμα  να βαστά  το λαιμό του που είχε μουδιάσει,  κάθε φορά που περνούσαν πάνω από  λακκούβα και τραντάζονταν πέθαινε στον πόνο,  έβριζε, ο Αργύρης τα είχε δει όλα,  ίδρωνε και ξεΐδρωνε,  τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν μονάχα ένα νευροκαβαλίκεμα!

Όλη η ζωή του έμοιαζε να είναι εκείνο το  αγόρι, το είχε κάνει κάπως μεγάλος κι ένιωθε ότι έπρεπε να   μη χάσει τίποτα,  σου μιλάω δεν είχα δει ξανά τέτοιο πράγμα,  το είχε παραχαϊδέψει,  το αγόρι έμοιαζε κακομαθημένο, ήταν λίγο μυστήριο, έμοιαζε σαν μην επικοινωνεί με τους γύρω του,  λέγανε ότι είχε ένα πράγμα σαν αυτισμό,  ίσως αυτό εξηγούσε τη συμπεριφορά του,  νομίζω Σύνδρομο Άσμπεργκερ λέγεται,  κάπως έτσι τέλος  πάντων.   Είχε βάλει σκουλαρίκι στο αυτί,  μετά είχε τρυπήσει  και το σημείο κάτω απ το χείλος του σε μια  εκδρομή,  η μάνα του όταν το είδε  τρυπημένο τραβούσε τα μαλλιά της,  ο Αργύρης το χαβά του,  δεν έλεγε όχι  ποτέ! Μερικές φορές ήταν ανυπόφορο,  ήθελα  να  του πως ''Μη τον έχεις έτσι ρε!'' αλλά σιγά μη καταλάβαινε,  τον  έπαιρνε   μαζί του   παντού,  ακόμα και στις αγρυπνίες που πήγαινε και τελείωναν μετά τα μεσάνυχτα,  του έκανε  όλα  τα χατίρια,   ήταν απ τους άντρες  που   γεννήθηκαν  για να γίνουν πατεράδες!  Τον είχα δει τον πιτσιρικά  μια φορά     έπαιζε   μπάλα σ ένα γήπεδο με  χορτάρι πλαστικό δίπλα σ ένα  εργοστάσιο παλιό, εγκαταλειμμένο, ο μπαμπάς του καθόταν σ ένα πάγκο και  καμάρωνε, μια μέρα  ηλιόλουστη ήτανε....

Αυτός ο  ανεγκέφαλος  με τη γενειάδα σα του δεσπότη έφταιγε,  κι εμείς δεν τον πηγαίναμε τον μικρό αλλά  δε λέγαμε τίποτα όμως  ο  άλλος  δεν   ήξερε  να μαζέψει το στόμα του, αυτός πάντα τα κανε μαντάρα,  όταν  άρχιζε να πίνει όλο βλακείες έλεγε!   Δε μπορούσε  να σταυρώσει  σοβαρή κουβέντα,  μονάχα  να χαλάει  τη συζήτηση ήξερε, λέγανε ότι κατάγονταν από ένα μέρος   όλο  βουνά   κι είχε δοκιμάσει κάθε κατάχρηση που υπήρχε, τώρα πως είχε βρεθεί μαζί μας μη το ψάχνεις!  Μας είχε σπάσει τα νεύρα,   μα πόσο βλάκας ήτανε,  δέκα φορές μας είχε ρωτήσει την ώρα σα να ήθελε με το ζόρι να περάσει χρόνος πολύς μέσα σ ένα λεπτό, κι ύστερα άρχισε να φωνάζει και να λέει ότι ο μικρός  έτσι όπως πήγαινε θα γίνονταν αλήτης,  πήγαινε γυρεύοντας, μα πόσο  ηλίθιος  ήτανε!

 Όλοι καταλαβαίναμε ότι  το πράγμα δε θα τέλειωνε καλά,  λόγο στο λόγο σηκώθηκαν όρθιοι,    αρπάχτηκαν,  ορμήσαμε   να τους χωρίσουμε,    δε συγκρατούνταν με τίποτα,  είχαν πάρει φόρα, δε μπορούσαν να σταματήσουν,  πιάστηκαν απ τους γιακάδες, ο κόσμος μας κοίταζε έντρομος.

Με τα χίλια ζόρια τους μαζέψαμε από χάμω,ξεσκονίστηκαν, ο μεθυσμένος  μας έκανε  τη χάρη,  ξεκουμπίστηκε, καλά τι στέκι ήταν εκείνο, που το χα βρει, όλα τα κουφά εκεί πέρα γίνονταν! Πάντως δε  βαριόσουνα ποτέ,  οι κουβέντες ήταν πάντα  παθιασμένες,  συζητούσαμε σε σχήμα  χιαστί,  καθένας  με τον αντικρινό του  στην άλλη γωνία,  ξέρεις τώρα πως γίνεται στις παρέες , καθένας συγκεντρώνεται σε κάποιον,  γύρω γίνεται χαμός,  φασαρία,  θόρυβοι,  φωνές, όμως   κανείς δεν  ενοχλείται !

 Μ'  άρεσε πολύ εκεί πέρα,   όλο με κερνούσαν,  τι σοκολάτες, τι καφέδες, τι κρασιά,   πόσους  δεν είχα γνωρίσει εκεί πέρα, εκεί γνώρισα και τον Αργύρη,  του  είχα δώσει  το βιβλίο μου, του  έκανε εντύπωση, έψαχνε  τη φωτογραφία μου,   με ρώτησε πως ένιωσα  όταν το βγαλα  και το είδα  τυπωμένο   ''Μια αγωνία,  ένα άγχος, και τώρα τι κάνουμε,  που πάμε, τι έχει κατόπιν, είχα αδειάσει,  δε μπορούσα να ησυχάσω,  έπρεπε να βρω τον επόμενο στόχο γρήγορα!’’

Γίναμε φίλοι,  όποτε πήγαινα στο σπίτι του μια μυρουδιά επαρχίας που τη ξέρω καλά υπήρχε,  μήλα και κυδώνια παντού  στο μπαλκόνι,μια αίσθηση χώματος παντού.    Όδηγός στα ΚΤΕΛ  ήτανε ο πατέρας του,  κάθε πρωί είχε δρομολόγιο για Ιερισσό και Ουρανούπολη, οι  προσκυνητές  για το Όρος   τον περίμεναν αξύριστοι μες τη νύχτα με τα ραβδιά και τα κομποσκοίνια τους, καλόγεροι χασμουριόταν  σταυρώνοντας το στόμα τους,  τα καλοκαίρια    βάζανε  πεπόνια στην Επανομή   για να τον στέλνουν   στο πανεπιστήμιο,  κάπου μες τη δεκαετία του εβδομήντα.

Πανικός  γίνονταν τότε στις σχολές, ξύλο άγριο  ανάμεσα στις παρατάξεις  κνίτισες τρελαμένες με χακί μπουφάν, αριστεριστές άπλυτοι, δαπίτες με κουστουμάκια,  ξέρεις τώρα,  εγώ δε τα πρόλαβα καλά  λίγο τον απόηχο τους μονάχα,  οΑργύρης όταν τελείωσε από δω   έφυγε  για την Αμερική,  είχε κάνει δυο μεταπτυχιακά οικονομικών  στην Αμερική,   με το που  γύρισε  του είχαν προτείνει μια δουλειά με τρία εκατομμύρια δραχμές  το μήνα σ ένα συνεταιρισμό αγροτικό,  τις καλές εποχές  αυτά, τότε που όλοι κλέβανε  τ άντερα τους,  το διανοείσαι,  τρία εκατομμύρια  κι αυτός δεν  δέχτηκε, προτίμησε ν αρχίσει από χαμηλά,  καλά  πολύ βλάκας !

Έκανε παράπονα, η γυναίκα  του  δεν τον στήριζε όταν έμεινε χωρίς δουλειά τώρα με την κρίση,  όλο μούτρα ήτανε ''Έτσι είναι οι γυναίκες!'' έλεγε ''Άμα είχα το πορτοφόλι γεμάτο όλο γλύκες θα ήτανε!''    -   ‘’Η  γυναίκα ή  το παιδί είναι πιο σημαντικό; ‘’ τον είχα ρωτήσει ‘’Το παιδί φυσικά! Οι γυναίκες πάνε κι έρχονται  το παιδί  μένει !''  Το πίστευε πραγματικά,   του άρεσαν τα παιδιά, τ αγαπούσε,  για το  γιο του  χαλούσε τον κόσμο,   κι ούτε τον πείραζε η ταλαιπωρία όταν έπρεπε να το ταΐζει   δέκα φορές τη μέρα  σαν ήταν βρέφος,    σηκώνονταν ακόμα  και τη νύχτα,   αυτός  ήθελα αν το ταΐζει   ακόμα κι όταν το μωρό κοιμόταν κι άνοιγε μηχανικά το στοματάκι του,  καλά  τι ιστορία κι αυτή με τα μωρά! Του άρεσε  να τον   βλέπει  να μεγαλώνει,  κάθε πρωινό τον  πήγαινε σ ένα σχολείο ειδικό, τον χαιρετούσε κοιτάζοντας  το  λεωφορείο που τον έπαιρνε ν'   απομακρύνεται.  Αργότερα  του άρεσε  να του δείχνει   τα στέκια όπου πήγαινε  αυτός,  ήθελε να του μάθει   ένα σωρό  πράγματα, από πού  κι από ποιους να  φυλάγεται, πως να παίζει ξύλο με τίποτα τσογλάνια,   ξαναζούσε τα δικά του καλά χρόνια τότε που ήταν έφηβος...

Μπορούσα να τον καταλάβω αλλά δεν ένιωθα το ίδιο.   Εμένα  οι γυναίκες μου δίνανε  πάντοτε έμπνευση, πάντα ήμουν της γνώμης ότι ο άντρας είναι για τη γυναίκα  κι η γυναίκα για τα παιδιά.  Τις αγαπούσα όλες κι αυτές που θέλανε  ένα σπίτι καθαρό,  ταχτοποιημένο,  στρωματά μαλακά κουζίνες αστραφτερές, ένα μέρος για  ν'   αράζουν και να το χαίρονται! Μ'  άρεσαν Κι οι  άλλες που θέλανε   να τρώνε το μεσημέρι σολομό ή  μπακαλιαρακια, μανιτάρια αλλά κρεμ,  σαλάτες χωριάτικες, όλες καλές ήτανε, θα μπορούσα να ζήσω με όλες τους  αν και  δεν είμαι απ αυτούς  που τους αρέσει ν αράζουν, δε μπορώ να δένομαι  μ ένα μέρος, δε ξέρεις τι σου ξημερώνει αύριο, το μόνο που θέλω είναι το παράθυρο μου να χει ανοιχτό ορίζοντα μέχρι πέρα  μακριά (άμα είσαι από χωριό)  αυτό μόνο, τίποτα  άλλο!

 Κι  η τελευταία που είχα γνωρίσει   κάπως έτσι ήτανε και πράγμα περίεργο είχε  κρατήσει  περισσότερο!  Συνήθως μ άφηναν  κι εξαφανίζονταν όμως όχι αυτή,   ίσως γιατί  ήταν από κείνες που ζητούν πάρα πολλά και δίνουν  πολύ λίγα,  ότι ακριβώς θέλω δηλαδή από μια γυναίκα,  απλά να είναι  δίπλα μου, να τη νιώθω εκεί πέρα,  να δίνει χρώμα στη ζωή  στα σαββατοκύριακα  πιο πολύ και στις αργίες.... Α και δεν τις αντέχω όταν τεμπελιάζουν,  με τρελαίνουν  όταν δε κάνουν  τίποτα,  αρρωσταίνω όταν μένουν στάσιμες, δε τις μπορώ καθόλου,  θέλω  να εξελίσσονται,  να προχωρούν,  να δουλεύουν τον εαυτό τους σ οποιαδήποτε κατεύθυνση,  δε με νοιάζει,  απλά θέλω  να δουλεύουν ! Αυτή λοιπόν έδειχνε να τραβά, ήθελε να πάμε εκείνο τα ταξίδι  που δεν είχε  κάνει ποτέ,  δε μπορούσα  να το χωνέψω,  δεν ήταν δα και τίποτα σπουδαίο,  εγώ είχα  επιβιώσει μέχρι τότε χάρη  σ αυτό το ταξίδι που το κανα κάθε ενάμιση μήνα,  όπως της περιέγραφα τη διαδρομή έδειχνε να ονειρεύεται  και να θέλει τόσο πολύ να δει τη θάλασσα με τις πράσινες  λωρίδες που την τεμαχίζουν ως πέρα  μακριά....

 Καθόμουν και  χάζευα τις φλέβες της να τεντώνονται στο μέτωπο όταν ζορίζονταν,  άλλοτε   καρφωνόμουν  στο πορτοκαλί πετράδι  που φορούσε  στο δάχτυλο της κι άστραφτε απ όλες τις μεριές! Την είχα μάθει,   μπορούσα   πλέον να δω  το χαρακτήρα της καθαρά σα να κοίταζα  ακτινογραφία, μπορούσα  να διακρίνω  λίγο και την απεικόνιση της στο μέλλον,  πως θα εξελίσσονταν,  προς τα που θα μπορούσε να πάει...

Μου άρεσε ξανά,  ξέρεις πως είναι,  όταν φύγει ο πρώτος ενθουσιασμός μπορείς να τη μελετήσεις λίγο περισσότερο,   αρχίζεις να  βρίσκεις ελαττώματα ένα σωρό, πρέπει να τα παραβλέψεις και να συνεχίσεις μαζί της,  δε γίνεται να την αφήσεις τώρα  που σου πέρασε,  δεν είναι σωστό,  δε της αξίζει όσο  τουλάχιστον είναι εντάξει μαζί σου,  κι αν είναι και λίγο ναρκισσίστρια και θέλει όλο φωτογραφίες της ν ανεβάζει σε οχτακόσιες  χιλιάδες πόζες σα να μην έχει άλλη δουλειά  δε βαριέσαι,  όλες οι γυναίκες το χουν λίγο πολύ...

 Ένα χιονάκι ψιλό άρχισε να πέφτει , υπάλληλοι του δήμου άδειαζαν κάδους με χαρτιά και σκουπίδια,  ένας σκύλος έτρεχε μοναχός του, κι ένας άλλος ούρλιαζε  σιγανά όπως κοιμόταν σα να έβλεπε  φαντάσματα στον ύπνο του.  Μια γάτα άσπρη με ουρά κομμένη από κάποιο δυστύχημα έξυνε τα νύχια της σ ένα δέντρο, δυο  αστυνομικοί με μπότες μέχρι το γόνατο και γιλέκα αλεξίσφαιρα άνοιγαν το  πορτ μπαγκάζ   ενός  αυτοκινήτου,   ο οδηγός ενός  μικρού φορτηγού με μια στραβοτιμονιά   πέρασε πάνω από ένα πεζοδρόμιο,  οι αστυνομικοί παράτησαν το φορτηγάκι  κι άρχισαν να τον βρίζουν. Γλάροι και περιστέρια  πετούσαν κοπαδιαστά γύρω από κάποιον που σκόρπιζε ψίχουλα στο δρόμο,   κορίτσια με   φόρμες μαλακές, παπούτσια αθλητικά,   μια γριά με μορφή τοτέμ πέρασε,  σε μια πολυκατοικία   κισσός  σκαρφάλωνε ανάμεσα σε τούβλα κόκκινα, σ ένα πάρκο   μια ομάδα παιδιών κινούνταν  ανάμεσα στα   δέντρα, τα φώτα άναβαν  στα μαγαζιά, βράδιαζε, 

Λίγο κρασί   είχε απομείνει  στα ποτήρια μας '' Ξέρεις πως γνώρισα   τη γυναίκα μου...''  άρχισε ο  Αργύρης που έδειχνε ήρεμος πάλι  '' Μετά την Αμερική είχα  πιάσει δουλειά   στο κότερο  ενός  εφοπλιστή απ  την Αίγινα, λαδώναμε  τις  μηχανές,  μαγειρεύαμε, καθαρίζαμε  το καράβι,γυαλίζαμε το ξύλινο πάτωμα του καταστρώματος, ύστερα αρχίζαμε   κάναμε  περιοδείες σ όλο το Αιγαίο,  σταματούσαμε σε  νησάκια  με σχήματα αλλόκοτα,  μερικά  ήταν βράχια σκέτα, δε τα  έβρισκες σε  κανέναν χάρτη  ‘’ Μα πόσες βραχονησίδες  υπάρχουν στο Αιγαίο!’’ αναρωτιόμουνα! Ζευγαράκια   φιλοξενούνταν όλη την ώρα  στο κότερο, μια φορά  ένας  Σαουδάραβας είχε έρθει  επίσκεψη με το πλοίο του ,  καλά  μπροστά  σ εκείνο το τέρας  το δικό μας  έμοιαζε με βαρκούλα!  Αράζαμε κατω στη καμπίνα, ερχόταν  να μας δει  η γυναίκα του  Σαουδάραβα ,   μια ελβετίδα  ξανθιά κουκλάρα,   ζητούσε κάνα φαγητό ελληνικό,  μουσακά, αγκινάρες,  καμιά σαλάτα,  γνωριστήκαμε. Όταν τη παράτησε ο εφοπλιστής για κάποια βραζιλιάνα  της τηλεφώνησα,μ άρεσε απ τη πρώτη στιγμή,  είχα μανία να  γυρίσω μαζί της  όλα  εκείνα τα βράχια και τις πέτρες που τις έδερνε  το κύμα όλο το χρόνο,  δε μπορείς να φανταστείς  πως ήτανε,  ήμασταν ερωτευμένοι,  μοναχοί,  εμείς,  η θάλασσα, αμπέλια φυτεμένα σε πλαγιές στη κατεύθυνση του ανέμου, αρχαία θέατρα, τη πήγαινα στα   μουσεία,  αγάλματα άσπρα, πλάκες μαρμάρινες με επιγραφές,  ένας αρχαιολόγος μας είχε μεταφράσει μια  που  ήταν ένα τάμα κάποιου που είχε αρρωστήσει απ την πολυφαγία  και το πιοτό,  είχε πιει κρασί αρωματικό'' ....και μέθης ευώδεος!'' έγραφε  στην   πλάκα,  ο τύπος  ήταν καλοφαγάς είχε κατεβάσει γλυκίσματα,  μελόπιτες,  πεπόνια,  γάλα φρέσκο,   ότι  είχε βρει μπροστά του, όλα ήταν καταγραμμένα,  το πιστεύεις,  άκου τι  έκανε,   γελούσαμε, ήμασταν ευτυχισμένοι,  το βράδυ μια λωρίδα χρυσαφένια απλώνονταν στα νερά   κατά τη δύση  όπως έπεφτε ο ήλιος,  κάναμε έρωτα  στις σπηλιές,  στην άμμο,  στα βράχια,  εκεί πιάσαμε το παιδί μας, τον αγαπώ πολύ  ρε,  καταλαβαίνεις, νομίζεις δε βλέπω αυτά που κάνει,  δεν είναι βλαμμένο, θα στρώσει... 

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ ΠΑΘΟΣ


Το Νικάνορος πάθος,  οπότε ες ποτόν ώρμητο,  φόβος της αυλητρίδος,  ότε αρχομένης αυλείν ακούσειεν εν τω ξυμποσίω,  υπό δειμάτων όχλοι,  μόγις υπομένειν έφη,   ότε νυξ είη,  ημέρης δε ακούων,  ουδέν διετρέπετο,  καί ταύτα παρείπετο χρόνον συχνόν.  

ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ '' ΕΠΙΔΗΜΙΩΝ ΤΟ ΕΒΔΟΜΟΝ  86''


Πήρε  ένα   βάζο που βρέθηκε μπροστά του   και το πέταξε με τέτοια  μανία στον απέναντι στο τοίχο που το κανε κομματάκια,   γύρισε κατά την άλλη μεριά και  χτύπησε μ όλη τη δύναμη  που είχε   τον πάγκο  σκορπίζοντας γύρω ένα σωρό αντικείμενα, τρομάξαμε  όλοι κι εγώ πιο πολύ βέβαια που επέμενα να ρωτώ και τον είχα  βγάλει απ τα ρούχα του.

 Όλο  σε φασαρίες  έμπλεκα  και να πεις ότι δε  με είχε  προειδοποιήσει  ‘’Μη τυχόν  ανοίξεις καμιά κουβέντα μ αυτόν τον παλαβό  ψυχίατρο!’’ μου   είχε πει   δείχνοντας έναν τύπο με γυαλιά και μια  φωνή λεπτή,  έλεγαν ότι είχε σπουδάσει  στη Γερμανία  κι ήταν   για χρόνια   διευθυντής  σε μια κλινική ψυχιατρική,  όλοι οι τρελοί τον αγαπούσαν   γιατί  δε τους πλάκωνε στα χάπια,  όταν έφυγε   είχαν φέρει μια Ρωσίδα που τους άρχισε ξανά τα Λαργκακτίλ και τα Αλοπεριτίν,  τους τσάκισε, τους ισοπέδωσε,  όλοι έμοιαζαν με ζόμπι!

 Μ'  είχαν προειδοποιήσει όμως  θα έσκαγα άμα δε ρωτούσα, είχα ακούσει ότι συνάντησε κάποτε εκείνον τον καλόγερο για τον οποίον λέγανε σημεία και τέρατα.  Ο ψυχίατρος  μου  διηγήθηκε πως όταν τον βρήκε στο κελί του πρόσεξε αμέσως ότι  ο  μοναχός  δεν έβγαζε καμιά αύρα ιδιαίτερη όπως λέγανε.  Πολλοί που είχαν πάει στο κελί του αφηγούνταν ότι ο μοναχός  διάβαζε όλο το παρελθόν στο πρόσωπο σου, μπορούσε να προβλέψει  το μέλλον,  να ησυχάσει τα στοιχεία της  φύσης  κι άλλα θαυμαστά, είχε μεγάλη φήμη,  μπορούσες να πεις πως ήταν διάσημος, ένα είδος αυθεντίας,   κόσμος έρχονταν από  παντού να τον συναντήσει, κάποτε θα πηγαίναμε  κι εμείς να τον δούμε  όταν είχε τύχει να περάσουμε από κείνα τα μέρη με τα δάση, τα μοναστήρια και τα μονοπάτια  τα πέτρινα   όπου οι    άσπρες και γκριζωπές κροκάλες  κυλούσαν κάτω απ τα πόδια μας κι έφταναν μέχρι  τη θάλασσα, θα πηγαίναμε να τον δούμε  αλλά  τελικά  είχαμε βαρεθεί το αφήσαμε ...

 Ο γιατρός όμως ήταν της γνώμης  ότι ο γέροντας  δεν ήξερε ένα κάρο πράγματα,  ούτε φιλοσοφία,   ούτε ιστορία,  του είχε πετάξει κάτι για τον Αριστοτέλη και τον  Καλβίνο κι  ο καλόγερος φάνηκε να μην έχει  ιδέα,  του φαίνονταν αστρονομικά  όλα αυτά κι ούτε τον ενδιέφερε να μάθει , γιατί τον σκοτίζανε, τον παρατηρούσε όλη την ώρα, κάτι δε του πήγαινε καλά, σκέφτηκε ότι  ήθελε να ελέγχει κάθε φορά τον άλλον,  να έχει το πάνω χέρι,  ν αναδεικνύεται ο ίδιος κι η σοφία του, ίσως  ένιωθε ότι περιβάλλεται  από κάποια αύρα απόκοσμη κι αυτός ο επισκέπτης ο παρείσακτος  του τη χαλούσε, φαίνονταν ενοχλημένος, νευρικός,   άρχισε να σκαλίζει κάτι χαρτιά που είχε σ ένα τραπέζι,  βγήκε στο προαύλιο, τελικά  είπε απότομα   στο γιατρό να  φύγει γιατί ένιωθε αδιάθετος,  τον ευχαρίστησε και πήγε ν αποτραβηχτεί στο ησυχαστήριο του σε μια ρεματιά…

Μου   άρεσαν όσα είπε ο ψυχίατρος  κι εγώ κάπως έτσι θα το βλεπα πιστεύω,  όμως  οι άλλοι που άκουγαν από δίπλα  δυσανασχετούσαν,  στριφογυρνούσαν στις καρέκλες τους,  δεν έπρεπε να ρωτήσω τόσα πολλά, όλοι τον θαύμαζαν τον μοναχό,  τον είχαν για κάτι ιερό,  ήταν κομμάτι απ   τα θεμέλια της πίστης τους,  δε μπορούσαν  να το δεχτούν,  τα είχαν πάρει μαζί μου που είχα ανοίξει τη συζήτηση  αλλά δε μπορούσα ν αντισταθώ,  έπρεπε να ρωτήσω!

Πάντα πίστευα ότι  δε μπορείς να βάζεις περιορισμούς και  φράχτες στη σκέψη, κι ούτε μπορείς να εμποδίσεις το μυαλό ν αναρωτιέται για καθετί που υπάρχει γύρω, κάποιοι  θέλουν να πιστέψουν σε θεωρίες ακλόνητες, σιδερένιες, απαραχάραχτες στο πέρασμα των αιώνων  όμως τι μπορεί ν αντέξει  τη φθορά  του χρόνου, κάθε φορά πρέπει να τοποθετηθείς απέναντι σε κάθε  πίστη,  σε κάθε δόγμα,  σε καθετί  που έχει φτιάξει ο άνθρωπος είτε υλικό είτε αφηρημένο,  τίποτα δε μένει  σταθερό για πάντα.

Ξέχνα το κι αυτό το στέκι,   θα σε διώξουν κι από δω!’’ είπα μέσα μου ‘’ Ότι  χάρηκες χάρηκες!’’  και να σκεφτείς ότι όλοι έμοιαζαν να μ αγαπούν  εκεί πέρα,   αυτός που πέταξε το βάζο και γκρέμισε τον πάγκο  μ εμπιστεύονταν ούτε που ξέρω γιατί,   μ έβαζε να προσέχω το ταμείο,   να βάζω κρασί σε κάτι ψιλομεθυσμενους,  έπρεπε να είχα  αράξει  όμως εγώ είχα λυσσάξει να ρωτώ τον ψυχίατρο μέχρι που ο άλλος εξερράγη  ‘’Μέχρι εδώ ήταν κι αυτό μεγάλε!’’ έλεγα μέσα μου.

Αυτός που είχε πετάξει το βάζο έδειχνε να έχει μετανιώσει που δε συγκράτησε το θυμό του, μου έριξε ένα βλέμμα σα να έλεγε ''Είσαι μεγάλος βλάκας!''  ο   ψυχίατρος με πλησίασε ‘’Βλέπω ότι συμφωνούμε σε όλα!’’  είπε χαμηλόφωνα μη  μας ακούσουν εκεί μέσα ‘’Πάμε να φύγουμε από δω !’’. Φύγαμε άρον άρον προτού μας λιντσάρουν εκεί πέρα, πάντως είχα μερικές απορίες ακόμα.

Σκεφτόμουν ότι είχα κάνει μεγάλη  χαζομάρα   που τον είχα προκαλέσει,  έφταιγε ίσως που τελευταία δεν αισθανόμουν και πολύ καλά, μια ζαλάδα, τα γόνατα κόβονταν, το στομάχι  ανακατεύονταν,  το κεφάλι  πονούσε,  με δυσκολία ξυπνούσα τα πρωινά,   σ ένα υπόγειο σκοτεινό  είχα δει αγόρια και κορίτσια να παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια με μαχαίρια  και πιστόλια, ένας παχύς πληκτρολογούσε μανιασμένα με τα χοντρά του δάχτυλα,   φοιτητές τελειωμένοι γυρνούσαν από μπαράκια και πήγαιναν για  ύπνο .  Στα σούπερ μάρκετ κοπέλες με κυπελλάκια  του καφέ  στέκονταν έξω απ τις κλειστές πόρτες, φώτα έπεφταν πάνω στους πάγκους με τα φρούτα, την αυγή  τα τζάμια των γυάλινων κτηρίων αντανακλούσαν τις ακτίνες του ήλιου, στον ουρανό που είχε πάρει ένα χρώμα μαβί  ένα κοπάδι μαύρα πουλιά σε σχήμα V πετούσε,  στις βιτρίνες  των κοσμηματοπωλείων κοπέλες τοποθετούσαν  δαχτυλίδια ρολόγια και μπρασελέ χρυσαφένια,  γάτες με ουρές κολοβές περνούσαν. Στην εκκλησία  μνημόσυνα για όλους αυτούς που πέθαναν  στα ξένα και στα μακρινά, στα όρη, στις θάλασσες και κανένας  δε δεήθηκε ποτέ για την ψυχή τους  που περιφέρεται από δω κι από κει δίχως ανάπαψη. Κηροπήγια ασημένια, γλάστρες με ορχιδέες,  μαργαρίτες λευκές,  τριαντάφυλλα, γυναίκες όμορφες που έρχονται να τιμήσουν κάποιον πεθαμένο ,  ένα φάκελο κάτω απ τη μασχάλη της κρατούσε μια απ αυτές, μια χούφτα κλειδιά κρατούσε σφιχτά..

 Όλο το χειμώνα δε χαλάρωσα καθόλου, ήταν καιρός πια  ν αρρωστήσω, στη βιβλιοθήκη   μια κοπέλα με  μαύρα ρούχα  είχα δει, ένα σακίδιο  σε σχήμα  φέρετρου κουβαλούσε στη πλάτη της,  φοιτήτριες   διάβαζαν ανατομία,  ιστολογία,  σημάδια   ακμής  στο πρόσωπο, κοίταζα  όπως πάντα τα δάχτυλα τους να δω αν έδεναν αρμονικά με το σώμα,   το στήθος τους φούσκωνε  και ξεφούσκωνε,  παπούτσια αθλητικά, χρωματιστά φορούσαν και  φόρμες έριχναν  τα μαλλιά στη μια μεριά και μπορούσες να δεις  το γυμνό λαιμό τους.  Τα βράδια τα φώτα έτρεμαν κυματιστά  στα νερά που πλημμύριζαν τους δρόμους,  ψιλόβροχο  με χτυπούσε στο πρόσωπο,  κάποιος κείτονταν σ ένα πεζοδρόμιο κι έμοιαζε να κοιμάται, σ ένα  κομμωτήριο  μια όμορφη ξανθιά  με  καφετί παντελόνι   είχε απλώσει τα πόδια της κι έφτιαχνε πεντικιούρ,  κάποιες άπλωναν  τα δάχτυλα να τους να τους  κολλήσουν στρασάκια  στα νύχια,  άλλες έφτιαχναν τα μαλλιά τους…

Στο μυαλό  έρχονταν φωτογραφίες παλιές, σκισμένες, τσαλακωμένες,  ξέθωρες,  ο πατέρας μου μας  κρατούσε έτσι ανάμεσα στα πόδια του μπροστά σ έναν  τοίχο, χαμογελούσε,   μπορούσες να δεις τα δόντια  του που άσπριζαν  στο μαυριδερό του πρόσωπο, όλοι μαυριδεροί έμοιαζαν  σ εκείνες τις παλιές φωτογραφίες, στο νοσοκομείο πρέπει να είχαμε πάει να δούμε τη μάνα μου, το θυμάμαι εκείνο το μέρος,  ένας διάδρομος,  κάτι παρτέρια,  ένας κήπος,  λουλούδια, θύσανοι από  ζουμπούλια  γαλάζια,  άνοιξη πρέπει να ήτανε...

Ο Μπόμπιρας σ εκείνο το ιδιαίτερο πρέπει να έφταιγε που ξαναγυρνούσα πίσω  σ όλα αυτά,   τον  είχα πάρει ανάμεσα στα  πόδια μου,  όπως έκανε ο πατέρας μου σε μας,  η μάνα του  μας κοίταζε  ο μπόμπιρας είχε πάρει  φόρα ’’ Ξέρω τι κάνετε με τα κορίτσια  που  έχεις  μάθημα   όταν μένετε μόνοι στο δωμάτιο, τις φιλάς στο στόμα,  βγάζετε τα ρούχα και  μετά  κάνετε έρωτα χα, χα, χα!’’  –  ‘’ Ρε ξέρεις τι είναι  έρωτας;’’ ‘’ Ξέρω,  το έχω δει στη τηλεόραση,  εγώ βλέπω και ειδήσεις  με το μπαμπά μου,  βλέπω και κάτι μάγκες με τατουάζ από μια χώρα στην Αφρική  που χορεύουν, βλέπω και τη Φουρέιρα με το Σαμαρά!’’


Στη παραλία βουτηχτάρια έχωναν το λαιμό τους στο νερό κι εμείς   περιμέναμε να δούμε κατά που θα βγουν,  κάποιος είχε ψαρέψει ένα κοπάδι κεφαλόπουλα που σπαρταρούσαν σ’  ένα κουβά, ο ψυχίατρος δε μιλούσε,   ήθελα να  ρωτήσω κι άλλα για τον καλόγερο, όπως περνούσαμε από ένα πάρκο    ένα πουλί με τραχηλιά στο χρώμα του λεμονιού  είχαμε δει,  εγώ έλεγα ότι είναι σουσουράδα αυτός   επέμενε ότι ήταν ένα άλλο  πουλί μ ένα όνομα περίεργο.

''Από τότε που χώρισα  έφυγε  από πάνω μου η μυρουδιά του τσιγάρου!’’  είπε   ο  γιατρός  ‘’ Η γυναίκα μου   κάπνιζε συνέχεια,   πρέπει να κέρδισα μερικά χρόνια ζωής απ αυτό,  την είχα συνηθίσει όμως,   έπρεπε πάντα να τρέχω για να έχει ένα πακέτο εύκαιρο,   ήμουν συνέχεια στα φαρμακεία,  όλο αρρώσταινε,  έπρεπε  να της φέρνω σταγόνες για το αυτί που πονούσε,  για το μάτι που έβγαζε κριθαράκια,  γαρυφαλέλαιο  για το δόντι,   αντιβιώσεις,  ότι  μπορείς να φανταστείς! Ήταν  ετερόφωτη,  καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό,  υπάρχουν  άνθρωποι που χρειάζονται κάποιον να τους δώσει  κατεύθυνση,  να τους σπρώξει,  να  τους πει τι να κάνουν,  να δώσει ένα νόημα στη ζωή τους,  χρειάζονται κάποιον ν ακολουθούν,  την είχα μάθει,  την είχα συνηθίσει ήξερα  πως λειτουργούσε.... 

Η γυναίκα του τον είχε αφήσει με κάποιο γκόμενο όταν ήταν φρεσκοπαντρεμένοι, αυτή κι ο γκόμενος της  σκοτώθηκαν τελικά σε κάποιο  δυστύχημα κατρακυλώντας  σε μια χαράδρα,  ένα κορίτσι του είχε αφήσει που το μεγάλωσε μοναχός του, τα Χριστούγεννα είχαν  ανοίξει το σπίτι του, μόνο αυτός  ήταν  στη πολυκατοικία εκείνο το βράδυ,  μια κοπέλα κι ένας άντρας Έλληνας  ήταν  οι διαρρήκτες, τον είχαν βαρέσει στο κεφάλι μ ένα λοστό,  ένας υμένας στο μάτι του είχε διαλυθεί, από τη  μια μεριά δεν έβλεπε καθόλου, έπαιρνε Λεξοτανίλ που δεν του έκανε  τίποτα,  το είχε γυρίσει  σε ποιο  βαριά,  σήκωσε το κεφάλι σε μια στιγμή   και μισοκλείνοντας τα μάτια προσπάθησε να δει κάποιο  αεροπλάνο που χαμήλωνε,  έμοιαζε να λαχανιάζει απ το περπάτημα και τη συνεχή ομιλία. 

'' Μη πάρεις ποτέ χάπια  ότι και να γίνει!''  σταμάτησε  να πάρει  μια ανάσα ''Όταν ήμουν στη κλινική μου είχαν φέρει ένα παιδί μελαχρινό  που είχε μια περίεργη πάθηση,  φοβόταν ν'  ακούσει ράδιο   τη νύχτα,   όταν άκουγε καμιά μουσική θλιβερή τον έπιανε τέτοια  φοβία που δεν άντεχε! Λέγανε  ότι   μια πρωτοχρονιά  σ  ένα κανάλι δορυφορικό  έπαιζε ένα τραγούδι  καθώς   οι  πολιτείες   όλου του κόσμου χαιρέτιζαν   τη καινούρια χρονιά  με  βεγγαλικά  που ανατινάζονταν    πάνω απ τη γέφυρα του Σίδνεϊ,  ανάμεσα  στους ουρανοξύστες του Τόκιο,  κατά  μήκος των λεωφόρων   της νέας Υόρκης δίπλα στα γεφύρια  του Παρισιού! Είχε κολλήσει μ εκείνο το κομμάτι,   το  ψαχνε  για χρόνια,  δε μπορούσε να βρει  ποιο ήτανε,  ποιος το είχε γράψει,  τι έλεγε,  το ξανάκουσε  σ’  ένα ασανσέρ,   από  κάπου έρχονταν,  σ ένα ιατρείο πήγαινε ,   το στομάχι του  πονούσε από κάτι,  έπρεπε  να  είναι  διπλωμένος στα δυο  όλη την ώρα, στο διάδρομο που είχε βγει   κάτι  παιδιά ακούρευτα μοίραζαν  διαφημιστικά,   δε μπορούσε να καταλάβει από που έρχονταν! Κάποιο καλοκαίρι  το είχε ακούσει να  το παίζει ένα  αμάξι ανοιχτό,  ήθελε να τρέξει να ρωτήσει τι στο διάβολο ήταν εκείνο το πράγμα,   τελικά το βρήκε με κάποιο τρόπο  αλλά όποτε το άκουγε μια μελαγχολία   τον έπιανε ιδίως  κατά το τέλος την άνοιξης,    τότε που  ο καιρός  αλλάζει,   τότε ήταν το χειρότερο του,  ήθελε να  φύγει,  να πηδήξει απ το παράθυρο,  ένα διάστημα τον είχαμε δεμένο με ιμάντες!

 Όταν έφυγα τον άρχισαν  κι αυτόν στα χάπια,   πήγα να τον  ξαναδώ,  φαίνονταν  ήσυχος,   ούτε ιμάντες ούτε τίποτα,  ένα  χαμόγελο μυστήριο απλώνονταν στο στόμα του  όταν σε κοίταζε,  σ ένα κινητό πάνω στο τραπέζι μια μουσική έπαιζε....   

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...