Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

ΑΣΤΡΑ ΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΑ ΠΑΝΩ ΑΠ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μια πρωτοχρονιά εκεί στη Γέφυρα των Στεναγμών, κοντά στην Παναγία Φανερωμένη είχαν σκοτώσει έναν άντρα, ο πατέρας του είχε πει την ιστορία, ήταν τον καιρό της κατοχής , τον είχε δει o πατέρας του να ξεψυχά μες το κρύο όπως πήγαινε ν’ αγοράσει μες την παγωνιά και τον αέρα κάρβουνα για να ζεσταθούν λιγάκι, είχε δει έναν ψηλό με μαύρο παλτό να πυροβολεί κάποιον και κατόπι να τρέχει, έμαθε πιο ύστερα ότι αυτός που σκοτώθηκε ήταν μαυραγορίτης, είχε πλουτίσει χοντρά πουλώντας τρόφιμα και λάστιχα που τα έκλεβαν από μια γερμανική αποθήκη, νύχτα γινόταν η δουλειά και τσουλώντας τα έκρυβαν σ’ ένα σπίτι εγκαταλειμμένο, ύστερα τα πουλούσαν στους φορτηγατζήδες που έψαχναν απεγνωσμένα για ελαστικά, ήταν περιζήτητα και τα ζητούσαν για λίρες πολλές , άλλοι πέθαιναν τότε κι ο μαυραγορίτης αγόραζε διαμερίσματα και κτήρια ολόκληρα απ’ τους Εβραίους που τους εξολόθρευαν οι ναζί , τον παρακολουθούσαν από καιρό και του την είχαν στημένη, στο κόλπο ήταν και μια γυναίκα που τον είχε παρασύρει στη παγίδα, κανένας δε βγήκε να τον βοηθήσει, όλοι φοβόταν αλλά ο πατέρας του είχε πάει να δει, τον είχε βρει μες τα αίματα, κάτι προσπαθούσε να πει όμως απ’ το στόμα του δεν έβγαιναν λέξεις , ύστερα από λίγο ξεψύχησε γέρνοντας στο πλάι, για μέρες τον έβλεπε στον ύπνο του .

Τα χρόνια της κατοχής έκανε κρύο διαβολεμένο, η ατμόσφαιρα είχε αγριέψει, δεν ήταν μόνο ο καιρός, κι οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει, κάθε μέρα δολοφονούσαν κι από κάποιον έτσι, δίχως λόγο, όποιο κάθαρμα βρίσκονταν με όπλο στο χέρι νόμιζε ότι μπορούσε να κάνει ότι θέλει. Πάνω απ’ την Αγίου Δημητρίου ήταν οι κομουνιστές, ήταν η ζώνη τους, δε μπορούσες να πλησιάσεις, είχαν τα μαγαζιά τους, τα καφενεία, στέκια τους, από κει και κάτω, προς το κέντρο και την παραλία, ήταν αυτοί που υποστηρίζονταν από το κράτος, από την κυβέρνηση, όπου πήγαινες έπρεπε να χεις το νου σου γιατί δεν ήξερες ποιος μπορεί να σ’ ακολουθεί, παντού κυκλοφορούσαν μούτρα ύποπτα κι άμα σε πιάνανε την είχες βαμμένη, σε τραβούσαν στην ασφάλεια κι άντε να βρεις άκρη, ούτε δικαστήρια ούτε νόμοι ίσχυαν, δε γλύτωνες με τίποτα. Οι καιροί ήταν ζόρικοι σα να είχε εγκαταλείψει ο θεός τους ανθρώπους, αέρας φυσούσε αλύπητα στα στενά , δεν υπήρχαν πολυκατοικίες ψηλές να τον κόβουν, έκανε κρύο πολύ, έριχνε χιόνι μέχρι κι ένα μέτρο μες τη πόλη, κόσμος πολύς πέθαινε από τις παγωνιές, τα σπίτια ήταν εκτεθειμένα, ακόμα και μερικές εκκλησίες δεν είχαν σκεπή κι οι άνθρωποι προσπαθούσαν να προφυλαχτούν απ’ τη βροχή στις άκρες των τοίχων, οι πιο αδύνατοι κι οι πιο άρρωστοι δε μπορούσαν ν’ αντέξουν.

Όποτε φυσούσε θυμόταν εκείνη την ιστορία, το κλίμα είχε αλλάξει πλέον, τα χιόνια και τα κρύα λιγόστεψαν η πόλη όμως εξακολουθούσε να είναι αφιλόξενη το χειμώνα, φυσούσε ακόμα εκείνος ο καταραμένος αέρας κι άμα βρισκόσουν σε κανένα μέρος που τα κτίρια δεν τον έκοβαν ένιωθες ότι θα σ’ έπαιρνε σβάρνα, θα σε σήκωνε να σε πετάξει όπου να ναι. Μαθημένος ο κόσμος στις τεχνητές συνθήκες , στα καλοριφέρ, στα ηλεκτρικά σώματα και στα κλιματιστικά είχε ξεχάσει πως είναι να είσαι εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης, είχε συνηθίσει στην ασφάλεια του διαμερίσματος και του αυτοκινήτου όμως η φύση κι ο κακός καιρός βρίσκονται πάντα εκεί έξω έτοιμοι να κάνουν τη ζημιά κι αυτό το καταλάβαιναν κακομοίρηδες σαν τους ζητιάνους που έπρεπε να βγάλουν τη νύχτα ξαπλωμένοι στο τσιμέντο πάνω σε τίποτα χαρτόκουτα, προσπαθώντας να σκεπαστούν με ότι έβρισκαν για να βγάλουν τη νύχτα μέχρι να ξημερώσει και να ζεστάνει λίγο.

Η πόλη παρέμενε ζόρικος τόπος για πολλούς το χειμώνα και κει στη Γέφυρα των Στεναγμών όπου είχε γεννηθεί κι αυτός μάζευε πολύ κρύο σα να υπήρχε ένα τούνελ απ’ όπου περνούσε το ρεύμα κι έσκαγε με μανία πάνω στις πολυκατοικίες. Κάθε πρωί έστηνε αυτί στον εξαερισμό του μπάνιου και καταλάβαινε ότι δεν είχε κοπάσει ακόμα, συνήθως κρατούσε δυο μέρες η μανία του, ντυνόταν καλά και μόλις έβγαινε το πρωί απ’ τη πόρτα έβλεπε ένα γατάκι κουλουριασμένο να κοιμάται στην είσοδο ακριβώς μπροστά στο τζάμι, εκεί έβγαινε λίγη ζέστη απ’ το εσωτερικό, προσπαθούσε να μη το ενοχλήσει κι άνοιγε προσεχτικά όμως εκείνο πετάγονταν αμέσως τρομαγμένο και πήγαινε κάτω από τ’ αμάξια, τον περίμενε να φύγει για να γυρίσει στο σημείο που είχε κάνει κρεβάτι του. Περπατώντας περνούσε από τη Γέφυρα των Στεναγμών και θυμόταν πάντα την ιστορία του πατέρα του μ’ εκείνον τον μαυραγορίτη που είχαν φάει ανήμερα της πρωτοχρονιάς, το μέρος είχε αλλάξει εντελώς βέβαια, στο σημείο είχε φτιαχτεί ένα πάρκο όπου έβγαζαν βόλτα τους σκύλους τους διάφοροι περίεργοι κι όποτε φυσούσε δυνατά μαζεύονταν εκεί βουνά από φύλλα ξερά, όταν ήταν μικρός του άρεσε να κλωτσάει τους σωρούς και να τους σκορπίζει, ήταν το αγαπημένο του άθλημα.

Αέρας δυνατός φυσούσε κι αυτή την πρωτοχρονιά. Σκέφτηκε ότι μια βόλτα θα ήταν ότι καλύτερο για να χωνέψει τα κρέατα των γιορτών,η πόλη ήταν άδεια, στις εισόδους ρόδια σπασμένα για τύχη καλή, ούτε ψυχή δε κυκλοφορούσε μονάχα κάτι ζητιάνοι ξενυχτισμένοι έσερναν τα πόδια τους στην άσφαλτο βαστώντας πλαστικά κύπελλα καφέ, ακόμα και τα προποτζίδικα είχαν κατεβάσει τα στόρια, όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους, μόνο κάνα δυο καφενεία ήτανε ανοιχτά κι έβλεπες μερικούς αστυνομικούς με στολές δερμάτινες που καθόταν και συζητούσαν ή κανέναν άσχετο που είχε βρεθεί εκεί πέρα γιατί δεν είχε κανένα και πουθενά για να πάει. Τάχυνε το βήμα του να ζεσταθεί λιγάκι, αν ήταν εκεί ο πατέρας θα του λεγε να φορά ζεστά παπούτσια, παλιά έβαζαν εφημερίδες για μα μη κρυώνουν τα πόδια, ένα σωρό κόλπα ήξερε ο γέρος του που είχε περάσει πια τα ενενήντα κι είχε φάει τους χειμώνες με το κουτάλι, όλο του έλεγε να ρθει να μείνει μαζί του, ήθελε να τον ρωτήσει ένα εκατομμύριο πράγματα για τα παλιά τώρα που οι γιατροί δεν του δίνανε και πολύ ζωή αλλά ο γέρος αρνούνταν, ήτανε κεφάλι αγύριστο.

Το μόνο μαγαζί που δεν ήταν κλειστό στο κέντρο ήταν ένα μεγάλο ζαχαροπλαστείο, μπήκε να ψωνίσει κανένα γλυκό για τους φίλους, παρόλο που έξω επικρατούσε ησυχία απόλυτη εκεί μέσα γινόταν καυγάς, ένας τύπος με άσπρα μαλλιά και κοτσίδα σκοτώνονταν με τον ιδιοκτήτη, φώναζε κι απειλούσε βρίζοντας άσχημα, έδειχνε γύρω τις βιτρίνες και τους πάγκους σα να του ανήκαν τα πάντα, ύστερα άρπαξε με το έτσι θέλω ένα πακέτο τεράστιο τυλιγμένο με χρυσαφί χαρτί και βγήκε έξω σα να μην έτρεχε τίποτα, οι πωλήτριες κοιτούσαν μ’ ανοιχτό το στόμα. Τον ήξερε τον κοτσιδάκια, ήταν ένας τύπος βίος και πολιτεία που είχε φάει άπειρα λεφτά στο εξωτερικό σπουδάζοντας υποτίθεται αλλά στην πραγματικότητα ζώντας σούπερ με ταξίδια, αυτοκίνητα, γυναίκες, είχε ξεκοκαλίσει όλη την πατρική περιουσία του ζαχαροπλαστείου συμπεριλαμβανόμενου, μιλάμε δεν είχε αφήσει τίποτα και είχε καταλήξει στο δρόμο γι αυτό τώρα τσακώνονταν με τον καινούριο ιδιοκτήτη που είχε εμφανιστεί απ’ το πουθενά με λεφτά πολλά, κανένας δεν ήξερε από πού προέρχονταν, καθώς όλοι παρακαλούσαν για αγοραστές κι οι τιμές ήταν σκοτωμένες έβαζε χέρι στα καλύτερα φιλέτα, ο άλλος που είχε μάθει στα γούστα δεν το άντεχε…

Ο καυγάς του είχε κάνει εντύπωση, εκείνος με την κοτσίδα ήταν σίγουρα πολύ θρασύς, έτσι είναι όμως αυτοί που τα βρήκαν όλα έτοιμα, κάπου είχε ακούσει ότι ο παππούς του κοτσίδα είχε αρπάξει μετά τον πόλεμο το ζαχαροπλαστείο με βρώμικο τρόπο, είχε την εντύπωση ότι ο πρώτος ιδιοκτήτης ήταν ο μαυραγορίτης που φάγανε εκεί στη Γέφυρα των Στεναγμών, ξαφνικά τον έπιασε μια μανία να ψάξει την υπόθεση, τι είχε συμβεί με τις περιουσίες που άλλαξαν χέρια ύστερα απ’ την κατοχή, τι έγινε με τον δολοφόνο, ποια ήταν εκείνη η μυστήρια γυναίκα που τον είχε παρασύρει στην παγίδα; Τα τζάκια που κυβερνούσαν την πόλη είχαν φτιαχτεί εκείνη την εποχή κι έλεγχαν τα πάντα, είχαν κληρονομήσει στα παιδιά και στα εγγόνια τις περιουσίες τους αλλά τώρα οι εποχές είχαν γυρίσει ξανά, οι απόγονοι είχαν γίνει μαμμόθρεφτοι κακομαθημένοι, δεν άντεχαν την πολλή δουλειά, το είχαν ρίξει στα γούστα, τα υπάρχοντα τους εξαφανίζονταν κι άλλαζαν για μια ακόμα φορά χέρια περνώντας σε κάτι άλλους τύπους παράξενους, κι αν γι αυτά που συνέβαιναν τώρα μπορούσες να βρεις άκρη με κάποιον τρόπο τα παλιά ήταν πολύ μπερδεμένα, πως δεν είχε ρωτήσει τον πατέρα του για όλα τούτα τόσον καιρό ;

Το απόγευμα πήγε στο χωριό κι έφερε στο σπίτι τον γέρο του, τον πότισε ούζο κι εκείνος άνοιξε το στόμα του και τα κελάηδησε όλα σα να καταλάβαινε ότι το τέλος πλησίαζε, ‘’Εγώ τον είδα τον άλλον που τον σκότωσε !’’ είπε ‘’Τον γνώρισα γιατί από κείνον αγοράζαμε κάρβουνα, έριξε μια πιστολιά και μετά έφυγε τρέχοντας, την άλλη μέρα με βρήκε και μου είπε να μη τον καρφώσω και κείνος θα με πλήρωνε καλά, με πήρε και πήγαμε στα νεκροταφεία τα εβραϊκά, κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, ήταν νύχτα, ‘’Κάτσε δω και φύλαγε !’’ με διέταξε, ερχόταν εκεί πέρα κάθε βράδυ μια γριά Εβραία κι έκλαιγε δίπλα σένα μνήμα, δεν ήθελε να τον δει, καθόμουν εγώ εκεί πέρα μες το κρύο και περίμενα, τον έβλεπα από μακριά να μετρά κάτι και προσπαθούσα να υπολογίσω που θα σταματήσει, σημείωσα στο μυαλό μου δέκα βήματα κατά τη θάλασσα και μετά άλλα δέκα προς τα δεξιά, μου έδωσε δυο λίρες και μου είπε να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, δυο λίρες μόνο, με είχε κοροϊδέψει ! Το επόμενο βράδυ πήγα μοναχός μου κι έφαγα όλη τη νύχτα, σήκωσα καμιά εκατοστή πλάκες και τελικά τα βρήκα, ένα πουγκί πάνινο πρέπει να είχε καμιά πεντακοσαριά νομίσματα, πήρα μια χούφτα όχι όλα, ήταν επικίνδυνο, ύστερα έπιασαν να χαλούν εκείνα τα μνήματα, σήκωσαν όλε τις πλάκες και τις έκαναν πεζοδρόμια, ποιος ξέρει τι απέγιναν οι λίρες , εγώ με κείνα που είχα πάρει αγόρασα ένα φορτηγό κι έκανα μεταφορές μια μέρα πάω στο ζαχαροπλαστείο στο κέντρο και τον βλέπω να με καρφώνει σα να του είχα σκοτώσει τη μάνα, φοβήθηκα όμως δεν έκανε τίποτα, φοβόταν κι εκείνος επειδή τον είχα δει …’’

Ώστε έτσι λοιπόν είχαν τα γίνει τα πράγματα, άκουγε το γέρο του και δεν το πίστευε, μια ζωή ολόκληρη δεν του είχε πει τίποτα και τώρα του τα ξεφούρνιζε όλα, ευτυχώς είχε προλάβει, αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη ιστορία,  έξω είχε σκοτεινιάσει πια,  βγήκε στο μπαλκόνι που έβλεπε κατά  τη θάλασσα και δοκίμασε ν'  ανάψει  τσιγάρο αλλά ο αέρας που χαλούσε τον τόπο  δεν τον άφηνε, συνέχιζε να φυσά κοκκινίζοντας τη δύση και σκορπίζοντας τα  άστρα πάνω στην επιφάνεια του νερού  , ήταν ο πιο παλιός επισκέπτης της πόλης που ερχότανε κάθε χειμώνα για αιώνες,  χιλιετίες , ‘’Αυτός είναι ο μόνος που δεν αλλάζει ποτέ !’’ μουρμούρισε σιγανά .

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

Είχε κάνει το μαγαζί του δωμάτιο, ένα υπόγειο ήτανε λίγο κάτω απ το δρόμο ακριβώς δίπλα σε μια διασταύρωση, εκεί έμενε, είχε βάλει έπιπλα, έναν καναπέ, μια ντουλάπα, το είχε φτιάξει, όταν στεκόταν όρθιος έβλεπε τις ρόδες των αυτοκινήτων που τσουλούσαν στο δρόμο και τα φανάρια που αυλάκωναν την άσφαλτο. Άμα περνούσες από κει έβλεπες το φως της τηλεόρασης που έπαιζε το βράδυ, δεν ήταν άσχημα όμως ο χασάπης της γωνίας που τον ήξερε αναρωτιόταν πως είχε καταλήξει εκεί πέρα; Παλιά ήταν ωραία, είχε τη γυναίκα και τα παιδιά, τη δουλειά, τα λεφτά του όμως τώρα τα είχε χάσει όλα, ήρθαν τα πάνω κάτω και βρέθηκε στον άσσο, όλοι είχαν φύγει και τον είχαν αφήσει μοναχό. Κάποτε, όταν πλησίαζαν οι γιορτές, τους έπαιρνε όλους και πήγαιναν σ’ ένα μαγαζί αμερικάνικο που σέρβιρε μερίδες τεράστιες κι είχε κάτι καναπέδες πολύ αναπαυτικούς, τα παιδιά δε χόρταιναν να τρώνε κι η γυναίκα του γελούσε χαρούμενη, για μια δεκαετία όλα πήγαιναν ρολόι, μετά πήρε την κάτω βόλτα χωρίς να το καταλάβει, οι δουλειές έπαψαν, η πιάτσα νέκρωσε, χρωστούσε δεξιά κι αριστερά, η γυναίκα γκρίνιαζε, τελικά χωρίσανε, φύγανε και τα παιδιά, είχε μείνει μόνος.

Πως τα είχε καταφέρει, πως είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, τι λάθος είχε κάνει, δε μπορούσε να καταλάβει κι όσο πλησίαζαν τα Χριστούγεννα τον έπιανε μια στενοχώρια και δε μπορούσε να σταθεί πουθενά. Παραμονές γιορτών βγήκε μια βόλτα στην πόλη, έξω από κάτι σχολές πιτσιρικάδες με κουκούλες στο κεφάλι έκαναν διάλειμμα δαγκώνοντας τυρόπιτες και σάντουιτς, ένας τρωγλοδύτης έβγαζε ένα αντικείμενο απόν κάποιο κάδο, στάθηκε μπροστά σ’ έναν πάγκο κι αγόρασε ένα αμαξάκι για το μικρό του γιο, ο γέρος που το πουλούσε πήρε το χαρτονόμισμα στο χέρι και του είπε ζωηρά ‘’Καλές γιορτές φίλε !’’. Με το αμαξάκι στο χέρι περπατούσε στα φωτισμένα στενά, η πόλη ήταν στολισμένη, η ατμόσφαιρα άλλαζε τέτοιες μέρες κι ήταν όσο να πεις όμορφο να περπατάς στους δρόμους με τις βιτρίνες γεμάτες φωτάκια, ακόμα πιο όμορφα ήταν τη νύχτα καθώς τούτη τη χρόνια ο δήμος είχε στολίσει πιο καλά κι είχε βάλει κάτι κατασκευές εντυπωσιακές, όλοι καθόταν και τις χάζευαν.

Πάντα του άρεσαν οι γιορτές, μικρός όταν ήταν καθόταν μέχρι αργά και περίμενε να φανεί στο παράθυρο το έλκηθρο του Άι Βασίλη όπως του έλεγε ο πατέρας του, καρτερούσε εκεί πέρα το βράδυ της πρωτοχρονιάς ώσπου κουραζόταν και τον έπαιρνε ο ύπνος. Την άλλη μέρα ξάπλωνε σε μια κόκκινη φλοκάτη παρακολουθώντας τα κάρβουνα που έκαιγαν στη μεγάλη σόμπα, α, τότε ένιωθε ευτυχισμένος πραγματικά ! Τέτοιες μέρες ερχόταν πάντα κι ο παππούς του που άρχιζε να λέει ιστορίες για τα παλιά, τότε που γινόταν πόλεμος και τους έπαιρναν μέσα στη νύχτα για να τους πάνε κάπου μακριά στην ερημιά όπου θα τους εκτελούσαν, γυναικόπαιδα τραβολογούνταν μέσα στα μονοπάτια τα κακοτράχαλα και γίνονταν ένας χαμός, αυτή την ιστορία πάντα την έλεγε ο πάππους του, ήταν η αγαπημένη του, είχε γλυτώσει κρυμμένος στο σωρό επειδή έκανε τον πεθαμένο. Και μια άλλη ιστορία έλεγε συχνά, για τότε που δούλευε σ’ ένα υπόγειο με δάπεδο χωμάτινο κι είχε ένα άλογο να γυρνά εκεί πέρα συνέχεια για να δουλέψει ένα μηχάνημα, εκείνο το ζώο δεν έβλεπε το φως του ήλιου, αυτές τις ιστορίες τις είχε ακούσει τόσες φορές από τον παππού του και τούχαν μείνει στο μυαλό…

Αυτά είχαν περάσει πια, οι καιροί είχαν αλλάξει κι όλοι γύρω είχαν γίνει σκληροί, ψυχροί, ξένοι εκείνος όμως δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται το παρελθόν κι είχε βάλει σε μια γωνιά του υπογείου μια μικρή φάτνη με φωτάκια έτσι για να νιώσει λίγο την ατμόσφαιρα όπως παλιά, τότε που ο παππούς του τον έπαιρνε στο άλλο χωριό, το διπλανό, γιατί το δικό τους ήταν πολύ μικρό και δεν είχε τίποτα. Καθόταν δίπλα του βλέποντας τους μεγάλους να παίζουν χαρτιά στο καφενείο και να χτυπούν με δύναμη τα φύλλα πάνω στο τραπέζι, ύστερα έφευγαν μαζί και περπατούσαν μέχρι το σπίτι τους που απείχε κάνα - δυο χιλιόμετρα, περνώντας από ένα μαγαζί σκοτεινό όπου είχε κάτι παλιά ποδοσφαιράκια ξύλινα, με κείνα τα στριφογυριστά σίδερα που κοπανούσαν δυνατά το σκληρό, άσπρο μπαλάκι. Εκεί καθόταν λίγο να χαζέψουν τα παιδιά που φώναζαν και ίδρωναν παίζοντας με τις ώρες κι ύστερα συνέχιζαν μέχρι το χωριό, στη μέση της διαδρομής υπήρχε ένα σπίτι εγκαταλειμμένο κι ο παππούς του έλεγε ότι εκεί πέρα είχε γίνει κάποτε ένας φόνος γι αυτό το είχαν παρατήσει, το σπίτι εκείνο το έβλεπε πολλές φορές στον ύπνο σ’ όλη τη ζωή του …

Η παρέα του ήταν μαζεμένη σε μια καφετέρια και κάθισε εκεί πέρα να πιει κάνα ποτό, κοιτάζοντας έξω απ’ το τζάμι είδε κάτι πιτσιρικάδες Πακιστανούς που πουλούσαν χαρτομάντιλα και θυμήθηκε ότι κι αυτός στην ηλικία τους παραμονές Χριστουγέννων δούλευε, τον είχε βάλει ο συγχωρεμένος ο πατέρας του σ’ ένα μανάβικο να κουβαλά τελάρα και μια φορά είχε αφήσει εκεί πέρα ο γιατρός του χωριού, ένας ηλίθιος τύπος που όμως όλοι τον σέβονταν, είχε αφήσει λοιπόν ο γιατρός το καταραμένο το αμάξι του κι εκείνος χωρίς να θέλει το είχε γρατζουνίσει όπως κουβαλούσε τις κάσες, το τι άκουσε από τον γιατρό που ήταν κάθαρμα μεγάλο δε λέγεται, από τότε είχε μισήσει τους γιατρούς, δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει…

Γυρνώντας ένιωθε ζαλισμένος από το ποτό και κρύωνε, ο καιρός είχε σφίξει, ξεκλείδωσε την πόρτα κι ετοιμάζονταν να κατέβει τα λιγοστά σκαλιά όταν αισθάνθηκε ότι κάποιος τον παρακολουθούσε, στράφηκε απότομα πίσω και είδε ένα κοριτσάκι δυο τριών χρονών να στέκεται μόνο και να τον κοιτά, φορούσε ένα παλτουδάκι με κουκούλα στο κεφάλι σα να ετοιμάζονταν για πεζοπορία στο χιόνι, που στο δαίμονα είχε βρεθεί εκεί πέρα, που ήταν η μάνα του, τι έκανε μοναχό του; Κοίταξε γύρω, δε φαινόταν κανένας, το παιδί στεκόταν εκεί και χαμογελούσε, έδειχνε ήσυχο, τι έπρεπε να κάνει, τέτοια ώρα άντε να βρεις άκρη κι όπως ήταν ζαλισμένος δεν είχε όρεξη να τρέχει στις αστυνομίες, αποφάσισε να το κρατήσει για τη νύχτα, δε μπορούσε να το αφήσει στο κρύο, το πρωί θα έβλεπε. Το έπιασε απ’ το χεράκι και το οδήγησε στο υπόγειο , εκείνο ακολουθούσε υπάκουα, δεν έδειχνε να φοβάται, ήταν εντελώς ήρεμο, σίγουρα θα ήταν το μικρό κανενός μετανάστη, είχε γεμίσει ο τόπος από δαύτα, τα έβλεπε στα λεωφορεία, στις πλατείες, παντού. Άναψε ένα ηλεκτρικό σώμα που είχε και το έφερε κοντά να ζεσταθεί προσέχοντας μην απλώσει κάνα χέρι και καεί γιατί το μικρό έδειχνε ζωηρό και περίεργο, έψαξε τις τσέπες απ’ το παλτουδάκι και βρήκε μονάχα ένα χαρτάκι τσαλακωμένο που το ξετύλιξε για να διαβάσει τα λόγια ‘’ ...και καλείται το όνομα αυτού, Μεγάλης βουλής Άγγελος !’’’ τι σήμαιναν εκείνα τα λόγια, σίγουρα σε καμιά εκκλησιά τα είχαν γράψει αλλά πως είχαν βρεθεί στο ρούχο του παιδιού ; Κάθισε εκεί πέρα και το κοίταζε που έψαχνε γύρω το χώρο, βγήκε πάλι έξω να δει μήπως είχε εμφανιστεί κανείς όμως επικρατούσε μια παγωνιά και μια ερημιά σα να είχε επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας κι όλοι είχαν κρυφτεί στα σπίτια τους, τα δελτία λέγανε από μέρες για καταιγίδες και χιόνια, από νωρίς είχε δει κάτι αμάξια που κατέβαιναν από τα βόρεια προάστια γεμάτα χιόνια στα παρμπρίζ τους.

Το παιδί είχε πάρει φόρα και γυρνούσε γύρω -γύρω συνέχεια σα να είχε κοιμηθεί είκοσι ώρες και τώρα ήταν ντούρασελ, ψηλαφούσε και δοκίμαζε στο χέρι του όλα τα αντικείμενα πιο πολύ όμως στεκόταν στη μικρή φάτνη με τα ζώα και το μωρό, στεκόταν εκεί με το στόμα ανοιχτό και κοιτούσε μια τη φάτνη μια εκείνον σα να έλεγε ‘’Τι ωραίο !’’ Τον έπιασαν τα γέλια , το μικρό είχε πλάκα, είχαν περάσει χρόνια από τότε που τα δικά του παιδιά ήταν μωρά και χαμένος όλη την ώρα στις δουλειές του δεν είχε χρόνο ν’ ασχοληθεί μαζί τους, δεν έμαθε ποτέ πως είναι να νταντεύεις, σίγουρα το παιδί θα πεινούσε, έβγαλε κάτι μπισκότα που έχε στο ντουλάπι και του έδωσε ένα, το κοριτσάκι το έπιασε κι άρχισε να μασουλά, ύστερα πήρε φόρα κι άρχισε να λέει κάτι ασυναρτησίες που δεν έβγαζες άκρη, τι γλώσσα μιλούσε, τι ήθελε να πει, από πού προέρχονταν, πως είχε γίνει ο κόσμος έτσι, πως είχαν μπερδευτεί όλα, κι από την άλλη πάλι όλοι άνθρωποι ήταν κι εκείνο το μικρό τι χρωστούσε, όλα τα παιδιά λίγο πολύ ήταν ίδια, ήθελαν τα ίδια πράγματα, δε θέλει πολύ μυαλό να το καταλάβεις.

Αφού πέρασαν κάνα δυο ώρες το μικρό άρχισε να κουράζεται και κείνος επιτέλους μπορούσε να χαλαρώσει γιατί όλη την ώρα είχε το νου του μη πάθει τίποτα το παιδί, αν χτυπούσε, αν έπεφτε θα έβρισκε το μπελά του, πως θα το παρέδιδε, τι θα το έκανε; Το έβαλε να πλαγιάσει στον καναπέ όπως ήταν με τα ρούχα του και το σκέπασε με δυο κουβέρτες, ξάπλωσε κι αυτός όμως ο ύπνος δε τον έπιανε με τίποτα, όλη εκείνη την ώρα που είχε περάσει με το παιδί είχε χαλαρώσει σα να είχε αδειάσει το κεφάλι του από άσχημες σκέψεις αλλά τον είχε πιάσει μια υπερένταση και στριφογύριζε νευρικά ώσπου τα μάτια του έκλεισαν επιτέλους .

Θα πρέπει να κοιμήθηκε καμιά ώρα, σηκώθηκε να δει πως ήταν το κοριτσάκι και το είδε ν’ αναπνέει ήσυχα και να γουργουρίζει καθώς κοιμόταν αμέριμνα, έξω απ το γκαράζ σκιές περνούσαν σαν κάποιος να παρακολουθούσε, αγριεύτηκε λίγο, πήγε μέχρι τη πόρτα και δοκίμασε το πόμολο αν είχε κλειδώσει, άνοιξε και κοίταξε, έξω έριχνε χιονόνερο,σήκωσε τα μάτια ψηλά στο ουρανό και οι ψιχάλες έπεσαν κατευθείαν στο πρόσωπο του, ένα μηχανάκι πέρασε φωτίζοντας με τον προβολέα του έναν κάδο που κάποιος τον είχε αφήσει στη μέση του δρόμου, με τη βροχή που έπεφτε το σημείο γίνονταν επικίνδυνο γιατί σ’ εκείνο το σημείο η άσφαλτος είχε καμπυλωθεί από τις ζέστες του καλοκαιριού κι αν πήγαινες ν’ αποφύγεις τον κάδο μπορούσε να σε πετάξει με τις μπάντες. Παίρνοντας μια ομπρέλα πήγε να τραβήξει τον κάδο που όμως ήταν πολύ βαρύς, τι στο διάβολο είχαν βάλει μέσα και είχε γίνει ασήκωτος, πάλευε εκεί πέρα κάνα δυο λεπτά όταν αισθάνθηκε να του τραβούν το σακάκι, γύρισε και είδε το μικρό, πως είχε βρεθεί εκεί πέρα πάλι, πως είχε βγει έξω, πως πέρασε το δρόμο, είχε βρει το μπελά του σίγουρα, το σήκωσε στον αέρα και το βαλε να καθίσει στην είσοδο του χασάπικου που φωτίζονταν από μια λάμπα, γύρισε πίσω να τραβήξει τον κάδο όταν ένα αμάξι ήρθε απ’ το πουθενά με τρομερή ταχύτητα περνώντας ακριβώς μπροστά του και καρφώθηκε με απίστευτη βιαιότητα στον κάδο που τον πέταξε είκοσι μέτρα μακρυά, γύρισε να δει το παιδί που είχε τρομάξει και είχε ανοίξει τα μάτια του διάπλατα σα να έλεγε ‘’Τι ήταν αυτό ;’’, ύστερα από τον κρότο της σύγκρουσης απλώθηκε μια ησυχία απόλυτη, ψηλά από κάποιο μπαλκόνι κάποιος βγήκε να δει τι έγινε, η βροχή όσο πήγαινε και γίνονταν πιο δυνατή.



ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...