Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ ΤΟΥ ΑΡΚΤΙΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ

 Όποτε ταξίδευε στην  Ιταλία  τρελαίνονταν με το παγωτό που έφτιαχναν εκεί πέρα, ήθελε κι αυτός να κάνει τέτοιο αφράτο, μαλακό παγωτό που να το νιώθεις να κυλά απαλά στον ουρανίσκο αφήνοντας μια επίγευση απίστευτη. Το σκέφτηκε κάμποσο καιρό και κάποια στιγμή  αποφάσισε να στήσει  τη δική του  επιχείρηση. Έπαιρνε γάλα και κρέμα γάλακτος  από τους καλύτερους γαλακτοπαραγωγούς, τα μπισκότα τα έφτιαχνε μόνος του, το πρόβλημα ήταν τα  φρούτα για τις συνταγές, δεν μπορούσε να βρει εύκολα  γιατί κάθε φορά άλλαζαν ποιότητα, τη μια φορά η γεύση του παγωτού  ήταν υπέροχη και την άλλη σου άφηνε μια αίσθηση χώματος. Έψαξε πολύ μέχρι που ανακάλυψε κάτι πάστες  που έφτιαχναν  οι ιταλοί  στραγγίζοντας τα καλύτερα φρούτα που υπήρχαν και κρατώντας το απόσταγμα τους. Αυτές οι πάστες  είχαν σταθερή ποιότητα,  δεν άλλαζαν κάθε φορά τη γεύση κι από τότε χρησιμοποιούσε πάντα αυτό το υλικό ενώ τη  σοκολάτα την έφερνε από τη Γαλλία. Είχε γνωρίσει έναν σεφ μαύρο που του έδειξε όλα τα μυστικά αυτού του υλικού, του είπε και μερικές συνταγές που τις δούλεψε  μαζί με μια γυναίκα που εμπιστεύονταν απόλυτα, εκείνη δοκίμαζε πρώτη τα παγωτά  και του έλεγε αν ήταν εντάξει, αν δεν της άρεσε κάτι δεν το συνέχιζε. Κάθε τόσο άλλαζε τις γεύσεις γιατί ήξερε ότι ο κόσμος θέλει κάτι καινούριο  υπήρχαν όμως κάποιες που έμεναν σταθερές και τις κρατούσε για καιρό πολύ,  αν τύχαινε να τις αποσύρει εμφανίζονταν  κάτι τύποι από το πουθενά και του έλεγαν «που είναι εκείνο το παγωτό με τη γεύση του καφέ;» ή «που είναι εκείνο το παγωτό με τη γεύση από μελομακάρονο ;  

Ξημεροβραδιάζονταν στο εργαστήριο για μερόνυχτα ατελείωτα μέχρι να τα στήσει όλα,  γυρνούσε στο σπίτι πεθαμένος από την κούραση και σκέφτονταν «δεν πάει άλλο» όμως μια φωνή μέσα του έλεγε «κάνε λίγο υπομονή ακόμα » κι έτσι συνέχιζε μέχρι που τα αποτελέσματα ήρθαν κι ο κόσμος τον εμπιστεύτηκε,  ήταν μια δοκιμασία μεγάλη που τελικά έφερε αποτέλεσμα, αυτό θα το θυμόταν για πάντα. Πολλές φορές πήγαινε στο εργοστάσιο και δούλευε μαζί με τους εργάτες βοηθώντας τους,  όποτε ήταν εκεί  η παραγωγή διπλασιάζονταν  ή και τριπλασιάζονταν,  ήθελε να δείξει στο προσωπικό ότι δεν διέφερε από αυτούς  κι όταν κάτι χοντροί  συνδικαλιστές  ήρθαν  στο γραφείο να του παραπονεθούν για τα χρήματα που έπαιρναν τους μίλησε πολύ απότομα,  «αποδείξτε μου ότι αξίζετε περισσότερα κι εγώ θα σας τα δώσω,  δέστε τις γυναίκες πως  δουλεύουν και βγάζουν διπλή παραγωγή,  σας έχουν βάλει τα γυαλιά !» οι χοντροί συνδικαλιστές τον κοίταζαν  και δεν είχαν τι να πουν.

Όλοι γύρω απορούσαν πως τα είχε καταφέρει, δεν έμοιαζε τόσο  έξυπνος, πιο πολύ χαμένος στον κόσμο του έδειχνε. Στο σχολείο  περνούσε σχεδόν απαρατήρητος, δεν έκανε πολλές παρέες ούτε είχε καμιά επιτυχία με τα κορίτσια το αντίθετο μάλιστα, δεν ήταν καθόλου δημοφιλής, οι φίλοι έκαναν πράγματα κι εκείνος έμενε κολλημένος σα να έψαχνε κάτι,  σα να περίμενε ένα σήμα,  κι εκεί που δεν το περίμενε κανείς ξεκίνησε από το πουθενά  την  επιχείρηση με τα παγωτά. Στην πόλη άρχισαν μα μιλούν γι αυτόν και να τον προσέχουν, η φήμη του απλώθηκε κι από παντού έρχονταν και ζητούσαν  τα προϊόντα  του, σιγά- σιγά άρχισε να δοκιμάζει και συνταγές για γλυκά που ήταν κι εκείνες πετυχημένες, άνθρωποι από άλλες χώρες τον πλησίαζαν και του έκαναν προτάσεις, ανοίγονταν  προοπτικές τρομερές  κι ενώ όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν ρολόι έσκασε μια ιστορία μ’ έναν  συνεταίρο που αποδείχτηκε μούτρο και κατέστρεψε τα πάντα .

Τον ήξερε από παλιά κι όλοι έλεγαν ότι ο άλλος ήταν φαινόμενο στα οικονομικά, έπαιζε τους αριθμούς στα δάχτυλα και είχε μια εκνευριστική ευκολία στο να βρίσκει χρήματα. Καθώς τα έξοδα μαζεύονταν  από παντού κι η αγορά περνούσε μια φάση ύφεσης χρειάζονταν απεγνωσμένα πόρους κι έτσι τον εμπιστεύτηκε. Ήταν αφελής την εποχή εκείνη  και δεν είχε δώσει σημασία στα προαισθήματα του. Έπρεπε  να τον είχε καταλάβει από τον τρόπο που γυάλιζαν τα μάτια  του όταν μιλούσε για λεφτά, έπρεπε να τον είχε καταλάβει όταν τον έβλεπε ν’ αγοράζει ρούχα ακριβά και σπίτια, έπρεπε  να τον είχε καταλάβει όταν του μιλούσε υπεροπτικά κι  όταν κουβαλούσε κάτι γυναίκες βαμμένες πρόστυχα στο εργοστάσιο.  Όπως ήταν χαμένος ψάχνοντας υλικά και παρακολουθώντας την παραγωγή,  είχε αφήσει τον άλλον να διαχειρίζεται τα οικονομικά, του έκανε εντύπωση που τον έβλεπε χωμένο στο γραφείο του να δουλεύει μέσα σε ακαταστασία αφάνταστη,  παντού γύρω υπήρχαν χαρτιά πεταμένα, τα τιμολόγια εκδίδονταν από κάτι μηχανήματα αρχαία, οι υπολογιστές έμοιαζαν σαραβαλιασμένοι, τα έγγραφα τυπώνονταν σ’ ένα χαρτί άθλιο. Μερικές φορές αναρωτιόταν που έβρισκε ο άλλος τα  χρήματα,  εκείνος ζούσε σαν ασκητής κι ο άλλος ξόδευε ένα κάρο λεφτά  σε παπούτσια ή σε δώρα, τι στο διάβολο συνέβαινε;

 Του φώναζε πολλές φορές μα ο άλλος τον καθησύχαζε και συνέχιζε να δουλεύει σ εκείνη την τρύπα. Κατέβαζε τα στόρια και κανείς δεν ήξερε τι έκανε εκεί μέσα  ώσπου μια μέρα δυο κουστουμαρισμένοι ήρθαν για έλεγχο κι έγινε χαμός. Αστυνομικοί με πολιτικά φωτογράφιζαν κάθε έγγραφο που υπήρχε στο λογιστήριο,  έψαχναν  σε όλα τα ντουλάπια και τα συρτάρια,  έκαναν χιλιάδες ερωτήσεις, σημείωναν στα μπλοκάκια τους για ώρες και  στο τέλος δήλωσαν ότι  εκείνο το μέρος ήταν χώρος εγκλήματος και κανείς δεν μπορούσε να μπαίνει εκεί μέσα. Ήταν ένας εφιάλτης, ένας από τους δύο κουστουμαρισμένους  ελεγκτές που ήταν ο ανακριτής  του είπε εμπιστευτικά ότι ο συνεταίρος του  είχε  στήσει κόλπο με πυραμίδα,  μάζευε λεφτά από  ένα κάρο κόσμο και τα  μοίραζε από τον ένα στον άλλον κρατώντας τα περισσότερα για λογαριασμό του.  Αυτός .έτρεχε σαν τρελός κι ο άλλος έστηνε πυραμίδες στοιχηματίζοντας πάνω στην εταιρεία,  είχε βρει κάμποσους κουτούς και τους άρμεγε υποσχόμενος μερίδιο στα κέρδη, όταν κάποιος του ζητούσε μέρισμα  έπαιρνε από κάποιον άλλον κι εμφανίζονταν εντάξει,  δεν υπήρχε ρίσκο έλεγε,  μόνο κέρδος ότι και να γίνει κι οι άλλοι τα κουτορνίθια  που πάντα υπάρχουν,  τον πίστευαν και του  έδιναν τα ωραία λεφτά που μάζευαν μια ζωή,  το κόλπο ήταν πολύ καλά οργανωμένο.  

Παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό όταν το έμαθε, τόσοι κόποι είχαν πάει κατά διαόλου,  να λοιπόν  από πού εμφάνιζε ο  συνεταίρος τα χρήματα κάθε φορά που τα χρειάζονταν. Τον είχε υποτιμήσει,  ο άλλος ήταν μαφιόζος και μπορούσε να τον στείλει φυλακή, πώς είχε επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο,  πόσο ανόητος ήτανε ; Σε μια στιγμή κατά τη διάρκεια της ανάκρισης που ήταν μόνοι τους  τον είχε στήσει στον τοίχο βρίζοντας τον πολύ άσχημα, ποτέ του δεν είχε μιλήσει έτσι, τρόμαξε κι ίδιος με τον εαυτό του. Ο άλλος αντέδρασε και πιάστηκαν στα χέρια, οι αστυνομικοί μπήκαν μέσα και τους χώρισαν. Τον είχαν σύρει στα δικαστήρια , του είχε μιλήσει κι ο εισαγγελέας,  ένας τύπος με πρόσωπο σα μάσκα και μια φωνή αποκρουστική, είδε κι έπαθε να  ξεμπερδέψει πληρώνοντας ένα κάρο λεφτά στους δικηγόρους. Ευτυχώς δεν βρήκαν  τίποτα σε βάρος του αλλά έπρεπε να παλέψει με νύχια και με δόντια για να ξεφύγει, φοβήθηκε πολύ,  κατάλαβε τη δύναμη του κράτους και του νόμου που μπορούν να σε τελειώσουν, να σε ισοπεδώσουν,  να σε εξαφανίσουν από προσώπου γης επειδή ήσουν απρόσεκτος.

Ύστερα από κείνο το στραπάτσο αποφάσισε ότι ήταν καλύτερο να κρατά μόνος του όλη την επιχείρηση. Αυτό  που φοβόταν πιο πολύ ήταν η φήμη του,  αν διέρρεε προς τα έξω τι είχε συμβεί  ήταν χαμένος. Για κάποιον λόγο παράξενο δεν τον είχαν πάρει χαμπάρι οι ανταγωνιστές, το θέμα πέρασε στα ψιλά και μετά από λίγο ξεχάστηκε, ο θεός του είχε δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Για να συνεφέρει το μαγαζί  δούλεψε ατέλειωτες  ώρες, πολλά βράδια δεν κοιμόταν,  οι γιατροί του έλεγαν ότι αν συνέχιζε έτσι ήταν σίγουρη η εισαγωγή του στο χειρουργείο.  Κι όταν επανέφερε τα πράγματα στη θέση τους αποφάσισε να τα παρατήσει, όλοι γύρω δεν μπορούσαν να καταλάβουν όμως εκείνος  ήθελε να κάνει ένα διάλειμμα,  είχε δουλέψει σα σκύλος για πάνω από μια δεκαετία,  είχε ξεχάσει τα πάντα,  καλοκαίρι ή χειμώνας δεν είχαν σημασία,  ούτε διακοπές πήγαινε ούτε  τα παιδιά του δεν είχε δει να μεγαλώνουν,  ένιωσε ότι έπρεπε να κάνει ένα διάλλειμα.  Έτσι μόλις εμφανίστηκε κάποιος που ενδιαφέρονταν πούλησε το εργοστάσιο κι εγκαταστάθηκε στο πατρικό του που δεν ήταν πολύ μακριά από την πόλη. 

Καθόταν εκεί και  χάζευε το κτήμα απ όλες τις γωνίες έχοντας για φόντο κάτι κορυφές βουνών που είχαν λίγα χιόνια,  όταν κάτι δεν του άρεσε το διόρθωνε, έκοβε κανένα δέντρο παλιό,  έφτιαχνε κάποια πόρτα,   διόρθωνε έναν τοίχο που είχε γκρεμιστεί,  πάντα υπήρχε κάποια δουλειά να κάνεις εκεί πέρα. Στην αυλή  φύτρωναν μόνοι τους ένα σωρό νάρκισσοι μες την καρδιά του χειμώνα και γέμιζαν τα παρτέρια με λουλουδάκια άσπρα που ευωδίαζαν τον αέρα. Ο παππούς του είχε φυτέψει τρία πεύκα που είχαν γίνει πανύψηλα με τα χρόνια κι από κάτω τους  φύτρωναν  κυκλάμινα στην αρχή του φθινόπωρου, όλο αυτό το σκηνικό τον ηρεμούσε και κοιμόταν ήσυχα,  πολύ το αγαπούσε εκείνο το σπίτι .Άκουγε μουσική για ώρες πολλές,  παρακολουθούσε συζητήσεις,  έψαχνε πληροφορίες για ότι καινούριο προέκυπτε,  ανακάλυπτε ξανά  τον κόσμο γύρω του. Διάβασε βιβλία πολλά, έψαξε στις βιβλιοθήκες ,ασχολήθηκε με τα πολιτικά προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε γύρω του και πως λειτουργούσε το σύστημα.

Ένα απόγευμα, λίγο προτού σουρουπώσει, καθόταν στο παράθυρο και χάζευε τους νάρκισσους στην αυλή όταν είδε ένα πουλάκι  που έμοιαζε με κοκκινολαίμη  να χοροπηδά ανάμεσα στα λουλούδια, πλησίασε στο τζάμι,  το φωτογράφισε προσεκτικά και μετά με μια εφαρμογή που είχε στο κινητό έψαξε να δει τι είναι,  η εφαρμογή του έγραψε κάτι εκπληκτικό, ήταν χιονοτσιχλόνι,  ένα πουλί που ζει ψηλά στον Αρκτικό Κύκλο στα πιο παγωμένα κλίματα της γης, αυτό ήταν πολύ παράξενο. Όλη νύχτα γύριζε στο μυαλό εκείνο το χιονοτσίχλονο  με τις χρωματιστές φτερούγες που του θύμιζαν  ένα παγωτό με φρούτα που έφτιαχνε κάποτε,  από μια καταπακτή του μυαλού του έβγαιναν ένα σωρό ερωτήματα που  είχε θαμμένα εκεί μέσα,  γιατί να μην  μπορεί κάποιος να ζει θαυμάζοντας τα όμορφα πράγματα, πόσο ανόητοι ήταν οι άνθρωποι, πόση απληστία υπήρχε εκεί,  έξω ποιος τα είχε φτιάξει όλα τόσο στραβά, τι νόημα είχαν τούτες  οι αγωνίες  αφού η ζωή ήταν τόσο σύντομη;  

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...