Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

ΟΜΙΧΛΗ

Στην εκπαίδευση τους είχαν πει ότι αν ερχόταν αντιμέτωποι με κάποιον άγνωστο  δεν έπρεπε να κάνουν βλακείες, ο νεαρός που είχε βρει μπροστά της στο δωμάτιο των φυλάκων ήταν  κάπου εικοσιπέντε -τριάντα χρονών, κάπως αδύνατος με λίγα γένια, τον ζύγισε γρήγορα και σκέφτηκε ότι δεν είχε πιθανότητες,  εκείνος την κοίταξε λίγο σαστισμένος όμως γρήγορα φάνηκε να βρίσκει την ψυχραιμία του νιώθοντας ότι δεν απειλείται, την πλησίασε κι κείνη έκανε πίσω,  «Είσαι  φύλακας εδώ έτσι δεν είναι;» της είπε κι εκείνη έγνεψε με το κεφάλι υποχωρώντας,  «Σ’  έχω δει κι άλλη φορά στο πάρκο, μια φορά ήμουν έτοιμος σ’ αρπάξω αλλά τελικά το μετάνιωσα».  

Ένιωσε ένα μυρμήγκιασμα  να περπατά πάνω της,  είχε αισθανθεί  ότι κάτι δεν πήγαινε καλά εκεί στο παρκάκι με τα πεύκα  απ’ όπου περνούσε κάθε μέρα  σα να ήξερε ότι κάτι υπήρχε,  «Έχω καλέσει την αστυνομία» του είπε κι εκείνος χαμογέλασε «Μέχρι να έρθουν  θα έχω φύγει» της απάντησε και με δυο κινήσεις βρέθηκε δίπλα της, την άρπαξε από τη μέση και της έστριψε το χέρι,  δεν πρόβαλε αντίσταση,  όσο  δυνατή κι αν είσαι ξέρεις ότι κατά βάθος ο άντρας είναι το αρπακτικό, αυτός έχει το πάνω  χέρι,  σε μια βίαιη  σύγκρουση θα σε βάλει κάτω οπωσδήποτε, σε τέτοιες περιπτώσεις υπερισχύει η ωμή βία, έτσι είναι η φύση. Όλα αυτά πέρασαν από τη σκέψη της σε εκατοστά του δευτερολέπτου όπως το μυαλό της καιγόταν, όχι δεν έπρεπε να δείξει ότι αντιστέκεται, αν ήταν να κάνει κάποια κίνηση έπρεπε  να την κάνει όταν ο άλλος δεν θα το περίμενε, έπρεπε να τον αφήσει να πιστεύει ότι ήταν δειλή κι  εύκολη να την χειριστεί, χαλάρωσε και προσπάθησε να ηρεμήσει.    

Κι όμως είχε ξυπνήσει με την καλύτερη διάθεση, το ξυπνητήρι είχε χτυπήσει  στις τέσσερις, καθώς το σπίτι της δεν ήταν μακριά  από τη δουλειά προτιμούσε να πηγαίνει με τα πόδια,  ήταν η καλύτερη άσκηση κι έπειτα η διαδρομή ήταν πολύ ωραία.  Εκείνες τις μέρες έβρεχε συνέχεια,  το λιμάνι έμοιαζε χαμένο στην ομίχλη και τα  φωτισμένα καράβια μόλις που διακρίνονταν μέσα στη θάλασσα. Ομίχλη σκέπαζε τα πάντα γύρω μονάχα τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια διακρίνονταν στα μπαλκόνια και πίσω από τα τζάμια. Κοιτάζοντας ψηλά πάνω απ’  την πόλη έβλεπες  τις   φωτισμένες  κολώνες  που έφτιαχναν ένα τοπίο σα να υπήρχε εκεί πέρα μονάχα ένα χωριουδάκι με αραιά σπίτια. Κείνη την  ώρα  έβλεπε τους ίδιους ανθρώπους που ξεκινούσαν μαζί της  σα να είχαν συγχρονιστεί,  ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που κρατούσαν ο ένας τον άλλον,  δυο  γυναίκες που πρέπει να ήταν αδερφές γιατί είχαν το ίδιο ύψος,  ένας τύπος ψηλός, αντιπαθητικός,  με μια φόρμα κόκκινη.  Όποτε έβρεχε έτσι η πόλη ντύνονταν την καλύτερη στολή της,  σκεπάζονταν από ένα σύννεφο ομίχλης που έκρυβε όλα τα άσχημα σημεία της, αυτή η εποχή προτού πιάσουν τα κρύα,  όπου στην ατμόσφαιρα υπήρχε  υγρασία  και  ομίχλη,  ήταν η αγαπημένη της  αν και προκαλούσε πόνο στα κόκαλα όσων είχαν χρόνια προβλήματα για να μη πούμε  για τις γρίπες και τα κρυώματα.  Η  θάλασσα τέτοια εποχή ήταν όμορφη και μπορούσες ν’ ακούσεις τον ήχο του κύματος που έσκαγε στην προβλήτα, μια φορά, προτού μεγαλώσουν οι νύχτες, είχε δει   ένα ψάρι τεράστιο να κυνηγά ένα άλλο πιο μικρό κολυμπώντας απίστευτα γρήγορα κι ένα βουτηχτάρι  που χανόταν κάτω από το νερό για να εμφανιστεί σε άλλο σημείο πολύ μακριά . Καθώς είχαν χαθεί οι ψαράδες και κανείς δεν κατέβαινε στο λιμάνι λόγω της επιδημίας,  ο τόπος είχε γεμίσει από κοπάδια μικρών και μεγάλων ψαριών που σουλατσάριζαν αμέριμνα…

Όλα αυτά έμοιαζαν τώρα  μακρινά σα να συνέβαιναν σε κάποιον άλλο κόσμο,  σε μια άλλη πραγματικότητα , το χέρι που της έστριβε την πονούσε κι έβγαλε έναν στεναγμό σα να υπέφερε ενώ δεν ήταν και κάτι  τρομερό,  εκείνος γέλασε σα να χαίρονταν που την έκανε να υποφέρει, «Όλες είστε ίδιες» της πέταξε και την στρίμωξε στον τοίχο,  αισθάνονταν την ανάσα του που μύριζε άγχος,  τσιγάρο και καφέ ανακατεμένα, της ερχόταν μια αναγούλα όμως εκείνος φαίνονταν ψυχρός  κοιτούσε μόνο κάπου- κάπου έξω να δει μήπως ερχόταν κανείς,  «Δεν είσαι άσχημη»  είπε πιάνοντας το στήθος της κι  εκείνη παραλίγο να φωνάξει «Που είναι οι ηλίθιοι αστυνομικοί, πόση ώρα θα κάνουν ώσπου να έρθουν ;»

Αν ήταν εκεί ο νυχτοφύλακας δεν θα συνέβαινε αυτό  όμως εκείνη τη μέρα είχε ρεπό κι όλη νύχτα ο χώρος ήταν στο έλεος του θεού,  αυτό συνέβαινε μια φορά το μήνα  κι κείνο το τσογλάνι  λες και το ήξερε, ήταν εντελώς μόνη κι έπρεπε  να επιβλέπει  το τεράστιο συγκρότημα των σχολείων  που έπιανε ένα ολόκληρο τετράγωνο. Ο νυχτοφύλακας ο Πέτρος, ένας τύπος με λίγα μαλλιά που κάποτε είχε μαγαζί  όμως του είχε  φάει τα λεφτά ο συνεταίρος του, την περίμενε κάθε πρωί στην είσοδο,  η μόνιμη κουβέντα του ήταν κάθε φορά ήταν : «Δε κοιμήθηκα καθόλου απόψε»  όμως εκείνη τον έβλεπε φρέσκο να παίρνει από το ψυγείο το γάλα που τους έφερναν και να φεύγει κεφάτος, δεν υπήρχε περίπτωση να μη κοιμόταν το βράδυ βλέποντας τηλεόραση. Το σχολείο ήταν σκοτεινό εκείνη την ώρα μέχρι να έρθει ο διευθυντής που άναβε όλα τα φώτα, στον πάνω όροφο οι τάξεις ήταν αδειανές  και  κάπως απόκοσμες, σ’ έπιανε ένα σύγκρυο όπως περπατούσες εκεί μέσα στους βουβούς  διαδρόμους. Αυτή πήγαινε αμέσως  στο δωμάτιο των φυλάκων, άναβε τα καλοριφέρ και  ταχτοποιούσε  τα πράγματα που είχε κάνει άνω κάτω ο νυχτοφύλακας,  άδειαζε  το τασάκι με τα τσιγάρα μουρμουρίζοντας  «Μα τι άχρηστος, ούτε τα τσιγάρα του πετά,  ούτε σκουπίζει λίγο,  τι στο καλό κάνει όλη  νύχτα !». Μετά τις εφτάμιση  ερχόταν ο διευθυντής, έπειτα  οι καθαρίστριες , τα παιδιά λείπανε επειδή  τα  μαθήματα είχαν σταματήσει κι όλοι ήταν μαζεμένοι  τα σπίτια τους από το φόβο της επιδημίας.

Είχε ακούσει για ένα πρεζόνι που ορμούσε στις γυναίκες. Η Πελαγία η κόρη του Πέτρου  που την είχε βάλει να δουλεύει εκεί πέρα σαν καθαρίστρια, της το είχε πει  κι από τότε  την είχε πιάσει ο φόβος.   Όποτε έπρεπε να περάσει από το σκοτεινό πάρκο της κόβονταν τα πόδια,  τώρα τον χειμώνα δεν είχε καθόλου  φώτα, μια λάμπα μόνο χαλασμένη που κανείς δε νοιάζονταν να την αλλάξει,  εκείνο το σημείο πάντα την τρόμαζε  από τότε που είχε ακούσει για τον τοξικομανή, όποτε ήταν  να το  διασχίσει έψαχνε μήπως δει καμιά σκιά ανάμεσα στα ψηλά πεύκα, δεν έπαιρνε πάνω από δυο τρία λεπτά όμως το πέρασμα μέσα τους  ήταν λίγο τρομαχτικό. Το καλοκαίρι που ξημέρωνε νωρίς  ήταν ότι καλύτερο βέβαια,  ένα αεράκι φυσούσε πάντα εκεί και δε βιαζόταν  αλλά το χειμώνα επιτάχυνε το βήμα στήνοντας αυτί για  οποιονδήποτε περίεργο ήχο. Προτού φτάσει στα σχολεία   περνούσε από ένα υπόστεγο όπου άμα μιλούσες ακούγονταν ένας αντίλαλος  παράξενος και σκιαζόσουνα, όταν έφτανε επιτέλους  στο συγκρότημα  ένιωθε καλύτερα, όσο να πεις υπήρχε κάποια ασφάλεια, κλειδαριές, πόρτες, τηλέφωνα, το θέμα  ήταν προτού φτάσει στην οικοδομή.

Και να τώρα που την είχε πατήσει όχι  στο δασάκι αλλά μέσα στην ίδια  την οικοδομή, την είχε αιφνιδιάσει ο τύπος,  πρέπει να είχε μπει εκεί από κάποιο παράθυρο που ξεχνούσαν ανοιχτό οι βλαμμένες οι καθαρίστριες,  δεν υπήρχε και τίποτα να κλέψει όμως μπορεί να είχε κοιμηθεί στο δωμάτιο των φυλάκων  δίπλα στα καλοριφέρ που άναβαν από τη νύχτα  κι αυτή είχε πέσει  πάνω του. «Έχεις ωραίο  σώμα για την ηλικία σου»  είπε  ο ληστής στρίβοντας ξανά το χέρι της και τότε πόνεσε πραγματικά, από τα βάθη του εαυτού της βγήκε ένας θυμός  που ανέβαινε σιγά- σιγά στην επιφάνεια, πόσο θράσος είχε  το κάθαρμα εκείνο να την απειλεί και να την πονά, που το είχε βρει το δικαίωμα, ποιος νόμιζε ότι ήτανε, δε μπορούσε να παραδοθεί χωρίς να κάνει τίποτα, έγειρε πίσω και μετά   τον έσπρωξε ξαφνικά  με όλη της τη δύναμη,  δοκίμασε να τρέξει όμως εκείνος την άρπαξε και της έδωσε ένα χαστούκι που έτσουξε το μάγουλο της, τα χαρακτηριστικά του τώρα είχαν σκληρύνει τώρα κι έμοιαζε με ζώο που το πιάνει μανία, πάλεψαν κάνα δυο λεπτά και την έπιασε από το λαιμό τόσο σφιχτά που της κόπηκε η αναπνοή, «Γιατί  δεν έρχεται κανένας;» έκανε ξανά τη σκέψη κι  αισθάνθηκε να σωριάζεται  στο πάτωμα, ζαλίστηκε  κι όλα γύρω χάθηκαν, αυτό ήταν  λυτρωτικό, επιτέλους !   

Από κείνη τη στιγμή όλα έμοιαζαν να διαδραματίζονται έξω απ’ αυτήν αλλά μπορούσε να τα παρακολουθεί χωρίς να συμμετέχει, στη μικρή κουζίνα που υπήρχε στο δωμάτιο των φυλάκων είδε  ένα ποτήρι να πέφτει  σε αργή κίνηση, να σπάει και  το περιεχόμενο του να χύνεται - αυτή ήταν μια σκηνή που έβλεπε πολλές φορές στα όνειρα της και δε μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο, είδε ακόμα έναν καθρέφτη όπου φαινόταν το πρόσωπο όχι το δικό της μα μιας άλλης γυναίκας που  της έλεγε κάτι ακαθόριστο. Ύστερα   άρχισε να βλέπει  το δασάκι με τα ψηλά πεύκα  που τα φυλλώματα τους ήταν τώρα κόκκινα και μαύρα, κόκκινο ήταν και το πρόσωπο του άντρα που βρισκόταν μπροστά της, μέσα σε μια θολούρα  τον είδε τον  να σκύβει από πάνω της προσπαθώντας  να βγάλει κάτι από τη τσέπη όταν εμφανίστηκε ο νυχτοφύλακας και πάλευε με το πρεζόνι  –«Πως είναι  δυνατόν αφού είχε ρεπό;», σχολίασε βουβά ενώ εκείνη η άλλη γυναίκα μέσα ο τον καθρέφτη της μιλούσε, δε μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε μόνο ξεχώριζε κάτι λέξεις  «Είσαι καλά;» Το κεφάλι της άρχισε να βουίζει και τότε συνειδητοποίησε ότι το είχε χτυπήσει πέφτοντας,  άνοιξε τα μάτια για να δει τον  γαλάζιο αστραφτερός φάρο  ενός  περιπολικού που στριφογύριζε, μια γυναίκα στεκόταν  δίπλα της,  ήταν η Πελαγία η κόρη του Πέτρου, «Ευτυχώς ο μπαμπάς μου ξέχασε τα κλειδιά και πέρασε να τα πάρει. Τον έχουν πιάσει μη φοβάσαι» της είπε σιγανά, « Δεν έχεις κάτι, θα σε πάμε όμως στο νοσοκομείο καλού  κακού»- « Όχι δε χρειάζεται» είπε αυτή που απεχθανόταν τους  γιατρούς και τις κλινικές.

Ο νυχτοφύλακας την είχε σώσει λοιπόν, αν περίμενε τους μπάτσους την είχε βαμμένη, τον κοίταζε τώρα που  στεκόταν δίπλα στο περιπολικό   μαζί με το διευθυντή και κάτι λέγανε, μια φιγούρα διακρίνουν μέσα στο αμάξι, το πρεζόνι σίγουρα, ήθελε να πάει να τον δει,  να του πει τίποτα μετά όμως μετάνιωσε,  «Δε πάει στο διάβολο!» σκέφτηκε. Έπρεπε να ευχαριστήσει το νυχτοφύλακα όμως χρειαζόταν λίγες ακόμα ανάσες για να συνέλθει, είχε ξημερώσει πια κι η ομίχλη ερχόταν πάλι από τα βουνά να σκεπάσει τη πόλη. Έκλεισε τα μάτια για λίγο κι εκείνο το κόκκινο δάσος που είχε δει όταν πάλευε με τον ληστή ήρθε ξανά μπροστά, δεν έφευγε από το μυαλό της σα να ήταν καρφωμένο κάπου μέσα βαθιά.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...