Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ



Οι άντρες κλαίγανε εκεί πέρα κι οι γυναίκες το ίδιο, πρώτη φορά έβλεπα τόσο μικρό φέρετρο στα λουλούδια πνιγμένο, το παιδάκι φαίνονταν ήρεμο αλλά χλωμό, ένα κομμάτι απ το ευαγγέλιο ακούγονταν ο χριστός καλούσε τα μικρά παιδιά κοντά του.
  
Ο δεσπότης που το γνώριζε το παιδάκι  είπε για τα αδελφάκια του  που έχασε σαν  ήτανε μικρός, παρηγορητικός ήταν ο τόνος του,  ιερείς γύρω ένα σωρό δακρυσμένοι, χορωδίες, κόσμος, εικόνες ζωγραφισμένες στο τοίχο , ο αρχάγγελος σε φόντο χρυσαφένιο έβγαζε το σπαθί απ το θηκάρι του βλοσυρός, αυτός λέει είναι που παίρνει τις ψυχές κάτω στον Άδη , ο Θανάσης κάτω από μια κολόνα βλοσυρός κι αυτός, δάκρυα έτρεχαν απ τα μάτια του Δημήτρη, πλησίασα να χαιρετήσω, ούτε που ήξερα τι κάνουν, μια εικόνα,  ύστερα το νεκρό παιδάκι, ένα μέτωπο πλατύ, το φίλησα ήταν κρύο πολύ , παγωμένο, ο Άρης παραδίπλα συντετριμμένος , παραιτημένος  μα  ήρεμος,  η γυναίκα του σαν το χαρτί άσπρη αναστέναζε, κάποια της δρόσιζε μ ένα μαντήλι το πρόσωπο, τη βοηθούσε ν’ ανασάνει όπως πνίγονταν,   πλησίασα τον αγκάλιασα, ''Πολύ μ αγαπάτε ρε παιδιά!'' είπε ξέπνοα .

Το ήξερα εκείνο το παιδάκι, ερχόταν κοντά μας κι πατέρας του έσκυβε να το τυλίξει στα χέρια του, κάτι γυαλάκια ασημένια φορούσε, όλα τα γράμματα και τους αριθμούς είχε μάθει, πολύ έξυπνο, ένα κάρο επεμβάσεις είχε υποστεί κι ήταν τόσο υπομονετικό και καλόβολο, κουράζονταν εύκολα, δε μπορούσε να τρέξει όπως οι φίλοι του, στην Ολλανδία το είχαν πάει για κάτι άλλες εγχειρίσεις, πράσινο πολύ κατά κει, τόσο που το μάτι πιάνεται.

Στη Τήνο είχανε πάει να προσκυνήσουν, όλα καλά  να πάνε, είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο, φυσούσε μανιασμένα κατά κει, στην Αθήνα θα έμενε στο σπίτι ενός καλόγερου που μπαινόβγαινε στο Άγιο Όρος κι έλειπε αυτό τον καιρό,  η τελευταία εγχείριση θα ήτανε αυτή αλλά κι η πιο δύσκολη, θα άνοιγαν την  καρδούλα του μια τρυπούλα να κλείσουν, κάτι τέτοιο  Φοβούνταν Ο Άρης , μας τόχε πει,  τελικά δεν άντεξε η καρδούλα του .

Ψαλμοί ακούγονταν στην εκκλησιά ''... ότι αυτός ο κύριος εν κελεύσματι,  εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι θεού καταβήσεται απ ουρανού και οι νεκροί εν χριστώ αναστήσοννται  πρώτον  έπειτα εμείς οι ζώντες αρπαγησόμεθα  εν νεφέλαις .....εις αέρα !'', κάτι λόγια: '''Ο και νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχων ως αθάνατος βασιλεύς!'' ποιος στο καλό μου είναι αυτός ο αθάνατος βασιλεύς που κυβερνά ζωντανούς και νεκρούς αντάμα ;

Ένας τύπος με κουστούμι μας είπε να συντομεύουμε, σ ένα αμάξι μπήκαμε ακολουθώντας τη νεκροφόρα, διασχίσαμε τη Λαγκαδά, κάτω απ την αερογέφυρα της Σταυρούπολης κάποιος τρελαμένος κορνάριζε ακατάπαυστα , στον περιφερειακό του Ευόσμου κι ύστερα δεξιά προς τα κοιμητήρια,  δούλευα ένα φεγγάρι  κατά δω, το ίδιο θλιμμένο τοπίο όπως  τότε , σκουπίδια, λαμαρίνες παντού και γυαλιά.

Στα μνήματα όλο τάφοι παιδιών και παλικαριών, ένας καλόγερος έκανε τη τελετή, φωνή βαριά, τον ήξερα, ένα πετραχήλι κρεμασμένο στο λαιμό, η μάνα έκλαιγε: ''Ανοίξτε λάκκο βαθύ να μπω μαζί του να μην είναι μοναχό και φοβάται εκεί στα σκοτεινά που πάει!'', μια σακούλα με τα ρουχαλάκια του έριξαν μέσα στον τάφο κι ένα μπουφάν, ''Κρατήστε τη ζακέτα δώστε τη σε κανένα φτωχό '' είπε ο παππάς ΄΄ είναι κρίμα ΄΄, - ΄΄ Όχι δε τη θέλουμε΄΄ είπε η μάνα, δάκρυα τρέχανε στα μάγουλα μας και σ' αυτά των παπάδων ,''... ΄΄Και το κομπιούτερ που έπαιζε ρίχτε το μέσα!'' είπε η μάνα κρατώντας ένα πράσινο μηχανηματάκι, ''Μη ρίχνετε χώμα!'' είπε ο καλόγερος ''.΄΄..δε πρόλαβε ν’  αμαρτήσει το μικρό!'' ,  ένας νεκροθάφτης μαυριδερός με μια φόρμα γαλάζια και κάτι εργαλεία στις πλαϊνές τσέπες ανέλαβε κατόπι .

Στην αίθουσα δεξιώσεων καθίσαμε ένα καφέ να πιούμε, το θυμόμουν αυτό το μέρος, καθόμασταν εκεί πέρα στα διαλειμματα,  ο Βασίλης που έχει τρία μικρά παιδιά ήταν σοκαρισμένος, δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα,  ένας άλλος πιο ήρεμος έδειχνε,΄΄Συμβαίνουν αυτά!΄΄ είπε κάποιος που δούλευε μάγειρας,΄΄… όλα μπορούν να συμβούν σε μια τέτοια εγχείριση, είναι σα να σου καίγεται το φαΐ όλα γίνονται΄΄  .

''Τι θα έκανες εσύ;'' ρώτησα κάποιον δικό μου: ''Ένα μήνα άδεια θα έπαιρνα '' είπε,  ένας άλλος όμως άλλη γνώμη είχε: '' Θα γύριζα στη δουλειά την άλλη μέρα κιόλας, αυτό το πράγμα μπορεί να σε στείλει στον άλλο κόσμο μια ώρα αρχύτερα άμα το σκέφτεσαι συνέχεια΄΄.

Εγώ πάλι σκεφτόμουν πως θα κάναμε γιορτές δίχως τον Άρη, πότε θα γύριζε, τι θα έκανε, τι θα κάναμε;

Τη προηγούμενη μέρα ήμασταν μαζί, ένα καταραμένος γέρος ήρθε κοντά και μας έσπασε τα νεύρα, δε μπορούσαμε να τον σουτάρουμε, τελικά τσακίστηκε γκρεμίστηκε, έφυγε, στρώσαμε όλα τα είχαμε δώσει, κάποιοι μας ρωτούσαν ''Που τα βρήκατε αυτά, τι λένε τα λόγια τους ;''

Στο σπίτι του κυρ Γιάννη είχαμε πάει ύστερα, κάτι ψάρια έξοχα είχε ψήσει, η γυναίκα του κυρ Γιάννη γεροδεμένη, ψηλή, μας σερβίριζε, δούλευε στα κλωστήρια αυτή κάποτε, στη Πυλαία έμενε, κατά κει ήτανε το σπίτι της, με τα πόδια πηγαινοέρχονταν,  ούτε που έδινε σημασία στα ψάρια , ούτε που γύρισε να τα κοιτάξει ρε φίλε ο Άρης τι παιδί κι αυτό, στους ψαλμούς κολλημένος όλη την ώρα και στους ήχους, στο αμάξι, στο σπίτι, στο ίντερνετ, τα ίδια ακούσματα.

Κάτι τροπάρια απίστευτα είχαμε πιάσει εκεί στο σπίτι του κυρ Γιάννη , ''Φως εκ φωτός έλαμψε τω κόσμω..... ο επιφανείς θεός!''- ''.. δια καταβάσεως η προς θεόν άνοδος γίνεται!''- ''' ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις!΄΄, και τ' άλλο το μαγικό :'' ...βαπτίζεται χριστός μεθ' ημών, ο πάσης επέκεινα καθαρότητας!'', κάτι να μας καθαρίσει θε μου, να μας ξεπλύνει, να εξαγνιστούμε, να ξελαμπικάρουμε!

Τι θα έκανε τώρα ο Άρης που τούχαν δώσει το όνομα του Βελουχιώτη γιατί ο παππούς του ήταν πρωτοπαλίκαρο του καπετάνιου έναν καιρό στα βουνά της Θεσσαλίας , τι θα γίνονταν δίχως το μικρό εκείνο που τ' αγαπούσε τόσο, που θα βρίσκαμε κάποιον σαν κι αυτόν, πως θα κάναμε γιορτές, ποιος θα με άντεχε εμένα με τόση υπομονή δίχως να με σουτάρει, διακόσια χρόνια έκανα να βρω σαν αυτόν κάποιον, για ποιον θάκανα το χαλί, τη μουσική υπόκρουση για να κάνει τα κόλπα του τα τρελά σηκώνοντας το κεφάλι πίσω σα να χάνονταν στους ήχους του .

Τα είχε δει όλα , η μάνα του πέθανε δυο χρόνια πριν και τον είχε φαρμακώσει, δυο φορές το χρόνο μια μελαγχολία τον έπιανε, την άνοιξη πιο πολύ, πως θα το περνούσε κι αυτό ;
Φοβούνταν την εγχείριση, μας τόλεγε, ύστερα καφέ μας έφτιαχνε, τα ποτήρια έπλενε εκεί μέσα στο κουζινάκι με τις άσπρες ορχιδέες και τ άλλα τα φυτά τα εξωτικά με τα παχιά φυλλώματα και τις πιτσιλιές τις κιτρινωπές που είχε φέρει μια γυναίκα, κουλούρια και τυρόπιτες μας  κερνούσε, ''Δε γίνεται να μη μπορείς να βρεις μια γυναίκα με τα μυαλά στο κεφάλι μέσα!'' μούλεγε, κι  ιστορίες διάφορες  , για έναν φίλο του που κέρδισε το λαχείο δυο φορές στην Καρδίτσα, κάτω στον κάμπο, κι όλες πέσανε απάνω του.

Στο κέντρο όλα αλλόκοτα φάνταζαν τη μέρα εκείνη, στην Εγνατία κοπάδια περιστεριών κι αυτοκινήτων, όπως έβγαινα απ τη Πρωτοπορία το βιβλιοπωλείο κάτω στη παραλία, το φως που έρχονταν απ τη θάλασσα με στράβωνε, μια φιγούρα θολή διαλύονταν μπροστά μου, να ξεχωρίσω δεν μπορούσα τίποτα , όλα αποσυνθέτονταν.

Απεργίες, φασαρίες, δρόμοι μπλοκαρισμένοι ,κάτι κόκκινα πλαστικά έκλειναν τις εξόδους , λεωφορεία έστριβαν διπλώνοντας στα δυο το κορμό τους , εγώ σκεφτόμουν τη φορά εκείνη που είχαμε τραγουδήσει σ ένα χωριό το '''Ήθελα να σ αγαπώ...... κανείς να μη, κανείς να μη το ξέρει…'' κι ο κυρ Κώστας έβλεπε δάκρυα να κυλάνε στο μάγουλο μου.

Το βράδυ κλειστό το κέντρο, μ ένα ταξί γυρνάω, ένας τροχονόμος μας σταματά, στην Ολύμπου μπαίνουμε, εκεί στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων κοντά στο βαρδάρη βγαίνουμε, σκοτάδι παντού, κάτι κτίρια γεμάτα φωτιστικά που αναβοσβήνουν σα πυγολαμπίδες τερατώδεις, τεράστιες, κρύσταλλα και τζάμια, τα λεφτά μου πέφτουν στο πίσω κάθισμα, ο ταξιτζής σηκώνει το κάθισμα να τα βρούμε, που πήγε εκείνο το παιδάκι, πως αλλάζουν όλα μπροστά στα μάτια, πως γίνονται αέρας σκόνη, τι είναι εκείνες οι νεφέλες που θα μας αρπάξουν στον αέρα ψηλά,  ποιος είναι εκείνος ο αθάνατος βασιλιάς, που κυβερνά ζωντανούς και πεθαμένους….

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

MEDITERRANEAN COCMOS



Αχ θε μου ήταν καλή, πολύ καλή  κι αυθόρμητη,  μου άρεσε,  ένιωθα ένα τρέμουλο όπως της μιλούσα .

 Είχε τα μαλλιά κυματιστά όπως μ’  αρέσουν , έκανε εκείνες τις κινήσεις των γυναικών που θέλουν να δροσίσουν το λαιμό τους όταν ζεσταίνονται,   η φωνή της ήταν απαλή,  κινούνταν όμορφα,  φαίνονταν καλή όταν  φώναξε  τ  όνομα μου καθώς την έψαχνα, εκεί σε μια εκκλησία μπροστά,   σε μια καρέκλα καθόταν, δίπλα σε μια πισίνα με νερό γαλάζιο .

Είχα αγωνία για το πως θα είναι, ποτέ δε ξέρεις, η φίλη που της είχα πει να κοιτάξει  στο ιντερνέτ  μου είχες πει  ότι είναι εντάξει,  το ίδιο μου είχε πει κι εκείνο το κορίτσι που μου τη σύστησε, αυτό που ήταν ερωτευμένο με κάποιον  και με ρωτούσε ΄΄Δε περνά ποτέ αυτό ;΄΄. ΄΄Καλή είναι …’’,  μου είχε πει το κορίτσι εκείνο  ΄΄΄ …σαν και σένα! ’’  αλλά που να ξέρεις άμα δε τη δεις από κοντά.

 Η  φίλη   ήθελε να  βρεθούμε οπωσδήποτε το προηγούμενο  βράδυ  ΄΄Δεν είναι ανάγκη να ξεραθείς πάλι νωρίς, εμείς ποτέ δε κοιμόμαστε σαν άνθρωποι! ΄΄ ,  αυτή είχε ραντεβού με κάποιον που είχε κάνει μια εγχείριση στο πρόσωπο,  φοβούνταν για το τι θ’  αντικρύσει, μήπως ήταν κάνα τέρας με τίποτα χαρακιές,  αλλά όλα καλά πήγανε, ο τύπος ήταν γοητευτικός τελικά...

 Το ταξί που είχα πάρει αργούσε,  ο περιφερειακός φάνταζε ατέλειωτος,  αμάξια ρολάριζαν  και χάνονταν μέσα σε κατηφόρες κι ανηφόρες, ένα τρίκυκλο αρχαίο έσερνε  παλιοσίδερα και φάνταζε εικόνα από άλλο κόσμο,  ο ταξιτζής κάτι μουρμούριζε για ένα πελάτη που ήθελε να τον πάει κάποτε  στο COSMOS μέσω Θέρμης,  για μια κερκυραία που είχε ξεχάσει το κινητό της στο αμάξι του , για έναν  άλλον που μιλούσε ασταμάτητα, για ένα θείο του με εγκεφαλικό που γηροκομούσε γιατί δεν είχε κανέναν άλλο στον κόσμο ο θείος, για τη δουλειά όπου εργάζονταν πριν σα νυχτοφύλακας και παραμιλούσε τις νύχτες που ήτανε μοναχός  μήπως περάσει η ώρα.

 Άκουγα κοιτάζοντας τα φώτα κατά το λιμάνι,  λίγο χαμένος ήμουνα, κάπου ήθελε να μιλήσει ο οδηγός,  εγώ είχα αγωνία γιατί είχα  αργήσει,  με είχε πάρει δυο φορές,  έπρεπε να τη δω, να μου φύγει τουλάχιστον η περιέργεια.

Όμως  ήταν καλή , θέ μου ήταν καλή,  σ΄ ένα μέρος   εκεί κοντά στο Μάτζικ πήγαμε  να περπατήσει κι ο σκύλος της που ήταν όλο νεύρα, σ ένα χωράφι βγήκαμε, κάτι συκιές φύτρωναν πιο πέρα...

 Όπως φέρναμε βόλτες σ εκείνο το  λασπωμένο σταροχώραφο  στη μέση του πουθενά κι ο σκύλος μύριζε τον αέρα, μου είπε    για τότε που χώρισε,  εγώ της είπα τα δικά μου, κι ύστερα κουράστηκε και της πήρα εγώ το λουράκι του σκύλου.

 Για τις εκδρομές  μου είπε  εκεί στο Νέστο, στα φιδογυριστά του περάσματα απ όπου περνά το τρένο ανάμεσα σε νερά και βράχια,  για τις άλλες εκδρομές στο Παγγαίο, σ ένα μέρος γεμάτο φτέρες κίτρινες και πράσινες και κόκκινες  όπου ένα αμάξι έπεσε κάτω από μια γέφυρα  κι ένα παιδί σκοτώθηκε κάποτε...



Παραπατούσα όλη μέρα,  δεν είχα κοιμηθεί  καλά,  σε μια αγρυπνία ήμασταν το προηγούμενο βράδυ, ένας παππάς ψηλός ασκητικός με γενειάδα μακριά  με κοίταζε στα μάτια,  ίσως  είχε δει κάποιου είδους πνευματικότητα που την έβλεπα κι εγώ στα δικά του τα πράσινα , η Άφρω μου τηλεφωνούσε γιατί της είχα ζητήσει συγγνώμη που την έθιξα, της ορκίστηκα ότι δε θα το ξαναέκανα, είχα τύψεις, δε μπορείς να παίζεις μ  ότι πονά τον άλλον,  ύστερα ο Μάκης μου έστελνε μήνυμα ότι μπορούσα  να γράψω για τους τέσσερις τόμους του Τάκιτου,  ο Αργύρης προτού κοινωνήσει μου ζήτησε συγνώμη αν με είχε πειράξει κάτι που είχε πει , εγώ του είπα ΄΄Πλάκα  κάνεις!’’,  κάποιος  έλεγε ότι δεν είχε δει ποτέ  ούτε έναν άγιο στον ύπνο του, με διόρθωνε μαλακά στα λάθη μου…

 Το πρωί, σ’ ένα σπίτι, κάποιος μου είχε  ανοίξει  τη πόρτα αλλά δε βρήκα κανέναν μέσα, μονάχα σ ένα δωμάτιο ένα κοριτσάκι κοιμόταν κάτω από μαλακές κουβέρτες αναστενάζοντας ελαφρά, πήγα κατά κει, κάτι διακοσμητικά χριστουγεννιάτικα, μπάλες κίτρινες αστραφτερές, τραπεζομάντιλα καρό,  κηροπήγια χρωματιστά, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο,  ακούμπησα  το κορίτσι μαλακά στον ώμο, κάτι μουρμούριζε, φαίνονταν τόσο ανυπεράσπιστο, θέ μου, σκεφτόμουν πως τ’  αφήνουν έτσι τα παιδιά τους, μια σοκολάτα ανοιγμένη υπήρχε σε μια καρέκλα απάνω,  πήρα ένα κομμάτι , το κοριτσάκι συνέχισε να κοιμάται αναστενάζοντας.

Ήταν εκείνο το κοριτσάκι που είχε μια φωτογραφία στο γραφείο του από ένα μαγαζί νυχτερινό όπου είχε πάει με τους γονείς του, ένα άσπρο πουκαμισάκι  φορούσε σ εκείνη τη φωτογραφία,  ήταν όμορφο πολύ όμως δεν του άρεσε εκείνη η φωτογραφία,΄΄Γιατί να βγω με τα μάτια μισόκλειστα!’’-  ‘’ Σιγά μη δε βρεις να πεις κάτι!’’ της είχε πει η μάνα της,

 Μου είχε πει ότι εκείνο το βράδυ στο μαγαζί το νυχτερινό  κάποιος μυστήριος  το είχε σταματήσει καθώς πήγαινε στο μπάνιο,  του είχε πει ότι το παρακολουθούσε  από ώρα, πήγε να το κρατήσει απ το χέρι,   εκείνο είχε τρομάξει,  έτρεξε να φύγει ,ποιος ήταν εκείνος ο άγνωστος,  τι ήθελε ;

Ήταν το κοριτσάκι που όταν του ζητούσα να μου γράψει τι φόβους έχει στη ζωή αυτό μου είχε γράψει για  το θάνατο και  μ’  είχε στείλει. Είχε μια τάση να σκέφτεται φιλοσοφικά κι όλο του έβαζα τέτοια θέματα’’ Ποιος είναι ο προορισμός του ανθρώπου στη ζωή;’’ κι άλλα τέτοια,  αυτό έτρεχε πίσω απ τη μάνα του,  τη ρωτούσε, της τραβούσε το μανίκι,   τη ζάλιζε,  κρατούσε σημειώσεις σ ένα τετραδιάκι. Σαν έφευγα την άκουγα  καθώς έμπαινα στο ασανσέρ που φώναζε στη μάνα της ΄΄ Πήρα εννιά, ή ‘’ Πήρα εννιά κόμμα δύο!’’ το μωρό μου!. Πολλές φορές το είχα δει να στέκεται κοιτάζοντας τη φωτογραφία του πατέρα της που πέθανε από ένα κόμπο σε μια φλεβίτσα του εγκεφάλου.

Δε με πείραζε που κοιμόταν το μικρό, θα περνούσα άλλη φορά,  κατά τα Διαβατά ομίχλη πολύ  και υγρασία, ένα αγόρι στο αστικό έπαιζε κάτι σ ένα κινητό με σπασμένη οθόνη ραγισματιές γεμάτη, φωτάκια κίτρινα,  κόκκινα, πράσινα, φωτιές πετούσε στον ουρανό το εργοστάσιο της ΕCO,  κάτι παραπήγματα γύφτων, ένα κανάλι κάτι παιδιά βρώμικα παίζανε κατά κει…


Φαίνονταν καλή , είχε απαντήσει σ’  όλα τα μηνύματα μου αλλά ποτέ δε ξέρεις, κι εγώ βέβαια της τα είπα όλα, κι ούτε  που ξέρω αν έκανα λάθος,  της είπα ότι νόμιζα πως είχε παιδιά,  αλλά μου είπε ότι ήταν τ’  ανίψια της, ότι είχα ρωτήσει τη κυρία Δήμητρα που μου είπε ΄΄ Ρε βλάκα θα  βρεις έτοιμα τα μικρά!’’  και  πάντα έχει  δίκιο  σ’ αυτά η κυρία Δήμητρα.

 Της έκανε εντύπωση κι ήταν λίγο αγχωμένη και κουρασμένη,  της είπα να πάμε στ’  αμάξι της,   το ψάχναμε εκεί μέσα   στη θάλασσα των αυτοκινήτων και των ανθρώπων, κόσμος  περνούσε  κι αμάξια  σωρός,  μια ζαλάδα, σ έπιανε  εκεί μέσα στο χαμό των παρκαρισμένων οχημάτων , φασαρία, βουητό .από  μηχανήματα αυτόματα ,δάχτυλα στους κερματοδέκτες, χαρτάκια και κουπόνια στα φωτεινά μηχανήματα φύλακες με   στολή φωσφοριζέ, ΄΄ Έχω καλή αίσθηση προσανατολισμού για γυναίκα’’  μου είπε,  και πράγματι σε λίγο το βρήκε,   ήταν ένα γυαλιστερό  ασημί, έτσι φαίνονταν στα σκοτεινά τουλάχιστον.

Ένιωθε  μια ανασφάλεια, το αισθανόσουν, μια απουσία προσανατολισμού, μια αβεβαιότητα ΄΄…δε ξέρεις ποιον να εμπιστευτείς’’, εγώ την καθησύχαζα,  αυτό τουλάχιστον ξέρω να το κάνω με τις γυναίκες,  τη ρώτησα για το αγαπημένο της συγκρότημα ’’Οι depeche  mode’’  .

Θυμήθηκε τότε που ντυνόταν με μαύρα ρούχα, τότε που  της άρεσε   η Μαντόνα  κι ο Τζορτζ  Γκλούνι,   η φωνή της είχε κάτι το καθησυχαστικό,  δεν το περίμενε ότι  θα μου άρεσε, ‘’Οι φίλες  λένε ότι είναι  παιδική ΄΄ -  ‘’μα αυτό ακριβώς μ άρεσει!’’,     για μια φορά  όλα γίνονταν ομαλά,  δίχως ζόρισμα .
Της είπα πόσες φορές είχα περπατήσει μοναχός μου εκεί  πέρα στο Μediterranean  Cosmos τα Σάββατα το απόγευμα κοιτάζοντας τα τρέιλερ των ταινιών,  το  κόσμο που έτρωγε στα φαγάδικα με τα παιδιά του,  τα βιβλία, τις βιτρίνες, τα φώτα στα μαγαζιά,  μου άρεσε όλο αυτό,  είχα συνηθίσει,  μου άρεσε η μοναξιά μου, όμως  όλα έχουν ένα τέλος, που να ξέρεις...

  Κ ι ύστερα με πήγε μέχρι στο σπίτι μου,  της έλεγα να προσέχει στη Μουδανίων όπου όλοι τρέχουν σα παλαβοί,   με ρώτησε αν θα βρεθούμε το άλλο σαββατοκύριακο,   κι εκεί κοντά στο σπίτι που μ άφησε, μου ζήτησε να με φιλήσει, κι ήταν μαλακή, κι αυθόρμητη και ζεστή, και  θηλυκή  θεέ μου αυτό ήταν το καλύτερο…

Η φίλη ήθελε να μου πει νέα απ τον χαρακωμένο,  τη περίμενα πρώτος όπως πάντα εκεί που συναντιόμαστε,  ήμουν ήρεμος παραδόξως, κλειστά τα Μακ  Ντόναλντς, πάνε αυτά,  μια δεσμίδα από μαβί φως έπεφτε σ ένα κτήριο παλιό, μια πολυκατοικία σκοτεινή μ ένα παραθυράκι μοναχά ψηλά να φέγγει,  κάτι τραγούδια άκουγα,  όταν ήρθε η φίλη της έπιασα το χέρι,  μια τρυφερότητα  πρωτόγνωρη ένιωθα,   παιδιά μιλούσαν σε κινητά,  μια στέρνα κάπου  γεμάτη  νερό γυάλιζε,  ένα μπάνιο με αποχρώσεις γαλάζιες, ηρεμιστικές, μια γλυκιά μελαγχολία  με κατέκλυζε όπως  όταν είσαι ευτυχισμένος, το ήξερα ότι  μπορούσε να συμβεί κάποτε, το περίμενα, βέβαια ποτέ δεν ξέρεις …

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013


ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΔΙΑΜΑΝΤΙ

Ένα κοπάδι από πουλιά πράσινα με ουρές ψαλιδωτές πετά πάνω απ την Τσιμισκή, μπορεί να τόχει σκάσει από κάποιο μαγαζί με είδη εξωτικά, ελίσσεται ανάμεσα σε πολυκατοικίες, έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στη ζούγκλα όπως τα βλέπεις να κουνούν τα φανταχτερά φτερά τους για ν αποφύγουν γερανούς υπερυψωμένους, στρίβουν ανάμεσα στις κοιλάδες των κτηρίων, επικοινωνούν με ήχους σε συχνότητες υψηλές που δεν πιάνει το αυτί του ανθρώπου, για ν' ακουστούν πάνω απ το θόρυβο των φρένων που μπλοκάρουν τους ατσάλινους τροχούς των οχημάτων, άλλα πουλιά και πετούμενα αντικρίζουν, παραδείσια πτηνά με λοφία περίεργα που τόχουν σκάσει κι αυτά, κοράκια με ράμφη τεράστια προσπαθούν να βγάλουν μεδούλι από κόκαλα που έχουν πετάξει εκεί στο Καπάνι, περιστέρια νωθρά με πλουμιστές στιλπνές φτερούγες,

Οι πράσινοι παπαγάλοι κατοπτεύουν το έδαφος, βλέπουν ανθρώπους από κάτω, ποδήλατα και μηχανές κάνουν ελιγμούς επικίνδυνους ανάμεσα στις διαχωριστικές λωρίδες, άλλα όντα μέσα σε οχήματα στριφογυρνούν τιμόνια υδραυλικά, δίπλα σε ταμπλό που αναβοσβήνουν.

Πιο πέρα περνούν από ένα μαγαζί με χαλιά, σχέδια παράξενα, θυμίζουν αντικατοπτρισμούς στο νερό, κι άλλα μοιάζουν με νιφάδες χιονιού γαλαζωπές και κόκκινες, τάχουν φέρει από μακριά, απ την Ασία, εκεί όπου τάβαζαν κάτω απ' τα γόνατα προσκυνητών και καλόγερων στα μοναστήρια του Θιβέτ, ψηλά στη στέγη του κόσμου, κι άλλα τά είχανε για να κλείνουν τις εισόδους των σκηνών των νομάδων, κι άλλα για σάβανα για να τυλίγουν τους πεθαμένους τους καθώς τους έστελναν στον άλλο κόσμο.

Εμείς καθόμαστε κάπου στα Nottos galleries, μιλάμε βλέποντας τα παραδείσια πτηνά στον ουρανό της πόλης, μια φίλη επιμένει ότι τα πιο πολλά ψέμματα τα λένε οι άντρες, ναι καλά, εδώ είδαμε σημεία και τέρατα, τις είδαμε ν' αλλάζουν γνώμη σε δευτερόλεπτα και να σε διαολίζουν, τόχουν στο αίμα τους το θεωρούν φυσικό, τις βλέπεις μ' εκείνο το βλέμμα που γυαλίζει, έτοιμες να σε παγιδέψουν πάλι στα παιχνίδια τους.

Έχουν λέει μυαλό πολύστροφο,σκέψη πολυσύνθετη, μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα, σιδερώνουν ενώ μιλούν στο κινητό, σχεδιάζουν, συνωμοτούν, οργιάζουν, σενάρια πολύπλοκα καταστρώνουν, υφαίνουν ιστούς, πουλιά στον αέρα πιάνουν!

Σε βολιδοσκοπούν, σ' ανιχνεύουν, δε μπορούν ν' αποφασίσουν αν σε χρειάζονται η αν θέλουν την ώρα τους να σκοτώσουν, υπερβάλουν, θέλουν να πετύχουν γρήγορα δίχως να κουραστούν, έχουν λύσεις για όλα, κανένα άντρα δε χρειάζονται λένε, νομίζουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν μοναχές τους, μικρές θεές απρόσβλητες αισθάνονται, άμα τις αγνοήσεις δε σε συγχωρούν, αλλά δε γίνεται να τις αφήσεις κιόλας ν' αλωνίζουν ατιμώρητες, είναι αμαρτία απ' το θεό .

Κι άλλα θέλω να πω, η φίλη μου λέει ότι δεν έχω φίλτρο, γυναίκα είναι κι αυτή, τι θα πει, όλο νεύρα είμαι, ένας βλάκας παραλίγο να μου χαλάσει τη μέρα, ένα τραγούδι στριφογυρνά στο μυαλό μου δε μπορώ να το χορτάσω, μ έχει ποτίσει εδώ και και καιρό, ''... και σένα που σαι σ' άλλο προσκεφάλι, δε θα προλάβω να σ' ονειρευτώ !''

Στα notos galleries συμβαίνουν πράγματα αλλόκοτα κάποιος περνά με φόρα μπροστά απ τα αντικλεπτικά μηχανήματα δίχως να τον πάρουν χαμπάρι, οι σειρήνες μένουν βουβές, σερβιτόρες χαμογελαστές με ποδιές μαύρες πηγαινοέρχονται, ένα κορίτσι μ' ένα λύκο άσπρο στην οθόνη του κινητού της περνά από δίπλα μας , γυναίκες γέρνουν και μπορείς να δεις τις δαντέλες των εσωρούχων τους που θυμίζουν λέπια, τα χέρια μιας απ αυτές καταλήγουν σε δάχτυλα μακριά, γεμάτα φλέβες σαν αυτά των μαγισσών.

Αρώματα θηλυκά μπερδεύονται στον αέρα και σε κατακλύζουν, ψίθυροι ακούγονται πίσω από παραπετάσματα, , μια αφίσα υπάρχει στο τοίχο που δείχνει μια εξέδρα πετρελαίου στη θάλασσα της Νορβηγίας, καταμεσής στον ωκεανό, ανάμεσα σε κύματα χρυσαφένια που αντικατοπτρίζουν τον ήλιο,

Κάτι τεχνίτες διορθώνουν μια βλάβη του ηλεκτρικού, ένα καλώδιο γυμνό τρίζει και εξαπολύει σπίθες παντού γύρω, σκάλες σιδερένιες ανεβοκατεβάζουν κόσμο αδιάκοπα, κεφάλια αναδύονται,, ένα ψηφιδωτό προσώπων περνά μπροστά απ' το μάτι και σε ζαλίζει, ένας βόμβος νερού ακούγεται από κάποιον σωλήνα όπου τρέχουν νερά, το κόκκινο παλτό μιας κοπέλας πιάνεται στη πόρτα ενός ασανσέρ.

Η φίλη μου επιμένει, μου λέει για περιπτώσεις ανδρών που της υποσχέθηκαν τον ουρανό με τ άστρα, κι όλα αποδείχθηκαν φούμαρα, μου λέει ότι δε μπορώ χωρίς αυτές, ''...ρε βλάκα ποιος θα σου βάλει να φας σαν άνθρωπος και να μη σαβουρώνεις ότι νάναι, ποιος θα σου πλύνει τα ρούχα, ποιος θα σε κρατήσει στο σπίτι σου που πας για ύπνο μοναχά, σα να είναι μονίμως πλημμυρισμένο και σεισμόπληκτο, ποιος θα σου δώσει μια στοιχειώδη αίσθηση ασφάλειάς σ ένα κόσμο χαοτικό!''

''Ναι αλλά τι γίνεται με τη γκρίνια τους, κι όταν μιλούν ώρες ατέλειωτες με τις φιλενάδες τους , τη μέρα, τη νύχτα, ο ύπνος δε τις πιάνει, διαβάζουν εγχειρίδια για το πως να σε ρίξουν, το περίφημο μυαλό τους αποδείχνεται μύθος και παραμύθι, αν πεις για τη γυναικεία τους διαίσθηση ένα δράμα, χάνονται μες τους υπολογισμούς τους, ζαλίζονται, τα παίζουν, στη πρώτη δυσκολία ζορίζονται, τα χάνουν, γκρεμίζονται, καταποντίζονται, μόλις πέσουν σε κάνα πηγάδι δυσκολιών τα παίζουν, απογοητεύονται απελπίζονται, κλαίνε τα παρατούν όλα, αξιολύπητες γίνονται!''.

Στο μεταξύ το πράσινο σμήνος της ζούγκλας δοκιμάζει ακόμα μια κάθετη εφόρμηση σα να εξερευνά το τοπίο εκεί στο ύψος της Αριστοτέλους, ζυγιάζεται, στρίβει συγχρονισμένα, όμορφα, ένα χάρμα οφθαλμών είναι, αποφεύγει εμπόδια, βουτά σε φαράγγια που σχηματίζει το μπετόν, ύστερα ανεβαίνει στην επιφάνεια, ψάχνει το προσανατολισμό του, εντοπίζει σημεία πλοήγησης, ψάχνει για πηγές νερού και τροφής, κουρνιάζει πίσω από τα air condition των γραφείων στους τελευταίους ορόφους, σε στοές και γαλαρίες τεχνητές, σε κτήρια παλιά γεμάτα σχέδια από γκράφιτι.

Προσαρμόζεται στους ρυθμούς της πόλης, κοιμάται αργά τυφλωμένο από τη θάλασσα των φώτων, πίσω από ξενοδοχεία μ όλα τα φώτα αναμμένα κρύβεται, κάτω από λάμπες και προβολείς που σκορπούν λάμψη σ όλες τις κατευθύνσεις , από κει πάνω βλέπει το κόσμο μέσα από τα δικά του μάτια, έχει μια δικιά του οπτική του κόσμου, γίνεται νευρικό σαν τους ανθρώπους, εξελίσσεται, μεταλλάσσεται , αλλάζει η ιδιοσύσταση του, το βιολογικό του ρολόι, πηγές τροφής ψάχνει σε πάρκα με σπόρους κόκκινους πυράγκαθων, σκύλοι με δυο μάτια, ένα γκρίζο κι ένα κυανό, παραμονεύουν.

Εμείς συνεχίζουμε την κουβέντα εκεί πίσω απ' τους γυάλινους τοίχους του Notos galleries , ''Κι εσύ..''' μου λέει η φίλη''.. πολύ ζόρικος μας το παίζεις, όλους να τους δοκιμάζεις θες όλη την ώρα!''- ''.. Ναι άλλα είδες πως ξηγήθηκα στη φίλη σου και τι ψεματούκλες μ' αράδιασε, πως με κρέμασε δίχως οίκτο!''- ''Εντάξει εσύ είσαι εξαίρεση, δε ξέρεις να λες ψέμματα''- ''Ναι αλλά αυτό δε με παρηγορεί !''

Γυναίκες άλλες περνούν, μιλούν, φωνές βραχνές, μαυλιστικές, ζαλιστικές, μέικ απ προσεχτικά απλωμένο στο πρόσωπο τους, χαμόγελα αστραφτερά, μια τελευταία φορά περνά από μπρος μας το σμήνος των παπαγάλων, ύστερα χάνεται, πετά δυτικά κάτω απ τη γέφυρα του Κορδελιού μπορεί να περάσει, εκεί όπου οι καντίνες πουλούν σάντουιτς, μια στάση κατά τα Διαβατά μπορεί να κάνει να πιει νερό βρόχινο από λακκούβες που σχηματίζονται σένα μέρος με λεύκες κι ακακίες και ροδιές κιτρινισμένες απ το φθινόπωρο μετά θα συνεχίσει να ερευνά το τοπίο της πόλης.

Σε μια στιγμή όπως εξερευνούν το τοπίο, μπορεί να χαμηλώσουν για να περάσουν μπροστά από μαγαζιά με λίθους πολύτιμους , ένα δαχτυλίδι σε μια βιτρίνα μ ένα τεράστιο διαμάντι σε χρώμα πορτοκαλί μπορεί να τους τραβήξει τη προσοχή, έχει μια ποσότητα αζώτου μέσα του που προκαλεί άπειρους ιριδισμούς παράξενους, θα σταθούν μια στιγμή πεταρίζοντας μαγεμένα πο την ομορφιά του απόκοσμου κρυστάλλου, ύστερα θα συνεχίσουν να ερευνούν το τοπίο της πόλης.



ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΔΙΑΜΑΝΤΙ


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

MUSTANG



Εσύ που θα φύγεις έξω μακριά πολύ  να ξέρεις ότι χάνεις.

Εμείς εδώ θάχουμε όλα τα καλά, τη θέα από ψηλά, απ τον περιφερειακό, τις ηλιόλουστες μέρες, τις προσχώσεις του Αξιού θα μπορούμε να βλέπουμε από κει πάνω, τα χαλάσματα και τα χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα τους, τον ήλιο να δύει ανάμεσα σε λωρίδες από σύννεφα θυμίζοντας τον Κρόνο που πλέει αμέριμνος  μες τα δαχτυλίδια του.

Στη Μητροπόλεως θα βλέπουμε μια γυναίκα χαμένη να ψάχνει τον προσανατολισμό προσπαθώντας να γυρίσει  πίσω στο σπίτι της, στη Φράγκων ένας σαλεμένος με γενειάδα και μακρύ πράσινο αδιάβροχο θα στέκεται μπροστά στον αδειανό πάγκο που κάποτε ήταν γεμάτος με φυτά και λουλούδια, με τα παιδιά θα συζητάμε εμείς, κάποιος θα λέει ότι δε πρόκειται να παντρευτεί καμιά γυναίκα αν δεν είναι παρθένα, κορίτσια θα περνούν μπροστά μας μ' αρμαθιές από βραχιόλια ασημένια και μπρούτζινα στους καρπούς τους, όταν τεντώνονται θα βλέπουμε τη γυμνή τους μέση κάτω απ το μαύρο πουκάμισο, σαν ανοίγουν τη τσάντα τους διάφορα σύνεργα παράξενα θα φαίνονται, μολύβια, κραγιόν, βουρτσάκια, μαντηλάκια, χαρτάκια, σημειώματα, κι άλλα πολλά...

Τα συντριβάνια θα εξαπολύουν νερό αφρισμένο σε στήλες ακανόνιστες εκεί στη παραλία, κοπάδια πουλιών θα πετούν πάνω απ τη πόλη, κοκκινολαίμηδες με τραχηλιές χρωματιστές θα πεταρίζουν στους ακάλυπτους, περιστέρια θα λουφάζουν ανάμεσα σε κατιφέδες, μικρά παιδιά θα κοιμούνται σκαρφαλωμένα στους ώμους των μαμάδων τους.

Δε ξέρω τι θα βρεις εκεί πέρα που θα πας αλλά εμείς εδώ πέρα θα πρέπει να συνεχίσουμε χωρίς εσένα, καταλαβαίνεις τώρα, πρέπει ν' αντέξουμε μέχρι να γυρίσεις, να βοηθήσουμε αυτούς που θ απομείνουν, η Νίκη θα κλάψει βέβαια στο αεροδρόμιο, μη τη παρεξηγείς αν είπε κάτι, είναι καλό μωρό, τη ξέρω .

Κι η Αλίκη θα κλάψει επίσης, και το άλλο το μωρό στη Κομοτηνή θα στενοχωρηθεί κι ο Θεοχάρης, και τ άλλα παιδιά στην Αθήνα κάτω,  κι η μάνα σου βέβαια, πρέπει κάτι να κάνουμε  γι αυτήν, γι αυτήν ειδικά που τάχει δη όλα τα τελευταία χρόνια, να της σταθούμε, ν αντέξει σ εκείνο το καταραμένο μέρος, στη Νεοχωρούδα, όπου φεύγει κάθε νύχτα  να σφάξει κοτόπουλα  κι έχει και τον  άλλον να της στέλνει μηνύματα απειλητικά και φοβάται πολύ συνέχεια και δε μπορέι να ησυχάσει μια στάλα .

Πρέπει να συνεχίσουμε χωρίς εσένα, Η Τσιμισκή θα μπλοκάρεται από διαδηλώσεις, στο Ναυαρίνο οι ναρκομανείς θα λιώνουν τα μεσημέρια, άστεγοι που δε κοιμήθηκαν όλη νύχτα θα μας καρφώνουν με το βλέμμα τους  , δίπλα από κτίρια που γκρεμίστηκαν στους σεισμούς του εβδομήντα οχτώ θα περνούμε συντριβάνια κοιτάζοντας, εκεί όπου κάποιοι έπλυναν το πρόσωπο τους κάποτε απ τη σκόνη που απλώθηκε παντού καθώς τα κτίρια κατέρρεαν.

Αλυσίδες χοντρές στις πόρτες των παιδικών σταθμών, στις υπηρεσίες δημόσιες υπάλληλοι καμένες και τελειωμένες θα σέρνονται στα γραφεία τους , θα μας διαβολοστέλνουν όλη την ώρα, μπροστά μας στα δυο μέτρα θα βλέπουμε γυναίκες που μας πούλησαν ξανά και ξανά και θα προσπαθούμε ν αλλάξουμε δρόμο , στους γάμους ψεύτικα χαμόγελα, φορέματα και κουστούμια αστραφτερά, γραβάτες, κοσμήματα, φωτογραφίες...

Στα σουβλατζίδικα ένα κορίτσι μ’ ένα  χαλκά  ασημένιο λεπτό στη μύτη θα λέει για ένα γέρο που ψήνεται μες τις κάπνες : ''Ο μπαμπάς μου είναι !', ζευγάρια θα τρώνε πατάτες με ψάρια εκεί κάτω στο λιμάνι, αεροπλάνα υπερηχητικά θα κομματιάζουν την ησυχία τη μέρα τ’  Άι Δημήτρη, στα στενά σημαίες γαλάζιες θα κρέμονται απ τα μπαλκόνια, αγόρια θεοειδή, ωραία σα θεοί, κορίτσια με ομορφιά ονειρική , στις εκκλησιές αγριόχορτα θα φυτρώνουν ανάμεσα στα πλακάκια κάτω από κυπαρίσσια που λυγίζουν στον άνεμο.

Παπάδες θα λένε ιστορίες για χωριά κοντά στη Πόλη που τα διασχίζουν ποτάμια, περνώντας κάτω από γεφύρια καμαρωτά, σπίτια σφαλισμένα, Τούρκοι απολογούνται που τ' άφησαν να ρημάξουν , παιδιά απ το χωριό θα συναντάμε στ’  αστικά, έφεραν το παιδί τους να το δει ο γιατρός, ο ίδιος γιατρός που εξέταζε πάνω από τριάντα χρόνια τον πατέρα τους, χαιρετίσματα θα στέλνουμε μ αυτά στη μάνα μας.
Φιλιά πολλά μανάρι μου και μη μας ξεχάσεις, εμείς εδώ πρέπει να πορευτούμε κάπως, ο μπαμπάς του Βλαδίμηρου θα συνεχίσει να ξυπνά στις τεσσεράμισι το πρωί κάθε μέρα, ο πατέρας του Σίμου δε θα θέλει να δει τη 

Χαλκιδική και τη θάλασσα της ούτε ζωγραφιστή, γιατί εκεί έφαγε τα νιάτα του φτιάχνοντας τα υδραυλικά στα κτίρια που σηκώθηκαν τη δεκαετία του εβδομήντα, η μαμά του θα παίρνει το βιβλίο μου όπου θάβω το γιο της κι εγώ θα θέλω ν ανοίξει η γη να με καταπιεί, τα γνωστά!

Εκδρομές στη Βάλια Κάλντα και στα Ζαγοροχώρια θα πάει η κυρία Δήμητρα, βαβούρα πολύ κατά το Μέτσοβο, τίποτα το ιδιαίτερο στο Ζιάκα κατά τα Γρεβενά, το μεσημέρι θα σταματά στις ''Φλαμουριές'', τη ταβέρνα έξω απ τη Βέροια κάτω απ τον ίσκιο των δέντρων που χάνουν τα φύλλα τους τέτοιον καιρό.

Εκδρομείς άλλοι θα καταλύουν κοντά στις Μυκήνες για να επισκεφτούν τους θησαυρούς του Ατρέα, το βράδυ θα κοιμούνται στο ξενοδοχείο '' Η ωραία Ελένη !'' ακούγοντας έναν μαύρο κόκκορα να λαλεί κρεμασμένος στο λαιμό της Κασσάντρας!

Ο Ανδρόνικος θα βρίσκει τον τάφο του Φίλιππου και θ ακούει σάλπιγγες να ηχούν τρομαχτικά στ' αυτιά του, λάρνακες χρυσές, ολοκάθαρες, ανέπαφες ύστερα από χιλιάδες χρόνια θ’  αντικρίζει.

Πανούκλα μπορεί να ενσκήψει ξανά κατά την Άρτα, ο Μακρυγιάννης θα πάρει των οματιών του κατά το Μοριά, θα συναντήσει τον Παπαφλέσσα με νταούλια και βιολιά και γυναίκες ελαφριές, ο Κολοκοτρώνης που ήταν χασάπης στη Ζάκυνθο καρτέρια θα στήνει, τα γνωστά.

Ο Οδυσσέας θ' ανακρίνεται από την Πηνελόπη και θ απαντά ''Εγώ είμαι Κρητικός πανάρχαιο γένος!'', Ο Αχιλλέας θα κρύβεται στη Σκύρο για να μη τον πάρουν σηκωτό στη Τροία όπου θ’ αφήσει τα κοκαλάκια του , ο Ηρακλής θα τα παίρνει με τη Πυθία που αρνείται σα μουλάρι  να του δώσει χρησμό, όλα να τα διαλύσει και να τα κάνει μαντάρα θ' απειλεί, η Άρτεμις θα φέρνει όπως πάντα τον ακαριαίο θάνατο δίχως καθόλου πόνο, ο ακόρεστος Άρης, αυτός ο κατακτητής των πόλεων πολέμους θα ονειρεύεται και μάχες, ο Πήγασος θα κουβαλά τους κεραυνούς του Δία, φτερά θα πέφτουν απ τις ράχες του και θα αιωρούνται πάνω από κολώνες και κίονες.

Πρέπει να συνεχίσουμε δίχως εσένα, συγνώμη ρε, σ αγαπάμε, θα μας λείψεις, απάνω που πήγαμε να σε νιώσουμε σαν κομμάτι από τη σάρκα μας φεύγεις, πρέπει όμως να συνεχίσουμε, θα μας επιτρέψεις.

Στο αεροδρόμιο μπορεί να συναντήσεις το Θανάση απ τις Σέρρες, αυτόν το χοντρό με το γοητευτικό χαμόγελο, θα κουβαλά αποσκευές, θα κουβαλήσει και τις δικές σου, είναι γερός αυτός, όλοι θα κλαίνε κατά κει, μπορεί και γω να κλάψω, που ξέρεις, δε μούχει τύχει ξανά άλλωστε κάτι τέτοιο, δε ξέρω απ αυτά μωρό μου, σόρι !

Μη μας ξεχάσεις ρε, ένας χρόνος είναι αυτός, θα το αντέξουμε, θα περάσουμε ένα φθινόπωρο αναβροχιάς, στην Άρτα και στα Γιάννενα θα παρακαλούν ν ανοίξουν τα ουράνια και να ποτιστούν τα χωράφια τους, τα καλοκαίρια στ’  αλώνια θα πλανιέται η γλυκιά μυρουδιά του ξεραμένου χόρτου, ένα αγόρι θα κοιτά το καράβι που του έφεραν τις γιορτές κι όλα τέλεια τα είχε απάνω του, τις καμπίνες, τα φινιστρίνια, όλα, μη μας ξεχάσεις!

Θα περιμένουμε τηλέφωνο εκεί στα ξημερώματα, μπορεί να βάλουμε και ιντερνέτ στο σπίτι για πάρτη σου είπαμε για σένα όλα θα τα δώσουμε,  όταν θα είναι αργά το βράδυ στο Σαν Φραντσίσκο και τα τρενάκια σιδερένια, χρωματιστά,  θα σταματούν στις ανηφόρες της πολιτείας με το γιοφύρι που κρέμεται πάνω απ την άβυσσο αυτό  που κάποτε λικνίζονταν στους αέρηδες  σα τραπουλόχαρτο, στη πολιτεία  όπου ο Στηβ Μακουήν κυνηγούσε μανιασμένα  με το Mustang   του σανιδώνοντας  το καταραμένο γκάζι  κάτι σκοτεινούς τύπους, κι ύστερα τους καταδίωκε με λύσσα,  πηδώντας συρματοπλέγματα και φράχτες, κοντά σ’ ένα αεροδρόμιο όπου αερόπλανα κατέβαιναν με τα φώτα αναμμένα μες τη νύχτα,   σ’  εκείνη την παλιά ταινία του εξήντα. 

Ίσως πεταχτώ να σε χαιρετήσω, θα πάρω κάνα αστικό παραλιακό, κατά το Μέγαρο μουσικής θα φυσά όπως πάντα, άνθρωποι με φόρμες θα παίζουν τένις, κι άλλοι θα καβαλάνε ποδήλατα, ψαράδες νωθροί θα πετούν καλάμια στα κύματα, ραδιόφωνα θα παίζουν απ τ' αυτοκίνητά τους, τα νερά θα είναι πάντα τόσο ήσυχα που θα σούρχεται να κάνεις μια βόλτα απάνω τους, αφροί θα σκεπάζουν τις υπόγειες γαλαρίες, φορτηγά θα φαίνονται στον περιφερειακό, αεροπλάνα θα πετούν από πάνω, που να πηγαίνουν άραγε, μη μας ξεχάσεις!





ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...