Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΠΙ ΥΔΑΤΟΣ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ

Σε κοίταζε  κατευθείαν  στα μάτια, ήξερε τις θες  ακριβώς προτού μιλήσεις καν, γνώριζε σε ποιο ράφι ήταν κάθε βιβλίο, άνοιγε κάτι μεγάλες  πόρτες συρταρωτές κι έψαχνε πίσω τους, όλοι  στο βιβλιοπωλείο αυτή ρωτούσαν για  όποιον τίτλο   ήθελαν να ψάξουν.

Πάντα τα πήγαινα καλά   με τέτοιες γυναίκες, σου κάνουν  εύκολη  τη ζωή, όλα γίνονται μαζί τους αθόρυβα και γρήγορα προτού κανένας βλάκας πάρει χαμπάρι. Τρελαίνομαι όταν τις ανακαλύπτω, άλλες  κουμπώνονται μπροστά σου, μαζεύονται σα να τις φοβίζει κάτι πάνω σου, σα να διαισθάνονται κάτι,   όχι  όμως αυτή, αυτή ήταν άνετη σα να έλεγε  μέσα της  όπως μ έκοβε ‘’Σιγά το πράγμα!’’. Από κοντά ήταν ακόμα καλύτερη, καμιά φορά σε απογοητεύουν όταν τις δεις εκ του σύνεγγυς,  μάτια φωτεινά, σωματάκι όμορφο,  μια ζακετούλα ψιλή, πράσινη, τι άλλο να ζητήσεις;

 Δεν ήθελα να  φανεί η ταραχή μου, το ήξερα ότι με παρακολουθούσε, οι γυναίκες βλέπουν περιφερειακά, εκεί που νομίζεις ότι το μυαλό τους είναι αλλού  σ έχουν στο στόχαστρο, δεν τους ξεφεύγει τίποτα! Όταν μου έφερε ένα βιβλίο  ούτε να το αγγίξω ήθελα, τράβηξα πίσω τα χέρια μου  σα να ήταν κάτι βρώμικο, έτσι μου ήρθε, άμα δε μ αρέσει κάτι,   αυτή απόρησε.  ‘’Όχι αυτό!'' της είπα,  δε ξέρω,  έτσι ένιωσα,  είχε βραχνιάσει κι  η φωνή μου,   όλη τη βδομάδα ψέλναμε αλλά φαίνεται ότι  της άρεσε όπως μιλούσα καθώς   η φωνή μου  είχε μαλακώσει.    Κι εμένα μ αρέσει έτσι ,  για να πω την αλήθεια καμιά φορά παρακαλώ να βραχνιάσω αν κι είναι ενοχλητικό να νιώθεις   την αναπνοή σου να βγαίνει γδαρμένη...

Με το που αλλάζουν οι εποχές  πάντα αρρωσταίνω, που να σκεφτείς να πάρεις κάνα σακάκι ή καμιά ομπρέλα μαζί σου όταν βρέχει κι ανοίγουν  οι πύλες της κόλασης και τα πεζοδρόμια πνίγονται στο νερό. Τη νύχτα τυλίγομαι με το σεντόνι σα σαβανωμένος, παγώνω,  το μυαλό δουλεύει συνέχεια, ανεξέλεγκτα, σκέφτεται  καταστροφές φυσικές, λιμούς και καταποντισμούς,  όπου θέλει σε πάει, καλύτερα να μη δουλεύει καθόλου! Ξεχνώ να κλείσω  την μπαλκονόπορτα, νομίζω ότι ακούω θορύβους ύποπτους,  με την άκρη του ματιού έχω την εντύπωση ότι πιάνω κινήσεις που δεν υπάρχουν, τα αντικείμενα  σα να  αλλάζουν θέση στο δωμάτιο,  το πρωί ξυπνώ και το λαρύγγι είναι χάλια, έχω κρυώσει άσχημα  πάλι...

 Όλες τις μέρες ήμασταν   στην εκκλησία, τα πρωινά  έπεφτα  συνέχεια πάνω στην Ελένη που πήγαινε  να χτυπήσει κάρτα  στη τράπεζα, ένας σκύλος έτρεχε μπροστά απ το αφεντικό του πάνω στις αρχαίες  άσπρες πλάκες της ρωμαϊκής αγοράς. Στο  ναό μάρμαρα   σπασμένα σε μια γωνιά,     ένας γέρος νευρικός πηγαινοέρχονταν όλη την ώρα ανάμεσα στα διαζώματα,  σε μια φάση είχε έρθει  κι εκείνη η τρελή που τελικά δεν άντεξε και τόχασε. Πάντα έδειχνε ότι της έλειπε κάποια βίδα αλλά τώρα είχε αποτρελαθεί εντελώς η καημένη.  Τη φοβόμουν  έτσι  όπως ήταν ψηλή και γεροδεμένη, ντύνονταν εκκεντρικά πάντα,  ένα διάστημα όλο απάνω της έπεφτα. Είχε χαλάσει  απότομα,  της είχαν πέσει τα μπροστινά  δόντια, άστα να πάνε. Πιο κει  μια γριά με σαγόνι τεράστιο έμοιαζε   σα να είχε καταπιεί καμιά πέτρα, ο Θανάσης  με κοίταξε στα μάτια προτού κοινωνήσει  ‘’Θα με συγχωρήσεις για όσα  είπαμε ; ‘’ -  ‘’Τελείωνε και  μη ρωτάς χαζά ! ‘’  του είπα, κάτι ψαλμοί ακούγονταν  '' Εις τόπον χλόης εκεί με κατεσκήνωσεν , επι ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψέ με...''

 Στον καφέ,  ο Γιάννης  έλεγε ότι δε θα  μπορούσε να  γίνει καλόγερος,  σε πλακώνουν  λέει  δαίμονες  και σατανάδες πονηροί και μοχθηροί, ορμούν από παντού να σε φάνε, σου βάζουν λογισμούς πονηρούς τόσο ισχυρούς  που δεν αντέχεις,  μπορεί να σου στρίψει εκεί πέρα.   Στρέφονταν σε μένα ‘’Εσύ   κάνεις για  το Όρος,  θα πάρεις ένα κάρο βιβλία,  ησυχία μπόλικη,  θα περπατάς πάνω κάτω στα βουνά,  θα τρως καλά,  μπορεί να βάλεις και κάνα κιλό!'' . Όπως  μιλούσαμε  κάποιος με φώναξε, ‘’Σε θέλει ο πάτερ Αντώνιος!’’ -  ‘’ Ωχ!’’ σκέφτηκα ‘’… τη βάψαμε, ποιος ξέρει τι έκανα, ποιος ξέρει τι μου ξέφυγε, είναι και λίγο συντηρητικός αυτός!’’, Στο γραφείο  του μου είχανε κοπεί τα πόδια,  τελικά δεν ήταν τίποτα,  κάτι άσχετο ,  τζάμπα ο φόβος,   ένα γέλιο νευρικό παραλίγο να με πιάσει ,  ''Μη γελάς ! '' μου είπε χαμογελώντας .


Δίπλα μας κάποιος με πρόσωπο στενό, χλωμό,  θύμιζε σαύρα ανέκφραστη,  μια άλλη πιο πέρα μας χαλβάδιαζε,  πολύ  ωραία  μα είχε  κάτι φτηνιάρικο που σε απωθούσε, μέσα μου  έλεγα  ‘’Πέντε με το ζόρι!’’.  Όλη την ώρα αυτό κάνω, πολύ μ αρέσει να ταξινομώ, να κατηγοριοποιώ, όχι μόνο  τις γυναίκες αλλά  όλους, παλιά τόκανα περισσότερο,  δε χρειάζεται να το ξέρει κανείς  βέβαια!  Βλέπω κάποια ‘’Καλό κομμάτι, τέλεια!’’  Ή ‘’ Χάλια,  μπάζο!’’  ή ‘’  'Ομορφη   και λοιπόν!’’.   Αφού τις γνωρίσω λίγο αρχίζουν άλλα  ''Υλίστρια, άστην !'' ή  ‘’Ιδεαλίστρια για να δούμε!’’ κάπως έτσι πάει....

Φοιτητές παντού  γύρω μας φώναζαν, φωνασκούσαν, έπαιζαν χαρτιά, καλά αυτό το τελευταίο δε το αντέχω!  Κανείς δε θα με πείσει ποτέ  ότι υπάρχει κρίση όσο βλέπω αυτούς τους μουσάτους μαλλιαρούς  και τις  αραχτές  ξανθιές που δεν αγχώνονται με τίποτα ! Χαμένοι μες τη μακαριότητα τους σα να μη τρέχει τίποτα, ποιος  στο διάβολο πληρώνει τους λογαριασμούς τους, τις κάρτες τους, τα κινητά, τις διακοπές, τα ξενύχτια τους; Πως γίνεται να έχουν απαιτήσεις δίχως να κάνουν τίποτα,  εδώ έχουμε ξεσκιστεί στο χαμαλίκι και δε μιλάμε! Απ την άλλη τι να πεις, αυτά τους παραδόθηκαν, αυτά τους κληρονομήθηκαν, είναι παιδιά της εποχής τους,  όμως  γιατί δε πάνε να κάνουν κάτι,  να καθαρίσουν το σπίτι τους,  να διαβάσουν κάνα βιβλίο,  να τρέξουν σε κάνα γυμναστήριο,  να περπατήσουν, να κάνουν μια συζήτηση σοβαρή,  κάτι τέλος πάντων!

Θα έπρεπε κανονικά  να μη  τους πιάνει ο ύπνος,  αυτή τη γενιά δε τη βλέπω καλά,  πολύ νωθρή, πολύ κοιμισμένη ,  δεν υπάρχει η αίσθηση του επείγοντος, τίποτα! Τους  βλέπω στα ιντερνέτ καφέ να τριγυρνούν σα ζόμπι ,  με κοιτούν περίεργα’’ Τι κάνει αυτός εδώ πέρα, που τη βρίσκει την όρεξη ;  ‘’ .  Δεν έχουν πάθος  για κάτι καλό,  πως γίνεται ν αφήνουν το χρόνο να περνά έτσι;  Κοιμούνται ριγμένοι ολόκληροι πάνω στο πληκτρολόγιο  έτοιμοι να καταρρεύσουν στο πάτωμα έχοντας ξοδέψει χρόνο άπειρο σε  παιχνίδια ηλίθια όλη νύχτα .   Δε μπορώ να θυμηθώ παλιά τι γίνονταν, κι εμείς όλο αηδίες κάναμε,  πάντως είναι νόμος της φύσης, όταν χαλαρώσεις κάποιος θα σε φάει, μη κοιτάς που  δεν ακούς τους βρυχηθμούς ,    όλα είναι καμουφλαρισμένα.

Οι φοιτητές από δίπλα τεντώνονταν να ξεπιαστούν, ποιος θα τους μάθει  να γίνονται κομμάτια γι αυτούς που σε βοήθησαν όταν πέθαινες για μια μικρή υποστήριξη, ποιος θα τους πει  να περιμένουν δουλεύοντας  και να μη φθείρονται δεξιά κι αριστερά, ποιος θα τους μάθει να λυγίζουν και να ελίσσονται για να μη σπάσουν, ποιος θα τους μάθει  να μαζεύονται και να συσπειρώνονται σαν ελατήριο για  να κάνουν την αποφασιστική  κίνηση,  τότε που έχουν ωριμάσει τα πράγματα κι έχει σημάνει η ώρα;  Ποιος θα τους μάθει να  έχουν πίστη  σιδερένια ακόμα κι όταν πάνε  όλα κατά διαόλου ειδικά τότε!Ποιος θα τους μάθει να εμπιστεύονται τη κοινή λογική  απ την οποία τίποτα δυνατότερο δεν υπάρχει κι όποιος την αρνείται θα ισοπεδωθεί στο τέλος!  Ποιος θα τους μάθει συνταγές που ισχύουν για κάθε πρόβλημα, συνταγές που μπορούν να σε ξελασπώσουν, φράσεις σοφές που σε σώζουν   όπως αυτή για παράδειγμα  ’’  Τα δύσκολα προβλήματα δεν τα λύνεις, τα ξεπερνάς,  άσε το χρόνο να κάνει τη δουλειά του, όλο το θέμα είναι να μείνεις ζωντανός, όλο το θέμα είναι ν αντικρίσεις ζωντανός  μια μέρα ακόμα σ αυτόν το κόσμο !’’.  Ποιος θα τους πει πως να φτιάχνουν  δίκτυα αλληλεγγύης που σε σώζουν τη δύσκολη στιγμή, πως να  φτιάχνουν  φίλους - αυτό κι αν είναι τέχνη που  θέλει χρόνο, χρόνια! Ποιος θα τους μάθει να χτυπούν τη στιγμή που πρέπει όταν ο άλλος δεν το περιμένει, όταν νιώσεις ότι αλλάζουν οι συσχετισμοί μετά από  άπειρη  δουλειά   έχοντας  κρατήσει   τη φλόγα ζωντανή  μέσα σου!


 Άμα δε μπορείς  να βρεις αυτό που θες πρέπει να το  πάρεις μόνος σου με κάποιον τρόπο κι αν χρειαστεί   πρέπει να το κλέψεις, δε γίνεται αλλιώς  και πάλι πρέπει να είσαι ευχαριστημένος που  είχες  ενδοιασμούς κι αμφιβολίες, άλλοι κλέβουν τόσο ασύστολα, μα  τόσο ξεδιάντροπα που δεν το πιστεύεις! Είναι τόσο αχόρταγοι, τόσο αδηφάγοι, τόσο λαίμαργοι, τόσο ζώα που δεν θα χορτάσουν αν δε φάνε το κεφάλι τους !  

Ποιος θα τους  πει και για τους άλλους,  αυτούς που   έμειναν  για το τέλος, αυτούς     τους  σκοτεινούς που   απόχτησαν   εξουσία πάνω σου  και μπορούν να σε συντρίψουν σαν ατμομηχανή ατσάλινη  που   έρχεται  με διακόσια χιλιόμετρα να σε κάνει λιώμα !


 Κάτω απ τα πόδια μας η γη έτριζε, ένα ντεπόζιτο από ένα βενζινάδικο υπήρχε πιο πέρα,  μπορεί να το γέμιζαν με βενζίνη ή άλλα μείγματα εκρηκτικά κι αυτό προκαλούσε το δυσοίωνο τρίξιμο . Ένας δικηγόρος που ήταν μαζί μας έλεγε για τη γυναίκα του,  δε μπορεί λέει  να κοιμηθεί τα βράδια,  γυρεύει κάνα βιβλίο να περάσει η ώρα της. Στα στενά μηχανάκια σαραβαλιασμένα, σμπαραλιασμένα κείτονταν, στα συνεργεία  τύποι με φόρμες γαλάζιες  μουτζουρωμένες περιφέρονταν ανάμεσα σε λάστιχα εξετάζοντας τις κοιλιές των υπερυψωμένων αυτοκινήτων.  Στο βάθος του μαγαζιού που    βρισκόμασταν  άνθρωποι στέκονταν πίσω από πάγκους κι αντικείμενα,  πεζοί ζυγιάζονταν στην άκρη του δρόμου έτοιμοι να τον διασχίσουν ανάμεσα στα παλαβά  οχήματα.  Ένα σκυλί   μικρούτσικο  σε μια καρέκλα κάθονταν σα να επιθεωρούσε το μέρος κι  ένας ανάπηρος πέρασε ζητώντας   βοήθεια ‘’Δώστου κάνα καφέ’’ είπε  ο Γιάννης  ‘’Όχι, δεν τον κόβει, θα καεί!’’  είπε κάποιος άλλος.  Μια κοπέλα απ το μαγαζί  ήρθε  και τον μάζεψε με το καροτσάκι του, τον πήγε μέχρι πέρα μακριά ώστε να μη μπορεί να γυρίσει γρήγορα. Σε μια μεριά σκάλες ηλεκτρικές ανέβαζαν κόσμο όλη την ώρα, ένα κοριτσάκι γλιστρούσε με τα πεδιλάκια του πάνω στο γυαλιστερό πάτωμα κι ύστερα πήγαινε και κρύβονταν κάτω απ τα φουστάνια της μάνας του, στη θάλασσα τα καράβια διαλύονταν μες το φως του ήλιου  που αντανακλούσαν τα νερά ...

 Ηρθαν μερικά κορίτσια,  για τα ονόματα πιάσαμε κουβέντα,’’ Δε μ αρέσει το δικό μου!’’ είπε  κάποια ‘’… τι μου το φόρτωσαν, θα ήθελα να με λέγανε κάπως αλλιώς,  Ανατολή για παράδειγμα,  πάντα μ άρεσε αυτό το όνομα!’’
  Η Αγγελική που της άρεσε το δικό της  τα είχε βάλει μαζί μου ‘’ Πως πίνεις   έτσι τη σοκολάτα σου,  δε μπορείς να κάνεις σαν άνθρωπος!’’ ούτε που το είχα προσέξει!  Είναι πολύ των τρόπων   αυτή, προσπαθεί να με συμμορφώσει ,   μου λέει για τη Βίκυ που είναι ευγενέστατη και  πάντα φέρνει  στο σπίτι όπου πάει κανένα κουτί με κουλουράκια η τυροπιτάκια ή κριτσίνια, κάτι τέλος πάντων, πρέπει να το σκεφτώ αυτό !

Ένα γατάκι χτυπημένο σε μια γωνιά φάνηκε κι άρχισε να κλαίει παραπονιάρικα,  τα κορίτσια έτρεξαν να το περιποιηθούν  αρχίσαμε να το διαλύουμε.    Οι φοιτητές σηκώθηκαν κι αυτοί, το μέρος άδειασε εντελώς.   Λίγο ακόμα ήθελα  να μείνω  μα ζί τους  μήπως φτιάξει η διάθεση, τι να γίνονταν άραγε   εκείνο το κορίτσι το ξανθό με τη ζακέτα τη πράσινη;  Tην είχα δει στον ύπνο μου, είχε φέρει λέει το κεφάλι μου στα γόνατα της και με φιλούσε σ ένα μέρος με νερά και πράσινο,  δέντρα  εξαίσια   έριχναν τη φυλλωσιά τους πάνω από ένα ποτάμι δροσερό.  Ύστερα άλλα πράγματα ανακατεύονταν, ήμουν τάχα  στο δημοτικό , πάντα μ άρεσε η εποχή που ανοίγουν τα σχολεία, το  δικό μας δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, κάτι κεραμίδια κόκκινα,  ένας τοίχος απέναντι,  μια στέγη από λαμαρίνες σε μια αποθήκη,  ο ουρανός  από πάνω φθινοπωρινός, συννεφιασμένος.   Ήταν η εποχή που φέρναμε τα πράσινα   ξεφλουδισμένα καρύδια   και τα βάζαμε να ξεραθούν στο ταβάνι, δίπλα στα καπνά που κρέμονταν απ την οροφή, ο αέρας μύριζε βαριά.  

Αποχαιρετήσαμε τα κορίτσια,   από κάπου άρχισε να φυσά, , ένα κουτάκι τενεκεδένιο  κατρακυλούσε κουδουνίζοντας στο τσιμέντο, δυο αστυνομικοι με στολές και κράνη είχαν σταματήσει  έναν άντρα που είχε κατεβασμένο το κεφάλι κι έδειχνε τα χαρτιά του.ο   αέρας έγδερνε τον  στεγνό  λαιμό μου, κάτι υγρό, κάτι δροσιστικό  ήθελα, μπορεί να έιχα πυρετό,  μάλλον θ αργούσε να φύγει εκείνο το βράχνιασμα...  

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΛΥΣΙΔΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ

Ένα διάλειμμα χρειάζονταν, μια διέξοδο, μια ανάπαυλα, τα είχε βαρεθεί όλα, είχε καταρρεύσει, είχε στερέψει, δε μπορούσε ν’ αποφασίσει τι πραγματικά ήθελε, όλα του φαίνονταν λάθος, όλη του η ζωή ήταν μια ευθεία γραμμή μονότονη, έκανε πράγματα χωρίς να σκέφτεται, ήθελε κάτι ν αλλάξει, το μέλλον τον φόβιζε, αισθάνονταν ότι έπρεπε να βγει από κάπου όπου τον είχαν ρίξει δίχως να τον ρωτήσουν!

Το κεφάλι του σαν να είχε βαρύνει απ τις σκέψεις, σα να τον είχε πλακώσει κάποιος απ τους τέσσερις τοίχους του δωματίου του! Ήθελε να ξεκόψει, δεν έβγαινε για μέρες, για βδομάδες απ το σπίτι, δεν έβλεπε κανέναν, δε τον ένοιαζε τι γίνονταν εκεί έξω. Καμιά φορά παρακολουθούσε λίγο τηλεόραση, καμιά εφημερίδα έπαιρνε ή κάνα περιοδικό, είχε κάποια χρήματα στην άκρη, δε τον ένοιαζε, μπορούσε να περάσει αρκετό καιρό μ αυτά, είχε αποκοπεί απ τους φίλους του εντελώς πια είχε μείνει.Ο μόνος που επέμενε να μπαίνει στο διαμέρισμα ήταν ένας πιτσιρικάς Αλβανός φτωχοδιάβολος που κατοικούσε από κάτω. Τον έστελνε να του πάρει κάνα σάντουιτς ή κάνα φαΐ μαγειρεμένο όποτε το λαχταρούσε. Οι φίλοι κι οι γνωστοί είχαν απορήσει, το ξέρανε βέβαια τι τρελάρας ήτανε, πάντα φέρονταν παράξενα, μια ζωή έτσι παλαβός ήτανε , παλιότερα είχε κάνει ένα φεγγάρι και στο ψυχιατρείο. Όμως τον αγαπούσαν ίσως ακριβώς γι αυτές τις τρέλες του, είχε κάτι το γοητευτικό απάνω του, ξέρανε πόσο ξεροκέφαλος ήτανε και δεν επέμειναν, αν έβαζε κάτι στο μυαλό του αυτό ήτανε. Ένας δυο που είχαν δοκιμάσει να τον πλησιάσουν έφριξαν έτσι όπως τον είδαν, ήταν δύσκολο ν αντέξεις στο δωμάτιο του πάνω από μερικά λεπτά αλλά αυτόν έμοιαζε να μη τον νοιάζει! Είχε χάσει το λογαριασμό, δεν ήξερε αν είναι καλοκαίρι η χειμώνας, μέρα ή νύχτα, ζούσε στον κόσμο του, είχε παραιτηθεί εντελώς. Λέγανε ότι έπαιρνε φάρμακα υπνωτικά και ουσίες περίεργες , μια φορά κάποιος πήγε να του πει κάτι. Εκεί που κάθονταν στα σκοτεινά βλέποντας τηλεόραση χωρίς να μιλάνε του πέταξε στο αδιάφορο ''Δεν είναι καιρός να το σταματήσεις όλο αυτό, δε νομίζεις ότι τράβηξε πολύ ;''. Ο άλλος τον κοίταξε μ ένα βλέμμα τόσο περίεργο σα να του έλεγε ''Σήκω φύγε όπως είσαι μη σε πάρει ο διάολος!''.

Τη νύχτα ξυπνούσε και κοιτούσε τα ρολόγια στον τοίχο, του φαίνονταν ότι έδειχναν ότι νάναι, άλλοτε πάλι καθόταν κι έσβηνε ονόματα απ το κινητό που δεν του λέγανε πια τίποτα. Ο κατάλογος είχε μικρύνει επικίνδυνα, στο τέλος μονάχα μερικά άτομα είχαν μείνει, αυτά που θεωρούσε για κάποιο λόγο εντελώς απαραίτητα και δεν ήθελε ή δε μπορούσε να ξεκόψει μαζί τους ακόμα. Μερικές φορές τον ξυπνούσε μια φίλη απ το εξωτερικό, ήταν μέρα εκεί πέρα στα μέρη όπου έμενε αυτή. Τον αναζητούσε όπως παλιά, αυτός καθόταν και κοίταζε το νούμερο που σχηματίζονταν στο καντράν μέχρι που σταματούσε να χτυπά .

Αισθάνονταν σα να βυθίζονταν όλο και πιο βαθιά σε κάποιο τέλμα, σ ένα λαβύρινθο δαιδαλώδη, σ ένα τούνελ σπειροειδές που τον τραβούσε μέσα του. Ήταν σα να τον είχαν ξεβράσει τα κύματα σε μια ακτή όπου κάθονταν και χάζευε τη θάλασσα με τις ώρες. Του φαίνονταν σα να το είχε ζήσει κάποτε ξανά όλο αυτό αλλά το είχε ξεχάσει θαμμένο στον πάτο του μυαλού του και τώρα αναδύονταν πάλι. Είχε την αίσθηση ότι ταξίδευε σε μέρη άγνωστα όπου δεν είχε πάει ποτέ, σε σημεία σκοτεινά, ήταν σα να πετούσε διαγράφοντας τροχιές ελλειπτικές γύρω από κάποιον πλανήτη. Άλλοτε πάλι ένιωθε ότι ήταν μέσα σ’ ένα παιχνίδι ηλεκτρονικό, ένα μάτι τεράστιο τον παρακολουθούσε συνέχεια, ψίθυροι γέμιζαν το χώρο από κάπου, πλάσματα στρογγυλά του επιτίθονταν κι έπρεπε ν’ αγωνιστεί, να πέσει και να σηκωθεί ξανά και ξανά μέχρι να νικήσει, φαίνεται ότι είναι μια επιθυμία εγγενής, ενδόμυχη, κρυφή, μια ανάγκη που φωλιάζει βαθιά μέσα μας, η επιθυμία να παλέψεις, να τα δώσεις όλα όσο κι αν φοβάσαι, όσο κι αν αμφιβάλεις αν θα τα καταφέρεις, σε όποια κατάσταση κι αν είσαι. Μονοπάτια και χαραμάδες ανοίγονταν μπροστά του, φοβόταν αλλά τον ευχαριστούσε κιόλας αυτή η αίσθηση που τον καλούσε να τα εξερευνήσει όλα, όλο και πιο πέρα, όλο και πιο μακριά!

Δεν ήθελε να το αναλύσει, απλά το ακολουθούσε κι όπου τον πήγαινε, οι γείτονες έβλεπαν γυναίκες περίεργες να βγαίνουν απ το σπίτι του τα ξημερώματα, τον ξαφρίζανε κανονικά, του παίρνανε ότι πολύτιμο είχε. Καμιά φορά η διαχειρίστρια χτυπούσε το κουδούνι να πάρει τα κοινόχρηστα όμως κάτι περίεργοι ήχοι σα βογγητά που ακούγονταν απ το δωμάτιο του την έκαναν να φεύγει πανικόβλητη. Κάπου κάπου του τηλεφωνούσε η γυναίκα του με την οποία είχε χωρίσει από χρόνια. Όταν μετά από καιρό δεν απαντούσε και δεν έστελνε τα λεφτά για τα παιδιά τον έσυρε στο δικαστήριο, ήρθαν δυο αστυνομικοί θηριώδεις και τον πήραν σηκωτό, τον κλείσανε φυλακή μια νύχτα, τρόμαξε μ αυτά που είδε εκεί πέρα και με το σκηνικό όλο, από τότε ήταν συνεπής μ αυτήν….

Κυκλοφορούσε τη νύχτα πιο πολύ, είχε γίνει τύπος σκοτεινός. Όλα του φαίνονταν θολά, πήγαινε στα ίντερνετ καφέ που διανυκτέρευαν, πιτσιρικάδες έπαιζαν PAC MAN- που το είχαν ανακαλύψει αυτό το παιχνίδι- το ανθρωπάκι κινούνταν σε διαδρόμους πάνω κάτω, έπεφτε σε τοίχους, άλλαζε κατεύθυνση σα ζαλισμένο. Νόμιζε ότι αυτός ο ίδιος ήταν εγκλωβισμένος εκεί μέσα, προσπαθούσε να βγει δοκιμάζοντας εναλλακτικές κατευθύνσεις κι όλο πάνω σε τοίχους έπεφτε. Μια φορά είχε δει ένα παιδί να κοιμάται γερμένο στη καρέκλα του, είχε τα ακουστικά στ' αυτιά του ακόμα, στην οθόνη ένα ζευγάρι φιλιόταν, πλησίασε πιο κοντά να εξακριβώσει αν ήταν αγόρι ή κορίτσι, μάλλον κορίτσι έδειχνε. Το λυπήθηκε, που ήταν οι γονείς του, που ήταν η μάνα του, ο πατέρας του, τι να έκαναν τα δικά του τα παιδιά;

Ένα βράδυ όπως οδηγούσε είχε την εντύπωση ότι τον κυνηγούν οι αστυνομικοί για να τον χώσουν μέσα πάλι, έστριψε σε κάτι στενά όμως ένιωθε ότι και πάλι τον ακολουθούσαν όπου και να πήγαινε του φάνηκε πως δε θα γλίτωνε με τίποτα. Παράτησε το αμάξι όπως ήτανε, χώθηκε σ ένα κτήριο που ήταν ανοιχτό, ανέβηκε στο ρετιρέ με το ασανσέρ, βρήκε μια σκάλα, μια πόρτα ανοιχτή, χώθηκε σε μια μικρή αποθήκη με σάπια έπιπλα. Ήταν σα να έπαιζε σε μια ταινία τρόμου, κάποιος λυκάνθρωπος ή κάνα τέρας με χέρια τριχωτά θα πετάγονταν από κάπου για να του κόψει ένα κομμάτι απ τις σάρκες του, έμεινε εκεί για ώρες πολλές τρέμοντας. Όταν κατέβηκε έβρεχε, ποτάμια σχηματίζονταν στο δρόμο, στάθηκε κάτω από ένα μπαλκόνι, ένα κορίτσι με μια ομπρέλα πέρασε δίπλα του και τον κοίταξε τρομαγμένο ''Πρέπει να δείχνω πολύ χάλια!'' σκέφτηκε μέσα του. Πήγε στο μέρος όπου είχε αφήσει το αμάξι του, το βρήκε άθικτο, όπως ακριβώς το είχε αφήσει , η πόρτα ήταν ανοιχτή ακόμα....

Πέρασαν μέρες έτσι, βδομάδες, μήνες, στο μεταξύ είχε ανακαλύψει κάπου στο ίντερνετ πληροφορίες για κάτι πειράματα μυστήρια που έψαχναν να βρουν τα μικρότερα σωματίδια που υπήρχαν στο σύμπαν. Πάντα του άρεσαν τέτοια πράγματα, τον τρέλαινε η ιδέα ότι στα απειροελάχιστα αυτά σωματίδια κρύβονταν απίστευτη ενέργεια που μπορούσε να διαλύσει τα πάντα! Κοίταζε τις λέξεις χωρίς να καταλαβαίνει τι σήμαιναν απλά τον γοήτευαν εκείνοι οι όροι όπως : ''Αλυσιδωτές αντιδράσεις '', ''Υποατομικές κλίμακες'' , ''Ηλεκτρονιοβόλτ'' , ''Σχάσιμα υλικά'' , ''Φωσφορίζουσες ενώσεις ουρανίου'' , ''Ασταθείς πυρήνες'' , μ αυτά περνούσε τον καιρό του...

Ένα πρωινό πέρασε να τον δει ένα φιλαράκι απ τα παλιά, μαζί γύριζαν πριν χρόνια, έκαναν ψιλοαλητείες, ήταν το αγαπημένο του φιλαράκι, μαζί είχαν περάσει τις καλύτερες στιγμές που μπορούσε να θυμηθεί. Κάθισαν στο μπαλκόνι, είχε δροσιά, ο άλλος δε μιλούσε, περίμενε. Γύρισε και τον κοίταξε, ήταν καλοντυμένος, καθαρός, σένιος, φίνος, τον ζήλεψε. Και ξαφνικά τον έπιασε μια φοβερή λαχτάρα να βγει απ το τούνελ όπου είχε πέσει, ν ανέβει ξανά στην επιφάνεια, να ξαναζήσει όπως παλιά, είχε κάνει το διάλειμμα του, ένα κύκλος είχε κλείσει επιτέλους! Το μυαλό του σε μια στιγμή σα να ξελαμπικάρισε απότομα, ήταν μια αίσθηση υπέροχη που τόσο του είχε λείψει! Δεν ήταν έτοιμος εντελώς αλλά ήξερε ότι θα τα κατάφερνε, ήθελε να κερδίσει το χρόνο που έχασε, λίγο βοήθεια χρειάζονταν να πατήσει στα πόδια του ξανά...

Το βράδυ βγήκαν μια βόλτα με το φιλαράκι κι όλα αλλιώτικα του φαίνονταν. Οι καντίνες άναβαν τα πράσινα και ροζ φώτα από νέον που είχαν κολλήσει στην πρόσοψη τους , ένα βυτιοφόρο γυαλιστερό πέρασε από δίπλα τους, ένας γάτος αυτοκρατορικός, γκρίζος, με μάτια που έλαμπαν κοιμόταν στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Ένας μακρυμάλλης ζωγράφιζε σ έναν τοίχο σχέδια παράξενα μ ένα σπρέι, μια γυναίκα πέρασε, κάπου την είχε ξαναδεί. Κάτι του άρεσε πάνω της, πιο πολύ τα παπούτσια που φορούσε, κάτι χαμηλά άσπρα, αθλητικά με λουλουδάκια ζωγραφισμένα απάνω τους. Πρόσεξε ότι αυτή κοίταζε τα χείλια του, μπορεί να ήταν απ αυτές που περνούσαν απ το σπίτι του όλον αυτόν τον καιρό, πάλι όμως όχι, δε μπορούσε να ήταν απ αυτές, η κοψιά της έδειχνε διαφορετική, πιο λεπτή, πιο λυγερή, πιο σβέλτη. Ο βόμβος ενός κλιματιστικού που δούλευε νυχτιάτικα τον ζάλιζε, ένα λεωφορείο κουβαλούσε γέρους που γυρνούσαν απ το καζίνο, πρόσωπα περίεργα, μυστηριώδη. Το μάτι του πήρε ένα καρτοτηλέφωνο, θυμήθηκε ότι από κει είχε τηλεφωνήσει στον πατέρα του λίγο προτού πεθάνει ο γέρος . Τον είχαν κλείσει σ ένα ίδρυμα, τελευταία δε μπορούσε να σταθεί στα πόδια του, έπεφτε συνέχεια κι έσπαζε πάντα το αριστερό του χέρι, κάτι μες το αυτί του είχε χαλάσει, ένα υγρό έτρεχε αυτό που ρύθμιζε την ευστάθεια του. Ο γέρος φοβόταν να κάνει την εγχείριση, ήθελε να τον βγάλει από κείνο το ίδρυμα μα δεν πρόλαβε.

Έψαχνε το φίλο του που στην ευχή είχε χαθεί κι αυτός. Ένα αμάξι προσπαθούσε να χωθεί σ ένα στενό μέρος κι όλο έπεφτε πάνω στον προφυλαχτήρα ενός σαράβαλου που το είχε σακατέψει, ο οδηγός πρέπει να ήταν μιλάμε άσχετος εντελώς, καθόταν εκεί και γελούσε, ''Γυναίκα σίγουρα!'' σκέφτηκε όταν είδε πως τον παρατηρούσε ένας ανάπηρος σ’ ένα καροτσάκι, φυλαχτά κι αλυσίδες κρεμασμένες στο λαιμό του είχε, τι ήταν και τούτο πάλι !

Έδειχνε καθαρός και φιλικός, χαμογελούσε όλη την ώρα, πρόσεξε ότι είχε μια οδοντοστοιχία κάπως τετράγωνη, θύμιζε λίγο άλογο! Ο ανάπηρος έσυρε το καροτσάκι προς το μέρος του, άπλωσε το χέρι κι ο άλλος το πήρε στο δικό του και τόσφιξε.'' Μη φοβάσαι!'' είπε ο σακάτης μιλώντας με θέρμη σα να γνωρίζονταν από χρόνια '' Όλα για κάποιο λόγο συμβαίνουν, θα το ξεπεράσεις, θα τα καταφέρεις!''

Αυτό ακριβώς ήθελε ν ακούσει, αυτό ακριβώς χρειαζόταν να του πει κάποιος κι εκείνος ο τύπος απ το πουθενά έμοιαζε τόσο ειλικρινής, τόσο σίγουρος που δε μπορούσες ν’ αμφιβάλεις ότι ήξερε τι έλεγε! Σήκωσε τα μάτια του ψηλά στον ουρανό σα να ήθελε να ευχαριστήσει το θεό που του έστειλε εκείνο το σημάδι γιατί σημάδι ήταν αυτό, δε μπορεί να βρέθηκε τυχαία εκείνος ο άνθρωπος την κατάλληλη ακριβώς στιγμή! 'Ένιωσε μια τεράστια ανακούφιση σα να έφυγε πάνω απ το στήθος του ένα βάρος πεντακοσίων τόνων, σα να καθάρισε μια ομίχλη πυκνή που τον σκέπαζε, ένα φως πολύ δυνατό απλώθηκε στο μυαλό του σα να είχαν συμβεί μέσα του άπειρες αλυσιδωτές αντιδράσεις που σκόρπισαν σε δισεκατομμύρια κομματάκια όλα όσα τον πλάκωναν τόσο καιρό! Γύρισε να πει ευχαριστώ στον τύπο με το καροτσάκι όμως δεν υπήρχε τίποτα πια εκεί γύρω, μονάχα ο γάτος ο αυτοκρατορικός με τα μάτια που έλαμπαν πρασινωπά μες το σκοτάδι τεντώνονταν, ο ανάπηρος είχε εξαφανιστεί σα να άνοιξε μονομιάς η γη και τον ρούφηξε.



Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΣΣΥΡΟΒΑΒΥΛΩΝΙΑΚΟΙ ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΙ

Ο γιατρός    έδειξε στο μικροσκόπιο το γονιμοποιημένο της  ωάριο, μέσα απ το γυαλί   έμοιαζε με αυγό που φουσκώνει και πολλαπλασιάζεται  καθώς    μέσα   στο κύτταρο που περιέχει τα μυστικά της ζωής και του θανάτου  επιτελούνταν  οι μυστήριες διαδικασίες  της δημιουργίας.

 Τώρα έπρεπε να διαλέξουν  τον   δότη  σπέρματος που προτιμούσε,  έβαλαν μπροστά της μια λίστα  αντρών με χαρακτηριστικά συγκεκριμένα, εθνικότητα, ύψος, χρώμα ματιών, χρώμα μαλλιών, ηλικία,  επάγγελμα,   της είπαν πως όταν το παιδί γίνονταν δεκαοχτώ χρονών θα μπορούσε να  γνωρίσει τον πατέρα.

Είχε απίστευτο άγχος να πάνε όλα καλά, είχε κάνει ακόμα μια προσπάθεια αποτυχημένη,  η ταλαιπωρία ήταν φοβερή, αν αποτύγχανε ξανά δεν θα το άντεχε. Έμοιαζε χαμένη σ αυτή τη μακρινή χώρα, ποδήλατα περνούσαν  από μπροστά της,  κάποιος στέκονταν σε μια ψηλή μεταλλική σκάλα ενός κτηρίου,  όλοι έμοιαζαν εξυπηρετικοί, έτοιμοι  να της δείξουν κατά που πέφτει ο ξενώνας της, όταν σκόνταψε  σ ένα πεζοδρόμιο  και παραλίγο να τσακιστεί κάποιος έτρεξε κοντά της να την βοηθήσει, όλοι φαίνονταν τόσο καλοί, τόσο πονετικοί. Ο γέρο γιατρός  έδειχνε   επαγγελματίας άψογος, ούτε που κατάλαβε τι  της έκανε , οι κινήσεις του ήταν απαλές,   θα πρέπει να το είχε κάνει εκατοντάδες η και χιλιάδες φορές αυτό το πράγμα και μ όλα αυτά δεν της έφευγε απ το νου  ότι όλη η διαδικασία παραήταν ψυχρή γι αυτήν.

Φοβόταν πολύ, σε κάνα μήνα  οι εξετάσεις έδειξαν  ότι ήταν έγκυος, έπρεπε να κόψει μαχαίρι όλα τα φάρμακα που έπαιρνε , ηρεμιστικά,  υπνωτικά, όλα!  Έπαθε κρίση πανικού ,ένιωθε φαγούρες στο σώμα κι ανησυχίες τη νύχτα,  έτσι κι αλλιώς δε κοιμόταν ποτέ καλά αλλά τώρα ήταν πολύ χειρότερα. Πως θα το γεννούσε, πως θα το μεγάλωνε, τι θα του έλεγε σαν άρχιζε να κάνει ερωτήσεις περίεργες, πως θα το προστάτευε  απ τα άλλα μοχθηρά παιδιά.  Θα προτιμούσε αγόρι, να είναι διαφορετικό απ αυτήν, πιο σκληρό, όχι τόσο ευαίσθητο . Θα το μεγάλωνε διαφορετικά απ ότι  είχε  μεγαλώσει αυτή,  δεν θα έκανε τα ίδια λάθη, θα πρόσεχε αυτή τη φορά, το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της , σκεφτόταν σε ποιους  έπρεπε να το πει, συνήθως έκανε λάθος σ'  αυτά...

 Ήταν η μόνη γυναίκα που μου είχε  βάλει στο μυαλό την ιδέα να κάνω ένα παιδί, ήξερε ότι ήμουν καλός, ότι μπορούσε να μ εμπιστευτεί. Όταν μιλούσε γι αυτό το έκανε με τόση θέρμη, με τόση ζέση που σ έπειθε, σ'  εξιτάριζε, σ'  ερέθιζε όμορφα, σ έκανε να τρέμεις ελαφρά,   να το σκέφτεσαι  σοβαρά. Ήταν τόσο βαθύ, έβγαινε απ την ψυχή της,  τόσο αληθινό που έλεγες ''Ας πάει να γίνει ότι θέλει, ας ενωθώ μαζί της, ας γίνουμε ένα, ας καεί το σύμπαν!'' Είχες μια τρομερή επιθυμία να μπεις σ  αυτό το παιχνίδι, είναι τόσο ισχυρή αυτή η παρόρμηση που είναι πολύ δύσκολο ν αντισταθείς μ'  όλο που ξέρεις ότι πρέπει να σκεφτείς λογικά,  να δεις τι γίνεται κατόπι, τις συνέπειες, όλα αυτά  όμως μερικές φορές η φύση μοιάζει ανίκητη.

Όπως και να είχε ήταν μια σωστή κίνηση, δε μπορούσα να μη της το πω, να μη την καθησυχάσω  ''Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο!’’ έλεγε όλη την ώρα   κι εγώ : ''Είδες μωρό μου! ''.  Μου εξηγούσε για το πως είναι φτιαγμένο το γυναικείο σώμα ''  ….αν γεννούσαν οι άντρες θα είχαν πεθάνει απ τον πόνο!’’  Έλεγε για τη γιαγιά της που μέχρι τη τελευταία στιγμή  πριν τον τοκετό δούλευε στα χωράφια, είχε κάνει ένα σωρό παιδιά εκείνη, τελικά δεν άντεξε τη τελευταία γέννα,  τη βρήκαν  νεκρή σε μια αποθήκη  στο ύπαιθρο,  το βρέφος   είχε καταφέρει να  βγάλει το χέρι απ τη κοιλιά της σα να ζητούσε   βοήθεια ..

''Το ήξερα ότι είσαι ανοιχτό μυαλό..’’  μου είπε    ''.. ότι δε θα είχες πρόβλημα,  θα μπορούσα να  κάνω  μαζί σου ακόμα  ένα παιδί ώστε να έχω έναν πατέρα στο σπίτι! '' . Περπατούσαμε πλάι στην παραλία,  τα ψάρια  πηδούσαν έξω απ την γαλήνια  ακυμάτιστη επιφάνεια του νερού ,  κάνα δυο γνωστοί πέρασαν ,  σκέφτηκα ''Ωραία, ας κάνω λίγο φιγούρα, ας με δουν με μια ωραία γυναίκα ν ανεβάσω λίγο το πρεστίζ μου ’’,  ξέρεις τώρα πως γίνονται αυτά,  πέρασε κι εκείνη που είχα καιρό να δω,  θε μου πως είχε χοντρύνει, πως ασχήμυνε!
 

Δεν μπορούσα να την αφήσω ότι κι αν είχε κάνει, όταν σου ζητούν βοήθεια μερικοί άνθρωποι δε μπορείς να αρνηθείς,  δε μπορέςι να τους γυρίσεςι τη πλάτη. 
Αυτό που μου κάνει εντύπωση   τρομερή είναι το πόσο μύθος είναι η γυναικεία εξυπνάδα. Στην πραγματικότητα ελάχιστες σκέφτονται  λογικά,  δίχως παρορμήσεις και ξεσπάσματα.   Δε μπορούν να δουν καθαρά, ν’  αποφασίσουν τι θέλουν. Αφού το ξέρουν  πως  αυτός  είναι ο σκοπός τους, γι αυτό υπάρχουν, αυτό δίνει νόημα στη ζωή τους, προς τι όλη αυτή η φασαρία, τα ξωκλήσια στο δάσος,  τα σπίτια με θέα στο ποτάμι,  στη λίμνη ή  στη θάλασσα,  προς τι  όλες οι προδιαγραφές και τα πακέτα που πρέπει να έχει ο άντρας, ένα κάρο σχέδια άχρηστα! Κορίτσι μου σκέψου απλά, κι αν αποφάσισες να το κάνεις  έτσι  τι σε  νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι για ένα παιδί χωρίς πατέρα, μπορεί να σου βγει ένα πλάσμα θαυμάσιο, υπέροχο, που δε θα το ενδιαφέρουν καθόλου όλα τούτα. Γιατί να σκέφτεσαι αρνητικά , κάνε κάνα δυο τρία μωρά,  αφιερώσου σ αυτά, μα μη τα δίνεις όλα, κράτα κάτι για τον εαυτό σου και τον άντρα σου και για τις φίλες σου και για τον εαυτό σου . Άμα είσαι λίγο τυχερή μπορεί ένα απ αυτά  να βγει  καλό   και να   σου πει κάνα   ευχαριστώ, να σου φέρει κάνα ποτήρι νερό, όλα είναι θέμα γονιδίων, λίγα μπορείς να κάνεις εσύ,  σιχαίνομαι να δίνω συμβουλές αλλά μερικά πράγματα πρέπει να είσαι πραγματικά στραβός για να μη τα δεις !

Καθόμασταν κάπου στη παραλία, μια πορεία περνούσε, κάτι  παλαβοί με σημαίες κόκκινες φώναζαν συνθήματα. Αυτή φορούσε ένα φουστάνι κίτρινο με  τιράντες άσπρες, είχε μια βραχνή φωνή που σέρνονταν μαυλιστικά,  η πλάτη της ήταν τόσο όμορφη, μαυρισμένη, θυμήθηκα  ότι  παλιά αναρωτιόμουν που  στο διάβολο πάνε, τι  στη ευχή κάνουν  κι εμφανίζονται έτσι ηλιοκαμένες μετά το καλοκαίρι. Ένα δαχτυλίδι   ασημένιο, πλατύ,  περασμένο  στο δάχτυλο της,  ένα σημάδι από κάποια επέμβαση στο σημείο ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη,  όταν σηκώθηκε κινούνταν έτσι όπως μ αρέσει,   σταθερά, ωραία,   καθόμουν εκεί και  τη χάζευα…

Αναρωτιόμουν   γιατί να μπει σε τόσους κόπους,   γιατί να τραβήξει τόσα,  μπορούσε απλά να κοιμηθεί μαζί μου  όμως δεν το έκανε με κάτι δικαιολογίες  ότι νάναι.   Ότι δε την κυνηγούσα,  δεν τη ζήλευα,   δεν ήμουν ρομαντικός, δεν έκανα τον κακόμοιρο πράγμα που τις τραβά ξυπνώντας το μητρικό μέσα τους,  αυτό κι αν το μισώ όσο δε πάει.  Πρέπει λέει να τις πιάσεις  απ τα μαλλιά και να τις σούρεις   μέσα σε καμιά  σπηλιά όπως οι Νεάντερταλ για να πειστούν ότι τις θέλεις αληθινά. Τώρα αν ο άντρας μετά απ αυτό προκύψει κάνας βίαιος, κάνα βόδι που χτυπά και σου κάνει μελανιές  τις οποίες φωτογραφίζεις και κατόπι  φωνάζεις την αστυνομία, αυτό  δεν έχει σχέση  καμιά ! Υποτίθεται ότι  οι γυναίκες είναι σίγουρες κι ανεξάρτητες όμως στη πραγματικότητα είναι τόσο ανασφαλείς που τρελαίνεσαι, επιτρέπουν στους άντρες να τις μειώνουν, να τις ταπεινώνουν, να τις εξευτελίζουν, το τι πρέπει να γίνεται μέσα στα σπίτια και στις κρεβατοκάμαρες δε λέγεται!

 


 Στις ταβέρνες τεμάχιζαν ψάρια και κοτόπουλα , κάτι δέντρα πράσινα, ψηλά, αμάξια έστριβαν κορνάροντας, ο  ορίζοντας ανοιχτός. Είχα καλή διάθεση είναι  η εποχή μου άλλωστε, ξέρεις πως  είναι τώρα, μυρουδιά νοτισμένου χώματος, φύλλα βρεγμένα,  ήταν από κείνες τις στιγμές τις  μαγικές, τότε που  οι γυναίκες  είναι υπέροχες,  σε ηρεμούν, σε χαλαρώνουν,   άξιζε το κόπο όση υπομονή είχες κάνει.   Μακάρι να ήταν πάντα έτσι, να μη γκρίνιαζαν,  να μη προσπαθούσαν να σε υποτιμήσουν για να ισορροπήσουν τις ανεπάρκειες τους ,  μακάρι να κρατούσε για πάντα. Μπορεί να έλεγε ότι ήθελε όμως η γλώσσα του σώματος της άλλα εννοούσε, με ήθελε, ένιωθε σιγουριά κοντά μου, όσο δυνατές κι αν είναι δε μπορούν μόνες τους,  κανείς δε μπορεί μόνος του όμως στις γυναίκες δεν ισχύουν οι νόμοι της λογικής και της φύσης.   Μου είπε να έρθω  πιο κοντά της και να μη φωνάζω  γιατί μια  βλαμμένη  σα να παραμόνευε   ν  ακούσει  από δίπλα . Ήταν τόσο υπέροχο που την είχα πλάι  στο πρόσωπο μου,  μπορούσα να τη χαϊδέψω, ήταν όπως έχεις μπροστά σου  ένα φρούτο και μπορείς απλά ν απλώσεις το χέρι για να το κόψεις. Προσπαθούσα να τη  πλησιάσω, να μπω στο μυαλό της,  να βρω  έναν τρόπο για να συμβαδίσουμε,  με τρελαίνει αυτό πάντα,  θέλω να τις ευχαριστήσω, να τους κάνω το χατίρι όσο γίνεται, να νιώσουν όμορφα, όταν το πετυχαίνω δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση!
 

Είναι θλίβερό που όλα χαλάνε από ένα σωρό παρεξηγήσεις’’ Σε βλέπω σα φίλο,  όχι συγνώμη σε βλέπω ερωτικά’’ δες με όπως στο διάβολο  θες,   το θέμα είναι να περνάμε καλά, έλεος ! Μερικοί άνθρωποι έχουν  πρόβλημα να επικοινωνήσουν το μέσα με το έξω τους ,να εκφράσουν αυτό που θέλουν, συνήθως σημειώνουν αποτυχίες, παρεξηγούνται εύκολα, οι περισσότερες σχέσεις τους είναι αποτυχημένες,  πραγματικά δε ξέρω πως το κάνουν,  είναι ένα ταλέντο κι αυτό φαίνεται.

Όπως την έβλεπα  να φεύγει σκεφτόμουν ότι δεν επρόκειτο να  γίνει τίποτα  μεταξύ μας παρ όλο που κάτι πάνω της, μέσα της,  με τραβούσε με δύναμη.   Έκανε ήδη σχέδια για να πάει να ζήσει σε μια χώρα κάπου έξω  όπου δεν θα της έκαναν δύσκολες ερωτήσεις  για το που το βρήκε  και πως τόκανε και τι θα κάνει κι άλλα τέτοια.  Σκεφτόταν να πάει σ εκείνο  τον τόπο   με τα ποδήλατα και τα κτήρια τα μεταλλικά όπου είχε κάνει την επέμβαση όμως η γλώσσα που μιλούσαν εκεί  ήταν τόσο ακατάληπτη που    δε θα το άντεχε.  Είχε μια πρόταση από κάπου αλλού, σε μια χώρα του βορρά με βουνά και δάση πράσινα,  ίσως θα μπορούσε να το μεγαλώσει εκεί πέρα ήσυχη.  Απόμεινα  μοναχός ακούγοντας το βουητό των ανθρώπων που πηγαινοέρχονταν , στους καθρέφτες πρόσωπα γυναικεία,  έξω  το ανθρωπομάνι που έρχονταν κατά πάνω μου έμοιαζε με δάσος κινούμενο. Ένας τύπος μ ένα βαθούλωμα σα λακκούβα στο κρανίο του,  δυο γριές έγλειφαν παγωτά άσπρα και καφετιά,  μια γάτα σκαρφαλωμένη σ ένα τοίχο έγλειφε τα χείλια της,  μυρουδιά βροχής, καμιά φορά μπερδεύω τις εποχές, είναι φθινόπωρο ή άνοιξη, μήπως τα δέντρα θ αρχίσουν ν ανθίζουν, μη και πλησιάζουν οι Χαιρετισμοί...

 Πέρασα απ το   σουβλατζίδικο του φίλου μου, δεν ήθελα να πάω σπίτι, κάποιος είχε μεθύσει  εκεί πέρα  επειδή    του  είχανε φάει  κάπου δέκα χιλιάρικα σε μια υπόθεση.   Ένας τύπος με μουστάκι έλεγε για τότε που τον σύρανε στο τμήμα   κατά τη  μεταπολίτευση γιατί είχε απάνω του την’’Ελευθεροτυπία’’.  Ένας  βλογιοκομμένος τριγύριζε μ ένα μπουκάλι μπύρας στο χέρι. Ο φίλος μου  σε μια στιγμή μου είπε’’ Κάτσε μια λίγο  στο ταμείο, θα λείψω’’. Μπήκα πίσω απ τον πάγκο, κόσμος έρχονταν και ζητούσε σάντουιτς με σουτζουκάκια και σουβλάκια κι άλλα περίεργα, τι στο διάβολο έπρεπε να κάνω, άνοιγα συρτάρια τραβούσα σχάρες, αυτός με το μουστάκι μούλεγε ‘’Μην αγχώνεσαι!’’  Έψαχνα το φίλο μου  νάρθει για να σηκωθώ να φύγω , τράβηξα ένα στόρι στο πίσω μέρος του μαγαζιού κι αντίκρυσα  ένα πηγάδι σκοτεινό,    ένα ασανσέρ  φωτισμένο ανέβαινε προς τα πάνω.    Γύρισα πίσω  στις σχάρες και στα κάρβουνα και  τότε, άμα θες το πιστεύεις, πέρασε από κει  το κολλητάρι μου  ο Μαυρίδης που είχα  να τον δω από τότε που ταξίδευε με το ποδήλατο και τη Γερμανίδα φίλη του μέχρι την Περσία για να επισκεφτούν μουσεία με χιλιάδες  πινακίδες σε ασσυροβαβυλωνιακή γραφή, πινακίδες  που περιείχαν εξορκισμούς ενάντια στους επιλεγόμενους  ''Μανιασμένους ανέμους'' τους προκατακλυσμιαίους θεούς της πανώλους και της καταστροφής, αυτούς πού έφερναν το θανατικό στους άντρες και τη στειρότητα στις γυναίκες.

‘’ Τι στην οργή κάνεις εκεί μέσα ρε τρελέ!''  ούρλιαξε γελώντας και   σηκώνοντας τα χέρια '' Το ξέρεις ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου!’’

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

ΔΑΡΔΑΝΕΙΕΣ ΠΥΛΕΣ

...οσσάκι δ' (Έκτωρ) ορμήσειε πυλάων Δαρδανιάων
αντίον αϊξασθαι  ευδμήτους υπό πύργους,
εί πώς οί καθύπερθεν αλάλκοιεν βελέοισι,
τοσσάκι μίν προπάροιθεν (Αχιλεύς) αποστρέψασκε παραφθάς
 προς πεδίον...

ΙΛΙΑΔΟΣ  Χ 194- 198

Τυλιγμένο σε μια χαρτοσακούλα στη γωνία του κάτω συρταριού   υπήρχε ένα πιστόλι , έμοιαζε με παιχνίδι μόνο που αυτό εδώ μπορούσε να σκοτώσει. Ψηλάφισε τη σκανδάλη, τον επικρουστήρα, γύρισε το μύλο να δει αν ήταν οπλισμένο, είχε ακούσει συζητήσεις γι αυτό αλλά  πρώτη φορά το έβλεπε.  Ένα καλό λάδωμα χρειάζονταν άμα ήθελες να το χρησιμοποιήσεις και σφαίρες βέβαια αν και το καλύτερο θα ήταν να το ξεφορτωθείς όμως αυτό για το οποίο είχε έρθει   τώρα που έπρεπε ν αδειάσει το σπίτι για να το νοικιάσει,  ήταν το αρχαίο κύπελλο, ο κύλικας.

Τριγύρω απ το σπίτι δεν υπήρχε ψυχή, το χωριό ερήμωνε τέτοια εποχή καθώς πολλοί γυρνούσαν πίσω στις πόλεις τους, το ζευγάρι που ήθελε να  το νοικιάσει  δούλευε κάπου εκεί κοντά, χρειαζόταν ένα τέτοιο σπίτι, ο άντρας ήταν οικοδόμος άρα θα μπορούσε να φτιάξει τους ετοιμόρροπους τοίχους για να μη μιλήσουμε για τις ρωγμές τις τεράστιες που σ έκαναν να το σκεφτείς καλά προτού κοιμηθείς εκεί μέσα.

Ο κύλικας ήταν οικογενειακό μυστικό, τελευταία  του τόχαν πει κι αυτού.  Μια νύχτα  είχε στο νοσοκομείο  τον πατέρα του,   τρόμαξε όπως τον είδε πνιγμένο ανάμεσα σε σωληνάκια κι ορούς, το πρόσωπο του είχε χλομιάσει, είχε μαυρίσει ολόκληρο, βαριανάσαινε, τρόμαξε να τον γνωρίσει. Του έκανε νόημα  να πλησιάσει,  του μίλησε αρκετή ώρα, όσο άντεχε, του τα είπε όλα, ίσως ήταν η τελευταία φορά που μιλούσαν, του εξήγησε για τον κύλικα, για το πιστόλι ήξερε ...


Μεγάλα έργα έπαιρνε ο πατέρας του, εργολάβος ήτανε, σταθμούς εμπορικούς, κτήρια, έργα δημόσια, τέτοια πράγματα. Μια φορά έπρεπε να στερεώσουν τα χαλύβδινα αντερείσματα σε μια βραχώδη πλαγιά για να φτιάξουν μια γέφυρα. Έσπαγαν πέτρες με το τρυπάνι μιας μπουλντόζας κοιτάζοντας τα νερά του ποταμού που λιγόστευαν το καλοκαίρι και κυλούσαν ανάμεσα στα στρογγυλά γυαλιστερά βότσαλα. Ήταν βραδάκι, λίγο προτού νυχτώσει ,σε λίγο θα σχολούσαν όταν ένας εργάτης του φώναξε, κάτι είχαν βρει. Πάντα είχαν το νου τους για αρχαία, το μέρος εκείνο ήταν πέρασμα από παλιά, δυο βουνά στις δυο μεριές έφτιαχναν μια χαράδρα και το ποτάμι περνούσε ανάμεσα, ήταν ο μοναδικός δρόμος  σε μια έκταση  τεράστια τριγύρω . Λαοί, στρατοί, λεγεώνες είχαν παρελάσει από κει πέρα, σπαθιά και δόρατα, άλογα κι υποζύγια, κράνη κι ασπίδες κορμιά άφθονα θα μπορούσαν να είχαν θαφτεί εκεί πέρα μετά από φονικές μάχες για την κατάληψη του περάσματος, μάλιστα υπήρχε κι ένα μύθος για ένα τέχνασμα κάποιου στρατηγού που είχε θάψει εκατοντάδες αμφορείς κι όταν το αντίπαλο ιππικό επιχείρησε να διαβεί εκείνη την έκταση τσακίστηκε κι εξολοθρεύτηκε…

Προτού νυχτώσει για τα καλά και φύγουν οι εργάτες ο πατέρας του είχε ρίξει μια ματιά σ ένα μικρό κοίλωμα που είχε ανοιχτεί, διέκρινε μια γωνία περίεργη, φόρεσε τα γυαλιά του, γονάτισε και ξέθαψε εκείνο το πράγμα. Το ξεσκόνισε όσο πιο απαλά μπορούσε, κατάλαβε αμέσως ότι ήταν κάτι σημαντικό. Το έβαλε πίσω απ το κάθισμα του αυτοκινήτου, δεν είπε σε κανέναν τίποτα, είχε σκοπό να το παραδώσει στους αρχαιολόγους όμως για τον έναν η τον άλλον λόγο το κράτησε, ήταν τόσο όμορφο που δεν ήθελε να το αποχωριστεί.

 Εκείνο το βράδυ στο νοσοκομείο ο ετοιμοθάνατος πατέρας του  αποκάλυψε  ότι το φύλαγε   σε μια κρύπτη σκαμμένη στον τοίχο πίσω από μια ντουλάπα ασήκωτη.

Έτρεμε απ την αγωνία, έσυρε με κόπο το βαρύ έπιπλο κι έψαξε το κρυφό ντουλαπάκι που δε φαίνονταν με τη πρώτη ματιά. Όσο κι αν είχε προετοιμαστεί δεν περίμενε κάτι τέτοιο, τα χρώματα ήταν ολόλαμπρα, κόκκινα και μαύρα, έπιασε μαλακά το πήλινο κύπελλο, το γυρόφερε μια στιγμή να το δει καλά απ όλες τις μεριές, δε ξέρω αν έχεις πιάσει στα χέρια σου αρχαίο αντικείμενο, είναι πολύ παράξενη αίσθηση. Το σχέδιο έδειχνε τον Έκτορα οπλισμένο να  τρέχει  απελπισμένα προς τις Δαρδάνειες πύλες της Τροίας ζητώντας καταφύγιο κάτω απ τους  ψηλούς καλόχτιστους πύργους  μήπως ξεφύγει τη μοίρα του. Οι τοξότες     ακροβολισμένοι  ψηλά έριχναν βροχή τα βέλη μα δε μπορούσαν να σταματήσουν τον μανιασμένο φονιά τον  Αχιλλέα που ήθελε να τον γυρίσει κατά την  αυχμηρή πεδιάδα μπροστά για να τον αποτελειώσει με την ησυχία του  κι  όπως λέει ο ποιητής είναι όπως στα όνειρα,  δε μπορείς να ξεφύγεις ότι και να κάνεις  απ αυτόν που σε κυνηγά.


Ο άνθρωπος που τόφτιαξε ήταν σίγουρα τεχνίτης μεγάλος, οι γραμμές έδειχναν χέρι σίγουρο, οι λεπτομέρειες ήταν δουλεμένες μ εξαιρετική προσοχή και φροντίδα ο ίδιος ζωγράφος λέει είχε κάνει ένα σωρό κύπελλα με το ίδιο θέμα, θα πρέπει να είχε πάθει ψύχωση . Όλα ήταν όμορφα, αρμονικά, τα δάχτυλα, οι λεπτομέρειες, οι αρματωσιές,  ένα δέντρο,  ο τρόμος στα μάτια του Έκτορα,  το ψηλό κάστρο.

Καθισμένος  στο σαλονάκι που βρίσκονταν λίγο χαμηλότερα απ την είσοδο χάζευε τα δυο αντικείμενα το πιστόλι και πιο πολύ τον κύλικα. Δεν είχε πάρει μαζί του τη γυναίκα του, δεν ήθελε να της το πει ακόμα μέχρι ν αποφασίσει τι θα έκανε. Πήρε στα χέρια του το κύπελλο , το χτύπησε ελαφρά, ακουγόταν σαν κούφιο, θα έλεγες ότι τα τοιχώματα του ήταν πολύ εύθραυστα, πρόσεχε μη του φύγει απ τα χέρια έτσι άγαρμπος που ήτανε και γίνει θρύψαλα, φαντάσου το σταμνί να έχει ζήσει για τόσους αιώνες κι αυτός να το διαλύσει με τις δαχτυλάρες του μιλάμε για μεγάλη ειρωνεία ! Σκεφτόταν όταν ότι αυτό ήταν το πιο παλιό αντικείμενο που είχε πιάσει στα χέρα του, θα πρέπει να ήταν δυο χιλιάδων χρόνων τουλάχιστον κι είχε επιζήσει σχεδόν όπως όταν το είχαν φτιάξει, από μόνο του αυτό είναι καταπληκτικό θα μου πεις οι πέτρες και τα βράχια είναι εκατομμυρίων ετών και δε σου κάνουν καμιά εντύπωση αλλά αυτό ήταν ανθρώπινο δημιούργημα, κάποιος το είχε κατασκευάσει απ το τίποτα, είναι άλλη αίσθηση!


Έκανε μια βόλτα  στα δωμάτια , ένα σωρό πράγματα έπρεπε να φύγουν από κει πέρα, αυτό ήταν δουλειά της γυναίκας του. Στο γραφείο του πατέρα του μια σαύρα και μερικοί σφραγιδόλιθοι μπρούτζινοι που τους είχε για πρες παπιέ, ημερολόγια παλιά απ τον καιρό του παππού του , ένα κουτί από τσιγάρα μ ένα όνομα γραμμένο απάνω του, μερικοί λίθοι ημιπολύτιμοι ο ένας πρέπει να ήταν αδιαφανής χαλαζίας. Ο παππούς του ήταν μυστήριος τύπος,  πολέμησε ως εθελοντής  στον πρώτο πόλεμο, είχε υπηρετήσει πάνω από δέκα χρόνια, βαρέθηκε τη ζωή του, μια φορά ένας αξιωματικός είχε στηθεί πίσω απ τους στρατιώτες και πυροβολούσε με το πιστόλι εν ψυχρώ όποιον δοκίμαζε να υποχωρήσει, έτσι γίνονταν ο πόλεμος τότε. Όταν τον είδε ο παππούς του του γύρισαν τα μυαλά, τον άρπαξε απ το γιακά της χλαίνης του, τον σκυλόβρισε και του άρπαξε το πιστόλι, το ίδιο  πιστόλι ήταν αυτό που κρατούσε η οικογένεια. Ο παππούς το έχε σκάσει, έφυγε, τη κοπάνισε, τον γύρευαν, τον κήρυξαν λιποτάκτη, είχε πάει να κρυφτεί στο Όρος, έγινε καλόγερος, η γυναίκα του και τα παιδιά του τον έψαχναν, αυτός τους παρήγγειλε ότι δε βγαίνει από κει πέρα με τίποτα,  τελικά πέθανε σ ένα μοναστήρι, τον έθαψαν εκεί σε μια ξερολιθιά …

Πήρε ξανά στα χέρια του το πιστόλι, ένα λάδωμα χρειάζονταν κι ένα τρίψιμο να γυαλίσει ξανά , ποτέ δε τα πήγαινε τα όπλα, όταν οι φίλοι του στο χωριό σκότωναν  το χειμώνα  πουλιά με ράμφος που θύμιζε σπυρί καλαμποκιού μες το χιόνι καθώς τα κοτσύφια  δε μπορούσαν να κρυφτούν  αδυνατούσε  να καταλάβει γιατί το κάνουν. Στο στρατό ήταν ο χειρότερος σκοπευτής, σ ένα πεδίο βολής απίστευτο κάπου στα σύνορα είχε καθηλωθεί, έμεινε μετέωρος, δεν είχε δει ξανά τέτοιο τοπίο, δέντρα πελώρια σε χρώμα κίτρινο, κόκκινο, καφέ, που να σκεφτεί να πυροβολήσει εκεί μέσα, άδειασε τον γεμιστήρα  στον αέρα κι  έσπευσε να φύγει από κει.

Θα μπορούσε  βρει το μπελά του μ αυτά τα πράγματα,  όχι τόσο με το πιστόλι όσο με το αρχαίο, βέβαια θα μπορούσε   να βγάλει  και λεφτά,  πόσο άραγε να κοστολογούνταν  ντο κύπελλο,  σίγουρα θα έπιανε καλά χρήματα  όμως έπρεπε  να βρει άκρες ,  να ρωτήσει στοιχεία ύποπτα, δεν ήταν για τέτοιες δουλειές, δεν το άντεχε, καλύτερα να τον κρατούσε ή να τον χάριζε σε κάνα μουσείο να ξεμπερδεύει.  Καθόταν εκεί στη κουζίνα και το χάζευε, έσυρε τα δάχτυλα του πάνω στην επιφάνεια του χωμάτινου ποτηριού να  αισθανθεί  την υφή του, το ένιωσε κάπως απαλό αν και τραχύ, ήταν εκλεκτό κομμάτι οπωσδήποτε.


Βγήκε στο μπαλκόνι να δει τη θέα όπως τη θυμόταν, ένα δέντρο με δαμάσκηνα βανίλιες, ένα κλίμα με σταφύλια κόκκινα, ο αέρας παρέσερνε τα φύλλα , μια πλατανομουριά που είχε φυτέψει η μάνα του έριχνε ακόμα τον παχύ της ίσκιο.  Τα κυδώνια είχαν αρχίσει να παίρνουν εκείνο το γλυκό, κίτρινο, φθινοπωρινό χρώμα, κοπάδια από πουλιά πετούσαν ψηλά. Παλιά ερχόντουσαν εδώ τα Χριστούγεννα να κάνουν τις γιορτές, είχαν βελέντζες χοντρές , κάτι κοκκινωπές, ασήκωτες, ακόμα θα βρίσκονταν στο πατάρι. Έριχνε χιόνια πολλά παλιά, ένα μέτρο, δυο μέτρα, μια φορά είχαν αποκλειστεί και το καταχάρηκαν, δεν ήθελαν με τίποτα να γυρίσουν στη πόλη.

Έφερε ένα γύρο  με το βλέμμα, του τα ράφια, κάτι βιβλία κι αυτά του παππού θα ήτανε, όλα στο πρωτότυπο φυσικά, ''  τόμοι του Σέξπιρ, ''ο Ριχάρδος, ο Τρίτος''  '' ο Ερρίκος ο Δεύτερος'', άνοιξε έναν, το μάτι του έπεσε στη φράση ''Long live the king – του βασιλιά Σπολλάτη !'' Ένα αστυνομικό του Σιμενόν μ ένα θαυμάσιο εξώφυλλο, μια γυναίκα στο θάλαμο ενός νοσοκομείου, φιγούρα θολή, ακαθόριστη, απροσδιόριστη, ομιχλώδης χάνονταν στο βάθος, ένας τόμος του Έντγκαρ Άλαν Πόε στ αγγλικά, άνοιξε το βιβλίο, οι σελίδες  μύριζαν μούχλα, η πρώτη νουβέλα ''Ο χρυσός σκαραβαίος'' διάβασε το μότο στην αρχή '' Έι! Γιατί χορεύει σα παλαβός αυτός ο τύπος εκεί πέρα- τον τσίμπησε μια ταραντούλα!''

Όλα εκεί μέσα θύμιζαν τον πατέρα του που είχε πεθάνει η μάνα του ζούσε ακόμα.  Ήθελε να κάνει κάτι στη μνήμη του μακαρίτη, ένα μνήμα καινούριο ίσως ή μια δωρεά σ ένα ίδρυμα,  του το είχε τάξει.  Στη κρεβατοκάμαρα, κάτι ρούχα παιδικά, φανελάκια λευκά του αδερφού του, θυμόταν τη μάνα του που τα σταύρωνε διπλώνοντας τη παλάμη καθώς τα σιδέρωνε , τα είχε στείλει αυτά μια θεία του απ τον Καναδά.   Γύρισε πίσω, πήρε στα χέρια του το πιστόλι, όπως καθόταν σε μια γωνιά  το μάτι του  κεντράρισε  στη γωνιά του τζακιού,  θυμήθηκε ξαφνικά μια σκηνή από τότε που ήταν πολύ μικρός, ίσως μωρό, ίσως να ήταν η πρώτη εικόνα που είχε κρατήσει στη μνήμη του, μια φλόγα   πορτοκαλιά  έβγαινε από κάπου  που τον   τρόμαζε και τον τραβούσε  μαζί , τώρα μόλις την θυμήθηκε την σκηνή, την είχε ξεχάσει ολωσδιόλου, ήταν τόσο αληθινή, αποκλείεται να τη φαντάστηκε.  Σήκωσε το κεφάλι στο τοίχο, ένα εικονοστάσι ξύλινο, το είχε κουβαλήσει η προγιαγιά του από ένα μέρος κοντά στην αρχαία Τροία, εκεί όπου  διαδραματίζονταν η σκηνή  στον  κύλικα, κοίτα να δεις τι απίθανοι συσχετισμοί που γίνονται.

 Έγειρε στο παλιό ντιβανομπάουλο,   ένιωθε κουρασμένος, τα μάτια του βάραιναν, λίγο ύπνο χρειάζονταν να ξελαμπικάρει,   γύρισε να κοιτάξει αν  το κύπελλο ήταν στη θέση του  και τότε είδε απ το πουθενά να εμφανίζεται  ένας τεράστιος πολεμιστής  με πανοπλία σιδερένια που γέμιζε μοναχός του την κάμαρα ολόκληρη,  είχε μια γενειάδα  κατάμαυρη και  τόσο μακριά που σκέπαζε το στήθος του,  στέκονταν από πάνω του και τον κοίταζε με τα πελώρια μάτια του,  κινήθηκε προς το μέρος του,  το βήμα του ήταν τόσο βαρύ   που  τα τζάμια έτριξαν όπως όταν γίνεται σεισμός,  ο πολεμιστής έκανε ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του,  αυτός νόμιζε ότι θα σήκωνε την τεράστια σπάθη του και θα τον έκοβε στη μέση  όμως ο γίγαντας άρπαξε τον  κύλικα   με το αριστερό ελεύθερο του χέρι,  πέρασε μέσα απ τον τοίχο με μια δρασκελιά κι εξαφανίστηκε.    

 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...