Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

ΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑ


Δεν τους χώνευε τους γιατρούς όμως πάντα άκουγε τη γνώμη τους όταν μιλούσαν καλά, μια φορά όταν ήταν στο σχολείο κάποιος τους είχε πει ότι έπρεπε να κάθονται σωστά στις καρέκλες τους με την πλάτη ακουμπισμένη πίσω κι αυτό του είχε μένει. Μια άλλη φορά όταν δούλευε σ’ ένα συνεργείο του δήμου, παρακολουθούσαν κάποια σεμινάρια ασφάλειας και μια νεαρή κοπέλα, όμορφη του έκανε μια παρατήρηση ότι δεν καθόταν ωραία κι ότι δεν ήταν σωστό, ένιωσε ότι έπρεπε να την σεβαστεί, την άκουσε και συμμαζεύτηκε. Όταν έφτιαχνε τα δόντια του σ’ ένα κέντρο υγείας έβλεπε κάτι κοπέλες πολύ χαλαρές που τραγουδούσαν, κι ήταν καλοκαίρι, το παράθυρο ανοιχτό κι ήταν ωραίο να σε προσέχουν. Μια άλλη φορά όταν τον πονούσε το στομάχι του, είχε πετύχει σε κάποιο νοσοκομείο έναν γιατρό χαμογελαστό που ήξερε από κάποια παρέα κι ήθελε μόνο εκείνος να τον εξετάσει, μόνο εκείνον εμπιστεύονταν. Ήταν φοιτητής τότε κι έμενε σε κάποια εστία που ήταν κάποτε ξενοδοχείο, σ’ ένα διαμέρισμα στενό, στον 7ο όροφο. Εκεί τον έπιασε ένας πόνος οξύς στην κοιλιά κι έτρεχε στα διανυκτερεύοντα να τον εξετάσουν, είχε βρει ένα σωρό κόσμο να περιμένει μες τη νύχτα, τι στο διάβολο έκαναν, όλοι είχαν κάποιο πρόβλημα, κάτι παιδιά που πονούσε κι εκείνων η κοιλιά, τα κρατούσαν στην αγκαλιά οι μανάδες τους. Του είχαν δώσει τότε ένα υγρό σα γάλα και μετά του έκαναν μια ένεση, τότε επιτέλους σταμάτησαν οι πόνοι. Γυρνώντας είχε σταματήσει σ’ ένα πατσατζίδικο κι είχε φάει μια σούπα να στρώσει, ένιωσε καλύτερα μετά από αυτό και πήγε στη γιαγιά του όπου κοιμήθηκε καθώς ξημέρωνε, πάντα όποτε έβρισκε τα δύσκολα πήγαινε στη γιαγιά του…

Ανέκαθεν του φαίνονταν μυστήριοι χώροι τα νοσοκομεία, οι βελόνες που σου χώνουν μέσα στο δέρμα, τα ηλεκτρικά καλώδια και οι ακτινογραφίες μ’ εκείνα τα περίεργα ραδιενεργά μηχανήματα που ψάχνουν το σώμα σου μέχρι πολύ βαθιά, κι αν έπεφτες σε κανένα ψυχρό τύπο ή σε καμιά κρύα νοσοκόμα ήταν ότι χειρότερο. Πάντα ήταν της γνώμης ότι ο οργανισμός θεραπεύεται από μόνος του και το πιο σημαντικό είναι να μη πέφτει η ψυχολογία σου, να νιώθεις καλά κι όσο μπορείς να χρησιμοποιείς τη φύση, αυτή είναι ο καλύτερος γιατρός. Δόξα τω θεώ δεν είχε νοσηλευτεί ποτέ, μονάχα πήγαινε να δει φίλους ή συγγενείς που αρρώσταιναν κατά καιρούς κι έφευγε γρήγορα, τα μέρη εκείνα τον άγχωναν, τα νοσοκομεία και τα δικαστήρια του έβγαζαν ένα αίσθημα περίεργο, ήταν χώροι που καλά θα ήταν να τους απέφευγες. Μια άλλη φορά πάλι που είχε σπάσει ένα αγγείο στο μάτι του μια όμορφη γιατρός τον είχε εξετάσει με κάτι σα μικροσκόπιο και του είχε χαμογελάσει, «Όλα καλά!» του είχε πει, αυτές ήταν ωραίες περιπτώσεις ρε φίλε, τέτοιους ανθρώπους μπορείς να τους εμπιστευτείς, αυτούς που δε μπορούσε ήταν κάτι άσχετοι, κάτι κρύοι κι αντιπαθητικοί, με το που τους έβλεπε έλεγε μέσα του «Πάμε να φύγουμε από δω γιατί θα μας σακατέψουν».

Η καλύτερη περίπτωση πάντως ήταν εκείνη η γιατρέσα που του είχε πει μια άλλη φορά «Άμα έχεις κάποιο πρόβλημα φαίνεται » τότε έτρεχε να εξεταστεί επειδή του το είχε ζητήσει μια παλαβή με την οποία ήταν ερωτευμένος. Πολύ τον είχε παιδέψει εκείνο το τα κορίτσι το οποίο στην τελική αποδείχτηκε εντελώς μούφα, μια μέτρια κοπέλα όμως όταν είσαι τσιμπημένος τα βλέπεις εντελώς διαφορετικά τα πράγματα. Του είχε βάλει όρο για οτιδήποτε να κάνει πρώτα όλων των ειδών τις εξετάσεις σα να τον δοκίμαζε, έπρεπε να περάσει από όλους τους γιατρούς κι εκείνος που ποτέ του δεν είχε επισκεφτεί τόσα ιατρεία κι είχε ανέγγιχτο το βιβλιάριο του τα πήρε σβάρνα. Η τύπισσα που κυνηγούσε δούλευε σε διαγνωστικό κέντρο και ίσως το είχε βίτσιο να δοκιμάζει μ’ αυτόν τον τρόπο όλους τους υποψήφιους, ένας από τους γιατρούς πάντως που τον είδε του είπε «Σήκω φύγε όπως είσαι, ακόμα έχεις χρόνια για να κάνεις τέτοιες εξετάσεις!»

Μ’ εκείνη τη γυναίκα είχε βρει το μπελά του, η τύπισσα ήταν για δέσιμο όμως είχε τον τρόπο της, είχε ένα ταπεραμέντο που σε τραβούσε και τελικά έμπλεξε και τη μάνα της κι ανακατεύτηκε και κείνη, άκου θράσος τώρα, και τότε του την έδωσε και τις διαολόστειλε και τις δυο όμως του είχε μείνει το συναίσθημα, η όλη φάση, σε εκείνη τη περίοδο το χρειαζόταν κι έχοντας πάρει φόρα από αυτό που ένιωθε έκανε μια σειρά από κινήσεις, είχε βρει μια πολύ καλή δουλειά κι όταν την ξεφορτώθηκε την άλλη την παλαβή είχε ταχτοποιηθεί επαγγελματικά οπότε σε κάθε περίπτωση ήταν ευχαριστημένος. Περνούσε μια παράξενη φάση στη ζωή του τότε, ήταν λίγο χαμένος, δεν ήξερε τι να κάνει, προς τα που να πάει, ένιωθε μια ανασφάλεια, όλα του φταίγανε, ήθελε να φύγει για κάπου αλλού όμως δεν ήξερε που και ξαφνικά σα να είδε φως, σα να απόκτησε η ζωή του νόημα. Εκείνη η ιστορία του άνοιξε τα μάτια, κατάλαβε ένα σωρό πράγματα, έκανε μια καινούρια αρχή οπότε αν εξαιρέσεις κάτι μικρές στενοχώριες όταν έφαγε την αναπόφευκτη χυλόπιτα μόνο κερδισμένος ήταν, με το που ξεμπέρδεψε με την τύπισσα όλα του φαίνονταν εντάξει, είχε αλλάξει κι η πόλη που νόμιζε ότι είχε βαρεθεί του φαινόταν πάλι ωραία.

Ήταν μια εμπειρία αξιόλογη μπορείς να πεις κι αυτό που θυμόταν πιο πολύ ήταν η επίσκεψη η τελευταία στην παθολόγο, εκείνη που του είχε πει « Άμα είσαι καλά φαίνεται» του είχε αρέσει πολύ εκείνη η φράση. «Αν σου πει εντάξει κι αυτή θα βγούμε μαζί ένα βράδυ» του είχε πει η άλλη που κυνηγούσε κι αυτός δε κρατιόταν. Για να βρει το ιατρείο έπρεπε να πάει σε μια περιοχή ψηλά, πάνω από την πόλη που δεν ήξερε. Ήταν η περίοδος μετά τις γιορτές και καθώς περπατούσε χάζευε τα ετοιμόρροπα κτήρια που βρισκόταν εκεί πέρα, μερικά ήταν φωτισμένα κι άλλα έμοιαζαν πολύ όμορφα χαμένα μες την ομίχλη που σκέπαζε τα πάντα. Κάτι πιτσιρικάδες και κάτι ζευγαράκια καθόταν σ’ ένα πάρκο μιλώντας κι ατενίζοντας την θέα που διακρίνονταν κάτω στο βάθος. Όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά για κάποιο λόγο, οι ταβέρνες έχασκαν αδειανές δίχως κανέναν πελάτη, οι έρημες καρέκλες έμοιαζαν να αντικρίζουν μόνες τους τη θέα κάτω στη θάλασσα με το λιμάνι και τα καράβια τα φωτισμένα, δυο τύποι έξω από ένα μαγαζί ξεστόλιζαν ένα πλατάνι από τα λαμπάκια του, το δέντρο είχε μένει χωρίς τα στολίδια του όμως τα κλαδιά που ήταν γεμάτα σταγόνες από την υγρασία έμοιαζαν στολισμένα με στρογγυλά λαμπάκια που γυάλιζαν καθώς νύχτωνε αντανακλώντας το φως από τις κολώνες του δρόμου.

Δεν μπορούσε να το βρει στη διεύθυνση που του είχαν πει, ρώτησε κάτι παιδιά που ήταν μαζεμένα εκεί πέρα και κάπνιζαν συζητώντας, του έδειξαν το σημείο όπου βρισκόταν το ιατρείο και το βρήκε εύκολα. Ήταν στην είσοδο μια πολυκατοικίας με κάτι κολώνες πολύ ψηλές, μια κατασκευή περίεργη, κι όταν έφτασε διαπίστωσε ότι ήταν πολύ νωρίς, το ραντεβού του αργούσε λίγο. Μπαίνοντας είδε μερικοί ανθρώπους που περίμεναν εκεί πέρα για να δώσουν αίμα, ένας πολύ ψηλός μάλωνε μ’ ένα γέρο για τη σειρά προτεραιότητας κι όσο κι αν προσπαθούσαν οι άλλοι να τους κατευνάσουν εκείνοι συνέχιζαν την κόντρα. Κάθισε σε μια καρέκλα κοιτάζοντας μια αφίσα, στην αρχή δεν την πρόσεξε καλά έπειτα όμως βλέποντας προσεχτικά διαπίστωσε ότι ήταν μια φοβερή φωτογραφία με τα θαλάσσια τείχη της πόλης, πρώτη φορά τα έβλεπε, δεν ήξερε ότι υπήρχαν κάστρα στην παραλία πάνω στα οποία το κύμα έσκαγε, ήταν πολύ εντυπωσιακά. Την φωτογραφία που ήταν εκατόν πενήντα χρονών, άκου τώρα, την είχαν βρει λέει στα αρχεία κάποιας βιβλιοθήκης της Ουγγαρίας, την κοιτούσε και δεν μπορούσε να το πιστέψει, ώστε έτσι λοιπόν ήταν η πόλη πριν ενάμιση αιώνα, όχι πολύ παλιά άμα το σκεφτείς, έμοιαζε με κάτι μοναστήρια στο Άγιο Όρος που είχε δει κάποτε που ήταν σαν παραμυθένια. Κυκλωμένη υπέροχα από τείχη με την θάλασσα να χτυπά πάνω στα βράχια που βρισκόταν στα θεμέλια των πύργων φάνταζε εντελώς διαφορετική ενώ κάτω στο βάθος της εικόνας φαινόταν το μικρό λιμάνι και κάτι βάρκες, «Κάποτε πρέπει να ήταν πολύ ωραία αυτή η πόλη τελικά» σκέφτηκε μέσα του.

Όταν ήρθε η ώρα του η γιατρός αφού τον ρώτησε γιατί έκανε τις εξετάσεις χαμογέλασε όταν της είπε ότι όλα γινόταν επειδή του το είχε ζητήσει η άλλη. Του ζήτησε να βγάλει τη μπλούζα και να περιμένει ενώ εκείνη σημείωνε κάτι στα χαρτιά της, ύστερα του έβαλε δυο καλώδια σα βύσματα πάνω στο σώμα για να μετρήσει τους παλμούς του και να κάνει το καρδιογράφημα. Αυτός εκτελούσε μηχανικά ότι του ζητούσε ενώ στο μυαλό του γυρνούσε η αφίσα που είχε δε και η τύπισσα που του είχε υποσχεθεί ότι θα έβγαιναν την άλλη μέρα. Η γιατρός τον κοίταζε κάπως παράξενα όλη την ώρα, αναρωτιόταν μήπως υπήρχε κάποιο πρόβλημα, μήπως είχε εντοπίσει κάτι έμοιαζε πολύ σοβαρή κα σε μια στιγμή εκεί που δεν το περίμενε έσκυψε πάνω του και τον φίλησε στο στόμα κολλώντας τα χείλη της, αυτό ήταν εντελώς ξαφνικό, δεν το περίμενε, προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, εκείνη όμως αμέσως είπε «Συγγνώμη δεν το ήθελα» και συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτα «Η καρδιά σου είναι εντάξει» συμπλήρωσε μόνο χωρίς να τον κοιτάξει .

Ήταν μια πολύ περίεργη εμπειρία και βγαίνοντας ένιωθε ζαλισμένος, όλα αυτά που συνέβαιναν δεν ήταν φυσιολογικά και το μυαλό του είχε πάρει φωτιά, γύρω όλα είχαν σκοτεινιάσει και τα φώτα ενός παρκαρισμένου αυτοκινήτου τον τύφλωναν, περνώντας δίπλα από το αμάξι προσπάθησε να δει ποιος ήταν μέσα όμως δε μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα μόνο κάτι σιλουέτες σκούρες, όταν τελικά προσπέρασε το όχημα διέκρινε μέσα του ένα μικρό παιδί δεμένο στο κάθισμα και δίπλα του δυο σκυλιά που γαύγιζαν όποιον περνούσε από κει σα να το φύλαγαν, το παιδί ατάραχο τον κοίταζε κατάματα.




 

 


 



ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...